19/3/12

«είμαστε ό,τι ζήσαμε και ό,τι μάθαμε".


«Τα όνειρα, όπως και το φιλί, και η γραφή, αφήνουν τη δική τους, ολόδική τους υπογραφή. Κάποιοι από μας, στη συνέχεια, είναι πιο ικανοί στην αποκρυπτογράφηση».


Παρουσίαση του νέου βιβλίου της Ελένης Γκίκα στο Ηράκλειο

«Η γυναίκα της βορινής κουζίνας», Εκδόσεις Καλέντη


Γιάννης Φαρσάρης, [ www.open-sesame.me ]


Ενετικό καφέ, 15/3/2012

Διοργάνωση: Βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης


Η συγγραφέας στο νέο της βιβλίο καταθέτει την αγωνιώδη προσπάθεια μιας γυναίκας που αναζητά ταυτότητα μέσα στη ζωή, η οποία φαίνεται να την έχει θέσει στο περιθώριο. Και το περιθώριο της ζωής έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς, όπως διαβάζουμε «αποτελεί κέντρο για του καθένα τη ζωή. Με ανεπίδοτες λαχτάρες και καταχωνιασμένες επιθυμίες, τόσο βαθιά, ώσπου ξεχάστηκαν τελικά». Η Ελένη Γκίκα συνθέτει την εικόνα μιας γυναίκας που αποζητά να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει τα όνειρά της, να τιθασεύσει τις εσωτερικές της φωνές και να κατακτήσει την αυτογνωσία. Μιας γυναίκας που αγωνίζεται να καταλάβει σε τι έσφαλε, και οι σχέσεις που ανέπτυξε με τους άλλους δεν στηρίχθηκαν ποτέ σε στέρεο έδαφος. Μιας γυναίκας που σύμφωνα με τη συγγραφέα, δυσκολεύεται να παραδεχτεί ότι «τις δυστυχίες μας τις δημιουργούμε εμείς και μόνο και ότι επάνω σ’ αυτές μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τα ίδια μας τα δαχτυλικά αποτυπώματα».

Η Ελένη Γκίκα αποδίδει τις σύνθετες ψυχολογικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις της Γυναίκας της Βορινής Κουζίνας, η οποία διχάζεται καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τους πολλαπλούς της ρόλους, με τις αντιφάσεις, τις τραυματικές απώλειες, τις συχνά επιβαλλόμενες δεσμεύσεις και τελικά με τις αλήθειες της ζωής της, τις οποίες δεν κατάφερε να αντικρίσει έως τώρα.

Στο δυτικό καθρέφτη προβάλλονται ενσαρκωμένες σε άλλες γυναίκες όλες οι διαφορετικές πτυχές του εαυτού της. Η Ράνια ή Αριάδνη, η Αρσινόη, η Γερτρούδη, η Ουλρίκα. Ποτέ τους δε συνομιλούν μεταξύ τους. Αρκούνται στις σιωπηλές συναντήσεις μέσα στους χώρους του σπιτιού. Είναι άραγε όλες τους επινοήσεις της φαντασίας της ή μήπως όψεις του πραγματικού της εαυτού, όπως αυτός μετεξελίχθηκε στο χρόνο; «Τα σπέρματα των μελλοντικών γεγονότων τα κουβαλάμε μέσα μας», διαβάζουμε στο βιβλίο. Και λίγο πιο κάτω: «είμαστε ό,τι ζήσαμε και ό,τι μάθαμε. Μ’ αυτά πορευόμαστε και βλέπουμε τα αντίστοιχα γύρω μας – αντικατοπτρισμός σε αινιγματικό καθρέπτη». Όπως και να έχει, το βέβαιο είναι ότι καθεμιά τους αποτελεί μια λογοτεχνική persona αυθύπαρκτη, μιας και η συγγραφέας έχει φροντίσει με ευαισθησία να φωτίσει ολόπλευρα το ήθος και την ψυχοσύνθεσή της.

Η ηρωίδα αρέσκεται να αναπαράγει με τη μνήμη της, στιγμές του παρελθόντος που τη στιγμάτισαν. Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας αναζητά απεγνωσμένα διόδους απόδρασης μέσα από τη λυτρωτική δύναμη της μνήμης. Θα έλεγε κανείς ότι με τον τρόπο αυτό επιχειρεί εναγωνίως να αναπληρώσει τα κενά του παρόντος της. Ο αφηγηματικός χρόνος συχνά ταυτοποιείται με αυτόν της συναισθηματικής μνήμης, καθώς η ηρωίδα ακροβατεί ανάμεσα στο παρόν και σε στιγμές του παρελθόντος της, χαρακτηρισμένες τόσο από δηλώσεις, όσο και από άκρως ενδιαφέρουσες αποσιωπήσεις. Άλλωστε, στο βιβλίο οι διάλογοι τοποθετούνται χρονικά στο παρελθόν. Στο παρόν κυριαρχούν οι σκέψεις και τα παράδοξα επινοήματα του νου.

Διαβάζουμε σχετικά: «Βουτηγμένη στο θαύμα είναι όλη μας η ζωή, αλλά το μεγάλο αγκάθι είναι ο λογισμός. Μεγάλη αρρώστια στην εποχή μας ο λογισμός! Ακόμα και χρυσάφι να βάλεις μέσα του, αν είναι χαλασμένος,… σφαίρες θα βγάλει».

Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας όμως δεν είναι μια ηρωίδα απομονωμένη στον προσωπικό της χώρο, αναζητώντας τις απαντήσεις στα «γιατί» της ζωής της. Ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό. Η ηρωίδα αφουγκράζεται τους κραδασμούς της κοινωνίας και εξεγείρεται ενάντια στις τρομοκρατικές ενέργειες της εξουσίας που ευθύνονται για τον άδικο χαμό του νεαρού αγοριού στα Εξάρχεια.

Η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος είναι μια γυναίκα πολυδιάστατη. Είναι η κόρη που έχασε πρόωρα τη μητέρα της, είναι η μητέρα που αφιερώνεται στην αναζήτηση του αγαπημένου της γιου, είναι η προδομένη σύζυγος, η γυναίκα που αναζητά τον έρωτα, η συνεπής επαγγελματίας μεταφράστρια, η γυναίκα που γράφει και την ίδια στιγμή φτιάχνει μαντλέν για να ξορκίσει τον πόνο. Στο τέλος του βιβλίου η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας σχεδόν συμβολοποιείται, αφού φαίνεται να αντιπροσωπεύει τη γυναίκα ως φύση βιολογική, συναισθηματική, πνευματική και κοινωνική.

Η γλωσσική εκφορά της συγγραφέως είναι λιτή και ταυτοχρόνως περίτεχνη, καθώς η Ελένη Γκίκα επιλέγει λέξεις με έντονη φόρτιση για να αποδώσει τις εκρήξεις και τις απελπισμένες κραυγές του εσωτερικού κόσμου, γεγονός που χαρίζει ιδιαίτερη αισθαντικότητα στο λόγο της. Η γραφή της θα λέγαμε ότι είναι βαθιά υπαινικτική και την ίδια ώρα εξόχως τολμηρή, μαρτυρώντας τη μακρά θητεία της συγγραφέως στο χώρο της ποίησης.

Η Ελένη Γκίκα στο τελευταίο μυθιστόρημά της ενσωματώνει αρμονικά φιλοσοφικούς στοχασμούς πολλών επιφανών ανθρώπων του πνεύματος. Συνομιλεί με ευχέρεια με συγγραφείς, με τους οποίους νιώθει ότι έχει συγγένεια. Εκτός από τον Ντάρελ, η σκέψη του οποίου κυριαρχεί στο κείμενο, ο Μπόρχες, ο Περβέρ, ο Κάφκα, ο Ντίκενς, η Σέξτον, ο Προύστ, ο Γιουνγκ, ο Φρόυντ, ο Ουγκώ, ο Πεσσόα είναι οι συγγραφείς με τους οποίους συνδιαλέγεται, με τρόπο που καταδεικνύει πόσο η ίδια έχει αφομοιώσει το πνεύμα τους. Επιπλέον, η συγγραφέας συνθέτει έξοχες ποιητικές εικόνες εμπνευσμένες από τον Σεφέρη και τον Τζόυς.

Η Ελένη Γκίκα είναι βέβαιο ότι απευθύνεται σε απαιτητικούς αναγνώστες που αναζητούν από ένα βιβλίο να εγείρει ερωτηματικά, παρά να παράσχει έτοιμες απαντήσεις. Οι αναγνώστες καθαίρονται από τη βασανιστική διαδρομή της ηρωίδας σ’ ένα χρόνο άχρονο (η ηρωίδα ταλαντεύεται ανάμεσα σε παρόν και παρελθόν) που αποκαλύπτει ωστόσο σύγχρονες κοινωνικές αλήθειες που πληγώνουν.

«Τα όνειρα, όπως και το φιλί, και η γραφή, αφήνουν τη δική τους, ολόδική τους υπογραφή. Κάποιοι από μας, στη συνέχεια, είναι πιο ικανοί στην αποκρυπτογράφηση».


Υγ. Ευχαριστώ τον Γιάννη Φαρσάρη για το υπέροχο κείμενό του, την Ειρήνη Κριτσοτάκη για την διοργάνωση και επειδή της χρωστώ την φιλία μου με την Κέλλυ, την Κέλλυ Ιωαννίδου Καλέντη για τον τρόπο που εξ αρχής με αγκάλιασε. Γέμισα Κρήτη, δεν ήθελα να γυρίσω, ευχαριστώ όλους, όλους, όλους.