4/1/14

«360» του Αχιλλέα Κυριακίδη: «Τώρα θα μ’ ακούσεις. Τώρα που, χάνοντάς σε, σε κερδίζω για πάντα».


«360» του Αχιλλέα Κυριακίδη. Εκδ. «Πατάκη», σελ. 62

 

«Τώρα θα μ’ ακούσεις. Τώρα που, χάνοντάς σε, σε κερδίζω για πάντα».

Το βιβλίο κλείνει όπως ανοίγει, εντελώς ένας κύκλος, 360 μοίρες αλλά αντεστραμμένης ζωής, το ταξί που φρενάρει κάπως αργά κι ένας άγνωστος που απογειώνεται στο πεζοδρόμιο κάπως νωρίς.

Ένας αόρατος θίασος σε άλλη περίπτωση, ξαφνικά και με τρόπο κατακερματισμένο, πια ορατός, συναντιέται και χάνεται, συνεννοείται και παρανοεί, προβάλει τα δικά του στον άλλον, ελπίζει, φοβάται και μελαγχολεί, χρησιμοποιεί τον χρόνο που θα τον καταπιεί, αναγνωρίζει το τυχαίο ως μοιραίο:

Ένας συγγραφέας που γράφει χρησιμοποιώντας τις λέξεις σαν νότες, σαν κάτι βαθύ, η ασυνείδητος έρημος να του υπαγορεύει εκείνο που ως συνείδηση αγνοεί, αποτελώντας κι ο ίδιος θραύσμα ταυτοχρόνως ενός ονείρου. Εκείνος που ονειρεύεται, ίσως, αλλά και το ίδιο το όνειρο κάποια στιγμή. Με διπλή προβολή σε εκείνη που τον θέλει ντετέκτιβ κι εκείνος επιμένει να την θέλει, γιατί του την θυμίζει, μητέρα. «Τώρα που μπορώ να ρυθμίσω εγώ τον χρόνο», στην δική του ιστορία τουλάχιστον, ελπίζει. «Τώρα θα μ’ ακούσεις. Τώρα που, χάνοντάς σε, σε κερδίζω για πάντα». Κι όποιος γράφει αυτό τόσο καλά το γνωρίζει.

Μια γυναίκα που αναζητώντας τον ντετέκτιβ για να της πει για την ακυρωμένη αγάπη και πίστη του άντρα της, βρίσκεται να πίνει καφέ μαζί μ’ έναν άγνωστο σε ένα café με την σερβιτόρα να φωνάζει «ο άντρας μου, ο άντρας μου» και ένα ταξί ακριβώς απέξω να ακινητοποιείται και να στριγκλίζει: «Κατά τον… (δεν θ’ ακούσει καλά τ’ όνομά του) ο άνθρωπος είναι σύνθεση του απείρου και του πεπερασμένου, του πρόσκαιρου και του αιώνιου, της ελευθερίας και της ανάγκης και η απελπισία εμφανίζεται όταν εκδηλωθεί ανισορροπία σ’ αυτή τη σύνθεση», θ’ ακούσει την «Κυρία Τί; Όχι», όπως θα την χαρακτηρίσει λίγο πριν ο ταξιτζής, να μιλά για μελαγχολία με εκείνον που γνώρισε μόλις σήμερα το πρωί, αποτελώντας κομμάτι μιας ιστορίας που οι συμμετέχοντας διαθέτουν ήδη «τη ναυτία αυτής της ανισορροπίας».

Ο ταξιτζής όχι του ατυχήματος αλλά της γκαρσόνας, θα πάρει κούρσα την «Κυρία Τι; Όχι» όπως θα την πει, από την Πεύκη με προορισμό της στο Κέντρο, κάπου στη Σίνα. Η αλήθεια του αλλοπρόσαλλη, όπως του νεοέλληνα η τελευταία διαδρομή, ο πάππος του που κάνει κύκλους την ιστορία επαναλαμβάνοντας σαν μάντρα Ζαχαριάδη και Λένιν, η σημαία και τα κουρεμένα κεφάλια, οι αραπάδες, οι πακιστανοί  κι οι πούστηδες που του χαλούν την εικόνα, η αλήθεια του που λέγεται απότομα και η μελαγχολική της διάλεξη γιατί στις μέρες μας «η μελαγχολία είναι πολιτική», η γυναίκα του η Μάρτα η σερβιτόρα, το ατύχημα που όχι δεν ευθύνεται αυτός, εκείνο το «Τι; Όχι» γιατί η ζωή μπορεί και να είναι κολλητική.

Η Μάρτα που ανακουφίζεται, όχι δεν ήταν ο άντρας της αυτός! Η Μάρτα που ελπίζει η Ιστορία να επαναλαμβάνεται για αυτοκρατορίες και για μετακινήσεις πληθυσμών, η Μάρτα που ακούει ότι ο προσωπικός χρόνος της ανοικής μάνας της είναι ένας κύκλος που έχει κλείσει τέλεια. Η αίσθηση του χρόνου της πια αρκείται σε προσωπικές προβολές, όπως αυτός ο τέλειος κύκλος για τον συγγραφέα αυτής εδώ της ιστορίας.

Ενδεχομένως και να χωρά κι ο Ιάσονας, όσο χωρά μια αναλαμπή στη ζωή. Ετών είκοσι, ο γιος εκείνης που αναζητά την χαμένη συζυγική πίστη όσο αυτός την χαμένη πατρική στιγμή σε έναν ταξιτζή που καταδιώκει ενδεχομένως ό,τι τον θέλγει. Ο μόνος που ψυχανεμίζεται τη «δυναμική των συμπτώσεων» και τη «μεταφυσική των αλυσιδωτών αποφάσεων», «ευτυχία είναι η κρύπτη της απελπισίας», όπως θ’ αποδεχτεί, είναι εκείνος που γράφει λογοτεχνία σα να γράφει τελικά μουσική, εκείνος που σαν βελόνα πικάπ «συνεχίζει να σκάβει κύκλους σαν να θέλει να αναβάλει το τέλος». Εκείνο το τέλος που αγνοώντας το θραύσμα του χρόνου επακολουθεί, και θα μας φέρει ακριβώς στην αρχή.

Σε έναν τέλειο κύκλο όπου σμίγουν για ελάχιστα σαν γνώριμοι συνωμότες παλιοί, οι ως χθες ανώριμοι άγνωστοι.

Μια ιστορία που διαβάζεται σαν μουσική, έχει γραφτεί με μουσικούς όρους εξάλλου, μια φούγκα οντολογική και μεταφυσική, ένα παζλ διαλυμένο που ανασυντίθεται συντελώντας έτσι στην αιώνια επανάληψη, σπαράγματα ονείρου μέσα στο μεγάλο όνειρο που γύρευε ποιος το ονειρεύεται και γιατί.

Μια νουβέλα φράκταλ που ακούγεται σα μελαγχολική μουσική. Μια εκ βαθέων και με βελούδινα βήματα Περίληψη του Κόσμου. Το παν στο ελάχιστο, σαν μικροχειρουργική. Με μετρημένες ανάσες γιατί η ζωή είναι παράσταση που διαρκεί, και κάθε κρίκος πρέπει να σεβαστεί την αλυσίδα που αποτελεί. Ένα αριστούργημα για τον χρόνο, την τύχη, την μουσική και την επανάληψη της στιγμής, για τους κύκλους της ιστορίας που δεν αφορούν μονάχα αυτοκρατορίες, αλλά και τον καθένα ταπεινό αυτοκράτορα της μάταιης πλην ανεπανάληπτης δικής του ζωής.