16/11/13

"Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά": "Τίποτα δικό του δεν πέθανε μέσα μου, ό,τι άγγιξε το Ζορμπά, θαρρείς κι έγινε αθάνατο"


 
Νίκος Καζαντζάκης: «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»

 Για την «πράσινη πέτρα» που, τελικά, δεν είδαμε…

«Μια μέρα, στο Βερολίνο, έλαβα ένα τηλεγράφημα: «Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην, ελθέ αμέσως, Ζορμπάς»…

«Όμως δεν έφυγα* δεν τόλμησα πάλι. Δεν μπήκα στο τρένο, δεν ακολούθησα, τη θεικιά θηριώδη μέσα μου κραυγή, δεν έκαμα μια γενναία παράλογη πράξη. Ακολούθησα τη μετρημένη, κρύα, ανθρώπινη φωνή του λογικού. Και πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορμπά και του ξηγούσα…
Κι αυτός μου αποκρίθηκε:
«Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες και συ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες. Μα το Θεό, κάθουμουν κάποτε, όταν δεν είχα δουλειά, κι έλεγα με το νου μου:

«Υπάρχει, δεν υπάρχει Κόλαση;» Μα χτες που έλαβα το γράμμα σου, είπα: «Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες».
Έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» που πρωτοκυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1945 από το Τυπογραφείο Δημητράκου και στο Παρίσι, κυκλοφόρησε το 1947. Με την επανέκδοσή του, το 1954, βραβεύτηκε ως το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς.

Στις σελίδες του, το μέγιστο μάθημα και το συγγραφικό ακατόρθωτο πια, Και κατορθωμένο Και δεδικασμένο:  χρονικό και έπος, όπως έχει ήδη γραφτεί [Αιμ. Χουρμούζιος, 1953],  απομνημονεύματα και θεατρική δημιουργία μαζί, παραμύθι και αλληγορία, η ζωή που έζησε και η ζωή που εν δυνάμει θα ήθελε ή θα μπορούσε να ζει, η ζωή του έλληνα και της ίδιας της χώρας μας μέσα στον χρόνο. Η ζωή που γίνεται χάρτινη για να γίνει αιώνια και για να προσεγγίσει μ’ αυτόν τον τρόπο το άρρητο και το αιώνιο. Ο Καζαντζάκης που γράφει και ο Καζαντζάκης αυτός που υπήρξε τελικά βαθιά στη ψυχή, ο ασυμβίβαστος, ο διονυσιακός, ο περιπλανώμενος, ο άτρωτος, ο αρχετυπικός, η αθωότητα της ψυχής να ατενίζει την κάθε μέρα σαν το αεί υπάρχον θαύμα. Με την λογοτεχνία ως εναπομείναν όχημα πια, εφόσον έτσι ή αλλιώς «ο Ζορμπάς, αντί να γίνει για μένα υψηλό, επιταχτικό πρότυπο  ζωής, ξέπεσε κι έγινε φιλολογικό, αλίμονο, θέμα για να μουτζαλώσω κάμποσες κόλλες χαρτί. Τούτο το θλιβερό προνόμιο, να κάνεις τέχνη τη ζωή…» «Ο  Ζορμπάς, ο γεμάτος σάρκα και κόκαλα» που απόγινε στα χέρια του «μελάνι και χαρτί», για να νικήσει, εντέλει, τον χρόνο.
«Τίποτα δικό του δεν πέθανε μέσα μου, ό,τι άγγιξε το Ζορμπά, θαρρείς κι έγινε αθάνατο», ο ίδιος ο Καζαντζάκης θα πει, αποδεχόμενος τον μοναδικό τρόπο να αναμετρηθεί με την λήθη και με τον θάνατο, με την ίδια ήττα, όταν όλα [λιγνίτης, επιχείρηση, χρήματα] θα γίνουν κάποια στιγμή παρελθόν, ο Ζορμπάς, όμως, θα γίνει σύμβολο, η Κρήτη, η θάλασσα, το Αιγαίο, τα βουνά και ο κόσμος θα βρίσκονται, βρίσκονται πάντα κάπου εκεί, όπως κι εκείνη η πράσινη πέτρα, η ωραία.
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο – μύθος, μια αιώνια παραβολή, η επανάληψη της αιώνιας στιγμής, με τον Ζορμπά στην καταστροφή να χορεύει. Και με τον Καζαντζάκη ν’ συλλαμβάνει με μοναδικό συγγραφικό τρόπο την αρχετυπική ανθρώπινη ψυχή και στιγμή, το υπεράνθρωπο που εν δυνάμει υπάρχει στον πτωτικό άνθρωπο και αποτελεί μια υπόσχεση, την μόνη υπόσχεση για να μη πάει καμία θυσία χαμένη.
«Σίγουρα η καρδιά του ανθρώπου είναι ένας κλειστός λάκκος αίμα, κι άμα ανοίξει τρέχουν να πιουν και να ζωντανέψουν όλοι οι διψασμένοι απαρηγόρητοι ίσκιοι, που ολοένα και πυκνώνονται γύρω μας και σκοτεινιάζουν τον αγέρα. Τρέχουν να πιουν το αίμα της καρδιάς μας, γιατί ξέρουν πώς άλλη ανάσταση δεν υπάρχει. Κι απ’ όλους πιο μπροστά τρέχει σήμερα ο Ζορμπάς με τις μεγάλες δρασκελιές του κι αναμερίζει τους άλλους ίσκιους, γιατί ξέρει πώς γι’ αυτόν γίνεται σήμερα το μνημόσυνο. Ας του δώσουμε λοιπόν το αίμα μας να ζωντανέψει. Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε να ζήσει λίγο ακόμα ο εξαίσιος αυτός φυγάς, πιοτής, δουλευταράς, γυναικάς κι αλήτης. Η πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο σώμα, η πιο λεύτερη κραυγή που γνώρισα στη ζωή μου».
Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1947 και αποτυπώνει σαν καθρέφτης και εκείνο που γίνεται τώρα:
«Στεκόμουν στην πλώρα και περιχαίρουμουν, ως την άκρα του ουρανοθάλασσου, το θάμα* και μέσα στο βαπόρι οι τετραπέρατοι Ρωμιοί, τα μάτια τ’ αρπαχτικά, τα ψιλικατζίδικα μυαλά, οι μικροπολιτικοί καβγάδες, ένα ξεκουρδισμένο πιάνο, τίμιες φαρμακερές κυράτσες, μοχθηρή, μονότονη επαρχιώτικη μιζέρια. Σου ερχόταν να πιάσεις το βαπόρι από τις δυο άκρες, να το βουτήξεις στη θάλασσα, να το τινάξεις καλά -καλά, να φύγουν όλα τα ζωντανά που το μολεύουν- άνθρωποι, ποντίκια, κορέοι- και να το ανεβάσεις πάλι απάνω στα κύματα, αδειανό και φρεσκοπλυμένο.
Κάποτε πάλι μια συμπόνια με κυρίευε* μια συμπόνια βουδική, κρύα, σα συμπέρασμα από πολύπλοκους μεταφυσικούς συλλογισμούς. Συμπόνια όχι για τους ανθρώπους μονάχα παρά και για τον κόσμο αλάκερο που παλεύει, φωνάζει, κλαίει, ελπίζει και δε βλέπει πως όλα είναι φαντασμαγορία του Τίποτα. Συμπόνια για τους Ρωμιούς και για το βαπόρι και για τη θάλασσα και για μένα και για την επιχείρηση του λιγνίτη και για το χειρόγραφο του «Βούδα», για όλα ετούτα τα μάταια συμπλέγματα από ίσκιο και φως, που μια στιγμή αναστατώνουν και μολεύουν τον αέρα».

Ο «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», ένα βιβλίο για την αιώνια μάχη στην ίδια την ανθρώπινη ψυχή και ζωή, που γίνεται και θα γίνεται εις τον αιώνα.

12/11/13

Η ψυχή μου τρέχει πιο γρήγορα από μένα, το σώμα με καθυστερεί πολύ...

Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, γράφει ο Μπάμπης Δερμιτζάκης στο Lexima
 
Χωρίς εξώφυλλο
Η Ελένη Γκίκα φλερτάρει με το αστυνομικό στο τελευταίο της μυθιστόρημα
Ελένη Γκίκα, Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, Καλέντης 2013, σελ. 370

Θα ξεκινήσουμε με τον τίτλο: «Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ».
Ο τίτλος, μαθαίνω από τον Αλέξανδρο τον εκδότη μου, πρέπει να είναι πιασάρικος για να πουλήσει το βιβλίο. Όμως ποια στοιχεία μπορούν να κάνουν πιασάρικο ένα τίτλο;
Η απάντηση στο ερώτημα σηκώνει ολόκληρη μελέτη, και εμείς εδώ ήλθαμε να μιλήσουμε για το βιβλίο της Ελένης• και το βιβλίο αυτό έχει πιασάρικο τίτλο.
Γιατί είναι πιασάρικος;
Γιατί εμπεριέχει ένα σασπένς: Τίνος ήταν τελικά το μπολερό; Μήπως ο Ραβέλ πήρε το θέμα από κανένα προκλασικό συνθέτη, ή από κανένα ανδαλουσιανό τραγούδι και το επεξεργάστηκε; Αυτό θα το μάθουμε μόνο αν διαβάσουμε το βιβλίο. Ας το αγοράσουμε λοιπόν.
Όταν το διαβάσουμε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εφέ απροσδόκητου. Θα μαρτυρήσω τίνος είναι το Μπολερό (η Ελένη έχει ιδίαν πείρα ότι είμαι μαρτυριάρης, αλλά πιστεύω ότι οι αναγνώστες αυτού του σημειώματος, λάτρεις της γραφής της Ελένης, θα το αγοράσουν έτσι κι αλλιώς).
«Εδώ στη Ρόδο το μπολερό δεν είναι του Ραβέλ, είναι παγωτό!» (σελ. 167).
Βέβαια «ακούμε» και το αυθεντικό μπολερό, αυτό του Ραβέλ, μέσα στο βιβλίο. Η Ελένη γράφει γι΄ αυτό:
«Κι ο Ζοσκέν ντε Πρε έχει γίνει Ραβέλ στο μεταξύ. Σε ένα ψίθυρο Μπολερό, που καταλήγει σφυριές στην καρδιά του.
Σιγά.
Λίγο πιο δυνατά
Πιο δυνατά
Δυνατά
Δυνατά
Δυνατά
Τόσο πολύ δυνατά
Που πια
Δεν τ΄ αντέχει» (σελ. 150-151).
Παρεμπιπτόντως, αυτή είναι η δομή και του Ιαπωνικού θεάτρου Νο: jo-ha-kyu, αργά, γρήγορα, πολύ γρήγορα.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
«Είκοσι και ένας οι νεκροί.
Και δυο έγκλειστοι.
Οι πρώτοι σε νεκρομαντεία, αρχαία θέατρο, ιστορικά μνημεία. Εκεί όπου η πύλη του Άδη παραμένει ανοιχτή».
Πού βρέθηκαν τόσοι νεκροί;
Υπάρχει ένας σήριαλ κίλερ, που σκοτώνει με τον ίδιο πάντα τρόπο:
«Απ΄ τις ειδήσεις των οκτώ θα ακούσει, μαζί με όλη τη χώρα, για μια ακόμη μυστηριώδη δολοφονία σε αρχαιολογικό χώρο, με μουσική υπόκρουση βιόλας ντα γκάμπα, κάτι που επιτείνει το μυστήριο του αλλόκοτου δολοφόνου με την εμμονή στην κλασική μουσική» (σελ. 161).
Καλά, θα πει κανείς, τόσοι πολλοί νεκροί από έναν σήριαλ κίλερ; Δεν είναι καθόλου αληθοφανές.
Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην Ελλάδα, και ένας κρατούμενος μπορεί να το σκάσει ακόμη και με ελικόπτερο μέσα από τη φυλακή και να καταζητείται για χρόνια. Τέτοια είναι η αποτελεσματικότητα των διωκτικών μας αρχών. Αλλά, παρά τη φτώχια μας, είμαστε ισορροπημένος λαός, κανείς δεν σαλτάρει τόσο ώστε να αρχίσει να διαπράττει κατά συρροή φόνους ή να αρπάξει ξαφνικά ένα όπλο και να πυροβολεί στα τυφλά και όποιον πάρει ο χάρος, όπως στην Αμερική. Ο Θεός να φυλάει όμως μην παρουσιαστεί κανείς, γιατί θα προλάβει να διαπράξει αρκετούς φόνους πριν συλληφθεί• αν βέβαια συλληφθεί, όπως δεν συνελήφθηκε αυτός του Σέιχ Σου.
Το ύφος της Ελένης είναι αφαιρετικά ποιητικό, με μικρές, κάποτε ελλειπτικές, φράσεις, όπου συχνά απουσιάζει το ρήμα, και σύντομες περιόδους. Κατά διαστήματα η ποιητική πρόζα παραχωρεί τη θέση της σε γνήσια ποίηση:
«Η ψυχή μου τρέχει πιο γρήγορα από μένα
το σώμα με καθυστερεί πολύ.

Τα ρούχα μου κουρελιάζονται
από τον πόνο της έλλειψης.
Με το κεφάλι ψηλά,
αναζητώ μια νέα ζωή…
Φεύγω.

Είμαι φωτιά κι ας μοιάζω με λάδι
που ψάχνει να πέσει στη φωτιά του.
Φεύγω.

Δείχνω ακίνητος σαν τα ψηλά βουνά.
κι όμως λίγο λίγο μετακινούμαι
προς τη στενή πύλη του Παραδείσου.

Είναι Αγαπημένος. Ρουμί» (σελ. 32).
Θα δώσουμε τώρα ένα δείγμα πεζού της ίδιας της Ελένης.
«Τι είναι αϋπνία;…
Είναι να φοβάσαι και να μετράς περασμένα μεσάνυχτα τα σκληρά και μοιραία κτυπήματα της καμπάνας, να προσπαθείς με ξόρκια ανώφελα και να αναπνέεις κανονικά• είναι ν΄ ανοίγεις τα βλέφαρα, είναι κάτι σαν πυρετός που δεν είναι πραγματική αγρύπνια• είναι να απαγγέλλεις εδάφια που έχεις διαβάσει εδώ και χρόνια• είναι να τα βάζεις με τον εαυτό σου που ξαγρυπνά όταν οι άλλοι κοιμούνται• είναι να θέλεις να βυθιστείς στο όνειρο και να μην το μπορείς• είναι ο τρόμος να ζεις και να συνεχίζεις να υπάρχεις• είναι η ακαθόριστη αυγή» (σελ. 239).
Είναι μια από τις λίγες μεγάλες περιόδους του βιβλίου, με το εφέ της απαρίθμησης.
Η εμμονή με τον Μπόρχες, με το Λαβύρινθό του, με το Άλεφ και το Μπεθ υπάρχει και σ΄ αυτό το έργο της Γκίκα.
Και σε ποια άλλα;
Ας κάνουμε κι εμείς ένα εφέ απαρίθμησης, απαριθμώντας αυτά που έχουμε διαβάσει και για τα οποία έχουμε γράψει, στο Λέξημα και στο blog μας: «Υγρός χρόνος», «Αν μ΄ αγαπάς μη μ΄ αγαπάς», «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», «Πλήθος είμαι», «Το γράμμα που λείπει», «Αιώνια επιστροφή» και «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας».
Και αυτό επίσης είναι ένα βιβλίο scriptible (για να χρησιμοποιήσω την προσφιλή μου διάκριση που κάνει ο Ρολάν Μπαρτ, χωρίζοντας τα βιβλία σε scriptibles και lisibles), ένα βιβλίο πάνω στο οποίο πρέπει να διαλογιστείς, ένα βιβλίο του οποίου πρέπει να συμπληρώσεις τα αφηγηματικά κενά, ένα βιβλίο τελικά το οποίο «συγγράφεις» με τη συγγραφέα κατά την πορεία της ανάγνωσης. Κλείνουμε με την ευχή να είναι καλοτάξιδο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

"η γλώσσα και ο στίχος τεντώνονται σαν τις χορδές της κρητικής λύρας μέχρι το τελευταίο σημείο της αντοχής τους"


Ο δημοτικιστής Καζαντζάκης

 

«Η δημοτική γλώσσα και το μονοτονικό αποτελεί “κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν”  του Νίκου Καζαντζάκη», υποστηρίζει ο Νίκος Μαθιουδάκης κι όσοι αγαπούν ή γνωρίζουν έστω τον Νίκο Καζαντζάκη, αναγνωρίζουν ότι η γλώσσα υπήρξε στο έργο του «ο μεγάλος πρωταγωνιστής». Την οποία και θα πρέπει να δούμε μαζί με τη βιοθεωρία του, όπως έχει ήδη γραφτεί.

Γιατί «μπορεί να θεωρείται – και σε σημαντικό βαθμό είναι- μια γλώσσα επινοημένη, πεποιημένη… όμως πρόκειται για μια γλώσσα που διαρκώς θέλει να σημαίνει κάτι, πολλές φορές κάτι που βρίσκεται πέρα από τις ικανότητες του προσώπου να το συλλάβει ή να το κατανοήσει. Και μ’ αυτήν την έννοια είναι μια γλώσσα που προσπαθεί να συλλάβει, μαζί με το προφανές, αυτό που θεωρεί ο συγγραφέας μυστηριώδες και σκοτεινό: μια γλώσσα ποιητική μ’ άλλα λόγια» («Η μεταπολεμική πεζογραφία», τόμος Δ).

Το αποτέλεσμα, μια γλώσσα που αποτελεί το εργαλείο του, το μεγάλο κλειδί για του κόσμου το αίνιγμα, μια γλώσσα λαική και γι’ αυτό επαναστατική, μια γλώσσα σαν τον κόσμο του, σχεδόν αρχετυπική. Και ταυτοχρόνως ένα απολύτως στιβαρός λόγος που μπορεί να κάνει την φαντασία ζωή, να αποδώσει στις λέξεις ψυχή. Εξάλλου αυτός ήταν κι ο στόχος του:

«… Κι έτσι ο Ζορμπάς, αντί να γίνει για μένα υψηλό, επιταχτικό πρότυπο ζωής, ξέπεσε κι έγινε φιλολογικό, αλίμονο, θέμα για να μουτζαλώσω κάμποσες κόλλες χαρτί.

Τούτο το θλιβερό προνόμιο, να κάνεις τέχνη τη ζωή, καταντάει σε πολλές σαρκοβόρες ψυχές ολέθριο. Γιατί έτσι, βρίσκοντας διέξοδο το σφοδρό πάθος, φεύγει από το στήθος κι αλαφρώνει η ψυχή, δεν πλαντάει πια, δεν νιώθει πια την ανάγκη κορμί με κορμί να παλέψει, επεμβαίνοντας άμεσα στη ζωή και στην πράξη- μα χαίρεται καμαρώνοντας το σφοδρό της πάθος να δαχτυλιδώνεται στον αέρα και να σβήνει.

Κι όχι μονάχα χαίρεται παρά είναι και περήφανη* θαρρεί πώς πραγματώνει έργο υψηλό, την εφήμερη αναντικατάστατη στιγμή- την μόνη στον απέραντο κόσμο που έχει σάρκα και αίμα- μετατρέποντάς τη τάχα σ’ αιώνια. Κι έτσι ο Ζορμπάς, ο γεμάτος σάρκα και κόκαλα, κατάντησε στα χέρια μου μελάνι και χαρτί» («Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)

 

Αυτό επιδίωκε ο Καζαντζάκης κι αυτό έκανε, φοβούμενος ακριβώς για το αντίθετο: την Τέχνη, Ζωή. Και το εφήμερο, αιώνιο. Την στιγμή, Αιώνια Στιγμή.

 

 

«Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ

ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΟΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ»

 

από τον Νίκο Μαθιουδάκη, Επιστημονικό Σύμβουλο των Εκδόσεων Καζαντζάκη, δρ Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας & Λογοτεχνικής Υφολογίας

 

 «Η δημοτική γλώσσα αποτέλεσε σύμβολο και ιδέα ενός ολόκληρου έθνους. Ο Καζαντζάκης, όπως αναφέρει ο Χουρμούζιος, με την εργογραφία του αλλά κυρίως με τη συγγραφή της ΟΔΥΣΕΙΑΣ αποδίδει «ένα ωραίο σύμβολο της νίκης της γλώσσας του λαού», αφού είναι από την αρχή ως το τέλος εμπνευσμένη και γραμμένη από ατόφια δημοτική λαϊκή διάθεση”, επισημαίνει ο Νίκος Μαθιουδάκης,  Επιστημονικός Σύμβουλος των Εκδόσεων Καζαντζάκη Δρ. Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας & Λογοτεχνικής Υφολογίας, διευκρινίζοντας:

«Συγκρίνοντας τις συνθήκες της εποχής, κατά την οποία επικρατούσαν αδικαιολόγητοι γλωσσικοί παραλογισμοί ενώ η ανόθευτη δημοτική ταυτιζόταν με το προπατορικό αμάρτημα, ο ποιητής αγωνιά και αγωνίζεται να μετουσιώσει με δημοτικές λέξεις και λαϊκές εκφράσεις την απλή καθομιλουμένη γλώσσας σε γλώσσα ποιητική. Παρά τις πιέσεις από τους κριτικούς και τους εκδότες, ο Καζαντζάκης αρνείται πεισματικά να συμβιβαστεί και εξομολογείται στον Πρεβελάκη πως σε περίπτωση που κάποιος εκδότης του διορθώσει τη γλώσσα, προτιμά να υπογράψει με ψευδώνυμο, αφού δεν επιθυμεί να φαίνεται το όνομά του σε κείμενα με διορθωμένη γλώσσα, γεγονός που αποδεικνύει την ένωση της συνείδησής του με την άκρα δημοτική.

Η Φιλιππάκη-Warburton σημειώνει ότι «το πιο χτυπητό χαρακτηριστικό της γλώσσας του Καζαντζάκη είναι ο δημοτικισμός της» και μάλιστα, «ένας έντονος και φανατικός δημοτικισμός» που αναδεικνύει τη γλώσσα του έργου του αφενός, ως μέσο έκφρασης αλλά αφετέρου, και ως εντύπωση μιας έκφρασης που ταυτίζεται με το ίδιο το μήνυμα του συγγραφέα, ο οποίος παρουσιάζεται δια μέσω της γλωσσικής του γλώσσας να επισημαίνει και να προσδιορίζει την προσωπικότητα και την συγγραφική του υπόσταση.

 

Η γλωσσική τοποθέτηση του συγγραφέα αποδείχθηκε ως «πάθος φλογερό για τη δημοτική» και ως «ενσυνείδητη χρήση της γλώσσας» σε μια εποχή που επικρατούσε ένα πραγματικό γλωσσικό χάος. Ο Καζαντζάκης γίνεται «πολεμιστής μιας γλωσσικής ιδέας», έχοντας ως πνευματική υποχρέωση να προσδιορίσει το χαρακτήρα της δημοτικής ως «κοινή των Ελλήνων γλώσσα» ενώ ταυτόχρονα το συγκεκριμένο γλωσσικό του πάθος «κορυφώνεται στην Οδύσσεια, όπου η γλώσσα και ο στίχος τεντώνονται σαν τις χορδές της κρητικής λύρας μέχρι το τελευταίο σημείο της αντοχής τους».

 

Η δημοτική του Καζαντζάκη διαμορφώθηκε μέσα από τη λογοτεχνική συγγραφή του και την επαφή του με εξέχουσες προσωπικότητας του πολιτικού και πνευματικού κόσμου που τον επηρέασαν και ενίσχυσαν την ελληνική του συνείδηση. Ο οριστικός προσδιορισμός της δημοτικής ως συγγραφικής γλώσσας και ως γλωσσικό μανιφέστο «πλουτίστηκε και μέστωσε δια μέσου της Οδύσσειας». Η στάση του Καζαντζάκη απέναντι στη γλωσσική πραγματικότητα αναδεικνύει την άποψη πως η ελληνικότητα μιας λέξης δεν εξαρτάται μονάχα από την ιστορία της ίδιας της λέξης, μιας και οι λαοί δανείζονται συνεχώς λέξεις ο ένας από τον άλλο χωρίς βασικά να αλλοιώνουν την υφή της γλώσσας τους.

 

Συνάμα με τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, ο Καζαντζάκης επιλέγει να παραμείνει ένας ασυμβίβαστος πολεμιστής του μονοτονικού συστήματος. Αξίζει να σημειώσουμε μόνο ότι η ΟΔΥΣΕΙΑ (1938) αποτελεί το πρώτο ελληνικό βιβλίο που εκδίδεται σε μονοτονικό σύστημα. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Καζαντζάκης υποχρεώθηκε από εκδοτικούς κύκλους να συμβιβαστεί και να θυσιάσει την υπερασπιστική θέση του μονοτονικού, προκειμένου να κυκλοφορήσει το ποίημα του, καθώς και τα μετέπειτα λογοτεχνικά του έργα.

Ο Καζαντζάκης είναι ένας πραγματικός επαναστάτης του δημοτικισμού και του μονοτονικού συστήματος. Η δημοτική γλώσσα και το μονοτονικό αποτελεί “κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν”  του Νίκου Καζαντζάκη», καταλήγει ο κύριος Μαθιουδάκης.

 

 

"η γλώσσα και ο στίχος τεντώνονται σαν τις χορδές της κρητικής λύρας μέχρι το τελευταίο σημείο της αντοχής τους".


Ο δημοτικιστής Καζαντζάκης

 
«Η δημοτική γλώσσα και το μονοτονικό αποτελεί “κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν”  του Νίκου Καζαντζάκη», υποστηρίζει ο Νίκος Μαθιουδάκης κι όσοι αγαπούν ή γνωρίζουν έστω τον Νίκο Καζαντζάκη, αναγνωρίζουν ότι η γλώσσα υπήρξε στο έργο του «ο μεγάλος πρωταγωνιστής». Την οποία και θα πρέπει να δούμε μαζί με τη βιοθεωρία του, όπως έχει ήδη γραφτεί.

Γιατί «μπορεί να θεωρείται – και σε σημαντικό βαθμό είναι- μια γλώσσα επινοημένη, πεποιημένη… όμως πρόκειται για μια γλώσσα που διαρκώς θέλει να σημαίνει κάτι, πολλές φορές κάτι που βρίσκεται πέρα από τις ικανότητες του προσώπου να το συλλάβει ή να το κατανοήσει. Και μ’ αυτήν την έννοια είναι μια γλώσσα που προσπαθεί να συλλάβει, μαζί με το προφανές, αυτό που θεωρεί ο συγγραφέας μυστηριώδες και σκοτεινό: μια γλώσσα ποιητική μ’ άλλα λόγια» («Η μεταπολεμική πεζογραφία», τόμος Δ).

Το αποτέλεσμα, μια γλώσσα που αποτελεί το εργαλείο του, το μεγάλο κλειδί για του κόσμου το αίνιγμα, μια γλώσσα λαική και γι’ αυτό επαναστατική, μια γλώσσα σαν τον κόσμο του, σχεδόν αρχετυπική. Και ταυτοχρόνως ένα απολύτως στιβαρός λόγος που μπορεί να κάνει την φαντασία ζωή, να αποδώσει στις λέξεις ψυχή. Εξάλλου αυτός ήταν κι ο στόχος του:

«… Κι έτσι ο Ζορμπάς, αντί να γίνει για μένα υψηλό, επιταχτικό πρότυπο ζωής, ξέπεσε κι έγινε φιλολογικό, αλίμονο, θέμα για να μουτζαλώσω κάμποσες κόλλες χαρτί.

Τούτο το θλιβερό προνόμιο, να κάνεις τέχνη τη ζωή, καταντάει σε πολλές σαρκοβόρες ψυχές ολέθριο. Γιατί έτσι, βρίσκοντας διέξοδο το σφοδρό πάθος, φεύγει από το στήθος κι αλαφρώνει η ψυχή, δεν πλαντάει πια, δεν νιώθει πια την ανάγκη κορμί με κορμί να παλέψει, επεμβαίνοντας άμεσα στη ζωή και στην πράξη- μα χαίρεται καμαρώνοντας το σφοδρό της πάθος να δαχτυλιδώνεται στον αέρα και να σβήνει.

Κι όχι μονάχα χαίρεται παρά είναι και περήφανη* θαρρεί πώς πραγματώνει έργο υψηλό, την εφήμερη αναντικατάστατη στιγμή- την μόνη στον απέραντο κόσμο που έχει σάρκα και αίμα- μετατρέποντάς τη τάχα σ’ αιώνια. Κι έτσι ο Ζορμπάς, ο γεμάτος σάρκα και κόκαλα, κατάντησε στα χέρια μου μελάνι και χαρτί» («Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)

 

Αυτό επιδίωκε ο Καζαντζάκης κι αυτό έκανε, φοβούμενος ακριβώς για το αντίθετο: την Τέχνη, Ζωή. Και το εφήμερο, αιώνιο. Την στιγμή, Αιώνια Στιγμή.

 

 

«Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ

ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΟΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ»

 

από τον Νίκο Μαθιουδάκη, Επιστημονικό Σύμβουλο των Εκδόσεων Καζαντζάκη, δρ Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας & Λογοτεχνικής Υφολογίας

 

 «Η δημοτική γλώσσα αποτέλεσε σύμβολο και ιδέα ενός ολόκληρου έθνους. Ο Καζαντζάκης, όπως αναφέρει ο Χουρμούζιος, με την εργογραφία του αλλά κυρίως με τη συγγραφή της ΟΔΥΣΕΙΑΣ αποδίδει «ένα ωραίο σύμβολο της νίκης της γλώσσας του λαού», αφού είναι από την αρχή ως το τέλος εμπνευσμένη και γραμμένη από ατόφια δημοτική λαϊκή διάθεση”, επισημαίνει ο Νίκος Μαθιουδάκης,  Επιστημονικός Σύμβουλος των Εκδόσεων Καζαντζάκη Δρ. Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας & Λογοτεχνικής Υφολογίας, διευκρινίζοντας:

«Συγκρίνοντας τις συνθήκες της εποχής, κατά την οποία επικρατούσαν αδικαιολόγητοι γλωσσικοί παραλογισμοί ενώ η ανόθευτη δημοτική ταυτιζόταν με το προπατορικό αμάρτημα, ο ποιητής αγωνιά και αγωνίζεται να μετουσιώσει με δημοτικές λέξεις και λαϊκές εκφράσεις την απλή καθομιλουμένη γλώσσας σε γλώσσα ποιητική. Παρά τις πιέσεις από τους κριτικούς και τους εκδότες, ο Καζαντζάκης αρνείται πεισματικά να συμβιβαστεί και εξομολογείται στον Πρεβελάκη πως σε περίπτωση που κάποιος εκδότης του διορθώσει τη γλώσσα, προτιμά να υπογράψει με ψευδώνυμο, αφού δεν επιθυμεί να φαίνεται το όνομά του σε κείμενα με διορθωμένη γλώσσα, γεγονός που αποδεικνύει την ένωση της συνείδησής του με την άκρα δημοτική.

Η Φιλιππάκη-Warburton σημειώνει ότι «το πιο χτυπητό χαρακτηριστικό της γλώσσας του Καζαντζάκη είναι ο δημοτικισμός της» και μάλιστα, «ένας έντονος και φανατικός δημοτικισμός» που αναδεικνύει τη γλώσσα του έργου του αφενός, ως μέσο έκφρασης αλλά αφετέρου, και ως εντύπωση μιας έκφρασης που ταυτίζεται με το ίδιο το μήνυμα του συγγραφέα, ο οποίος παρουσιάζεται δια μέσω της γλωσσικής του γλώσσας να επισημαίνει και να προσδιορίζει την προσωπικότητα και την συγγραφική του υπόσταση.

 

Η γλωσσική τοποθέτηση του συγγραφέα αποδείχθηκε ως «πάθος φλογερό για τη δημοτική» και ως «ενσυνείδητη χρήση της γλώσσας» σε μια εποχή που επικρατούσε ένα πραγματικό γλωσσικό χάος. Ο Καζαντζάκης γίνεται «πολεμιστής μιας γλωσσικής ιδέας», έχοντας ως πνευματική υποχρέωση να προσδιορίσει το χαρακτήρα της δημοτικής ως «κοινή των Ελλήνων γλώσσα» ενώ ταυτόχρονα το συγκεκριμένο γλωσσικό του πάθος «κορυφώνεται στην Οδύσσεια, όπου η γλώσσα και ο στίχος τεντώνονται σαν τις χορδές της κρητικής λύρας μέχρι το τελευταίο σημείο της αντοχής τους».

 

Η δημοτική του Καζαντζάκη διαμορφώθηκε μέσα από τη λογοτεχνική συγγραφή του και την επαφή του με εξέχουσες προσωπικότητας του πολιτικού και πνευματικού κόσμου που τον επηρέασαν και ενίσχυσαν την ελληνική του συνείδηση. Ο οριστικός προσδιορισμός της δημοτικής ως συγγραφικής γλώσσας και ως γλωσσικό μανιφέστο «πλουτίστηκε και μέστωσε δια μέσου της Οδύσσειας». Η στάση του Καζαντζάκη απέναντι στη γλωσσική πραγματικότητα αναδεικνύει την άποψη πως η ελληνικότητα μιας λέξης δεν εξαρτάται μονάχα από την ιστορία της ίδιας της λέξης, μιας και οι λαοί δανείζονται συνεχώς λέξεις ο ένας από τον άλλο χωρίς βασικά να αλλοιώνουν την υφή της γλώσσας τους.

 

Συνάμα με τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, ο Καζαντζάκης επιλέγει να παραμείνει ένας ασυμβίβαστος πολεμιστής του μονοτονικού συστήματος. Αξίζει να σημειώσουμε μόνο ότι η ΟΔΥΣΕΙΑ (1938) αποτελεί το πρώτο ελληνικό βιβλίο που εκδίδεται σε μονοτονικό σύστημα. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Καζαντζάκης υποχρεώθηκε από εκδοτικούς κύκλους να συμβιβαστεί και να θυσιάσει την υπερασπιστική θέση του μονοτονικού, προκειμένου να κυκλοφορήσει το ποίημα του, καθώς και τα μετέπειτα λογοτεχνικά του έργα.

Ο Καζαντζάκης είναι ένας πραγματικός επαναστάτης του δημοτικισμού και του μονοτονικού συστήματος. Η δημοτική γλώσσα και το μονοτονικό αποτελεί “κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν”  του Νίκου Καζαντζάκη», καταλήγει ο κύριος Μαθιουδάκης.

 

 

11/11/13

«αλήθεια, εδώ, στην Ελλάδα, το θάμα είναι ο σίγουρος ανθός της ανάγκης».


 

Γιατί ο Καζαντζάκης;

«αλήθεια, εδώ, στην Ελλάδα, το θάμα είναι ο σίγουρος ανθός της ανάγκης».

«Πολύ πιο γρήγορα από τον κόσμο προχωρούσε η ψυχή μου».

Και έτσι ξαφνικά, όσο ζόριζαν και πάλι στη χώρα μας τα ιστορικά δεδομένα, χωρίς ποτέ κατ’ ουσίαν, να έχει πάψει να διαβάζεται, κι αυτό είναι το σπουδαίο, ο Νίκος Καζαντζάκης ξαναγίνεται μότο σε βιβλία, γεμίζει το ίντερνετ και το f.b. Το εκπληκτικό είναι ότι αυτό γίνεται από τα νέα παιδιά. Και το σημαντικό είναι ότι ο μεγάλος έλληνας συγγραφέας, όταν τον ξαναδιαβάζουμε, διαθέτει τις απαντήσεις:

Για τα δύσκολα ιστορικά περάσματα και για τις ζορισμένες ιστορικές στροφές της χώρας μας και των ανθρώπων. Για την ευθύνη και για τον αέναο αγώνα για όλα τα βασικά: υπέρβαση, αξιοπρέπεια και ελευθερία. Για το καινούργιο που θα ‘ρθει, πάντοτε θα ‘ρχεται, και για το παλιό που πρέπει αναγκαστικά να ξεπεραστεί. Για την ανυπέρβλητη ζώσα γλώσσα και το υπερβατικό ύφος. Για την ψυχολογία σε βάθος ανθρώπων και γένους. Για την τοιχογραφία μιας κοινωνίας που παραμένει αναλλοίωτη, ποτέ δεν αλλάζει στα βασικά. Για τα ερωτηματικά που θέτει, εκμαιεύοντας προαιώνιες ερωτήσεις και απαντήσεις. Κάπως έτσι, και στη μέση της κρίσης, ξαναδιαβάζοντας Καζαντζάκη είναι σα να ξαναδιαβάζουνε τα βασικά: όλα αυτά που ξεχάσαμε και κάπως έτσι φτάσαμε και στην κρίση.

Ο Καζαντζάκης στο Έθνος:

Οι εκδόσεις Καζαντζάκη και το Έθνος, ξαναπιάνουν το νήμα απ’ την αρχή. Ο Καζαντζάκης ήξερε, ξαναδιαβάζοντάς τον ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί και να θυμηθεί και να μάθει. Πώς όλα χτίζονται και ξαναχτίζονται απ’ την αρχή.

«Στόχος της συνεργασίας των Εκδόσεων Καζαντζάκη και της εφημερίδας Έθνος είναι και θα παραμείνει να είναι η «διάδοση» των πιο αγαπημένων έργων του Καζαντζάκη σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και η «παράδοση» των πιο ελπιδοφόρων μηνυμάτων του στα χέρια του κάθε Έλληνα, οποιασδήποτε ηλικίας, οποιασδήποτε ιδεολογικής ή πολιτικής κατεύθυνσης. Σκοπός των Εκδόσεων Καζαντζάκη και της εφημερίδας Έθνος είναι να φτάσει ο λόγος του Νίκου Καζαντζάκη σε όλους τους Έλληνες από το βορειότερο ως το νοτιότερο, από το ανατολικότερο ως το δυτικότερο σημείο της χώρας μας: από τη Θράκη ως την Κρήτη, από τα Δωδεκάνησα ως τα Ιόνια νησιά», υπενθυμίζουν οι εκδόσεις Καζαντζάκη».

 

Οι λόγοι, ευδιάκριτοι και σαφείς:

«Σταθεροί άξονες στη σκέψη και στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη είναι η Ευθύνη και ο διαχρονικός Αγώνας του ανθρώπου για υπέρβαση, αξιοπρέπεια και ελευθερία. Οι άνθρωποι των Εκδόσεων Καζαντζάκη διαπιστώνουν καθημερινά, πόσο οι συνάνθρωποί μας στρέφονται στο έργο του μεγάλου κρητικού συγγραφέα, αναζητώντας πνευματικά εργαλεία που θα τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν την κρίση που βιώνει η Ελλάδα. Εν μέσω του πανικού και της απαισιοδοξίας των ημερών μας, ο Λόγος του παραμένει φωτεινός φάρος και ηχεί πιο επίκαιρος παρά ποτέ».

Οι χρονικές συγκυρίες, επιτακτικές:

«Η οικονομική κρίση επιβάλλει στην ελληνική κοινωνία να επιστρέψει σε θεμελιώδεις αξίες και να τις αναζητήσει στις πνευματικές πηγές της και οι Έλληνες έχουν ανάγκη να ξεφύγουν από τη σημερινή απαξιωτική εικόνα που αναμεταδίδεται διεθνώς. Ο Νίκος Καζαντζάκης με το έργο του θυμίζει στους Έλληνες, αλλά και ανακηρύσσει στα πλάτη της γης, ότι Έλληνας δε σημαίνει οικονομική ανέχεια, αλλά πολιτισμός, ήθος και ηρωισμός. Ελλάδα δεν είναι μόνο ένα έθνος που υποφέρει από την οικονομική κρίση. Ελλάδα είναι η χώρα που γέννησε τον Ζορμπά, τον ηρωϊκό, ανυπότακτο Φιλόσοφο της Ζωής, που ακόμα κι αν γκρεμίζεται ότι έχει κτίσει, ανοίγει τα χέρια και στήνει χορό, περήφανος και χαμογελαστός. Ελλάδα είναι η χώρα που γέννησε τον Καπετάν Μιχάλη, τον γενναίο αγωνιστή, τον πάντα όρθιο και ελεύθερο Έλληνα».

 

Ο Καζαντζάκης κι ο κόσμος:

 

Κριτικοί, συγγραφείς κι αναγνώστες επιμένουν: «ποτέ δεν έπαψε να διαβάζεται ο Καζαντζάκης» (ο συγγραφέας και πανεπιστημιακός Γιώργος Γραμματικάκης)

Ο Peter Bien  αναλύοντας τους λόγους για τους οποίους πρέπει να διαβάζεται ο Καζαντζάκης στον 21o αιώνα, τονίζει κυρίως τη διαχρονικότητα των ιδεών που ενυπάρχουν στα κείμενα του, καθώς καταλήγει ότι «ο Καζαντζάκης θα εξακολουθήσει να είναι απαραίτητος και να διαβάζεται όχι μόνο κατά τον 21ο αιώνα αλλά και στον 22ο!»

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης παραμένει “ιδεα-λογικά” ένας από τους πιο διαχρονικούς Νεοέλληνες συγγραφείς. Έχει ένα πλούσιο και πολύπλευρο συγγραφικό έργο, καθώς είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς, σε ελληνική ή παγκόσμια κλίμακα, που ασχολήθηκε με όλα τα λογοτεχνικά είδη: μυθιστόρημα, ποίηση, δοκίμιο, ταξιδιωτική διήγηση, θέατρο, παιδικά βιβλία, κινηματογραφικά σενάρια, μεταφράσεις, αλληλογραφία. Τα μαθήματα που λαμβάνουμε από τα έργα του αποτελούν την απόλυτα αρμονική συνύπαρξη της θεωρίας και της πράξης, δημιουργώντας την αίσθηση μιας άψογα ισόρροπης φιλοσοφικής θεώρησης που μεταδίδεται άμεσα κυρίως από των λογοτεχνικών τεχνικών της πλοκής, την ανάπτυξη των χαρακτήρων και του γλωσσολογικού ύφους.

Το φαινόμενο “Καζαντζάκης” εντυπωσιάζει, αφενός, για την ποικιλία των ενδιαφερόντων του και τον όγκο της συγγραφικής παραγωγής, και αφετέρου για την απήχηση του έργου του, τόσο στην παγκόσμια διάστασή της, όσο και στη μεγάλη χρονική διάρκειά της· ίσως να πρόκειται από τις σπάνιες περιπτώσεις ελλήνων συγγραφέων που η ζωή και το έργο του συνεχίζουν αδιάκοπα με αυξανόμενη γεωμετρική πρόοδο να προκαλούν το μεγάλο ενδιαφέρον των αναγνωστών και των μελετητών του αιώνα μας!»

Ο συμπατριώτης του, ψυχίατρος και ποιητής Μανόλης Πρατικάκης θα πει:

«Τι είναι σήμερα ο Καζαντζάκης; Γιατί σήμερα; Φαίνεται πως ο χρόνος δεν αφαίρεσε την λάμψη και το μεγαλείο από την μεγάλη στόφα του έργου του αλλά με τα χρόνια μεγάλωσε και σήμερα είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Γιατί είναι από τους ελάχιστους λογοτέχνες στοχαστές που το έργο τους περιέχει όραμα, διαχρονικές οικουμενικές αξίες. Ειδικά στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, το έργο του είναι ένας σταθερός φάρος που μας φέρνει σε όλα τα επίπεδα του επιστητού. Μιλάει για διαρκή αγώνα, για αξιοπρέπεια και ελευθερία, το θείο που βρήκε μέσα μας πρέπει να σκάψει σαν άλλος φρικιαστικός εργάτης για να απελευθερωθεί από τα σύγχρονα δεσμά της αφθονίας και της κατανάλωσης, της υποταγής και της μηχανοκίνητης λαίλαπας που απειλεί να αφανίσει το ανθρώπινο πρόσωπό μας. Το έργο του προτείνει ανυποχώρητο αγώνα μπροστά στα ανταλλάγματα του κενού που μας αποξενώνουν από κάθε αυθεντικό και ουσιώδες, ατομικό και συλλογικό του τόπου μας και του κόσμου».

Εν κατακλείδι, μια παράγραφος από τον «Αλέξη Ζορμπά» μπορεί να σταθεί αρκετή:

«Στεκόμουν στην πλώρα και περιχαίρουμουν, ως την άκρα του ουρανοθάλασσου, το θάμα* και μέσα στο βαπόρι οι τετραπέρατοι Ρωμιοί, τα μάτια τ’ αρπαχτικά, τα ψιλικατζίδικα μυαλά, οι μικροπολιτικοί καβγάδες, ένα ξεκουρδισμένο πιάνο, τίμιες φαρμακερές κυράτσες, μοχθηρή, μονότονη επαρχιώτικη μιζέρια. Σου ερχόταν να πιάσεις το βαπόρι από τις δυο άκρες, να το βουτήξεις στη θάλασσα, να το τινάξεις καλά -καλά, να φύγουν όλα τα ζωντανά που το μολεύουν- άνθρωποι, ποντίκια, κορέοι- και να το ανεβάσεις πάλι απάνω στα κύματα, αδειανό και φρεσκοπλυμένο.

Κάποτε πάλι μια συμπόνια με κυρίευε*  μια συμπόνια βουδική, κρύα, σα συμπέρασμα από πολύπλοκους μεταφυσικούς συλλογισμούς. Συμπόνια όχι για τους ανθρώπους μονάχα παρά και για τον κόσμο αλάκερο που παλεύει, φωνάζει, κλαίει, ελπίζει και δε βλέπει πως όλα είναι φαντασμαγορία του Τίποτα. Συμπόνια για τους Ρωμιούς και για το βαπόρι και για τη θάλασσα και για μένα και για την επιχείρηση του λιγνίτη και για το χειρόγραφο του «Βούδα», για όλα ετούτα τα μάταια συμπλέγματα από ίσκιο και φως, που μια στιγμή αναστατώνουν και μολεύουν τον αέρα».

Για να ξαναπλυθεί το καράβι, για να ξαναπιάσει η ζωή την χαμένη κλωστή, για να ξαναβρεί ο άνθρωπος το θεικό του προορισμό, για να μπορέσουμε τελικά, να πάμε όλοι μαζί παραπέρα.

Γι’ αυτό στο έθνος και με τον Νίκο Καζαντζάκη θα ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή.

10/11/13

Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ: μια υπερρεαλιστική προσέγγιση στον κόσμο του βιβλίου και της μουσικής

Μια υπερρεαλιστική προσέγγιση στον κόσμο του βιβλίου, της μουσικής, των εκλεκτικών πνευματικών συγγενειών και του ονείρου είναι το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλέντης με τίτλο «Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ».

Από την Τέσυ Μπάιλα στο culture.now.gr

Γραμμένο με τη γνωστή ποιητική διάθεση της Ελένης Γκίκα, με γλώσσα λυρική που ρέει βουτηγμένη στη συνείδηση των ονείρων, το κείμενο«παίζει» με συμβολισμούς εικόνων και φλύαρες σιωπές σαν ανάσες, ανάσες που, ενώ τροφοδοτούν τον αναγνώστη με το απαραίτητο χρόνο για να συλλάβει το μέγεθος των νοημάτων από τη μια, από την άλλη πετυχαίνουν να δώσουν μια ακουστική στο έργο , ένα ρυθμό προσωπικό όπου μέσα σ’ αυτόν, αναρίθμητα σύμβολα στροβιλίζονται και δίνουν τελικά την εικόνα της πραγματικότητας μέσα από το παιχνίδι της με το όνειρο.

Καταιγισμός διακειμενικών αναφορών. Το βιβλίο συνομιλεί με εξαιρετική δεξιοτεχνία αλλά και διαφάνεια με μεγάλους δημιουργούς, τον Ντοστογιέφσκι, τον Χιουζ, τον Ρίλκε και βεβαίως τον Βάγκνερ, τον Μαραί, τον Μοντεβέρντι και τον Φίτσεκ. Μα περισσότερο από όλους με την ποιητική του Ταρκόφσκι και βεβαίως τον μεγάλο Μπόρχες, τον συγγραφέα που μαγνητίζει την Ελένη Γκίκα ως δημιουργό και ως άνθρωπο περισσότερο από όλους και δίνει τροφή στην αισθητική των προσωπικών της ιδεών. Το Άλεφ και το Μπεθ ως μαγικά σύμβολα αυτού του κόσμου, η προστασία του Γκόλεμ, αγαπημένα παιχνίδια στα χέρια της Ελένης Γκίκα, που ενώ στην περίπτωσή της εξελίσσονται αυθόρμητα στην περίπτωση του αναγνώστη γίνονται η αφορμή για ένα ταξίδι μέσα στην τέχνη, ένα μονοπάτι προσωπικής διαφυγής μέσα στον υπερβατικό κόσμο του ονείρου, ένα σημείο αναφοράς για αναγνωστικές αναζητήσεις. Κι ενώ όλα αυτά μοιάζουν να είναι «ανώφελα ξόρκια» μετατρέπουν τελικά το βιβλίο της Ελένης Γκίκα σε οξυγόνο που θα σου επιτρέψει να «αναπνέεις κανονικά».

Η ιστορία του έργου κινείται μέσα στη σφαίρα του μυστηρίου, του αστυνομικού, του νουάρ. Νεκρομαντεία, αρχαία θέατρα, μια σειρά μυστήριων φόνων, δολοφόνοι που τα ίχνη που αφήνουν πίσω τους είναι μουσικές παρτιτούρες, νότες που αναμειγνύονται με την εκδίκηση, μια εκδίκηση που διατρέχει δυο ολόκληρες γενιές κι ένα Μπολερό, που δεν είναι του Ραβέλ αλλά ένα παγωτό σοκολάτα πλέκουν ένα γαϊτανάκι αναμνήσεων και συναισθημάτων, βιωμάτων και αληθειών που όταν ξεδιπλωθεί θα αφήσει να φανούν σε όλους μας οι αδυναμίες, τα πάθη και η μοναξιά που βιώσαμε, συναισθήματα βαθιά καταχωνιασμένα μέσα μας, όλα όσα μας όρισαν και καθόρισαν το μέλλον μας, όλα όσα με οδυνηρό ή ηδονικό τρόπο έγιναν βιώματα και εμπειρίες.

Ανάμεσα σε όλα αυτά, ένα ζευγάρι αντιφατικών ανθρώπων με ονόματα ομιλούντα και σημαίνοντα, η Εκάτη-Ουλρίκα και ο Μίχαελ-Σεμπάστιαν, θα συναντηθούν στη ζωή και θα παλέψουν για το μέλλον αυτής της συνάντησης. Άνθρωποι εμβληματικοί με ευαισθησίες που τους κάνουν να ζουν μέσα στη μνήμη του αίματος των οικογενειών ένα μεγάλο έρωτα, θα βαδίσουν μαζί μέσα από το μονοπάτι της μνήμης, της βουτηγμένης στην ενοχή, το αίμα και την εκδίκηση, για να βγουν στο ξέφωτο μιας τρυφερής μοίρας κι ενός κοινού, μοιραίου τέλους που θα τους οδηγήσει στο φως της προσωπικής αυτογνωσίας - αυτό πάντα το ζητούμενο- στο κόψιμο των δεσμών που κρατούν τους ανθρώπους βουτηγμένους στο μίσος, στον πόνο, στον εμφύλιο σπαραγμό. «Άλλωστε οι ιστορίες δεν ξεφεύγουν ποτέ από την Ιστορία», όπως μας λέει η ίδια.

Ακολουθώντας αντίστροφα αυτή τη φορά έναν αόρατο μίτο της Αριάδνης – αφού όλα σ’ αυτό το βιβλίο έχουν μια απροσδόκητη τροπή - θα φτάσουν από την έξοδο στην καρδιά του λαβυρίνθου για να τον γκρεμίσουν και να βγουν μέσα από τα χαλάσματα του οι ίδιοι, συλλαμβάνοντας το νόημα της αγάπης για τη ζωή ακόμη πιο δυνατό μέσα τους.

«Ένα έργο μένει πάντοτε ανοιχτό στο ενδεχόμενο» μας λέει η Ελένη στη Γυναίκα της Βορινής κουζίνας και το βιβλίο της αυτό είναι για άλλη μια φορά μια αναγνωστική συνάντηση με το ενδεχόμενο, όπου ο μαγικός ρεαλισμός συναντά τον υπερρεαλισμό και ο φόνος τη μουσική κλίμακα μιας υψηλής αισθητικής, αυτής που τόσα χρόνια υπηρετεί η Ελένη Γκίκα.

Από το οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
Η Εκάτη-Ουλρίκα, μνήμη που συγκρατεί τα μυστικά και κάνει προσωπεία τα πρόσωπα και μαριονέτες τους πεθαμένους της για ν' αντέξει.
Και ο Μιχαήλ-Σεμπάστιαν που συμπληρώνει τη χαμένη παρτιτούρα - γι' αυτό έχει έρθει εξάλλου σ' αυτή τη ζωή.

Ανάμεσά τους, η Ιστορία και η Συγγένεια, το Παρελθόν και η Νέμεσις, το Χρέος και ο Έρωτας, ο Μπόρχες και η Αιώνια Επανάληψη .
"Άλεφ" και "Μπεθ", υπνοβάτες στο Σολάρις του Διαδικτύου, όπου "ό,τι γεννιέται γεννιέται ξανά", για μια αιώνια στιγμή. "Δραπέτες", καταδικασμένοι να συναντιούνται ξανά και ξανά στην ίδια σκακιέρα. Με προσωπεία, έστω. Και με λόγια -για να τ' αντέξουν? δανεικά. Ακούγοντας πάντα τον δικό τους Ραβέλ ή Βάγκνερ, με την υπόσχεση να αιωρείται εκεί σαν θηλιά: "Πατέρα, δεν ξέχασα, μάνα είμαι εδώ στην ξερολιθιά, σε κάθε ξερολιθιά, κι ακούω πάντα τον δικό μας Βάγκνερ. Θα ξανάρθω, και η τιμωρία θα είναι πορφυρή". Είκοσι και ένας οι νεκροί. Και δύο έγκλειστοι. Οι πρώτοι, σε νεκρομαντεία, αρχαία θέατρα, ιστορικά μνημεία. Εκεί όπου "η πύλη του Άδη παραμένει ανοιχτή". Οι δεύτεροι, σ' ένα ρημαγμένο ξενοδοχείο που ζωντανεύει με τον καιρό και σ' ένα Πυργόσπιτο με γκρεμισμένες τις πολεμίστρες, αλλά με στοιχειωμένες τις ζωές και τις μουσικές. Επειδή οι ιστορίες δεν ξεφεύγουν εύκολα ούτε από την Ιστορία ούτε και από την καταγωγή. Ο Λαβύρινθος παραμένει λαβύρινθος και αναπάντητη η απορία του Αβερρόη. Αλλά εκείνοι οι δύο θα κάνουν τα πάντα για να μπορέσει ν' απαντηθεί. Θραύσματα ποιητικής πεζογραφίας, ένας γρίφος με μέρη χρησμικά ή καλοσχεδιασμένα βήματα πάνω σε μια σκακιέρα απ' όπου όλοι θέλουν να δραπετεύσουν; Οι ήρωες αναμετρώνται με τις αναμνήσεις και το παρόν, αναμετρώνται με το Χρόνο. Και το Μπολερό, κυρίαρχο επαναλαμβανόμενο μοτίβο αλλά και τόπος όπου η ζωή συναντά το θάνατο στο νέο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα "Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ".

Το βιβλίο της Ελένης Γκίκα Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλέντης.