11/1/14

γιατί μπορεί εκείνους να τους κατάπιε η άβυσσος, αλλά το τραγούδι τους έμεινε στον αέρα της κοιλάδας


«Φυλαχτό» του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος. Εκδ. «Άγρα», σελ. 223

 «Εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω τίποτα. Λένε ότι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μου. Εγώ είμαι η μητέρα των ποιητών του Μεξικού. Εγώ είμαι η μόνη που άντεξε στο Πανεπιστήμιο το 1968, όταν μπήκαν οι κατασταλτικές μονάδες της αστυνομίας και ο Στρατός. Εγώ έμεινα μόνη μου στη Σχολή, κλεισμένη στις τουαλέτες, χωρίς να φάω για περισσότερες από δέκα μέρες, για περισσότερες από δεκαπέντε μέρες, από τις 18 Σεπτεμβρίου ως τις 30 Σεπτεμβρίου, δεν θυμάμαι πια […] Εγώ είπα στον εαυτό μου: Αουξίλιο Λακουτύρ, άντεξε […] Εγώ ετοιμάστηκα να αντέξω».  Ποιητικό, ατμοσφαιρικό, ασθματικό, παραληρηματικό, μαγικό και μαγευτικό, αλλόκοτο, ένα μυθιστόρημα που εκφέρεται και διαβάζεται με μιαν ανάσα ή μάλλον με κομμένη την ανάσα, φαινομενικά εξομολογητικό και πρωτοπρόσωπο, μας δηλώνει εξ’ αρχής πως πρόκειται για ιστορία τρόμου. Για μια αστυνομική ιστορία τρόμου. Εφόσον αφορά τον εγκλεισμό στις τουαλέτες του Πανεπιστημίου μιας γυναίκας, της Μητέρας της Ποίησης, όπως δηλώνει κατ’ αρχάς, η Αουξίλιο από την Ουρουγουάη, τον Σεπτέμβρη του 1968 στο Μεξικό. Από τον εγκλεισμό της δεν θα βγει κατ’ ουσίαν ποτέ, θα συνεχίσει σαν όνειρο, τρέλα ή εφιάλτης, στο μεταξύ όμως θα αξιωθεί να ζήσει στο πετσί της τη γέννηση της Ιστορίας. Βυθισμένη σε φλέβα γεγονότων θ’ αξιωθεί τον χρησμικό χρόνο της ποίησης και τον αιώνιο χρόνο του Θεού, όπου όλα είναι παρόντα, όσα συνέβησαν και όσα θα συμβούν, όσα θα μπορούσαν να είχαν συμβεί, όσα έζησε, θα μπορούσε εν δυνάμει να ζήσει και όσα θα ζήσει στο μέλλον. Σ’ αυτό το κομμάτι άχρονου χρόνου όπου παρελθόν, μέλλον και εν δυνάμει, όλα, τα πάντα, είναι «παρόν», ο Ρομπέρτο Μπολάνιο κατορθώνει ως Αουξίλιο να μιλήσει και να διασώσει τα πάντα: την ιστορία και την ποίηση του Μεξικού και της Λατινικής Αμερικής, το γρίφο του χρόνου και το δράμα του ανθρώπου. Την βία και την μαγεία, την τραγωδία και τ’ όνειρο, την τρέλα και την αρχετυπική σοφία. Μνημονεύοντας ποιητές που χάθηκαν και άλλους που ενδεχομένως θα γεννηθούν, ιστορικά συμβάντα και περιστατικά από την ελληνική μυθολογία και από την μυθολογία του κόσμου, εμπεριέχοντας και από το κατά Μπολάνιο σύμπαν τον Αρτούρο Μπελάνο [με τον οποίο ταυτίζεται ο συγγραφέας και ποιητής] και τον Ουίλσες Λίμα που συναντάμε κατόπιν στους «Άγριους Ντετέκτιβ» καθώς και την Χουάνα δε Ιμπαρμπούρου [την Ιωάννα της Αμερικής].

Γραμμένο από τον χιλιανό συγγραφέα το 1998, εμπεριέχει εν σπέρματι και όλο το μετέπειτα συγγραφικό έργο του. Με εγκιβωτισμένες ιστορίες και μικρά περιστατικά, με την απίστευτη ποιητικότητα της κάθε μέρας. Η αφήγηση της εγκλωβισμένης Αουξίλιο είναι η φωνή της πάσχουσας Λατινικής Αμερικής, του ανθρώπου πάσχοντα που «παρά ταύτα» αγαπά κι ερωτεύεται, γράφει ποίηση και κατορθώνει να τραγουδά. Συνεχίζει να ζει: «Όμως έπρεπε να συνεχίσω. Εγώ  ήμουν η μητέρα που περπατά. Η γυναίκα διαβάτης. Η ζωή με επιβίβασε επάνω σε άλλες ιστορίες», θα δηλώσει μεταξύ άλλων η Αουξίλιο για να αξιωθεί και τα τεράστια δώρα του πόνου:  ότι «ο χρόνος ή δεν σταματάει ποτέ ή είναι σταματημένος ανέκαθεν», πως «η αλήθεια είναι ότι η ιστορία μας είναι γεμάτη από συναντήσεις που δεν έγιναν ποτέ» και ότι πάντα θα υπάρχουν «λέξεις που δεν υπήρξαν ποτέ και μονάχα θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει».

Η Αουξίλιο που αναγκάζεται να αντέξει και γι’ αυτό «Έτσι βάφτισα το δεξί μου πόδι με το όνομα θέληση και το αριστερό μου πόδι με το όνομα ανάγκη. Και άντεξα», θα μας πει. Η Αουξίλιο- αυτή -που-θα-γίνει πια και ποτέ δεν θα επιστρέψει στην Αουξίλιο –που- υπήρξε-πριν:  

«Όλα έχουν τελειώσει, οι μονάδες καταστολής της αστυνομίας έχουν φύγει από το Πανεπιστήμιο, οι φοιτητές έχουν σκοτωθεί στο Τλατελόλκο, το Πανεπιστήμιο έχει ανοίξει ξανά, όμως εγώ βρίσκομαι ακόμα κλεισμένη στις τουαλέτες του τέταρτου ορόφου, λες και από το τόσο που έξυσα τα φωτισμένα από τη σελήνη πλακάκια άνοιξα μια πόρτα που δεν είναι η στοά της θλίψης αλλά το συνεχές του Χρόνου. Όλοι έφυγαν, εκτός από μένα. Όλοι επέστρεψαν. Εκτός από μένα…»

Η Αουξίλιο Λακουτύρ, η μητέρα της ποίησης, η μητέρα που περπατά, η ίδια η μνήμη, εν τέλει!  «Εγώ είμαι η μνήμη», θα μας πει καθαρά. Κι όσο γι’ αυτό που απομένει, η ίδια η Ποίηση, το Φυλαχτό, το πανανθρώπινο εκείνο πάντα για πάντα τραγούδι: «γιατί μπορεί εκείνους να τους κατάπιε  η άβυσσος, αλλά το τραγούδι τους έμεινε στον αέρα της κοιλάδας». Το διασώζει, φροντίζει να το διασώσει αυτό, ο Χρόνος και η Μνήμη.