11/10/07

Επειδή τίποτα δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί αν δεν πεθάνει...


«Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ» του Αχιλλέα Κυριακίδη, Εκδ. «Πόλις», σελ. 70, τιμή: 14 ευρώ.

«Γράφοντας ανακαλύπτουμε τι θέλει να ειπωθεί» (Max Aub). Μ’ αυτό το μότο ο κατεξοχήν (και εξαιρετικός) μεταφραστής του Χόρχε Λουί Μπόρχες, ξεκινά την τελευταία συλλογή διηγημάτων του. «Ο καθρέφτης του τυφλού» ο τίτλος. Εκδοτικός οίκος «Πόλις».
Επτά διηγήματα στα οποία πρωταγωνιστούν «τα θεικά» όσον αφορά τ’ ανθρώπινα «συμπτώματα»: ο χρόνος (σαν άμμος βαθύς και κινούμενος), η μουσική (στ’ αυτιά του θεού μονάχα εκείνη φτάνει), η γλώσσα (που είναι σκέψη, σχεδόν ειμαρμένη), τα όνειρα (ένα σύμπαν παράλληλο), η απομόνωση (μονάχα μέσα στη μοναξιά μας βρίσκουνε τα σημαντικότερα, έτσι ή αλλιώς μόνοι μας είμαστε), ο θάνατος (η μόνη αλήθεια και βεβαιότητα), ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (ο συνθέτης που μίλησε στον θεό), ο έρωτας (το αντίδοτο του θανάτου), η ιστορία (τ’ ανθρώπινα αχνάρια στον χρόνο), η σιωπή (ο τρόπος να συνομιλείς με το αόρατο)…
Οι επιμέρους τίτλοι: «Είσοδος κινδύνου», «Tabula raza», «Μπονζάι», «Ars petica», «Κόντρες», «Ισόβια», «Κουίζ».
Οι συγγραφικές εμμονές (με δεξιοτεχνικό τρόπο εκφρασμένες), η διαρκής αναζήτηση του Άλλου (ούτε θηρία, ούτε Θεοί), η ματαιότητα της αυτογνωσίας (πάντοτε κάτι θα μας ξεφεύγει), καθώς και μια περίεργη σύμπραξη του παράδοξου με το ρεαλισμό (είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι όλα είναι μόνο τόσο).
Στο πρώτο διήγημα της συλλογής «Είσοδος κινδύνου» ένας «μεταφυσικός ρεαλιστής» συγγραφέας ταξιδεύει. Ένα διπλό ταξίδι στη σύγχρονη Βαβέλ («αναρωτιέμαι ποιος θα καταλάβαινε τίποτα αν διάβαζα τη σελίδα 8 πριν από την 5») και στον τόπο εκείνο όπου μπορούν να φτάσουν μόνο οι πεπτωκότες («αυτοί που πρέπει πια να μη φοβηθούν γιατί φοβήθηκαν»). Αναζητώντας την μη επινοημένη γλώσσα.
Σ’ αυτήν την γλώσσα που είναι ταυτόχρονα και αλληγορική και υπαινικτική, και σωματική και αμφίθυμη, κι εκείνο που δηλώνει αλλά και το αντίθετό της, κι εκεί που τελειώνει αλλά και λίγο παρακάτω, ο κατ’ εξοχήν μεταφραστής του Μπόρχες με μπορχεσική ατμόσφαιρα υπογράφει και τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής.
Στο δεύτερο διήγημα της συλλογής «Tabula raza» ένας άντρας σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου δεν αναγνωρίζει τίποτα και κανένα. Προσπαθεί να ξαναγράψει την ζωή του, κυριολεκτικά. «Τα τεστ της επομένης δείχνουν ολική αποξένωση, ολική απομάκρυνση, ολική αμνησία». «Δηλαδή, πρέπει όλα να τα μάθει απ’ την αρχή, να μάθει πώς να συνταιριάζει ερεθισμούς με αντιδράσεις, να συλλαβίζει αισθήματα». Μέχρι εκείνη τη στιγμή που το μυαλό του κατακλύστηκε από μαθηματικούς τύπους.
Στο «Μπονζάι» ένας άνθρωπος της σκιάς διεκδικεί το μερίδιό του στην ενοχή σαν τον κύριο Κάππα της «Δίκης».
Στο «Ars poetica» «τα πάντα είναι ποίηση» διότι «Ποίηση είναι η σχέση του ανθρώπου με το θάνατο» (Max Aub) και δεν υπάρχει άλλη σχέση, όλα είναι υποσύνολα αυτής της σχέσης. Κεντρικός ήρωας ένας ήδη ποιητής. Βραβευμένος, με πορεία ήδη μέσα στο χρόνο, πρόεδρος της πενταμελούς επιτροπής που θα έκρινε το μεγαλύτερο ποιητικό βραβείο της χώρας για πρωτοεμφανιζόμενους δημιουργούς. Κι απέναντί του ένας νεαρός που έγραψε «το απόλυτο ποίημα». «Τέσσερις στίχοι συμπύκνωναν όλη την ποίηση και, ταυτόχρονα, άνοιγαν τους ασκούς να πνεύσει μια κοινότροπη μαγεία. Τέσσερις στίχοι τηρούσαν όλους τους κανόνες της προσωδίας υποσκάπτοντάς τους. Τέσσερις στίχοι έλεγαν όλα όσα είχε τολμήσει η ποίηση να γράψει, με τρόπο που ποτέ δεν τόλμησε να ψάξει». Κι απέναντί του ο θάνατος. Διότι «τίποτα δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί αν δεν πεθάνει, πόσο μάλλον η ποίηση».
Στις «Κόντρες», ο χρόνος του Θεού σε ένα κόκκινο φανάρι: οι δυο επιλογές, η συνετή και η άλλη. Η ξοδεμένη ζωή και «το ταξίδι που δεν έγινε», «η φράση που την έγραψε άλλος». Κι ύστερα, πράσινο. Ποτέ δεν θα μάθουμε το τι συνέβη σ’ αυτή την αναμέτρηση.
Στα «Ισόβια» ο έγκλειστος ήρωας λύνει γρίφους και παραβολές, και ονειρεύεται «το αίνιγμα που η λύση του είναι «Κύριος οίδε». Σε μια φυλακή όπου «ναι υπήρχε κάποτε» αλλά «πάνε χρόνια τώρα, δυο και τρεις αιώνες, που οι άνθρωποι την είχανε γκρεμίσει».
Στο «Κουίζ», το πλέον φιλόδοξο διήγημα του βιβλίου ο συγγραφέας επιχειρεί να λύσει (ωσεί θεός) όλα τα αινίγματα, να δώσει όλες τις απαντήσεις. Όπου, όπως στο «Ars poetica» υπονοούνται όλες οι ερωτήσεις, στο «Κουίζ» έχουμε αντίστοιχα τις απαντήσεις, «άμαχες κι άκαπνες στον κάμπο, χρόνια και χρόνια». Ο ήρωας, συλλέκτης απαντήσεων, δεν χρειάστηκε να δώσει καμία. Διότι αυτό που αναζητείται, στο φινάλε, είναι η ερώτηση.
Μια σπάνια συλλογή διηγημάτων σαν γρίφος και σαν κουίζ, επίσης. Σαν μαγική εικόνα, αναλόγως την γωνία. Κολλημένη ψηφίδα, ψηφίδα. Και ένα «και» να ξεφύγει, ένα «να», ένα άρθρο, διαταράσσεται.
Ένα βιβλίο που υπονοεί όλες τις ερωτήσεις, όλες τις απαντήσεις. Γι’ αυτό και δεν καταδέχεται, ούτε να ρωτήσει, ούτε να απαντήσει. Καθρέφτης είναι η φιλοδοξία του. Κι αν έβλεπε ο αναγνώστης πόσα θα έβλεπε!

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γεννήθηκε το 1946 στο Κάιρο.
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Εχει εκδώσει εννέα βιβλία με διηγήματα, μικρά πεζά και δοκίμια (κινηματογραφικά και φιλολογικά), έχει γράψει τρία σενάρια που γυρίστηκαν σε ισάριθμες κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους, και έχει σκηνοθετήσει επτά ταινίες μικρού μήκους σε δικά του σενάρια.
Το 2004, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του <Τεχνητές αναπνοές> (εκδόσεις <Πόλις>).
Εργα του:
<Διαφάνεια> (Δωδώνη, 1973)
<Ο Ναπολέων Αστός σε νέες περιπέτειες> (Δωδώνη, 1974)
<Στοιχεία ταυτότητος> (Δωδώνη, 1977)
<Η συνέχεια επί της οθόνης> (Υψιλον, 1984)
<Ο πληθυντικός μονόλογος> (Υψιλον, 1985)
<Διεστραμμένες ιστορίες> (Υψιλον, 1988)
<Μουσική> (Υψιλον, 1995)
<Ψευδομαρτυρίες> (Υψιλον, 1998)
<Τεχνητές αναπνοές> (Πόλις, 2003) κ.α.
Κυκλοφορούν πάνω από πενήντα μεταφράσεις του έργων συγγραφέων όπως ο Ζορζ Περέκ, ο Ρεμόν Κενό, ο Λουίς Σεπούλβεδα, ο Ζαν Εσενόζ κ.α. ενώ τελευταία μεταφραστική του δουλειά είναι τα <Απαντα πεζά> και τα «Δοκίμια» του Μπόρχες (εκδόσεις <Ελληνικά Γράμματα> 2005, 2006).

ΥΓ. Για όσους αγαπούν τον Μπόρχες και τον Κυριακίδη. Στο Librofilo επειδή όσους αγαπούν τον Μπόρχες τους θεωρώ συγγενείς μου (και τον Κυριακίδη), στο Moha που έτσι ή αλλιώς, συγγενής μου είναι. Από τη μεγάλη οικογένεια που επέλεξα και είμαι τυχερή και πολύ υπερήφανη που την έχω.






Μπαχ, αφού μίλησε με τον Θεό.

Moha