Ο Νίκος Καζαντζάκης συνεχίζοντας τον Οδυσσέα του Ομήρου
Γράφει η Ελένη Γκίκα
Για τα «Θεατρικά» τραγωδίες με αρχαία θέματα, «Οδυσσέας» και «Μέλισσα»
"Μυαλό, γερό μυαλό μου, Εφτάψυχο χταπόδι που αρμενίζεις μες στ’ αρμυρά νερά μ’ αιώνιες ρίζες". Ο Ν.Καζαντζάκης συνεχίζοντας την παράδοση του Ομήρου και των αρχαίων τραγικών επιστρέφει με τον Οδυσσέα στην Ιθάκη του και φωτίζει την ανθρώπινη συνθήκη με τις αρχετυπικές συγκρούσεις της: πάθος για εξουσία και δικαιοσύνη, πατροκτονία και αυτοθυσία, επιστροφή στην πατρίδα και στο μεγαλείο της ψυχής. Ο "Οδυσσέας" του στις "τραγωδίες με αρχαία θέματα", γέροντας πια κι αγνώριστος επιστρέφει στην Ιθάκη του.
«Να δώσουν οι Θεοί να δουν τα μάτια σου
ό,τι βαθιά ποθεί η καρδιά σου», ελπίζει.
Αλλά εκεί τον περιμένουν απρόσμενες εκπλήξεις.
Διότι μπορεί σε γενικές γραμμές να ακολουθεί τις τελευταίες ραψωδίες της ομηρικής Οδύσσειας, αλλά έχει επισημανθεί και η οφειλή του στο έργο του Χάουπτμαν "Το τόξο του Οδυσσέα". Κατά συνέπεια, ο Καζαντζακικός Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη ακριβώς την ημέρα που η Πηνελόπη αποφασίζει να παντρευτεί όποιον τεντώσει το τόξο του συζύγου της. Εύκολο, λοιπόν, η επιστροφή να τον γεμίσει απογοήτευση και θλίψη: η Ιθάκη είναι φτωχική και ταπεινή, η Πηνελόπη θέλει κάποιον άλλον, ο γιος του ο Τηλέμαχος ανυπομονεί να λυτρωθεί από την πατρική σκιά.
Παρ' όλα αυτά, ο Οδυσσέας αποφασίζει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Εμφανίζεται γέρος και αγνώριστος στο παλάτι, μαζί με τον Εύμαιο και τον Τηλέμαχο, που αγνοούν την πραγματική του ταυτότητα και οι μνηστήρες γλεντούν ανυπόμονοι για τον αγώνα, χωρίς να δίνουν σημασία στα ζοφερά προαισθήματα του Φήμιου, φέρονται περιφρονητικά στον ξένο, ο οποίος τους αφηγείται φανταστικές περιπέτειες και μιλά αινιγματικά. Όταν, ένας μετά τον άλλον, αποτυγχάνουν στη δοκιμασία του τόξου, ο ξένος πετά τα κουρέλια του και τεντώνει το τόξο, φανερώνοντας ότι είναι ο Οδυσσέας. Στο μεταξύ ήδη έχει αποδεχθεί: «Ποιάς Ιθάκης; Πατρίδα, μάθε, γέροντα,/ ο ναυαγός την πάσα γης λογιάζει», ναυαγός πια κι ο ίδιος στην ίδια του πατρίδα.
Ο «Οδυσσέας» γράφτηκε το 1927 και πρωτοδημοσιεύτηκε με το ψευδώνυμο Λ. Γερανός στο αλεξανδρινό περιοδικό "Νέα Ζωή", στο διάστημα Ιούνη- Νοέμβρη 1927. Κυκλοφόρησε το 1928 από τις εκδόσεις "Στοχαστής" με αφιέρωση στη Lenotschka Dybouk (Ελένη Σαμίου).
Η "Μέλισσα", με κοινό συλλογιστικό μοτίβο και άξονα την σχέση πατέρα- γιου και την πατροκτονία, γράφτηκε το 1937 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νέα Εστία" το 1939' πρωτοπαίχτηκε από το Εθνικό Θέατρο στο Ωδείο Ηρώδη Αττικού το καλοκαίρι 1962. Παρουσιάζει την έντονη πάλη ανάμεσα στον πατέρα και το γιο και γενικά την προσπάθεια αποδέσμευσης του ατόμου απ' την πρωτόγονη έννοια του δεσμού με το προγονικό παρελθόν που το καταπιέζει.
«Ψυχή, ω φοβερή πυρκαγιά του ανθρώπου!»
«Είμαι λεύτερος. Όποιο δρόμο θέλω, διαλέγω’ διαλέγω τον ανήφορο. Αυτός μου αρέσει».
Η υπόθεση, εν πολλοίς άγνωστη:
Ο Κύψελος, ο αλαφροϊσκιωτος γιος του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου, φέρνει τον αδελφό του Λυκόφρονα να δουν το φάντασμα της Μέλισσας, της νεκρής μητέρας τους. Ο Λυκόφρων δεν βλέπει τίποτε, αλλά ο Περίανδρος συναντά τη νεκρή, συνομιλεί μαζί της και καταλαμβάνεται από κρίση οργής. Ο Κύψελος φεύγει και ο Λυκόφρων ανακοινώνει στον πατέρα τους ότι αναχωρούν για την Επίδαυρο, για ν' αποχαιρετήσουν τον ετοιμοθάνατο παππού τους. Ο Περίανδρος προσπαθεί να τον εμποδίσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στην Επίδαυρο, ο Προκλής πατέρας της Μέλισσας, αποκαλύπτει στον Λυκόφρονα ότι ο Περίανδρος δολοφόνησε τη μητέρα του και του δίνει το χρυσό μαχαίρι του φόνου. Επιστρέφοντας στην Κόρινθο, ο Λυκόφρων συγκρούεται με τον πατέρα του και του δίνει τελετουργικά το μαχαίρι. Ο Περίανδρος καταλαβαίνει ποιος αποκάλυψε το μυστικό και διατάζει να κάψουν τον Προκλή ζωντανό μέσα στο παλάτι του.
Στη συνέχεια, καλεί τους άρχοντες και το λαό, αναγγέλλει τη διεξαγωγή αγώνων για την αποδοχή της διονυσιακής λατρείας και ονομάζει το Λυκόφρονα συμβασιλέα' ο νέος όμως πετά το στέμμα καταγής, βγάζει τα βασιλικά του ρούχα και προκαλεί τον πατέρα του να τον σκοτώσει. Ο τύραννος τον διώχνει απαγορεύοντας στους υπηκόους του ακόμη και να του μιλήσουν.
Ο Λυκόφρων περιφέρεται στην πόλη ρακένδυτος, διψώντας για εκδίκηση. Τον συναντά ο Κύψελος και του λέει ότι ονειρεύτηκε τη Μέλισσα, που του ανέθεσε να πει στον Περίανδρο ότι κρυώνει. Ο Λυκόφρων τον συμβουλεύει να το κάνει μεταμφιεσμένος σε φάντασμα της νεκρής. Πράγματι, έτσι γίνεται, ο Περίανδρος αντιλαμβάνεται τη μεταμφίεση και σκοτώνει το μικρό γιο του. Μετά από μια ακόμη σύγκρουση με τον Λυκόφρονα, σχεδόν παραφρονεί και αποφασίζει να θυσιάσει τις αρχόντισσες της πόλης στο μνήμα της γυναίκας του.
Ενώ οι αρχόντισσες θρηνούν, εμφανίζεται ο Λυκόφρων. Ο Περίανδρος τον πληροφορεί ότι έχει πάρει δηλητήριο και του ζητά συγχώρεση, αλλά ο νέος είναι ανυποχώρητος και του λέει σκληρά ότι η Μέλισσα τον μισούσε σε όλη της τη ζωή. Έξαλλος ο Περίανδρος τον σκοτώνει με το χρυσό μαχαίρι' ύστερα ξεψυχά στο παλάτι, που κατά την τελευταία του διαταγή, πυρπολείται από τους φρουρούς.
Ο αγώνας του ανθρώπου τιτάνιος, μέχρι την ύστατη στιγμή: «Καρδιά μου, ετούτη είναι η φοβερή τελευταία σου στιγμή’ μη ντροπιαστούμε». Όπως ο αγώνας του λαού, εν πλήρη επιγνώσει: «Εγώ να φοβηθώ; Μα εγώ ‘μαι λαός, θεριό παντοδύναμο! Ένα κεφάλι μου κόβεις, δέκα φυτρώνουν! Σαν τα γαϊδουράγκαθα, σαν τις τσουκνίδες, σαν το χαμομήλι…»
Η ελεύθερη επιλογή μέχρι την τελική πτώση: «Βάστα, καρδιά! Κι ως την τελευταία ετούτη στιγμή είμαι λεύτερος να διαλέξω…» Το δίλημμα, αυτό που συνιστά την τραγωδία στα ανθρώπινα: «Κακόμοιροι άνθρωποι… Έχουν παιδιά, έχουν γυναίκα, μια βάρκα, ένα χωράφι, δυο τρία σύνεργά… Πώς να μην είναι δειλοί… πώς να σηκώσουν κεφάλι; Κακόμοιροι άνθρωποι…» Και η αυτοθυσία μητρική ή του ήρωα: «Πέφτω για να σου κάμω τόπο. Πεθαίνω για να ζήσεις».
Δυο από τις σπουδαιότερες Καζαντζακικές τραγωδίες με επίκεντρο την ύψιστη αναμέτρηση: αυτή του Κρόνου που τρώει ή τον τρώνε τα παιδιά του. Και της εξουσίας που δεν σκοντάφτει πουθενά παρά στην ύβρη και στην οίηση. Τ’ ανθρώπινα δεν αλλάζουν δυστυχώς μέσα στον χρόνο.