8/7/09

Το μπλε που δεν ξέχασα

Το ζητούσα διακαώς. Ήξερα τί ζητούσα. Το είχα στα μάτια μου. Αλλά δεν το έβλεπα πουθενά στην παλέτα των χρωμάτων. Χρόνια ονειρευόμουν το ταβάνι επάνω από το κρεβάτι, μπλε. Σ' αυτό το μπλε το ανύπαρκτο. Μπλε, ονειρευόμουν, και τον απέναντι τοίχο.
Την Καππαδοκία, όχι, παρά την προγιαγιά Άννα δεν την ονειρευόμουν ποτέ. Για την αγάπη της ξαδέλφης μου της Χρυσούλας αποδέχθηκα εκείνο το ταξίδι.
Αλλά ποτέ δεν ξέρεις πώς θα σε βγάλει ένα ταξίδι.
Το πρώτο που αντίκρισα ήταν εκείνοι οι αλλόκοτοι βράχοι. Νεραιδοκαμινάδες, μου είπαν. Σε ένα τοπίο “ουκ εκ του κόσμου τούτου”. Βράχοι σαν τους δερβίσηδες σ' αυτή την ατέρμονη περιστροφή, υπόμνηση των κύκλων ζωής, της διαρκούς πρόβας θανάτου. Βράχοι που υπήρξαν σπίτια, στάβλοι, μοναστήρια, ναοί. Πόλεις μέσα στους βράχους και κάτω απ' τη γη. Μνήμες και μουσικές, γεύσεις και άγιες εικόνες που νίκησαν τον χρόνο.
Φτάσαμε αργά τ' απόγευμα στο Ουσχισάρ. Στο βάθος το Κόραμα και η Σκοτεινή Εκκλησιά. Τα στοιχειωμένα φουγάρα κι οι λαξευμένες εκκλησίες. Το αλλόκοτο εκείνο γλυπτό της φύσης που αλλάζει σχήμα με τον αέρα. Ποτέ η Καππαδοκία δεν είναι η ίδια, σαν τους ανθρώπους, αλλάζει αναλόγως με την πνοή. Χρόνο το χρόνο γίνεται άλλη, αλλά τόσο ίδια!
Παντού οι πρόγονοι, κι ας έφυγαν πια. Κάποιος από μας ψάλλει, οι Ιάπωνες μας φωτογραφίζουν και μας κοιτάζουν λοξά. Πρώτα στην εκκλησία του Μήλου. Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ή του φιδιού, μετά. Και στην Κρυφή εκκλησία. Στην εκκλησία των Στεφάνων.
Κι εκεί το βρήκα. Αυτό που μάλλον πρωτόδα στα υφαντά, που τόσο καλά ήξερε να βάφει ο παππούς μου ο Γιώργης “ο βαφέας”. Το μπλε που γύρευα και που δεν το συνάντησα αλλού πουθενά. Παρά μόνον τώρα στα υφαντά. Και στην εκκλησία “Tokali”, την εκκλησία των Στεφάνων.
Κι όλα έγιναν Μνήμη, Μήτρα, Κοιτίδα, Θάνατος, Θαύμα, Ζωή, Θεός, προγιαγιά Άννα. Το μπλε που δεν ξέχασα και που δεν είχα ποτέ ξαναδεί. Γιατί δεν είχα καν γεννηθεί όταν έβαζε αυτό το μπλε ο παππούς ο Γιώργης “ο βαφέας”.
Όλα έγιναν Νύσσα, Νεάπολη, Σινασσός, Αβάνισσος, Προκόπι, Μαλακοπή, Αρχελαίδα, Αραβησσός, Βάνησα, Καρβάλη. Αυτοί οι ηφαιστειογενείς βράχοι και “οι στοιχειωμένες γωνιές”, κατέχουν το άδηλο κι αθέατο μυστικό να λύνουν τον γρίφο και να υπερβαίνουν το χρόνο. Αφού για κλάσματα χρόνου, κοιτώντας εκείνο το μπλε, σα να το είδα κι εγώ. Αλλά δεν το θυμάμαι καθόλου.

Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής