26/6/08

ΕΝ ΑΤΑΞΙΑΙΣ, ΕΥΤΑΚΤΟΙ ΟΝΤΕΣ


















Είθισται όταν βγαίνει ένα βιβλίο να γίνεται μια γιορτή.
Αυτή τη φορά όμως έχουμε πολλά να γιορτάσουμε:
Κατ’ αρχάς, δύο βιβλία:
«Υγρός Χρόνος» της Ελένης Γκίκα (alef)
«maybe» του Χρήστου Παπαμιχάλη (moha)
Ε, μετά και το βασικότερο, το Καλοκαίρι.

Οι εκδόσεις Άγκυρα και οι δύο «ατάκτως εύτακτοι» συγγραφείς,
σας καλούν στο «πάρτι των φίλων»,
την Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008, 8.30 το βράδυ,
στον Πολιτιστικό Πολυχώρο Άγκυρα (Σόλωνος 124 και Εμμ. Μπενάκη),
τηλ. 210 3837667, 210 3837540
για να γιορτάσουμε το ότι κάποια στιγμή συναντηθήκαμε,
για να συναντηθούμε ξανά, όλοι μαζί.

Μιλούν: οι εκδότριες Αναστασία και Άννα Παπαδημητρίου.
Ο blogger Νuwada (Γιάννης Γιαννούδης)
με αφορμή την κοινή θεματολογία των βιβλίων, θα συντονίσει συζήτηση με θέμα
«γιατί τα ροζ παιδικά μας χρόνια να είναι σπαρμένα μ’ αγκάθια;»
(ακριβώς όπως και ο δρόμος για την Κόλαση είναι σπαρμένοςμε τις καλύτερες των προθέσεων).

Η Ντανιέλα Κράλλη θα διαβάσει αποσπάσματα από τα δύο βιβλία.

Και οι φίλοι μας, Νίκος Ζούδιαρης, Απόστολος Ρίζος,Γιάννης Χαρούλης, Νατάσσα Μποφίλιου και Θέμης Καραμουρατίδης θα τραγουδήσουν τις ιστορίες τους που έγιναν ιστορίες μας.




Χωρίς μουσική αυτήν την φορά. Γιατί θα έχει εκεί.
Εδώ, αυτήν την φορά, η κουβέντα που κάναμε οι 4: alef, librofilo, nuwanda και moha, για το maybe.
To ξέρετε ότι σας ευχαριστώ όλους ε;
Αμήχανα ευχαριστώ, αμήχανα δέχομαι τον τελευταίο καιρό.
Moha

19/6/08

«Νομίζεις ότι μπορείς να μαντέψεις την ιστορία που κρύβει ο κάθε άνθρωπος μέσα του;»


«MAYBE» του Χρήστου Παπαμιχάλη, Εκδ. «Άγκυρα», σελ. 113, τιμή: 10.80 ευρώ.

«Τώρα εγώ τι να την κάνω τη ζωή μου; Τι να κάνω μια ζωή που κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι αυτή; Ποιος θα μου πει τι να την κάνω τη ζωή μου;»
Κραυγή απόγνωσης του ενός που αφορά και τους πέντε ήρωες του μυθιστορήματος, τελικά. Απολύτως τους αφορά. Καθώς και η παραδοχή: «Όλη μου η ζωή, εξάλλου, μια παρεξήγηση ήτανε». Ένας την κάνει. Κι αν δεν διαβάσεις ποιος, θα μπορούσε να είναι κι οι πέντε.


Ο Δημήτρης, ο Παύλος, ο Πατέρας, η Μάνα, η Ελένη. Ζωντανοί- νεκροί στην αποκαλυπτικότατη οικογενειακή σάγκα σε μέγεθος μπονσάι (θυμηθείτε το ομώνυμο μυθιστόρημα του Σομόθα «μπονσάι») του Χρήστου Παπαμιχάλη «maybe».
Η ερώτηση- γρίφος του εξωφύλλου «Νομίζεις ότι μπορείς να μαντέψεις την ιστορία που κρύβει ο κάθε άνθρωπος μέσα του;», το κλειδί του βιβλίου.
Η δομή του, πέντε μονόλογοι, όπως και οι ζωές των ηρώων, που δεν συναντήθηκαν πουθενά και το μονόστηλο μιας εφημερίδας.
Πέντε παράλληλες, κατασπαραγμένες, κατασπαταλημένες, διψασμένες γι’ αγάπη, ζωές. Τα πέντε μέλη μιας οικογένειας. Της ίδιας οικογένειας. Η αγία ελληνική οικογένεια στο μικροσκόπιο με όλα της τα λάθη και τα πάθη και με κάθε της ελαφρυντικό. «Εμένα δεν μ’ αγάπησε κανείς» απεγνωσμένη κραυγή της Μάνας. Απεγνωσμένη κραυγή του καθενός.


Τον κύκλο της παρεξηγημένης ζωής ανοίγει και κλείνει ο πιο παρεξηγημένος, ο Δημήτρης, ένας εκ των τριών αδελφών. Ο πιο ευαίσθητος, ο πιο κατασπαταλημένος. Στη δική του ζωή επέλεξαν οι υπόλοιποι να ρίξουν την βαριά σκιά τους και το άδικο ή δίκαιο ριζικό. Ο διαφορετικός. Εκείνος που θα χρεωθεί, τελικά, και την καινούργια ζωή: το παιδί του παιδιού της αδελφής του Ελένης. Εκείνος που θα πληρώσει πιο σκληρά ως «ο αθωότερος», τελικά. Ο πιο αθώος πάντα πληρώνει.

Ακολουθεί ο έτερος αδελφός, ο Παύλος, που του έτυχε να είναι «ο δυνατός». Μονίμως σε μετωπική κόντρα με τον πατέρα, εκείνος που του έτυχε να τον κουβαλά: στην εργαλειοθήκη του, μια αρμαθιά κόκαλα πια! Αποδίδοντάς του τα ίσα: το κουτί με τα ραφτικά της υπήρξε και για την μάνα, η λειψανοθήκη. Το παράπονο του παιδιού, άσβεστο μέσα στα χρόνια: «Σημαιοφόρος για σένα έγινα, για να ‘χεις να περηφανεύεσαι στα καφενεία. Ε, στο καφενείο ήσουν και την ώρα της παρέλασης, ποτέ δεν σε καμάρωσα να με καμαρώνεις».

Η επόμενη φωνή είναι εκείνη του πατέρα: στα νεκροταφεία, «με συγχωρείτε κιόλας, αν μου επιτρέπετε… Τι σας ήταν ο συγχωρεμένος», να ξεγελά τον εαυτό του, θρηνώντας τη ζωή του, τους ζωντανούς του και τους πεθαμένους του. Τα λάθη του: «Κακό πράγμα η μοναξιά, όταν έχεις ζήσει μια ζωή με τόσους ανθρώπους δίπλα σου. Καλό από την άλλη γιατί έχεις πολύ χρόνο να σκεφτείς. Πώς χάθηκαν έτσι τόσοι άνθρωποι, πώς χάθηκε έτσι μια ολόκληρη ζωή».

Η μάνα, η πιο σκληρή της ιστορίας, αρχίζει σε κάθε σελίδα με την ίδια φράση, την ίδια απόγνωση: «Εμένα δεν μ’ αγάπησε κανένας. Κανένας, μ’ ακούς;» με την βεβαιότητα εκείνου που δεν θα εισακουστεί και ποτέ.

Η Ελένη, πολυαγαπημένη κόρη του πατέρα, είναι αυτή που θα ξεφλουδίσει- μαζί με την μάνα- τα μυστικά. Εκείνη που ακόμα και νεκρή, θα αναλάβει να διορθώσει τα λάθη, να λύσει την παρεξήγηση, Ηλέκτρα με τον δικό της φόνο, τη δική της αλήθεια, τις δικές της λαχτάρες, θύμα και θύτης, όπως και οι άλλοι, του ίδιου της του εαυτού.

Και ο χορός των ζωντανών- νεκρών θα κλείσει όπως έχει αρχίσει, με τον Δημήτρη να κρατά στα χέρια του μιαν άχρηστη πλέον ζωή. Και την ζωή επιτέλους να τον ακούει, με τον πλέον τραγικό κι απίστευτο τρόπο!

Ένα μικρό βιβλίο που σε αφήνει άναυδο στο τέλος, υπενθυμίζοντάς σου κάτι ήδη γνωστό, ότι «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Πως η ζωή μας όλη «μια παρεξήγηση», μια φάρσα που εν πολλοίς μπορεί να στήσαμε κι εμείς.

Νευρική, ασθματική γλώσσα, ατμοσφαιρική, υπαινικτική, υποδόρια γραφή, χαρακτήρες σχεδόν αρχετυπικοί που θυμίζουν χορό αρχαίας τραγωδίας, Ατρείδες της εποχής μας που αναζητούν μια ζωή με πάθος και δίψα μια έστω κλασματική ευτυχία: «Ψάχνω, ρε γαμώτο, μια ζωή, μια εικόνα. Μια εικόνα να μας θυμηθώ και τους πέντε πραγματικά ευτυχισμένους. Όλες οι στιγμές, όμως, μου καταλήγουν σε κλάσματα. Ευτυχία των 3/5, των 2/5, του 1/5… Αυτό δεν ήταν οικογένεια. Όλη η ζωή μας κλάσματα!»
Κι η τιμωρία, σε κλάσματα. Η καταστροφή, ολοκληρωτική.
Το φινάλε, απρόσμενο. Η δομή, κατακερματισμένη σαν τις ζωές τους. Που δεν συναντήθηκαν μέσα στο ίδιο το σπίτι, τελικά, πουθενά. Και παντού «το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης». Τιμωρός!

Μια ιστορία- έκπληξη για μια πανάρχαια παρεξήγηση, απολύτως παραδοσιακή στην θεματολογία της μα τόσο μοντέρνα στην εκτέλεση. Μια ιστορία- κραυγή. Ο συγγραφέας με υπερβατικό τρόπο, ωσεί Θεός, όλους τους κατανοεί και τους δικαιώνει. Απουσιάζοντας εντελώς! Ελευθερώνει με αγάπη και σεβασμό την φωνή τους, την αφήνει κρυστάλλινη και αληθινή να στοιχειώσει στ’ αυτιά. Είναι στη διάθεση του αναγνώστη να δει και να δικαιώσει: ό,τι αντέχει, όσο, να μείνει εκτός ή να ταυτιστεί…

Μικρά αποσπάσματα – δείγματα: «Δεν το έζησα ποτέ αυτό το παιδί. Το τιμωρούσα που είχε πάρει το μέρος της μάνας του. Γι’ αυτόν ήμουν πάντα ο πατέρας του, δεν έγινα ποτές ο μπαμπάς του. Τον Δημήτρη τον τιμωρούσα γιατί μου το ζητούσε η μάνα του, τον Παύλο για να τιμωρήσω τη μάνα του, και μου έμεινε ένα παιδί που έφυγε για να μας τιμωρήσει όλους».
«Έκανα το παιδί μου ένα σκουπίδι. Το άφησα εκεί τσαλακωμένο να κλαίει, το παράτησα, του γύρισα την πλάτη κι έφυγα. Και ο κόσμος το χάρηκε, κυρία μου. Γέλαγαν όλοι. Αν το είχα σταυρώσει θα είχαν βαρέσει και παλαμάκια».

Σκληρή και μέγιστη διαπίστωση ζωής: «Η ζωή έφυγε. Διορθώσεις δεν γίνονται. Τι κοιτάς να τη μαντάρεις; Τι είναι η ζωή, Μαριώ μου; Άντε, έτσι μου ΄ρθε τώρα; Γυρνάω πίσω και τα επιδιορθώνω όλα; Δεν έχει στρίφωμα. Τσίμα – τσίμα το έχουν το ύφασμα. Τσιγκούνηδες!»
Μια ιστορία που μας υπογραμμίζει πως «η ζωή δεν είναι πρόβα» και ενίοτε το «συγγνώμη» που συνήθως φτάνει κι αργά, δεν αρκεί.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο ίδιος, γράφει:
«Εδώ κανονικά μπαίνει ένα βιογραφικό. Το βιογραφικό μου, είναι οι άνθρωποί μου. Μόνο ονόματα έχω να απαριθμήσω. Και δεν το κάνω, γιατί για μένα δεν είναι ονόματα. Είναι όλα αυτά που κάνουν έναν άνθρωπο, «άνθρωπό μου». Ένα που έχει σημασία είναι ότι κατάφερα πολύ νωρίς να κάνω αυτό που αγάπησα, «δουλειά».
Από το 2000 παίζω με το όνειρό μου και τα τραγούδια που αγαπάω στη νύχτα του Μελωδία FM 99,2».
Γνωρίζουμε όμως ότι σπούδασε ΜΜΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ότι το «maybe» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

ΥΓ. Πρώτη το διάβασα κι όσες φορές το ξαναδιάβασα, η ίδια μεγάλη έκπληξη: μα είναι εκείνο το γελαστό μωρό που δεκάχρονη (μη θαρρείτε ότι είμαι και σαν την Ακρόπολη) το είδα εγώ να γεννιέται?
Αυτός ήταν! Το μωρό Χρήστος, ο φίλος μου Χρήστος, ο αρχισυντάκτης μου Χρήστος στην «Κεκροπία», ο δικός μου Χρήστος που ακούω τις νύχτες στο «Μελωδία», ο moha που επέτρεψε στο alef να γεννηθεί!
«Ανοίγουμε μπλογκ, τώρα! Και πάει και τελείωσε!» Μου δήλωσε κοφτά και αποφασιστικά ένα απομεσήμερο Μάη. Ο Χρήστος ο φίλος μου που μας έκανε «δυο πιτσιρίκια που παίζουν»!
Ζορίστηκα να το γράψω το κείμενο. Συνήθως είσαι προδοτικός με ό,τι πιο πολύ αγαπάς, με όποιον!
Το κατόρθωσα, όμως! Όπως! Διότι μόνον τόση είμαι, τόσο μπορώ!
Το βιβλίο είναι επί δέκα, απ’ όσα μπόρεσα ν’ αρθρώσω, η αγάπη μου φτάνει ως το άπειρο γι’ αυτό το παιδί!
Στηρίζομαι πάνω του κι όμως το θεωρώ ακόμα το γελαστό μωρό μου! Με τις ώρες τον χάζευα, αυτό σκεφτόμουν προχθές που τον ξαναδιάβαζα, πώς μπόρεσε να δει τόσο βαθιά, τόσο πικρά, τόσο σκληρά! Αλλ’ έτσι είμαστε εμείς, όλο το γέλιο, το κρατάμε για τον καφέ μας!
Καλοτάξιδος, moha μου, και με άλλα πολλά!
Να γράφεις, να παίζεις μουσική και να σε καμαρώνω!
Αχ τι καλά! Εμένα σ’ αυτή τη ζωή μ’ αγάπησαν πολλοί!
Και έχω και τι να την κάνω!
Alef- Moha for ever, Alef- Moha, and ever! Ναι? Πες ναι!
Φιλί



Σιωπή, στην αρχή



Σιωπή, στην αρχή, κρότος μετά



Σιωπή, στην αρχή, κρότος μετά, και repeat ξανά και ξανά


Γιατί υπάρχουν κι άτομα που γίνονται κομμάτια. Γιατί υπάρχουν και άλλα που δεν γίνονται δηλαδή;

Ελένη. Ναι. Λέω ναι.
Χ.

17/6/08

Το πρόσωπο και το προσωπείο


Σε πρώτη όψη όλα φαίνονται απλά. Όταν υπογράφεις με τ’ όνομά σου, είσαι το… Πρόσωπο! Η αλήθεια σου! Εξάλλου το «σουσάμι άνοιξε», η φωτογραφία! Κατά συνέπεια και δια της ατόπου απαγωγής, το ψευδώνυμο, παραπέμπει αυτομάτως στο «ετερώνυμο», δικό σου ή του… Πεσσόα: Μπορείς να είσαι όποιος επιθυμήσεις, το προσωπείο, ο ρόλος!
Άνευ ιδίας πείρας, αυτό θα ισχυριζόμουν μέχρι πρότινος!
Τα μπλογκς, εξάλλου, πριν από λίγους μήνες μας έβαλαν σε τόσους μπελάδες! Άτομα «επώνυμα» (αλήθεια μήπως θα πρέπει να επανεξεταστεί ο όρος;) με βήμα σε μέσα… συμβατικά (μήπως θα πρέπει να επανεξεταστεί και αυτός ο όρος;) δια της ανωνυμίας ή της ψευδωνυμίας έλεγαν ό,τι τους κατέβει! Έγραφαν ό,τι με το ονοματάκι τους δεν θα υπέγραφαν ποτέ! Κατά συνέπεια, για κάποιο διάστημα, συλλήβδην τα μπλογκ, ύποπτα, ένοχα!
Αντιθέτως το «facebook» ουδέποτε αμφισβητήθηκε! Ήσουν εσύ με όοοολες σου τις ιδιότητες, σπουδές, συμμαθητές, επιτεύγματα, περγαμηνές… με το καλό σου κοστουμάκι και τον κοινωνικό ή επαγγελματικό σου ρόλο.
Να πω την μαύρη αλήθεια, μόλις σήμερα τ’ αναλογίστηκα ακούγοντας στην TV όλως τυχαίως τον μικρό Χατζηνάσιο να ισχυρίζεται ότι το facebook είναι «δουλειά» και «τζάμπα διαφήμιση». E κάπως έτσι θυμήθηκα και τους «φίλους»: Ο τάδε πολιτικός, λέει, έχει στο περί ου, 2.000 φίλους! Και λίγους λέω, τι σου κοστίζει τώρα να δηλώσεις άπαξ «ξέρεις, μέτρα με, είμαι κι εγώ φίλος!»
Και τι σημαίνει ότι διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας, πού και για πόσο; Τι συνεπάγεται κατά βάθος αυτή η διαδικτυακή φιλία; Προσέρχομαι επειδή είσαι το πρόσωπο ή ο ρόλος σου; Και κατά πόσο αποτελεί «πρόσωπο» ή «ρόλο» στα μπλογκ η ψευδωνυμία; Εφόσον μπορείς πίσω απ’ αυτήν να είσαι όσο αυθεντικός επιθυμείς: άγιος, κάθαρμα ή ένας κανονικός άνθρωπος – ούτε πολύ άγιος, ούτε πολύ κάθαρμα, με φως και σκοτάδι. Εξάλλου «είμαστε ό,τι γράφουμε», ενώ συχνά δεν είμαστε -σχεδόν ποτέ- εκείνο που δηλώνουμε.
Κατά συνέπεια έχει κανείς να επιλέξει: το πρόσωπο ή το κοστούμι! Αλλά και τους φίλους που κάνουμε «δια του αγνώστου προσώπου» ή «δια του γνωστού καλοπροβαρισμένου κοστουμιού»!
Ίσως θα πρέπει να σας εξομολογηθώ πως, παρ’ ό,τι στην αρχή πολύ αντέδρασα στα μπλογκ, σήμερα απεχθάνομαι τα κοστουμάκια και λατρεύω τους ρόλους! Τους αυθεντικούς ρόλους που δεν αφήνουν γωνίτσα για γωνίτσα αφώτιστη, εν αντιθέσει με το προβαρισμένο κοστούμι όπου τα πολλά φώτα, καμιά φορά, ανάβουν για να… συσκοτίζουν!
Αλλά το παιχνίδι της αλήθειας και της ειλικρίνειας αρχέγονο, καθώς κι ο γρίφος του, εμείς θα το λύσουμε;

ΥΓ1. Το κειμενάκι δημοσιεύτηκε σε Κυριακάτικη εφημερίδα με το… κοστούμι μου το κανονικό, αλλά ως άλεφ και για χατίρι σας, εδώ το συμπληρώνω.
Με χαρά μου διαπίστωσα ότι και το Σκαλιδάκι (Σταυρούλα Σκαλίδη) στο τελευταίο της ποστ «Παιγνιώδης τύπος», μοιράζεται απολύτως αυτή τη συλλογιστική.
Και μια και είπα Σταυρούλα. Πέρασα ένα άκρως ενδιαφέρον τριήμερο (εντελώς… ψυχιατρικό περιστατικό). Όλο το Σάββατο, κοιμόμουν! Τι λέω, βρισκόμουν σε κώμα, κανονικό!
Ξυπνώ Κυριακή μεσημέρι και πηγαίνω για φαγάκια σταθερά στους Θηβαίους. Επιστρέφω, ποτίζω τα άνθη (μόνο να δείτε βεράντες) και πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα:
Μουρακάμι και «Σπούτνικ αγαπημένη», συγκλονιστικός!
«Έκλεισα τα μάτια μου και αφουγκράστηκα προσεχτικά τους επιγόνους του Σπούτνικ, που ακόμη και τώρα έκαναν το γύρο της Γης, έχοντας τη βαρύτητα μοναδικό δεσμό τους με τον πλανήτη. Μοναχικές μεταλλικές ψυχές στο αδιατάρακτο σκοτάδι του διαστήματος, συναντιούνται, προσπερνούν η μία την άλλη και χωρίζουν, για να μην ξανασυναντηθούν ποτέ πια. Δεν ανταλλάσσουν μεταξύ τους λόγια. Δεν δεσμεύονται με υποσχέσεις».
Αλλά δεν μιλά για «σπούτνικ» (δορυφόρος αλλά και συνοδοιπόρος για τους ρώσους) αλλά για έρωτα, ερωτική φιλία και μοναχικές ψυχές. Που κάποια στιγμή συναντούνται για να ξαναχαθούνε.
Αυτός ο Μουρακάμι, όμως, προσεχώς!

ΥΓ2. Όπως προσεχώς και τα βιβλία δυο αγαπημένων που Ξαναδιάβασα. Μ’ άλλα μάτια και με ξάφνιασμα και με πόνο και απόλαυση περισσή.
«Maybe» του Moha μου, Χρήστου Παπαμιχάλη. Μια… μπονσάι οικογενειακή σάγκα τόσο σπαρακτική, τόσο ιδιαίτερη, τόσο αποκαλυπτική και σπλαχνική, με τον καθένα να διεκδικεί το μερίδιο της μοναξιάς και του δίκιου του και να ψάχνει με απόγνωση «αγάπη» στο πρόσωπο του άλλου. Παρανοήσεις και η διαπίστωση ότι η κόλαση, τελικά, είναι γεμάτη από καλές προθέσεις! Και η ζωή και η καθημερινότητά μας, γεμάτη παρανοήσεις! «Νομίζεις ότι μπορείς να μαντέψεις την ιστορία που κρύβει ο κάθε άνθρωπος μέσα του;»
Περισσότερα, όμως, λίαν συντόμως!

ΥΓ3: Ο έτερος αγαπημένος είναι το Σκαλιδάκι, Σταυρούλα Σκαλίδη και το βιβλίο της «Προδοσία και εγκατάλειψη» που πρωτοδιάβασα και ξαναδιάβασα! Νέα ήθη, νέα… ύφη, η αστική μας μοναξιά και το θρίλερ του άγνωστου μοναχικού στο δρόμο. «Σπούτνικ» οι πάντες, εδώ! Ο Ευ Καθομίλ αλλά και η υπέργηρη συγγραφέας που για να επιβιώσει ρουφούσε ως αίμα τις ζωές των άλλων. Σε τέσσερις επιστολές, το θρίλερ και της δικής της ζωής.
Αλλά και «Προδοσία και εγκατάλειψη» της Σταυρούλας Σκαλίδη, σε δόση χορταστική, προσεχώς.
Μια ευτυχής διαπίστωση: τα νέα παιδιά γράφουν αλλιώς! Πιο… υγιώς, λιγότερο (έως καθόλου) ναρκισσιστικά, λιγότερο (έως καθόλου) εγωκεντρικά, και κάτι καινούργιο, σπουδαίο επιτέλους γεννιέται!

ΥΓ4: Πήγα και σινεμά. Εχθές. Στο «Μυστικό του βράχου των κρεμασμένων» του Πίτερ Γουίαρ. Αριστούργημα. Ξεκινούσε με Σαίξπηρ (ζούμε ένα όνειρο μέσα σε όνειρο) και τέλειωνε με μοιραίες συναντήσεις και τους κρεμασμένους βράχους που ήταν εκεί 1.000.000 έτη και τους περίμεναν για να εκπληρώσουν το μπορχεσικό πεπρωμένο τους σ’ αυτή τη ζωή. Με το φινάλε ορθάνοιχτο σαν ζωή στο ενδεχόμενο, θες παράλληλο σύμπαν? Αν όχι υπέθεσε, ό,τι χειροπιαστό… Αλλ’ η ζωή δεν είναι λουκουμάκι στο πιατάκι πού πάει το έφαγες, ούτε και α,β,γ,δ και καθάρισες! Το αλφαβητάρι της ζωής είναι σαν την άβυσσο της δικής μας ψυχής, έχεις να ξεφλουδίζεις… αιώνες! Ως την αιωνιότητα, δηλαδή.

ΥΓ5. Η τελευταία απάντηση ανήκει στον Αθήναιο. Ε ναι, τρέμω τα καλοκαίρια (και περιμένω πολλά) (τα πάντα! Απ’ το καλύτερο ως το χειρότερο, αλλά τα πάντα!) Και ειδικά τον Ιούλιο. Προσεχώς, ένα παλιό κειμενοτρόμο για τον Ιούλιο, κυρία μου, σας το χρωστώ! Αλλά προσεχώς στο μπλογκ και το κείμενο για το βιβλίο του Αθήναιου. Δημοσιεύτηκε την Κυριακή με το… κοστούμι μου κι αυτό. Εδώ, ολόκληρο με το alef που είμαι εγώ διότι είμαι πάντοτε σχεδόν χωρίς δέρμα: εντελώς ό,τι μού κατέβει! Καλή εβδομάδα από Τρίτη να έχουμε και κάντε το σταυρό σας να μπορέσω να το ανεβάσω!
Αχ, κύριε Κ.Κ.Μοίρη μου το τεχνολογικά αναλφάβητο άλεφ να ξέρατε τι τραβά κάθε φορά! Ναι, με Moha θα εμφανιστούμε, σαν… Κατσαμπάκια! Εκείνος στη μουσική, στο βιβλίο η άσχετη!

ΥΓ6: Τελευταίο κι εξαφανίζομαι! H Danone μου στο Παρίσι με την Μυρτώ άνοιξαν καινούργιο μπλογκ! Ή μάλλον μετονόμασαν το παλιό: Pali Kouvas! Απίστευτα γέλασα! Αναζητείται εθελοντής για να μου βάλει το link! Αυτά, κόρες, καλοτάξιδες! (και καλή επιτυχία στις εξετάσεις, μη ξεχνιόμαστε κιόλας!) Danone μου, σ’ ευχαριστώ για την φωτό του Νικόλα: les blances manteaux! Τα θυμάμαι και θέλω να είμαι εκεί!

ΥΓ7: Ποστ αφιερωμένο σε όoooλους τους φίλους που έκανα «δια του αγνώστου προσώπου»,
στη ritsmas, στην Ιουστίνη, στην Κατερίνα- Κυκλάμινο του βουνού, στη Φωτεινή S. που ως άλεφ με γνώρισαν και βούτηξαν με αγάπη στον «Υγρό Χρόνο», κορίτσια, πολύ σας ευχαριστώ!
Με παντοτινή φιλία,
σας ασπάζομαι απαξάπαντες,
alef





Με "σμουτσ".

Moha

9/6/08

Ο πρωταγωνιστής είναι ένας βασιλιάς ή ένας ζητιάνος, το ίδιο κάνει - που αφήνει να του φύγει η μοναδική γυναίκα που αγάπησε πραγματικά...


«ΜΠΟΝΣΑΪ» του Αλεχάντρο Σάμπρα, Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 104, τιμή: 8.50 ευρώ.

«Οι ήρωες; Ο Γκασμούρι δεν τους είχε δώσει ονόματα. Λέει ότι είναι καλύτερα, κι εγώ συμφωνώ μαζί του: είναι Εκείνος κι Εκείνη, Ουάτσο και Ποτότσα, δεν έχουν ονόματα και ίσως δεν έχουν ούτε πρόσωπα. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας βασιλιάς ή ένας ζητιάνος, το ίδιο κάνει. Ένας βασιλιάς ή ένας ζητιάνος που αφήνει να του φύγει η μοναδική γυναίκα που αγάπησε πραγματικά».

Στο «Μπονσάι» του όμως ο Αλεχάντρο Σάμπρα, τους έχει δώσει ονόματα, είναι η Εμίλια που πεθαίνει και ο Χούλιο που δεν πεθαίνει. Και όλα αυτά μας τα λέει από την πρώτη σελίδα, πρώτη παράγραφο, εβδόμη σειρά.

Εξάλλου εκείνο που προέχει είναι το ύφος, το στυλ, η μοναξιά, οι παράλληλοι παρ’ ότι απολύτως μοιραίοι δρόμοι, το «χάνω ό,τι πιο πολύ αγαπώ» και όχι το σασπένς. Το οποίο έτσι κι αλλιώς υπάρχει, απλώς είναι λεπταίσθητο, βαθύ, υποδόριο, υπαινικτικό: Στην ψυχή της Εμίλιας που πεθαίνει και του Χούλιο που δεν πεθαίνει. Στο Μπονσάι που συμβολίζει την αθανασία μιας θνησιγενούς σχέσης, όσο ένας μεγάλος έρωτας μπορεί να χαρακτηριστεί θνησιγενής.

Κι ο αναγνώστης, συνένοχος, από την πρώτη στιγμή.

Διότι εμείς ξέρουμε ότι η Εμίλια έχει πεθάνει, ο Χούλιο, όχι, ή τουλάχιστον όχι ακόμα.

Η ιστορία, σε πρώτο επίπεδο, μοντέρνα, απλή και σημερινή: η Εμίλια και ο Χούλιο μελετούν Ισπανικό Συντακτικό στο σπίτι τω διδύμων Βεργάρα και κάποια στιγμή, κουράζονται, μοιράζονται το δωμάτιο υπηρεσίας, κοιμούνται μαζί. Για να ανακαλύψουν και οι δυο «τις συγκινησιακές συγγένειες που με λίγη θέληση κάθε ζευγάρι είναι ικανό να ανακαλύψει». Φυσικά, τα θαλάσσωσαν στις εξετάσεις και στις επαναληπτικές, «ξαναπήγαν να μελετήσουν με τις Βεργάρα και κοιμήθηκαν και πάλι μαζί, αν και αυτή τη δεύτερη φορά δεν ήταν απαραίτητο να μοιραστούν το ίδιο δωμάτιο, αφού οι γονείς των διδύμων είχαν πάει ταξίδι στο Μπουένος Άιρες».

Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία τους, κάπως «για πλάκα», με πρόθεση σαφή: εξάλλου «η Εμίλια είχε αποφασίσει πως στο εξής θα πηδιότανε, όπως οι Ισπανοί, πως δε θα έκανε πια έρωτα με κανένα».

Αλλά τα πιο σοβαρά πράγματα στη ζωή, πάντοτε έτσι και «για πλάκα» ξεκινούν. Παρότι «ο Χούλιο απέφευγε τις σοβαρές σχέσεις, κρυβόταν, όχι από τις γυναίκες, αλλά από τη σοβαρότητα, μια και ήξερε πως η σοβαρότητα είναι εξίσου αν όχι και πιο επικίνδυνη από τις γυναίκες. Ο Χούλιο ήξερε ότι ήταν καταδικασμένος στη σοβαρότητα και προσπαθούσε πεισματικά να μεταστρέψει το σοβαρό του πεπρωμένο, να παρατείνει τη στωική αναμονή εκείνης της τρομακτικής και αναπόφευκτης ημέρας που η σοβαρότητα θα ερχόταν να εγκατασταθεί για πάντα στη ζωή του».

Εμείς, θα τον γνωρίσουμε και με τα δύο: και μετά σοβαρότητος, και με άνευ! Η περίοδος της σχέσης τους, η πιο παράδοξη, η πλέον ευτυχισμένη. Δυο νεαρά παιδιά αγαπιούνται, διαβάζοντας! Διότι «οι παραξενιές του Χούλιο και της Εμίλια δεν ήταν μόνο σεξουαλικές (υπήρχαν και τέτοιες) ούτε συναισθηματικές (που ήταν ακόμα περισσότερες), αλλά επίσης, για να το πούμε έτσι, λογοτεχνικές».

Και κάπως έτσι διάβασαν Ρουμπέν Νταρίο, με την Εμίλια να το δραματοποιεί και να το ευτελίζει μέχρι που να το μετατρέπει σε αληθινό σεξουαλικό ποίημα, με κραυγές κι οργασμούς. Διάβασαν ακόμα το «Βιβλίο της Μονέλ» του Μαρσέλ Σβομπ, το «Ναό του χρυσού περιπτέρου» του Γιούκιο Μισίμα, τον «άντρα που κοιμάται» και τα «Πράγματα» του Περέκ, διηγήματα του Ονέττι, του Ρέυμοντ Κάρβερ, ποιήματα του Τεντ Χιουζ, ακόμη και αποσπάσματα του Νίτσε και του Εμίλ Σιοράν διάβασαν. «Λογοτεχνικές παραξενιές» διόλου ακίνδυνες εφόσον η «Ταντάλια», ένα σύντομο αφήγημα του Μασεδόνιο Φερνάντς, τους άγγιξε βαθιά. Θα καθορίσει τη ζωή του Χούλιο το φυτό της «Ταντάλια». Θα χρειαστεί να δημιουργήσει κι εκείνος «ένα μικρό φυτό του έρωτα».

Με τον Μαρσέλ Προυστ και το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» θα πουν και το πρώτο τους ψέμα, ότι τάχα μου το έχουν διαβάσει κι οι δυο. Κι όταν πραγματικά θα το διαβάσουν, διότι «γρήγορα έμαθαν να διαβάζουν τα ίδια, να σκέφτονται παρόμοια, να κρύβουν τις διαφορές» έτσι ώστε «πολύ σύντομα να δημιουργήσουν μια ματαιόδοξη οικειότητα», θα χωρίσουν. Στη σελίδα ακριβώς 372 «Από τη μεριά του Σουάν». Εκεί όπου λέει πως «Η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να εμποδίζεις κάτι, αλλά τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε τα κρατούμε, αν όχι στα χέρια μας, τουλάχιστον στη σκέψη μας, όπου τα τακτοποιούμε όπως θέλουμε, και μας δίνεται έτσι η αυταπάτη πως με κάποιο τρόπο τα ελέγχουμε».

Απ’ εκεί και μετά η ιστορία θα συνεχιστεί χώρια γι’ αυτούς τους δυο. Με την Εμίλια να χωρίζει από την φίλη της την Ανίτα και να φεύγει στην Ισπανία χαμένη μέσ’ τον ψευδαισθησιακό παράδεισο των ναρκωτικών και τον Χούλιο να γνωρίζει τον διάσημο συγγραφέα Γκασμούρι, να χαλά μαζί του η δουλειά (θα του περνούσε στον υπολογιστή το καινούργιο βιβλίο), με τον Χούλιο να κάνει σχέση με την Μαρία που αρχικά θα θεωρήσει λεσβία, με τον Χούλιο να γράφει πυρετωδώς το δικό του ως Γκασμούρι βιβλίο και μετά να προσπαθεί όλο αυτό να το κάνει ζωή. Να προσπαθεί σαν τον ήρωά του να δημιουργήσει εκ του μηδενός ένα μπονσάι.

Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο μπονσάι: μικρό, αριστουργηματικό, σχεδόν μαθηματικό, με αρχετυπικούς Εκείνον κι Εκείνην κι έναν Έρωτα που παρά τον θάνατο Εκείνης, δεν τελειώνει ποτέ. Διότι κάποια στιγμή, έστω και καθυστερημένα, ο Χούλιο θα το μάθει. Για να συνειδητοποιήσει ότι η Εμίλια ήταν για Εκείνον, Συνάντηση Ζωής.

Μια μικρή, κομψή ιστορία, άσκηση ύφους, νατουραλιστική και συνάμα αλληγορική. Με επιρροές Μπόρχες που ισχυριζόταν ότι κάθε βιβλίο μας έτσι ή αλλιώς αποτελεί την περίληψη ενός ήδη γραμμένου.

Και όπως ένα μπονσάι «είναι ένα καλλιτεχνικό αντίγραφο ενός δέντρου σε μικρογραφία» κατά συνέπεια κι αυτό είναι «ένα μυθιστόρημα μπονσάι», διότι «Το να φροντίζεις ένα μπονσάι είναι σαν να γράφεις. Το να γράφεις είναι σα να φροντίζεις ένα μπονσάι» και ο Χούλιο στο βιβλίο, κάνει και τα δυο. Σε μια παντελώς μοναχική διαδρομή, όπως οι πάντες σ’ αυτή τη ζωή και σ’ αυτό το βιβλίο (Εμίλια, Ανίτα, Μαρία, Αντρές), παρότι οι δρόμοι τους έσμιξαν κάποια στιγμή και θα μπορούσε να είναι ο ένας για τον άλλον, η Σχέση της Ζωής του. Αλλά αυτά τα μαθαίνουμε συνήθως, όταν «πού πια καιρός»! Στην τελευταία σελίδα, δηλαδή, και ο Χούλιο το μαθαίνει!

Μια ιστορία σαν παζλ, παρτίδα σκακιού ζωής που αποδεικνύει ότι εν αρχήν ην το ύφος, και όσον αφορά αυτό, η Έφη Γιαννοπούλου έχει κάνει εξαιρετική μεταφραστική δουλειά. Μια ιστορία που παραμένει ανοικτή, διότι όπως κι ο συγγραφέας αναγνωρίζει «θέλω να τελειώσω την ιστορία του Χούλιο, αλλά η ιστορία του Χούλιο δεν τελειώνει» όπως και τίποτε δεν τελειώνει με τα σωστά του ποτέ σ’ αυτή τη ζωή. Ειδικά ένας Μεγάλος Έρωτας. Αυτός κι αν παραμένει ορθάνοιχτος. Σαν το ιδανικό βιβλίο, για να το προεκτείνει κανείς όσο μπορεί. Για να επαληθευτεί το μότο του Καβαμπάτα που ως αίνιγμα κάποιας σφίγγας από την πρώτη σελίδα, δεν το προσέξαμε, αλλά ήδη μας προειδοποιεί: «Περνούν τα χρόνια,/ και το μόνο πρόσωπο/ που δεν αλλάζει είναι/ το κορίτσι στο βιβλίο του».





ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

Ο Αλεχάντρο Σάμπρα γεννήθηκε στο Σαντιάγκο της Χιλής το 1975.

Έχει δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές και εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας στο χιλιανό Τύπο.

Διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Ντιέγο Πορτάλες.

Το «Μπονσάι» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και γνώρισε εγκωμιαστική αποδοχή από τους κριτικούς και το αναγνωστικό κοινό.

Το 2007 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά του, κατά έναν τρόπο συνέχεια του «Μπονσάι», με τον τίτλο «Η ιδιωτική ζωή των δέντρων».



ΥΓ. «Γρήγορα όταν έμαθαν να διαβάζουν τα ίδια, να σκέφτονται παρόμοια, να κρύβουν τις διαφορές» έτσι ώστε «πολύ σύντομα να δημιουργήσουν μια ματαιόδοξη οικειότητα», θα χωρίσουν.

Συνήθως έτσι γίνεται!

Παλιά κατάρα αυτή!




Moha

4/6/08

«ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ» και τώρα μπορώ να χαθώ μεσ’ στο χάος…

Οπισθόφυλλο, σταθερά:

Μια ιστορία για έναν άντρα που φοβόταν τις θύελλες, για μια γυναίκα που της έμελλε να φύγει, για μιαν άλλη που πέτρωσε περιμένοντας, για κείνη που όταν διαβάζει Ρεμπώ τον θυμάται, για την μεγάλη απούσα που όταν επιστρέφει είναι πάντοτε αργά. Για την Μεγάλη Τραγική που επικοινωνεί μαζί του και μετά θάνατον με «Υγρές Σελίδες». Τους συνδέει εξάλλου ένα κοινό παρελθόν- μυστικό.
Διότι εντελώς ξαφνικά, μια μέρα με χειμωνιάτικη λιακάδα, ένας άντρας πνίγεται και πέντε γυναίκες θα χρειαστεί μέσα σε τρεις μέρες να ανασυναρμολογήσουν τον κόσμο. Μαζί με ένα παιδί, τον αστυνόμο κι εκείνον με το περίεργο σημάδι που είχε τρέλα με τις μηχανές.
Ένα βιβλίο για τον φόβο και τις επιδιώξεις, για την επιθυμία και τις ενοχές, για τον έρωτα που καταστρέφει και την αγάπη που σώζει, για τον θάνατο που είναι και ο μεγάλος ερωτικός, για τα βιβλία που κρατούν τα κλειδιά και λύνουν το αίνιγμα. Για τους αναγνώστες που, όπως είπε ο Μπόρχες «είναι κύκνοι πιο μαύροι και πιο σπάνιοι κι απ’ τους καλούς συγγραφείς». Για τις επισφαλείς βεβαιότητες και τους νομοτελειακούς κανόνες ενός αβέβαιου, θαυμαστού κόσμου. Για αινιγματικές απαντήσεις σε αυτονόητες ερωτήσεις που δεν έγιναν ποτέ. Για την αλήθεια που είναι φως και φωτιά, αναλόγως….

Ε ναι στο αυτί (ή φτερούγα) βιβλίου (το λένε και έτσι), αυτό γράφει:

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε και εξακολουθεί να ζει στο Κορωπί. Με απιστία κάποιων χρόνων στην Αθήνα. Το μόνο που έμαθε σ’ αυτή τη ζωή (και που κάνει κέφι να κάνει) είναι να διαβάζει. Βιβλία, Μανιωδώς. Από δίψα γραφής έγραψε κιόλας: Μυθιστορήματα, ποίηση, διηγήματα, συνεντεύξεις, άρθρα και κριτικές σε περιοδικά κι εφημερίδες. Δημοσιογράφος είναι, ξεκίνησε από το «Αντί» και το «Φαντάζιο», όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό. Για δέκα χρόνια εργάστηκε στο ραδιόφωνο και στις Εικόνες. Και με αντικείμενο το βιβλίο πάντοτε, εδώ και 15 χρόνια, στο «Έθνος της Κυριακής». Έχει την επιμέλεια της νεοελληνικής σειράς στις εκδόσεις «Άγκυρα». Έχει εκδώσει εννιά ποιητικές συλλογές, δυο συλλογές με διηγήματα, εννιά μυθιστορήματα, έναν τόμο με συνεντεύξεις και ένα παραμύθι. O «Υγρός Χρόνος» είναι το δέκατο μυθιστόρημα.

Προτελευταία σελίδα, όοοολες οι νύχτες της μοναξιάς στο Κορωπί:

ΕΡΓΑ ΤΗΣ:

ΠΟΙΗΣΗ:
«Σηματοδότες», 1984
«Δρασκελιές», Θεωρία, 1988
«22 χρωματικές μεταμφιέσεις και 11 αιρετικά ποιήματα», Δωδώνη, 1992
«Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα», Φιλιππότη, 1996
«Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι», Φιλιππότη, 1997
«Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα», Φιλιππότη, 1998
«Θόλωσα, θύελλα, θάμβος, θυμήθηκα», Άγκυρα, 2000
«Άβυσσος, άλγος, άλμα, αρχίζω» Άγκυρα, 2002
«Εν αταξίαις άτακτοι όντες» Άγκυρα, 2006
«Το γράμμα που λείπει» (υπό έκδοση)

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:
«Όνειρα από Toplexil», Φιλιππότη, 1997
«Εάν ο Καρυωτάκης παντρευότανε την Πολυδούρη», 1998
«Μια καρδιά στο στομάχι» (υπό έκδοση)

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ:
«Αλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου;», Φιλιππότη, 1996
«Αναζητώντας τη Μαρία», Άγκυρα, 1998
«Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;», Άγκυρα, 1999
«Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου», Άγκυρα, 2001
«Το αίνιγμα του Άλλου», Άγκυρα, 2003
«Οι κούκλες δεν κλαίνε», Άγκυρα, 2004
«Χαίρε, παραμύθι μου», Άγκυρα, 2005
«Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς», Άγκυρα, 2006
«Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», Άγκυρα, 2007
«Υγρός Χρόνος», Άγκυρα, 2008

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ:
«Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», Φιλιππότη, 1998
«Άρον, άρον εγέννετο αύριο» (υπό έκδοση)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ:
«Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα», Άγκυρα, 2007


Και ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ, έτσι πιο… λιανά:

Μια αστυνομική ρεπόρτερ χρειάζεται να καλύψει τον πνιγμό ενός παλιού της αγαπημένου. Μια φιλόλογος επιμένει ότι τον έχει σκοτώσει αυτή. Η πρώην γυναίκα του και ο γιος του ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί λάθους. Ο αστυνόμος αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί το πτώμα. Η σύζυγος επιμένει να τον κηδέψει ως να επρόκειτο γι’ αυτόν. Και σα να μην έφαναν όλα αυτά, μια γυναίκα από το μακρινό παρελθόν επιστρέφει και όλα δείχνουν ότι έχουν κάποιο παλιό μυστικό: που τους βαραίνει, που τους χωρίζει, που τον κάνει να της χαρίσει όλες τις ημερολογιακές του σελίδες καθώς και το αρχείο με κείμενά της που μάζευε εδώ και καιρό.
Το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί και αγραμμικά: να επιλέξει ο αναγνώστης μια από τις γυναίκες που θέλει να ακούσει την δική της εκδοχή για την ιστορία. Να δει αυτόν τον άντρα, μέσ’ απ’ τα μάτια της (πώς γίνεται άλλος, τελικά!)

Και επειδή αυτό που μετράει είναι ο Τρόπος (εξάλλου όλα έχουν ξαναειπωθεί, μονάχα το ΠΩΣ, είναι δικό μας), ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ:

Κεφάλαιο 1ο:

α) Για έναν άντρα που φοβάται τις θύελλες

Αυτή τη φορά, όμως, δεν σώθηκε.
Εκεί που ήμασταν σίγουροι, όχι, δεν σώθηκε. Αλλ’ έτσι δεν συμβαίνει πάντοτε στη ζωή; Εκεί που βαδίζουμε απόλυτοι και με βεβαιότητες, να ‘σου, πρωταγωνίστρια λαμπερή αυτή και σου τη φέρνει. Αλλάζει εντελώς την προσχεδιασμένη πλοκή, με μια τοσοδούλα «τυχαία» πράξη, ανατρεπτική και ασήμαντη, ικανή, όμως, σα ντόμινο να συμπαρασύρει τα πάντα. Σαν τη χιονοστιβάδα, να σου αλλάζει το είναι σου και το έχει σου.
Διότι έτσι είναι, τελικά. Στις σιγουριές μας, κτυπά η ζωή.

Είναι μια ηλιόλουστη μέρα, φωτεινή, απ´ εκείνες που την κάνουν να ξεχνιέται, γι’ αυτό τις φοβάται.
Βαδίζει σκυφτή και κάπως βαριά, σιωπηλή, στην επαρχία η σιωπή μοιάζει με πολυτέλεια. Κρατά μ’ επιμονή τα μάτια στη γη, μήπως γλιτώσει καμιά καλημέρα.
Έχει μια βιάση εσωτερική. Σα να βαδίζει από κάπου σε κάπου. Επείγεται για να βρεθεί, επιτέλους, στο κάπου.
Όπου κι αν είναι εκείνο το κάπου, επιτέλους, ας βρεθεί.
Δεν της ταιριάζει η μέρα. Θα προτιμούσε να είναι κάπως πιο σκοτεινή. Μια μουντή, λίγο πριν από τη βροχή, χειμωνιάτικη μέρα. Αυτή είναι η μέρα που προτιμούσε. Μια και θα είναι αυτή που θα αφηγηθεί.
Η Μάνια. Γεμάτη μανία και πάθος. Που δεν το δείχνει, αλλά το φοβάται. Και που δεν θέλει να είναι αυτή που θα αφηγηθεί. Που τώρα βαδίζει έτσι σκυφτή και με βιάση σε αυτή την ιδιαίτερα ηλιόλουστη μέρα, αλλά για την ιστορία της, θα την προτιμούσε, σίγουρα, πιο σκοτεινή.
Είναι μεσημέρι Σαββάτου και αν και αισθάνεται πως έχει προορισμό, στην αρχή, όμως, ξεκίνησε έτσι’ χωρίς κανέναν απολύτως προορισμό.

Το σπίτι της είναι ψηλά’ πολύ ψηλά, προς την άκρη της πόλης. Απ’ τα παράθυρά της βλέπει τον Υμηττό. Απ’ όποιο παράθυρο και να κάνει, είναι μπροστά της αυτό το απόλυτα οικείο, αλλοπρόσαλλο βουνό. Με τους σατανιστές και τον προφήτη του. Με τις νεράιδες και τα δυο σκοτωμένα παιδιά. Με τις σπηλιές και με τους θησαυρούς των αρχαιοκαπήλων. Με την αρχαία Σφηττό και την καινούργια σαν την καιόμενη βάτο χωματερή.
Έτσι ν’ απλώσει το χέρι της, πιάνει και τις φλόγες και τα σκουπίδια. Και το μαντήλι και τις νεράιδες και τις κερένιες κούκλες.
Ο δρόμος της, μέχρι πρόσφατα, ήτανε χωματόδρομος. Να φτάσει τόσο ψηλά η άσφαλτος μονάχα γι’ αυτήν; Θα μπορούσε, βεβαίως, να μένει στο κέντρο της πόλης, στο πατρικό της. Αλλά αυτή, για την μεγάλη επιστροφή της επέλεξε το παράσπιτο του οικογενειακού τους περιβολιού. Ποιος να φυτέψει μαρούλια και λάχανα, σήμερα;
Κι ύστερα, είναι και η ατέλειωτη φασαρία της δουλειάς. Όλη μέρα, αίματα, πτώματα, υπαστυνόμοι και τρελά περιπολικά. Αλλά και στο γραφείο, δεν γίνεται να ηρεμίσει κάποιος. Τηλέφωνα, συνάδελφοι, φαξ…
Γι’ αυτό, όταν γυρνούσε τα βράδια προτιμούσε αυτό ακριβώς’ το απόλυτο τίποτα. Το απολύτως μηδέν. Ή μάλλον τη μαγική σιωπή του τρελού βουνού της.
Όμως, ετούτο το μεσημέρι, επείγεται. Για να κατέβει στο κέντρο.

Διασχίζει με βιάση το καινούργιο γήπεδο του ΑΟΚ. Περνάει χωρίς καν να δει την παιδική χαρά και το αποκεντρωμένο τέταρτο δημοτικό., μπαίνει στο πρώτο εμπορικό κέντρο, της χαιδεύει τη μύτη ο φρεσκοαλεσμένος ελληνικός’ ούτε στο φούρνο της δεν σταματά για το κλασικό σταφιδόψωμο της κυρα- Δέσποινας. Μοιράζει κάμποσες μηχανικές καλημέρες’ αγοράζει εφημερίδα και τσιγάρα στο περίπτερο, ευτυχώς ξέρει ο Γρηγόρης τι και πως και δίχως να έχει απολύτως λόγο κανένα, κοκαλώνει στην κολώνα της πρώτης πλατείας. Σ’ αυτήν όπου συνήθιζαν να καρφιτσώνουνε τα κοινωνικά. Μνημόσυνα, ετήσια και σαρανταήμερα, κηδείες, ξέρετε, τα γνωστά. Υπήρχαν οι μόνιμοι αναγνώστες- θαμώνες αυτής της ιδιάζουσας υπαίθριας εφημερίδας. Συνήθως ηλικιωμένοι, για να γνωρίζουν, κάθε φορά, αυτή τη φορά, και ποιον θ’ αποχαιρετίσουν.
Εκείνη, όμως, δεν έχει λόγο κανένα!
Και τότε το βλέπει’ Ο άνθρωπος που φοβόταν τις θύελλες, έφυγε. Τέτοια συνωνυμία, δεν είναι δυνατόν! Κι ύστερα, είναι και το πατρώνυμο, η ηλικία, το επάγγελμα…
Άγγελος- Αχιλλέας Κομνηνός.
Ετών 52 ιατρός…
Γυρίζει γύρω- γύρω σαν παραλοισμένη’ ναι, αλλά πώς! Κοίτα, την ώρα που τους χρειάζεσαι χάνονται! Πώς άδειασε έτσι η πλατεία, κι ο κόσμος, ολόκληρος ο κόσμος, άδειος κι αυτός.

Και, τότε, το σκέφτεται. Εκείνο το «κάπου» που αγνοούσε, μα ωστόσο πήγαινε, εκείνο το «κάπου» που μέσα βαθιά τόσο καλά γνώριζε… Αυτό το σημάδι του υπερεπείγοντος πρωινού που ήταν σαν άλυτος υπαρξιακός γρίφος.
Και ετούτο το ηλιόλουστο χειμωνιάτικο χάδι. Μονάχα μια τέτοια ζεστή και διάφανη μέρα θα μπορούσε να φύγει αυτός’ ένας άντρας που πάντα φοβόταν τις θύελλες. Και που ακόμα εκείνη δεν ήξερε πως της έπεφτε ο κλήρος, αυτή, τελικά, να μιλήσει.



β) Η γυναίκα που της έμελλε να φύγει.

Θα πρέπει να έγινε σε κείνη το πρώτο τηλεφώνημα’ ενδεχομένως λόγω του παιδιού, αλλιώς δεν εξηγείται.
Έξω μαινόταν μια ολόφωτη, γιορταστική Μητροπόλεως. Δεν είχαν σβήσει, ακόμα, τα φώτα της γιορτής, δεν είχαν αποκαθηλωθεί καράβια και δέντρα. Μετρούσε μέρες αντίστροφα το δέντρο του Συντάγματος και το δικό της στο σαλόνι ανέδυε ένα άρωμα παρακμής.
Υπήρχαν φορές που, για να γλιτώσει να ξεστολίσει δεν στόλιζε καν, το απέφευγε.
Κι ήταν κάτι που την χαρακτήριζε και στην υπόλοιπη ζωή της. Φοβόταν τόσο το τέλος, που ούτε καν άρχιζε. Ή, έτσι και ξεκινούσε, έσπευδε στο τάκα- τάκα να τελειώσει για να βάλει τελεία και παύλα στον τρόμο της.
Ήταν έντεκα το πρωί και συνέλαβε τον εαυτό της να εκτελεί τις καθημερινές υποχρεώσεις, μηχανικά.
Άκουσε το τηλέφωνο και ξαφνιάστηκε. Από το Υπουργείο, συνήθιζαν να της τηλεφωνούν πάντα στο κινητό. Δεν ήταν η μέρα που θα ερχόταν για τον Σέργιο ο πρώην άντρας της και για οποιονδήποτε άλλο ένα τόσο πρωινό τηλεφώνημα απλώς δεν ήταν και τόσο ευγενικό.
Δεν θυμάται, όσο και το προσπαθεί αργότερα, το τι άκουσε. Εκείνο, όμως, που αισθάνθηκε ήταν πως ήταν σα να το περίμενε.
Ένοιωσε έτοιμη για την είδηση’ καθόλου δεν ξαφνιάστηκε, παρ’ ότι ήταν τόσο αντιφατική με την ηλιόλουστη μέρα.
«Μια τόσο χαρούμενη μέρα», σκέφτηκε, «σίγουρα θα του αρέσει».
Κι αμέσως μετά, «να δω με τι τρόπο θα το πω στον Σέργιο…»
Ύστερα, έγιναν όλα αφάνταστα σαφή και διακριτά. Τα δέντρα στο δρόμο, οι άνθρωποι με τα πακέτα που έβλεπε μέσα το δώρο, το γέμισμα του καναπέ και οι σούστες της μεγάλης πολυθρόνας. Οι κόκκοι της σκόνης, τεράστιοι, σα μικρές, μικρές πεταλούδες. Οι πόροι στο δέρμα της σπηλιές, που τις ξεχωρίζει στον μεγάλο καθρέφτη.
«Γέρασα», σκέφτεται η Μόνα. Μόνη. Με έναν γιο στη εφηβεία κι έναν πρώην άντρα που πνίγεται.
Εδώ και χρόνια, ολοένα, πνίγεται. Και να που φεύγει, έτσι ξαφνικά, μια ηλιόφωτη μέρα.
Και έτσι ξαφνικά, και σα να μην άκουσε τίποτα, πήρε να τινάζει τραπεζομάντηλα, να βάζει νεράκι στα βάζα.
«Ζουμπούλια, να θυμηθώ ν’ αγοράσω ζουμπούλια που τόσο του άρεσαν», σκέφτεται.

Βγήκε την άλλη μέρα το πρωί. Φορώντας μαύρο ταγιέρ κι αυτή’ ο Σέργιος μπλε σκούρο κοστούμι. Επίσημος και σκοτεινός. Δεκαεφτά χρονών στην πρώτη εορταστική του μέρα στην πόλη του πατέρα.
«Όλοι θα μας κοιτάζουν», σκέφτεται η Μόνα, δρασκελίζοντας το κατώφλι. «Η σκύλα- σύζυγος που ξαφνικά ένα πρωί σηκώθηκε να φύγει. Αυτόν που φεύγει κατακρίνουν πάντοτε. Και σα να μην έφτανε αυτό, τώρα και οι νεκροί δεδικαίωται>.
«Έπρεπε να σε είχα σκοτώσει», ψιθυρίζει, βάζοντας τα μαύρα γυαλιά της, έτσι ξαφνικά, και με οργή,
Δίπλα της το παιδί σοβαρό’ δεν έβγαζε άχνα. Έτσι ήταν πάντοτε ο Σέργιος, βουβά επικριτικός.
Οδηγούσε, όπως έζησε μια ζωή’ μηχανικά και σωστά. Με μια επισταμένη εσωτερική προσοχή. Εξωτερικά αφηρημένη,
Στο σπίτι έφτασαν ένα τέταρτο μόλις πριν από τον αστυνόμο. Ήταν ήδη γεμάτο, σαλόνι, αυλή. Θα τον θυμάται πάντα τον ψίθυρο. Εξάλλου, είχαν και δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια να την δουν.
Ο Σέργιος ήταν μονάχα δύο χρονών τότε, όταν έφυγε τη νύχτα.

Μια ατέλειωτη νύχτα που έφυγε. Αχ πόσο τη θυμάται. Για την διάρκειά της περισσότερο, τη νύχτα αυτή της ατέλειωτης φυγής. Που διαρκεί ακόμα. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια.
Από το σπίτι τους, την καταραμένη υγρή πόλη κι αυλή, από το ποτό του, απ’ τη ζωή της’ μια ζωή έφευγε.
Σε μια ατέλειωτη κεντρομόλα και φυγόκεντρη, ταυτοχρόνως, διαδρομή που διαρκεί μέχρι σήμερα’ τώρα.
Γιατί κι αυτή τη στιγμή, επιστρέφοντας, φεύγει, Η γυναίκα που της έμελλε να φύγει κι ούτε που ξέρει για πού.


γ) ΥΓΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: του πνιγμού

Πνιγόμουν, συνήθως! Αυτό το όνειρο έβλεπα. Ότι πνιγόμουν! Ακριβώς! Τον πρώτο καιρό, σε μια θάλασσα. Την εποχή τη δύσκολη, στο βούρκο. Κι όταν έφυγες εσύ, στην παιδική μπανιέρα μου.
Γαλάζια ήταν θυμάμαι. Με μια ρίγα κίτρινη σαν φως από λάμπα θυέλλης.
Πόσο τις τρόμαζα τις θύελλες! Εγώ, κοτζάμ άντρας! Κι άντε να σε πείσω μετά για το πόσο σπουδαίος ήμουν, πόσο μασίφ, πόσο άτρωτος. Εγώ, ο απολύτως ευάλωτος και που κρυβόμουν, σαν ρίο μάρε, κοβόμουν με μια καρδιά μαρουλιού.
Αλλά εκείνο που, εν τέλει, μετρά είναι «τα φαινόμενα». Και ως συνήθως «τα φαινόμενα» είναι εκείνα που μια ζωή εξαπατούν. Εφόσον η αδυναμία μας είναι εκείνη που τόσο καλοδουλεμένα σμιλεύει την εικόνα μας.
Και σύμφωνα με τα φαινόμενα είναι ένας άνθρωπος που τον έχει καλά σμιλέψει η φωτιά στο αμόνι. Ένας άνθρωπος στέρεος και ρεαλιστής, ένας άντρας που ξέρει πολύ καλά το πού τελικά, πατά και στέκει. Ένας άντρας που δεν παραδέχεται ποτέ ότι βλέπει όνειρα. Ένας άνθρωπος όλος γη, Γη και φωτιά. Εκ των πραγμάτων. Ασχέτως αν κάποια δεδομένη στιγμή, ανεμοστρόβιλος φάνηκε πως πήρε τη ζωή του.
Εκείνος, όμως, παρέμεινε εκεί. Σκληρός κι αμετακίνητος. Καλοσιδερωμένος. Ατσαλάκωτος. Αλώβητος
Τις μέσα του ζάρες πέρασαν πάρα πολλά χρόνια για να μπορέσει κι ο ίδιος να τις δει.

Ζούσε σε ένα τεράστιο γωνιακό σπίτι που έβλεπε σε μια απόκεντρη πλατεία. Σε μια πλατεία που, όμως, ποτέ δεν παίζανε παιδιά. Υπήρχε, λένε, ένα παλιό πηγάδι με νεράιδες που ούτε που φαινόταν τώρα πια, αλλά που τα τρέλαινε, λέγαν, τα παιδιά. Τα ξετρέλαινε και παίρνανε τους δρόμους. Ή ίσως και να ‘τανε ο αράπης, ο εβραίος ή ο γύφτος, όπως τον έλεγε η μαμά.
Η μαμά, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ήτανε «πανταχού παρούσα». Όσο απών, συνήθως, ήταν ο μπαμπάς. Τόσο «πανταχού παρούσα» ήταν η μάνα μου. Φορούσε μονίμως ένα μικρό διαμαντένιο σταυρό κι έναν κολιέ με μικρά και κομψά μαργαριτάρια. Πολύ κομψά και πολύ διακριτικά που θα έπρεπε πολύ καλά να γνωρίζεις τη αξία τους για να μπορέσεις, τελικά, να τα καταλάβεις. Όλα έτσι κομψά, διακριτικά και πολύτιμα τα φορούσε η μαμά. Είχε μάτια σκιστά, πράσινα, αμυγδαλωτά και ίσια ολόμαυρα μαλλιά μέχρι τους ώμους. Πολύ απλά έτσι κι αυτά χτενισμένα, Έπαιρναν ώρες της Κατρίν στο κομμωτήριο για να φανούνε, τελικά, έτσι απλά και τόσο ανεπιτήδευτα.
Από εκεί πήρε, εν τέλει, κι αυτός το μάθημά του. Αυτό όπως ήδη είπαμε με «τα φαινόμενα».
Τα χρώματά της ήταν γκρι, γαλάζιο και μερικά μπεζ. Μεταξωτά, μοχαίρ, όλα μαλακά, βελουδένια, επίσης, διακριτικά, Όμως εκείνος τα ‘νοιωθε. Γι’ αυτό και ήθελε συνέχεια να τον αγκαλιάζει. Ζεστά και υγρά.
Ναι. Έτσι, ακριβώς, ήταν.
Τον φώναζε «Αχιλλέα» ή «Άγγελέ μου» και τρελαινόταν. Πόσο του άρεσε ο τρόπος που σερνόταν στα χείλη της το λα. Του άρεσε τ’ όνομά του, ακριβώς, επειδή έτσι τον φώναζε η μάνα του.
Και το δικό της όνομα, εξάλλου, σερνόταν. Σαβίνα. Μ’ εκείνο το βήτα έτσι βαριά και καθοριστικά στο γιώτα και στο άλφα να κατρακυλά. Ακριβώς σαν τον μικρό διαμαντένιο σταυρό στο λαιμό της.
Εκείνος, όμως, την φώναζε μαμά.

Την λέγαν Σαβίνα, αυτός την φώναζε μαμά και κατοικούσαν σ’ εκείνο το τεράστιο γωνιακό σπίτι. Με τις στριφτές μαρμάρινες σκάλες, τα στρογγυλά μπαλκόνια σαν της Ιουλιέτας, τις πέργκολες, τις γλυτσίνιες, τις αζαλέες κι εκείνον τον πεύκο με την κούνια και με τα κάμπιες που φοβόντουσαν τα παιδιά. Σπανίως καθόταν στις κούνιες γιατί τις φοβόταν κι αυτός.
Του άρεσε να κάθεται συνήθως στο ακριανό παράθυρο του πρώτου ορόφου και να κοιτά με τις ώρες την άδεια πλατεία. Εκείνο το παλιό ζαχαροπλαστείο με τα πολύχρωμα ζαχαρωτά στη γωνία. Το απέναντι ανθοπωλείο- όλα δύο επί δύο- με κρίνους, γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα μπουμπούκια ή μεγαλύτερα, μισάνοιχτα.
Εκείνος που τον ξετρέλαινε ήταν ο περιπτεράς. Φωνακλάς και περίεργος. Πανεπόπτης. Στην άκρη της μικρής πλατείας. Της αδιέξοδης.
Το σπίτι τους χωριζόταν σε δυο επίπεδα. Κάτω, εκτός από το σαλόνι και την κουζίνα, βρισκόταν και το Ιατρείο του μπαμπά. Με έξοδο δική του, ξεχωριστή, στο δρόμο. Το άβατο για μένα και τα παιδιά.
Με τα χρόνια αυτό το Ιατρείο έγινε Ιατρείο του, το σπίτι ρήμαξε και η Σαβίνα έγινε φωτογραφία στη σάλα.
Η πλατεία απόκτησε σιντριβάνι, το ζαχαροπλαστείο είναι πια «οπτικά». Μονάχα το ανθοπωλείο παρέμεινε αλώβητο και ο περιπτεράς, σιωπηλός, με γεροντική κατάθλιψη, γέμισε πια ροζ φυλλάδες. Ο παράδρομος κατακλύστηκε από πατίνια. Κι εγώ σαν Ζαν Ντ’ Αρκ, στο ίδιο παράθυρο ατενίζω τον ρημαγμένο κήπο κι ακούω φωνές.
Μαράθηκα, σκέφτομαι. Σαν τα ζουμπούλια της. Κι η μυρωδιά της ραγίζει τη μνήμη, μαζί με ξεχασμένα κλάματα, παιδικά. Με γεμίζει ρωγμές.
Πίνω και γράφω. Τη ζωή μου σα να την έζησε άλλος.
Κι όλο τον βρέχω τον χρόνο. Μήπως μπορέσω και έτσι βρεγμένο, τελικά, να τ’ αντέξω και να τον καταπιώ.
Αμάσητο. Σαν βρέφος που δεν απόκτησε καν την πρώτη του οδοντοστοιχία.
«Εγώ είμαι το μωρό σου», θυμάσαι; Σου είπα και μ’ άφησες. Και τώρα τα γράφω. Λες και δεν ήμουν, εν τέλει, εγώ. Αλλά ένας άλλος, ένας τρίτος. Ένας που κάποτε ήταν Αχιλλέας και μια Σαβίνα τον φώναζε «Άγγελέ μου» μιαν εποχή.

Κι όλο μπροστά του την έβρισκε αυτή την Σαβίνα.

ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ:
«Ο κυρ- Πανικός και η βίβλος των ονείρων» της Σύλβια Πλαθ, Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 556
«Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ» του Ρόλαντ Χάιμαν, Μετάφραση: Έφη φρυδά, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 458
Γράφει η Σαβίνα Στεργίου.
«Αν η Σύλβια Πλαθ ήταν ήδη αντικείμενο λατρείας το Φεβρουάριο του 1963, η αυτοκτονία της θα δημιουργούσε τεράστια αναταραχή»… σημειώνει χρόνια μετά ο βιογράφος της (ένας από τους βιογράφους της) Ρόλαντ Χάιμαν, χαρίζοντάς μας μια γεμάτη και αινιγματική ζωή σαν υπαρξιακό θρίλερ.
Διότι έτσι και έζησε, μία από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του 20ου αιώνα, στην κόψη. Ανάμεσα στην ιδιοφυία και στην κατάθλιψη. Κι έτσι έφυγε. Μόλις τελειώνοντας ένα ευφάνταστο και με χιούμορ παιδικό, και αφού προηγουμένως είχε καθαρίσει όλο το σπίτι, είχε ετοιμάσει το πρόγευμα των παιδιών και είχε καλύψει τις χαραμάδες στις εσωτερικές πόρτες με βρεγμένα πανιά για να τα προστατέψει.
Άφησε πίσω της, πλήθος κειμένων. Ποιήματα που θα της χαρίσουν δεκαεννιά χρόνια μετά τον θάνατό της, το Πούλιτζερ. Μεταθανάτια καριέρα και ένα σχεδόν μυθικό πια «Γυάλινο κώδωνα» με το όνομά της το αληθινό. Βιογραφίες που της ζηλεύει και το καλύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Τον γρίφο της ζωής και του θανάτου της, όμως, το είχε η ίδια ήδη αποκαλύψει αποσπασματικά.
Και το διαπιστώσαμε πρόσφατα, μέσα από δυο εκδόσεις που την αφορούν, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Μελάνι».
Την βιογραφία του Ρόναλντ Χάιμαν «Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβια Πλαθ» σε μετάφραση Έφης Φρυδά και τα διηγήματά της «Ο κυρ- Πανικός και η βίβλος των ονείρων και άλλες ιστορίες» σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά.
Στη βιογραφία, που διαβάζεται και ως ιστορία μυστηρίου, ο συγγραφέας ζωντανεύει στο χαρτί μια χαρισματική, ευαίσθητη, γενναία και γεμάτη ζωή γυναίκα, που πόρρω απέχει από την καταθλιπτική ποιήτρια. Και φωτίζει όλα τα σκοτεινά σημεία της σχέσης της με τον Χιουζ. Βασισμένος στην ποίηση και στα ημερολόγιά της, σκιαγραφεί το όριο και αποδίδει στο έπακρο το μεγαλείο της και την εξίσου μεγαλειώδη της πτώση.
Στα διηγήματά της «Ο κυρ- Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων και άλλες ιστορίες», η Σύλβια Πλαθ, αποκαλύπτει όλο το βάθος, το φως και το σκοτάδι της ζωής της.
Τη συγκλονιστική σχέση της με τον πατέρα της (ο οποίος όταν πέθανε η ποιήτρια ήταν οκτώ χρονών) στην ιστορία «Ανάμεσα στους μπάμπουρες». Τον φόβο της για τον φοβερό θεό της τρέλας στο πρώτο διήγημα του βιβλίου «Ο κυρ- Πανικός και η Βίβλος των ονείρων».
Τα περισσότερα απ’ αυτά, αποσπάσματα από τα ημερολόγιά της, «γεγονότα- όπως υποστήριζε η μεταφράστρια- τα οποία εμπλουτίζει με λεπτομέρειες για να φτιάξει μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι και φανταστική».
Η ίδια η ζωή της, θα μπορούσε να είναι «και φανταστική». Η ζωή της που έγινε έργο της. Διότι «σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, η Πλαθ υπήρξε συνειδητοποιημένη συγγραφέας. Ζούσε με τις λέξεις, πάλευε μαζί τους, προσπαθώντας να τις τιθασεύσει, να τις κάνει να πουν αυτό που εκείνη ήθελε».
Γι’ αυτό και «Ο κυρ- Πανικός και η βίβλος των ονείρων» παραμένει ακόμα «ένα ανοιχτό βιβλίο». Αναλόγως του πόσο γνωρίζει κανείς την ποιήτρια, από το πόσο βαθύς ή συγγενικός αναγνώστης της μπορεί να είναι. Έμπλεο, πάντως, μαγείας και χιούμορ, ποιητικότητας, σπαραγμού και σαρκασμού.
Εμπεριέχοντας όλο το φως και το σκοτάδι που μπορεί να περικλείει μέσα της μια ύπαρξη. Με μια γραφή «καθόλου θηλυκή», όπως επισημαίνει ο Γιάννης Αντιόχου στο επίμετρό του. «Αλλά γραφή έντονα αρσενική και καλυμμένη από ένα πλέγμα απόκρυφων συμβόλων που δύσκολα απομονώνεται».
Αυτό που αξίζει κανείς να υπογραμμίσει, βεβαίως, είναι ότι την τέχνη του θανάτου η Σύλβια Πλαθ την ήξερα πολύ καλά. Είχε μαζί της μια σχέση σχεδόν ναρκισσιστική.
«Μόνο το Φόβο πρέπει να αγαπάς
τον ίδιο τον Φόβο.
Η αγάπη για τον Φόβο είναι η αρχή της σοφίας.
Μόνο το Φόβο πρέπει να αγαπάς
Τον ίδιο τον Φόβο.
Είθε Φόβος και Φόβος και Φόβος να είναι πανταχού παρών>.
Κι εκείνον, γράφοντας για κείνον, ξόρκιζε.

«Γράμματα γενεθλίων» του Τεντ Χιουζ, Μετάφραση/ Εισαγωγή/ Σημειώσεις: Γιάννης Αντιόχου, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 251
Γράφει η Σαβίνα Στεργίου
«Σηκώνω το κεφάλι μου-
μήπως και συναντήσω τη φωνή σου.
Μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον
που ξέσπασε πάνω μου.
Ύστερα κοιτάζω πίσω
Στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις.
Είσαι δέκα χρόνια νεκρή.
Μια ιστορία είναι μόνο.
Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Ποιητική συλλογή που λειτουργεί πια στα όρια του μύθου, εφόσον και τα δύο εμπλεκόμενα πρόσωπα συνεχίζουν μια διαλεκτική πέρα απ’ τον χρόνο. Και μεταξύ τους και με τον αναγνώστη. «Τα γράμματα γενεθλίων» του Τεντ Χιουζ που κυκλοφόρησαν απ’ το «Μελάνι» δεν είναι άλλο από «την ιστορία της» και «την ιστορία του». Την ιστορία της Σύλβια Πλαθ, της ποιήτριας που αυτοκτόνησε μετά από τον χωρισμό της και τη σχέση του με την Άσια Γκάτσμαν Γουέβιλ και βραβεύτηκε με Πούλιτζερ μετά τον θάνατό της. Την ιστορία του που, παρά το τεράστιο ποιητικό του μέγεθος, η ζωή και το όνομά του σημαδεύτηκε από μια διπλή αυτοκτονία: της Σύλβια και της Ασια. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μονάχα που η Άσια επέλεξε να πάρει μαζί και την κόρη τους.
Η καταδικαστική απόφαση των φεμινιστριών και υπέρμαχων της ποιητικής της Πλαθ (ιδιαίτερα στη γενέτειρά της, την Αμερική) ότι τη «σκότωσε», φαίνεται να συνέβαλε στην απόφαση του Τεντ Χιουζ να ζήσει, σχεδόν μια ζωή… γράφοντάς της. «Ογδόντα οκτώ ποιήματα μνήμης, αγάπης, τρυφερότητας, στοργής, χαράς, προσδοκίας, οργής, βίας, μανίας, σπαρακτικής οδύνης, γοτθικού τρόμου, δαιμονολογίας και δαιμονοληψίας, γητέματος, βασκανίας». Όπου ο Χιουζ «σπάζοντας τη σιωπή του αναφορικά με την Πλαθ, γράφει μια μεγάλη ποίηση του Έρωτα και του Θανάτου».
«Στο ευρύ κοινό- σημειώνει η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου στο Επίμετρο του βιβλίου- έγινε γνωστός ως Δαφνοστεφής Ποιητής στην υπηρεσία της βασιλικής αυλής, ως καταραμένος και «ένοχος» σύζυγος της Αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβια Πλαθ, ως συγγραφέας βιβλίων για παιδιά, αλλά κυρίως ως ποιητής με το σπάνιο χάρισμα να ζωντανεύει τον φυσικό κόσμο, να εμφυσά ψυχή στα ελώδη τοπία και τα άγρια ζώα της αγγλικής ενδοχώρας». Ωστόσο «αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της γενιάς του, που δεν περιορίστηκε στα βρετανικά σύνορα».
«Ο Χιουζ είναι ο υμνωδός του τίποτα, γιατί είναι βαθιά μεταφυσικός ποιητής- γράφει ο Γιάννης Αντιόχου στην εισαγωγή του. – Μέσα στα «Γράμματα γενεθλίων», αυτό γίνεται απόλυτα κατανοητό. Είναι αινιγματικός, μ’ ένα πολύπλοκο τρόπο, φιλοσοφικός, τρομοκρατικός, απόκοσμος».
Τα «Γράμματα γενεθλίων» είναι, εντέλει, μια προσωπική εξήγηση, αλλά ταυτόχρονα και το χρονικό μιας διπλής ζωής. Που ξεκινώντας από τα «μακριά, κυματιστά μαλλιά της» σε «μια φωτογραφία των υποτρόφων του Ιδρύματος Φουλμπράιτ> (Οι υπότροφοι του Ιδρύματος Φουλμπράιτ), διανύει μια τεράστια διαδρομή με «Πίστη», «Βόλτα στο φεγγάρι», «Το Παρίσι σου» με «Μάλλινο πλεκτό ροζ φόρεμα» και «Το μπλε φανελένιο ταγιέρ», για να καταλήξει στο «Κόκκινο». Διότι : «Όταν πέρασε τελικά το δικό σου/ το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο».
Και πέρασε το δικό της. Έτσι, αυτή η ποιητική συλλογή είναι το «Δωμάτιο της Κρίσης». Διότι «Η βελούδινη μακριά φαρδιά σου φούστα, είναι αιμάτινος επίδεσμος,/ ένα μεστό κρασί Βουργουνδίας. / Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο./ Εκστασιαζόσουν απ’ το κόκκινο./ Το ένιωσα άγριο- σαν τις ξεραμένες άκρες μιας γάζας/ σε μια πληγή που πήζει. Μπορούσα ν’ αγγίξω / την ανοιχτή φλέβα εκεί μέσα, την σκεπασμένη με κρούστα λάμψη».
Εξάλλου, ποτέ τους δεν έπαψαν να μιλά ο ένας στον άλλον: «Δέκα χρόνια μετά το θάνατό σου/ συνάντησα σε μια σελίδα του ημερολογίου σου, όπως ποτέ άλλοτε, / την έκπληκτη χαρά σου….»
Κι εκείνος, απ’ ό,τι φαίνεται, για μια ολόκληρη ζωή, δεν έχει πια επιλογές: «Σηκώνω το κεφάλι μου- μήπως και συναντήσω τη φωνή σου,/ μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον/ που ξέσπασε πάνω μου. Ύστερα κοιτάζω πίσω/ στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις./ Είσαι δέκα χρόνια νεκρή. Μια ιστορία είναι μόνο./ Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που σε βοηθά να κατανοήσεις την ζωή και τον θάνατο. Τον έρωτα. Που συνεχίζεται και όταν έχει χαθεί ο ένας από τους δυο. Με τρόπους παράδοξους και περίεργους. Με προδοσίες και με φυγές, με ενοχές και βασανιστικές αμφιβολίες.
«Ένα καταραμένο, αιματοβαμμένο βιβλίο ποίησης, ένα σωματικό βιβλίο ποίησης, ένα εγχειρίδιο θανάτου, επικίνδυνο ίσως για αναγνώστες με ευάλωτο ψυχισμό», όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του Γιάννης Αντιόχου.
Αλλά έτσι ή αλλιώς ένας μεγάλος έρωτας είναι και ρίσκο, και ιστορία για γερά νεύρα. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο έρωτας γίνεται ποίηση.


δ) Οι ουγγρικοί χοροί της Μεγάλης Φυγής

Προσπαθούσε, ματαίως, να καταλάβει τι του άρεσε από τους «Ουγγρικούς χορούς». Εντάξει, Μότσαρτ είχε ακούσει, και Μπετόβεν και Μπαχ, τους είχε ακουστά. Αλλά Μπραμς; Μέρα- νύχτα! Στο Ιατρείο, στην αποθήκη, στο σαλόνι… Την τσάντιζε. Ήξερε ότι δεν σκάμπαζε γρι, να την τσαντίζει το ‘κανε.
Την κορόιδευε με την Βανδή και με τον Μαζωνάκη. Αλλά κι εκείνος που άκουγε Μητροπάνο;
«Κάνε κάτι να χάσω το τρένο».
Λες και δεν το ‘χασε.
Αλλά κι αυτή, το ‘χασε.
Όλοι το χάνουμε το τρένο. Κι όσοι νομίζουμε ακόμα πως δεν το χάσαμε.
Έτσι, λοιπόν, σκεφτότανε για «το χαμένο τρένο» και άκουγε μηχανικά τους περιβόητους «Ουγγρικούς χορούς» καθαρίζοντας μπαρμπούνια όταν της έφτασε η είδηση στο σπίτι. Εννιά και είκοσι το πρωί με «Ουγγρικούς χορούς». Τους «Ουγγρικούς χορούς» του που βρήκε – τι πρωτότυπο- έτοιμους στο cd payer.
«Τον ψάχνουν», σκέφτηκε. Και «πού σκατά είναι από προχθές».
Εκείνη την ώρα, μόλις, συνειδητοποίησε πως λείπει από προχθές. «Θα έμενε στο Ιατρείο», παρηγορήθηκε θυμωμένη βαδίζοντας προς την πόρτα.
Δεν ήταν κι η πρώτη φορά, εξάλλου, που ξεπόρτισε. Έτσι χανότανε, τελευταία, δίχως να της το πει καν. Κι είχε μετά δικαιολογία. «Ιατρικό περιστατικό», έλεγε, και καθάριζε. «Εσύ είσαι το περιστατικό» του φώναζε, κι αυτός γέλαγε.
Δεν είχε χειρότερο απ’ το γέλιο του. Αυτή να του θυμώνει, κι αυτός να γελάει.
«Κυρία, ο κύριος Γιάννης», ακούει την Τασούλα σκουπίζοντας τα χέρια στην πετσέτα κι αυτόματα σκέφτηκε τα ψάρια. Γιατί τα καθαρίζει αυτή!
Ύστερα άκουσε την φωνή του Γιάννη κι ύστερα μονάχα τον γδούπο της την ώρα της πτώσης. Δεν θυμάται τίποτα. Μονάχα τον Αντώνη τον γιατρό, έτσι όπως έσκυβε με την σύριγγα από πάνω της και τους συγγενείς και τους αστυνομικούς να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι.
Αλήθεια, ποιος τους ειδοποίησε; Για πότε μαζεύτηκαν; Κάνει ν’ απλώσει το χέρι, ούτε μπορεί. Σα να ‘ναι από μπετόν. Και οι ξαδέλφες της, οι γειτόνισσες, η θεία Μαρίκα…
Έρχεται και ο αδελφός της από τον Βόλο. Τον ειδοποίησαν κι αυτόν.
Δεν τον ακούει τον αστυνόμο που κάτι της λέει. Μα τι στο καλό γυρεύει η αστυνομία στο σπίτι της;
Κι αυτή η μουσική!
Χριστέ μου, άλλο δεν την μπορεί. Ας σταματήσει, επιτέλους, κάποιος την μουσική! Κάποιος να σταματήσει αυτούς τους απαίσιους «Ουγγρικούς χορούς» του!
Αλλά κανείς δεν κάνει τον κόπο. Γυρίζουν όλοι άσκοπα γύρω- γύρω. Κι η πόρτα ανοιγοκλείνει μέσ’ στη νύχτα σαν τα μάτια της.

Εκείνος, πουθενά!



ε) «Εγώ είμαι, εν τέλει, η κυρία του σπιτιού».

Δεν είχε θέση, έτσι ένιωθε. Πως, πουθενά, δεν είχε θέση. Δεν χωρούσε. Ούτε στους φίλους, ούτε στους συγγενείς… Κι ούτε την μέτρησε ποτέ και κανείς σαν «μια αγαπημένη».
Όχι, το σώφρων θα ήταν να «κάτσει στ’ αυγά της». Ήταν, εξάλλου, και η βάρδιά της στην εφημερίδα. Αν χρειαζόταν, θα μπορούσε να την επικαλεστεί.
Σε ποιον, αλήθεια, θα χρειαζόταν να την επικαλεστεί;

Η ώρα ήταν περασμένες τρεις, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Μ’ αυτόν τον ιδιαίτερο ήχο που είχε για όταν την καλούσαν απ’ την εφημερίδα. Ήταν ο Γιάννης και την ρωτούσε αν ήξερε κάτι «για το συμβάν».
«Συμβάν», έτσι τον χαρακτήρισε.
Ο δικός της ο Άγγελος «περιστατικό» και «συμβάν».
Τότε συνειδητοποίησε «το αμετάκλητο» και «το μέγεθος».
Ήταν, εξάλλου, και «τα ερωτηματικά που είχαν προκύψει από την έρευνα». Είπε και «έρευνα».
Ο Άγγελός της δεν ήταν «ένα απλό περιστατικό».
«Αν ήξερε μπάνιο- που ήξερε- πώς πνίγηκε, εν τέλει, στα ρηχά;
Και το κεφάλι του; Πού χτυπήθηκε; «Είχε πιει και χτύπησε στα βράχια;»
Να τον προστατέψει, ήθελε. Το πρώτο και το μόνο που ήθελε ήταν να μη μιλούν άλλο γι’ αυτόν.
«Έπινε, Μάνια;» Πώς να εμποδίσει την ερώτηση;
«Κι εσύ; Τον ήξερες;» «Μάνια, τον γνώριζες καλά;»

Πόσο καλά μπορεί να γνωρίσει μια ερωτευμένη γυναίκα έναν άντρα;
Ένα άντρα που είναι η εικόνα του και οι αντανακλάσεις που απορρέουν απ’ τα δικά της έγκατα και τον μεταμορφώνουν σε ό,τι εκείνη επιθυμεί;
Κι ο Άγγελος γνώριζε πια καλά την τέχνη ώστε να μη βγει ποτέ απ’ αυτή τη συννεφιά. Από εκείνη την περίεργη ερωτική ομίχλη όπου το αντικείμενο του πόθου σου είναι μονάχα η αντανάκλαση κάποιας δικής σου επιθυμίας. Από την ερωτική μέθη στο πραγματικό, δεν βάδισαν αυτοί οι δυο, ποτέ. Λες και ήταν απόσταση αδιάβατη.
Αλλ’ ούτε κι εκείνος βάδισε ποτέ.
Αφού και τώρα, πάλι μέσ’ στα νερά προσπάθησε ν’ ανοίξει δρόμους.

«Μάνια, υπήρχαν άνθρωποι που θα ‘θελαν να τονε βγάλουν απ’ τη μέση;» Πάλι ρωτά. Γιατί ρωτά;
«Μάνια, εν τέλει, θα το ψάξεις; Αφού είναι δίπλα σου, γιατί να τρέχω;»
Έχει αντίλαλο το κακό στη σιωπή. Στην απόλυτη ησυχία το άσχημο μπορεί να γίνει χειρότερο. Δεν την αντέχεις την κακή είδηση όταν βιώνεις την απόλυτη σιωπή. Κατρακυλά με θόρυβο ο θάνατος στο πέτρινο σπίτι.
«Υπάρχει μια σύζυγος, Μάνια, θα πας;» Υπάρχει στο σπίτι του μια γυναίκα που επιμένει, σχεδόν επιτακτικά, μηχανικά, «Εγώ είμαι, εν τέλει, η κυρία του σπιτιού», λες και κινδυνεύει να της πάρουνε τον τίτλο. «Η χήρα του, ναι, τελικά, είμαι εγώ». Λες και το να μην είναι «η χήρα του» να είναι απείρως χειρότερο απ’ το να είναι απλώς χήρα. ‘Η να μην έχει πεθάνει εκείνος καν.
«Την ξέρεις την χήρα του, Μάνια, εσύ;»
Πώς γίνεται να ρωτά έτσι επιτακτικά κάποιος χωρίς να λαμβάνει τις απαντήσεις; Πώς γίνεται κάποιος ν’ απαντά ενώ δεν χωρά, τελικά, πουθενά; Την ώρα που βρίσκεται αμήχανος, σχεδόν σαν μαρμαρωμένος, ακριβώς κάπου εκεί: χωρίς σχήμα συγκεκριμένο και χωρίς ρόλο. Κανένα.
Ναι’ Δίχως ρόλο, κανένα.

«Μάνια, εκείνη η πρώην σύζυγος τι μέρος του λόγου είναι; Τί ξέρεις; Τα είχαν καλά; Και υπάρχει και μια γυναίκα. Ή μάλλον, δύο. Υπάρχουν πολλές γυναίκες, που φαίνεται ότι τον ήξεραν καλά. Και σίγουρα θα ξέρουν πολλά. Αλήθεια, Μάνια, τις ξέρεις αυτές τις γυναίκες; Θα είχαν, αλήθεια, κάποιον λόγο που να τον θέλουν νεκρό;»
«Μάνια, μπορείς εσύ να βρεις έστω και μια απ’ αυτές τις γυναίκες;»


ΥΓ1. Ε ναι, μια απ’ αυτές τις… γυναίκες είμαι κι εγώ! Σταθερά άλεφ αλλά και βαφτισμένη απ’ τη μαμά μου και τον μπαμπά μου και την νονά μου ως ελένη γκίκα και με τον «Υγρό Χρόνο» αδειάζω την ντουλάπα μου από τα φαντάσματα μαζί μ’ αυτές τις γυναίκες κι εγώ. Μας κυνηγούν οι ιστορίες μας και μας στοιχειώνουν, μέχρι να αυτονομηθούν και να μας αφήσουν να ζήσουμε. Να ζήσουν κι αυτές, όπως – όπως ανεξάρτητες πια και μακριά από μας.
Από το μεσημέρι της Παρασκευής οι πέντε γυναίκες και ο νεκρός άντρας, αυτονομήθηκαν. Ο «Υγρός Χρόνος» μου με έκανε μούσκεμα για τελευταία φορά. Τώρα αναζητώ το Bolero που δεν ήταν του Ravel αλλά παγωτό σοκολάτα. Αλλά σε σας, για την ώρα, είμαι σε θέση να κεράσω μονάχα «Ουγγρικούς χορούς».
Την φωτό του εξωφύλλου αύριο (εκεί σταθερά, άλεφ- στούρνος), είναι φωτό ενός πολυαγαπημένου παιδιού. Την λένε Χαρά Μπιρμπίλη και είναι κόρη της φίλης μου (κουμπάρα και εκδότρια) Αναστασίας Παπαδημητρίου, την έχω δει μωρό να μεγαλώνει, αλλά μη θαρρείτε αυτό το εξόχως ταλαντούχο πλάσμα είναι μόλις 21 χρονών.
Αλλά φωτό εξωφύλλου και της Χαρούλας αύριο (ξέρω, ξέρετε, αναζητείται εθελοντής) και μουσική Αναστασίας (για το βιβλίο αλλά και τραγουδάκι μας) μόλις μού παραδώσει. Μάλλον αύριο κι αυτή.
Και μια εξομολόγηση δημόσια, είναι η πρώτη φορά που εκτίθεμαι και δεν τρέμω. Και σ’ αυτό έχετε βοηθήσει κι εσείς! Τώρα πια «Πλήθος είμαι» (έτσι θα λέγεται το… προσεχώς και με εκπροσωπεί). Τώρα «είμαι ο Κανένας σαν τον Οδυσσέα» διότι έχω γίνει όλοι, άρα… πρόβλημα ουδέν!
Ή έτσι θα ‘θελα?
Ποιος ξέρει. Θα δείξει. Αυτό θα φανεί.
Πάντως, για την ώρα,
σας ασπάζομαι άλεφ…

ΥΓ2: Στο μεταξύ, και ενώ όλα αυτά είχαν ήδη γραφτεί, εγώ τσάκισα το πόδι μου πέφτοντας φαρδιά- πλατειά σε μια θεαματικότατη πτώση στη Λουκιανού και σήμερα το πρωί βρέθηκε δολοφονημένος στο σπίτι του ο Νίκος Σεριανόπουλος. Τον θυμάμαι να ξεκινά στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος, στη «Νύχτα της Ινγκουάνα» του Τεννεσί Ουίλιαμς, σκηνοθεσία Βουτσινά, με την φίλη μου την Φιλαρέτη Κομνηνού και την Λυδία Φωτοπούλου. Τον θυμάμαι να κατεβαίνει στην Αθήνα…
Εάν δεν υπάρχει Θεός (που υπάρχει, αλλιώς όλοι θα είχαμε χαθεί στο πουθενά προ πολλού) η ζωή μας είναι μια κακόγουστη φάρσα που δεν αντέχεται ώρες – ώρες… ας είναι! Έχω ξαφνιαστεί περισσότερο, έχω πονέσει περισσότερο, αλλά πάντοτε υπάρχει χώρος για ξάφνιασμα και για πόνο, συγγνώμη…



Για το καλό του ταξίδι, μια μελωδία για να το πάρει από το χεράκι, μια φωνή για να το πάρει και να το σηκώσει. Που μπορεί να με είδες να γεννιέμαι, αλλά είχες φανταστεί τότε, το τώρα μας; Εγώ σε είχα και σε έχω συνέχεια "εκεί πάνω". Και τότε στο βιβλιοπωλείο για να έρθω είχα κάνει πριν ασκήσεις. Ντρεπόμουνα. Και τότε στον σταθμό που καθόσουνα απέναντι, πάλι ντρεπόμουνα. Κι όταν σου έφερα τα χειρόγραφα ντρεπόμουνα. Αλλά έτσι δεν είναι όταν θαυμάζεις κι αγαπάς;


Moha