3/9/07

Ξεχρεώνοντας μάταιες ενοχές


«ΟΙ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ» του W.G.Sebald, Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης

«ΆΟΥΣΤΕΡΛΙΤΣ» του W.G.Sebald, Μετάφραση: Ιωάννα Μειτάνη


«Υπάρχουν νέφη αδιαπέραστα από το μάτι», ούτε λόγος.
«Κι αυτό που απομένει το καταστρέφει η μνήμη». Γι’ αυτό και η λογοτεχνία, οφείλει να θυμάται. Τουλάχιστον αυτό κάνει ο Sebald. Μαζεύοντας μια ζωή (μικρή ζωή) σαν τον φιλάργυρο μνήμες εξορίστων. Ξεριζωμένες μνήμες. Μανιώδης συλλέκτης ξεριζωμένων ζωών.
Το αποτέλεσμα στα καθ’ ημάς, δυο σπουδαία (παγκοσμίως) βιβλία. Κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Αγρα» και αποκαλύπτουν ένα διαφορετικό πρόσωπο της λογοτεχνίας. Αποτελώντας αφ’ αυτού τους μια διαφορετική λογοτεχνική πρόταση.
Οι «Ξεριζωμένοι», σπονδυλωτό μυθιστόρημα που κινείται ανάμεσα σε μαρτυρία, χρονικό, δοκίμιο και βιογραφία, περιλαμβάνει τέσσερις εξόριστες- ξεριζωμένες ζωές. Στις 271 σελίδες του βιβλίου, ο Δρ Χένρυ Σέλγουιν, πρόσφυγας από τη Λιθουανία που αναζήτησε καταφύγιο στο Λονδίνο, χτίζοντας μια λαμπρή καριέρα ως χειρουργός, δεν μπορεί να διαχειριστεί τον ξεριζωμό και τη μοναξιά του. Ο δημοδιδάσκαλος σε μια γερμανική πόλη, Πάουλ Μπεράιτερ, που έχασε τη θέση του και την αγαπημένη του υπό το ναζιστικό καθεστώς, ανασύρεται σπαράγματα από τον αφηγητή και παλιό μαθητή του. Ο ΄Αμπροζ Άντελβαρτ, μετανάστης των αρχών του αιώνα στη Νέα Υόρκη, μπάτλερ ενός εβραίου τραπεζίτη, χάνει σιγά –σιγά τα λογικά του και εισάγεται σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα οικειοθελώς. Και τέλος ο ζωγράφος Μαξ Φέρμπερ, που φυγαδεύτηκε το 1939 στην Αγγλία παλεύει με τον όλεθρο νυχθημερόν, γκρεμίζοντας ή μάλλον μουτζουρώνοντας ό,τι κι αν φτιάξει.
Ξεριζωμένος μαζί τους και ο συγγραφέας – αφηγητής. Αποκομμένος απ’ την καταγωγή του και τη γονεική παρουσία που εμφανίζεται και στο επόμενο βιβλίο αρκετά ισχυρή σαν Θεός – τιμωρός. Σαν πατριός, δηλαδή, ούτε καν πατέρας.
Διότι και στο «Άουστερλιτς» ο κεντρικός ήρωας, ο Άουστερλιτς είναι εβραίος που για αρκετά χρόνια αγνοεί την ίδια του την καταγωγή.
«Ποτέ μου δεν μου είχε περάσει η σκέψη για την πραγματική καταγωγή μου, είπε ο Άουστερλιτς. Και ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι ανήκω σε μια κοινωνική ή επαγγελματική τάξη ή σε ένα δόγμα. Ενιωθα εξίσου άβολα ανάμεσα στους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους όσο και στη μικροαστική ζωή και τον περισσότερο καιρό δεν κατάφερνα να συνάψω στενές φιλίες. Δεν προλάβαινα να γνωρίσω κάποιον και άρχιζα να σκέφτομαι ότι είχα έρθει πολύ κοντά του, δεν προλάβαινε να ασχοληθεί κάποιος μαζί μου και άρχιζα να απομακρύνομαι».
Έτσι ακριβώς συνέβαινε και με τον αφηγητή. Τον οποίο συναντούσε με παράδοξο τρόπο σε περίεργα μέρη (συνήθως σταθμούς τρένων και όχι τυχαία) και με τον οποίο συζητούσε για τον χρόνο και την αρχιτεκτονική (χωροχρόνο).
Ο συγγραφέας, από έναν περίεργο χρέος (κάτι σαν προπατορικό αμάρτημα) θα αφιερώσει μια ζωή στήνοντας ένα είδος αντιμνημείου σε πρόσωπα που μοιάζει να μη χωρούν πουθενά (δίχως ρίζες πόσο μακριά μπορεί να φτάσουν, άραγε, τα κλαδιά;) Για να υποστηρίξει το θέμα του, θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα: φωτογραφίες, χειρόγραφα ντοκουμέντα, σελίδες αλληλογραφίας και ημερολογιακές σελίδες, προσωπικές συνομιλίες και εκμυστηρεύσεις.
Αριστουργηματικές σελίδες εκείνες που αφορούν την μνήμη και το χρόνο (για να μη ξεχάσουμε κάνουμε τέχνη), οι σκέψεις που αφορούν την γλώσσα και το χαμένο παρελθόν. Το οποίο ξεθάβεται σπαράγματα, από το σώμα σχεδόν του κάθε ήρωα. Κάτι το οποίο και αργεί να συμβεί. Σαν τα φαντάσματα κυκλοφορούν, αινιγματικά και ακατάταχτα μέχρι το μέσον του βιβλίου, υποκύπτοντας τελικά, στο χάος, στο πουθενά.
Κι ο Sebald, «συλλέκτης, αρχειοθέτης θα λέγαμε ιστοριών ζωής» μοιάζει σα να τις αξιώθηκε τελικά (ό,τι μας καίει βρίσκουμε, γράφοντας, τους δικούς μας λύνουμε άλυτους γρίφους). Διότι «όλες αυτές οι φωτογραφίες, οι διηγήσεις, οι συναντήσεις, τα βιβλία, τα άρθρα εφημερίδων, οι εικόνες και τα χωρία βιβλίων» δεν θα μπορούσαν να βρουν καταλληλότερο αφηγητή. Επειδή δεν αρκεί να έχουμε στόχο, αλλά θα πρέπει κι ο στόχος αυτός να μας θέλει: Με ό,τι έχουμε βλέπουμε. Με ό,τι διαθέτουμε, πορευόμαστε, και δίχως προσωπικό ξεριζωμό, δεν αντιλαμβανόμαστε κανένα ξεριζωμό.
Δυο αριστουργηματικά, στην εκτέλεση και στη σύλληψή τους, βιβλία και ένας συγγραφέας απόλυτα ταυτισμένος μ’ αυτά.
Ανταποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, οφείλω να πω ότι τον Sebald τον οφείλω στον ενθουσιασμό του Librofilo, ο οποίος ομολογουμένως διαβάζει υποδειγματικά. Και του αφιερώνω το ποστ λέμε!

«ΟΙ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ» του W.G.Sebald, Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης, Εκδ. «Αγρα», σελ. 271, τιμή: 18 ευρώ.

«ΆΟΥΣΤΕΡΛΙΤΣ» του W.G.Sebald, Μετάφραση: Ιωάννα Μειτάνη, Εκδ. «Αγρα», σελ. 306, τιμή: 18.50 ευρώ.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ γεννήθηκε στις 18 Μαίου του 1944 στο Βέρταχ του Άλλγκου, στη νοτιοδυτική Βαυαρία. Ο πατέρας του υπηρέτησε στον χιτλερικό στρατό, διετέλεσε υπό γαλλική αιχμαλωσία, ενώ στη δεκαετία του ’50 κατατάχτηκε στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, απ’ όπου αποστρατεύτηκε το 1971 με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη.
Το 1948 η οικογένεια μετακόμισε στην κοντινή κωμόπολη Ζόντχοφεν. Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο του Όμπερσντορφ, το 1963, ο νεαρός Μαξ- όπως προτιμούσε να τον φωνάζουν- σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Φράιμπουργκ. Τις σπουδές του τις ολοκλήρωσε ωστόσο στο Πανεπιστήμιο της πόλης Φριμπούρ, στη γαλλόφωνη Ελβετία, και στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, απ’ όπου αποφοίτησε το 1968 με την διπλωματική του πάνω στο έργο του Carl Sterneheim με τίτλο «Κριτής και θύμα της εποχής του Κάιζερ Βίλχελμ Β’».
Από το 1966 έως το 1968 υπήρξε επιμελητής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Από το 1970 εγκαταστάθηκε στο Νόριτς της Ανατολικής Αγγλίας, όπου δίδασκε σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία στο εκεί Πανεπιστήμιο.
Υπήρξε συνεργάτης του Ινστιτούτου Γκαίτε, το 1988 ανέλαβε την έδρα Ευρωπαικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας, ενώ το 1989 ίδρυσε το Βρετανικό Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης.
Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας βρήκε τραγικό θάνατο στις 14 Δεκεμβρίου 2001, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε συγκρούστηκε με φορτηγό.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες, ενώ ο ίδιος έχει τιμηθεί με το λογοτεχνικό βραβείο του Βερολίνου (1994) και της Βρέμης (2002), το βραβείο Heinrich Boll (1997), το βραβείο Heinrich Heine (2000) κ.α. Επίσης υπήρξε υποψήφιος για το Ευρωπαικό Αριστείο Λογοτεχνίας (1996).
Στα σημαντικότερα έργα του «Οι ξεριζωμένοι» (1992), «Οι δακτύλιοι του Κρόνου» (1998), «Άουστερλιτς» (2001) κ.α.





Φτιάξε καμιά εικόνα για να σου μείνει καμιά εικόνα να έχεις να θυμάσαι. Όπως θα έχεις στα χέρια σου τον Sebald, όπως θα πέφτουν και τα φύλλα όποιου δέντρου απέμεινε, όπως θα πέφτουν τα πρωτοβρόχια και το χώμα θα μυρίζει όπως παλιά βάλε και στο repeat αυτό εδώ:



Moha