8/4/08

Tο απαρέμφατο είναι «το κρεβατάκι του ρήματος».

Της Danone, αγαπημένης μου φίλης, την συναντάτε στο http://hallucigeniasp.blogspot.com/


« Όλες τις ιστορίες που γράφω τις έζησα, με έναν ακίνητο τρόπο, όταν ήμουν παιδί. Τις διάβασα στα ταβάνια. Τις είδα μέσα από τους τοίχους. Γι’ αυτό να μην βάζετε τα παιδιά σας να ξαπλώνουν υποχρεωτικά τα μεσημέρια: Τότε αποκτούν μαντικές ικανότητες, τότε ανακαλύπτουν τις διαφάνειες των τοίχων. Σ’ εκείνη τη βαθεία ακινησία, μαθαίνουν να ζουν μεταφορικά. Κινδυνεύουν να ξεχάσουν να περπατάνε, ενώ μπορεί να μάθουν να πετάνε».

«ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ» της Μαρίας Μήτσορα, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 228, τιμή: 17 ευρώ.

«Από μικρή πιπιλούσα τις λέξεις, προσπαθώντας να πιαστώ απ’ αυτές σαν να ήταν σωσίβια».
«Επειδή με λένε Λέξη, οι ίδιες οι λέξεις είναι συχνά πιο ισχυρές από τα θέματα».
«Θέλω οι λέξεις που στάζουν κι από τις άκρες των δακτύλων μου να πήξουν σε ιστορίες, από τις οποίες να αναδύομαι ρευστή».
Ως βιβλίο ανήκει στη σειρά «Η κουζίνα του συγγραφέα», την διευθύνει ο Μισέλ Φάις, και ως ιδέα υπήρξε ιδιοφυής. Κείμενα που κινούνται ανάμεσα στο δοκίμιο που αφορά το εργαστήρι γραφής, και την αυτοβιογραφία.
Ως αποτέλεσμα, Μήτσορα στην καλύτερή της ώρα, μαγική και μαγευτική, πρωτοποριακή, κλασική.
Στις 228 σελίδες του καινούργιου βιβλίου «Με λένε Λέξη» η Μαρία των δυο ταχυτήτων, ήτοι η Μαρία της Ζωής και η Μαρία της Γραφής και του Ονείρου, η Μαρία της Φαντασίας που ως αλχημίστρια άλλοτε «σταυρωμένη στο χαρτί» «με τα καρφιά των λέξεων» σαν τον Μαγιακόφσκι, κι άλλοτε ακροβατώντας πάνω τους στο χάος μοιάζει σα να εφηύρε, τελικά, το κατά Μπόρχες «γράμμα που λείπει». Αναγνωρίζοντας πρωτίστως ότι «η σχέση με τις λέξεις είναι η σχέση με τους ανθρώπους, με τα πράγματα, είναι η σχέση με τη ζωή». Και ότι «αν δεν τεντώσω τέλεια το σχοινί που είναι φτιαγμένο από λέξεις, για να χορέψω πάνω από την άβυσσο, τότε η άβυσσος θα με καταπιεί».
Γι’ αυτό και σ’ όλη τη διαδρομή, βαδίζει παράλληλα: η ζωή της και η ζωή με τις λέξεις. Αναγνωρίζοντας ήδη από την πρώτη στιγμή πως:
«Η διαδρομή μας είναι ανεπανάληπτη, ποτέ δεν θα γυρίσουμε πίσω, χείμαρροι του χρόνου μας κόβουν τον δρόμο, πάτοι πηγαδιών τινάζονται στον αέρα και στροβιλίζονται καταπάνω μας, έτοιμοι να μας καταπιούν. Οι παλιές γέφυρες έχουν τόσο φθαρεί απ’ τα βήματα άλλων ταξιδιωτών, που κρέμονται, απελπιστικά φαγωμένες και λεπτές, πάνω από την άβυσσο. Μόνο σε μια ουράνια αντανάκλαση θα ξαναδούμε αυτά που ξεχάσαμε για να ενηλικιωθούμε…»
Κι αυτή την «ουράνια αντανάκλαση» η Μαρία Μήτσορα την αξιώθηκε.
Σε όλο της το έργο. Αυτοβιογραφούμενη ταυτοχρόνως κι αγγίζοντας το θείο και το άπειρο. Αναζητώντας μονίμως την Λέξη που σώζει και σκοτώνει. Την Λέξη που μετατρέπει σε μαγεία το χάος, σε αναγκαιότητα το τυχαίο, σε βρίσκω ή αγγίζω το λαχταρώ, σε ψίθυρο τη σιωπή, σε πρόσωπα με σάρκα και αίμα τους επινοημένους ήρωες, σε φως τις αποχρώσεις του μαύρου.
Τα σπίτια της παιδικής της ηλικίας, ειδικά εκείνο της Νέας Σμύρνης που στοίχειωσε πρώτα στο «Άννα να ένα άλλο», πρώτο βιβλίο και κατ’ εξοχήν αυτοβιογραφικό, παρελαύνουν μέσ’ στο βιβλίο σαν καλειδοσκοπικές, μαγικές εικόνες. Από το παιδικό της δωμάτιο «σκοτώνει» και «σώζει» και «παρακολουθεί» πανταχού παρούσα σαν τον Θεό, τους ήρωες που ουδέποτε ξεχωρίζουν αν τους επινόησε τελικά ή αν κάπου ευτύχησε και να τους συναντήσει.
Κι έτσι κυλά μέχρι το τέλος: ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Με την ίδια ακριβώς ισχύ και την αυτή επιρροή το ένα επάνω στο άλλο: το σπίτι, οι κήποι, οι γονείς και οι διενέξεις τους, ο Αλέκος Χαρούβλης, ο ετεροθαλής αδελφός, τα πουλιά, ο κύριος Κασσίμης, η Ελένα Μακάροβα, οι εξισώσεις, τα κοράκια κι ο κρεμασμένος. Διότι, όπως η ίδια ισχυρίζεται «όλα τα μαθαίνουμε πολύ νωρίς. Όλες τις ιστορίες που γράφω τις έζησα, με έναν ακίνητο τρόπο, όταν ήμουν παιδί. Τις διάβασα στα ταβάνια. Τις είδα μέσα από τους τοίχους. Γι’ αυτό να μην βάζετε τα παιδιά σας να ξαπλώνουν υποχρεωτικά τα μεσημέρια: Τότε αποκτούν μαντικές ικανότητες, τότε ανακαλύπτουν τις διαφάνειες των τοίχων. Σ’ εκείνη τη βαθεία ακινησία, μαθαίνουν να ζουν μεταφορικά. Κινδυνεύουν να ξεχάσουν να περπατάνε, ενώ μπορεί να μάθουν να πετάνε».
Και σ’ αυτό το βιβλίο λοιπόν, η Μαρία, μιλώντας για τη ζωή της, μας αφηγείται και το πώς έμαθε να πετά, πώς ανακάλυψε τον «Λόγο» που «όταν εμπεριέχει Θεική Ανάσα, είναι μια ιερή φλόγα που φωτίζει την κάθε λέξη, κάνοντάς την ζωοφόρα και απόλυτη. Και όλες μαζί οι λέξεις, έτσι αναμμένες, ρίχνουνε φως στον χρόνο που μας έχει διατεθεί».
Κι αυτό ακριβώς κάνει σ’ αυτό το βιβλίο: ρίχνει με Λέξεις φως στον Χρόνο. Κι όλα χωρούν ανάμεσα: «Η σκόρπια δύναμη» και «Ο ήλιος δύω», «Η περίληψη του κόσμου» και «Άννα, να ένα άλλο», «Καλός καιρός / Μετακίνηση» και το καινούργιο βιβλίο. Εκείνο που ήδη έχει γραφτεί στο ταβάνι κι η Μαρία αγγίζει την ουρίτσα του σιγά- σιγά και το ψάχνει.
Και σ’ όλα αυτά η ίδια η ζωή: «Η ζωή που ψιθυρίζει, η ζωή που ουρλιάζει». Η ζωή που «στον έρωτα τραγουδάει για λίγο, και μετά λαχανιάζει, μουρμουρίζει και σβήνει». Η ζωή που «ερωτεύεται πάλι και πάλι τις πιο αρχαίες πληγές της, για να τις σβήσει σβήνοντας», γράφοντας διαρκώς με λέξεις που, αν δεν τεντώσεις τέλεια το σκοινί τους, η άβυσσος τότε σε καταπίνει!
Έτσι πορεύθηκε εξάλλου μια ζωή, ξεκλειδώνοντας λέξεις. Κηδεύοντας πολλές φορές το απαρέμφατο που είναι «το κρεβατάκι του ρήματος». Και η απώλειά του μας έχει κάνει ανυπόμονους και πρόχειρους και νευρικούς. Διότι «Εν αρχή ην ο Λόγος» και επειδή μπορεί «ο καθένας μας να διαθέτει το κρυφό του όνομα στο άπειρο λεξικό του Θεού». Εκείνο το λεξικό που η Μαρία κατορθώνει να αποκωδικοποιεί, μιλώντας για τη ζωή της και για την σκόρπια της δύναμη στο σύμπαν!
Μια αυτοβιογραφία σα μαγικό μαύρο παραμύθι, που γοητεύει με την αλχημεία των λέξεων και υπαινίσσεται πολύ περισσότερα απ’ όσα ομολογεί ή δηλώνει. Ποιητική, ατμοσφαιρική, υπερβατική, με λέξεις τελετουργικές, μαγικές, θεικές, καθόλου τυχαίες. Την τοξίνη των λέξεων η Μαρία τη γνωρίζει, άλλωστε, από παιδί. Τις ιστορίες της, τις έχει όλες διαβάσει τα μεσημέρια στο ταβάνι!


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Μαρία Μήτσορα γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μια εργασία πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων.
Έχει ταξιδέψει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αιτή, από το Πεκίνο μέχρι τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά. Εχει γράψει επίσης τα μυθιστορήματα:
«Σκόρπια δύναμη» (Οδυσσέας)
«Περίληψη του κόσμου» (Κέδρος)
«Ο Ηλιος δύω» (Οδυσσέας) και
«Καλός καιρός/ Μετακίνηση» (Εκδ. «Πατάκη»)
και τα διηγήματα:
«Άννα, να ένα άλλο) (Άκμων και Πατάκη)
Διηγήματά της και ταξιδιωτικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.

ΥΓ1. Ευγνωμονώντας τους Θηβαίους (Μαργαριτούλα, Γιάννη) που έκαναν μια τόσο έξοχη κόρη! Σμουτς και να με μάθετε επιτέλους γαλλικά ναι? Αυτό το μπονζούρ και μπονσουά σαν την Μαντάμ Σουσού, με συγχύζει! (σαν… σεσουάρ ή σπασουάρ το λέω!) (Αμάν, πια!)

ΥΓ2: Στο βιβλίο έχει αναφερθεί πρόσφατα με εξαιρετικό τρόπο η καλή μου φίλη Σταυρούλα Σκαλίδη, Σκαλιδάκι εύγε, ναι?

ΥΓ3: Το κείμενο δημοσιεύτηκε με το άλλο μου όνομα (αυτό της… μαμάς μου και του μπαμπά μου) ως Ελένη Γκίκα, δηλαδή, στο Έθνος της Κυριακής!
Αλλά για σας, για μας, για μένα, άλεφ για πάντα, ναι?