Ποια είναι η αλήθεια στο «Μπολερό» της Ελένης
Γκίκα;
Η παρέα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας- και όχι μόνο, γιατί η Ελένη επιδίδεται με επιτυχία και σε άλλα λογοτεχνικά είδη όπως στην ποίηση- μεγάλωσε το 1997 όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Αλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου; από τις εκδόσεις Φιλιππότη, αλλά και η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Όνειρα από Toplexil, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Έκτοτε, η συγγραφική της πέννα δουλεύει αδιάλειπτα και αναπαριστά εικόνες και σκέψεις, πολυμορφικές παρουσίες παρόντων και απόντων προσώπων, ονειρικές εκφάνσεις και μορφές που ανακύπτουν από τους σκιερούς και ομιχλώδεις χώρους του ασυνειδήτου. Γραφή ευαίσθητη, ποιητική, ενίοτε κρυπτική και υπαινικτική, δεν αφήνει ασυγκίνητο τον αναγνώστη.
Ας περιοριστούμε, ωστόσο, στο τελευταίο της
μυθιστόρημα, για το οποίο συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ. Διαβάζοντάς το, ο
αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται
μπροστά σε παζλ, σε μια σύνθεση την οποία καλείται να ολοκληρώσει, τοποθετώντας
το κάθε μέρος του στη σωστή θέση. Εν τω μεταξύ, οι εικόνες, που εμπεριέχουν
συγχρόνως ποιητικότητα και αφαιρετικότητα, συνιστούν έναν κατακερματισμένο κόσμο, στον
οποίο ο προσωπικός λόγος ενώνεται, συνδέεται με σπουδαίους συγγραφείς,
μουσικούς, αλλά και σύμβολα της μυθολογίας. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθούν τα
ονόματα των: Γκαίτε, Μπόρχες, Ίαν Μακ Γιούαν, Δάντη, Ουγκώ, Ιουλίου Βερν, Μάργκαρετ
Μίτσελ με το Όσα παίρνει ο άνεμος,
Χώθορν με το Άλικο γράμμα, Λιούις
Κάρολ με την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων,
τον Ρουμί και τους στίχους του: «Το απέραντο Έλεός Του/ μας προσφέρει τα
πάντα./ Ποιος φταίει αν εμείς/ φεύγουμε μ’ άδεια χέρια;»(σ. 74). Η αναζήτηση της ταυτότητας, προσφιλές θέμα
της Ελένης Γκίκα, επιτείνεται με το απόσπασμα από την Αλίκη στη χώρα των
θαυμάτων: «Ποια είσαι;» ρωτάει η κάμπια την Αλίκη. Κι εκείνη απαντάει: « Δεν
ξέρω, κύριε. Ξέρω τουλάχιστον ποια ήμουν όταν ξύπνησα το πρωί, αλλά όμως έχω
αλλάξει πολλές φορές από τότε». Εδώ, όμως, και ο μύθος του Ορφέα και της
Ευρυδίκης, της Αριάδνης, και οι χθόνιοι θεοί.
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, όπως και στα υπόλοιπα
έργα της Γκίκα υπάρχει η έννοια της αναζήτησης, αναζήτηση ταυτότητας, του
νοήματος της ζωής, της αλήθεια, αλλά και η αναζήτηση του εταίρου, ενώ η
προσδοκία για την αιώνια επιστροφή έρχεται και επανέρχεται, χωρίς ωστόσο, να
δίδονται πολλές υποσχέσεις. Άλλωστε, τίποτε δεν είναι βέβαιο και όλα βρίσκονται
υπό αμφισβήτηση. Σε κάποιο σημείο διαβάζουμε: « Τα μόνα πράγματα που αντέχουνε
στο χρόνο είναι εκείνα που δεν υπήρξαν ποτέ…» (σ. 22), αλλά που δεν τα
γνωρίζουμε και άρα αν υπάρχουν, υπάρχουν όσο εμείς τα σκεφτόμαστε και τα
φανταζόμαστε.
Η αφήγηση είναι το αποτέλεσμα της γυναικείας
φωνής, ενός προσώπου που αγαπά την ζωή και αναζητεί τις τεχνικές εκείνες με τις
οποίες θα μπορέσει να εκφράσει το πάθος της γι’ αυτήν, για να ζήσει και να
απολαύσει αυτό που δεν φαίνεται, εκείνο που θα ήθελε να υπάρχει και να φωτίζει
την καθημερινότητα, να διαλύει την πλήξη και τη μοναξιά. Τα ερωτήματα και η
διττή πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παιχνίδι γι’ αυτό που
υπάρχει και γι’ αυτό που φανταζόμαστε και επιθυμούμε. Άραγε τι είναι ο κόσμος;
Μήπως αυτό που βλέπουμε ή εκείνο που ονειρεύτηκε η πεταλούδα; Μήπως πρόκειται
για ένα όνειρο, για σκιές, όπως διατυπώθηκε από τον Σαίξπηρ; Το μόνο σίγουρο είναι
ότι για τους ήρωες της Γκίκα η ζωή είναι ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα, ένας
γρίφος.
Οι πρωταγωνιστές αυτού του μυθιστορήματος
είναι η Εκάτη -Ουλρίκα και ο Μιχαήλ –Σεμπάστιαν. Αξίζει να παραμείνουμε στα
ονόματά τους για λίγο για να καταλάβουμε και τα μυστικά του βιβλίου. Μην
ανησυχείτε, δεν θα τα αποκαλύψω όλα…. Η
Εκάτη, λοιπόν, ήταν χθόνια θεότητα, η θεά της μαγικής τέχνης στον Κάτω Κόσμο,
το μοναδικό παιδί των Τιτάνων Πέρση και Αστερία. Από τους γονείς της
κληρονόμησε δυνάμεις στη γη, τη θάλασσα και τον ουρανό. Βοήθησε τη θεά Δήμητρα
στην αναζήτηση της Περσεφόνης, και μετά την επανένωσή τους έγινε σύντροφος της
Περσεφόνης και σύντροφος του Άδη. Σε αγάλματα απεικονίζεται με τρία κεφάλια,
τρίμορφη, κάτι που παραπέμπει και στην πολυπλοκότητα των ηρώων της Γκίκα. Το
όνομα Ουλρίκα στα σκανδιναβικά σημαίνει «ευγενής/ πλούσιος κυβερνήτης/
άρχοντας», στα αγγλικά σημαίνει «η δύναμη του λύκου». Το όνομα Μιχαήλ σημαίνει «Ποιος είναι όμοιος
με τον Θεό;»· ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ήταν ο πρώτος των αρχόντων, ο άρχων, ενώ
Σεμπάστιαν είναι το λατινικό όνομα του Σεβαστού. Άρα τα δύο αυτά ονόματα
παίζουν με το θέμα της ευγένειας του άρχοντος, του υπέρτατου όντος, του θανάτου;
Όλα είναι υποθέσεις και ο αναγνώστης μπορεί να αυθαιρετεί. Σημασία έχει τι
εισπράττει από την ανάγνωση του μυθιστορήματος, εφ’ όσον όλα είναι ρευστά και
τίποτε δεν εκλαμβάνεται ως απολύτως αληθές.
Η Εκάτη-Ουλρίκα μεγαλώνει σ’ ένα ξενοδοχείο,
σ’ ένα χώρο που δεν είναι φυσιολογικό να μεγαλώνουν παιδιά. Το «ξενοδοχείο»
περιλαμβάνει το «ξένο» και το «περαστικό», το «εφήμερο», όπως είναι και η ζωή
μας, μολονότι επανέρχεται είτε αυτούσιο είτε συγκαλυμμένο το νιτσεϊκό « ό,τι
γεννιέται, γεννιέται ξανά»(σ. 47). Η Εκάτη κατασκευάζει κούκλες, μάσκες, δηλ.
αντίγραφα ανθρώπων, γίνεται μια μικρή θεά- όπως είναι και ο συγγραφέας, ο
οποίος κατασκευάζει το δικό του σύμπαν. Η Εκάτη αναζητεί την ετερότητα
μοναχικά, στον υπολογιστή, όχι στην πραγματική ζωή, αλλά σε μια φανταστική/
εικονική «χώρα», όπου νιώθει περισσότερο ασφαλής. Έγνοια της, ανικανοποίητη
καθώς είναι με τα δεδομένα της καθημερινότητας, να επικοινωνήσει με κάποιον που δεν υπάρχει,
να συνομιλήσει με κάποιον που δεν βρίσκεται ανάμεσά μας. Εμπόδιο στο να προχωρήσει
στη ζωή της είναι οι ενοχές που αισθάνεται για το θάνατο της μητέρας, ενώ
ρίχνει τις ευθύνες στον πατέρα της.
Ωστόσο, το μυθιστόρημα αυτό έχει κι άλλα
πρόσωπα: την Νίκη, τον Τάκη, την Χάνα. Έχει κανείς την αίσθηση, όμως, ότι αυτά
τα πρόσωπα δεν είναι παρά οι εκδοχές, οι πολλές μορφές της Εκάτης-Ουλρίκα, που
συναντούν τους λογοτεχνικούς ήρωες μεγάλων συγγραφέων, αλλά και
μουσικοσυνθέτες, όπως ο Σοπέν, ο Μάλερ, ο Ραβέλ με το Μπολερό του, ο Βάγκνερ
και ο Μπραμς με το Γερμανικό Ρέκβιέμ του.
Πολυεπίπεδο μυθιστόρημα Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, ενώνει και συγχέει το πραγματικό με
το πλαστό, το φανταστικό, διατρέχει και ξεκλειδώνει, χωρίς να απογυμνώνει από
το μύθο τους, σελίδες λογοτεχνικές, παρτιτούρες, μας ταξιδεύει στο εδώ και στο
εκεί, σ’ αυτό που φοβόμαστε να αντικρίσουμε, στον άλλο μας εαυτό, αυτόν τον
οικείο και συγχρόνως άγνωστο.
Η Ελένη Γκίκα έχει άνεση να γράφει, να
δημιουργεί παράλληλους και επάλληλους κόσμους, να δίνει ζωή στους εσωτερικούς
δαίμονες, να τους σχηματοποιεί και να τους αποδίδει με ποιητικότητα. Αγαπάει το
ωραίο και το περιγράφει αντλώντας εικόνες από τη φύση, εικόνες του εφήμερου,
αλλά κι αιώνιου. Γι’ αυτό οι μυγδαλιές, οι
ροδακινιές, οι κερασιές, οι
αρμπαρόριζες, οι κατιφέδες, οι δυόσμοι, οι βασιλικοί συμπληρώνουν την ιστορία. Κι όλα
αυτά, έμψυχα- οι ήρωές της- και υλικά, έχουν την ίδια μοίρα: είναι εφήμερα
όμορφα…
Το
Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ μπορεί με την
κατηγορηματικότητα του τίτλου να αποκλείεται η αντίθετη άποψη, ωστόσο οι
ιστορίες του- γιατί η ιστορία δεν είναι μόνο μία-ενέχουν την άρνηση και την
κατάφαση μαζί.