4/6/07

Το τελευταίο τσιγάρο




«ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ» του Γενς Κρέστιαν Γκρένταλ, Μετάφραση: Λύο Καλορβυνάς, Εκδ. «Πόλις».

Αρέσκεται στα «μετά θάνατον» ο δανός συγγραφέας.
Στον «Ηχο της καρδιάς» τα παιδικά χρόνια δυο παιδικών φίλων και ένα γράμμα που φτάνει στον προορισμό του μετά τον θάνατο του αποστολέα του και εκ των υστέρων.
Και στην «Βιρτζίνια» λογαριασμοί που κλείνουν, χρόνια μετά, όταν πια «πού πια καιρός», φυσικά, εκ των υστέρων.
Σε μια νουβέλα μόλις 96 σελίδων ο Γενς Κρέστιαν Γκρένταλ χωρά μια ζωή. Ή μάλλον δύο ζωές, ενός άνδρα (που είναι και ο αφηγητής του βιβλίου) και μιας γυναίκας (που πριν το τέλος είναι ήδη νεκρή).
Όλα αρχίζουν το καλοκαίρι του 1943 σε ένα μεγάλο εξοχικό στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας, εν μέσω βομβαρδισμών που απειλούν την Κοπεγχάγη. Ένα 14χρονο αγόρι και ένα 16χρονο κορίτσι γνωρίζουν τον έρωτα, την βία του πολέμου, τους άλυτους γρίφους και την αγριότητα της ζωής. Περνώντας ατέλειωτες ώρες μαζί και κάνοντας κολύμπι και ποδήλατο, αλλά βυθισμένοι στις σκέψεις τους, χώρια.
Το αγόρι, φιλοξενείται στο σπίτι των θείων του. Το κορίτσι, είναι η κόρη της μοδίστρας που το κάλεσε η θεία για να του κάνει συντροφιά.
Και έτσι θα περάσουν σχεδόν όλο το καλοκαίρι, μέσα σε μια σχεδόν «αμήχανη σιωπή», «η νεαρή γυναίκα και το ώριμο αγόρι». Διότι «δύο χρόνια διαφορά ηλικίας έχουν μεγάλη σημασία για το ποιες λέξεις χρησιμοποιεί κανείς. Γυναίκα. Αγόρι».
Κι εκείνο το αγόρι, έτσι βουβά και σιωπηλά θα την ερωτευθεί.
Η νεαρή γυναίκα, όμως, θα ερωτευθεί τον πιλότο που θα τον βρει κρυμμένο σε μια καλύβα στους αμμόλοφους όταν καταρρίπτεται κοντά στο σπίτι ένα βρετανικό αεροπλάνο. Θα τον φροντίσει κι εκείνος θα της δώσει ένα κλεφτό φιλί σαν υπόσχεση. Και μια ταμπακιέρα.
Το αγόρι θα ζηλεύει και θα παρακολουθεί. Από μια απροσεξία του, οι γερμανοί στρατιώτες που ερευνούν την περιοχή τον ακολουθούν. Ο πιλότος εξαφανίζεται κι αφήνει το κορίτσι συντετριμμένο.
Ετσι θα ζήσουν για μια ζωή. Εκείνη με το να θυμάται, αμήχανη πάντα και συντετριμμένη. Κι αυτός με το να αναρωτιέται πού έφταιξε και τι απόγινε ο πιλότος, και τι να σκέφτεται τόσο χρόνια αυτή.
«Πάνω από πενήντα χρόνια πίστευα ότι είχε γυρίσει σπίτι πριν της ώρας της από τις διακοπές στο εξοχικό του θείου και της θείας μου, επειδή είχα προδώσει τον πιλότο της. Θα μπορούσα να της το έχω πει, αλλά το άφησα. Σε τι θα ωφελούσε, άλλωστε; Το ότι ήμουν αθώος στα μάτια της απλώς μεγάλωνε το δικό μου αίσθημα ενοχής. Το ότι η ενοχή μου ήταν κατά μια έννοια μάταιη απλώς τη διπλασίαζε, τώρα που απέφυγα να της πω το δικό μου κομμάτι της ιστορίας μας. Να της πω ότι ήταν δική μας και όχι μονάχα δική της».
Θα τη συναντήσει πολλά χρόνια μετά, την πρώτη φορά τυχαία. Αφού έχουν παντρευτεί και χωρίσει, αφού ήδη έχουν γεράσει αρκετά. Θα δυσκολευτεί αρκετά να την γνωρίσει. Αναζητώντας στην ηλικιωμένη κυρία που εμφανίζεται στο καφέ, εκείνο εκεί το κορίτσι με τα γαλάζια μάτια και τα ξανθά ατίθασα μαλλιά που του είχε αλλάξει τη ζωή το καλοκαίρι του 1943. Στις ρυτίδες της θα αναζητήσει την χαμένη τους εφηβεία. Κι όταν αργότερα θα πάρει με το ταχυδρομείο ένα πακέτο με ένα γράμμα κι εκείνη την παλιά ταμπακέρα, θα χρειαστεί να ανασκευάσει και τη δική του χαμένη ζωή.
Εφόσον εκείνη πριν πεθάνει αποφασίζει να του εμπιστευθεί την ταμπακέρα.
Η τρίτη πράξη του έργου της ζωής τους θα παιχτεί στο κοιμητήριο:
«Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ήταν μια άκαιρη απόπειρα να αποδείξω ένα δεσμό που ποτέ δεν υπήρξε στην πραγματικότητα», «παρ’ όλα αυτά, ξαναπήγα», ο αφηγητής θα παραδεχτεί. Πάντα της πήγαινε λουλούδια και κάθε φορά έβρισκε ένα μπουκέτο φρέσκο ή μαραμένα τριαντάφυλλα στον τάφο της.
«Ημουν πεπεισμένος πως ήμασταν μονάχα δυο. Με μια ξαφνική παρόρμηση διάλεξα κι εγώ κόκκινα τριαντάφυλλα, όταν ξαναπήγα δεύτερη φορά, κι από τότε συνέχισα να πηγαίνω τριαντάφυλλα. Σιγά σιγά εξελίχθηκε σ’ έναν κανονικό διάλογο τριαντάφυλλων, όπου ο καθείς με τη σειρά του άφηνε ένα καινούργιο μπουκέτο και πετούσε αυτό που στο μεταξύ είχε μαραθεί, εγώ και ο άγνωστος άλλος».
Μια νουβέλα που το μόνο τελικά που αποδεικνύει είναι το πόσο παράξενη, τελικά, είναι η ζωή. Πόσο κάποιοι άνθρωποι και κάποια γεγονότα για μια ζωή παραμένουν «επειδή έτσι το θέλουμε» σύμβολα, και πόσο το μόνο, εν τέλει, κανείς που προδίδει, είναι η δική του ζωή:
«Ισως όμως ο πιλότος ήταν ένα σύμβολο στις αβέβαιες αναμνήσεις της για κάτι πολύ βαθύ μέσα της. Κάτι που είχε παραμείνει άγνωστο και σκοτεινό, κρυφό, κάτι που ένιωθε την ανάγκη να το συνδέσει με έναν τόπο, μια χρονική στιγμή, ένα πρόσωπο, όσο ασαφές κι αν της ήταν μές στο ημίφως που έμπαινε απ’ τις σανίδες της καλύβας πέρα στα πλημμυρισμένα λιβάδια στο μυχό ενός φιορδ της Βόρειας Θάλασσας ένα καλοκαίρι του πολέμου».
Μια ιστορία ποιητική και μελαγχολική για την χαμένη αθωότητα και την ματαιωμένη ζωή. Με γλώσσα υπαινικτική και υποδόρια, και με διαδρομή διπλή, εσωτερική και εξωτερική. Γεμάτη αλληγορικά σύμβολα και αναμνήσεις που στοιχειώνουν τη ζώσα ζωή. Όπως και το τελευταίο τσιγάρο του βρετανού πιλότου Virginia που, από ένα παιχνίδι της μοίρας, «έπεσε σαν βροχή» στο γόνατο του αφηγητή.
Μια ιστορία που αποδεικνύει πως ο διάλογος δεν τελειώνει ποτέ, ούτε με την απόσταση ή με τον θάνατο. Και ότι όλοι μας κάποια στιγμή «εισχωρούμε σε έναν κόσμο που δεν είναι δικός μας» αλλά αυτό, όμως, μπορεί και να μας αλλάζει για πάντα τη ζωή.
Ένα βιβλίο για την διαβρωτική δύναμη της ανάμνησης και της εφηβείας.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Γενς Κρέστιαν Γκρένταλ γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη το 1959.
Σπούδασε στην Εθνική Σχολή Κινηματογράφου της Δανίας.
Θεωρείται ως ένας από τους πιο σημαντικούς Δανούς συγγραφείς.
Εχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια.
Εργα του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν σε δεκαεννέα χώρες.
Από τις εκδόσεις «Πόλις» κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του
«Ο ήχος της καρδιάς», 1999
Άλλα βιβλία του:
«Indian Summer», 1994
«Tovshed i oktober », 1996
«Lucca», 1998 (Βραβείο Golden Laurels)
«Et andet Iys», 2002 (Βραβείο BG Banks)
«Piazza Bucarest», 2004




Εσύ βάζεις τίτλο "το τελευταίο τσιγάρο", αλλά εμένα μου μυρίζει ένα ανθισμένο μπουκέτο κόκκινα Μαγιάτικα τριαντάφυλλα, που δεν προλαβαίνει ποτέ να μαραθεί. Κι αφού μύρισα δεκάδες ανθισμένα μουσικά τριαντάφυλλα είπα να μυρίσουμε παρέα αυτό εδώ:



Some say love it is a river
that drowns the tender reed
Some say love it is a razer
that leaves your soul to blead

Some say love it is a hunger
an endless aching need
I say love it is a flower
and you it's only seed

It's the heart afraid of breaking
that never learns to dance
It's the dream afraid of waking
that never takes the chance
It's the one who won't be taken
who cannot seem to give
and the soul afraid of dying
that never learns to live

When the night has been too lonely
and the road has been too long
and you think that love is only
for the lucky and the strong
Just remember in the winter
far beneath the bitter snows
lies the seed
that with the sun's love
in the spring
becomes the rose


...και γιατί το όνειρο δεν τολμά ποτέ; Γιατί φοβάται ότι θα ξυπνήσει;
Moha