18/5/09

Πρέπει να λησμονήσεις τα πάντα, για να μπορέσεις να τα ξαναδείς

“ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ” του Μιχάλη Μοδινού. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 371, e 16

“Συμφωνώ μ' εκείνη τη ρήση του Σεζάν, πως πρέπει να λησμονήσεις τα πάντα για να μπορέσεις να τα ξαναδείς. Κατά κάποιο τρόπο, η ζωή σε βοηθάει σ' αυτό. Αρκεί να έχεις το προνόμιο της επιστροφής, ώστε αυτό το “ξανά” ν' αποκτάει την πραγματική του υπόσταση. Κάτι σαν αιώνια επιστροφή, αυτό μας χρειάζεται. Εντούτοις, είναι κουραστικό ν' αποφλοιώνεις τα αντικείμενα από τις στρώσεις της ιστορικής σκόνης, στην προσπάθειά σου ν' αποκαλύψεις την πρωταρχική ουσία τους, δηλαδή το πώς πρωτοεκτέθηκαν στα μάτια σου. Εντέλει, ίσως είναι και ανέφικτο. Ειδικά αν έχεις έλθει κι επανέλθει σ' έναν τόπο, διαδοχικά στρώματα σκουριάς θα έχουν καταφάει το αρχικό αντικείμενο. Σκουριά της ψυχής- κάποιος ποιητής το 'λεγε αυτό ή μήπως είναι μια από τις έσχατες ονειροφαντασίες μου; Εντέλει, πολλά απ' όσα αγαπούμε είναι οριστικά θαμμένα- σ' ό,τι αφορά το τοπίο, τουλάχιστον – κάτω από την ταφόπλακα της προόδου. Μια αρχαιολογία της ανάπτυξης μας χρειάζεται- θα συμφωνήσω εδώ μ' εκείνον τον Βόλφρανγκ Σαχς-, κι αν ήμουν νεότερος, θ' ανέσκαπτα συστηματικά το τοπίο της υλικής μας ευμάρειας. Όμως, ποτέ δεν είναι αργά”.
Απ' ότι αποδεικνύεται, ούτε και για τον βετεράνο αρχαιολόγο Απόστολο Ζήρα που επιστρέφει, είναι αργά. Στο προγονικό του σπίτι, στο νότιο Πήλιο, εκεί όπου περνούσε τα καλοκαίρια όταν ήτανε παιδί. Τώρα, τσαλακωμένος και μόνος, με τη γυναίκα του νεκρή, σε σχέση κακή με το γιο του, και τη δημόσια εικόνα του κατακερματισμένη κι αυτή.
Για να την ανασυνθέσει, όχι τόσο την δημόσια πια αλλά την εσωτερική και την προσωπική, θα χρειαστεί εκτός από του να επιστρέψει και το να ξαναθυμηθεί: τον έρωτά του για την Έλενα, την ερωτική του σχέση με την μητέρα της την κυρία Μακρή, τον κοσμοπολίτη θείο του και τα όσα του έμαθε, την ιστορία της χώρας, του τόπου, την δική του ανθρώπινη περιπέτεια και την από αδιαφορία; λάθος εκτίμηση; ανατρεπτική του διαδρομή.
Η αφηγηματική τεχνική, παίζει ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, από το “εγώ πώς αισθάνομαι” και το “πώς με βλέπουν αυτοί”. Κινείται με άνεση ανάμεσα στο παρελθόντα και στον παρόντα χρόνο και προσδίδει σε ό,τι πέρασε όλη τη σοφία της σύγχρονης οπτικής ματιάς. Ακολουθεί όλες τις αλλαγές και ξεφλουδίζει τη σκουριά του χρόνου, αναζητά τα αίτια κάθε λάθους και της όποιας καταστροφής: ιστορικό λάθος και συγκυρία, οικολογική καταστροφή και αδιαφορία, αρχαιολογική ζημιά και ολιγωρία, ψευδαισθησιακή εικόνα των ΜΜΕ. Αλλά πάνω απ' όλα, και εν μέσω μιας άγριας καθημερινότητας, όπου στο ειδυλλιακό τοπίο των παιδικών του χρόνων ένα μετέπειτα λάθος τον ακολουθεί με προεκτάσεις καταστροφικές, η αναζήτηση της χαμένης ή κατακερματισμένης ταυτότητας και του χαμένου παράδεισου, η αέναη επιστροφή στο πιο δικό μας και αληθινό. Με τρόπο ατμοσφαιρικό, τρυφερό, αυτοσαρκαστικό κι ανθρώπινο. Μέσα από το σπίτι που ανασταίνεται, τις βόλτες και την άνοιξη σ' αυτή καθ' εαυτή τη φύση και το χωριό. Την ανάσταση του τόπου και την προσωπική του ανάσταση μετά από την δημόσια σταύρωση (τον σταυρικό θάνατο στην εποχή μας αναλαμβάνει η ΤV), μέσα από τη φυσική συνέχειά του, τον εγγονό του και μια γυναίκα, την τελευταία του σύντροφο, μια αλλοδαπή που συναντά εκεί.
Ενα μυθιστόρημα που μέσα από την περιπέτεια του ενός, αναφέρεται σε όλη την ανθρώπινη περιπέτεια, με διάθεση να τα πει όλα, να ρίξει παντού φως. Με γοητευτικό τον αντιφατικό κεντρικό χαρακτήρα και με τους δεύτερους χαρακτήρες σκιαγραφημένους εξαιρετικά (ουδείς απολύτως καλός ή κακός). Με ενδιαφέροντες διαλόγους και μια υπέροχη φύση που σχεδόν πρωταγωνιστεί. Με φιλοσοφικό στοχασμό επάνω στην ζωή, τη φύση, τον έρωτα, τη μοναξιά και τον θάνατο. Με απόλυτη αποδοχή που χαρίζει αυτή η σοφή και αποκαλυπτική επιστροφή. Διότι, όπως, θα πει ο ήρωας στην κουβέντα με τον σκύλο του: “Ο κόσμος θα συνεχίσει και χωρίς εμάς, Μάγκα. Προς το παρόν, πάντως, συνεχίζει μαζί μας. Δε γνωρίζουμε το τέλος- αν το γνωρίζαμε, δεν θα 'χαμε ξεκινήσει ποτέ αυτό το ταξίδι. Εντέλει, δε θ' απομείνει παρά η μεγάλη ιστορία της φύσης να θυμίζει τη δική μας παράλληλη ιστορία, μια φτωχή και αποτυχημένη απομίμηση. Ας κοιμηθούμε τώρα, ας ονειρευτούμε τα μεγάλα ποτάμια να βρυχώνται στις βαθιές χαράδρες και να σμίγουν και να ξεκολλάνε βράχια και να τα βάζουν με τη θάλασσα και τον άνεμο που λυσσομανάει, γιατί αυτές είναι οι πραγματικές μάχες. Ας ονειρευτούμε σαν παιδιά, γιατί τα παιδικά όνειρα είναι καλά όνειρα, κι αν δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, χαίρομαι που τα 'χω κάνει. Βλέπεις, οι δικές μας μάχες είναι άνανδρες και, σε τελευταία ανάλυση, ασήμαντες”.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950.
Έζησε, δούλεψε και ταξίδεψε στις πέντε ηπείρους ως ερευνητής και συνεργάτης διεθνών οργανισμών.
Ιδρυτής και εκδότης της “Νέας Οικολογίας”, είναι συγγραφέας πολυάριθμων θεωρητικών έργων γύρω από την αναπτυξιακή διαδικασία και την οικολογική προβληματική με γεωγραφική, περιηγητική και λογοτεχνική ματιά.
Υπήρξε από τα πρώτα ενεργά στελέχη του οικολογικού κινήματος και υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων το 1990. Διετέλεσε Πρόεδρος του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών και του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος.
Δίδαξε σε ακαδημαικά ιδρύματα ανά τον κόσμο. Από το 1994 ως το 1999 διηύθυνε την ελληνική έκδοση της “Κατάστασης του Πλανήτη” σε συνεργασία με το Ινστιτούτο World Watch, ενώ από το 1998 διοργανώνει, σε συνεργασία με τον Ηλία Ευθυμιόπουλο, το Θερινό Οικολογικό Πανεπιστήμιο, προιόν του οποίου είναι δέκα συλλογικοί τόμοι.
Κυριότερα έργα του είναι:
“Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς” (1986),
“Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο” (1988),
“Τοπογραφίες” (1990),
“Πού βαδίζει ο κόσμος?(επιμ) (1992),
“Το παιχνίδι της ανάπτυξης” (1993),
“Η αρχαιολογία της ανάπτυξης: Πράσινες προοπτικές” (1996),
“Η οικογεωγραφία της Μεσογείου” (επιμ), (2001),
“Οι δρόμοι της αειφορίας” (επιμ) (2004).
Από τις Εκδόσεις “Καστανιώτη” κυκλοφόρησε το 2005 το μυθιστόρημά του “Χρυσή Ακτή” και το 2007 το μυθιστόρημα “Ο Μεγάλος Αμπάι”.

ΥΓ. Δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής.
Κι εγώ, επέστρεψα, ναι?