30/8/10

Δεν υπάρχει τίποτα πιο απατηλό από τις προφανείς εξηγήσεις. Τίποτα πιο μυστηριώδες από την διαύγεια...

“ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΘΑΣ” της Φωτεινής Τσαλίκογλου, Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. € 16
“Μη βιαστείς να με συμπονέσεις. Δε χρειάζομαι τον οίκτο. Έχω κάτι που οι άλλοι δεν έχουν: Έχω το “Χάρισμα”. Με το “Χάρισμα” βλέπω πίσω από το παραβάν. Ένας άλλος κόσμος απλώνεται εκεί. Πίστεψέ με, λέω την αλήθεια. Μαντεύω αυτό που κάποτε θα γίνει. Και θυμάμαι πράγματα που έχουν από καιρό ξεχαστεί. Η μνήμη είναι εξίσου θαυμαστή με την πρόβλεψη του μέλλοντος”.
Η Βέρθα κατάλαβε τον εαυτό της με έναν θάνατο. Σε ηλικία επτά χρονών. Μαζί με τον εαυτό της, κατάλαβε και το χάρισμα. Ονειρεύτηκε τον εαυτό της, τον Ιωακείμ και δεν ησύχασε παρά όταν ορθώς διαπίστωσε, πώς ήταν νεκρός. Στη συνέχεια θα έπρεπε και να μάθει να ζει με μια παγωμένη, νεκροζώντανη μητέρα. Και με το Χάρισμα. Και με τη μοναξιά. Και με τα όνειρα. Και με τα χρώματα.
Στο καινούργιο της μυθιστόρημα η Φωτεινή Τσαλίκογλου αγγίζει ποιητικά, ψυχολογικά, μαγικά και πάλι, πολλά: την απούσα- παρούσα μητέρα, την αγάπη- παντοτινή λαχτάρα ενός παιδιού να αγαπηθεί αλλά
“Ουκ αν λάβοις παρά της θλιμμένης μητρός”. Και ευτυχώς και υπάρχει και η τέχνη. Επί τω προκειμένω η ζωγραφική και η κυρία Μιράζ.
Κι έτσι μέσα από οκτώ μαθήματα Ζωγραφικής η μικρή Βέθρα “ξαναδιαβάζει” την ψυχή της και τον κόσμο. Αρχίζοντας πρώτα απ' όλα από τη ζωή (και τη σκοτεινιά), από τις εμμονές (και τα πάθη) των ζωγράφων:
Μπαλτίς και “Η κούπα του καφέ”.
Κάσπαρ Φρίντριχ και “Η Παγωμένη θάλασσα”.
Ρενέ Μαγκρίτ και “Οι Εραστές”.
Λεονάρντο ντα Βίντσι και Η Τζοκόντα.
Καραβάτζιο και “Η Κοίμηση της Θεοτόκου”.
Αλοίζ Κορμπάζ και “Εσμεράλδα”.
Χένρυ Ντάργκερ και “Όταν η Τζένυ Ρίτσυ απελευθερώνει ταυτόχρονα κι άλλα φυλακισμένα παιδιά”.
Και τέλος Σίμεον Σόλομον “Το φεγγάρι και ο ύπνος”.
Επειδή, όπως θα πει η Βέθρα στους μονολόγους της:
“Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου. Δεν έχω φίλες. Μετά το μάθημα γυρνώ εκεί που δεν θέλω να είμαι. Αν τύχει και γνωρίσω έναν άνθρωπο, φοβάμαι πως θα με εγκαταλείψει. Αφού εκείνη δε με θέλει, η μάνα μου δηλαδή, γιατί να με θελήσει μια δασκάλα ζωγραφικής; Δεν πιστεύω στον εαυτό μου. Υπάρχουν άνθρωποι που ορκίζονται στο όνομα του εαυτού τους και τον προσκυνούν σαν να είναι Θεός. Θέλω να μ' αγαπούν, αυτό μόνο θέλω. Αγάπη ζητούσαν και οι καλεσμένοι στο σπίτι της κυρίας Ελέσσας. Όμως, τι να την κάνω μια τέτοια αγάπη; Γιατί και ποιος να με θελήσει; Σκοτάδι. Για ποιανού χάρη να βγω στο φως;”
Θα βρει, όμως, τρόπο και μέσα από τα όνειρα, τους πίνακες, τον νεκρό αδελφό, την δασκάλα της και τις λέξεις, τις ιστορίες της να ξαναβγεί στο φως. Ο Ιωακείμ βρίσκεται πάντοτε εκεί με το αγαπημένο του κόκκινο μπουφάν που μεγαλώνει μαζί του σε έναν χρόνο άλλον:
“Πεθαίνω σημαίνει μαθαίνω τα μυστικά των ξένων θανάτων”.
“Πες μου, ονειρεύτηκα;”
“Μόνο οι σκέψεις μας είναι αληθινές”.
“Ονειρεύτηκα;”
“Οι αληθινές σκέψεις έρχονται μέσα στα όνειρα”.
“Ονειρεύτηκα;”
“Σου δάνεισα τη σκέψη μου. Έγινα δικός σου”.
Επειδή: “Όταν πεθαίνεις, παύεις να είσαι ένας, αδελφούλα μου, γίνεσαι πολλοί. Η φωνή σου γίνεται πολλές φωνές”.
Και η παρότρυνσή του, τελικά, σωτηριολογική:
“Μην αφήσεις ποτέ τα όνειρα να σε αφήσουν”.
“Μην ξεχάσεις ποτέ να επιθυμήσεις κάτι, Βέρθα. Επιθυμίες, αυτές δεν πρέπει να τις εγκαταλείπει ποτέ κανείς”.
Εξάλλου, ό,τι έχει γίνει, από τα όνειρα, από τις επιθυμίες, απ' την ανάγκη των άλλων και τα σκοτάδια, από την απώλεια έχει γίνει:
“Οι μεγάλοι ζωγράφοι αφήνουν την υπογραφή τους στο κενό. Κάποιοι από εσάς είναι πιο ικανοί από άλλους στην αποκρυπτογράφηση”.
Ψαχτά, λοιπόν, και η Βέθρα, μέσα από έργα που την καλούν και ιστορίες που βρίσκονται κάπου εκεί έξω και την περιμένουν, προσεγγίζει το αίνιγμα αδυνατώντας να προσεγγίσει της μαμάς της την παγωμένη ψυχή:
“... αγνοημένα πράγματα, έρχονται στο φως και φανερώνουν ότι η ευτυχία μας εξαρτάται και αυτή από ένα αίνιγμα δεμένο με τον άνθρωπο και ότι μοναδικό μας καθήκον είναι να προσπαθήσουμε να το γνωρίσουμε”.
Ένα βιβλίο που μεταλλάσσεται σαν Χώρα Θαυμάτων με μια Βέρθα – Αλίκη που ακολουθεί τα χρώματα και τη ζωγραφική για να λύσει το αίνιγμα με ένα αίνιγμα με ένα αίνιγμα διότι εν τέλει, αυτό είναι η ζωή “αυτό που δεν φαντάζομαι”. Και επειδή “δεν υπάρχει τίποτα πιο απατηλό από τις προφανείς εξηγήσεις. Τίποτα πιο μυστηριώδες από την διαύγεια”.
Ένα μυθιστόρημα που παίζει με τις τέχνες, τα είδη, τη μουσική, τη ζωγραφική, αποκαλυπτικό και καθηλωτικό. Ποιητικό και, τελικά, λυτρωτικό.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
H Φωτεινή Τσαλίκογλου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και ειδικεύτηκε στην Κλινική Ψυχολογία. Eίναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου διευθύνει το Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ψυχολογία και ΜΜΕ». Είναι επίσης τακτική συνεργάτις στην εφημερίδα Τα Νέα και έχει επιμεληθεί σειρές εκπομπών στην κρατική τηλεόραση γύρω από θέματα ψυχικής διαταραχής και αποκλεισμού.
Έχει εκδώσει τα επιστημονικά έργα και δοκίμια: “Σχιζοφρένεια και φόνος” (Αναζητώντας τον χαμένο παράδεισο), “Μυθολογίες βίας και καταστολής”, “Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή”, “Ψυχολογικά, Ψυχο-λογικά” (Οι παγίδες του αυτονόητου), “Η ψυχολογία στην Ελλαδα σήμερα”, “Στην άλλη όχθη” (επιμ.) και “Μήπως;” (διάλογοι με τη Μαργαρίτα Καραπάνου). Επίσης το παραμύθι “Η νεράιδα της Γης” (με εικονογράφηση του Αλέξη Κυριτσόπουλου).
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της:
“Η κόρη της Ανθής Αλκαίου”, 1996
“Έρως φαρμακοποιός”, 1997
“Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά”, 2004
“Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ”, 2000 και
“Tο χάρισμα της Bέρθας”, 2010
η νουβέλα “Όλα τα ναι του κόσμου” 2008,
καθώς και τα βιβλία
“Ψυχολογία της καθημερινής ζωής”, (Η κουλτούρα του εφήμερου), 2008
“Η ψυχή στη χώρα των πραγμάτων”, 2003 και
“Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς” 2008 (Τα παράξενα της μητρικής αγάπης – Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου), 2008.

Ελένη Γκίκα, Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής