7/2/08

Παντού μπορεί να ευτυχήσει κανείς

Το γράμμα που λείπει

Πρώτα ζωντάνεψε το Golem. Αργά- αργά ο ήρωας στο εξώφυλλο αυτού του τσέχικου παραμυθιού, άρχισε να κινείται: στο ράφι, στην καρέκλα, στο τραπέζι...
Λίγη ώρα μετά, απ' τις σελίδες του βιβλίου ξεχείλισαν δρόμοι και κτήρια. Το πάθαινε αυτό με τον Μπόρχες παντού όπου άφηνε τα σημάδια του, σκέφτηκε, δεν έδωσε σημασία.
Το δεύτερο βράδυ ο κλόουν στην δίφυλλη πόρτα, της χαμογέλασε.
«Γιατί είσαι τόσο θλιμμένος?»
«Το έχουν αυτό όσοι φροντίζουν τους άλλους ή τους κάνουν να γελούν», της είπε, τον άκουσε χωρίς καν να κινήσει τα χείλη. Μονάχα τα χέρια του άρχισαν να χτυπούν το ταμπούρλο γλυκά.
«Ο τυμπανιστής των Χριστουγέννων» ίσα που χάραξε στη σκέψη της κι ύστερα «το θαύμα έχει δικαίωμα να επιβάλει τους όρους του».
Το ζούσε, εξάλλου, πια κάθε βράδυ μόλις έσβηναν τα φώτα, η βεράντα της πλημμύριζε φεγγάρι και κυριαρχούσε η βασιλεύουσα σιωπή.
Το αλογάκι στο φωτιστικό και πάλι τέντωνε τα πόδια του. Η προβοσκίδα του ελέφαντα ανεβοκατέβαινε αργά και καθησυχαστικά. Η μπαλαρίνα στο μουσικό κουτί ίσα που ακροπατούσε στ' ακροδάχτυλα, «θα ζαλιστείς, είναι γρήγορο για σένα το bolero».
Η γιαγιά της στην παλιά φωτογραφία τής έκλεινε για πέμπτη νύχτα το μάτι. Οι μάσκες άλλαζαν έκφραση και τις φοβόταν γι' αυτό. Εκείνον τον φοβόταν που ήταν ανέκφραστος σα μάσκα. Κι εκείνες για το ακριβώς αντίθετο, που είναι τόσο εκφραστικές.
Η κούκλα της κλαίει. Το καπέλο στο τζάκι, πετά. Το αγγελάκι στο αριστερό ράφι εκτοξεύει τριαντάφυλλο. Το ρολόι γυρίζει ανάποδα τους δείκτες. Η αφίσα λειτουργεί σαν κινούμενο σκίτσο. Το ποδήλατο στο τζάκι παίρνει ζωή.
Η πένα κάνει μακροβούτι στο μοβ μελανοδοχείο και ζωγραφίζει ένα πρόσωπο γελαστό στο άσπρο χαρτί. Το κουτί ξεκλειδώνει και ανοιγοκλείνει. Το μπισκότο γελά. Η σοκολάτα λειώνει, ένα ρυάκι γίνεται, πνίγεται. Η σκουπίτσα της μάγισσας διασχίζει το διάδρομο. Ο άνθρωπος με το καπέλο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία σηκώνεται απ' το παγκάκι και βαδίζει στη θάλασσα, πάντα τους εμπιστευόταν όσους περπατούν στο νερό. Το ροζ γυαλί της λάμπας τα έβαψε όλα. Ο Κάφκα στο χαρτί αλληλογραφίας όλο έρχεται προς το μέρος της. Τα τριαντάφυλλα στο ημερολόγιο ανοιγοκλείνουν κάθε πρωί.
Κι αυτή που κατοικεί σ' ένα σπίτι που ταξιδεύει, δεν της αρκεί. Γράφει για ένα νησί που αλλάζει θέση σαν το φεγγάρι βράδυ- πρωί. Οι κάτοικοι που κοιμούνται ατενίζοντας τα χιόνια του βορρά, ξυπνούν με θέα την μεσογειακή θάλασσα. Όλ' αυτά βέβαια, τώρα που έχουν γίνει πια εφικτά.

Αναζητούσε για χρόνια το γράμμα που λείπει.

Την ύπαρξή του είχε διαπιστώσει από μικρή. Στην κούνια ήταν. Κι ήταν το πρώτο. Τότε που όλα τριγύρω ήταν ζωντανά: η κουδουνίστρα, το τρενάκι, η μοβ κούκλα. Το σπίτι στο παζλ. Το ποτάμι στο πόστερ που την τρομάζει. Η γάτα η Ρόζα στο ροζ χαλί. Ο Μπίλλυ το αρκουδάκι στο φωτιστικό, δίπλα στο κομοδίνο.
Τραπέζι, καρεκλάκι, όλα φίλοι της.
Ακόμα και ο Πινόκιο που το ‘σκαγε απ' το παραμύθι «έτσι ζωντάνεψα», της εκμυστηρεύτηκε, «μ' αυτό το μαγικό»:
α ι χ υ τ υ ε

Μετά, σταμάτησαν όλα!
Κουδουνίστρα, τρενάκι, μοβ κούκλα, παζλ, Πινόκιο, Μπίλυ και Ρόζα στο χαλί. Όταν άρχισε να μιλά. Αλλ’ ευτυχώς, άργησε κάπως! Τον πρώτο καιρό σε κάθε λέξη πρόσθετε κι αυτό, το μαγικό γράμμα. Όταν πια ξεκαθάρισε η ομιλία της αρκετά, χάθηκε και το γράμμα. Ούτε στο ξόρκι δεν το θυμόταν, πρόσθετε στην αρχή κάτι σαν «νι» ή σαν «σίγμα» τελικό. Αλλά τίποτα!
Για να το ξαναβρεί, έγινε πρώτη μαθήτρια στο σχολείο.
«Σπασίκλα» την έλεγαν, κι ούτε την ένοιαζε. Στο νου της πάντα αυτή η μικρή μαγική συλλαβή: να ζωντανέψει ο Πινόκιο, η Ρόζα, η καρέκλα, και το τραπέζι, ο Μπίλι, το ποτάμι, δεν το φοβάται πια!
Χρόνια μοχθούσε: σπουδές, διατριβές, δουλειές, προκοπές, δέκα ποιητικές συλλογές και έντεκα παραμύθια. Αλλά τίποτα! Επέμενε, όμως! Με…
Μι όπου μέλισσα, μέλι αλλά και μάγισσα, μαχαίρι, μαμά.
Έψιλον, έρωτας κι ερημιά, έως και ερήμωσα, ταυτοχρόνως.
Σίγμα, όπου σώμα, σταυρός, σάρκα και σταύρωσον- σταύρωσον αυτή.
Θήτα, θάνατος αλλά και Θεός, θόλωσα, θύελλα αλλά και θαύμα.
Κι ύστερα, πάλι…
άλφα και άβυσσος και άλμα, ξανά απ' την αρχή!

Τίποτα! Το γράμμα που λείπει, την σκοτώνει!

Αν το ‘χε δεν θα ’ταν σαν το φίδι που δαγκώνει την ουρά!
Κι αυτό το αίνιγμα του άλλου, την πληγώνει.
Το σύμπτωμα ήταν σαφές: Σκιές που επιστρέφουν μ' ανείπωτα λόγια. Φωνήεντα που διαθέτουν αφή, σύμφωνα, κάψουλες μνήμης. Ιστορίες ασήμαντες, δίχως συμπέρασμα τελικά. Μαχαιράκια που κόβουν κι αιμορραγείς με διάφανο αίμα. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται. Για όλους τριγύρω «όλα καλά!»
Μονάχα η ανάσα λειψή. Το μόνο σύμπτωμα! Και πώς να συνειδητοποιήσεις πως φταίει η γραφή, το διάφανο αίμα.

Αλλά το σύμπτωμα το έχεις: το γράμμα που λείπει, σε πεθαίνει.

Για να λύσει το γρίφο το έψαχνε, και όχι για την αιώνια ζωή. Η αιωνιότητα είναι του Θεού και του Χρόνου εξάλλου.

Έτσι, φέτος αποφάσισε να το γυρέψει μεσ' στην απόλυτη σιωπή.
Είπε στον ένα ότι ρεβεγιόν θα κάνει με τον άλλον. Στη μάνα της πως θα ήταν σε συνέδριο. Στους συναδέλφους ότι θα κάνει στην επαρχία γιορτές. Στην εκδότριά της, γι' άγνωστους λόγους, είπε την αλήθεια «θέλω ν' ακούσω τον ήχο της σιωπής» αλλά ποιος την πιστεύει πια? Στο μπλογκ της άφησε αντί για «Χρόνια Πολλά» μια φρασούλα του Πασκάλ:
«Όλες οι δυστυχίες του ανθρώπου απορρέουν απ' την ανικανότητά του να καθίσει σ' ένα δωμάτιο σιωπηλός και μόνος».

Έχουν περάσει επτά μέρες φλύαρης και μαγικής σιωπής. Κι εκείνη ακόμα στέκει εκεί σα μαγεμένη: να βλέπει τον ήρωα του τσέχικου παραμυθιού, Golem να γίνεται με emet την ξεχασμένη σελίδα. Τον κλόουν στην δίφυλλη πόρτα να της κρατά χαμογελαστός συντροφιά. Τον άντρα στον πίνακα να βαδίζει πια σαν σε γυαλί στα νερά. Τον Κάφκα να έρχεται όλο να έρχεται μέσα από το μπλογκ αλληλογραφίας. Τη γιαγιά της να της κλείνει το μάτι. Το καπέλο σαν πεταλούδα διαρκώς να πετά. Την πένα να συνεχίζει τα μακροβούτια στο μοβ μελανοδοχείο.
Κι εκείνη να ζωγραφίζει ξανά και ξανά το γράμμα που λείπει. Επιτέλους πια καθαρό, το πρόσωπο αυτής της παλιάς...
ε υ τ υ χ ί α.

ΥΓ. Θα το ξεχάσει και πάλι.
Θα το θυμάται, όμως, πως το ‘χει βρει με όλο της το κορμί: το ειλικρινέστερο όλων!
Και μια νοσταλγία θες από το μέλλον θα την οδηγήσει πάλι και πάλι-
ν' αναζητήσει με πάθος
κάτι που ούτε καλογνωρίζει
ούτε καλοθυμάται
αλλά σαν την τρελή
όμως επειδή ξέρει
ότι υπάρχει
μια ζωή και θ' αποζητά.

Χριστούγεννα 2007


ΥΓ1: Το κείμενο «παίχτηκε» στο Θέατρο «Φούρνος» στο Τριήμερο Φεστιβάλ Ευτυχίας (εξάλλου γι’ αυτό γράφτηκε). Όταν μου το πρωτόπαν (ένα μήνα πριν) γέλασα, «ευτυχία»?
Κατόπιν σκέφτηκα τον γέροντα Πορφύριο «Παντού μπορεί ν’ αγιάσει κανείς», άρα… Η ευτυχία είναι, μπορεί και να είναι, κατάσταση του νου μου (ή της καρδιάς μου) (εξαρτάται ποιο… σημείο σας κρίνετε εσείς ως το πιο… δυνατό). Και εν μέσω μαύρης… δυστυχίας (κάτι ανάμεσα στον Βασιλάκη Καiλα και το κοριτσάκι με τα σπίρτα το άλεφ αυτά τα Χριστούγεννα) κάθισα και σχεδίασα «το γελαστό πρόσωπο της δικής μου ευτυχίας».
Και σ’ αυτό (το ευτυχισμένο παιχνίδι – πρόσωπο) σκέφτηκα και να σας καλέσω. Ειδικά τους πρώτους- πρώτους φίλους που έκανα όταν τόλμησα να σκορπιστώ κομματάκια στο δίκτυο.
Καλώ λοιπόν να… ευτυχήσουν με όποιον τρόπο (με ένα ποίημα, τραγούδι, κείμενο, ζωγραφιά, συνταγή, ραβασάκι ή προσευχή, δικό τους ή ξένο) και οι:

Moha- Knight
Librofilo
Εαρινή Συμφωνία
Κυρ- Μανουήλ
Nuwanda
Ντανιέλα
Σταυρούλα Σκαλίδη
Δημήτρης Μαμαλούκας
Ρίτσα Μασούρα
5 pink flowers
Composition Doll
Renata
Κ.Κ.Μοίρης
Εύα Στάμου
Καφείνη
Δημήτρης Αθηνάκης
Reader
Ναυτίλος
abttha

Και μετά το ίδιο να πράξουν κι αυτοί!

ΥΓ2: Ε ναι, τι με κοιτάτε! Εν μέσω χάους, ΕΥΤΥΧΙΑ! Διότι υπάρχουν ελεύθεροι στη φυλακή και σκλάβοι στην Ομόνοια!

ΥΓ3: Όσο για την… δική μου ευτυχία, υπήρξε «φυσική συνέπεια» του προηγούμενου ποστ (που ήταν ας πούμε ό,τι μου απόμεινε! Φίλοι και λέξεις!)