27/9/07

Δεν θα σου ξανακάνω πια κακό!

«ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΟΙΤΑΖΩ» του Ντιέγκο Ντε Σίλβα, Μετάφραση από τα ιταλικά: Ελένη Τουλούπη, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 200, τιμή: 16 ευρώ.

«Εχουμε ανάγκη την τέχνη για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια», έλεγε ο Νίτσε και το θυμάμαι σε κάθε τι σκοτεινό που με θέλγει αφάνταστα.
Τους αρνητικούς ήρωες λατρέψαμε, ας μην το ξεχνάμε! Με τις εμμονές και με τους ψυχαναγκασμούς μας γράφουμε, επιμένουν οι συγγραφείς.
Τα αστυνομικά, είναι πλέον η λύση της εξίσωσης, η απόδειξη.
Ο Ντιέγκο Ντε Σίλβα, συγγραφέας που γνωρίσαμε από τα «Εγκλήματα» το επαληθεύει περίτρανα με ένα αυταπόδεικτο βιβλίο:
«Θέλω να σε κοιτάζω» ο τίτλος του. Και στις σελίδες του, δυο άρρωστες ψυχές γίνονται καθρέφτης και εξιλαστήριο θύμα, ο ένας για τον άλλον.
Ανά κεφάλαιο, εναλλάσσονται και ξεπροβάλλουν οι ήρωες.
Στο πρώτο κεφάλαιο, με πανεπόπτη αφηγητή, παρουσιάζεται η Τσελέστε. Μαθήτρια ακόμα, μόλις δεκάξι χρονών, απογεύματα βγαίνει απ’ το σπίτι, πηγαίνει στην παραλιακή και στέκεται πάντα στο ίδιο σημείο, περιμένοντας πελάτες. Οι πελάτες θα χρειαστεί να κάνουν τον ίδιο μεγάλο κύκλο δυο και τρεις φορές, μέχρι να το πιστέψουν. Έτσι άβαφη, τόσο απλή, δεν τους περνά με τη μία απ’ το νου, ότι βρίσκεται εκεί γι’ αυτό τον λόγο. «Κατάλαβα καλά;» φράση που η Τσελέστε έχει βαρεθεί πια ν’ ακούει.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ένας άνδρας διαπράττει έναν φόνο. Στεγνώνει το κορίτσι, το πασπαλίζει με ταλκ, αφήνοντας ακάλυπτο ένα μικρό οβάλ κομμάτι στο στήθος. Βγάζει το καπάκι του μαρκαδόρου κι εκεί, άλλοτε με κεφαλαία και άλλοτε με μικρά, γράφει ένα όνομα. Είναι ο ποινικολόγος Ντάβιντε Έλερ, ευφυής, ταλαντούχος και κομψός, που θα τον δούμε παρά κάτω να διαπρέπει στις δίκες.
Δυο υπεράνω πάσης υποψίας άτομα, που η τύχη τα φέρνει έτσι, η αρρώστια τους ή η ζωή, και μπαίνει ο ένας στο δρόμο του άλλου. Η Τσελέστε θα τον δει με μια σακούλα σκουπιδιών και όλο το βάρος αυτού του νεκρού κοριτσιού να βγαίνει απ’ το σπίτι.
Και με αυθάδεια και θάρρος περίσσιο θα μπει στη ζωή του: να την ταράξει, να την αλλάξει. Με τον ίδιο τρόπο που θα παρακολουθήσει κι αυτός την δική της ζωή, θα την αλλάξει, επίσης.
Ξεδιπλώνοντας με ατμοσφαιρικότατο τρόπο τις δυο ζωές, ο συγγραφέας μας γνωρίζει τους δευτεραγωνιστές της ιστορίας.
Τον πατέρα της Τσελέστε που, παρότι σχεδόν απών, «η Τσελέστε θαυμάζει την ομορφιά του ανθρώπου που τη γέννησε». «Της αρέσουν το λεπτό του σώμα, η συμμετρία των ρυτίδων του, η βραδύτητα των κινήσεών του. Ακόμα και τα σημάδια της αρρώστιας που εδώ και σχεδόν δύο χρόνια του ρουφάει τη συγκέντρωση και τη μνήμη του». Ποιος ξέρει αν θυμάται ότι έχει μια κόρη.
Η μάνα της, όμως, όχι μονάχα το θυμάται αλλά και την διεκδικεί, μηνύει τον Έλερ. Και την υπόθεση θα αναλάβει να χειριστεί ένας ήδη γνωστός του κι ανταγωνιστής δικαστής, ο οποίος παρ’ αυτά, τον προστατεύει.
Ο ίδιος, θα αρνηθεί την προστασία και θα επωμιστεί όλα για όσα δεν φταίει: τον βιασμό της Τσελέστε και τον ξυλοδαρμό της από πελάτη. Πέφτει στα γόνατα και «με το αισθησιασμό ενός τυφλού που προσπαθεί ν’ αναγνωρίσει ένα αγαπημένο πρόσωπο» αγγίζει τις μελανιές της. «Δεν θα σου ξανακάνει πια κακό» υπόσχεται και πάντα ο Έλερ κρατά τις υποσχέσεις. Όπως αυτή που της δίνει, όταν του εξηγεί «θέλω να βλέπω». Για την «αναπαράσταση» θα χρειαστεί ένα ακόμα νέο κορίτσι, το δέλεαρ εξάλλου, η γάτα κι οι σοκολάτες, υπάρχει.
Το φινάλε απρόσμενο, όπως και οι διαφοροποιήσεις που υφίστανται οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες. «Όταν δυο προσωπικότητες συναντηθούν, μεταβάλλονται κι οι δυο», ισχυρίζεται ο Γιούνγκ και ο συγγραφέας στο βιβλίο το αποδεικνύει.
Μια ιστορία σκοτεινή και γοητευτική, με ήρωες αντιφατικούς και σάρκινους, με πλοκή που αγγίζει το θρίλερ. Με γλώσσα ασθματική, αισθαντική, εσωτερική, υπαινικτική, με συλλογισμούς νομικούς που εντυπωσιάζουν. Με λεπταίσθητους χειρισμούς όσον αφορά το χρώμα και το άρωμα των συναισθημάτων.
Με ουρανοκατέβατα κεφάλαια τόσο μαγικά και σκοτεινά, σαν ξεχωριστά μαύρα παραμύθια. Όπως αυτό του τέλους, όπου η Τσελέστε συναντά τον μπαμπά, της ανοίγει την πόρτα κι εκείνη πετά. Την απελευθερώνει.
Ένα βιβλίο που απολαμβάνεις πρωτίστως για την ατμόσφαιρα και την κομψή του γραφή, σαν το άνετο, καλοσιδερωμένο κοστούμι του ποινικολόγου. Που παρ’ όλα αυτά τολμά, και λέει με τρόπο κρυστάλλινο, τα πράγματα με τ’ όνομά τους: «Κανένας εδώ μέσα δεν πιστεύει σ’ αυτό που κάνει. Λέει ψέματα ο εγκληματίας με τις χειροπέδες, λέει ψέματα ο φρουρός που τον συνοδεύει, λέει ψέματα ο δικηγόρος, λέει ψέματα ο δικαστής. Λένε ψέματα οι γραμματείς και οι υπάλληλοι των γραφείων. Λένε ψέματα τα συμβούλια και τα ποινικά δικαστήρια, λένε ψέματα οι δικαστικές οργανώσεις και οι εφημερίδες τους. Λένε ψέματα τα συνέδρια, οι ολομέλειες, τα εγκαίνια με τα βελούδα και οι τηλεοράσεις. Λένε ψέματα οι δημοσιογράφοι και οι συνεντευξιαζόμενοι. Κι εγώ είμαι ένα ακόμα ψέμα ανάμεσα στα άλλα».
Ο συγγραφέας Ντιέγκο Ντε Σίλβα ήταν απ’ την αρχή αποφασισμένος να πει την αλήθεια.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Ντιέγκο ντε Σίλβα γεννήθηκε στη Νάπολη το 1964.
Το 2001 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Κάποια παιδιά», που τιμήθηκε με το βραβείο Καμπιέλο.
Εργα του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά, ολλανδικά και πορτογαλικά.
Στα βιβλία του συνδυάζει τους κανόνες του νουάρ μυθιστορήματος με έντονες κοινωνικές αναφορές.
Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει πέντε βιβλία.
Διήγημά του υπάρχει στη συλλογή «Εγκλήματα» (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. «Καστανιώτη», 2006).
Το μυθιστόρημά του «Θέλω να κοιτάζω», κυκλοφόρησε φέτος, επίσης από τις εκδόσεις «Καστανιώτη»).

ΥΓ. Στο βιβλίο πρώτος έχει αναφερθεί με εξαιρετικό τρόπο ο καλός μου φίλος Δημήτρης Μαμαλούκας, του το αφιερώνω.