3/12/07

Ήταν ανάγκη να συμβούν όλα μαζί?

«ΤΟ ΓΚΑΡΝΤΕΝ ΠΑΡΤΙ» της Κάθρην Μάνσφηλντ, Μετάφραση: Μαρία Λαινά, Εκδ. «Σμίλη», σελ. 268, τιμή: 14 ευρώ.

<«Ω Θεέ μου!» είπε. «Μακάρι να μην είχα παντρευτεί. Πόσο θα ‘θελα να είχα γίνει εξερευνητής». Και ύστερα πρόσθεσε μ’ ονειροπόλο βλέμμα: «Στα ποτάμια της Κίνας, φερ’ ειπείν».
«Μα αγάπη μου» της είπα, «τι ξέρεις εσύ για τα ποτάμια της Κίνας;» Επειδή η μητέρα δεν είχε ιδέα από γεωγραφία – ήξερε όσα κι ένα δεκάχρονο παιδί.
«Τίποτα» συμφώνησε. «Αλλά μπορώ να αισθανθώ τι ακριβώς καπέλο θα φορούσα»>
Ειρωνική, με ανεπαίσθητο χιούμορ και κομψή μελαγχολία, αβρή στις περιγραφές και στις λέξεις, ατμοσφαιρική με όλη την αχλύ μιας μποέμ ματιάς στα πράγματα και στις πράξεις, ατρόμητη, γοητευτικά υπαινικτική, ανατρεπτική και αναπάντεχη, επαναστατική με μια επανάσταση που μοιάζει σαν… πλήξη, η Κάθρην Μάνσφηλντ έζησε κι έγραψε πολύ μπροστά από την εποχή: Ογδόντα οκτώ διηγήματα που άντεξαν και νίκησαν τελικά τον χρόνο. Που χώρεσαν σε 35 μόλις χρόνια ζωής. Εκεί όπου χώρεσαν (τον προηγούμενο αιώνα, σκεφθείτε) πολλά ταξίδια (Γερμανία, Ελβετία, Νότια Γαλλία), σπουδές (από τη Νέα Ζηλανδία στην Αγγλία), δυο γάμοι (με τον Τζορτζ Μπόουντεν τον οποίο παντρεύτηκε το 1909 με πολιτικό γάμο και τον χώρισε το ίδιο βράδυ, και με τον Τζον Μίντλετον Μάρρυ, εκδότη του περιοδικού Rhythm, με το οποίο είχε συνεργασία, τον γνώρισε το 1911, δημιούργησε σχέση μαζί του το 1912 και τον παντρεύτηκε το 1918, τρεις μήνες μετά την έκδοση του διαζυγίου της με τον Μπόουντεν).
Το «Γκάρντεν πάρτι» της, η πιο ώριμη συλλογή, αποτελεί κυριολεκτικά «ασκήσεις ύφους». Ανοιγοκλείνοντας ως σώμα σαν ζωή (ή σαν μέρα): Στο πρώτο διήγημα «Στον κόρφο» ξημερώνει μια υπέροχη και φωτεινή μέρα, όλα καλογυαλισμένα, η γη φαίνεται να γυρίζει δίπλα στη θάλασσα «όπως πρέπει» ή «καθώς αξίζει». Στο τελευταίο «Η υπηρέτρια» η αυλαία πέφτει μια νύχτα ζοφερή. Ενώ όλα δείχνουν ότι μπορούν να συμβούν και να χωρέσουν σε μια μέρα.
Στο ενδιάμεσο, μικρά υπαινικτικά ενσταντανέ ζωής που, μέσα και πίσω απ’ τις γραμμές και τις σιωπές, χωρούν τα πάντα: Τη Λάουρα, μια νεαρή αστή που αγωνιά για το πάρτι που διοργανώνει η μητέρα («Το γκάρντεν πάρτι») (ο ζόφος αν και στο δίπλα σπίτι, αφορά κάποιους άλλους). Τη Ζόζη και την Κώνη που εις μάτην διψούν για ζωή και επικοινωνία και χάνουν το βήμα τους κάτω από το άγρυπνο βλέμμα και του νεκρού ακόμα πατέρα («Οι κόρες του αείμνηστου συνταγματάρχη»), τον Στάνλευ και την Λίντα που συνηθίζουν άλλα να λένε κι άλλα να εννοούν, την Μπέρυλ που γραπώνεται απ’ όπου μπορεί ή απ’ όποιον της προσφέρεται στη ζωή («Στον κόρφο»), τον Ρέιτζιναλντ που αγαπούσε βεβαίως τη μητέρα και ισχυρίζεται ότι δεν τον πειράζει η μοναξιά (στα «Περιστέρια»), την γριά κυρία Πάρκερ («Η ζωή της γριας κυρίας Πάρκερ)…
Όλα χωρούν σ’ αυτές τις μάταιες ή ματαιωμένες ζωές: «το φαφούτικο χαμόγελο ενός μωρού, το άρωμα της λεβάντας, η μοναξιά, ο φόβος του θανάτου, μια παλιά πιατέλα με νεροκάρδαμα λουσμένα στον ήλιο, η ένταση και η ποικιλία της στιγμής, η διαπεραίωση της οδύνης σε συμφιλιωτικό αίσθημα, η ευτυχία του να είσαι ζωντανός», και ίσως σ’ αυτά τα δύο τελευταία να έγκειται και ο παραλληλισμός της με τον Τσέχωφ. Στους χαμηλότονους χαρακτήρες και στην αποδοχή της ζωής, στο καταδεχτικό της μοναξιάς, στο κομψό καλωσόρισμα (σα να το ήξερε) του θανάτου. Μια ηλιόλουστη μέρα αρκεί, ένα φωτεινό πρωινό, μια χορταστική βόλτα στην παραλία.
Το μεγάλο συγγραφικό ατού, η εξαιρετική αναπαραστατική δεξιότητα και η υπαινικτική της γραφή, αυτή που κάνει τόσο γοητευτικούς και αινιγματικούς τους χαρακτήρες. Η λεπτή ειρωνεία που καθιστά ανεκτή τη μοναξιά και χλευάζει το ζόφο του θανάτου, το χιούμορ που αντικαθιστά την ελπίδα για συνεννόηση, η σχεδόν θεικής υπόστασης φύση. Οι προθέσεις, ήδη γνωστές, από τις ημερολογιακές της σημειώσεις:
«Ναι, αυτό προσπάθησα να μεταδώσω στο «Γκάρντεν πάρτι». Την ποικιλία της ζωής και πως εκεί προσπαθούμε να τα ταιριάσουμε όλα. Και το θάνατο. Αυτό σαστίζει έναν άνθρωπο στην ηλικία της Λάουρας. Η Λάουρα πιστεύει ότι τα πράγματα οφείλουν να συμβαίνουν αλλιώς: πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Αλλά η ζωή δεν είναι έτσι. Δεν δέχεται να τη διευθετήσουμε. Η Λάουρα λέει: «Ηταν ανάγκη να συμβούν όλα μαζί;» Και η ζωή απαντάει: «Γιατί όχι;» Πώς δηλαδή απομονώνονται;» Και συμβαίνουν όλα μαζί. Είναι αναπόφευκτο. Και σ’ αυτό το αναπόφευκτο υπάρχει, έτσι μου φαίνεται, ομορφιά…»
Παντού μπορεί κάποιος να δει την ομορφιά, εάν δεν φοβάται:
«Πιστεύω πως δεν υπάρχει χειρότερη αδυναμία από το να φοβάσαι. Η τέλεια Αγάπη διώχνει το Φόβο. Όταν κοιτάζω τη ζωή που έζησα, όλα μου τα λάθη έγιναν επειδή φοβόμουν… Γι’ αυτό έπρεπε να αντικρίσω το θάνατο; Τίποτα λιγότερο δεν θα με γιάτρευε; Αναρωτιέσαι αναπόφευκτα κάποιες φορές… Δεν μιλάω για προσωπικούς θεούς και άλλες ανοησίες. Μιλάω για την απελπισμένη επιλογή της ψυχής, αυτό μάλλον…»
Και η Κάθρην Μάνσφηλντ, φαίνεται ότι φοβήθηκε λιγότερο απ’ όλους. Γι’ αυτό και το έζησε το αναπάντεχο, και το ‘γραψε. Μιλώντας τόσο αριστοτεχνικά για τις «μισοτελειωμένες κινήσεις». Εκφράζοντας όσο άλλος κανείς τα «ανεκπλήρωτα αισθήματα» και τις «ανολοκλήρωτες ηδονές», ζωντανεύοντας μια εξαιρετικά γοητευτική ανθρώπινη πινακοθήκη. Κι ο χρόνος πανταχού παρών, ασύλληπτος κι ακατανόητος, να αμφισβητεί τόσο το πλήρωμά του!


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Η Κάθρην Μάνσφηλντ, θυγατέρα του Χάρολντ και της Αννας Μπωσάμ, γεννήθηκε στο Ουέλλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας τον Οκτώβριο του 1888 και πέθανε στο Φονταινεμπλώ τον Ιανουάριο του 1923.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Αγγλία.
Τα πρώτα της γραπτά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νέα Εποχή».
Το πρώτο της βιβλίο «Σε μια γερμανική πανσιόν» δημοσιεύτηκε το 1911 από τον εκδοτικό οίκο του Στήβεν Σουίφτ και έγινε αμέσως επιτυχία.
Το 1916 έγραψε το «Πρελούδιο» και έκτοτε το ύφος της εδραιώθηκε.
Το 1917 αρρώστησε από φυματίωση κι άρχισε να ταξιδεύει και να ζει σε διάφορα μέρη προσπαθώντας να ανακτήσει την υγεία της.
Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, «Μακαριότητα», εμφανίστηκε μόλις το 1921, και η τρίτη, «Το Γκάρντεν πάρτι» το 1922.
Μετά τον θάνατό της δημοσιεύτηκαν, εκτός από το «Ημερολόγιο» και την «Αλληλογραφία» της, δυο ακόμη συλλογές διηγημάτων: «Η φωλιά των περιστεριών» και «Κάτι παιδιάστικο».
Σύνολο, ογδόντα οκτώ διηγήματα.
Όταν πέθανε ήταν μόλις 35 χρονών.

ΥΓ. Την αγαπούσα, έτσι ή αλλιώς! Μου την θύμισε πριν από λίγο καιρό ο Librofilo στην εξαιρετική κριτική του (παραπομπή δεν ξέρω να κάνω, όχι δεν έμαθα). Το Γκάρντεν πάρτυ μου κράτησε συντροφιά ένα Σ/Κ πολύ πικρό. Υπενθυμίζοντας αυτό που ήδη γνωρίζω, την ιαματική δύναμη της τέχνης. Κι εχθές, βγαίνοντας με την Ρίτσα (ritsmas) από το σινεμά (ναι είχαμε πάει να δούμε τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας») δεν ξέρω γιατί το σκέφτηκα. Ε και σήμερα είπα να τ’ ανεβάσω!
Το αφιερώνω δε και στους δυο: στο Librofilo (επειδή είναι φίλος μου και γιατί μου το θύμισε), στη Ritsmas, διότι έτσι, επειδή είναι φίλη μου και μάλλον σκέφτομαι και ότι θα της αρέσει. Ναι?