3/5/07

Το "Μεγάλο Τίποτα" και το ερωτικό τραύμα.


Στο Librofilo για το «Κουρδιστό Πουλί» και τον Μουρακάμι

«ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ» τους Χαρούκι Μουρακάμι, Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 505, τιμή: 18 ευρώ.

Για άλλους το «σουσάμι άνοιξε» είναι μια εικόνα, ένας άνθρωπος, οι μυρωδιές, τα βιβλία, για τον ήρωα του βιβλίου (και για τον συγγραφέα, ενδεχομένως) ένα τραγούδι. Το Norwegian wood των Μπιτλς που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο: «Νορβηγικό δάσος».
Ο Μουρακάμι το έγραψε αρχές του 1987 στη Ρώμη. Μόλις εκδόθηκε στην Ιαπωνία σημείωσε πρωτόγνωρη επιτυχία, ειδικά στο νεανικό κοινό, με θαυμαστές – οπαδούς που βάλθηκαν να ανακαλύψουν τοποθεσίες, μπαρ και εστιατόρια που παρελαύνουν στις σελίδες, με μουσικές συλλογές που κυκλοφορούσαν ειδικά με τα αγαπημένα τραγούδια των ηρώων. Το «Rubber soul» των Μπητλς που εμπεριείχε το τραγούδι «Norwegian wood» έσπασε ταμεία.
Το «Νορβηγικό Δάσος» του Χαρούκι Μουρακάμι διέθετε εν σπέρματι όλες εκείνες τις βαθιές και βασανιστικές εμμονές που θα έδιναν λίγα χρόνια αργότερα στις ΗΠΑ το αριστουργηματικό «Κουρδιστό πουλί». Εμπεριείχε πάνω απ’ όλα αυτόν τον μουρακαμικό όρο «κουρδίζω τον εαυτό μου» όπως «το κουρδιστό πουλί» θα κουρδίσει τον κόσμο. Ο ήρωας του Μουρακάμι γινόταν ο ίδιος ευθύς εξαρχής «κουρδιστό πουλί»: «Πόσες Κυριακές – πόσες εκατοντάδες τέτοιες Κυριακές – με περίμεναν εμπρός μου; «Ησυχες, γαλήνιες και μοναχικές», είπα με δυνατή φωνή στον εαυτό μου. Τις Κυριακές δεν κουρντίζω τον εαυτό μου». Αναφέρει για πρώτη φορά τον… όρο στο βιβλίο ο κεντρικός ήρωας Τόρου Βατανάμπε, φοιτητής στο Τόκιο, πλένοντας ρούχα και σιδερώνοντάς στην κυριακάτικη μοναχική φοιτητή εστία. Θα επανέλθει κατόπιν αρκετές φορές.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με τον ήρωα πια τριάντα εφτά χρονών, σε ένα Μπόινγκ 747 λίγο προτού προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Αμβούργου. «Μια γλυκιά ορχηστρική διασκευή του Norwegian wood» τον προσγειώνει αλλού, στα φοιτητικά του χρόνια. Θυμίζοντάς του πάντα την πρώτη του αγάπη με τρόπο βασανιστικό, την Ναόκο που ήταν και το κορίτσι του καλύτερού του φίλου.
Ένας «φιλήσυχος» νεαρός φοιτητής αυτή τη φορά (στο «Κουρδιστό πουλί» ήταν ο φιλήσυχος Τόρoυ Οκάντα – Τόρoυ σταθερά- που μαγειρεύει μακαρόνια και ακούει όπερα και τζαζ στην κλασική του γιαπωνέζικη κουζίνα), καθαρίζοντας το σπίτι του και τον εαυτό του, ανιχνεύει τους γρίφους του κόσμου. Οι… κωδικοί του μια σειρά από ερωτικές συνευρέσεις και αυτοκτονίες ή θάνατοι. Βασικοί αρμοί, τα τραγούδια και η μουσική. Και τα βιβλία, λιγότερο τα βιβλία.
Οι εγκιβωτισμένες ιστορίες αυτή τη φορά, ιστορίες βίαιων και επώδυνων θανάτων και ερωτικές ιστορίες. Με τις βασικές πρωταγωνίστριες, άπιαστα όνειρα τελικά, εφόσον η υπερευαίσθητη Ναόκο νοσηλεύεται μετά την αυτοκτονία του φίλου του σε μια ιδιότυπη «κλινική» και η «αυθόρμητη Μίντορι» μη φανταστείτε τίποτε εύκολη περίπτωση κι αυτή, κινείται ανάμεσα σε νοσοκομεία και θανάτους.
Και ο Τόρι Βατανάμπε όπως και η Μαγιού Κασαχάρα στο «Κουρδιστό πουλί», σχεδόν ακίνητος στο φοιτητικό του δωμάτιο γράφει γράμματα: στην Ναόκο ένα την εβδομάδα, στη Μιντόρι σταθερά προσπαθώντας να λύσει παρεξηγήσεις… Αναπάντητες κατ’ ουσίαν επιστολές εφόσον σε όλα τα μεγάλα (έρωτας, θάνατος, αυτογνωσία), έτσι βαδίζουμε, αναπάντητοι και μόνοι.
Στο μεταξύ, φίλοι και συγκάτοικοι, αδελφές που αυτοκτόνησαν, μικρές ιστορίες δευτερευόντων αλλά τόσο σημαντικών εντέλει προσώπων ολοκληρώνουν ένα μωσαικό που είναι τελικά η ζωή, ενός έφηβου που θέλει δεν θέλει ωριμάζει κιόλας. Αναγνωρίζοντας ότι τα βασικά (και τα μέγιστα) του ξεφεύγουν. Πάντα θα του ξεφεύγουν: «Τα πράγματα θα προχωρήσουν όπως πρέπει να προχωρήσουν, φτάνει να τ’ αφήσεις εσύ να πάρουν το δρόμο τους. Παρά τις έντιμες και ειλικρινείς προσπάθειές σου, οι άνθρωποι θα πληγώνονται πάντα, όταν θα φτάνει η ώρα τους να πληγωθούν», όπως θα του πει η Ρέικο (συγκάτοικος της Ναόκο στο «χτήμα»), μια ταλαντούχα πιανίστα που καταστράφηκε απ’ το πολύ της ταλέντο.
Το «Μεγάλο Τίποτα», βεβαίως, και πάλι ο κεντρικός κόμβος. Μια σειρά από θανάτους εξάλλου υπενθυμίζει το μέγεθος: οι γονείς της Μιντόρι, οι αυτοκτονίες του φίλου του Κιζούκι, της αδελφής της Ναόκο, της Ναόκο, της Χατζούμι… όλοι νεότατοι και απολύτως χαρισματικοί. Με έναν Φιτζέραλντ που ενώ αναφέρεται διαρκώς με τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» να μας κλείνει το μάτι απ’ το «Σπάσιμο», διότι σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος ο καθένας τους θα μπορούσε να πει «ναι, η ρωγμή είναι σε μένα». Αλλά το υπαρξιακό τραύμα το προξενεί η ζωή, επειδή όλα είναι «σε σχέση».
Έτσι ο Τόρου Βατανάμπε (όπως ο άλλος Τόρου στον «Κουρδιστό πουλί») θα χρειαστεί να «ξεβολευτεί» και να κινηθεί απ’ τη θέση του: να ταξιδέψει και να περιπλανηθεί, να μπει στις ζωές άλλων και ν’ ακούσει ιστορίες, να επιθυμήσει, να μετανιώσει, να χαθεί και να εξαπατηθεί, να πονέσει, να μείνει ακίνητος, θα χρειαστεί να επιλέξει.
Διότι ο Χαρούκι Μουρακάμι και πάλι καταπιάνεται με τα μέγιστα υπαρξιακά, αντιπαραθέτοντας στον θάνατο και ανατέμνοντας (τι άλλο;) το αντίπαλον δέος, τη σεξουαλικότητα και τον έρωτα. Ξεφλουδίζοντας με τρόπο μεταφυσικό και φιλοσοφικό το κουκούτσι της ίδιας τελικά της ζωής, αποφεύγοντας να μας δώσει «την αλήθεια» (υπάρχει;) λουκουμάκι στο πιάτο: «Ο θάνατος υπάρχει, όχι ως το αντίθετο της ζωής αλλά ως μέρος της. Ζώντας καθένας τη ζωή του, τρέφουμε το θάνατο. Μα όσο κι αν αυτό είναι αλήθεια, δεν είναι μια μόνο από τις αλήθειες που πρέπει να μάθουμε. Ο θάνατος της Ναόκο με δίδαξε κάτι ακόμα: δεν υπάρχει αλήθεια ικανή να γιατρέψει τη λύπη μας για την απώλεια ενός αγαπημένου πλάσματος. Δεν υπάρχει ούτε αλήθεια ούτε εντιμότητα ούτε δύναμη ούτε καλοσύνη ούτε τίποτα που να μπορεί να γιατρέψει αυτή τη λύπη. Πρέπει να την αντέξουμε ως το τέλος και να μάθουμε κάτι απ’ αυτή. Μα ό,τι κι αν μάθουμε, δεν θα μας βοηθήσει την επόμενη φορά που μια παρόμοια λύπη θα έρθει να μας συντρίψει απροειδοποίητα».
Ένας Μουρακάμι μαγικός κι αισθαντικός, παρηγορητικός, ενστικτώδης κι απαρηγόρητος. Που χρησιμοποιεί την μουσική σαν γαζούλα, τελικά, θεραπευτική, για τεθνεώντες και ζώντες. Μοναδική η παράδοξη δεύτερη κηδεία της Ναόκο που επιχειρεί ο Τόρου με την Ρέικο. Με την Ρέικο να παίζει στην κιθάρα για την αγαπημένη απούσα «όσο αντέξει». Πεντηκοστό τραγούδι το «Norwegian wood», βεβαίως, των Μπιτλς.
Διότι το «Νορβηγικό δάσος» είναι μια διαβρωτική ιστορία, «το απομεινάρι μιας ανάμνησης», ανοιχτή σαν ζωή, παρότι κινείται αυστηρά σε χρόνο παρελθόντα. Αλλά το παρελθόν την έχει αυτή τη δύναμη’ να σε πάει παντού. Όπως και η μουσική. Ακόμα κι εκεί που δεν σε πήγε όταν το ζούσες.

«ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΥΛΙ» του Χαρούκι Μουρακάμι, Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς, Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 862, τιμή: 28 ευρώ.

Τρομάζεις που το βλέπεις. Την μαγεία του, ούτε μπορείς να την διανοηθείς. Οκτακόσιες εξήντα σελίδες δεν είναι και μικρό πράγμα, τι να λέει, αναρωτιέσαι. Εξάλλου όλα αρχίζουν από μια εξαφανισμένη γάτα. Ήρωάς του ένας φιλήσυχος άντρας. Που ακούει όπερα και τζαζ, διαβάζει βιβλία, μαγειρεύει μακαρόνια και πίνει μπίρα στο τραπέζι της κουζίνας, τι μπορεί να σου πει ένας τόσο φιλήσυχος άντρας;
Δεν το κρύβω ότι «Το κουρδιστό πουλί» το διάβασα κατόπιν παρότρυνσης. Τον Χαρούκι Μουρακάμι τον ήξερα αλλά με «Το κουρδιστό πουλί» και τον όγκο του δεν είχα το κουράγιο να αναμετρηθώ. «Θα κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να σκάσω», με απείλησε φίλος μου παριστάνοντας το κορσικανάκι στον Αστερίξ. Κι επειδή τον είχα ικανό, κόντεψα να κρατήσω την αναπνοή μου εγώ, διαβάζοντας τελικά το βιβλίο. Δεν μιλιόμουνα. Μέχρι να το τελειώσω. Και αφού το τελείωσα, συνέχισε βασανιστικά να με απασχολεί.
Όπως ήδη θυμάστε, ο φιλήσυχος Τόρου Οκάντα, που έχει παραιτηθεί από την ανιαρή δουλειά του σε μια νομική εταιρεία, ξαφνικά χάνει την γάτα του κι εκεί που μαγειρεύει μακαρόνια κι ακούει όπερα στην κλασική του γιαπωνέζικη κουζίνα αρχίζει να παίρνει κάποια μυστηριώδη ερωτικά τηλεφωνήματα. Στη συνέχεια γνωρίζει μια σοφή δεκαεξάχρονη τη Μαγιού Κασαχάρα και αρχίζει μαζί της μιαν ιδιότυπη φιλία. Και δυο περίεργες αδελφές, τη Μάλτα Κάνο (επειδή κάποτε ταξίδεψε στην Μάλτα) και τη Κρέτα Κάνο (που, όμως, δεν έχει πάει ακόμα στην Κρήτη) οι οποίες καλούνται να βοηθήσουν στην εξαφάνιση της γάτας. Η Μάλτα Κάνο όπως και ο κύριος Χόντα μπορούν να βλέπουν το μέλλον. Κι η Κρέτα Κάνο που νίκησε τον πόνο, έγινε πόρνη για να ξεχρεώσει τον πατέρα της και είναι πια πόρνη του μυαλού, συνευρίσκεται με τον φιλήσυχο ήρωά μας στα όνειρά του.
Στο μεταξύ, αυτό που ακολουθεί στην παντελώς ακίνητη ζωή του, είναι μια δράση καταιγιστική, κυρίως χάρη στους άλλους. Ανθρωποι μέχρι πρότινος άγνωστοι αρχίζουν να μπαινοβγαίνουν στη καινούργια ζωή του, απ’ την οποία εκτός από την γάτα, εξαφανίζεται πια και η Κουμίκο, η γυναίκα του.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί άναυδος μια σωρεία εγκιβωτισμένων ιστοριών- μικρές ιστορίες πολύτιμες και απαραίτητες όσον αφορά την δομή και την πλοκή που μπαινοβγαίνουν μαζί με τους πρωταγωνιστές τους στην ζωή του φιλήσυχου ήρωα.
Ετσι μέσα από μια τυπική γιαπωνέζικη κουζίνα γνωρίζουμε την ιστορία της Ιαπωνίας (Μογγολία, Μαντζουρία, Σοβιετικούς, Ναγκασάκι), τη σύγχρονη ζωή και την μοναξιά της Ιαπωνίας, την κουλτούρα, τους υπαρξιακούς γρίφους, την παράδοση και τις μεταφυσικές ανησυχίες της. Εφόσον όλα πια τίθενται επί τάπητος: η Ιστορία με ακραίο ρεαλισμό, η υπαρξιακή αγωνία με αλληγορικές, ερωτικές, μεταφυσικές ιστορίες, ο σύγχρονος άνθρωπος με ό,τι τον τρομοκρατεί και τον βαραίνει. Τα πάντα υπηρετούν αυτό τον σκοπό: η καθημερινότητα, οι καθημερινές συνομιλίες, τα όνειρα, τα μέιλ, δημοσιεύματα στον τύπο, επιστολές, το αφηγούμενο παρελθόν, οι μαντικές εικασίες που οδηγούν στο μέλλον. Και βεβαίως, τυχαίο τίποτα. Όλο αυτό το απίθανο γαιτανάκι ηρώων και ιστοριών, τόσο σφιχτοδεμένο, σαν αλυσίδα μπορχεσικού πεπρωμένου.
Οι ήρωες που αξιώνονται να ακούσουν κάποια στιγμή <το κουρδιστό πουλί> τόσο ιδιαίτεροι. Και οι πλέον χαρισματικοί, βεβαίως, οι πιο αθώοι: η Μαγιού παρότι εγκλημάτησε, αλλά αποδεικνύεται μοναδική φιλόσοφος του θανάτου και ο Κάρι που αντίκρισε οκτώ χρονών παιδί τον άλλο του εαυτό, μέσα από ένα παράδοξο, αθέλητο αστρικό ταξίδι, απ’ το οποίο θα επιστρέψει έκθαμβος και γι’ αυτό απολύτως βουβός. Ο φιλήσυχος Τόρυ Οκάντα που μπαινοβγαίνει οικειοθελώς υπό μορφή ιδιόμορφων ΙΧ συνεδριών σε ένα πηγάδι. Αποκτώντας το σημάδι που γιατρεύει από «αυτό», ένα βάσανο καθαρά εσωτερικό, ίδιο με το σημάδι του πατέρα της Τζίντζερ και παππού του Κάρι.
Κι όλα αυτά, σε μια τυπική γιαπωνέζικη γειτονιά που όμως διαθέτει το δικό της στοιχειωμένο σπίτι και το δικό της μπαζωμένο πηγάδι.
Οπου «κουρδιστό πουλί» θα γίνει ο ίδιος ο ήρωας (η Μαγιού Κασαχάρα έτσι τον ονομάζει) για να «κουρδίσει» με κάθε τίμημα, τελικά, την δική του ζωή, μέσα ή έξω από το πηγάδι.
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο – παλίμψηστο όπου κτυπά η καρδιά της παλιάς και της σύγχρονης Ιαπωνίας. Που ανατέμνει με τρόπο ρεαλιστικό και υπερρεαλιστικό το συνειδητό και το ασυνείδητο σύμπαν του σύγχρονου ανθρώπου. Και αγγίζει παραβολικά τα μεγάλα ζητήματα της ύπαρξης: γέννηση, θάνατο, έρωτα, μοναξιά. Αναζητώντας τον μέγιστο γρίφο, τον εαυτό. Που αλλάζει παραμένοντας αναλλοίωτος μέσα από όλες τις αλλαγές και τα βάσανα, μέσα στο χρόνο.
Ένα βιβλίο, εν τέλει, σαν ένα από εκείνα τα περίφημα πεντακόσια γράμματα «προς το Κουρδιστό πουλί» της Μαγιού Κασαχάρα:
«Γειά σου και πάλι, κύριε Κουρδιστό Πουλί.
Δεν μου λες, αυτά τα γράμματα φτάνουν άραγε ποτέ σ’ εσένα;
Εννοώ ότι σου έχω γράψει τόνους ολόκληρους από γράμματα και πραγματικά αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι αν έχουν φτάσει ποτέ σ’ εσένα. Η διεύθυνση που χρησιμοποιώ είναι μια διεύθυνση «στο περίπου» και δεν βάζω αποστολέα στο φάκελο, οπότε μπορεί να μαζεύονται στο ράφι των απολεσθέντων σε κάποιο ταχυδρομείο, αδιάβαστα και γεμάτα σκόνη. Μέχρι τώρα σκεφτόμουν: Εντάξει, αν δεν φτάνουν, τι να κάνουμε, δεν φτάνουν. Θα μου πεις, τότε γιατί κάθομαι και τα γράφω όλ’ αυτά τα πράγματα, όμως το σημαντικό είναι να βάλω τις σκέψεις μου κάτω στο χαρτί. Είναι εύκολο να τις γράψω αν νομίζω ότι γράφω σ’ εσένα, κύριε Κουρδιστό Πουλί, αλλά κι εγώ δεν ξέρω γιατί. ‘Ελα ντε; Πες μου εσύ γιατί!»
Κι ο Μουρακάμι γράφοντας κάνει ακριβώς αυτό: βάζει σε απόλυτη τάξη και στο χαρτί, τους μυστικούς κωδικούς του κόσμου.
«Όμως αυτό το γράμμα θέλω οπωσδήποτε να το διαβάσεις. Ελπίζω και προσεύχομαι να φτάσει σ’ εσένα>.
Κι αυτό το βιβλίο, σε σας.
Για την ιστορία, σημειώνουμε, ότι το βιβλίο έχει μεταφραστεί από τα αγγλικά κι ενδεχομένως να μας στερεί κάτι από την απόλαυση και ότι έχει σημειώσει επιτυχία χάρη στο mr Librofilo που επέμενε και «θα κρατούσε την ανάσα του μέχρι να σκάσει» αν δεν το διάβαζα!

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Ο Χαρούκι Μουρακάμι, που θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννήθηκε στο Κιότο το 1949.
Γνωρίστηκαν με τη γυναίκα του τη Γιόκο στο πανεπιστήμιο κι άνοιξαν στο Τόκιο ένα τζαζ κλαμπ με το όνομα Peter Cat.
Η τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του Norwegian Wood (1987) τον έκανε διάσημο στη χώρα του.
Υστερα εγκατέλειψε την Ιαπωνία κι επέστρεψε το 1995.
Εχει μεταφράσει στα Ιαπωνέζικα τα έργα του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, του Τρούμαν Καπότε, του Τζον Ιρβινγκ και του Ρέιμοντ Κάρβερ.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του: «Σκληρή χώρα των θαυμάτων και το τέλος του κόσμου» και «Το κυνήγι του αγριοπρόβατου».
«Το νορβηγικό δάσος» θα κυκλοφορήσει (όπως και άλλα έξι βιβλία του) από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» τον Φεβρουάριο του 2007.
Δηλαδή, κυκλοφόρησε.