9/10/07

Επειδή οι άνθρωποι καρφώνουν ό,τι αγαπούν!


«ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ» του Αντώνη Σουρούνη, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 84, τιμή: 14 ευρώ.

Τι μπορεί να κάνει, αλήθεια, κάποιος όταν, είναι απένταρος, τριάντα χρονών, βρίσκεται σε νοσοκομείο τυλιγμένος σαν βρέφος με γάζες, άρτι διασωθείς από ένα ναυτικό ατύχημα που όμως θα πρέπει να βρίσκεται για δύο χρόνια σε αναμονή, μήπως ανέβει κανένα από τα σπασμένα κοκαλάκια προς τον εγκέφαλο και τον σκοτώσει, σε περίπτωση που πρέπει να γίνει νονός στον νεογεννηθέντα γιο της αδελφής του;
Εάν είναι Αντώνης Σουρούνης, «Το μπαστούνι»! Το 1972 που ήταν για ‘κείνον «μια καλή χρονιά»! Εννοώντας βεβαίως πως είχε πέσει σε «φλέβα γεγονότων»: «Είχα σωθεί από ένα μεγάλο ατύχημα την ώρα που μπαίναμε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης να ξεφορτώσουμε πετρέλαιο, έγινα τριάντα χρόνων μέσα στο νοσοκομείο με το κεφάλι τυλιγμένο σε επιδέσμους, αναγνώρισα στη Νάξο τη Δανέζα γυναίκα μου και ζήσαμε είκοσι ασχεδίαστα χρόνια μαζί, ενώ στην Αθήνα τον ίδιο καιρό γεννιόταν μια άλλη γυναίκα, που είχε αρχίσει κιόλας να μπουσουλάει προς το μέρος μου», όπως ομολογεί ο ίδιος.
Αυτή τη χρονιά, λοιπόν, και τελώντας εν αναμονή (για το αν θα ζήσει ή θα πεθάνει), κάθισε κι έγραψε «Το Μπαστούνι»: «Τρεις μήνες μού πήρε», θα πει. «Ήθελα να γράψω ένα παραμυθάκι για να το διαβάζει η αδελφή μου στο βαφτισιμιό μου και να κοιμάται, δεν είχα καταλάβει ότι περιέγραφα εμένα για να τον κρατάω ξύπνιο. Σήμερα ο γιος της είναι πιο μεγάλος απ’ όσο ήμουν εγώ τότε και η ιστορία αυτή η πιο μικρή που έγραψα ποτέ για την πιο έντρομη περίοδο της ζωής μου. Ειλικρινής όμως, παρόλο που μιλάει για κούτσουρα και δέντρα. ‘Η μάλλον, γι’ αυτό ακριβώς», θα καταλήξει προλογίζοντας την νέα έκδοση ενός διαφορετικού πια βιβλίου.
Ο χρόνος το ανέδειξε σε φιλοσοφικό παραμύθι ζωής και ο συγγραφικός του βίος, σε προσωπική πυξίδα. «Μπαστούνι» αποδείχθηκε ο ίδιος για μια ζωή. Περπατώντας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, για να στηρίζεται πάντα στον ίδιο τον εαυτό του και να του επιτρέπεται διαρκώς να τριγυρίζει.
Στο «Μπαστούνι» του, η ιστορία ενός δέντρου που το κόβουν για να γίνει τραπέζι. Μέσα στο μαραγκούδικο θα μάθει πολλά, πρώτα απ’ όλα ότι θα πρέπει πια απ’ εδώ και πέρα να ζει σαν το ζώο, με τέσσερα πόδια. Που όμως δεν θα περπατάει όπως αυτά, γιατί θα ζει με καρφιά, εφόσον οι άνθρωποι ό,τι χρειάζονται, το καρφώνουν. Ακόμα και άνθρωπο «κάρφωσαν» επειδή τον χρειάστηκαν, αλλά αυτό θα το μάθει μετά. Πρώτα θα χρειαστεί να μάθει για την πόρτα (που δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από ένα τέταρτο κύκλου), την πολυθρόνα (που μόνον ο άνθρωπος μπορεί να την μετακινήσει), τη βιβλιοθήκη (η μόνη που δεν ξεκουραζόταν ποτέ, αλλά κουβαλούσε το φορτίο της κάθε μέρα), το κρεβάτι (όπου πάνω του οι άνθρωποι κοιμούνται, ονειρεύονται και ανταμώνουν το Θεό»), το μπαστούνι (χοντρό σαν φίδι, και δίχως καρδιά που κυκλοφορεί στους δρόμους και συμμερίζεται την ανθρώπινη μοίρα).
Ως τραπέζι (που τελικά θα γίνει) θα ζήσει πολλά: την μάταιη επανάσταση μιας πόρτας, θα γνωρίσει τον θεό – χρόνο και θα προσευχηθεί για πρώτη φορά, θα μάθει για έναν περίεργο βασιλιά «που ζει ολομόναχος στο μπάνιο» και θα τολμήσει κάποια στιγμή να επαναστατήσει κι αυτό, διεκδικώντας την… ξύλινή του μοίρα. Θα καταλήξει μπαστούνι στα χέρια του μπαρμπα- Παρόλα, περαστικού, θα κάνει ό,τι κι ο συγγραφέας του, θα κυνηγήσει τ’ όνειρό του. Κόντρα στην τρέχουσα θεωρία και ηθική των άλλων επίπλων «μα κανένας δεν είναι ό,τι θέλει» επέλεξε να «πεθάνει» μια μέρα γιορτής για να αναγεννηθεί όπως ακριβώς θέλει.
Ένα αλληγορικό παραμύθι για μεγάλα, εντάξει και μικρά παιδιά, αν και εκείνα είναι σοφά όλα τα ξέρουν, όπου μέσα από την ψυχή των αντικειμένων προσεγγίζεται η ψυχή του κόσμου. Η ανθρώπινη μοίρα με την ανελέητη αλλά και τόσο ελπιδοφόρα «ελεύθερη επιλογή» και αλήθειες πικρά διαχρονικές που μοναχά έτσι αντέχει ν’ ακούσει κανείς, μέσα από ένα αλληγορικό παραμύθι. Ο,τι αγαπάμε το καρφώνουμε, για να το σκοτώσουμε και να το χάσουμε, τελικά. Ένα μικρό πολυεπίπεδο αποκαλυπτικό βιβλίο που εμπεριέχει και όλη την σουρούνεια λογική και τακτική, τον κωδικό ανάγνωσης όλου του μετέπειτα έργου. Διότι τα «Τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» μονάχα ως μπαστούνι θα μπορούσε κανείς να τ’ ακούσει, στο «Χορό των ρόδων» μονάχα ως μπαστούνι θα μπορούσε να παραβρεθεί, «Το μονοπάτι στη θάλασσα» πώς θα μπορούσε αλλιώς να διασχίσει;
Καθόλου τυχαίο βεβαίως το ότι αυτό το βιβλίο γράφτηκε από τον συγγραφέα την εποχή του ύψιστου φόβου. Σα να του χάρισε ο… θεός χρόνος (γενναιόδωρα και διορατικά) μια χαραμάδα για να μπορέσει να διασχίσει την «ζώνη των επιθυμιών» και ν’ αντικρίσει το μέλλον.
Το αποτέλεσμα, ένα παραμύθι ζωής ολότελα ανοιχτό στο ενδεχόμενο. Κι ένας κοινωνικός καθρέφτης τόσο πικρός που μόνο η παραμυθένια γλύκα του μας σώζει! Η πιο τρυφερή κι οξυδερκής, φιλοσοφική και παιγνιώδης πλευρά του Αντώνη Σουρούνη. Διότι αυτή τη φορά «το αγόρι που γελάει και κλαίει» τολμά και παίζει. Και όλοι ξέρουμε πόσο σοβαρό (σκληρό, αληθινό κι αποκαλυπτικό) είναι το παιχνίδι για τα παιδιά!

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Α.Σουρούνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942.
Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς.
Μετά από μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, ο συγγραφέας διακόπτει τη φοίτηση και ταξιδεύει δουλεύοντας.
Εργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.
Εγραψε:
<Οι συμπαίχτες>, μυθιστόρημα, 1977
<Το μπαστούνι>, παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, 1979, 1996
<Μερόνυχτα Φραγκφούρτης>, διηγήματα, 1982
<Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου>, διηγήματα, 1983
<Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι>, μυθιστόρημα, 1985
<Πάσχα στο χωριό>, νουβέλα, 1991
<Υπ’ όψιν της Λίτσας>, 1992
<Ο Χορός των ρόδων>, μυθιστόρημα, 1994 (Κρατικό βραβείο, 1995)
<Μισόν αιώνα άνθρωπος>, αφηγήματα, 1996
<Γκας ο γκάνγκστερ>, μυθιστόρημα, 2000
<Κυριακάτικες ιστορίες>, 2002
<Το μονοπάτι στη θάλασσα>, μυθιστόρημα, 2006

ΥΓ. Μικρό κείμενο αφιερωμένο σε όσους θα ήθελαν να «αναγεννηθούν» μπαστούνι, από την υποφαινόμενη, όμως, που θα επιθυμούσε… κρεβάτι! Για να μπορούν οι άνθρωποι επάνω της να κοιμηθούν, ν’ αγαπηθούν και να μιλήσουν με την ψυχή τους και τον Θεό τους.
Όταν σε φίλο μου καλό είπα ότι θα ήθελα να είμαι… κρεβάτι, γράψ’ το, μου είπε γελώντας. Το έγραψα, λοιπόν. Αλλά για να μην παρεξηγηθεί, θα έπρεπε πρώτα να εξηγηθεί. Όχι, βιβλιοθήκη δεν ήθελα, σας προλαβαίνω για να μη με ρωτήσετε! Πόρτα, τραπέζι ή πολυθρόνα, ποτέ! Για μπαστούνι, είμαι λίγο τεμπέλα, πολλά πηγαινέλα για το χατίρι των άλλων. Προτιμώ να «ακούω» τις σκέψεις τους, ν’ ακουμπώ τους φόβους και τα όνειρά τους.
Αλήθεια, εσείς, τι θα ζητούσατε από τον… μαραγκό να σας κάνει?




Για να μην λέτε ότι δεν σας φροντίζω και ότι έχω μουτρώσει. Γιατί τα μαθαίνω όλα. Έχω πάρει για λίγο το κουβαδάκι μου και παίζω στην παραλία μου μέχρι να πάρει το κύμα 1-2 πραγματάκια που έχω να διαχειριστώ.

Moha