8/11/12

Πώς γίνεται να φτάσει κανείς απ’ τον σωστό δρόμο στον λάθος σταθμό; μπορεί και να βρούμε την απάντηση τη Δευτέρα... ή να ρωτήσουμε σωστά.


Οι εκδόσεις “Καλέντη”
σας προσκαλούν στην παρουσίαση
του βιβλίου της συγγραφέως
και κριτικού λογοτεχνίας
Ελένης Γκίκα

Η γυναίκα της βορινής κουζίνας”.

Η εκδήλωση
θα πραγματοποιηθεί
τη Δευτέρα 12 Νοεμβρίου και ώρα 19:00
στο χώρο εκδηλώσεων των εκδόσεων “Καλέντη”
(Λ.Βουλιαγμένης 70, Ελληνικό, 1ος όροφος)

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:
Φωτεινή Τσαλίκογλου, Καθηγήτρια Ψυχολογίας και συγγραφέας
Μαρία Ξυλούρη, συγγραφέας
Στέφανος Δάνδολος, συγγραφέας
Γιάννης Ξανθούλης, συγγραφέας
Η ηθοποιός Δανάη Παπουτσή θα διαβάσει αποσπάσματα από το βιβλίο
και ο Χρήστος Παπαμιχάλης θα ντύσει μουσικά τη βραδιά

Χορηγός επικοινωνίας diastixo.gr

υγ1. ε ναι, στο χαμό συναντιούνται οι φίλοι. Ο χαμός δεν αντέχεται αλλιώς.

Υγ2. αποσπάσματα από το μυθιστόρημα που επέλεξε η επιμελήτρια Αρετή Κολλάτου:

Συνήθως το ημίφως τής πάει. Σ’ ένα σπίτι τόσο πολύ φωτεινό, εκείνη επιλέγει ημίφως!
Επιστρατεύει πράσινες τέντες, βελουδένιες ή ταφταδένιες κουρτίνες, κατεβάζει όποτε έχει άσπλαχνο ήλιο τα στόρια... Δημιουργεί τον δικό της σπλαχνικό, σκοτεινό χειμώνα μέσα στων άλλων το ανελέητο καλοκαίρι, πατώντας στο γραφείο της το βυσσινί περσικό δέντρο της ζωής. Βυθίζεται στην παιδική λαδοπράσινη αγκαλιά-πολυθρόνα, μετρά δερβίσηδες τα βράδια στην μπάντα για να κοιμηθεί. Θροΐζουν στα άσπρα σάβανα-ρούχα οι περιστροφές. Κύκλος και ζωή, κύκλος και θάνατος, κύκλος και Ιστορία.
Κύκλος κι η μέρα που περνά και την απομακρύνει, ή τη φέρνει όλο και πιο κοντά. Σ’ έναν προορισμό που, παρ’ ότι υπάρχει, κατά βάση αγνοεί. Σε μιαν αφετηρία που μοιάζει με τέλος, αλλά κάτι της λέει ότι −πού ξέρεις;− μπορεί και να ’ναι μόνον η αρχή....
... Στο μεγάλο τραπέζι, όλα είναι κραυγή. Κι όμως, κατά νου τη σιωπή είχε όταν το έφτιαχνε το σπίτι.
«Όλα είναι εδώ», επαναλαμβάνει. Την κούρασαν τα ταξίδια και οι άλλοι. «Μες στα βιβλία, όλα είναι εκεί». Κι αν αυτή τα ξεχνά, υπάρχει και ο υπολογιστής. Με απεριόριστη μνήμη. Να περισώσει ό,τι έφτιαξε, ό,τι επιθυμεί διακαώς να διασώσει.
Να μην την αφήνει με τίποτε να ξεχάσει, να ησυχάσει, να ξεχαστεί.
Άπνοια. Η πόλη κοιμάται.
Μπορεί από δω τους πάντες να δει. Κι ό,τι είναι αδύνατον για το μάτι, σίγουρα εκείνη μπορεί να το φανταστεί.
Σκοτεινά και φρόνιμα σπίτια. Κρεβάτια φιλόστοργα, ερωτικά, συντροφικά, συζυγικά. Αγκαλιασμένοι δυο-δυο − ή, έστω, με αγκαλιά μια πλάτη. Πόσο αξίζει, αλήθεια, μια πλάτη στην αυγουστιάτικη παγωνιά!
Κομοδίνα με τα γυαλιά τους, το τελευταίο ρομάντζο, χαμηλωμένο το φως. Σεντόνια λευκά, ριγέ και με άνθη. Ντουλάπες που κρύβουν τα νυφικά τους κοστούμια, το αγαπημένο πουλόβερ που μοιραστήκαμε, με αρώματα δυο.
Δωμάτια παιδικά όλο χρώματα, κουνουπιέρες λευκές. Τα αρκουδάκια, οι κούκλες, η στράτα... Και το κρεβάτι-αμάξι −καράβι, κουκέτα−, ένα μικρό πόδι που κρέμμεται τρυφερά. Τα μαλλιά όλο μπούκλες που πέφτουν στα μάτια. Και η μαμά-αρκούδα στην αγκαλιά.
Έχει κι εκείνη μαμά-αρκούδα στο προσκεφάλι. Αλλά δε θα το πει πουθενά.
Και κρεβάτι με ουρανό. Και μπλε κουνουπιέρα. Όμοια με νυχτερινό ουρανό.
Το ρολόι στην πόρτα, σταθμού.
Της θυμίζει Λονδίνο. Διπλής όψης. Χτυπά ρυθμικά, σαν καρδιά. Τέσσερις. Τέσσερις και ένα, και δυο... Πέντε παρά...
Είναι νύχτες που ματώνουν τα πλήκτρα και οι λεπτοδείκτες τής τρυπούν την καρδιά. Πώς έφτασε αλήθεια ως εδώ, ένα τόσο βασανιστικά αργό ρολόι...
«Σκέτη ιδιοφυΐα στην πράξη. Λατρεία μου, ο συνθέτης έχει βηματίσει στη φωτιά!»
Πώς γίνεται να φτάσει κανείς απ’ τον σωστό δρόμο στον λάθος σταθμό;
Όλα ήταν λάθος, κι όμως, όλα καμωμένα σωστά.
Εξάλλου, αυτός είναι ο τρόπος της. Η Αρσινόη άλλον τρόπο σ’ αυτή τη ζωή δε γνωρίζει....

Ντύνεται. Παντελόνι λευκό, λινό. Δεν αντέχει μ’ αυτή την αφύσικη ζέστη το σκληρό τζιν πάνω στο δέρμα. Πουκαμίσα στο χρώμα του πάγου. Μαζεύει μαλλιά, φορά ρολόι −δε θέλει να της ξεφεύγει ο χρόνος− μαύρα κοράλλια, μαργαριταράκια στ’ αυτιά. Παπούτσι σόπατο, να μη σκοντάφτει.
Από παιδί περπατά χωρίς να κοιτά. «Άνοιξε επιτέλους τα μάτια, παιδί μου!» την ακούει· κι είναι και σαν να τη βλέπει. Η πανταχού παρούσα μαμά. Και τώρα! Ακόμη! Σήμερα που είναι στ’ αστέρια, τόσο πολύ μακριά! Μάλλον σήμερα ακόμη πιο πολύ από παλιά. Ως «οφθαλμός, ος τα πανθ’ ορά»!
Βηματίζει αργά, μηχανικά. Κοιτάζοντας αφηρημένα με εκείνη τη διαρκή έσωθεν όραση, στραμμένη λες στα σπλάχνα, σ’ εκείνο που είναι, που υπάρχει, σ’ εκείνο που ξέρει κι ας προσποιείται ότι το αγνοεί.
Βαδίζει αργά, σταθερά, πριγκιπικά − όπως εκείνη της έχει μάθει να περπατά. Έστω και κάπως πυρετικά. Σαν υπνοβάτης, δηλαδή, χωρίς να κοιτά. Δε θα πάρει αμάξι. Της φαίνεται σαν ένα μικρό θαύμα τελευταία το μετρό. Ένα μικρό, βαθύ ταξίδι σε ανθρώπους. Κατεβαίνουν μαζί της νεαροί και ηλικιωμένοι, κουρασμένες νοικοκυρές, χαμένοι αλλοδαποί.
Μπαίνει και κάθεται. Απέναντί της ένα νεαρό κορίτσι γράφει. Όλο γράφει. Όσο κρατά η διαδρομή. Όπως ποτέ της δεν έγραφε αυτή − ποτέ στο δρόμο! σαν το τσιγάρο.
Οι κυρίες δεν τρέχουν, δεν καπνίζουν στο δρόμο κι όταν γράφουν, σκέφτεται, συνήθως το κάνουν κρυφά.
.... Πόσες φορές μπορεί να αγαπήσει έτσι με πάθος κάποιος στη ζωή;
Πιέζει το μολύβι και σπάει την εύθραυστη μύτη στο χαρτί. Πόσες φορές μπορείς να διακινδυνεύσεις τα όριά σου; Πόσες φορές να γίνεις ο άλλος, να εξατμιστείς, να υποταχτείς; Να αντέξεις όλη αυτή τη μαγεία, και, σαν υπνοβάτης, να ζήσεις σ’ αυτή μιαν άλλη ζωή;
Ήθελε μία. Διότι η Καρένινα αυτό υπαγόρευε.
Προσπάθησε μία. Σ’ αυτή διαλύθηκε, και για τούτο τη διέλυσε.
Όλα τ’ άλλα υπήρξαν δική της κατασκευή.
Κι εκείνος ο άντρας στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας;
Υπήρξες; Θα ήθελε −αν το μπορούσε− να του πει. Κατεβαίνει στις αναμνήσεις της και ψιθυρίζει σαν μάντρα το «εσύ».
Στο προσκεφάλι της ο Μπόρχες που τη γιάτρεψε, την κράτησε − μια νύχτα, έναν αιώνα, μια στιγμή.
«Μονάχα ένας άνθρωπος κοίταξε την απέραντη αυγή».
Ανοίγει την πόρτα της εισόδου, πατά σαν υπνοβάτης τη σκακιέρα απ’ τα πλακάκια στην πρασιά. Πύργος, βασίλισσα, στρατιώτης, όλα σε οπισθοχώρηση. Ο δρόμος άδειος. Φτάνει ως την εξώπορτα. Ανοίγει. Υπνοβάτης στην ίδια σκηνή που έχει ξαναδεί. Οι πικροδάφνες, οι νεραντζιές της μικρής πλατείας, ο περιπτεράς με τους κραυγαλέους τίτλους των εφημερίδων, τις αστρολογικές προβλέψεις και τα πορνό, ο ανθοπώλης με τα χρυσάνθεμα και τα νούφαρα… ο δρόμος άδειος· κι ούτε ένα παιδί, μια ζητιάνα ή μια νοικοκυρά. Ένας δρομέας, μόνος, κάνει υγιεινή διαδρομή. Ένας γεράκος μόνος στο πάρκο.
Ακούει για φωτιές και φασαρίες στο κέντρο. Ακούει για νεκρούς!
Βαδίζει με σταθερό βήμα και ψιθυρίζει σε μάντρα: «Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε, μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη»....

Αλλά θα υπάρχει πάντοτε αυτή η μαχαιριά στην κοιλιά της. Κι αυτό το αγέννητο εις το διηνεκές παιδί.
Μας επιλέγουν, ή επιλέγουμε τους γονείς μας; αναλογιζόταν όσο ήταν η ίδια παιδί. Και κατέληγε πάντα στο ότι όχι, εκείνη την απόλυτα αυστηρή μητέρα δε γίνεται, δεν μπορεί να την έχει επιλέξει αυτή!
Και αμέσως μετά, εκείνη η σαλάτα από την ανατολίτικη φιλοσοφία −κανείς ποτέ δεν ξέρει αρκετά− να επιμένει ότι η μήτρα έλκει το έμβρυο που της αναλογεί. Κι αυτό, τελικά, που επιμένει, είναι το ίδιο το παιδί.
Γιατί, λοιπόν, αυτό το κοριτσάκι αρνήθηκε την κοιλιά της; Δεν ήταν εκείνη που αρνήθηκε σ’ εκείνο το παιδί να γεννηθεί;

υγ3. παρ' ότι ως χώρος δηλώνεται “γραφείο”, “κουζίνα”, “καθρέφτης”, στην ιστορία όλα είναι δρόμος. Η διαδήλωση της ζωής μας όπου η καθεμιά (κι ο καθένας) αναζητά τον αγαπημένο του και τον χαμένο εαυτό του.