29/3/10

Μόνο εκεί που ξεκίνησες μπορείς να τερματίσεις...

Μην ξεχνάς πάντως πως δεν είναι παρά ένας καθρέφτης


“ΣΟΛΑΡΙΣ” του Stanislaw Lem. Μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς. Εκδ. “Ποταμός”, σελ. 319, € 17
“Μην ξεχνάς πάντως πως δεν είναι παρά ένας καθρέφτης που αντανακλά μέρος του μυαλού σου. Είναι όμορφη επειδή έτσι είναι οι αναμνήσεις σου. Εσύ δίνεις τη συνταγή. Μόνο εκεί που ξεκίνησες μπορείς να τερματίσεις, μην το ξεχνάς αυτό”...
Θεοσοφικό, φιλοσοφικό, βαθύτατα υπαρξιακό, οπωσδήποτε αλληγορικό κι ας προσποιείται την επιστημονική φαντασία, ο Σολάρις – πλανήτης είναι σα να υπήρξε! Τον ενεπνεύσθη ο Στανισλάβ Λεμ (γεννήθηκε το 1921 και πέθανε το 2006 στην Πολωνία), το έγραψε το 1961 (ακολούθησαν “Κυβερνιάδα”, “Η φωνή του Κυρίου”), του έδωσε εικόνα και υπόσταση ο Αντρέι Ταρκόφσκι το 1972 στο σινεμά.
Αλλά από το 1970 ως βιβλίο ήδη σάρωνε τα βραβεία: διεθνή και πολωνικά. Σε 41 γλώσσες μεταφράστηκε και οι συνολικές πωλήσεις του ξεκινούν τα 27 εκατομμύρια αντίτυπα σε βιβλία.
Η ιστορία, εν πρώτοις, επιστημονική, διαστημική.
Ο Κρις Κέλβιν φτάνει σε ένα διαστημικό σταθμό πάνω από το Σολάρις. Το αξιοπαρατήρητον είναι ο επικαλύπτων αυτόν ωκεανός. Ως οργανικό ων και με συνείδηση, έχει την σπάνια ικανότητα να υλοποιεί την πιο βαθιά σου πληγή, να σου αντανακλά ως πραγματικότητα τον μέγιστο φόβο και τρόμο, να αναπαράγει διαρκώς το αγκαθάκι εκείνο, τον κόμπο... Λες και η διαμονή σου είναι μια άλλη ζωή ή μια ακόμα ευκαιρία. Μονάχα που, επί τω προκειμένω, η αυτόχειρ αγαπημένη παρά την απόλυτη ομοιότητα δεν είναι παρά παραίσθηση, ανθρωποειδές. Υπάρχει, επειδή δεν την ξέχασε. Επιστρέφει, διότι ίσως και να επιζητά την τιμωρία. Οι πρώτες εξηγήσεις, αλλόκοτες, οι πρώτες κινήσεις, σπασμωδικές.
Οι συμβουλές των ομοιοπαθών συντρόφων του, σκληρές, να τον υποβάλλουν να ξαναζήσει σαν όνειρο μέσα σε όνειρο, ξανά και ξανά, την ίδια σκηνή:
“Και τότε άκουσα μια απόμακρη, μονότονη φωνή: “... ένα δίλημμα που δεν έχουμε τη δυνατότητα να λύσουμε. Η αιτία των βασάνων μας είμαστε εμείς οι ίδιοι. Τα πολυεθέρια συμπεριφέρονται ακριβώς σαν ενισχυτής της ίδιας μας της σκέψης. Οποιαδήποτε απόπειρα να κατανοήσουμε τις αιτίες αυτών των γεγονότων σκοντάφτει στον ίδιο τον ανθρωπομορφισμό μας. Εκεί όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι, δεν μπορεί να υπάρχουν αίτια κατανοητά από τους ανθρώπους. Προκειμένου να προοδεύσουμε στην έρευνά μας, πρέπει πρώτα να καταστραφούν είτε οι σκέψεις μας είτε οι υλοποιημένες μορφές τους. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να καταστρέψουμε τις σκέψεις μας. Κι όσο για την καταστροφή των υλοποιημένων τους μορφών, θα ήταν σαν να διαπράττουμε φόνο...”
Το φινάλε ανατρεπτικό και φιλόδοξο, ένα χαστούκι στην ανθρώπινη σιγουριά μας και υπερηφάνεια, που θα δοθεί τελικά για ακόμα μια φορά, όχι από μας, τους καθ' ομοίωσιν, αλλά από το ανθρωποειδές:
“Ο άνθρωπος έχει ξεκινήσει να εξερευνά άλλους κόσμους κι άλλους πολιτισμούς, χωρίς να εξερευνήσει πρώτα το δικό του λαβύρινθο με τους σκοτεινούς διαδρόμους και τα μυστικά δωμάτια, χωρίς να βρει πίσω από πόρτες που αυτός ο ίδιος έχει κλειδαμπαρώσει...”
Οξυδερκές στη σύλληψη και στην εκτέλεση, με πολλούς στοχαστικούς φιλοσοφικούς διαλόγους και μονολόγους, με αντιφάσεις λόγω της ίδιας της φύσης της, της ανθρώπινης ψυχής. Με το σύμπαν να ενεργεί ως Συνείδηση που εμείς τροφοδοτούμε, αλλά εντέλει μπορεί και να μας καταστρέψει όταν ξεφύγει από τον έλεγχό μας. Ακριβώς σαν την φωτιά. Η πρώτη σπίθα, δική μας.
Αλλά το σκοτεινό του υποσυνείδητο, πώς γίνεται να ελέγξει κανείς, τελικά;
Ένα αριστούργημα πολυεπίπεδο και κρυπτικό που αντέχει στον χρόνο και σε αναγνώσεις και ερμηνείες πολλές.

YG. Πασχαλινό, εντελώς αναστάσιμο παρ' ότι όλο δύσκολα σου βάζει. Αλλά αν βγάλουμε τίποτα, από τα δύσκολα θα βγει. Τα γεγονότα αυτά καθ' αυτά, άδειο χωρίς χέρι γάντι. Κι ας μη ξεχνάμε πως ό,τι δίνεις παίρνεις σ' αυτή τη ζωή, με έναν τρόπο ολότελα μυστηριώδη (δηλαδή μη σκεφθείτε το οφθαλμού αντί οφθαλμού, αγάπη αντί της αγάπης και δώρο αντί δώρου, απ' αλλού παίρνεις και είναι πολύ, εφόσον ό,τι δίνεις έχεις, όσα κρατάς, τα χάνεις).
Και το αγκαθάκι μας εκεί, να επανέρχεται σε όλους τους κύκλους και σ' αυτή και στην άλλη και στην άλλη ζωή...
Είπα άλλη ζωή και θυμήθηκα άλλη... στροφή.
Δερβίσηδες εκπληκτικοί το Σάββατο στο Μέγαρο. Τέσσερις επαναφορές, σε δώδεκα και στα εξής επτά χρώματα: μαύρο και λευκό του τάφου, πορτοκαλί και πράσινο που γίνεται ροζ και γαλανό για να γίνει λιλά και μοβ... Αλλά και το πρωί στροφές στο Καρουζέλ με την πριγκίπισσα Νεφέλη. Κι εγώ “νονούλα” και “νονίκα” ε ναι, τι να σου κάνει μόνο το νονά, που είναι όλα.

26/3/10

Ο απραγματοποίητος πόθος μιας ηδονής ανώτερης

“Η ΚΥΡΙΑ ΜΠΟΒΑΡΥ” του Γουστάβου Φλομπέρ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 462, € 20

Ο συγγραφέας της την ολοκλήρωσε το 1856. “Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ”, δήλωνε από την πρώτη στιγμήο Γουστάβος Φλομπέρ.
Στην Ελλάδα πρωτοεκδόθηκε το 1924, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Ήδη διάσημη, όλοι την ξέρουν, κι ας μην την έχουν ίσως διαβάσει ποτέ.
Η μανιακή καταναλώτρια, ερωτευμένη κατ' έξιν με τον έρωτα, Έμμα Μποβαρύ, που πνίγεται στον επαρχιακό μικρόκοσμο και μοιάζει να μη χωρά πουθενά, ο φαρμακοποιός και τα μαντζούνια του, ο έρωτάς της για τον Ροδόλφο, η ιστορία με τον Λέοντα, η απιστία, η λαγνεία, η λαχτάρα για κάτι μεγάλο και αιώνιο, η ολοσχερής ήττα και η φρικτή αυτοκτονία της, τελικά.
Ο μικρόκοσμος που νικά, εκείνο το ελάχιστο – τίποτε που στο φινάλε και θριαμβεύει. Κι όμως, κάποια στιγμή ήλπισε, εκείνη ήλπισε πραγματικά:
“Επέστρεψαν στην Υονβίλλη από τον ίδιο δρόμο. Ξαναείδαν στη λάσπη τα ίχνη των αλόγων τους, τα μεν δίπλα στα δε, και τους ίδιους θάμνους, τα ίδια χαλίκια επάνω στα χορτάρια. Τίποτε γύρω τους δεν είχε αλλάξει. Για την Έμμα όμως είχε συμβεί κάτι που ήταν τόσο σημαντικό όσο θα ήταν εάν τα βουνά άλλαζαν θέση”.
Κι ο έρωτας για την Έμμα για όσο κρατά, αποδεικνύεται πραγματικά καταλυτικός:
“Όταν κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη, το πρόσωπό της την έκανε να εκπλαγεί. Ποτέ άλλοτε δεν είχε μάτια τόσο μεγάλα, τόσο μαύρα, ούτε τόσο βαθιά. Κάτι το άυλο, απλωμένο πάνω στον εαυτό της, τη μεταμόρφωνε. Επαναλάμβανε μόνη της: “Έχω εραστή, έναν εραστή!” Ευχαριστιόταν με την ιδέα αυτή τόσο όσο εάν έξαφνα είχε ξαναγίνει νέα. Θα αποκτούσε επιτέλους τις χαρές της αγάπης, τον πυρετό εκείνο της ευτυχίας, για τα οποία είχε απελπιστεί”...
Χαμένη και χωμένη στα ρομαντικά της μυθιστορήματα, νοσταλγούσε λες απ' το μέλλον μια συγκλονιστική αγκαλιά. Ακουμπώντας στον Κάρλο Μποβαρύ που τρέχοντας στους ασθενείς του, στάθηκε ανίκανος να την καταλάβει, μπορούσε όμως τόσο τυφλά να την αγαπά.
Αλλά εκείνη, για άλλα διψούσε. Και δεν θα τα βρει πουθενά. Ούτε στην ιστορία της με τον Ροδόλφο προτού την εγκαταλείψει, αλλά ούτε και στο πρόσωπο του πιστού Λέοντα, “Δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένη και δεν είχε σταθεί ποτέ ευτυχισμένη”, θα αναγκαστεί κάποια στιγμή να το αποδεχθεί. Βιώνοντας τα κουρελάκια ενός ξεφτισμένου πια πάθους όπου “Κάθε χαμόγελο έκρυβε ένα χασμουρητό ανίας, κάθε χαρά μια κατάρα, κάθε ηδονή την αηδία της και τα καλύτερα φιλιά δεν άφηναν πάνω στα χείλη παρά έναν απραγματοποίητο πόθο μιας ηδονής ανώτερης”.
Κι όταν τα πράγματα οδηγηθούν από την απρονοησία της στο μη παρέκει, μόνος ο θάνατος θα αναλάβει εκείνο που δεν κατόρθωσε η εκάστοτε ερωτική αγκαλιά.
Η κυρία Μποβαρύ, συνώνυμο του ανικανοποίητου πάθους, ενέπνευσε αργότερα τον Τζούλιαν Μπαρνς (“Ο Παπαγάλος του Φλωμπέρ”) και τον Φίλιπ Ντουμένκ (“Ποιος σκότωσε την μαντάμ Μποβαρύ”), και πρωτοκυκλοφόρησε στη γλώσσα μας το 1924 σε βιβλίο τσέπης, από εκδόσεις “Εξάντας” το 1994 σε μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη και από τις εκδόσεις “Πατάκη” το 2000, επίκαιρη πάντοτε, αλλά ειδικά σήμερα, όσο ποτέ.
“Η πλούσια ποικιλία των διαθέσεών της, που άλλοτε την έκανε μυστικοπαθή και άλλοτε χαρούμενη, φλύαρη, σιωπηλή, παράφορη, ήσυχη” που “άναβε χίλιους πόθους είτε με τα ένστικτα είτε με τις αναμνήσεις” στον εκάστοτε εραστή “ήταν ο τύπος της ερωμένης όλων των μυθιστορημάτων, η ηρωίδα όλων των δραμάτων, η “εκείνη” όλων των ποιημάτων”, διαχρονικά άπληστη, μονίμως ερωτευμένη με το ανέγγιχτο, επιτρέποντας ως ηρωίδα χάρτινη μονάχα από έναν άνδρα, τον συγγραφέα της, τελικά, να αλωθεί.

ΥΓ. Την ξαναδιάβασα εχθές του... Ευαγγελισμού. Επειδή στην εφημερίδα έχει προστεθεί κατόπιν προσωπικής μου παράκλησης νέα στήλη, μαζί με ό,τι καινούργιο και κάτι αιώνιο, αναγνωστικά “παλιό”. Το αποτέλεσμα, κάθε φορά ένα καινούργιο βιβλίο, κάθε φορά το ίδιο βιβλίο αλλιώς, η ίδια ηρωίδα, άλλη κι άλλη κι άλλη ηρωίδα. Αθάνατη Έμμα, στο στρίφωμά της και σ' έναν κόκκο άμμου, ολόκληρη η Σαχάρα από έναν θαυματοποιό Φλομπέρ. Φαίνεται ότι πολύ την είχε αγαπήσει την Έμμα. Γι' αυτό τον λόγο και δεν της επέτρεψε ποτέ να φθαρεί.

25/3/10

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα και εντούτοις είναι γεννημένος για τα πάντα

"Γνωρίζοντας πως δεν υπάρχουν νικηφόρες υποθέσεις, προτιμώ τις χαμένες υποθέσεις: απαιτούν μια ακέραια ψυχή, ίδια κι απαράλλαχτη απέναντι στην ήττα όπως και στις εφήμερες νίκες".
Εκπληκτικός Καμύ στο βιογραφικό "παράλογο".
"Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα και εντούτοις είναι γεννημένος για τα πάντα".
"Ναι, ο άνθρωπος είναι το ίδιο του τέλος".
Ενώ "ποθεί ευτυχία και λογική",
θ' αναγκαστεί να αποδεχθεί ότι "ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στο παράλογο".
Κι ορίζοντας την απαρχή του θα πει ότι "γεννιέται απ' την αντίφαση ανάμεσα στην ικεσία του ανθρώπου και την παράλογη σιωπή του κόσμου".
"Αλμπερ Καμύ: Μια Ζωή" του Ολιβιέ Τοντ, η καλύτερη αντιμετώπιση για ό,τι ζούμε.
Κι αμέσως μετά, ξανά μανά "Η πτώση", "Ο ξένος", "Η πανούκλα", "Οι γάμοι", "Ο Επαναστατημένος άνθρωπος", "Ο μύθος του Σίσυφου",
και μια χαραμάδα ο ήλιος να νικά πάλι - όπως ξέρει η ζωή κλείνοντας μας το μάτι- το μάταιο που κουβαλάμε, κοντόφθαλμοι νάνοι, παράλογο.
Όμορφη Πέμπτη, αλλά παντού συνηθίζει ο άνθρωπος, ακόμα και στο χάος.
Πόσο μάλλον όταν το χάος διέπεται νομοτελειακώς. Ε ναι και το τυχαίο- ο Κόνραντ το λέει- έχει κανόνες!
Και ο Καμύ που έβρισκε τον θάνατο από αυτοκινητιστικό ατύχημα ως την επιτομή του παράλογου, αλλόκοτο ε? να συναντά τον θάνατο ακριβώς απ' αυτό!
Μετωπική- λες και να ήταν βαθιά, εσωτερική, ανεξέλεγκτη επιλογή- με το Παράλογο που εξερευνούσε, της ζωής και της ζωής του το Παράλογο.
Με ό,τι φοβόμαστε η αναμέτριση.
Ενδεχομένως και για να πάψουμε να φοβόμαστε πια.
Σε ό,τι αγαπήσαμε περισσότερο, η απώλεια.
Ισως για να βαδίζουμε στην άβυσσο ελεύθεροι τελικά.
Αλλά Καμύ, και πάλι.
Πτώση και πάλι.
Ξένος και πάλι.
Σίσυφος πάντα.
Οσο Επαναστατημένος και αν ξεκινήσει κανείς. Στο τέλος τα χάνεις όλα, αν επιθυμείς όλα και να τα βρεις.

24/3/10

Ούτε ουράνιος,ούτε γήινος. Και ουράνιος και γήινος.Ούτε θνητός, ούτε αθάνατος. Και θνητός και αθάνατος.

Καταδικασμένος να τελειώσεις μόνος σου τη δική σου μορφή...

Υστερόγραφο μόνο: Εν τέλει, αιώνια επιστροφή. Ο καθείς, εφ ω ετάχθη, ο εαυτός του ανεπανόρθωτα, αναλαμπή και τα βιβλία, κι οι μουσικές, και οι άσκοπες κι άκοπες συναλλαγές, ό,τι σου μοιάζει θα σταθεί, και όλα τ' άλλα... Γάντι που παίρνει το σχήμα του χεριού που το φορά. Ωραία ζωή! Σα μαγική εικόνα, όλα έχουν το χρώμα των ματιών μας και καθόλα δίκαιη ζωή, με μια δικαιοσύνη, όμως, επουράνια. Δηλαδή, κάπως έτσι:

"Δεν σου έδωσα ούτε πρόσωπο, ούτε τόπο που να είναι δικός σου, ούτε κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, ω Αδάμ, έτσι ώστε το πρόσωπό σου, τον τόπο και τα χαρίσματά σου να τα θελήσεις να τα κερδίσεις και να τα κατακτήσεις ο ίδιος. Η Φύση κλείνει άλλα είδη μέσα σε νόμους που εγώ θέσπισα. Αλλά εσύ, που κανένα όριο δεν περιορίζει, με την διαιτησία σου, στα χέρια της οποίας σε εμπιστεύθηκα, ορίζεις μόνος τον εαυτό σου. Σε τοποθέτησα στο κέντρο του κόσμου, για να μπορείς καλύτερα να θωρείς όσα περιέχει ο κόσμος. Δεν σε έκανα ούτε ουράνιο ούτε γήινο ούτε θνητό ούτε αθάνατο, ώστε εσύ, μόνος, ελεύθερος, σαν ένας καλός ζωγράφος ή ένας άξιος γλύπτης, να τελειώσεις μόνος σου τη δική σου μορφή".

Πίκο ντε λα Μιραντόλα, μότο στην "Άβυσσο" της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ

(κι ας μη παρηγοριόμαστε, ουδείς αθώος)

23/3/10

Εικονική πραγματικότητα

Δεν υπάρχει. Βλέπουμε ό,τι εκπέμπουμε. Αλλά δεν είμαστε εκείνο που προσποιούμαστε. Γιαυτό και όταν αποκτήσει σάρκα και αίμα, όνομα, το ψευδώνυμο, σπανίως είναι εκείνο που υπαινίχθηκε, τι λέμε, δεν είναι παρά αυτό που το παραγεμίσαμε ως αντανάκλασή μας, εμείς! Το κατά το Παίσιον, άνθη έχεις, άνθη θα δεις, λάσπες, τότε σε λάσπες συνέχεια θα πατάς, και τα λουλούδια στο δρόμο σου, λάσπη θα τα βλέπεις.
Μου συνέβη κατ' επανάληψη με τα μπλογκς. "Ο άλλος υπάρχει για να είμαι ο μύθος μου" (Ράμφος "Φιλόσοφος και Θείος Ερως"). Τι γίνεται, όμως, όταν κι εσύ υπάρχεις για νάναι ο άλλος ο μύθος σου?
Και τι θα συμβεί εάν απαιτήσει τα- σα -εκ -των -σων, ο εαυτός? Γιατί κάπου θα υπάρχει, δεν γίνεται! Μόνον ο... μύθος? Μπα...
Μου το υπενθύμισε η φίλη μου η Μαρία από το Ηράκλειο, που είχα να την δω καιρό. Η φίλη μου με ονοματεπώνυμο πάντοτε, σφαχτήκαμε, αγαπηθήκαμε, αλλά ήταν σάρκα και αίμα, είχε ονοματάκι, εαυτό. Ηταν η Μαρία, ρε παιδάκι μου, η φιλία μας χτίστηκε μέσα στον χρόνο και ήξερα με τι είχα να κάνω, αλλά πάνω απ' όλα τι ακριβώς ήτο εκείνο που επεδίωκε απ' εμέ!
Α, και για να μη ξεχνιόμαστε.
Για να γίνεις ο μύθος σου, πρέπει πρώτα να γίνεις ο εαυτός σου.
Δύσκολο! Δύσκολο πολύ!
Αλλά ό,τι κουβαλάς, βλέπεις! Αυτό ούτε λόγος!
Άνθη? άνθη! Σκ? σκ! Ξε? ξε!
Η ζωή, (κατ' επέκταση και ο κόσμος) όπως είπε και ο μεγάλος Χόρχε, που όλοι μας πια κατανοούμε (μονάχα τον ακατανόητό μας εαυτό κρατάμε για αίνιγμα) είναι η αντανάκλασή μας. Αυτό.
Πάμε λοιπόν: Και τώρα που λεω να βγω έξω θέλω να δω λουλούδια, λουλούδια, λουλούδια...
Ενα λιβάδι, έναν κήπο, έστω, σωστό. Αληθινό. Με τα ξερά του, τα μαραμένα του, τα ξερριζωμένα του... Το μόνο που πια δεν αντέχω, είναι άλλο πλαστικό.
Και για να μη ξεχνιόμαστε, Καλό Κατευόδιο, Αντρέα (ο Παγουλάτος κουράστηκε κι είπε να πάει σε κήπο αληθινό)

Υγ. Εν τέλει, αιώνια επιστροφή. Ο καθένας, εφ ω ετάχθη, ο εαυτός του ανεπανόρθωτα, αναλαμπή και τα βιβλία, κι οι μουσικές, και οι άσκοπες κι άκοπες συναντήσεις, ό,τι σου μοιάζει θα σταθεί, και όλα τ' άλλα... Γάντι που παίρνει το σχήμα του χεριού που το φορά. Ωραία ζωή! Σα μαγική εικόνα, όλα έχουν το χρώμα των ματιών μας και καθόλα δίκαιη ζωή, με μια δικαιοσύνη, όμως, επουράνια. Δηλαδή, κάπως έτσι:

"Δεν σου έδωσα ούτε πρόσωπο, ούτε τόπο που να είναι δικός σου, ούτε κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, ω Αδάμ, έτσι ώστε το πρόσωπό σου, τον τόπο και τα χαρίσματά σου να τα θελήσεις να τα κερδίσεις και να τα κατακτήσεις ο ίδιος. Η Φύση κλείνει άλλα είδη μέσα σε νόμους που εγώ θέσπισα. Αλλά εσύ, που κανένα όριο δεν περιορίζει, με την διαιτησία σου, στα χέρια της οποίας σε εμπιστεύθηκα, ορίζεις μόνος τον εαυτό σου. Σε τοποθέτησα στο κέντρο του κόσμου, για να μπορείς καλύτερα να θωρείς όσα περιέχει ο κόσμος. Δεν σε έκανα ούτε ουράνιο ούτε γήινο ούτε θνητό ούτε αθάνατο, ώστε εσύ, μόνος, ελεύθερος, σαν ένας καλός ζωγράφος ή ένας άξιος γλύπτης, να τελειώσεις μόνος σου τη δική σου μορφή".

Πίκο ντε λα Μιραντόλα, μότο στην "Άβυσσο" της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ
(κι ας μη παρηγοριόμαστε, ουδείς αθώος)

22/3/10

Ολοι ξέρετε την ιστορία της άλλης γυναίκας

Με μότο απόσπασμα ενός έξοχου Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς
"Προτού κοιμηθεί, καθείς πρέπει να πει:
"Έζησα πολλές ζωές.
Υπήρξα δούλος αλλά και πρίγκιπας.
Στα γόνατά μου κάθισαν πολλοί αγαπημένοι
κι εγώ κάθισα στα γόνατα πολλών αγαπημένων.
Ο,τι υπήρξε θα υπάρξει ξανά",

Ανν Σέξτον Και "Ερωτικά Ποιήματα", σε έκδοση από Μελάνι υπέροχη αλλά υπέροχη λέμε.
Και με Μετάφραση, Εισαγωγή και Επίμετρον, Ευτυχίας Παναγιώτου, Εξαιρετική.
Σπαράγματα απ' ό,τι πόνεσε σε πρώτη ανάγνωση,

"Έλα μπούμεραγκ, έλα και πάρε με γρήγορα!
Είμαι εύθραυστη. Κι έχεις ξοδευτεί.
Έχασα και πόνεσα αρκετά, αλλά για σένα
οφείλω να λυγίσω. Δες πώς σκύβω. Άναψα.
Τα μάτια μου είναι πράσινα, είμαι καστανή..."

"Είμαι ζωντανή τη νύχτα.
Είμαι νεκρή το πρωί,
ένα παλιό σκάφος που απόσωσε τα λάδια του,
με παγερό και χλομό σκελετό.
Κανένα θαύμα. Καμία λάμψη.
Δεν είμαι επισκευάσιμη
αλλά εσύ είσαι αγέρωχος μες στη μάχιμη στολή σου
και πρέπει να φροντίσω το ταξίδι σου.
Ήμουν πάντα παρθένα,
γριά και αξιολύπητη.
Προτού ο κόσμος υπάρξει, υπήρχα...."

Και για φινάλε,

"Ξανά και ξανά και ξανά

Το είπες πως ο θυμός αυτός θα επέστρεφε
όπως ακριβώς αυτή η αγάπη.

Έχω μια όψη μαύρη που δεν
μ' αρέσει. Μια μάσκα είναι που την προβάρω.
Αποδημώ προς το μέρος της κι ο βάτραχός της
κάθεται στα χείλη μου αφοδεύοντας.
Είναι γέρος. Είναι κι άπορος.
Προσπάθησα να τον κρατήσω σε δίαιτα.
Δεν του δίνω κανένα καταπραυντικό.

Υπάρχει μια καλή όψη που φορώ
σαν θρόμβο αίματος. Τον
έραψα πάνω στ' αριστερό μου στήθος.
Τον έκανα λειτούργημα.
Ο πόθος ρίζωσε μέσα μου
και τοποθέτησα εσένα και
το παιδί σου στόμιό του για γάλα.

Ω! Είναι φόνισσα η μαυρίλα
και το στόμιο ξεχειλίζει γάλα
και ολες οι μηχανές δουλεύουν ρολόι
και θα σε φιλήσω όταν
κόψω κομματάκια- κομματάκια
μια ντουζίνα νέους άντρες
και θα πεθάνεις κι εσύ μια στάλα
ξανά και ξανά".

ΥΓ. Ασχετο, εκείνη πέθανε. Ε μα φαρμακωνόμαστε, φαρμακώνοντας τους.
Ασε που σήμερα πέθανε κι ένας ποιητής. Αλλον φοβόμαστε, τον πρόσεχε, αλλά συμβαίνει εκείνο το σύνηθες στη ζωή, ακριβώς εκείνο που δεν το έχουμε προβλέψει!
Ποτέ δεν γίνεται ό,τι φοβόμαστε!
Και ό,τι γίνεται, δεν το είχε βάλει ο νους μας πρώτα.
Ζωή απίστευτη! Κι εμείς με πενταετή προγράμματα και πλάνα και σχέδια και... πλάκα έχουμε, στ' αλήθεια, πολλή μεγάλη πλάκα!
Μονάχα ο θάνατος εντέλει ίσως και να μπορεί να μας διδάξει τη ζωή και την αγάπη. Αν είμαστε, αιώνιοι (έτσι με όλο μας το σώμα) τότε... Αλήθεια, τι θα γινότανε τότε;

ΥΓ2. Και τελικά είναι αλήθεια.
Ανδρέας Παγουλάτος (1946- 2010), έτσι ακριβώς γράφει η σελίδα του ΕΚΕΒΙ (και έτσι είθισται να γράφουν, όταν κάποιος ολοκληρώσει τον κύκλο),
Βιογραφικό
Ο ποιητής, θεωρητικός του κινηματογράφου και δοκιμιογράφος, Αντρέας Παγουλάτος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946(;). Από το 1970 έως το 1988, στο Παρίσι, συμμετείχε ενεργά στη γέννηση και την εξέλιξη του ποιητικού γλωσσοκεντρικού κινήματος. Τα βιβλία ποίησής του, "Επίμαχα" (1973), "Κορμί κείμενο" (1975) και ποιήματά του, που δημοσιεύτηκαν σε γνωστά περιοδικά (Change, Perimetres, N.R.S., Change International, Les Temps Modernes, κ.ά.), θεωρούνται από τα πρώτα γλωσσοκεντρικά κείμενα. Το 1973 ίδρυσε το περιοδικό "Χνάρι" (πρώτη περίοδος 1973-1976) για ν' ακολουθουθήσουν τα "Χνάρια" το 1985, που συνδιηύθυνε με τον ζωγράφο Γιώργο Λαζόγκα. Υπήρξε για πολλά χρόνια υπεύθυνος του τομέα ποίησης στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα. Διηύθυνε μαζί με το Νάνο Βαλαωρίτη το περιοδικό "Συντέλεια" (εκδ. Εξάντας), και στη συνέχεια τη "Νέα Συντέλεια" (εκδ. 'Αγκυρα). Δημοσίευσε δοκίμιά του σε περιοδικά και εφημερίδες και σε ειδικές εκδόσεις των Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Δράμας και του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών (στο πλαίσιο, ιδιαίτερα, των εκδηλώσεων "Κινηματογράφος και πραγματικότητα", τις οποίες εγκαινίασε μαζί με τον Β. Σπηλιόπουλο πριν από 18 χρόνια). Εργάστηκε στις βασικές ομάδες των εκπομπών: "Χρώματα" (ΕΤ1), "Ψηφιδωτό" (ΕΤ2), "Νέες εικόνες", "Η τέχνη της φωτογραφίας", ως ερευνητής - σεναριογράφος. Πάνω στην (ή με) την ποίησή του έγιναν ταινίες (Καπλανίδης, Πλαϊτάκης κ.α.) και βιντεο-ποιήματα (Σαντοριναίος). Παρουσίασε στο Centre Georges Pompidou ποιητικά του δρώμενα καθώς και μια επιλογή ελληνικών ντοκιμαντέρ (Ελληνικός Πολιτιστικός Μήνας, 1981). Διοργάνωσε στη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Κύπρο, ποιητικές και άλλες εκδηλώσεις, και εκπροσώπησε την ελληνική ποίηση στο εξωτερικό, στις συναντήσεις Διεθνές Φεστιβάλ Καινούργιας Ποίησης (Παρίσι, 1983), Διεθνείς Συναντήσεις Ποίησης (Cogolin, 1985), Polyphonix (Παρίσι, 1986) και Φωνές της Μεσογείου (Lodeve, 2005). Ποίησή του μελοποίησαν οι συνθέτες Θωμάς Σλιώμης, Χάρης Ξανθουδάκης, Πάρις Παρασχόπουλος, Ηλίας Βαμβακούσης. Έχει εκδώσει, εν όλω, τις ποιητικές συλλογές: "Όργια και εμπόδια" (Εξάντας), "Προς, Στοιχειώσεις, "Πόροι" (Μαραθιά), "Επίμαχα, "Κορμί κείμενο" (β' έκδοση, Μαραθιά) και "Πέραμα" (Μανδραγόρας).
Πέθανε τον Μάρτιο του 2010 από οξύ εγκεφαλικό.

Εργογραφία

Πρόσφατες εκδόσεις (πηγή: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ):

Cinema em Transe: Βραζιλιάνικος κινηματογράφος. Θεσσαλονίκη, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 2006. Σελ.: 95.

Πέραμα. Αθήνα, Μανδραγόρας, 2006. Σελ.: 46.
ISBN: 960-7528-67-0, ISBN-13: 978-960-7528-67-4

Σε ξένο τόπο. Αθήνα, Αιγόκερως, 2006. Σελ.: 107.
ISBN: 960-322-266-6, ISBN-13: 978-960-322-266-8

Lazongas Α4. Αθήνα, Άγκυρα, 2005. Σελ.: 336.
ISBN: 960-422-347-Χ, ISBN-13: 978-960-422-347-3

Νάνος Βαλαωρίτης. Αθήνα, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 1999. Σελ.: 74.
ISBN: 960-7498-06-2, ISBN-13: 978-960-7498-06-9

Προς. Στοιχειώσεις. Πόροι.. Αθήνα, Μαραθιά, 1996. Σελ.: 93.
ISBN: 960-511-001-6, ISBN-13: 978-960-511-001-7

Όργια και εμπόδια. Αθήνα, Εξάντας, 1991. Σελ.: 60.
ISBN: 960-256-079-7, ISBN-13: 978-960-256-079-2

Μεταφράσεις

Πρόσφατες μεταφράσεις (πηγή: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ):

Pessoa, Fernando. Ωδές και ποιήματα. Ποιήματα. Αθήνα, Άγκυρα, 2004. Σελ.: 94.

19/3/10

Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου;

Ελένη Γκίκα, Υγρός Χρόνος, εκδ. Άγκυρα

Γράφει η Χρυσούλα Βακιρτζή
xrisuloa@vakirtzi.gr

Δημοσιεύτηκε στο Critigue

«Τη θάλασσα. Τη θάλασσα, ποιος θα την εξαντλήσει;». Σ’ αυτό το ποιητικό ερωτηματικό του ο Σεφέρης, προσθέτει έναν ακόμα στίχο του: «Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου;». Ίσως κάποια άλλη θάλασσα; Ή μήπως ο ίδιος ο Άνθρωπος, ως ξεχωριστά «Αυτούσια» κι «Αυτόνομη» Μονάδα, προσθαφαιρεί δια μέσω του πολυπόθητου Άλλου και του Άλλου, τη δικιά του (πάντα καινή) Αυτογνωσία; δια μέσω της δικής του Αυτογνωσίας;

Υπάρχουν και οι Πρώιμοι Χρόνοι. Αυτοί ης παιδικής ηλικίας, που ο καθένας μας, όμοιος με Πρωτόπλαστο ή Αιώνια «Ιδανικό και Ανάξιο Εραστή», κολυμπάμε στους ωκεανούς της Ύπαρξής μας για συναντήσουμε τη ζωή, τον έρωτα, το θάνατο – την αδιάκοπα κι ελπιδοφόρα διάψευση του θανάτου. Ή να επιστρέψουμε εκεί, στον Πρώτο Ωκεανό. Στη γεμάτη ασφάλεια και θαλπωρή μήτρα / κοιλιά της μητέρας.
Σ’ αυτήν τη θάλασσα μοιάζει να επιστρέφει και ο ήρωας του μυθιστορήματος «Υγρός χρόνος» της Ελένης Γκίκα (εκδόσεις Άγκυρα, σελ. 243).. Ή σχεδόν εκεί. Σε μια μεγάλη θάλασσα, λυτρωτική, δροσερή, ανακουφιστική. Σε τούτη τη θάλασσα τον βρίσκουν νεκρό. Από μέρες πνιγμένο. Οι γυναίκες της ζωής του ξετυλίγουν ένα- ένα τα «χίλια κομματάκια του» και πάλι κάτι μένει. Είναι όντως αυτός
Ο μυστηριώδης πνιγμός του ογκολόγου, Αγγελου, γίνεται το αντικείμενο έρευνας της αστυνομικής συντάκτριας Μάνιας. Η γυναίκα αυτή δείχνει να τον αγαπά εδώ και πολλά χρόνια. Δεμένη μαζί του, με μια λατρεία αινιγματική, που δεν εκφράζεται και που μεγαλώνει ολοένα με την απόσταση και την απουσία. Αφού ο Άγγελος προχωράει στη ζωή του, παντρεύεται την επίσημη συμβία του. Την κυρία του σπιτιού, που δίνει εντολές για την κηδεία του, για την επισημότητα του τελευταίου αποχαιρετισμού.
Μια ιστορία για έναν άντρα που φοβόταν τι θύελλες, για μια γυναίκα που της έμελλε να φύγει, για μια άλλη που πέτρωσε περιμένοντας, για εκείνη που όταν διαβάζει Ρεμπό τον θυμάται, για τη μεγάλη απούσα που όταν επιστρέφει είναι πάντοτε αργά. Για τη Μεγάλη Τραγική που επικοινωνεί μαζί του και μετά θάνατον με «Υγρές Σελίδες». Τους συνδέει εξάλλου ένα κοινό παρελθόν –μυστικό. Ποια σχέση μπορεί να έχουν μεταξύ τους η Μάνια και η Σαββίνα; Και ποια κοινή μοίρα συνδέει τον Άγγελο με τον αυτόχειρα πατέρα του;
Διότι εντελώς ξαφνικά, μια μέρα με χειμωνιάτικη λιακάδα, ένα άντρας πνίγεται και πέντε γυναίκες θα χρειαστεί μέσα σε τρεις μέρες να ανασυναρμολογήσουν τον κόσμο. Μαζί με ένα παιδί, τον αστυνόμο κι εκείνον με το περίεργο σημάδι που είχε τρέλα με τις μηχανές.
Η Μάνια , μια καθημερινή γυναίκα, αφοσιωμένη στο κυνήγι του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, αναλαμβάνει τις έρευνες που αφορούν τον πνιγμό του Αγγέλου. Η ίδια, δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος της συγκεκριμένης αγάπης και γινόταν κλέφτρα των στιγμών της. Γιατί πίστευε πως δεν της άξιζε ο Άγγελος γι’ αυτό τον άφησε να της γλιστρήσει απ τη ζωή και να χαθεί στην υγρή ροή / κύμα / υγρασία / σήψη του χρόνου. Τώρα η Μάνια πρέπει να ανακαλέσει όλες τις τρυφερές λεπτομέρειες του παρελθόντος για να εξηγήσει τα δυσεξήγητα για τον ανεξήγητο (ακόμα) πνιγμό του Αγγέλου.
Στις σελίδες ενός λεπτεπίλεπτου έργου όπως ο «Υγρός χρόνος», η ειρωνεία, ως αρχαία αυθεντική τραγωδία, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει. Ίσως να μοιρολογούν έναν άλλον νεκρό, οι γυναίκες του. Πιθανόν να μοιρολογούν κάποιον Άλλον. Κι αν είναι αυτός, χωρίς προσωπίδα; Τόσο διαφορετικός από τον Άλλον Άγγελο, που έχει η καθεμιά στο μυαλό της. Αλλά, η κάθαρση, αυτή καθαυτή η κάθαρση, δεν είναι να αποδειχθεί- και να αποδεχθούν- πως είναι αυτός. Θα τις ανακούφιζε αν ο νεκρός δεν ήταν ο Άγγελος ή αν δεν ή τ α ν ο άντρας που αγάπησαν και τού έχουν δώσει σημαντικό μέρος της ζωής τους;. Να αναπλάθουν το παρελθόν τους για χάρη ενός ξένου. Γιατί αλλιώς, πώς να ζήσουν;
Εκείνος. Εκείνες, η κάθε μια ξεχωριστά και όλες μαζί. Τα βιβλία. Των άλλων. Η κριτική τους δένει απόλυτα με τη ζωή της μιας από τις γυναίκες. Μέσα από τις σελίδες τους μιλά για τα δικά της πράγματα, δίνει τις δικές της εξηγήσεις, υιοθετεί δικές της λύσεις. Οι κριτικές είναι εξαιρετικά λειτουργικές μέσα στο σώμα του μυθιστορήματος, δείχνουν πώς μπορεί η τέχνη να σου γεννήσει σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα.
Η τραγική φιγούρα της Σύλβια Πλάθ, ο Αντόνιο Ταμπούκι, ο Ζάκ Πρεβέρ ο Χόρχε Σεμπρούν, ο Μπορίς Σιρούλνικ, ο Μπόρχες και τόσοι άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και των ιδεών περνάνε μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος σαν αγαπημένα αναγνώσματα της συγγραφέως. Ως αυτούσιες παρουσιάσεις κι άλλοτε ως σπαράγματα λόγου, δονούν και εμβαθύνουν την ψυχή της Μάνιας, οδηγώντας τον αναγνώστη σε μια μοναδική περιπλάνηση στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο «Υγρός χρόνος» της Ε.Γ. εμβαθύνει το τρίπτυχο Θάνατος - Έρωτας - Ζωή, με το βιβλικό ‘εν αρχή ην ο λόγος’, αλλά και με φροϋδικό τρόπο ίασης. Το μεταφυσικό του στοιχείο, θυμίζει το μυθιστόρημα «Αλδεβαράν», του Παύλου Μάτεσι.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Χρονόμετρο.

Για τη φιλοξενία:

Έφη Μαυροπούλου
effiemavropoulou@hotmail.com

Yg. Την Χρυσούλα Βακιρτζή (σπουδαία ποιήτρια) την συνάντησα στην Καβάλα κάποτε σε μια απ' εκείνες τις λεγόμενες "συγκυριακές" ή και "μοιραίες" ακόμα συναντήσεις. Εκανα και θεατρικό ρεπορτάζ τότε, ανέβαινα πάντα στο Κρατικό Βορείου Ελλάδας, με την Χρυσούλα ανταλλάξαμε γράμματα (δεν ήξερα να στέλνω μέιλ ακόμα), ποιήματα και αποφάσισα να την συναντήσω. Απ' την καρδιά μου, δεν βγήκε ποτέ.

17/3/10

“Ακόμα και το τυφλό νόμισμα δείχνει να νοσταλγεί την επανάληψη, τη φόρμα, το σχήμα...”

“Δεν είναι η Δικαιοσύνη καλύτερος υπηρέτης των ανθρώπων, αλλά η σύμπτωση, η τύχη, το απρόσμενο, σύμμαχοι του υπομονετικού χρόνου, οι οποίοι φέρνουν ακρίβεια κι ισορροπία στη ζυγαριά” (ε Κόνραντ, σταθερά περί της νομοτέλειας του τυχαίου)

“Ο ΑΡΓΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΛΟΥΣΙΑΝΑ ΜΠ.” του Γκιγιέρμο Μαρτίνες. Μετάφραση: Ιφιγένεια Ντούνη. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 272, € 15.50

“Γιατί είπα ναι, αφού όλα μέσα μου έλεγαν όχι; Γιατί δεν την αποχαιρέτησα με μια οποιαδήποτε δικαιολογία και δεν έφυγα χίλια χιλιόμετρα μακριά; Υπάρχουν κάποιες φορές στη ζωή, λίγες φορές, που άνθρωπος δεν καταφέρνει να αντιληφθεί το μοιραίο ιλιγγιώδες σταυροδρόμι που ανοίγεται μπροστά σε μια μικρή πράξη. Την καταστροφή που παραμονεύει πίσω από μια ασήμαντη απόφαση. Εκείνο το απόγευμα ήξερα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ότι δεν έπρεπε να συνεχίσω να την ακούω. Ωστόσο, σαν από αδράνεια απέναντι στη συμπόνια και τους καλούς μου τρόπους, βγήκα μαζί της στο δρόμο”.
Την είχε γνωρίσει δέκα χρόνια πριν. Όταν η Λουσιάνα Μπ. ήταν μόλις 18, ευτυχισμένη, χαρούμενη, θελκτική και δακτυλογράφος ήδη του διάσημου συγγραφέα Κλόστερ. Ο αφηγητής στο τελευταίο μυθιστόρημα του Γκιγιέρμο Μαρτίνες, συγγραφέας επίδοξος στο δεύτερο μόλις βιβλίο. Είχε σπάσει το χέρι του, ο σπουδαίος Κλόστερ ήταν σε διακοπές και ο εκδότης τους τότε του συνέστησε την Λουσιάνα Μπ, την δακτυλογράφο.
Δέκα χρόνια μετά, την χρονική στιγμή που ξεκινά το βιβλίο, η Λουσιάνα Μπ. θα ξαναμπεί στη ζωή του σε κατάσταση αλλόφρονα. Το δικό της μοιραίο σταυροδρόμι ήδη το διάβηκε, ήταν εκείνη η πια πολύ μακρινή μήνυση, που υπήρξε αφετηρία μιας γεωμετρικής ακολουθίας φόνων! Ατυχήματα φαίνονται, αλλ' όμως η Λουσιάνα επιμένει, ότι τα καταστρώνει εκείνος!
Δυο συγγραφείς, μια πρώην δακτυλογράφος και τέσσερις νεκροί, απ' τη πλευρά εκείνης. Ως αντιστάθμισμα ενός πολύ επώδυνου θανάτου. Με πόσο πόνο και ποια δίκαιη ή άδικη τιμωρία ξοφλά κανείς τον άδικο θάνατο μιας κόρης; Ο Κλόστερ εξαιτίας εκείνης της μήνυσης, έχασε την κόρη του και όλα αυτά τα χρόνια, η Λουσιάνα, επιμένει, ότι πληρώνει μετρώντας τους οικείους νεκρούς της! Της απομένουν δυο, η γιαγιά και η αδελφή της, μέχρι να ολοκληρωθεί η ακολουθία των επτά, να φτάσει σε εκείνην! Το κλειδί της υπόθεσης, μια παλιά δανεική βίβλος, τα τετράδια σημειώσεων του Χένρι Τζέιμς, η κατά Κόνραντ άποψη για το Τυχαίο. Υπάρχει νομοτέλεια και σ' αυτό, επιμένει ο Κλόστερ. Και δυο βιβλία. Το ένα ως πρόσχημα, το άλλο που αργογράφεται χρόνια και χρόνια απειλώντας τη ζωή με την τέχνη! Πρώτα γράφεται το συμβάν, ο φόνος επί τω προκειμένω, και κατόπιν συμβαίνει! Παρ' όλα αυτά, όπως του είχε πει ο Κλόστερ, “ακόμα και το τυφλό νόμισμα δείχνει να νοσταλγεί την επανάληψη, τη φόρμα, το σχήμα”.
Χρησιμοποιώντας για ακόμα μια φορά την μέθοδο αυτή της μαθηματικής ακολουθίας (Η ακολουθία της Οξφόρδης), ο συγγραφέας παρακολουθεί φιλοσοφικά και θεοσοφικά με τρόπο αρκετά εγκεφαλικό και ψυχαναλυτικό, μια σειρά από φόνους. Την τέχνη που δανείζεται απ' τη ζωή και τη ζωή που μοιάζει να μιμείται την τέχνη. Κάπου στο μέσον της ιστορίας, όλα θα μοιάζουν πιθανά, το θύμα, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι κι ο θύτης, να αυτοτιμωρείται ακρωτηριάζοντας τους οικείους της που της προσφέρουν χαρά. Αλλά θα μπορούσε και ο συγγραφέας να είναι ένας σατανικά ευφυής δολοφόνος.
Το φινάλε, απρόβλεπτο, και για τις δυο υποτιθέμενες εκδοχές. Ο καταλύτης- τύχη που αρέσκεται ως τυφλό νόμισμα στις επαναλήψεις, θα επιβάλει το δικό του αινιγματικό τέλος σε μια γοητευτικά ευφυή αινιγματική ιστορία. Σε ένα βιβλίο σαν σκάκι, εξίσωση μαθηματική, που παίζει με τα ενδεχόμενα, χρησιμοποιεί και τα ελάχιστα, αξιοποιεί την λανθάνουσα λεπτομέρεια.
Έτσι που η ζωή να φαντάζει σαν μυθιστόρημα που μοιάζει να γράφεται από μόνο του!
Το αποτέλεσμα, μια ιστορία νουάρ που εξασφαλίζει πολλά: φιλοσοφία, θεολογία και μαθηματικά, ψυχολογία και λογική, χρησιμοποιώντας τους πάντες και σχεδόν τα πάντα: Μπόρχες, Ντε Κουίντσι, Βιτκενστάιν και Κόνραντ. Κατορθώνοντας με εκείνο το περίφημο απόσπασμα “Δεν είναι η Δικαιοσύνη καλύτερος υπηρέτης των ανθρώπων, αλλά η σύμπτωση, η τύχη, το απρόσμενο, σύμμαχοι του υπομονετικού χρόνου, οι οποίοι φέρνουν ακρίβεια κι ισορροπία στη ζυγαριά”, του Κόνραντ, να κάνει και τον πιο ευφυή αναγνώστη να αμφιβάλει.
Είναι κι εκείνος ο δεξιοτέχνης συγγραφέας, εξάλλου, που μέχρι το τέλος, μοιάζει να επιμένει: “Τη νύχτα εκείνη ένας λόχος συγγραφείς είχαν φανταστεί διάφορους θανάτους. Έτυχε σε μένα να γίνουν οι δικοί μου πραγματικότητα. Ένας αριθμός στη λοταρία της θάλασσας της στατιστικής, τον οποίο μου κλήρωσε η τύχη”. Ένα μυθιστόρημα που δίνει άλλο νόημα στον όρο “νουάρ” και σίγουρα αλλάζει αυτό που εννοούμε “αστυνομική λογοτεχνία”. Παρά τους θανάτους, όλα μοιάζει σα να συμβαίνουν στο κεφάλι ή στα βιβλία των πρωταγωνιστών, εφιάλτης μέσα στον εφιάλτη, στον εφιάλτη...
Τελειώνοντάς το σχεδόν νιώθεις ορφάνια...

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Γκιγιέρμο Μαρτίνες γεννήθηκε στην Αργεντινή το 1962.
Σπούδασε Μαθηματικά στο Μπουένος Άιρες όπου ζει από το 1985, με ένα διάλειμμα δυο ετών στην Οξφόρδη.
Το 1989 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Infierno Grande”, το ομότιτλο διήγημα της οποίας δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2009 στο αμερικανικό περιοδικό New Yorker.
Το “Σχετικά με τον Ροδερέρ” (Acerea de Roberete, 1992, Εκδ. Πατάκη, 2008), το πρώτο μυθιστόρημά του, εξυμνήθηκε ομόφωνα από την κριτική στη χώρα του, κυκλοφόρησε στη συνέχεια στην Ισπανία και μεταφράστηκε στα αγγλικά, στα σερβικά και στα νορβηγικά.
Ακολούθησαν το “La mujer del maestro” (1998), καθώς και ένας τόμος δοκιμίων με τίτλο “Borges y la matematica” (2003).
Με την “Ακολουθία της Οξφόρδης” (Crimenes imperceptibes, 2004, Εκδ. Πατάκη, 2006) απέσπασε το ισπανικό βραβείο Planeta, ενώ το βιβλίο μεταφράστηκε σε 37 γλώσσες και μεταφέρθηκε το 2008 στον κινηματογράφο.
“Ο αργός θάνατος της Λουσιάνα Μπ” είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα, μεταφράζεται σε 19 γλώσσες και αναμένεται η κινηματογραφική του μεταφορά από τον Adolfo Aristarain.

Δημοσιεύτηκε στο “Έθνος της Κυριακής”

YG. Μια ανάσα δρόμος χωρίζει το σοβαρό απ' το γελοίο εντέλει. Κι αυτή η ανάσα μπορεί να είναι και η σωτηρία μας. Το σίγουρον ένα, είτε Θεός υπάρχει, είτε τυχαίο ή και κωλοχαρακτήρας- πεπρωμένο μας. Ο,τι κάναμε, θα το ξανακάνουμε, με μαθηματική ακρίβεια, ακόμα και αποφεύγοντάς το!
Ωχ Πανανία μου! Τόσο γελοίο κι όμως για να μη το βλέπουμε πονέσαμε τόσο! (και ως συνήθως ματαίως δηλαδή αλλά ας μη το κάνουμε θέμα)

15/3/10

Κατά τον Λουί Αλτουσέρ, ακόμα και οι ψευδαισθήσεις αποτελούν μέρος της πραγματικότητας

“μη ρίχνετε δακρυγόνα, κλαίμε και μόνοι μας”, “στο δρόμο, στο δρόμο, να σπάσουμε τον τρόμο”....

“ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ” της Τιτίνας Δανέλλη. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 285, € 18
“Γι' αυτό, μόνο όσοι βρεθήκαν στον δρόμο εκείνες τις μέρες κι εκείνες τις νύχτες μπορούν να καταλάβουν πως έγινε δηλαδή να βρεθούν μαζί στον δρόμο παιδιά των πλουσίων που “δεν τους λείπει τίποτα” και φτωχά παιδιά των δυτικών συνοικιών, φοιτητές και Εξαρχειώτες, μετανάστες και κλεφτρόνια.... Εσύ που διαβάζεις Ντίκενς και Ουγκό, ίσως να μπορέσεις κάτι να καταλάβεις. “Τα θέλουμε όλα για όλους”. Αν πάλι θέλεις να καταλάβεις περισσότερα, διάβασε τα συνθήματα της εξέγερσης”.
“Δεν ξεχνάμε, δεν συγχωρούμε”, “η εξέγερση δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις, στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις”, “στις τράπεζες λεφτά στη νεολαία σφαίρες, ήρθε η ώρα για τις δικές μας μέρες”, “μη ρίχνετε δακρυγόνα, κλαίμε και μόνοι μας”, “στο δρόμο, στο δρόμο, να σπάσουμε τον τρόμο”....
Ο αστυνόμος της Ελληνικής αστυνομίας Άγγελος Βλάχος επανέρχεται (τον είδαμε και στην “Τέταρτη Γυναίκα”) και μαζί με την δημοσιογράφο Ευγενία Ευγενικού ζουν σε αυτό το φλέγον και καταγγελτικό μυθιστόρημα το περσινό φλεγόμενο Δεκέμβρη. Η Τιτίνα Δανέλλη αποφασίζει και αυτή τη φορά, να καταδυθεί στα βαθιά: της ανθρώπινης ψυχής, της ελληνικής αστυνομίας, της αντιτρομοκρατικής, της διεθνούς κατασκοπείας.
Τα ανθρώπινα βάθη ερεβώδη και όμοια παντού και το Κακό στις μέρες μας στα χέρια με το Καλό με προσωπεία και εναλλασσόμενους ρόλους.
Στο μυθιστόρημα, δυο ιστορίες παράλληλες για μιαν εξαφάνιση, ένα παλιό, ξεχασμένο μυστικό, την απληστία της εξουσίας, τον έρωτα, την προδοσία και την αντιφατική εποχή που εμπεριέχει και επιτρέπει τα πάντα. Και φυσικά σε μια τέτοια αλλόκοτη εποχή, το Καλό δεν είναι πάντοτε ο νικητής στο τέλος.
Όλα ξεκινούν – υπό τον ήχο του Ντονιτσέτι “Το Ελιξίριο του έρωτα” - από μια μυστηριώδη εξαφάνιση. Κι ο Τόμας, Βρετανός πράκτορας, μπροστά στο μυστήριο ενός άδειου τάφου, θα αναγκαστεί να πάρει τους δρόμους για να βρεί ζωντανή ή νεκρή, τη θεία του Τζούλι.
Την ίδια ώρα στην Αθήνα, ο Άγγελος Βλάχος ετοιμάζεται για την τελική έξοδό του από την ελληνική αστυνομία. Αλλά οι καιροί, και ο στρατηγός Γεωργίου, αποφασίζουν γι' αυτόν διαφορετικά. Ένα ταξίδι με τον Μανωλάτο της αντιτρομοκρατικής θα τον κάνει να αλλάξει απόψεις και θέσεις. 'Ενα παλιό μυστικό, θα φέρει τους δυο άντρες κοντά, και η ζωή θα τους δείξει και μιαν άλλη, αποκαλυπτικότερη όψη. Στο νησί “Η Δύναμη του Πεπρωμένου” που υπό τους ήχους του Βέρντι από την πρώτη σελίδα, απλώνει χαρτί, “τα τέσσερα μπαστούνια” στον κήπο της Ευγενίας θα λύσουν τον γρίφο της εξαφανισθείσας θείας Τζούλι, για να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου: ο Γεωργίου παραιτείται, ο Μανωλάτος κατηγορείται, ο δολοφόνος της Τζούλι αποτελεί την μέγιστη ανατροπή, ο Άγγελος Βλάχος γίνεται ο αρχηγός της αστυνομίας για μια μέρα, η Ευγενία αποκωδικοποιεί το μήνυμα σε λάθος στιγμή κι όλοι βρίσκονται εν τέλει στον λάθος τόπο την λάθος στιγμή.
Επιστρατεύοντας αυτοσαρκαστικό χιούμορ, κοινωνική οξυδέρκεια, ιστορική αλήθεια, αποκαλυπτική τέχνη και αυτογνωσιακή συμπεριφορά, η συγγραφέας τολμά να αρθρώσει κι αλήθειες αβάσταχτες, οδηγώντας τα γεγονότα και τους ήρωές της στα άκρα:
“Μου είπε να σας μεταφέρω ότι, κατά τον Λουί Αλτουσέρ, ακόμα και οι ψευδαισθήσεις αποτελούν μέρος της πραγματικότητας”.
“Δεν είχε καταλάβει ποτέ τους δυο άντρες που είχε αγαπήσει, και γι' αυτό τους έχανε και τους δυο. Τώρα ένιωθε αμυδρά πως, αν είχε καταλάβει τον Άσλει, δεν θα τον είχε αγαπήσει ποτέ, και πως, αν είχε καταλάβει τον Ρεντ, δεν θα τον είχε χάσει ποτέ. Αναρωτιόταν με απελπισία αν κατάλαβε ποτέ κανέναν άνθρωπο στη ζωή της...”
Με την Σκάρλετ Ο' Χάρα και το “Όσα παίρνει ο άνεμος” και παίζοντας με τις άριες και την όπερα που αγαπά, η συγγραφέας εντάσσει την εσωτερική έκρηξη σε εκείνη την κοινωνική του περασμένου χειμώνα.
Απελπισμένη, όσον αφορά, το αποτέλεσμα:
“Ο θάνατος τελικά είναι η μοναδική αλήθεια που μας κυνηγά με το τέταρτο μπαστούνι από την πρώτη στιγμή που ερχόμαστε στη ζωή” όπως θα πει ο Τζούλιαν στον Τόμας.
Αλλά παρ' όλα αυτά, θα διασώσει στο τέλος τον αστυνόμο Γεωργίου και την Ελπίδα. Την Αίγλη και την Άνια (εκ του Αναρχία) να διεκδικούν τη δική τους αλήθεια και την δική τους απροσκύνητη ζωή, όπως όλοι οι νέοι του κόσμου προτού υποκύψουν στην ακηδία της δικής τους ψυχής ή στο κοινωνικό πεπρωμένο.
Κινηματογραφικοί ρυθμοί, χαρακτήρες με λάθη και πάθη και σάρκα και αίμα, μυστήριο και παρανοήσεις στους κόλπους της ίδιας της αστυνομίας, όπου η συγγραφέας εκεί τοποθετεί να μάχονται αυτή τη φορά Καλό και Κακό. Με “έναν λαό ντοπαρισμένο με τηλεοπτική ευτυχία”.
Ε ναι, ο τρόμος μας ήρθε τελευταίος. Και παρ' ό,τι εμφανές το αυγό του φιδιού, ήταν ανύπαρκτος τότε.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Τιτίνα Δανέλλη γεννήθηκε στην Αθήνα.
Εργάζεται ως δημοσιογράφος. Πρώτο της έργο το μυθιστόρημα “Ο επιτυχημένος” (1971).
Ακολούθησαν το μυθιστόρημα “Αντιπερισπασμός” (1973), οι νουβέλες “Αίθουσα αναμονής” (1974) και “Σερ Γκρέγκορι ή Καπετάν Γρηγόρης” (1986),
το μυθιστόρημα “Ένα και Ένα κάνουν όσο θες” (σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων, 1981),
το θεατρικό έργο “Έρως διατηρητέος έως...” (1996),
και τα μυθιστορήματα “Ο θρήνος της Κλεοπάτρας” (2000),
“Το παιχνίδι του δικαστή” (2002),
“Εκ των πραγμάτων” (σε συνεργασία με τον Θανάση Μπαλοδήμα, 2003),
“Η τέταρτη γυναίκα” (2004),
και το κατασκοπευτικό μυθιστόρημα “Ο ταγματάρχης” (σε συνεργασία με τον Θανάση Παπαρήγα, 2007).
Έχει τιμηθεί με το βραβείο ΥΠΠΟ για το θεατρικό έργο “Έρως διατηρητέος έως...” (1995).
Έλαβε μέρος, με διηγήματά της, και στους τρεις πρώτους τόμους των “Ελληνικών εγκλημάτων”, που κυκλοφορούν από τις Eκδόσεις Kαστανιώτη (2007, 2008 και 2009).


ΥΓ1. Για την Τιτίνα που δεν θα τα καταφέρω να φτάσω σήμερα στην εκδήλωση, για την μαγεία που μου χαρίζει όποτε την διαβάζω, για τις ελπίδες και για την βεβαιότητα ότι τίποτε τελικά δεν έχει χαθεί.

ΥΓ2. Ναι, τίποτα δεν έχει χαθεί, το διαπίστωσα το Σαββατοκύριακο και στην Ρόδο, φίλοι παλιοί, φίλοι καλοί. Ματιά καθαρή και ο Τάσος, ο Σπύρος, η Νάνσυ στην πιο δημιουργική τους στιγμή. Μεγάλη έκπληξη ο Βασίλης, ο Κώστας, ο Ιωσήφ, η Λίλη, ο Ξενοφών που ξαναείδα, ο άλλος Κώστας... Σε ένα νησί απίστευτα όμορφο που δεν παίρνει χαμπάρι ούτε από κρίση ούτε κι από ασχήμια. Αλλά για το Συνέδριο, πολλά περισσότερα, προσεχώς.

ΥΓ3. Ζεστή και μεγάαααλη αγκαλιά στον Γιώργο Γλυκοφρυδάκη (αυτός ξέρει γιατί, Γιώργο μου κι άλλο κοινό μας, ψαχνόμαστε, παιδάκι πια ήδη, ε ναι, πονά...)

ΥΓ4: Τώρα όλα τα άλλα (οι άλλοι κι οι ψευδαισθήσεις τους), τόσο ξεθυμασμένα, τόσο ελάχιστα, τόσο άνευ λόγου, τόσο πολύ μακρινά... Μα να μη μου έχει φανεί ποτέ αλλά ποτέ ότι με... παρενοχλούν κιόλας με την αγάπη τους! Η αρρώστια μάλλον του δυτικού, τόπε και ο φουκαριάρης ο Μαργαρίτης (“στον καθρέφτη σου κοιτιέσαι κι από μόνος σου αγαπιέσαι”, αχ αχ...)

ΥΓ5: Ε ναι, “κλαίμε και μόνοι μας”. Κι έχουμε σοβαρούς λόγους.

ΥΓ6: Μου το είπε το σοφό παιδί εχθές, ο Βασίλης. Κι ο Δον Κιχώτης μόνος απέμεινε, ε εντάξει ακόμα κι ο Σάντσο Πάντσο, το άλτερ έγκο του, ανύπαρκτος! Τώρα, για να με παρηγορήσει;

12/3/10

Ήμουν ο Όμηρος, σε λίγο θα είμαι Κανένας σαν τον Οδυσσέα

Όρια

Υπάρχει κάποιος στίχος του Βερλέν που δεν θα ξαναθυμηθώ.
Υπάρχει κάποιος δρόμος εδώ κοντά που είναι κιόλας απαγορευμένος για τα βήματά μου.
Υπάρχει ένας καθρέφτης που κοιτάχτηκα για τελευταία φορά,
υπάρχει κάποια πόρτα που έχω κλείσει ως τη συντέλεια του κόσμου.
Ανάμεσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης μου (τα βλέπω εδώ μπροστά μου)
υπάρχει κάποιο που δεν θα ξανανοίξω πια.
Τούτο το καλοκαίρι κλείνω τα πενήντα'
ο θάνατος ασταμάτητα με ροκανίζει.


Ο συνένοχος

Με σταυρώνουν κι εγώ πρέπει να 'μαι τα καρφιά κι ο σταυρός.
Μου προσφέρουν το ποτήριο και πρέπει εγώ να 'μαι το κώνειο.
Μ' εξαπατούν και εγώ να 'μαι το ψέμα.
Με καίνε και πρέπει να 'μαι η κόλαση.
Οφείλω να μεγαλύνω και να ευλογώ την κάθε στιγμή του χρόνου.
Τροφή μου είναι τα πάντα.
Το ακριβές βάρος του σύμπαντος, η ταπείνωση, η δοξολογία.
Πρέπει να συγχωρώ αυτόν που με πληγώνει.
Η ευτυχία μου ή η δυστυχία μου δεν έχουν σημασία.
Είμαι ο ποιητής.


Religio Medici, 1643

... Προστάτεψέ με, Κύριε, από την ανυπόμονη
λαχτάρα να γίνω μάρμαρο και λησμονιά.
Προστάτεψέ με απ΄το να είμαι αυτός που ήδη υπήρξα,
αυτός που ήδη υπήρξα ανεπανόρθωτα.
Ούτε από το ξίφος, ούτε από την πυρωμένη λόγχη
να με προστατέψεις, παρά μονάχα από την ελπίδα.

ΥΓ1. "Το να κάνεις καλό στον εχθρό σου, μπορεί να είναι πράξη δικαιοσύνης και δεν είναι δύσκολο: να τον αγαπάς όμως, δεν είναι πράξη ανθρώπου, αλλά πράξη αγγέλου.
"Ο Θεός είναι πιο γενναιόδωρος από τους ανθρώπους, και θα τους μετρήσει με άλλα μέτρα.
"Δώσε τα άγια στα σκυλιά και ρίξε τα μαργαριτάρια στους χοίρους' αυτό που έχει σημασία είναι να δίνεις.
"Η πύλη είναι εκείνη που διαλέγει, όχι ο άνθρωπος.
"Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα, όλα πάνω στην άμμο χτίζονται, όμως το χρέος μας είναι να χτίζουμε σα να 'τανε η πέτρα...
(Περικοπές από ένα απόκρυφο ευαγγέλιο)

ΥΓ2. "Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορεί να μας πληγώσει, παρά μόνο εκείνοι που αγαπάμε".

ΥΓ3. "Δεν υπάρχουν παράδεισοι άλλοι από τους χαμένους παραδείσους"

Χ.Λ.Μπ. για να 'χουμε να πορευόμαστε, όσο με τη σιωπή θα ξαναγίνουμε εκείνο που ανεπανόρθωτα υπήρξαμε. Προστάτεψέ μας μόνο, απ' την Ελπίδα.

10/3/10

Κόκκος άμμου

“Σε έναν κόκκο άμμου, πιασμένο στο στρίφωμα ενός χειμερινού φορέματος της Εμμά Μποβαρύ, ο Φλωμπέρ είχε αντικρίσει ολόκληρη τη Σαχάρα”.
Και βέβαια είναι ο Ζέμπαλντ που το διαπιστώνει αυτό, στο μαγικά εμπεριέχον τα πάντα, “Οι δακτύλιοι του Κρόνου”. Οδοιπορικό, ποιητικά αυτοαναφορικό, φιλοσοφικό, πολιτικό, ένα δοκίμιο- ύμνος στην φθορά, στο αιώνιο που υπάρχει ή δεν υπάρχει και στο ελάχιστο:
“Σαν πράσινο στεφάνι περιστοιχίζει τη λίμνη το δάσος με τα φυλλοβόλα που αργοπεθαίνουν εκτεθειμένα στην ακατάπαυστη διάβρωση της ακτής. Αναμφίβολα είναι πλέον ζήτημα χρόνου πότε τα κύματα θα σαρώσουν τη βοτσαλωτή ακτή, αλλάζοντας μέσα σε μια θυελλώδη νύχτα την όψη ολόκληρης της περιοχής. Και ωστόσο, εκείνη την ημέρα, καθισμένος στη γαλήνια όχθη, ένιωθα το βλέμμα μου να βυθίζεται στην αιωνιότητα”. Γράφει, ατενίζοντας την υφάλμυρη λίμνη του Μπένεκερ Μπρόουντ. Διασώζοντας όλη την ανθρώπινη αίγλη μέσα από τα ερείπια και τη φθορά. Παρατηρώντας το νόημα και την ομορφιά ακόμα και στα ξερά φύλλα.
Αλλά και ο Γιάννης Ευσταθιάδης στην “Πορσελάνη” του κάνει το ίδιο ακριβώς. Αναζητά τον χαμένο εαυτό και τον χρόνο μέσα από αγαπημένα αντικείμενα. Στα “διηγήματα για νεκρές φύσεις” “η ψυχή των πραγμάτων” του Παλαμά, συναντά την τέλεια εφαρμογή της. Ο καναπές που απορροφά τον έρωτα την πλήξη και την φθορά, ο σκελετός μαύρων γυαλιών που διασώζει το βλέμμα, τα ξεχασμένα κλειδιά στο καλαθάκι που σήμερα δεν οδηγούν πουθενά, το κόκκινο φωτιστικό, μοναχικός αντικατοπτρισμός που ζητά αποδέκτη, η μαύρη ομπρέλα για να μην προχωρά ανυπεράσπιστος στη βροχή, η παλιά καπαρντίνα μορφή οικειότητας προς το σώμα, φλιτζάνι τσαγιού με χρυσοποίκιλτα άνθη και τα αγγίγματα των απόντων με αυτόματη επαναφορά σε άλλες ανέμελες πορσελάνινες μέρες. Λευκώματα με φωτογραφίες που τον κοιτάζουν ειρωνικά, υπενθυμίζοντας το τελετεσμένο, το μαύρο στυλό στη μολυβοθήκη σαν τη ζωή του, μια σειρά από σβησμένα στυλό... Σε ένα παιχνίδι διαρκές με τον αιώνιο χρόνο και την πανταχού παρούσα μνήμη. Που αντλεί μια ζωή από μια κουβαρίστρα ή ένα μαύρο κουμπί, και βλέπει την έρημο σε ένα κόκκο εγκλωβισμένης - σε γυναικείο ποδόγυρο- άμμου.
Δεν γίνεται να μη μπει κανείς σε πειρασμό, τα μεγάλα τα θέματα τα χρειάζονται, τελικά, μικροί λογοτέχνες. Οι μεγάλοι, βλέπουν το αίνιγμα και τη λύση παντού, στο πόμολο μιας πόρτας, έχει πει ο Ουγκώ, υπάρχει ένας ολόκληρος βασιλιάς κι ο τίμιος αναγνώστης το ξέρει.

Δημοσιεύθηκε στο Εθνος της Κυριακής

YG Στο ίδιο έργο θεατές, ε θα τα ξαναπούμε πάλι... Σαν φίδι που όλο δαγκώνει την ουρά του, το αστείο είναι ότι όλοι πια είμαστε αναμενόμενοι (μα εντελώς προβλέψιμοι ένα πράγμα) (και bloggers) ουδείς αθώος (ω ναι!) και όλοι, ευτυχώς ή δυστυχώς, ανεπανόρθωτα ο εαυτός μας.
Η μεγάλη έκπληξη ήταν οι απόψεις των παιδιών σε επίσκεψή μου σε σχολείο. Τρίτη Λυκείου, το Λύκειο στο Διόνυσο! Αποκάλυψη! Καθαρότης, μπούσουλας, ελπίδα! Αλλά όλα αυτά, προσεχώς!

ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΕΝΤΡΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΩΝ ΡΟΔΟΥ

Το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου
σας προσκαλεί στο Συμπόσιο που διοργανώνει, με τίτλο
«Υποστήριξη και ανάδειξη του έργου των Συγγραφέων και Μεταφραστών»,
το Σάββατο 13 Μαρτίου 2010 και ώρα 18.30 στο ξενοδοχείο PLAZA,
όπου θα μιλήσουν συγγραφείς, μεταφραστές και δημοσιογράφοι.

Συμμετέχουν:
Ιωσήφ Βεντούρας, Εταιρεία Συγγραφέων
Λίλυ Εξαρχοπούλου, Εταιρεία Συγγραφέων
Κώστας Κουτσουρέλης, συγγραφέας, μεταφραστής
Οι δημοσιογράφοι: Ελένη Γκίκα (Έθνος), Βασίλης Ζηλάκος (Ελευθεροτυπία),
Κώστας Κατσουλάρης (BookPress), Ξενοφών Μπρουντζάκης (Το Ποντίκι),
Πόλυ Χατζημάρκου (Η Δημοκρατική της Ρόδου).
Θα ακολουθήσει συζήτηση με το κοινό.

Είσοδος ελεύθερη για το κοινό

5/3/10

“Είμαστε εγκλωβισμένοι στη στιγμή”

Για το βιβλίο της Εύας Στάμου “Μεσημβρινές Συνευρέσεις” (εκδ. Μελάνι) στον Ιανό.

“Τελικά, όλα τα μεσημέρια γίνονται'
οι παιδικές σκανταλιές, οι πλέον παράνομες, παράτολμες διαδρομές, οι αγριευτικότερες κλοπές, τα πιο απίθανα όνειρα και σχέδια.
Ίσως επειδή στα παιδικά μας χρόνια έχουν τις ρίζες τους:
Ο πρώτος μας λανθάνων έστω ερωτισμός, οι πιο παράλογες ενοχές, μια αλλόκοτη μοναξιά και μια νοσταλγία αντίστροφη επειδή γύρευε τί παιχνίδι παίζεται με τον χρόνο, μπορεί και να μας έρχεται απ' το μέλλον. Εκείνο το “τιμώρησέ με” κι ύστερα για όλα τα χρόνια άλλην αγάπη να μην την εννοείς.
“Χάρτης” το σώμα, τόπος όπου κατοικεί ο Χρόνος. Ωσεί Νεκροί, απ' τη στιγμή της γέννησής μας, από την πρώτη εκείνη στιγμή.
“Μεσημβρινές συνευρέσεις” ο τίτλος του βιβλίου της Εύας Στάμου και λόγω ιδιότητας, στην αρχή σε παραπέμπει αλλού. Σε συνεδρίες, ψυχαναλυτικής φύσης, αλλά και σε ερωτικά συναπαντήματα μεσημεριού. Εξάλλου, το ίδιο και τ' αυτό ζητούμενο: ο Χρόνος ο άχρονος, η αιωνιότητα που κατά τον Ταρκόφσκι μάλλον ή κατά τον Γκράχαμ Γκρην; Κατά τον “Ιερέα” καθηγητή της Εύας στη “Στιγμή” η διαδρομή του και η διαδοχή του δεν είναι γραμμική. Όχι η συνέχεια, αλλά κατά κάποιον τρόπο ένας άλλος μαγικός, πείτε τον παιδικά, θεικός, θεολογικά, υπερβατικός, ανθρώπινα, Χρόνος, ο οποίος βιώνεται ή αναζητείται, έστω σε εξαιρετικές “στιγμές”: στα όνειρα, στην προσευχή, στον ερωτικό σπασμό, στις ελάχιστες στιγμές αληθινής δημιουργίας, στις συνεδρίες, αν σου κάτσει, στον επιθανάτιο σπασμό.
Ως πρόγευση, τον έχουμε όλοι λίγο έως πολύ δοκιμάσει. Και τον αποζητούμε ξανά και ξανά σαν τον παράδεισο των παιδικών μας χρόνων, σαν την Εδέμ και την Αιώνια Επιστροφή, σαν τον Χαμένο ή Άγνωστό μας Θεό. Στο “άλλο μισό” μας συνήθως που αλλάζει πρόσωπο κι όνομα και υπόσταση μέσα στον χρόνο.
Και η Εύα, αυτό το γνωρίζει καλά και το ψάχνει παντού. Κάτω απ' τον ίδιο τίτλο, εφόσον πάντοτε ένα είναι το ζητούμενο, να αγαπηθεί κανείς επιτέλους για να μπορέσει να δει και ν' αγαπήσει εαυτόν.
Σε οκτώ διηγήματα -κύκλους που περιλαμβάνουν τα πάντα.
Το ειλικρινές σώμα μας, πρώτ' απ' όλα, που είναι ο Χάρτης ολόκληρης ζωής. Εκεί όπου θα χαραχτούν τα μετέπειτα “αγάπα με” και “τιμώρησέ με” αλλά και θα κάνει παιχνίδι η απώλεια και η φθορά. Θα κατοικήσει ο χρόνος εφόσον “νεκροί είμαστε από την ώρα της γέννησής μας”, το είπαμε.
Με τρόπο κρυστάλλινο, υποδόριο, που μιλά με νεύματα, ψίθυρους και σιωπές. Που συμπληρώνεται από εικόνες του παρελθόντος αλλά και ήχους και σκηνές του δρόμου, εφόσον όλα αυτά εμείς είμαστε κι ο έρωτας είναι ότι είναι και ό,τι θα ήθελε αλλά δεν είναι κανείς.

Στο πρώτο διήγημα του κύκλου “Ο Χάρτης” το γυναικείο σώμα είναι ο τόπος (όπως τόπος είναι το σώμα και σε όλες τις ιστορίες της συλλογής):
“Κάθε πρωί που ξυπνάω συναρμολογώ τον εαυτό μου”, εξομολογείται η ηρωίδα και ίσως να είναι απ' όλα τα διηγήματα, το πιο δραματικό.
“Δημιουργώ αυτό που θέλω να βλέπουν οι άλλοι.
Καλύπτω την αλήθεια της σάρκας κι επιλέγω μιαν αλήθεια δική μου, διαλύω και ξαναφτιάχνω την εικόνα μου σύμφωνα με τη διάθεση και τις αντοχές της ημέρας. Τα σημάδια μου, τα παράσημά μου τα κρατώ μόνο για μένα, τ' αγγίζω τις νύχτες κουρνιασμένη στο μονό μου κρεβάτι”.
“Θέλω να πω την ιστορία μου, την ιστορία του κορμιού μου”.

Και την λέει. Με έναν τρόπο αρκούντως υπερβατικό, καθαρά ερωτικό:
“Το σώμα μου το κουβαλάω σαν φορτίο, ένα βάρος ξεκομμένο από μένα, μια αποσκευή που δεν γίνεται να αποχωριστώ”.
“Το σώμα μου είναι ένα χάρτης. Ζωγραφισμένο το δέρμα από το παρελθόν μου, την ιστορία μου, τις μέρες και τις νύχτες μου ανάμεσα στους ανθρώπους. Το σώμα μου είναι ένας χάρτης χαραγμένος, σημαδεμένος απ' άκρη σ' άκρη: φλέβες, αρτηρίες, μελανιές, ραγάδες, αποχρωματισμοί και γραμμές έκφρασης. Σημάδια και όρια. Σύνορα ανάμεσα στα κορμιά, στην αλήθεια και στη φαντασία, στη ζωή και στο θάνατο. Ορατές κι αόρατες γραμμές που περιχαρακώνουν, προστατεύουν, απαγορεύουν.
Είμαι το αποτέλεσμα του χρόνου που έχω χρησιμοποιήσει, όπως αυτό μορφοποιείται στο κορμί μου”.
“Μισώ τη νωθρή κι αχόρταγη σάρκα μου, φοβάμαι τη μνήμη της”.
“Υποκύπτει η ύλη στο χρόνο, υποκύπτει κι η περηφάνια μου στους ανθρώπους. Μέρα τη μέρα αλλάζω, σε κάποια που δεν είμαι εγώ”
“Επανάληψη. Λόγια, κινήσεις, πράξεις χωρίς τίποτα καινούργιο κι αυθεντικό. Υλικό ανακυκλωμένο”.
“Πλαστικά εξώφυλλα και πλαστικά ποτήρια πλαστικά αισθήματα”.
“Ψυχή προστατευμένη από την αληθινή, σκληρή και βαθιά ερημιά που νοιώθει κανείς όταν αγαπά”.
“Να μη σκορπίσω”.
“Αυτό που έχει σημασία είναι να επανερχόμαστε στην αρχική μας θέση”.
Γι' αυτό και υπάρχει αυτός ο άντρας που επιμένει να την λέει Έσθερ.
“Το έχω ανάγκη να κρατηθώ από κάποιον ή κάτι, να μην παρασυρθώ, να μην σκορπίσω. Κάθε εβδομάδα οι ίδιες κινήσεις στον ίδιο χώρο σαν σε σκηνή θεάτρου”.
Τον συναντά στο ίδιο πάντα ξενοδοχείο.
Δεν την ξέρει. Κατά κάποιον τρόπο είναι λες και μιαν άλλη να συναντά.
“Δεν ξέρει τ' όνομά μου, δεν ρώτησε ποτέ. Τις νύχτες με φωνάζει Έσθερ”.
“Θα με κοιτάξει έντονα μια μόνο στιγμή πριν αρχίσει να λέει με τη βραχνή, ραγισμένη φωνή του. “Το σώμα σου είναι ένας χάρτης”.

Πρωτοπρόσωπα και μέσα από έναν γυναικείο μονόλογο, ο έρωτας- ανάγκη, ο έρωτας – προβολή. Για τον καθένα, η δική του ανθρωπογεωγραφία, το λαβωμένο πρόσωπό του που πιάνεται από τον άλλο, διεκδικώντας μια χαμένη αιώνια στιγμή.
Ιστορία απίστευτης συγγραφικής δύναμης και συναισθηματικής καθαρότητας, ο έρωτας- πένθος, που αρκεί και μόνο για να κερδίσει η συγγραφέας την αθανασία μιας ζωής. Παρ' ότι ιδωμένο από τη γυναικεία πλευρά, τελικά πανανθρώπινο. Εξάλλου έτσι δεν λένε, ότι γεννιόμαστε με το πρόσωπο που μας έδωσε η φύση και αποκτάμε το πρόσωπο που μας αξίζει; Το πρόσωπο του έρωτα είναι το σώμα και πάνω του ανελέητα καταγράφεται όλη μας η ζωή.

Το “σώμα” είναι ο τόπος και στο “Ρίσκο”, την δεύτερη ιστορία της συλλογής.
'Ενας μεσήλικας κάθεται σε μια καφετέρια και ηθελημένα στην αρχή, αθέλητα ύστερα παρακολουθεί τον διάλογο δυο νεαρών γυναικών:
“Η παρουσία μου δεν τις ενδιέφερε στο ελάχιστο. Μου 'ριξαν μια βιαστική ματιά κι ύστερα βάλθηκαν να διαβάζουν τον κατάλογο. Ηταν πολύ νέες. Πολύ νέες για μένα”.
Ο διάλογός τους στη συνέχεια σε διαλεκτική με τον δικό του εσωτερικό μονόλογο για την δική της
“καληνύχτα που έμοιαζε με βρισιά” ως “όλα είναι ευκολότερα τώρα που είμαι αδύνατη”,
Η συνομιλία με τη γυναίκα του “Σπάνια έδινε σημασία στις απαντήσεις μου, συνήθως μ' έκοβε απότομα και με δύσπιστο ύφος έκανε κάποιο σαρκαστικό σχόλιο για το σώμα της, τα ρούχα της, το δικό μου γούστο. Σύντομα κατάλαβα ότι καμία απάντηση εκ μέρους μου δεν θα ήταν ποτέ αρκετά πειστική και σταμάτησα ν' ανταποκρίνομαι στις ερωτήσεις της”.
“Τα βίαια ξεσπάσματά της τελείωναν πάντα με τη δήλωσή της ότι σιχαίνομαι το κορμί της και το ξέρει. Η αλήθεια είναι ότι σιχαινόμουν τη συμπεριφορά της”
“Το κορμί της, η μόνη σταθερή αξία στη σχέση μας”.
Το σώμα- Τόπος, λοιπόν, ξανά. Το σώμα “έτσι ακριβώς το είπα, την ουσία της ύπαρξής της”. Στο οποίο πάλι και πάλι επιστρέφει σταθερά. Χωρίς να πάρει το ρίσκο να ομολογήσει την ανάγκη του, εν τέλει, ποτέ:
να της ζητήσει “να τον παρηγορήσει, όπως παρηγορούσε την κόρη τους”.
Γνωρίζοντας κατά βάθος ότι και ποτέ δεν θα το τολμούσε, τελικά.
Εδώ, η Εύα Στάμου μέσα από έναν ανδρικό αυτή τη φορά μονόλογο, λύνει την παρεξήγηση αιώνων. Για το σώμα που παρά τις μεταμορφώσεις, είναι το ίδιο, πάντοτε εκεί. Εμείς αλλάζουμε με τον χρόνο. Γινόμαστε άλλοι κι αυτό ρημαγμένη, ακατοίκητη σταθερά.
Με το βάρος να γίνεται παραίτηση, όπλο, πρόσχημα ή και ασπίδα προστασίας καμιά φορά. Ξεχασμένος, χάρτης, παλιός, αυτή τη φορά.

Στις “Μεσημβρινές συνευρέσεις” που βαφτίζει με τον τίτλο κι όλη τη συλλογή, η Συνάντηση θα γίνει πιο σύνθετη, όπως σύνθετος είναι και ο έρωτας στη πολυσύνθετη σημερινή εποχή. Παιχνίδι εξουσίας και επιβολής.
“Πρώτη φορά γνώριζα αληθινές πουτάνες”.
“Ηθελα να τον παιδέψω, να του δώσω να καταλάβει ότι η παρουσία μου εδώ αποτελούσε μια θυσία, μια πτώση σ' έναν κόσμο όπου δεν ανήκα, που καταδέχτηκα για χάρη του- κι ας μην ήταν αυτό ολόκληρη η αλήθεια”.
“Είχα μάθει από μικρή ότι οι άλλοι μου χρωστούσαν όταν τους καταδεχόμουν. Δηλαδή όσοι δεν ήταν όπως εγώ, όσοι δεν ανήκαν στον κύκλο μου. Αυτό το έμαθα στο ιδιωτικό σχολείο που μ' έστειλαν οι γονείς μου. Τα πράγματα στη ζωή ήταν απλά: Το τίμημα το πλήρωνε πάντα εκείνος που είχε τα λιγότερα, εκείνος που είχε κάτι ν' αποδείξει. Όσο περισσότερα έχεις- σε χρήματα, γνώσεις, γνωριμίες, εμφάνιση- τόσο λιγότερο χρειάζεται να ξοδέψεις για τους άλλους”.
“Στο σπίτι μας τα πάντα ήταν τακτοποιημένα και παστρικά: ασπρόρουχα, επιθυμίες και αισθήματα”.
Εκείνη, μια νεαρή μεταξωτή, κακομαθημένη φαινομενικά αστή.
Εκείνος, ένας άντρας κάποιας ηλικίας που μονάχα μέσα στο χώρο ενός αληθινού μπορντέλου μπορεί να την ποθεί:
“Εγώ είμαι τρελή ή εσύ που δεν μπορείς να κάνεις έρωτα σαν φυσιολογικός άνθρωπος, που δεν μπορείς... που δεν θέλεις να πας μαζί μου επειδή... επειδή δεν είμαι πόρνη. Που με σέρνεις στα μπουρδέλα, που προσπαθώ να...”
“Εγώ είμαι τρελή ή εσύ που πηγαίνεις μόνο με πουτάνες;”
“Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πουτάνα από σένα, κατάλαβες; Νομίζεις πως δεν ξέρω την αλήθεια, νομίζεις ότι η επιθυμία με έχει τυφλώσει;”
“Πουτάνα” για κείνον, εξάλλου κι αυτή.
“Τα ξέρουν όλα, ακόμα και για το όπλο γνωρίζουν”.

Το πιο σύνθετο διήγημα απ' όλα, ο έρωτας- τιμωρία, υποταγή. Και μια καινούργια γενιά τρομοκρατών σε πτωτικά επαναστατικά παιχνίδια που έρχεται μοιραία αντιμέτωπη με μια καινούργια γενιά καταδιωκτών. Σωματική, βεβαίως, αλλά εντελώς διαφορετική η τιμωρία.
Με αδρές, καθαρές πινελιές, η συγγραφέας σκιαγραφεί τους δυο εντελώς διαφορετικούς ταξικά κόσμους που σμίγουν όμως στον ίδιο πάτο σκουπιδιών. Μ' επίγνωση ενίοτε και κάποιες άλλες φορές παίζοντας εντελώς την τυφλόμυγα. Τα μεγαλύτερα ψέματα, άλλωστε, ο καθένας μας τα λέει στον ίδιο του τον εαυτό.

Το επόμενο διήγημα “Μ' αυτό περνούν όλοι οι πόνοι” είναι η παράλληλη ιστορία, διαδρομή, ψυχικό άλγος, δυο γυναικών και όμως, η μία είναι είναι η ψυχοθεραπεύτρια. Που συναρμολογεί κι αυτή, όπως ακριβώς και η γυναίκα της πρώτης ιστορίας, κάθε πρωί εαυτόν:
“Μόνο όταν έχω μαζί μου όλα όσα κουβαλάω νιώθω ασφάλεια, παρόλο που τα περισσότερα σπάνια τα χρησιμοποιώ”.
“η γυναικεία τσάντα: ένας κόσμος ολόκληρος με τ' όνομά της”,
να της υπενθυμίζουν το “ποια είναι” ή οφείλει να είναι, διαρκώς:
“εδώ και τρία χρόνια εργάζομαι σε μια κλινική υγείας για γυναίκες”.
Τεχνικές που της επιτρέπουν να υπάρχει και να επιβάλλεται στον χώρο:
“Την πλησιάζω αργά, χαμογελώντας, γεγονός που την κάνει να νοιώθει άβολα. Δεν χάνω ποτέ την αυτοκυριαρχία μου, παρά τις προσπάθειές της να μ' εκφοβίσει, κι αυτό την κάνει να με σέβεται. Της μιλάω όσο πιο γλυκά γίνεται”.
Εξάλλου και η ίδια το γνωρίζει, δεν είναι σαν αυτές:
“Τις γυναίκες διαφορετικών εθνικοτήτων που επισκέπτονται την κλινική τις αναθέτουν σχεδόν πάντα ή στην Κάρμεν που κατάγεται από τη Χιλή, ή σ' εμένα”.
Τα ραντεβού, η δική της σανίδα σωτηρίας:
“Ανυπομονώ για το πρώτο ραντεβού, που έχει αργήσει δέκα λεπτά, ελπίζοντας ότι η συζήτηση με τη γυναίκα θα καλύψει μ' ένα πρόσκαιρο πέπλο όσα με βασανίζουν τους τελευταίους μήνες, ότι θα λειτουργήσει σαν παυσίπονο για την οδύνη μου”.
Και η γυναίκα θα 'ρθει, θυμωμένη, σπαραγμένη, κρατώντας ένα καρότσι κι ένα παιδί:
“Παρατηρώ ότι αν η γυναίκα και παιδί έχουν κάτι κοινό, αυτό είναι η έλλειψη αντίδρασης σε οτιδήποτε”.
“Έχω κατάθλιψη και παίρνω χάπια. Αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, ηρεμιστικά, μια σακούλα χάπια. Ο γιατρός αυξάνει συνέχεια τη δόση μου, λέει ότι δεν γίνεται διαφορετικά”.
“Μου λέει ότι ο πατέρας του μωρού πέθανε πριν από τέσσερις μήνες. Δεν έχει συγγενείς.... Οι γονείς της πέθαναν όταν ήταν έφηβη”.
“Ορκιστήκαμε ότι δεν θα χωρίσουμε ποτέ, υποσχέθηκε ότι θα με προστατεύει ό,τι κι αν γίνει”.
“Ορκιστήκαμε ΄ότι δεν θα χωρίσουμε ποτέ”,
“πιστέψτε με, είμαι ένοχη, πώς μπόρεσα να δείξω τόση κακία, πώς μπόρεσα;”
“Φάε την πιπίλα σου αγάπη μου... 'Ετσι μπράβο. Είδες πόσο καλύτερα είναι τώρα; Μ' αυτό περνούν όλοι οι πόνοι”.
Η πιπίλα- αντίδοτο στον σπαραγμό του παιδιού, όπως τα χάπια- αντίδοτο στο δικό της. Το πένθος, η μόνη πρόσβαση, ο δρόμος που θέλοντας και μη η ίδια οφείλει να περάσει:
“Ζήσε τον πόνο σου. Σταμάτα να προσπαθείς να το ξεπεράσεις. Αφέσου στη θλίψη”.
“Θα περάσει;”
“Το πένθος είναι ένας δρόμος μοναχικός, μια πορεία κυκλική, επαναληπτική που διαρκεί απροσδιόριστο διάστημα κι έχει ως μοναδικό σκοπό την επιστροφή. Ξέρω ότι πονάς, ξέρω πως η απουσία της αγαπημένης μορφής είναι αβάσταχτη. Δεν θα ξεχάσεις ποτές, μα στο τέλος της διαδρομής σε περιμένει ο εαυτός σου”.

Το τσιγάρο μετά για την ψυχοθεραπεύτρια, ό,τι ακριβώς η πιπίλα του μωρού
“μ' αυτό περνούν κάθε πόνοι”.
Παρά την επίγνωση
“αυτό που προσπαθώ να ξορκίσω βρίσκεται μέσα μου, είναι ένα με μένα και σαν ανοιχτή πληγή αιμορραγεί με κάθε αφορμή”.
Εξάλλου, άλλο η διάγνωση και άλλο η θεραπεία. Μέσα από διαλόγους τοξικά διαβρωτικούς, κρυστάλλινα καθαρούς, η απώλεια και η επώδυνη επαναφορά, οι μικρές τεχνικές που από μωρά διδαχτήκαμε με τις οποίος “κάθε πόνο περνά”,
καταπραύνεται, τουλάχιστον!

“Η ηχώ”, πέμπτη ιστορία της συλλογής, αποτελεί μια αντήχηση έρωτα. “Έρωτας τόσο, όσο...”
Όσο να μη κινδυνέψει η εικόνα του, να μην πάει το μαχαιράκι της επιθυμίας και της αλήθειας παρακάτω.
Κεντρικός ήρωας ο Μίλτος, συγγραφέας γνωστός που ζει μια ομοίως ζωή χάρτινη:
“Έτσι του συνέβαινε πάντα όταν κινδύνευε να χάσει τον έλεγχο μιας κατάστασης ή του εαυτού του”.
“Είχε αναπτύξει αυτόν τον μηχανισμό άμυνας κατά την διάρκεια της εφηβείας του, τότε που αισθανόταν συχνά την επιθυμία “για να τα σπάσει όλα”. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μια παράξενη κούραση κατέβαλε το κορμί του, μια κούραση που άγγιζε τα όρια της εξάντλησης”.

“Το σώμα του αρνιόταν να τον υπακούσει και να συνεχίσει να λειτουργεί φυσιολογικά κάτω απ' την πίεση των συναισθημάτων. Συνήθως φαντασιωνόταν ότι έβριζε ή ακόμα ότι ξυλοκοπούσε το αντικείμενο του θυμού του”.
“Στην πραγματικότητα σπάνια εξέφραζε ανοιχτά την επιθετικότητά του. Είχε βρει πιο αποδεκτούς τρόπους για να ξεσπάει: την αδιαφορία, την επιτηδευμένη ευγένεια, την αποστασιοποίηση, την ειρωνεία και, εν τέλει, τη διακοπή της επαφής”.
“Είχαν δώσει ραντεβού στο Σκουφάκι μετά από δική του επιμονή”.
Η συγγραφέας και πάλι θα κάνει θαύματα, υπηρετώντας το θέμα με σκέψεις, κινήσεις, φράσεις, περιβάλλοντα χώρο, συμπεριφορές:

“... Ο Μίλτος χάιδευε επιδεικτικά με το βλέμμα του το κορμί της και της χαμογελούσε με υπερβολικό τρόπο”.
“Εκείνος δεν μιλούσε από θυμό κι ο Γιάννης – όπως υπέθεσε- από αμηχανία ή φόβο”.
“Τις περισσότερες φορές σταματούσε απλά να επικοινωνεί και να απαντά στα τηλεφωνήματα των νεαρών για κάποιες μέρες ή εβδομάδες, ώσπου να πάρουν το μήνυμα και να σταματήσουν ν' ασχολούνται μαζί του”.
“Του άρεσε να ξέρει ότι είναι επιθυμητός”.
“Κάθε νέο κορμί που χάιδευε, φιλούσε, διαπερνούσε, ήταν ένα ταξίδι σε μια άγνωστη γη”.
“μια απόδραση από τη δική του περιορισμένη χώρα”.
“Οι φιλίες του διακρίνονταν για την αντοχή τους στον χρόνο κι όχι για το βάθος και την εντιμότητα της επαφής. Όσο λιγότερο τον απειλούσες με συναισθηματική εγγύτητα, τόσο αυξάνονταν οι πιθανότητες να εισχωρήσεις στον κύκλο αυτών που αποκαλούσε φίλους. Για την ακρίβεια, ο τίτλος “φίλος” ήταν ένας χαρακτηρισμός που απέδιδε σε όσους τον άντεχαν χρόνια, δίχως να τον γνωρίζουν ή να τον πλησιάζουν αληθινά, δίχως να ενδιαφέρονται να προσεγγίσουν τον άνθρωπο πέρα από το ρόλο, δίχως να τον ενοχλούν”.

Ο,τι του χαλά την εικόνα που θέλει να πλάσει, το πετά, το ξεχνά, σαν παράγραφο από την ίδια του την ιστορία, που δεν αποκαλύπτει ούτε στον ίδιο του τον ψυχαναλυτή. Στον οποίο δεν πάει για να θυμηθεί ή να σωθεί, αλλά για να τον σαγηνεύσει, για ακόμα μια φορά να επιβεβαιωθεί.
“Δεν μίλησε για τον Δήμο ούτε στον ψυχαναλυτή. Άνοιξε στον Βασιλειάδη μια κουβέντα για τις κακές προθέσεις, την προδοσία και την ατολμία των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν την αλήθεια και το θέμα έμεινε εκεί”.
Αλλά βρικολακιάζουν τα φαντάσματα όταν τα ξεχνάμε και ζωντανεύουν στην ίδια μας τη ντουλάπα οι σκελετοί.
Στον αντίποδά του, ο Γιάννης, ο τελευταίος του εραστής. Ταλαιπωρημένος, ομοίως, αλλά γενναίος. Με την διάθεση να μην κάνει τα στραβά μάτια ποτέ. Καθρέφτης σκληρός κι ανελέητος για τον Μίλτο και δεν τον αντέχει:
“Μα δεν είναι αξιολύπητος κάποιος που κρύβει την αλήθεια κι απ' τους άλλους και από τον εαυτό του κάποιος που στην ηλικία σου...
Ξέρεις τί κατάλαβα για σένα; Δεν έχεις τίποτα δικό σου, τίποτα αυθεντικό, είσαι μια αντανάκλαση. Τα λόγια κι οι πράξεις σου είναι πάντα αντίλογος κι αντίδραση στα λόγια και στις πράξεις των άλλων”.
“Είσαι δειλός και ψεύτικος”.
“Έχεις μεγάλη διάρκεια, αλλά τίποτα αυθεντικό”.
Αλλ' ο καθένας μας συντηρείται με τις δικές του αλήθειες και ψεύδη και ο Μίλτος έχει μάθει να ζει την δική του καλοχτισμένη κι οχυρωμένη ζωή. Ευκαιρία εξάλλου και για το καινούργιο του μυθιστόρημα. Εχει ήδη τον τίτλο. Καθόλου δεν σκάει.
Μια προδοσία, λοιπόν, που του συνέβη σε ηλικία εφηβική, θα τον κάνει φυγά και προδότη μια ζωή από την ίδια του τη ζωή. Η αντανάκλαση του μέλλοντός μας έχει πάντοτε παρελθούσες ρίζες και μια ψυχαναλύτρια το γνωρίζει καλά.

Στην “Αλυσίδα” ζορίζουν τα πράγματα. Λαγνεία θανάτου και τ' αναπόδραστο. Και πώς μπορεί κανείς ν' αναμετρηθεί μαζί του.
Η ηρωίδα πιασμένη στο δόκανο κι απέναντί της ένας άντρας που το έχει βιώσει και έχει επιβιώσει:
“Υπάρχει μια αόρατη αλυσίδα που μας κρατάει ενωμένους με τη ζωή. Όταν έρθει η ώρα να φύγουμε, τα νήματά της σιγά- σιγά χαλαρώνουν κι όταν είμαστε έτοιμοι να επιστρέψουμε στη μήτρα του σύμπαντος, διαλύονται και μας αφήνουν ελεύθερους”.
“Κάποιες φορές η αλυσίδα κόβεται απότομα, όσο χρόνο παίρνει απ' τη μια ανάσα στην άλλη κι ψυχή ανέτοιμη ν' αλλάξει μορφή βρίσκεται για ένα διάστημα μετέωρη ανάμεσα σε δυο καταστάσεις: το άδειο, σάρκινο περίβλημα που την περιέκλειε και τον άυλο κόσμο απ' όπου ξεκίνησε”.
“Είναι που κουβαλούν το βάρος δυο ψυχών”.
Η απώλεια του άλλου, που για κείνη σχεδόν σημαίνει απώλεια εαυτού. Φεύγοντας πήρε και την εικόνα της μαζί του. Θα χρειαστεί με κόπο πολύ να την αναπλάσει,
κι αν ίσως, ίσως σταθεί τυχερή, να την ξαναβρεί.

Στην προτελευταία ιστορία της συλλογής με τον προστατικό τίτλο “Τιμώρησέ με”, ο μηχανισμός θύτη και θύματος και το ερωτικό παιχνίδι φύλλο- φτερό.
“Η παιδική μου ηλικία χαρακτηριζόταν από αφθονία αγαθών και περιορισμό αισθημάτων”.
“Δεν μπόρεσα ποτέ να την ξεπεράσω την επιθυμία μου για τιμωρία”.
“Χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου από καρκίνο και την απομάκρυνση από τη μητέρα μου και τ' αδέλφια της, αναζητούσα σε κάθε ερωτική σχέση τον άντρα που θα με επανέφερε στην τάξη και θα με προστάτευε από τα πάθη και τα λάθη μου, από τον ίδιο μου τον εαυτό”.
“Το μικρό κορίτσι μέσα μου δεν έπαψε ωστόσο ν' αναζητά τη μόνη μορφή προσοχής που του είχε επιβληθεί σταθερά, από την παιδική ηλικία ως την ενηλικίωση: την τιμωρία”.
“- Ωραία, λοιπόν. Είμαι κούκλα και δεν μπορώ να σου αντισταθώ. Είμαι φτιαγμένη για να παίζεις μαζί μου. Αλήθεια από τι υλικό είμαι φτιαγμένη;
- Από βαμβάκι.
- Υπέροχα. Πάρε το σχοινί από το κρεβάτι και δέσε με. Δέσε τα χέρια μου πίσω απ' την πλάτη.
- Δεν θέλω να σε πονέσω.
- Γιατί με παιδεύεις; Γιατί δεν κάνεις αυτό που σου ζητάω;
- Σε λατρεύω. Ψιθυρίζει στ' αυτί μου..
περνάω την αλυσίδα στο λαιμό μου και...”

Η αγάπη, σκληρότητα και τιμωρία βιωμένη, δεν γίνεται διαφορετικά να την δει.
Όσο την τιμωρεί, ο κυρίαρχος είναι εκείνη. Εκείνη που διατάζει. Οταν αρχίζει να την λατρεύει, παιχνίδι γίνεται, αντικείμενο, και παρά την αγάπη του, ο κυρίαρχος γίνεται αυτός!
Ένα παράδοξο παιχνίδι εξουσίας όπως είναι ο έρωτας, σαν αντεστραμμένο κάτοπτρο, με κανόνες τόσο σκοτεινά ασαφείς. Τους οποίους η συγγραφέας λαμπίκο μας τους επιστρέφει, καλογυαλισμένος, σαφείς.

Στο τελευταίο διήγημα”Η στιγμή”, επί χάρτου και οι μηχανισμοί μνήμης, τα παιχνίδια του μυαλού και του χρόνου, οι αρμοί της αφήγησης όπου όλα βρίσκονται εκεί. Κι ο χρόνος σαν του Θεού, ενιαίος. Το τέλος, ευθύς εξ' αρχής. Ο χρόνος που γερνά και η στιγμή που διαρκεί αιώνια.
'Ηρωάς της, ένας πια γερασμένος αλλά γοητευτικός καθηγητής.
“Οι ζωντανοί είναι οι νεκροί” ισχυρίζεται και “οι νεκροί είναι ζωντανοί”.
Τον ακολουθεί παντού. Αυτοαναφορική η ιστορία της. Τον έχει ανάγκη τόσο ώστε δεν θέλει να τον χάσει που αποφασίζει να τον διασώσει, τελικά, στο χαρτί.
Για να διασωθεί μαζί του η άποψή του για τον χρόνο, για να ζήσει “το πλήρωμα του χρόνου” που της υποσχόταν αυτός. Ετεροχρονισμένα. Και όταν θα το έχει τόσο μεγάλη ανάγκη. Είναι αρκετά επεξηγηματική. Να φανερώσει θέλει, ν' αποκαλύψει, δεν επιθυμεί να κρυφτεί:
“Ο λόγος είναι ο θάνατος του πατέρα”.
Και ενδεχομένως μ' αυτό να εξηγεί και την αναγκαιότητα της γραφής.
Ως Χρόνος πεπληρωμένος. Τάξη στο άχρονο Χάος, διασωθείς ο απωλεσθείς χρόνος με τρόπο ώστε ποτέ πια να μη χαθεί.
“Είμαστε εγκλωβισμένοι στη στιγμή”,
Η αιώνια στιγμή, που αποτελεί για τον συγγραφέα η κάθε του ιστορία.

Η Εύα Στάμου μέσα από διαφορετικές ερωτικές συναντήσεις φωτίζει κάθε μας αυτοκαταστροφική επαναληπτικότητα, ακτινογραφεί κάθε κρυφή πληγή. Απομονώνοντας το σύμπτωμα και επαναφέροντας στο προσκήνιο το αρχικό άλγος με καθαρότητα σπάνια, γλώσσα σχεδόν σωματική. Χωρίς να κλείνει τα μάτια της πουθενά: παρελθόν και παρόν και μέλλον, εδώ, και στην πιο ανεπαίσθητη κίνηση των ηρώων, και στην κάθε φράση, στην κάθε σιωπή. Στον περιρρέοντα χρόνο και χώρο. Γιατί όλα είναι “εγώ”, όλα γίνονται “εσύ”.
Με ό,τι έχουμε γράφουμε κι ερωτευόμαστε με ό,τι είμαστε. Και η Εύα ως ψυχοθεραπεύτρια είναι εντελώς ιαματική. Σαν συγγραφέας, ήδη το καταλάβατε, έχει κάνει θαύματα.

Τα μεσημέρια περνούσαν “αράπης” και “γύφτος”, τα μεσημέρια οργίαζε ο νους, τα μεσημέρια, μη το ξεχνάτε, παίζαμε τον γιατρό. Και οι μηχανισμοί της μνήμης έχουν την δυνατότητα της διαρκούς επανάληψης. Στόχος μας, φιλοσοφικά και θεολογικά, το απόλυτο. Η αιώνια στιγμή. Το δίπολο έρωτας- θάνατος. Το ξόρκι μαζί και η προσευχή. Διότι “χάρτης το κορμί”και η ζωή μαγική, η συγγραφέας Εύα Στάμου δε ιαματική, από μας, αρκεί μονάχα η αποδοχή.

Τώρα θα υπογράφω alef, μ' αρέσει, εκεί ήμουν ελένη γκίκα

ΥΓ. Ήταν μια σπανίως αποκαλυπτική νύχτα (είδαμε ΚΑΙ όσα δεν βλέπαμε), είναι ένα βιβλίο- καθρέφτης. Εκεί είμαστε εμείς. Όλοι μας. Αλλά ό,τι θέλει, βλέπει, συνήθως κανείς...

2/3/10

Το σώμα μου είναι ένας χάρτης

“Μισώ τη νωθρή κι αχόρταγη σάρκα μου, φοβάμαι τη μνήμη της”.

ΤΕΤΑΡΤΗ 3 ΜΑΡΤΙΟΥ και ώρα 20.30, στον Ιανό,
«Μεσημβρινές συνευρέσεις» της ΕΥΑΣ ΣΤΑΜΟΥ, εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ
Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο Αλέξης Ζήρας, πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων και η Ελένη Γκίκα, συγγραφέας και κριτικός.
Θα ακολουθήσει συζήτηση της συγγραφέως με τον κριτικό Λάμπρο Σκουζάκη (Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, blog Πανδοχείο)
Είσοδος ελεύθερη

ΥΓ. Πρόγευση βιβλίου 'η μάλλον από το κείμενό μου γι' αυτό και για το πρώτο και μόνον διήγημα της σειράς, τα υπόλοιπα θα τ' ακούσετε εκεί, όσοι θα είστε.

“Τελικά, όλα τα μεσημέρια γίνονται'
οι παιδικές σκανταλιές, οι πλέον παράνομες, παράτολμες διαδρομές, οι αγριευτικότερες κλοπές, τα πιο απίθανα όνειρα και σχέδια.
Ίσως επειδή στα παιδικά μας χρόνια έχουν τις ρίζες τους: ο πρώτος μας λανθάνων έστω ερωτισμός, οι πιο παράλογες ενοχές, μια αλλόκοτη μοναξιά και μια νοσταλγία ανάστροφη επειδή γύρευε τί παιχνίδι παίζεται με τον χρόνο, μπορεί και να μας έρχεται απ' το μέλλον. Εκείνο το “τιμώρησέ με” κι ύστερα για όλα τα χρόνια άλλην αγάπη να μην την εννοείς.
“Χάρτης” το σώμα, τόπος όπου κατοικεί ο Χρόνος. Ωσεί Νεκροί, απ' τη στιγμή της γέννησής μας, από την πρώτη εκείνη στιγμή.
“Μεσημβρινές συνευρέσεις” ο τίτλος του βιβλίου της Εύας Στάμου και λόγω ιδιότητας, στην αρχή σε παραπέμπει αλλού. Σε συνεδρίες, ψυχαναλυτικής φύσης, αλλά και σε ερωτικά συναπαντήματα μεσημεριού. Εξάλλου, το ίδιο και τ' αυτό ζητούμενο: ο Χρόνος ο άχρονος, η αιωνιότητα που κατά τον Ταρκόφσκι μάλλον ή κατά τον Γκράχαμ Γκρην; Κατά τον “Ιερέα” καθηγητή της Εύας στη “Στιγμή” η διαδρομή του και η διαδοχή του δεν είναι γραμμική. Όχι η συνέχεια, αλλά κατά κάποιον τρόπο ένας άλλος μαγικός, πείτε τον παιδικά, θεικός, θεολογικά, υπερβατικός, ανθρώπινα, Χρόνος, ο οποίος βιώνεται ή αναζητείται, έστω σε εξαιρετικές “στιγμές”: στα όνειρα, στην προσευχή, στον ερωτικό σπασμό, στις ελάχιστες στιγμές αληθινής δημιουργίας, στις συνεδρίες, αν σου κάτσει, στον επιθανάτιο σπασμό.
Ως πρόγευση, τον έχουμε όλοι λίγο έως πολύ δοκιμάσει. Και τον αποζητούμε ξανά και ξανά σαν τον παράδεισο των παιδικών μας χρόνων, σαν την Εδέμ και την Αιώνια Επιστροφή, σαν τον Χαμένο ή Άγνωστό μας Θεό. Στο “άλλο μισό” μας συνήθως που αλλάζει πρόσωπο κι όνομα και υπόσταση μέσα στον χρόνο.
Και η Εύα, αυτό το γνωρίζει καλά και το ψάχνει παντού. Κάτω απ' τον ίδιο τίτλο, εφόσον πάντοτε ένα είναι το ζητούμενο, να αγαπηθεί κανείς επιτέλους για να μπορέσει να δει και ν' αγαπήσει εαυτόν.
Σε οκτώ διηγήματα -κύκλους που περιλαμβάνουν τα πάντα.
Το ειλικρινές σώμα μας, πρώτ' απ' όλα, που είναι ο Χάρτης ολόκληρης ζωής. Εκεί όπου θα χαραχτούν τα μετέπειτα “αγάπα με” και “τιμώρησέ με” αλλά και θα κάνει παιχνίδι η απώλεια και η φθορά. Θα κατοικήσει ο χρόνος εφόσον “νεκροί είμαστε από την ώρα της γέννησής μας”, το είπαμε.
Με τρόπο κρυστάλλινο, υποδόριο, που μιλά με νεύματα, ψίθυρους και σιωπές. Που συμπληρώνεται από εικόνες του παρελθόντος αλλά και ήχους και σκηνές του δρόμου, εφόσον όλα αυτά εμείς είμαστε κι ο έρωτας είναι ότι είναι και ό,τι θα ήθελε αλλά δεν είναι κανείς.

Στο πρώτο διήγημα του κύκλου “Ο Χάρτης” το γυναικείο σώμα είναι ο τόπος (όπως τόπος είναι το σώμα και σε όλες τις ιστορίες της συλλογής):

“Κάθε πρωί που ξυπνάω συναρμολογώ τον εαυτό μου”, εξομολογείται η ηρωίδα και ίσως να είναι απ' όλα τα διηγήματα, το πιο δραματικό.
“Δημιουργώ αυτό που θέλω να βλέπουν οι άλλοι.
Καλύπτω την αλήθεια της σάρκας κι επιλέγω μιαν αλήθεια δική μου, διαλύω και ξαναφτιάχνω την εικόνα μου σύμφωνα με τη διάθεση και τις αντοχές της ημέρας. Τα σημάδια μου, τα παράσημά μου τα κρατώ μόνο για μένα, τ' αγγίζω τις νύχτες κουρνιασμένη στο μονό μου κρεβάτι”.
“Θέλω να πω την ιστορία μου, την ιστορία του κορμιού μου”.

Και την λέει. Με έναν τρόπο αρκούντως υπερβατικό, καθαρά ερωτικό:
“Το σώμα μου το κουβαλάω σαν φορτίο, ένα βάρος ξεκομμένο από μένα, μια αποσκευή που δεν γίνεται να αποχωριστώ”.
“Το σώμα μου είναι ένα χάρτης. Ζωγραφισμένο το δέρμα από το παρελθόν μου, την ιστορία μου, τις μέρες και τις νύχτες μου ανάμεσα στους ανθρώπους. Το σώμα μου είναι ένας χάρτης χαραγμένος, σημαδεμένος απ' άκρη σ' άκρη: φλέβες, αρτηρίες, μελανιές, ραγάδες, αποχρωματισμοί και γραμμές έκφρασης. Σημάδια και όρια. Σύνορα ανάμεσα στα κορμιά, στην αλήθεια και στη φαντασία, στη ζωή και στο θάνατο. Ορατές κι αόρατες γραμμές που περιχαρακώνουν, προστατεύουν, απαγορεύουν.
Είμαι το αποτέλεσμα του χρόνου που έχω χρησιμοποιήσει, όπως αυτό μορφοποιείται στο κορμί μου”.
“Μισώ τη νωθρή κι αχόρταγη σάρκα μου, φοβάμαι τη μνήμη της”.
“Υποκύπτει η ύλη στο χρόνο, υποκύπτει κι η περηφάνια μου στους ανθρώπους. Μέρα τη μέρα αλλάζω, σε κάποια που δεν είμαι εγώ”
“Επανάληψη. Λόγια, κινήσεις, πράξεις χωρίς τίποτα καινούργιο κι αυθεντικό. Υλικό ανακυκλωμένο”.
“Πλαστικά εξώφυλλα και πλαστικά ποτήρια πλαστικά αισθήματα”.
“Ψυχή προστατευμένη από την αληθινή, σκληρή και βαθιά ερημιά που νοιώθει κανείς όταν αγαπά”.
“Να μη σκορπίσω”.
“Αυτό που έχει σημασία είναι να επανερχόμαστε στην αρχική μας θέση”.

Γι' αυτό και υπάρχει αυτός ο άντρας που επιμένει να την λέει Έσθερ.
“Το έχω ανάγκη να κρατηθώ από κάποιον ή κάτι, να μην παρασυρθώ, να μην σκορπίσω. Κάθε εβδομάδα οι ίδιες κινήσεις στον ίδιο χώρο σαν σε σκηνή θεάτρου”.
Τον συναντά στο ίδιο πάντα ξενοδοχείο.
Δεν την ξέρει. Κατά κάποιον τρόπο είναι λες και μιαν άλλη να συναντά.
“Δεν ξέρει τ' όνομά μου, δεν ρώτησε ποτέ. Τις νύχτες με φωνάζει Έσθερ”.
“Θα με κοιτάξει έντονα μια μόνο στιγμή πριν αρχίσει να λέει με τη βραχνή, ραγισμένη φωνή του. “Το σώμα σου είναι ένας χάρτης”.

Πρωτοπρόσωπα και μέσα από έναν γυναικείο μονόλογο, ο έρωτας- ανάγκη, ο έρωτας – προβολή. Για τον καθένα, η δική του ανθρωπογεωγραφία, το λαβωμένο πρόσωπό του που πιάνεται από τον άλλο, διεκδικώντας μια χαμένη αιώνια στιγμή.
Ιστορία απίστευτης συγγραφικής δύναμης και συναισθηματικής καθαρότητας, ο έρωτας- πένθος, που αρκεί και μόνο για να κερδίσει η συγγραφέας την αθανασία μιας ζωής. Παρ' ότι ιδωμένο από τη γυναικεία πλευρά, τελικά πανανθρώπινο. Εξάλλου έτσι δεν λένε, ότι γεννιόμαστε με το πρόσωπο που μας έδωσε η φύση και αποκτάμε το πρόσωπο που μας αξίζει; Το πρόσωπο του έρωτα είναι το σώμα και πάνω του ανελέητα καταγράφεται όλη μας η ζωή....”.

ΥΓ2. Την Κυριακή το πρωί μας την έκανε ο Τομ Σώγιερ του σπιτιού, ήτοι ο ανυπότακτος γλυκύτατος μπαμπάς μου. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και επειδή όλοι μας ξέρουμε πως δεν είναι ο Κοντορεβυθούλης να προνοεί για σποράκια ώστε να επιστρέψει, έτσι όπως επιμένει να ξεχνά και να βαδίζει στον κάμπο σα νάναι η Εδέμ όλος ο κόσμος, όπως αντιλαμβάνεστε, τα χρειάστηκα! Ωρες τον έψαχνα κλαίγοντας παντού και στο πουθενά, στο κοντινό μας βουνό και στ' αμπέλια. Σε νερόλακους, ξεχασμένα πηγάδια, σκουπίδια. Τον βρήκα – ειδοποιημένη από γείτονα με περιβόλι ποτιστικό- να βγάζει χόρτα χαρούμενος στη λιακάδα. Απόγευμα, τα είχα δει όλα, πόσο μόνη μου είμαι και πόσο ο Θεός προνοεί, ποιος με αγαπά πραγματικά και ποιος αεράκι ήταν και λάθος και πάει.
Πλησίασα με σκοπό να του πω, μπαμπάκα να μας το λες, τουλάχιστον στη μαμά ή στην Τασία που σε φυλάει. Αλλ' ήταν τόσο πολύ ευτυχής κι εγώ είχα δυο δρόμους να πάρω: ή θα είμαι εκείνη που πάντα θ' ανησυχώ ή για νάχω το κεφάλι μου ήσυχο, θα πρέπει να τον κρατάω περιορισμένο, φυλακισμένο. Ελεύθερος θέλω να είναι, κι ας σπάει η καρδιά μου συνέχεια απ' εδώ και στο εξής. Ελεύθερος να μου υποδεικνύει τα βασικά της ζωής όταν τον βρίσκω μετά ε και την ώρα που ψάχνω το ποιος τελικά με νοιάζεται, με πονά και με αγαπάει.

ΥΓ3. Η Εύα σ' αυτό το μαγικό της βιβλίο, κεντάει! Θεραπευτικά. Θωπευτικά.

ΥΓ4. Και ήταν όντως ένα υπέροχο βράδυ! Με ένα παρατράγουδο, όμως. Μικρό, που το διέλυσε η μικρή Νεφέλη με τη γοργόνα που ήρθε μετά. Παραμεγάλωσα για να το ζήσω κι αυτό! Ευτυχώς που στο μεταξύ επιτέλους έμαθα ότι ο άλλος δεν μας κάνει, τελικά, ό,τι του επιτρέπουμε εμείς, αλλά ό,τι του επιτρέπει ο χαρακτήρας του! Είχα ήδη πάρει τις αποφάσεις μου, μακριά απ' ό,τι συνεπάγεται συναλλαγή, δυστυχώς στη ζωή χτυπούν κι επιθυμούν να ξεχάσουν, όσοι χρωστάνε. Ε δεν χρωστάω πια, παρά μόνο ξέρετε πού...

ΥΓ5. Και επειδή σήμερα είναι-μια-άλλη-μέρα, γράφω με κέφι πολύ μια καινούργια ιστορία, και μου μύρισε άνοιξη έστω και μελαγχολική με ένα βουνό υπέροχο εκεί απέναντι, ευχαριστώ ιδιαιτέρως όσους με έκαναν να δω τα όρια μου, να γίνω επι τέλους, στοργικά αυστηρή, να γυρίσω στα σημαντικά και δικά μου, να αποφασίσω να γίνω ΑΚΟΜΑ πιο κρυστάλλινη, αν γίνεται σχεδόν διαυγής. Και ως αναγκεμένο παιδί όπως τότε στην τάξη που προκειμένου να μ' αγαπούν τα έδινα όλα, ας είμαι εκείνη που απλώνει το χέρι. Διότι μου περισσεύει, δόξα τη... ζωή, είναι σα να σ' ακούω κι ας έφυγες "ε και?" Κι έλεγα μ' άφησες, σιγά, κάθε που πάω να νοιώσω μοναξιά, είσαι εκεί. Να εμπιστεύεσαι τη ζωή και τους ανθρώπους, να ζεις στα όρια, όπως καλά και γοητευτικά ήξερες από παιδί. Ο χαρακτήρας μας είναι το πεπρωμένο μας, ναι, και όλοι θα τον συναντάμε και παρακάτω και παρακάτω και παρακάτω...
Για τα της χθεσινής βραδιάς και το όλον κείμενο, αύριο μάλλον, στους δρόμους σήμερα, Εύα, σ' ευχαριστώ για το υπέροχα αποκαλυπτικό βράδυ, για το βιβλίο, για τη φιλία, για όλες αυτές τις συγκυρίες ζωής... Πάντως ναι, το σφάλμα ήταν εκεί, να μ' αγαπούν νόμιζα ότι ήθελα, τι πλάνη, πάντοτε θα είσαι χρήσιμος για κάποιους, στην ηλικία μου το μέγα ζητούμενο είναι να μου επιτρέψουν να αγαπώ. Σε όσους λοιπόν αυτό μου το επιτρέπουν ακόμα, αιωνίως ευγνώμων, Και τους Ευχαριστώ.