30/1/14

οι εμιγκρέ και τα ελάχιστα εκείνα που αντέχουν στο χρόνο


«Οι εμιγκρέ» της Ελένης Λόππα. Εκδ. «Γαβριηλίδη», σελ. 159
 
«Τι περίεργους κύκλους κάνει η ζωή, σκεφτόταν, καθώς την κοίταζε να μιλά με τόσο πάθος. Πώς ξαφνικά εισβάλει το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα, κι εμείς μπλεγμένοι σ’ ένα περίπλοκο γαιτανάκι γυρίζουμε ασταμάτητα, περιστρεφόμαστε σαν τους δερβίσηδες, μη μπορώντας να βάλουμε τέλος στις αέναες περιστροφές, μέχρι το θάνατό μας! Κι ανάμεσά μας, άλλα πρόσωπα μπερδεύονται στους κύκλους μας, έρχονται και χάνονται, σαν τους κομήτες. Ο Μπορίς, η Νίνα, τώρα η Πάολα… Αχ, να μπορούσε κανείς να κρατήσει  για πάντα κάποιες μαγικές στιγμές…
Να μπορούσε να μιλήσει ξάστερα στον άλλον και να του πει, με παιδική αθωότητα, χωρίς να φοβάται, μήπως φανεί στα μάτια του υπερβολικός ή αδύναμος: «Ναι, σε θέλω. Μείνε μαζί μου» ή «Πάρε με μαζί σου». Και η στιγμή η μαγική να συμπίπτει ακριβώς χρονικά με την επιθυμία του άλλου. Όμως… χανόμαστε σε ασύμπτωτους χρόνους ή φοβόμαστε να πάρουμε το ρίσκο μιας απόφασης».
Στο καινούργιο της βιβλίο η Ελένη Λόππα, «Οι εμιγκρέ», «Ιστορίες ανθρώπων» όπως η ίδια το αποκαλεί, τρεις ιστορίες που αποτελούν πορτραίτα της Πάολας, του Μπορίς και της Ελένης, αλλά που κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελούν και ένα μεταμοντέρνο σπονδυλωτό μυθιστόρημα, διασώζει μέσα από τους ήρωές τους και τις εκούσιες ή ακούσιες μετακινήσεις τους έναν αιώνα ζωής.
Στην πρώτη ιστορία, «Η ιστορία της Πάολας, όπως την αποκαλεί, η ηρωίδα της ξεκινά από το Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, διαφεύγει με ταξιδιωτικό πούλμαν και ζητά πολιτικό άσυλο στην Κωνσταντινούπολη, μεταφέρεται για ελάχιστο χρόνο στη Ρώμη για να καταλήξει στην Νέα Υόρκη, στην πολυπόθητη Αμερική. Με αγωνία και αγώνα, με τύψεις, αφήνει πίσω της [μέχρι να τους καλέσει κοντά της] την μάνα της και την κόρη της, κατορθώνει να διεκδικήσει την δική της ζωή. Στην πορεία, βεβαίως κερδίζοντας την πολυπόθητη ελευθερία της, πληρώνει στο ακέραιο το τίμημα: δεν ακολουθεί τον αγαπημένο της, στερείται την γλώσσα της και την χώρα της, δουλεύει σκληρά και βιώνει στο έπακρον την μοναξιά.
Στην δεύτερη ιστορία, «Η Ιστορία του Μπορίς», το Βουκουρέστι θα είναι και πάλι η αφετηρία, μόλις αρχίζουν τα δύσκολα, αλλά ο Μπορίς θα καταφύγει στο Παρίσι ως φοιτητής. Εκεί, παρά την αυτοεξορία του,  σαφώς όλα θα είναι πιο εύκολα, θα βιώσει κι εκείνος, βεβαίως, πολλά: τον χωρισμό του από την Πάολα, τον πρώτο του έρωτα. Τις πολιτικές αναταράξεις, τον πόλεμο, γιατί όχι; με το Αλγέρι, μόλις που διασώζεται την τελευταία στιγμή, και μιαν ιδιότυπη μοναξιά.
Στην τρίτη ιστορία, «Η Ιστορία της Ελένης», οι συνθήκες θα είναι ακόμα πιο σύνθετες, η Ελένη θα φύγει από την Βουλγαρία πριν από την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ακολουθώντας στο Παρίσι τον Αλέξιο που αποσχηματίζεται για χατίρι της, με τα δυο παιδιά. Εκεί, θα ζήσει έναν πόλεμο, τον Χίτλερ στη γαλλική πρωτεύουσα, μετά μια έντιμη σχεδόν αποστειρωμένη ζωή. Θ’ ανοίξει τα φτερά της στο σχέδιο και στη μόδα, θα ξαναγυρίσει στην πατρίδα για να αποχαιρετήσει τη μάνα της, νεκρή.
Αρχή των πάντων, ο πατέρας της πανταχού παρούσας, διακριτικά αόρατης αφηγήτριας. Και μια σειρά από γράμματα της Πάολας στα ρουμανικά. Για να τον ξανασυναντήσει στον χρόνο, αφού δεν μπορεί να τον έχει εφόσον είναι απών, δηλαδή, νεκρός, στο παρόν, θα τον αναζητήσει στο παρελθόν του. Η γλώσσα θα αποτελέσει πατρίδα για κείνην, κι έτσι θα συναντήσει η αδελφή της και η μητέρα της στο Βουκουρέστι την Πάολα. Για τον θείο Μπορίς και άκουγε και τον γνώρισε κιόλας, είχε από εκείνον μια πορσελάνινη κούκλα, όσο για την Ελένη υπήρξε κι αυτή φίλη της αδελφής του Μπορίς, δηλαδή, σχεδόν συγγενείς.
Στην πολυεπίπεδη αφήγησή της όλα συμβιώνουν και απλώνονται αρμονικά σαν ζωή. Με όλη την ομορφιά ή τη βία, τη μαγεία και τις αντιξοότητες, τις ανατροπές και τις αντιφάσεις. Εξάλλου μιλάμε για όντως ζωή: Για την εξορία ή αυτοεξορία των ηρώων, τη μοναξιά και τις αντιξοότητες αλλά παράλληλα και για την ίδια την Ιστορία που καθορίζει προσωπικές ιστορίες, ζωές. Κι έτσι με αναγνωστική απόλαυση ζούμε στην πρώτη ιστορία, ένα υπέροχο Βουκουρέστι με τα μνημεία του και τους καλλιτέχνες μέσα στον ιστορικό ζόφο της εποχής. Την Βουλγαρία λίγο πριν από τον δικό της κομμουνισμό με τις εκκλησίες και με τις μικρές καθημερινές τελετουργίες. Το Παρίσι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Παρίσι με ανοιχτή πληγή το Αλγέρι, το Παρίσι τον Μάη του ’68, το  παρισινά καφέ και την ιστορία τους, τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες, τους μουσικούς, την τζαζ και τα ρεύματα που ξεκίνησαν απ’ εκεί και καθόρισαν μιαν εποχή, ακόμα και την δική μας εποχή.
Αλλά το σπουδαιότερο νήμα του βιβλίου είναι οι χρονικές συγκυρίες, ο τρόπος που σμίγουν για να χαθούν άνθρωποι και αγάπες μέσα στον χώρο και στον χρόνο, οι προσωπικές επιλογές που κάναμε και δεν κάναμε, τα ρίσκα που πήραμε ή δεν πήραμε, οι δυο ιστορίες, αυτές της Πάολας και της Ελένης που εντέλει διασταυρώνονται μέσα από την ιστορία του Μπορίς.
Η τολμηρή Πάολα που μπορεί να ξέφυγε από τον ζόφο της πατρίδας της αλλά δεν τόλμησε να τον ακολουθήσει στο Παρίσι και η «τυχερή- άτυχη» Ελένη [κι αυτό το τυχερή- άτυχη μέσα σε εισαγωγικά] που τον γνώρισε αργά.
Η συνάντησή τους που κάνει τις τρεις ιστορίες μια Ιστορία, τα όσα ειπώθηκαν ή δεν ειπώθηκαν, εν τέλει, ποτέ:  «Εκεί, καθισμένες η μία απέναντι στην άλλη, άρχισαν να αφηγούνται τις ζωές τους, λες και γνωρίζονταν χρόνια. Στην αρχή πιο συγκρατημένα, ύστερα πιο ελεύθερα. Αναφέρθηκαν στη φυγή τους και στους λόγους που τις ανάγκασαν να απομακρυνθούν από τις πατρίδες τους, στις πρώτες προσπάθειες και δυσκολίες εγκλιματισμού και προσαρμογής στη νέα πατρίδα, στον πόνο της ξενιτιάς, στη νοσταλγία που τις κυρίευε, όταν σκεφτόταν τα αγαπημένα πρόσωπα που άφησαν πίσω τους, και άλλα και άλλα…»
Η εσωτερική κι εξωτερική εξορία και στις τρεις ιστορίες είναι το νήμα, και μαζί με τους κεντρικούς ήρωες, την Πάολα, τον Μπορίς, την Ελένη, κι άλλοι πολλοί:
«Όπως η Σανέλ, έτσι και η Ελένη χρησιμοποίησε στο ατελιέ της Ρώσους εμιγκρέ. Υπήρχε άλλωστε κάποια κοινή μοίρα, σε άλλο βέβαια επίπεδο, με αυτούς. Έτσι αισθανόταν η Ελένη. Ήταν άνθρωποι που έφταναν από τη χώρα τους ή από τις άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ, πολιτικοί πρόσφυγες, φυγάδες ή αυτοεξόριστοι, άνθρωποι φοβισμένοι, ταπεινωμένοι χωρίς γλώσσα, στέγη και χρήματα, που αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή. Θεωρούσε, λοιπόν, η Ελένη ότι μπορούσε να συμβάλει, δίνοντάς τους εργασία, στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. Η Γαλλία εξάλλου εκείνη την εποχή ήταν η πιο φιλόξενη χώρα, χάρις σε μια δημοκρατική και φιλελεύθερη παράδοση, και ενσωμάτωνε στους κόλπους της όλους τους κατατρεγμένους».
Ένα εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο που εγκιβωτίζει τον χώρο, τον χρόνο, ζωή και ζωές. Με προβληματισμούς που πάντοτε θα υπάρχουν για να μας γδέρνουν κρυφά και να μας πονάνε:
«Από τη μια αρνούμαστε μια πρόκληση και από την άλλη υποφέρουμε που την αρνηθήκαμε κι αυτή η άρνηση μπορεί να μας καταβάλει μια ολόκληρη ζωή. Γιατί η ζωή φεύγει τόσο γρήγορα, σαν όνειρο, και δεν προλαβαίνουμε να συνειδητοποιήσουμε την αξία της, την αξία κάποιων συγκυριών, γεγονότων, συναντήσεων. Κι όταν γίνει αυτό, έχουμε φτάσει ήδη στο τέρμα. Τι φενακισμός!»
Και με την αποδοχή ότι εν τέλει, ό,τι μπορούμε κάνουμε, η ζωή δεν είναι πρόβα, όσα αντέχει στον καθένα μας η ψυχή.
Μια μικρή σημείωση για το τέλος. Η Ελένη Λόππα ήδη από το πρώτο της βιβλίο «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης» [Γαβριηλίδης, 2011] απέδειξε ότι έχει τον τρόπο να αναδεικνύει τα ουσιαστικά της ζωής και να την διασώσει μυθιστορηματικά μέσα από τη λογοτεχνία. Διασώζοντας έτσι αγαπημένους, εκείνα τα ελάχιστα που αντέχουν και πρέπει ν’ αντέξουν στον χρόνο, εποχή.