30/8/07

Αγαπώντας, όπως μπορείς!


Μια ελπιδοφόρα «αγάπη» κατά Μόρισον αυτή τη φορά, όπου όλα, τελικά, είναι αγάπη! Το αντίθετο της αγάπης, η αδιαφορία! Μόνον! Διότι ο καθένας αγαπά όπως μπορεί!

«ΑΓΑΠΗ» της Τόνι Μόρισον


«Αγάπη» επέλεξε για τίτλο στο καινούργιο της βιβλίο η Τόνι Μόρισσον και σχεδόν μέχρι το τέλος, θυμίζει σχήμα οξύμωρο. Το σίγουρο είναι ότι η βραβευμένη με νόμπελ συγγραφέας πολύ αγαπά τους ήρωες της. Και όλους τους κατατρεγμένους: μαύρους, γυναίκες, παιδιά, φτωχούς… Την αφορά η μοίρα τους, για κείνην εξάλλου γράφει. Μοίρα της που υπερέβη.
Αλλά παρ’ ότι στο οπισθόφυλλο διαβάζεις και πάλι γι’ αγάπη, πέντε γυναίκες και έναν άντρα νεκρό, το μόνο που βιώνεις διαβάζοντας είναι νυχιές, πόλεμος μέχρι τελικής πτώσης. Διότι διαβάζεται σωματικά σχεδόν η Μόρισσον. Θυμηθείτε την σπαρακτική της «Αγαπημένη».
Κλειδί του βιβλίου, μια ασήμαντη φράση της αρχής: «Δύσκολο να γνωρίσεις τους ανθρώπους. Συνέχεια σου ξεφεύγουν». Φρασούλα ασήμαντη μέσα στο μυθιστόρημα μέσα απ’ τα χείλη ενός ασήμαντου άντρα. Ο σημαντικός άνδρας της ιστορίας είναι ήδη νεκρός, τον ίσκιο του μόνο βλέπουμε, η νεοφερμένη Τζούνιορ τον… μυρίζει (μυρίζει την κολόνια ενός νεκρού), τον αγαπά μέσα από ένα πορτρέτο.
Όμως όλες οι άλλες που τον διεκδικούν (την εύνοιά του παλιά και τώρα την ανάμνηση και την περιουσία) φαίνεται ότι τον ξέρουν καλά, αλλά μέχρι την τελευταία σελίδα επαληθεύουν την ασήμαντη εκείνη φρασούλα.
Διότι, παρότι ο καταλύτης, το επίκεντρο, είναι ένας γοητευτικός νεκρός άντρας, το μυθιστόρημα είναι το βιβλίο των γυναικών.
Της Μέι που υπήρξε νύφη του Μπιλ Κόζι, απολύτως αφοσιωμένη, η ψυχή του ξενοδοχείου του, ως και την κόρη της εξόρισε για να του είναι αρεστή. Και που διαλύθηκε μέσα απ’ το μίσος της και τους άκαρπους αγώνες. Της Κριστίν, εγγονής του, που εις μάτην αποζητά την αγάπη από ζώντες και τεθνεώτες, που έζησε μια ζωή σαν εξόριστη και γεμίζει τ’ άδεια της δάχτυλα με διαμαντένια δαχτυλίδια. Της Χηντ, που υπήρξε η δεύτερη σύζυγός του, μόλις έντεκα χρονών όταν την επέλεξε, παρ’ ότι παιδί, βλέποντάς την να παίζει με την εγγονή του. Της Βίντα, που τον γνώρισε όταν ήταν μόλις στα πέντε, κι ούτε πήρε τα μάτια της από πάνω του, εκεί πλύστρα, δούλα πιστή. Της Τζούνιορ που έρχεται από μακριά, με λιωμένα τα δάχτυλα, με κοντή φούστα που κοντύτερη δεν γίνεται, δανεικό δερμάτινο και τον αγάπησε με την μία, ήδη νεκρό, μόνο από τ’ άρωμα που πλανιέται στο ρημαγμένο του σπίτι, μόνο απ’ το βλέμμα στο πορτρέτο που κρέμεται στο δωμάτιο της Χηντ.
Αλλά κι εκείνης που ακόμα και στους φακέλους της εφορίας υπόγραφε Γ. κι ούτε θα μάθουμε ολόκληρο τ’ όνομά της, παρ’ ότι είναι εκείνη που θα αφηγηθεί, μαγείρισσα κυριολεκτικά που όλα τα μαγειρεύει: την υστεροφημία του, την αλήθεια και το φινάλε του. Και η Καλλίστω, πανταχού παρούσα στη ζωή του όσο κι αυτός ο νεκρός άντρας στη ζωή των άλλων.
Επειδή στη ζωή, παντρευόμαστε την γυναίκα που μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε και πάντοτε αφήνουμε μια αγάπη ανεκπλήρωτη γιατί ο θρήνος της είναι και λυτρωτικός και ελπιδοφόρος. Όπως λυτρωτική είναι και η κατάληξη της ιστορίας, παρά τα ανομολόγητα μυστικά που εξομολογούνται οι δυο τέως επιστήθιες και νυν άσπονδες φίλες, η Χηντ που έγινε γυναίκα του για να ‘ναι με την Κριστίν σ’ αυτό το μεγάλο σπίτι και η Κριστίν που την μίσησε τόσο γιατί δεν την πήραν μαζί τους στο… ταξίδι του μέλιτος. Εξάλλου τότε ήταν κι οι δύο μόλις δεκατριώ χρονών.
Και όλο αυτό το μίσος, τελικά, θα αποδειχθεί αγάπη και γνοιάξιμο βαθύ. Διότι είναι φυσικό μεν να αισθάνεσαι ότι σε αφορά η αγάπη. Μόνο που ποτέ δεν ξέρεις το πότε θα σε βρει και σε ποιο πρόσωπο θα ενσαρκωθεί. Αλλά ένα είναι βέβαιο, ότι θα πρέπει να είσαι σε επιφυλακή αν θέλεις να σε συναντήσει.
Ένα πολυεπίπεδο, ποιητικό και ατμοσφαιρικό βιβλίο που ανατέμνει τα πολλά πρόσωπα της αγάπης και ξεφλουδίζει το σκοτεινό της πρόσωπο με αποκαλυπτικό τρόπο για να μπορέσει ο αναγνώστης όλο αυτό με το είναι του και το έχει του να το νοιώσει.
Η αφήγηση τριτοπρόσωπη, όσον αφορά τα βασικά πρόσωπα του δράματος, γίνεται πρωτοπρόσωπη μόνον σε εκείνα τα σημεία που αφηγείται η Γ. Η οποία εμφανίζεται ως το μάτι του θεού, η ψυχή του ξενοδοχείου, ο χορός ος τα πανθ’ ορά στην τραγωδία, ως ερινύα.
Το τέλος απρόσμενο και τα μυστικά στην επινοημένη παιδική γλώσσα των παιχνιδιών «ίνταγκέι»: «Εί- ίνταγκει- σαι σκλα-ίνταγκει- βα! Αυ- ίνταγκέι- τος σ’ α-ίνταγκέι-γο-ίνταγκέι-σ-ίνταγκέι-ε μ’ ε-ίνταγκέι-νός χρό-ίνταγκέι-νου νοί-ίνταγκέι-κι και-ίνταγκει- μια σο-ίνταγκέι-κο-ίνταγκέι-λα-ίνταγκει-τα».
Και η αγάπη σε ινταγκέι θα ειπωθεί.
Αλλά και ολόκληρο το βιβλίο, ξεφλουφίζει τη ζωή στην πιο σκοτεινή και αμφίβολη εκδοχή της με το μαγικό τρόπο της Μόρισσον, σαν ίνταγκέι.

Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, Εκδ. «Νεφέλη», σελ. 272, τιμή: 17.50 ευρώ.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Η Τόνι Μόρισον κατέχει την έδρα Ανθρωπιστικών Σπουδών Robert F. Goheen στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
Εχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο του Κύκλου των Κριτικών, καθώς και με το βραβείο Πούλιτζερ.
Το 1993 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Τα μυθιστορήματά της «Παράδεισος», «Τζαζ», «Αγαπημένη», «Σούλα», «Γαλάζια μάτια», κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νεφέλη».
Έχει γράψει ακόμη τα μυθιστορήματα «Το τραγούδι του Σόλομον» και «Tar Baby», καθώς και τα δοκίμια «The Dancing Mind» και «Playing in the dark: Whiteness and the literary imagination».



Επειδή ο καθένας διαβάζει και κολλάει σε μία εικόνα ή όπου τον βολεύει εγώ μετά από τόση "Αγάπη", κόλλησα στην επινοημένη παιδική γλώσσα. Αν το είχα εδώ θα έμπαινε στο repeat "Το κοπερτί". Το κοπερτί, το κοπερτί, τάπι, τάπι, ρούσι. Αλλά φευ. Οπότε ένα άλλο παιδικό παιχνίδι θα παίξει τον ρόλο του soundtrack αγάπης... Αυτό εδώ:

Tajabone - Ismael lo



Moha