24/6/11

Δευτερόλεπτα από τον “Χρόνο” του Αρσένι Ταρκόφσκι



ΝΤΑΓΚΕΣΤΑΝ

Ξάπλωνα στην κορυφή του βουνού,

ήμουν πολιορκημένος απ' τη γη.

Η μαγεμένη χώρα κάτω

απ' όλα τα χρώματα κράτησε μόνο δυο:

το κυονόλευκο,

την ώχρα εκεί, που πάνω

στη γαλάζια πέτρα έγραφε η πένα του Ασραήλ.

Γύρω μου ξάπλωνε το Νταγκεστάν.


Άραγε τότε καταλάβαινα,

πώς ήταν η τελευταία φορά

που διάβαζα γράμματα αραβικά στις γαλανές πέτρες

της περήφανης γης;

Πώς τόλμησα ν' αλλάξω εγώ το λαχείο

της αγάπης

τον αραιό αέρα του βουνού;


Και πώς τόλμησα στη φωτιά εδώ

σ' ένα κουτάλι να λιώσω

του Νταγκεστάν το ασήμι;

Και να τραγουδήσω;

Εκεί κατοικούσα πάνω απ' το ρυάκι

σε παγωμένο νερό έπλενα

τα λιτά μου ρούχα”;


Αποχαιρετώ όλα όσα ήμουνα και ζούσα,

όσα περιφρονούσα, μισούσα, αγαπούσα.


Της νέας ζωής την αρχή κρατώ,

το δέρμα της χτεσινής μέρας τ' αποχαιρετώ,


από τον εαυτό μου ειδήσεις δεν θέλω πια,

τον εαυτό μου αποχαιρετώ ολοκληρωτικά,


πάνω από μένα στέκομαι λοιπόν και με κοιτάζω,

την ψυχραμένη ψυχή μου την αδειάζω,


τον εαυτό μου αφήνω στο κενό,

με βλέπω αδιάφορα σαν κάποιος άλλος να 'ναι εδώ.


Σας χαιρετώ, σας χαιρετώ, στήθη μου παγωμένα,

ψωμί χωρίς εμένα, κρασί χωρίς εμένα,


όνειρα της νύχτας και πεταλούδες της μέρας χωρίς εμένα

σας χαιρετώ, όλα χωρίς εμένα κι όλους χωρίς εμένα!


Διαβάζω σελίδες από τα άγραφα βιβλία,

ακούω του στρογγύλου μήλου την κυκλική ομιλία,


ακούω του λευκού σύννεφου τον κάτασπρο λόγο εδώ,

μα ούτε μια λέξη για σας να φυλάξω δεν ξέρω εγώ,


γιατί σαν άδειο δοχείο έζησα τη ζωή μου

και δεν ξέρω γιατί θρυψάλιασα την ψυχή μου.


Την κινούμενη σφαίρα στο χέρι μου πια δεν κρατώ

κι ούτε λέξη χωρίς λέξη δεν θα σας πω.


Μα κάποτε, άνθρωποι, φύλλα και χόρτα, ψάρια και πέτρες

βαρειές,

έβρισκαν μέσα μου λέξεις βαθειές.


Υπέροχος Αρσένι Ταρκόφσκι από το “ΧΡΟΝΟΣ Εικοσιπέντε στάσεις στο ποιητικό του έργο”. Εκδόσεις “Ίνδικτος”, σε μετάφραση Μαξίμ Κισιλιέρ και Λίνου Ιωαννίδη και εξαιρετικό πρόλογο Λίνου Ιωαννίδη.


Και μια ακόμα μπουκίτσα φωτός απ' “Το πορτραίτο” του:



.... Γεννήθηκα πολύ παλιά

κι από καιρό σ' άλλο καιρό

ακούω πάνω να περνά

το κρύο νερό.

Και στο βυθό του ποταμού,

θ' αρχίσω το τραγούδι μου

με το χορτάρι, μια χούφτα άμμου,

και τα κλειστά τα χείλη μου.


Γεννήθηκα πολύ παλιά

δεν ξέρω να μιλώ

κι είδα στον ύπνο μου βαθειά

μια πόλη πέτρινη, μες στο γιαλό.

Και στο βυθό του ποταμού,

πέρα απ' το νερό κοιτάζω

φως μακρινό, το ύψος του σπιτιού,

την πράσινη ακτίνα απ' το άστρο....”


Ε ναι,

Με κανέναν πια εγώ δεν μένω,

εκτός μ' ένα πορτραίτο στον τοίχο κρεμασμένο”....


Και όχι,

η Ποίηση δεν είναι δεκανίκι (ούτε το καταφύγιο που φθονούμε),

είναι Ζωή αληθινή κι ακριβή!

20/6/11

"Κάθε μέρα θα παίζουμε ένα παιχνίδι... Θα το λέμε “Θυμάμαι- Δεν ξεχνώ”...



ΟΙ ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΠΥΡΓΟΥ” της Λίτσας Ψαραύτη. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 179, €


Θα μας κάνουν να ξεχάσουμε την πατρίδα μας, τη γλώσσα μας και τους δικούς μας. Εμείς όμως δεν πρέπει να τους αφήσουμε. Κάθε μέρα θα παίζουμε ένα παιχνίδι.... Θα το λέμε “Θυμάμαι- Δεν ξεχνώ”.

Συγγραφέας των μεγάλων αφηγήσεων” όπως έχει ήδη γραφτεί, η Λίτσα Ψαραύτη αρέσκεται στα δύσκολα: έιτζ και νέοι, ναρκωτικά και λαβωμένη εφηβεία, διαζύγιο και παιδιά, κλωνοποίηση... στα βιβλία της “νεανική” ή παιδική λογοτεχνία, βαδίζει πάντα στο όριο, το επικίνδυνο όριο και βρίσκει τρόπο να το υπερνικά.

Στο καινούργιο της μυθιστόρημα “Οι δραπέτες του καστρόπυργου” τολμά να θίξει ένα ζήτημα όσον αφορά τη νεώτερη ιστορία που δεν έχει τολμήσει για την ώρα ν' αγγίξει κανείς. Πατώντας στην στέρεη αφήγηση του κυρ Στυλιανού τον οποίο συνάντησε σε παρουσίαση βιβλίου της και στην ταβέρνα του τυχαία, επιστρέφει στον εμφύλιο και μιλά για το “παιδομάζωμα” απ' την όποια πλευρά.

Με γλώσσα λιτή, ταπεινή, στιβαρή, τα μεγάλα λέγονται χαμηλόφωνα, και φόντο ένα ελληνικό χωριό, με πυρήνα την ελληνική οικογένεια που εμπεριέχει τους πάντες και τα πάντα, ήρωες και εφιάλτες και ανθρώπους φιλήσυχους, καθημερινούς, ξεκινώντας από το καλοκαίρι του 1948, παρακολουθεί την μεγάλη ανατροπή. “Κάποτε είχα κι εγώ οικογένεια, άντρα και παιδί, και παρά τη φτώχεια μας ήμασταν ευτυχισμένοι”. Το πρώτο σημάδι, ο θάνατος του πατέρα. Κι αμέσως μετά, τίποτε δεν ήταν όπως και πριν: “Κοίταζα τριγύρω να δω αν ο κόσμος έστεκε στη θέση του. Ο ουρανός, το βουνό, τα σπίτια, τα δέντρα. Κι ο πατέρας μου νεκρός, μέσα στην κάσα. Πώς γίνεται τη μια μέρα να φεύγει γερός και δυνατός και την άλλη να μας τον φέρνουν σκοτωμένο; Ποιόν; Τον πατέρα μου, που ήταν η ίδια η ζωή, που έδινε ζωή σε όλους μας και κανόνιζε και τις δικές μας ζωές. Ήθελα να φανώ δυνατός να μην κλάψω μπροστά στον κόσμο”.

Σιγά σιγά ξαναγυρίσαμε στην κανονική ζωή, αλλά τίποτα δεν ήταν όπως πριν”. “Δεν μας έλειπε τίποτα. Κι όμως μας έλειπε ο κόσμος όλος, ο ήλιος, το γέλιο, η χαρά”.

Στη συνέχεια, τα πάθη και τα λάθη του λαού μας:

Και κάθε φορά ο δάσκαλος τόνιζε πως η κατάρα της Ελλάδας είναι να μαλώνουν τα παιδιά της αναμεταξύ τους, να πολεμούν, να χύνεται και να κυλάει το αίμα τους και από τις δυο μεριές”.

Παράμετροι ευαίσθητοι, με μπερδεμένα αίτιο και αιτιατό:

Παλιά μίση και πάθη, κτηματικές διαφορές, αρραβώνες που διαλύθηκαν, χρέη που ποτέ δεν πληρώθηκαν, όλα ξαναφούντωναν και γίνονταν αιτία ν' αλλάζουν οι άνθρωποι ιδέες και πιστεύω”.

Οι Γερμανοί που απομακρυνόμενοι καίνε το σύμπαν, οι συμπτώσεις και η σωτηρία που έρχεται εκ του Θεού ή εκ του μηδενός:

Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια. Το σύννεφο που είχε καθίσει στην κορφή του βουνού κατηφόρισε, στάθηκε πάνω από το χωριό και άδειασε όλο το νερό που κουβαλούσε. Η φωτιά έσβησε. Μόνο δυο τρία σπίτια κάηκαν. Οι χωριανοί στέκονταν μέσα στη δυνατή βροχή, φώναζαν, παραληρούσαν από χαρά και με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό ευχαριστούσαν το Μεγαλοδύναμο που σώθηκαν τα σπίτια τους”.

Η φτώχεια, η πείνα και οι “συνεργάτες”: “Ήταν άτιμη φάρα οι μαυραγορίτες, συνεργάτες των Γερμανών οι περισσότεροι, που έπεφταν δίπλα τους και κονομούσαν ολόκληρα φορτία τρόφιμα. Μια οκά αλεύρι την πουλούσαν μια χρυσή λίρα. Μια οκά λάδι γινόταν ανταλλαγή με ένα ασημένιο σερβίτσιο. Μια κονσέρβα κρέας ένα χρυσό ρολόι. Όλοι εκείνοι οι γερμανόφιλοι, οι σπιούνοι, οι κλέφτες, αγρίμια χωρίς έλεος, χωρίς ανθρωπιά, γέμιζαν τα σπίτια τους με λίρες, σακούλια με χρυσαφικά, χαλιά, πίνακες αξίας, ακόμα και πιάνα πανάκριβα”.

Τα Δεκεμβριανά, μέσα από τα καθαρά μάτια ενός φοιτητή:

Παππού, στην Αθήνα έγιναν αγριότητες που δεν τις χωράει ο νους του ανθρώπου. Μακάρι η Ελλάδα να μην ξαναδεί μέρες σαν εκείνες του Δεκέμβρη του '44. Μάχες γίνονταν στους δρόμους της Αθήνας. Από τη μια οι αντάρτες μας, του ΕΛΑΣ, κι από την άλλη ο κυβερνητικός στρατός, οι χωροφύλακες και οι Εγγλέζοι”.

Και η υποχρεωτική “στράτευση”, είτε στους παιδότοπους της Φρειδερίκης, είτε στις γειτονικές λαικές δημοκρατίες από τον Δημοκρατικό Στρατό.

Ο Στέλιος στα δεκατέσσερά του και η αδελφή του Μαριάνθη που θα ντυθεί αγόρι και θα παριστάνει τον κωφάλαλο μαζί με εκατοντάδες άλλα παιδιά, ο αδελφός του Βαγγέλης, υποχρεωτικά σε πόλεμο “Πήγαινα να πολεμήσω με το ζόρι, ενώ άλλα λαχταρούσε η ψυχή μου”, η επίκληση “μάνα μου” “Η δική του μάνα άδικα θα τον περίμενε να γυρίσει...” και μια σημαδεμένη για πάντα ζωή: “Η δική μου όμως η ζωή είχε σημαδευτεί για πάντα. Είχα σκοτώσει έναν άνθρωπο που δεν τον ήξερα και δε μου είχε φταίξει σε τίποτα”.

Μια κοινωνία σε διχασμό, σε μαρασμό: “Άνθρωποι που γνωρίζονταν χρόνια και είχαν ζήσει πλάι πλάι έδειχναν επιφυλακτικοί. Είχε χαθεί η εμπιστοσύνη και η συντροφικότητα, που εκείνες τις δύσκολες μέρες ήταν η μοναδική πηγή ελπίδας, το βάλσαμο της ψυχής. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, άρχισαν να μας λείπουν τρόφιμα, αλλά κυρίως φάρμακα, πετρέλαιο για τις λάμπες φωτισμού, λάδι, αλάτι, ακόμα και σπίρτα για ν' ανάβουμε φωτιά”.

Αλλά και η ελπίδα, η χαραμάδα στο όνειρο, η μεγάλη φυγή, η επιστροφή, σε ένα συναρπαστικό, στιβαρό μυθιστόρημα που ανατέμνει ψυχές, εποχές. Με σοβαρότητα κι ευθύνη.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΗΣ:

H Λίτσα Ψαραύτη γεννήθηκε στη Σάμο. Mετά τις σπουδές της στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο σπούδασε αγγλικά και εργάσθηκε στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Eκκλησιών και στην Aμερικανική Πρεσβεία στην Aθήνα. Tο πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε το 1980 και από τότε είχε μια γόνιμη καριέρα γράφοντας μυθιστορήματα, διηγήματα και ανθολογίες.

Tο έργο της γρήγορα αναγνωρίσθηκε ευρύτατα στην Eλλάδα και τιμήθηκε με πολλά ελληνικά βραβεία. Tο μυθιστόρημά της "Tο διπλό ταξίδι" γράφτηκε το 1988 στον Tιμητικό Πίνακα "Πιέρ Πάολο Bερτζέριο" για την παιδική λογοτεχνία του Πανεπιστημίου της Πάντοβα της Iταλίας. Tο 1991 το βιβλίο της "Tο αυγό της έχιδνας" πήρε Έπαινο της Aκαδημίας Aθηνών. Tο μυθιστόρημά της "Tα δάκρυα της Περσεφόνης" γράφτηκε το 1996 στον Tιμητικό Πίνακα της IBBY (International Board on Books for Young People). Πήρε επίσης τη μεγαλύτερη στην Eλλάδα διάκριση για την παιδική λογοτεχνία, το "Kρατικό Bραβείο 1996" του Yπουργείου Πολιτισμού για το βιβλίο της "Tο χαμόγελο της Eκάτης". Tο έτος 2000 ήταν υποψήφια για το Bραβείο Άντερσεν, το Nόμπελ της παιδικής λογοτεχνίας.

Έχει λάβει μέρος σε διεθνή συνέδρια: π.χ. το 1986 εκπροσώπησε την ελληνική παιδική λογοτεχνία στο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων και Eικονογράφων Παιδικής Λογοτεχνίας στο Oχάϊο των HΠA και το 1987 προσκλήθηκε από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων και το περιοδικό "Nτέτσκαγια Λιτερατούρα" στο πλαίσιο προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών. H Λίτσα Ψαραύτη καλείται πολύ συχνά σε σχολεία και σε άλλες εκδηλώσεις "συνάντησης με το συγγραφέα" σε όλη την Eλλάδα και είναι ομιλήτρια σε πολιτιστικά γεγονότα, συνέδρια και παρουσιάσεις βιβλίων. Eίναι μέλος πολιτιστικών σωματείων όπως ο "Kύκλος του Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου" και η "Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά". Eίναι επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του περιοδικού "Διαδρομές".

Τα βιβλία της, 30 μέχρι σήμερα, περιλαμβάνουν και τα μυθιστορήματα για νέους: “Στα βήματα του Σαμοθήριου”, “Το διπλό ταξίδι”, “Το αυγό της Έχιδνας”, “Το χαμόγελο της Εκάτης”, “Η σπηλιά της γοργόνας”, “Κασσάνδρα, η μάντισσα της Τροίας” κ.α.



Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής


17/6/11

Το κάτοπτρο και το πρόσωπο

Εγώ είμαι το κάτοπτρο και το πρόσωπο

που καθρεφτίζεται πάνω του.

Εγώ είμαι το τραγούδι

κι ο ίδιος ο τραγουδιστής.

Εγώ είμαι η αρρώστια

και η γιατριά της.

Εγώ το καθαρό νερό και το ξεχειλισμένο κύπελλο”.


Κάποια στιγμή στη ζωή τους, θα διαβάσουν Ρουμί.

Θρησκευτικό θα τον βρει η μία, ερωτικό και παθιασμένο, αλλόκοτο η άλλη, με αποστροφή.

Επέλεξαν τ' άκρα. Κι όλα, άκρα τούς μοιάζουν. Αλλιώτικα, ξεκάθαρα, διαχωρισμένα, σαφή.

Κλείστηκαν εκεί μέσα κι έτσι πορεύτηκαν. Από επιλογή, είπαν, για μια ζωή.

Όμως αυτό τον Δεκαπενταύγουστο κάτι δεν τους ταιριάζει. Ανάσα, ματιά, καρδιά, λειψή.

Ούτε που ξέρω αν υπάρχουνε δυο κόσμοι.

Το μόνο που γνωρίζω εγώ είναι ο Ένας.

Έναν μονάχα αναζητώ

Έναν μονάχα ξέρω

Έναν μονάχα βρίσκω

Και εξυμνώ Έναν”...

Έναν καταριέμαι, από μέσα μου, κάθε μεσημέρι και κάθε πρωί.

Τα βράδια, μια φωνή έρχεται μέσ' στον ύπνο τους από το πουθενά και όλα τα σαρώνει:

Ήμουν τρελός κι αγριεμένος

Μου είπε: “Σε θέλω ήρεμο”.

Ηρέμησα.

Μου είπε: “Σε θέλω τρελό κι αγριεμένο”//

Περιπλανιόμουνα εδώ κι εκεί

Μου είπε: “Σε θέλω ακίνητο”.

Έμεινα ακίνητος.

Μου είπε: “Σε θέλω περιπλανώμενο”.


Βυθίζονται σε μια ήσυχη, ακίνητη, ακατανόητα αγριεμένη ζωή, επιλογή.


Αλλά δεν κράτησα ημερολόγιο από κείνο τον καιρό...”


Ποτέ της δεν κρατούσε ημερολόγιο πριν απ' αυτό...


ΥΓ. Όμορφες μέρες. Λαμπίκο. Το πρόσωπο και το κάτοπτρο, ένα. Κι ίσως βρεθεί το πρόσωπο.


9/6/11

Του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν “η υπέροχη δυστυχία”



Ο ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΣ ΕΑΥΤΟΣ” του Μπόρις Σιρούλνικ, Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς, Εκδ. "Λιβάνη", σελ. 333, τιμή: 15 ευρώ.


Στην ιστορία μιας ζωής, δεν έχουμε παρά ένα πρόβλημα να λύσουμε: το πρόβλημα που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας και επιβάλλει ένα στιλ στις σχέσεις μας”.

Μπορεί να ακούγεται πολυτελές πλεονέκτημα αλλά αποτελεί βασικό δομικό υλικό της ψυχοσύνθεσης και της υπαρξιακής ραχοκοκαλιάς μας.

Μπορεί να φαίνεται ως επακόλουθο μιας πορείας, αλλ’ είναι αυτός καθ’ εαυτός ο σχεδιασμός της πορείας. Δίχως νόημα ύπαρξης, η ζωή γίνεται αδιάβατη. Αποδεικνύεται έρημος Σαχάρα.

Το υποστηρίζει και το αποδεικνύει στο βιβλίο του “Ο ευαίσθητος εαυτός” (εκδ. Λιβάνη) ο ψυχίατρος, ηθολόγος και ψυχαναλυτής Μπόρις Σιρούλνικ. Και ο ίδιος παιδί που μεγάλωσε σε Ίδρυμα, αποτελώντας ένα από τα υποτιθέμενα “καμένα από χέρι παιδιά”, κατόρθωσε να αποδείξει πρώτα με τη ζωή του (σπουδάζοντας), κατόπιν με το έργο του (ερευνώντας) πως στη ζωή, τελικά, δεν υπάρχουν καταδικασμένες περιπτώσεις.

Αυτό ακριβώς είναι που υποστηρίζει και στο βιβλίο του.

Επικαλούμενος διάσημους καλλιτέχνες και δημιουργούς που κατόρθωσαν με το έργο τους και ξέφυγαν από το βούρκο των παιδικών τους χρόνων.

Αλλά και άλλους, που μονάχα το φάντασμά τους αντικρίσαμε, αγαπήσαμε, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και τσάκισαν, έσπασαν όπως η Μέριλυν Μονρόε σαν πορσελάνινη κούκλα.

Στον αντίποδά της ο μεγάλος Δανός παραμυθάς, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ο οποίος παρά την επιμονή του να δηλώνει “η ζωή μου είναι ένα ωραίο παραμύθι, πλούσιο και ευτυχισμένο”, χρειάστηκε να βιώσει μια κατ’ ουσία παντελώς άθλια ζωή: Η μητέρα του εξαναγκάστηκε να γίνει πόρνη από την ίδια τη μητέρα της. Με τον μικρό Χανς στην κοιλιά το έσκασε από το σπίτι κι έγινε πλύστρα, προτού πεθάνει αλκοολική και αγράμματη, σε μία κρίση τρομώδους παραληρήματος, ενώ ο άντρας της παραφρόνησε κι αυτοκτόνησε.

Παρ’ όλον, όμως, που ο κόσμος του μικρού Άντερσεν “έμελλε να οργανωθεί γύρω από μια, σε πρώτη όψη, παράδοξη «υπέροχη δυστυχία»”, όπως υπογραμμίζει στον πρόλογο του βιβλίου η ψυχολόγος και συγγραφέας Φωτεινή Τσαλίκογλου, “μέσα από την τέχνη ο μικρός Χανς μεταμορφώνει το βούρκο σε ποίηση, την οδύνη σε έκσταση, υπερβαίνοντας τους ίσκιους της καταγωγής του για να ζήσει μέσα στη φωτεινότητα της αγάπης και την παράξενα σαγηνευτική ομορφιά των μύθων της πολιτισμικής του παράδοσης”.

Η ανάκαμψη δεν είναι ουτοπία, υποστηρίζει ο συγγραφέας και ψυχίατρος. Στηρίζοντας ολόκληρο το βιβλίο στο τι είναι, τελικά, αυτό που κάνει άλλους ν’ αντέχουν και κάποιους άλλους να καταποντίζονται στα τάρταρα, να χάνονται.

Η μαγική έννοια της ανθεκτικότητας, ευθύνεται για όλα αυτά.

Και για τον Σιρούλνικ “ανθεκτικότητα” σημαίνει τη δυνατότητα που έχει ένα πρόσωπο αντιμέτωπο με οδυνηρές καταστάσεις να κινητοποιεί μηχανισμούς άμυνας που του επιτρέπουν να απορροφήσει το σοκ, να ανταπεξέλθει και να αντλήσει από αυτό οφέλη.

Και φυσικά δεν τα γράφει όλα αυτά “αβρόχοις ποσί”.

Η ατομική του ιστορία, όπως μας πληροφορεί, η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι μια ιστορία ανθεκτικότητας και ανάκαμψης: Ορφανός, γεννημένος το 1937 στο Μπορντό της Γαλλίας από γονείς ρωσικής καταγωγής που εκπατρίζονται, μεγαλώνει σε ίδρυμα και γεμίζει το κενό της καθημερινότητάς του παρατηρώντας μυρμήγκια. Μέρες ολόκληρες, ξαπλωμένος μπρούμυτα, προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει με αυτά τα έντομα. Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς που στόχος του έγινε να κατανοήσει και να θεραπεύσει την οδύνη.

Και επειδή “γράφουμε με αυτό που είμαστε” το βιβλίο του είναι ακριβώς αυτό: φαναράκι που υποδεικνύει με τον πιο μεταξωτό τρόπο, το πώς θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε την οδύνη. Διότι τραύματα υπάρχουν για τον καθένα, και περισσότερο από μια φορά στη ζωή.

Αντιτασσόμενος με όλη του την ψυχή “σε κάθε μορφή προδιαγεγραμμένης ερμηνείας της ύπαρξης” ο συγγραφέας, υποστηρίζει πως έτσι ή αλλιώς η απουσία και το ανέφικτο είναι η κινητήρια δύναμη της δημιουργίας. Το μόνο που οφείλουμε εμείς να κάνουμε, είναι να αντέξουμε. Και οι σελίδες του βρίθουν από ιστορίες επιβιωσάντων: Μαρία Κάλλας, Μέριλιν Μονρόε, Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, Πρίμο Λέβι, Χόρχε Σεμπρούν είναι μονάχα ελάχιστοι μέσα από αυτούς που έζησαν μια ζωή που έμοιαζε να είναι εξαρχής υποθηκευμένη.

Όσο για το βιβλίο του, σίγουρα, πρόκειται για το πιο αισιόδοξο βιβλίο της γης. Εφόσον αποδεικνύεται πως η έλλειψη, και άρα το τραύμα, είναι πάντα από τη πλευρά της ζωής.

Τα ολοζώντανα παραδείγματα το αποδεικνύουν. Και πάνω απ’ όλα ο ίδιος ο συγγραφέας, όχι μονάχα με την αμεσότητα, την ποιητικότητα, τη λογοτεχνικότητα ή με το επιστημονικό βάθος του. Αλλά το υπογράφει κιόλας. Με την ίδια του τη ζωή.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

Γεννήθηκε στο Μπορντό της Γαλλίας το 1937.

Σπούδασε ιατρική και στη συνέχεια ακολούθησε διάφορους κλάδους της ψυχολογίας, μεταξύ των οποίων τη νευροψυχιατρική και την ψυχανάλυση.

Ασχολήθηκε επίσης με την ηθολογία.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί συνέχεια των δύο προηγούμενων βιβλίων του, Un mervelleux malheur και Les Vilains Petrits Canards, που επίσης ασχολούνται με το θέμα των παιδικών τραυμάτων και της μετέπειτα ικανότητας ανάκαμψης.

Όλα τα βιβλία του είχαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία.


ΥΓ. Το έχω διαβάσει εδώ και αρκετό καιρό και μου είχε κάνει καλό, το θυμήθηκα επειδή πέθανε ο Χόρχε Σεμπρούν... και επειδή...

6/6/11

“... δηλαδή θα πεισθεί τελεσίδικα ότι είναι άνθρωπος κι όχι πλήκτρο πιάνου!...”



... Tι μπορεί να περιμένεις από τον άνθρωπο που ως πλάσμα είναι προικισμένος με τόσο παράξενα γνωρίσματα; Γεμίστε τον με όλα τα επίγεια αγαθά, βυθίστε τον σε μια θάλασσα ευτυχίας, με το κεφάλι, με τρόπο που να ανεβαίνουν στην επιφάνεια της ευτυχίας μόνο φυσαλίδες, όπως στο νερό- δώστε του τέτοια οικονομική άνεση που να μην του απομένει τίποτα άλλο να κάνει από το να κοιμάται, να τρώει ζαχαρωτά και να φροντίζει για τη συνέχιση της παγκόσμιας ιστορίας, και θα δείτε ότι και τότε παραμένει άνθρωπος, και τότε, όχι από αχαριστία και μόνο, από αλαζονία και μόνο θα κάνει κάποια κουτσουκέλα. Θα διακινδυνεύσει ακόμα και να χάσει τα ζαχαρωτά και εσκεμμένα θα επιχειρήσει την πιο καταστροφική ανοησία, την πιο παρατραβηγμένη απερισκεψία, αποκλειστικά και μόνο για να αναμείξει με όλη αυτή τη θετική σύνεση το δικό του καταστροφικό φαντασιακό στοιχείο. Θα θελήσει να υποστηρίξει συγκεκριμένα τις πιο απίθανες σκέψεις του, την πιο χυδαία βλακεία του αποκλειστικά και μόνο για να αποδείξει στον εαυτό του (σαν να είναι αυτό τόσο απαραίτητο) ότι οι άνθρωποι είναι ακόμα άνθρωποι, κι όχι πλήκτρα πιάνου, τα οποία έστω κι αν είναι οι νόμοι της φύσης που τα χτυπούν ιδιοχείρως, υπάρχει κίνδυνος να τα χτυπήσουν σε βαθμό που εκτός από το πρόγραμμα να μην μπορείς να επιθυμείς τίποτα άλλο.

Και δεν αρκεί αυτό: ακόμα και στην περίπτωση που πράγματι αποδεικνυόταν ότι ήταν πλήκτρο του πιάνου, ακόμη κι αν του το υποδείξεις με τη βοήθεια των θετικών επιστημών και μαθηματικώς, δεν θα συνετιστεί και εσκεμμένα θα κάνει κάτι αντίθετο, αποκλειστικά και μόνο από αχαριστία' ουσιαστικά, για να επιμείνει στο δικό του. Στην περίπτωση που δεν έχει άλλο τρόπο, θα επινοήσει την καταστροφή και το χάος, θα επινοήσει διάφορες συμφορές και θα κάνει το δικό του! Θα εξακοντίσει την κατάρα του στον κόσμο, και καθώς μόνον ο άνθρωπος μπορεί να καταριέται (αυτό είναι το προνόμιο που τον διαχωρίζει ουσιαστικά από τα υπόλοιπα ζώα), με την κατάρα του και μόνο θα πετύχει το δικό του, δηλαδή θα πεισθεί τελεσίδικα ότι είναι άνθρωπος κι όχι πλήκτρο πιάνου! Αν πείτε ότι κι αυτά μπορεί κανείς να τα προβλέψει σε βάση ένα πρόγραμμα – και το χάος, και το μυστήριο, και την κατάρα,- ότι η δυνατότητα και μόνον της εκ των προτέρων πρόβλεψης θα τα σταματήσει όλα και θα υπερισχύσει η λογική, τότε, κι εν τοιαύτη περιπτώσει, ο άνθρωπος θα τρελαθεί αυτοβούλως, για να μην έχει λογική και την να επιμείνει στο δικό του! Το πιστεύω, αυτό, αναλαμβάνω την ευθύνη αυτού που λέω, διότι, επί της ουσίας, όλη η ανθρώπινη υπόθεση μου φαίνεται ότι σ' αυτό και μόνο συνίσταται, να επιβεβαιώνεται δηλαδή ο άνθρωπος κάθε τόσο ότι είναι άνθρωπος κι όχι πείρος ενός αρμονίου! Να επιβεβαιώνεται, έστω και βάζοντας τον εαυτό του σε κίνδυνο' να επιβεβαιώνεται, έστω κι αν γίνει τρωγλοδύτης...”


Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι “Υπόγειο”, Μετάφραση από τα Ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου. Εκδ. 'Ίνδικτος”, απόσπασμα από σελ, 58, 59, 60


ΥΓ. Καρφάκι και με σημάδεψε στην καρδιά από εκείνη την εξαιρετική παράσταση με άνθρωπο του Υπογείου τον Χρήστο Τσάγκα. Την απόδοση την είχε κάνει η Μάρω Βαμβουνάκη. Το ξαναδιάβασα το “Υπόγειο” σε έκδοση και μετάφραση εξαιρετική, όμοιο καρφάκι στο στήθος μου, το αντιγράφω για την “ελεύθερη βούληση” του να βαδίζει ο καθείς και στον χαμό του, ελεύθερος, όπως ισχυρίζεται και πόσο δίκιο έχει μια καλή φίλη...

2/6/11

“γιατί έτσι είναι σωστό και ηθικό, να σκοτώνουμε την αγάπη προτού σαπίσει”...



ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΚΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ” του Μιχάλη Γεννάρη. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 275, € 20


Εμένα θα με είχαν υπηρέτρια για ν' ανάβω το μαγκάλι. Στο δικό μου παραμύθι, η νονά νεράιδα είναι πάντα με το μέρος του εχθρού”.

Σταχτομπούτα αλλά και Εκάβη, μάγισσα Κασσάνδρα, κόρη της Αδαμαντίας της Δραγάτσαινας, μοδίστρα ξακουστή, κοντράλντα σε σκυλάδικα, τσατσά σε αυτοσχέδιο πορνείο, μετανάστρια στην Αμερική, προστάτις εγκαταλειμμένων αγγέλων, αληθινή κόρη σπουδαίας πανίστριας μάνας που αγωνίζεται και πριν τουφεκιστεί ίσα που προλαβαίνει και της δαγκώνει το πόδι, η Πελαγία με την κουτσή της αρχαία μεγαλοπρέπεια, σε μια διαδρομή που διαρκεί όσο και μια ζωή “Προς Κορινθίους”, ξεδιπλώνει τα τελευταία εξήντα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδας. Σε μια αφήγηση σγουρή και σφριγηλή, που ξαφνικά ξεσπά σαν χείμαρρος και αρχαίος ποταμός, με βαθιές γλωσσικές ρίζες και χαρακτήρες με αρχετυπικές αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη, στην αρχαιότητα, θυμίζοντας έντονα στα εις εξ ων συνετέθη, αρχαίο δράμα.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος Μιχάλης Γεννάρης (έχει μόλις το 1981 γεννηθεί), σε έναν μονόλογο όπου τα πάντα χωρεί, ενώνει τα αντίθετα, αναζητά τα όρια του καλού και του καλού, του ηθικού και του ανήθικου, καταλύει τα όρια του χωροχρόνου.

Κωμωδία με κακό τέλος η ζωή”, παρ' όλα αυτά γεμίζει με νεκραναστάσιμες ανάσες όλη την φοβερή διαδρομή, έστω κι αν προσποιείται μιλώντας περί του αντιθέτου:

Σαν τα σκυλιά τα ντόπερμαν που κουταβάκια είναι μια χαρά, όσο μεγαλώνουν όμως τόσο περισφίγγονται τα μυαλά μέσα στο κρανίο και σκάζει ο εγκέφαλος. Αφρίζει τρέλα. Είναι ντροπή που υπάρχουν ακόμη φυλακές. Έκανες έγκλημα; Σκότωσες; Ντάξει. Πες συγγνώμη και άλλαξε βίο και πολιτεία. Απομακρύνσου. Κάνε προσπάθεια. Τί σε μπουζουριάζουν μέσα; Θ' αναστηθεί ο νεκρούλης; Αφού δεν υπάρχει Θεός. Εκεί καταλήξαν οι επιστήμονες. Ούτε Κόλασις και Παράδεισος. Τίποτε δεν υπάρχει. Μόνο σύμπαν και χρόνος. Σχετικότης. Τα πάντα σχετικότης. Φυσικομαθηματικού έπρεπε να γίνω. Αλλά η μάνα δε μ' άφησε να πάω σχολείο. Με ξέγραψε τον μήνα Οκτώβρη του πενήντα έξι. Δούλα με ήθελε. Τσαγκαροκοπέλα...”

Η μαντική “Αν έρθουν τίποτα Κολωνακιώτισσες και γυρέψουν τη Διαμάντω τη Μυτιληνιά που λέει τ' αυγό στο ποτήρι και προφητεύει, θα τρέξεις να μου μιλήσεις. Απέναντι στην Εκάβη είμαι...” και η αδικία της Πελαγίας “Όλος ο κόσμος πεντάμορφος κι η Πελαγίτσα μια τρομερή ασκήμια!”, μέσα από το έρεβος μιας φαινομενικά άτυχης και ζοφερής σε πρώτο πλάνο ζωής, ωστόσο λάμπει.

Οι Μυκηναίοι πρίγκιπες, Πάρις, Πάτροκλος και Αχιλλέας που λούζονται στη φτωχική αυλή, το σπίτι της οδού Δελφών που ενώνει και χωρίζει τα πάντα, οι δολοφόνοι Πρίγκιπες Λουκάς, Βαλεντίνο και ο βουβός Τζούλης ο μόνος που αξιώνεται σε βάθος το ένοχο μυστικό, ενώνουν τον παρόντα με τον αρχαίο χρόνο δίχως κουβέντα.

Η Αδαμαντία με το τραγούδι που της καίει τα σωθικά αλλά που ωστόσο αρνείται, δεν το πουλά... “Αυτό ήταν. Τέλειωσε το τραγούδι. Στρίψε! Πάρε τη σουρντίνα και τράβα. Και μη ξαναδώ γύφτικα κλαρίνα στις αυλές μου! Κι όσο για τους δίσκους των στροφών, τις πλάκες που φτιάχνουν στα υπόγεια οι τεχνολόγοι, όποιος κατέχει χρήματα, αμέσως αποκτά δικαίωμα στο τραγούδι. Και μπορεί μυριάδες φορές να επαναλάβει το άκουσμα. Να πτωχύνει το τραγούδι η άφρονη επανάληψη, μέχρι να σιχαθείς αυτό που πρώτα αγαπούσες και να βαρεθείς, κι ύστερα δεύτερο να ψάξεις για να γλυκαθείς και τρίτο για να ξαναβαρεθείς, κι άλλο μετά ν' αναζητήσεις, τέταρτο και πέμπτο κι έκτο κι έβδομο και ξανά τα ίδια ξεδιάντροπα εις τον αιώνα των αιώνων! Και ποτέ δεν θα κατασταλάξεις στην αγάπη, εσύ που αναζητείς ανεπανάληπτη ηδονή, κι όλο να απαιτείς καινούργια ικανοποίηση και θα πληρώνεις χιλιάρικα πολλά για να επαναλαμβάνεις ασταμάτητα την άσωτη πράξη...”

Η Πελαγία που όλα τα είδε, αξιώθηκε να τα δει και γι' αυτό και αναποδογυρίζει τα πάντα... “Για ν' αδράξεις πράγμα ξένο κι αλλότριο, σημαίνει πως είσαι καθαρός και γνωρίζεις τη σοφία του κόσμου. Όλοι ένα πράγμα καθολικό είμαστε. Μια ουσία αδιαίρετη, ποιος ο λόγος της ιδιοκτησίας και των περιφραγμένων αγρών;”

Η ζωή που δεν ξέρουμε κι ωστόσο αποτελεί την δύναμή μας την ταπεινή... “Νυχτιάτικη ζωή ζήσαμε και με την ίδια ταπεινή σύλληψη θ' αναχωρήσουμε. Τότε που γλεντούσαμε στην αυλή των Πριαμιδών. Ξέγνοιαστοι. Απροετοίμαστοι για τα φριχτά δεινά που θα επακολουθήσουν”.

Η αγάπη “γιατί έτσι είναι σωστό και ηθικό, να σκοτώνουμε την αγάπη προτού σαπίσει!” και η αρχαία οργή “ένας πόλεμος ο άνθρωπος, μάχη με τον εχθρό που υπερυψούται απειλητικός και αχανής”, η άφεση και το έλεος στα φτερωτά λόγια της ετοιμοθάνατης “Μη θλίβεστε! Ερχόμαστε και φεύγουμε”... συνθέτουν το ολοφώτεινο, ολόμαυρο τραγούδι της όντως ζωής. Καταλύοντας προηγουμένως τα όποια σύνορα, γλωσσικά, χρονικά, ηθικά, κάνοντας την ανθρώπινη διαδρομή από τα Κτελ Κηφισού, την “Προς Κορινθίους” διαδρομή, και την πεπτωκυία αμαρτωλή μας φύση, “λιτανεία”, που μπορεί να αλλάζει πρόσωπα αλλά που ωστόσο παραμένει ίδια και απαράλλαχτη για τα ανθρώπινα, σε ένα βιβλίο ορθάνοιχτο στο ενδεχόμενο σαν αυτή καθ΄ εαυτή την ζωή, το οποίο ουσιαστικά ούτε αρχίζει ούτε τελειώνει...

Ακριβό γλωσσικό εργόχειρο ζωής που διαβάζεται όπως και γράφτηκε: με αχειροποίητη σχεδόν ανάσα που διαρκεί... Ένα βιβλίο που σίγουρα το άξιζε και με το παραπάνω το όποιο βραβείο.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

Ο Μιχάλης Γεννάρης γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα.

Το “Πρίγκιπες και Δολοφόνοι” είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

Βραβεύτηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα 2011 του περιοδικού “Διαβάζω”.