13/4/11

Πώς θα ήταν η ζωή εάν είχε χειριστεί το θέμα διαφορετικά


Η ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ” της Camilla Lackberg. Μετάφραση: Γρηγόρης Κονδύλης. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 501, € 20


Μια ιδέα για το καινούργιο της βιβλίο, μια ιδέα που έψαχνε καιρό να βρει ήταν ακριβώς μπροστά της. Η περιγραφή της διαδρομής ενός ατόμου στη ζωή με προορισμό την ίδια του τη μοίρα. Μια εξήγηση για το τί ήταν αυτό που είχε οδηγήσει μια νέα, όμορφη και ιδιαίτερα προνομιούχα γυναίκα σε έναν θάνατο που επέβαλε στον εαυτό της”.

Στο φρεσκοεκδοθέν αστυνομικό μυθιστόρημα της Καμίλα Λέκμπεργκ που έχει ήδη σημειώσει παγκοσμίως τεράστια επιτυχία, η κεντρική ηρωίδα δεν είναι επιθεωρητής, ντετέκτιβ, αλλά συγγραφέας. Και μάλιστα μια συγγραφέας που ουδεμία σχέση έχει με το αστυνομικό βιβλίο. Διότι στην “Παγωμένη πριγκίπισσα” η Ερίκα είχε μέχρι στιγμής εκδώσει τέσσερα βιβλία, αλλά όλα ήταν βιογραφίες για άλλες μεγάλες συγγραφείς. Δεν είχε βρει ακόμη το κουράγιο να δημιουργήσει δικές της ιστορίες, ήξερε όμως ότι υπήρχαν μέσα της βιβλία που περίμεναν να αποτυπωθούν στο χαρτί”.

Η Ερίκα, η οποία μετά τον αιφνίδιο θάνατο των γονιών της επιστρέφει στο πατρικό της, στην παγωμένη Φιελμπάκα, που αποτελεί και το γενέθλιο ψαροχώρι της συγγραφέως. Εκεί, θα ανακαλύψει το παγωμένο κορμί της παιδικής της φίλης Άλεξ, για την ακρίβεια θα είναι εκείνη που θα την βρει νεκρή σαν “παγωμένη πριγκίπισσα” στην μπανιέρα, ενώ ταυτόχρονα με το αινιγματικό, ζοφερό παρόν, θα αναγκαστεί να ξαναδιαβάσει ένα τελικά άγνωστο και αδιευκρίνιστο παρελθόν.

Εγκληματικά οικογενειακά μυστικά, σιωπή που κόβει και καίει σαν πάγος, σε μια περίκλειστη κοινωνία όπου τίποτα δεν είναι εκείνο που προσποιείται ή φαίνεται.

Στην τοιχογραφία της, ένας ταλαντούχος αλκοολικός ζωγράφος, σωστό ναυάγιο, που κρατά το κλειδιά του παρελθόντος όπως και το κλειδί του σπιτιού στο πατάκι:

Ένα βρομιάρικο ναυάγιο αλλά με ένα απίστευτο ταλέντο πίσω από εκείνη τη λερή του όψη. Είχε αναρωτηθεί αναρίθμητες φορές πού θα είχαν καταλήξει τα πράγματα αν είχε κάνει άλλη επιλογή εκείνη την ημέρα. Κάθε μέρα επί είκοσι πέντε χρόνια αναρωτιόταν πώς θα ήταν η ζωή αν είχε χειριστεί το θέμα διαφορετικά”.

Εκείνο το “πώς θα ήταν η ζωή αν είχαν χειριστεί το θέμα” οι πρωταγωνιστές του δράματος “διαφορετικά”, θα κυριαρχεί σε όλη την ιστορία και θα καίει σαν ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο.

Γονείς, αδέλφια, φίλοι και γείτονες σαν γραμμές που εφάπτονται μέσα στον χρόνο ξανά και ξανά, επανατοποθετούνται στα γεγονότα και τα αναπλάθουν μέχρι την τελευταία σελίδα.

Οι φωτογραφίες από την εποχή της αθωότητας και βουβές στην αρχή “Εκείνο το αγόρι στις φωτογραφίες είχε την τύχη να μην ξέρει τι το περίμενε”, στην διαδρομή γίνονται θηλιά στον καθένα που πνίγει:

Ένα λαμπατέρ που πέφτει, μια κουρτίνα που ανεμίζει. Μεικτά τυχαία συμβάντα που συμπίπτουν και κάνουν τη μεγάλη σύμπτωση. Μετά, μπορεί να σχηματίσει κανείς την εντύπωση ότι είναι καθαρά θέλημα Θεού που τα δυστυχήματα συμβαίνουν σε ανθρώπους που τα αξίζουν”.

Η δεξιοτεχνία της συγγραφέως βρίσκεται στην ανατομία της οικογένειας και η αφηγηματική της δεινότητα στο ψυχρό και ψύχραιμο παρασκήνιο, οι ήρωές της, τις αλήθειες και τα δεινά περισσότερο τα υπαινίσσονται, παρά τα δηλώνουν.

Ο περιβάλλων χώρος περιγράφεται με ατμοσφαιρικότητα και συνεργεί στο σασπένς, οι χαρακτήρες αντιφατικοί μας υπενθυμίζουν αυτό που ήδη γνωρίζουμε, ότι κανείς μας δεν είναι μοναχά άσπρο- μαύρο.

Η ευτυχία της πριγκίπισσας- Άλεξ θα αποδειχθεί εν τέλει πλασματική, η συγγραφέας θα μάθει εκ των υστέρων ποιο μυστικό διέλυσε- την- τότε- φιλία, ο δολοφόνος και ο εραστής φυσικά δεν θα είναι αυτοί που έχεις υποψιαστεί στην αρχή και η αγία οικογένεια θα συνεχίσει μέχρι το τέλος να κουκουλώνει σε βάρος των απογόνων, την ανομία.

Ένα κοινωνικό και υπαρξιακό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή, μια ανατομία της οικογενειακής ζωής που ενίοτε προξενεί και τρόμο. Οι λάθος επιλογές που στιγματίζουν τελικά μια ζωή. Και το μυστήριο της γραφής που φωτίζει εμμονές, μυστικά, παρελθόν και νικάει τον χρόνο.

Ο ιεροκήρυκας” και τα “Οικογενειακά μυστικά” που εκδοτικά όλα δείχνουν να ακολουθούν, αφορούν επίσης τον οικογενειακό πυρήνα- μικρόκοσμο, διαδραματίζονται επίσης στη Φιελμπάκα και έχουν την συγγραφέα Ερίκα Φολκ για κεντρική ηρωίδα.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΗΣ:

Η Καμίλα Λέκμπεργκ γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1974 και μεγάλωσε στη Φιελμπάκα, ένα ψαροχώρι, 140 χλμ. περίπου από το Γέτεμποργκ. Στη Φιελμπάκα εκτυλίσσονται και όλες οι ιστορίες των βιβλίων της.

Από παιδί ήθελε να γίνει συγγραφέας. Μόλις έντεκα χρονών είχε διαβάσει όλα τα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Γέτεμποργκ και εργάστηκε ως οικονομολόγος για μερικά χρόνια στη Στοκχόλμη.

Ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής, το οποίο παρακολούθησε στη Στοκχόλμη, στάθηκε η αφορμή για να αλλάξει την καριέρα της. Τότε ξεκίνησε να γράφει και το πρώτο της βιβλίο “Η παγωμένη πριγκίπισσα”, το οποίο κυκλοφόρησε το 2003 στη Σουηδία, όταν η Καμίλα ήταν 29 χρονών.

Τρία χρόνια αργότερα τα βιβλία της πολλά υποσχόμενης σειράς, με πρωταγωνιστές τη συγγραφέα Ερίκα- το alter ego της Καμίλα- και τον αστυνομικό Πάτρικ, φιγουράρουν στις λίστες των μπεστ σέλλερ. Σήμερα τα βιβλία της έχουν πουλήσει πάνω από 7.000.000 αντίτυπα και έχουν εκδοθεί σε περισσότερες από 30 χώρες. Ζει σε ένα προάστιο της Στοκχόλμης με τον σύζυγό της και τα τρία της παιδιά.

12/4/11

“Αγαπημένη μου μητέρα, Δεν ξέρω, κάποιον θα βρεις να σου διαβάσει το γράμμα μου...”

επειδή η ζωή, είναι εδώ.


ΓΛΥΚΙΑ- ΞΙΝΗ ΖΩΗ, ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ...” του Χρήστου Δακτυλίδη. Εκδ. “Άγκυρα”, σελ. 310, € 15


Εάν είχε βγει λίγα χρόνια πριν, η εποχή της ευδαιμονίας ίσως μας έκανε να το κρίνουμε ζοφερό, η ζωή μας όλη μια έτοιμη να εκραγεί ψεύτικη φούσκα. Επί των ημερών μας, όμως, το μυθιστόρημα του Χρήστου Δακτυλίδη μπορεί και να αποτελέσει έναν μπούσουλα, μια υγιή μεθοδολογία ζωής, υπενθυμίζοντάς μας αξιακά όλα όσα είχαμε και ξαφνικά από λάθος υπολογισμούς όλοι μας χάσαμε.

Γλυκιά- ξινή ζωή, αβάσταχτη...” ο τίτλος στο βιβλίο του Χρήστου Δαχτυλίδη και στις σελίδες του ατμοσφαιρικά, σπαρταριστά κι ανάγλυφα, το μυθιστόρημα της ίδιας μας της ζωής. Ξεκινώντας από ένα κομβικό σημείο, - ο Γιώργης, ο αδελφός του αφηγητή αρρωσταίνει,- διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου σε ένα καράβι και μέσα στην ίδια διαδρομή χωρά μια ζωή, η ιστορία μιας δύσκολης αλλά γόνιμης πεντηκονταετίας, ένα παλίμψηστο κοινωνικής και πολιτικής πρακτικής, τακτικής.

Σε ένα σπίτι στο λόφο, σε ένα χωριό της Σπάρτης, μέσα από τα ολοκάθαρα ακόμα μάτια ενός παιδιού, ξεδιπλώνεται η έκπληξη, η αποκάλυψη, το παιχνίδι, η φύση, η πείνα, ο έρωτας, η φτώχεια και η ανέχεια, ο πόλεμος, η Κατοχή.

Η ζωή και ο θάνατος, τα παιχνίδια με τις χειροβομβίδες, η εποχή της αθωότητας και το σκίρτημα στο κατώφλι της εφηβείας και της ενήλικης ζωής. Τα κοινωνικά φρονήματα και η εξορία του πατέρα, η σκληρή αυτοθυσιαστική ζωή της μητέρας, η εκποίηση της προίκας, η ζοφερή καθημερινότητα και η υπερηφάνεια, ο τύφος, η απώλεια, το όνειρο της Αθήνας, οι ελπίδες για μια καινούργια ζωή.

Με αφηγηματικά αποκαλυπτικό τρόπο, λιτό και άμεσο, που κατορθώνει μιλώντας απλά να δημιουργεί εικόνες και συναισθήματα, μας ξαναμαθαίνει την ξεχασμένη τέχνη της όντως ζωής.

Η ζωή ήταν αλλού”, έτσι όπως ζούσαμε. Ο Δαχτυλίδης μας ανοίγει τον παιδικό του παράδεισο κι επαναφέρει μια ξεχασμένη γεμάτη συναισθήματα και αλήθειες Εδέμ στη ζωή. Σε ένα βιβλίο σχεδόν νεκραναστάσιμο, ο αναγνώστης του ως παιδί αντικρίζει αλλιώς, διαφορετικά, τη ζωή:

Έκλαιγα, έκλαιγα, για τον Βασίλη που μας έφυγε, για τον Γιώργη που θα χάσω σε λίγο, για τη μάνα που όλο δουλεύει, για όλη τη ζωή μας την άχαρη που είναι γεμάτη φτώχεια και δυστυχία, για τον Βασίλη μου που έχασα και που δεν θα πάμε ποτέ ξανά μαζί για ψάρεμα...”

Το γέλιο διαδέχεται διαρκώς το κλάμα, αυτό που δεν εκλείπει ποτέ όμως είναι η αγάπη και ο-ένας-για-τον-άλλον, αυτό το μαζί! Παρ' ότι οι συνθήκες χωρίζουν ζευγάρια, αδέλφια, οικογένεια, η σκέψη του ενός για τον άλλον, κι όταν βρεθούν – σα να μην πέρασε ημέρα- ξαναρχίζουν όλα ξανά και ξανά, απ' την αρχή:

Κατάλαβα ότι είχε περάσει κι αυτός μόνος εδώ πολλά. Τον πόλεμο, την κατοχή και την πείνα, την εξορία και ποιος ξέρει πόσα άλλα. Γιατί ήθελα να τον βρω όπως τον θυμόμουν;”

Από τις ποιητικότερες και σπαρακτικότερες στιγμές της αφήγησης, τα γράμματα του αφηγητή στην μητέρα:

Αγαπημένη μου μητέρα,

Δεν ξέρω, κάποιον θα βρεις να σου διαβάσει το γράμμα μου. Επιτέλους, ήρθα και στην Αθήνα! Επιτέλους, ξαναβρήκα πάλι τον πατέρα και τον Γιώργη μας! Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι χαρά ένιωσα όταν αντίκρισα τον πατέρα και μετά τον Γιώργη μας...”

Κι η πείνα, οι νεκροί, οι κουκουλοφόροι, από τις πιο μελανές, αλλά ο άνθρωπος εντέλει διαθέτει μεγάλη αντοχή.

Ο Ευρώτας κι η φύση, αιώνια πηγή δύναμης και ζωής.

Το μπορντέλο στη μέση του πουθενά, η εφηβεία που σκάει σαν μπουμπούκι στον ήλιο, αυθόρμητο γέλιο, ποτέ στη ζωή δεν είναι όλα άσπρο και μαύρο, είναι θέμα οπτικής, αντοχής. Κι ο Χρήστος Δακτυλίδης επειδή το γνωρίζει, μας το προσφέρει απλόχερα και γενναιόδωρα, συλλαβίζει για μας στο κατώφλι μιας ενδεχόμενης απώλειας το μεγάλο τελικό θεικό δώρο που είναι η ζωή, η κάθε ζωή. Εξάλλου, όλα είναι εδώ, κι ο χρόνος, ρόδα τελικά και γυρίζει, το γέλιο περιμένει το δάκρυ, το φως θα διαδεχθεί το σκοτάδι, κι η φύση, οι φίλοι, η αγάπη, η καλοσύνη, τα βασικά, θα είναι πάντοτε εκεί.

Διότι ό,τι αξίζει, ούτε πουλιέται ούτε αγοράζεται, υπάρχει μονάχα για να προσφέρεται, κι ο Δακτυλίδης βρίσκεται εδώ για να μας το πει, να μας το ξαναπεί, μήπως και ξαναπάρουμε το χαμένο μας νήμα ξανά απ' την αρχή.

Ένα κομμάτι ζωής γλυκόπικρο που γίνεται βιβλίο και περικλείει όλους τους χυμούς του χρόνου, του χώρου, μιας εποχής, της ανθρώπινης ψυχής...

Και ναι, στο φινάλε η ανθρωπότητα έχει περάσει και πιο δύσκολα, κι όχι μονάχα επέζησε, αλλά ανακάλυψε και όσα χάσαμε στη ευμάρεια εμείς!

Ο Κώστας Μουρσελάς στον απόλυτο τελικά πρόλογό του, υπογραμμίζει -αφαιρώντας μάσκες και προσωπεία- το σπαρταριστό πρόσωπο της ζωής, υπενθυμίζοντάς μας ό,τι το κάθε τι είναι πολιτικό και ο Θεός στο ελάχιστο, φτάνει αυτό το ελάχιστο να είναι, τελικά, και αληθινό: “Κι από κοντά να μου βγει μια άλλη αλήθεια- κάτι σαν απάντηση- ότι με λίγη αγάπη, μ' έναν καφέ, μια κουβέντα μ' ένα φίλο, με το κορίτσι του, με το αγόρι σου, με δυο- τρία πράγματα, ένα κρασάκι, μια ελιά κι ένα τυράκι, σου φτάνουν να ξεχάσεις πίκρες και καημούς και να παραδεχθείς ότι έστω κι έτσι, άξιζε τον κόπο, άξιζε το τίμημα που πλήρωσες, ότι κι έτσι μπορεί κάποτε να φτάσεις ακόμα και στη βασιλεία των ουρανών”.

Κι εγώ αυτή τη βασιλεία των ουρανών σ' αυτό το κτήριο εδώ την έχω βιώσει. Την έχω ζήσει ένα καλοκαίρι στην Πάρο, μαζί με την Δέσποινα, τον Χρήστο και με τον Κώστα, την βασιλεία των ουρανών.

Να είστε καλά, σας ευχαριστώ!



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:


Ο Χρήστος Δακτυλίδης, γεννήθηκε στη Σπάρτη. Σπούδασε ηθοποιός στη δραματική σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν.

Εργάστηκε στο Θέατρο Τέχνης και για πολλά χρόνια στο ελεύθερο Θέατρο καθώς και στο Εθνικό.

Επίσης, πήρε μέρος σε πολλές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες.

Το “Γλυκιά- ξινή ζωή, αβάσταχτη...” είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.


Από την χθεσινή παρουσίαση στον Πολυχώρο της Άγκυρας. Αφιερωμένο στον Κώστα τον Μουρσελά που έχω τόσους πολλούς λόγους να αγαπώ, γιατί μου επιτρέπει πάνω απ' όλα, να τον εκτιμάω.

ελ.



11/4/11

“Ποια Ρόζα είμαι τελικά;”


ΦΕΥΓΩ” της Κώστιας Κοντολέων. Εκδ. “Ψυχογιός”, σελ. 177, € 12.20


Θέλω... να βρω το κουράγιο να φύγω από τον Φλάβιο. Θέλω... να βρω το θάρρος να κάνω το ταξίδι που θα με φέρει πιο κοντά στον Νικόλα. Θέλω... να διαγράψω το παρελθόν μου, να αδιαφορίσω για το μέλλον μου, να ζήσω μόνο το παρόν μου.

Να φύγω θέλω!”

Με τον, αν και σαφή, εν τέλει, παραπλανητικό τίτλο “Φεύγω”, η συγγραφέας και μεταφράστρια Κώστια Κοντολέων, στο καινούργιο της μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στην καινούργια λογοτεχνική σειρά των εκδόσεων “Ψυχογιός”, υπογράφει ένα σχεδόν αρχετυπικό γυναικείο πρόσωπο- ρόλο.

Στις σελίδες του, η Ρόζα σε πρώτο και τρίτο πρόσωπο, εξομολογητική άλλοτε, γεμάτη ενοχές αλλά και βαθιές, παθιασμένες επιθυμίες, κι άλλοτε καθωσπρέπει, συνετή και τριτοπρόσωπη, ενώνει τους εαυτούς τους και περνοδιαβαίνει στους άλλους και στον χρόνο.

Θέλει να μείνει κοντά του μα και να φύγει μακριά του.

Θέλει... Τι ακριβώς θέλει η Ρόζα;”

Αναζητώντας την πιο βαθιά της επιθυμία, τον εαυτό που αγνοεί μα ωστόσο στην ανικανοποίητή της τάση για φυγή, διαρκώς εν τούτοις, τον κουβαλάει.

Κόρη γιατρού ήταν κι έπρεπε να δίνει το καλό παράδειγμα, να γυρνάει πριν από τις εννιά το βράδυ στο σπίτι, γιατί έτσι έκαναν τα καλά και ηθικά κορίτσια, αργά στους δρόμους γυρνάνε μόνο κάτι ξετσίπωτες ελευθερίων ηθών, ήταν η μόνιμη επωδός της μάνας της”...

Ξεδιπλώνοντας τη ζωή σχεδόν από την αρχή που άρχισε να κατανοεί την διχασμένη, φιλελεύθερή της ύπαρξη, πηγαινοέρχεται ανάμεσα στην όντως Ρόζα και στη Ρόζα των άλλων:

Δεν έμαθαν ποτέ το διχασμό της σε δυο προσωπικότητες που αντιμάχονταν η μια την άλλη”. Βιώνοντας έναν διαρκές προσωπικό της αθέατο πόλεμο, αποτυγχάνει στις σπουδές, εξάλλου, κι αυτές υπήρξαν επιθυμία των άλλων, ερωτεύεται και εμπιστεύεται και πάλι τον εαυτό της ολόκληρο και την

ερωτική αγωγή της” στον Φλάβιο, που είναι εξαπατητικά η επανάστάση της στους άλλους. Ζωγράφος, ό,τι δεν θα ήθελε το μεσοαστικό σπίτι της. Εκείνη που υπήρξε συνάμα και η άλλη, “συνετή και υπάκουη Ρόζα, εκείνη που ήταν το καμάρι των γονιών της”. Μπαινοβγαίνοντας στην όντως Ρόζα και στη σκιά, που ποτέ της δεν εγκατάλειψε. Στήνοντας παιχνίδια και στον ίδιο τον εαυτό της, εξάλλου σε μας είναι που λέμε πάντα, το μεγαλύτερο ψέμα.

Με οξυδερκή και άκρως εικαστική δομή, όπως ταιριάζει στη ζωή που ολοκληρώνεται όταν γίνεται τέχνη και στον δημιουργό ήρωά της που καταδυναστεύει με την ασφυκτική του αγάπη την Ρόζα, η Κώστια Κοντολέων, χωρίζει την ιστορία της σε πέντε κεφάλαια – πίνακες: Η Ρόζα ερωτευμένη (κάρβουνο), Η Ρόζα παντρεμένη (ακουαρέλα), Η Ρόζα μόνη (λάδι), Η Ρόζα κι εγώ (γλυπτό από σίδερο, πέτρα κι οστά, που ΑΝΗΚΕΙ. Και εντέλει Η Ρόζα φεύγει.

Με ύφος άλλοτε ονειρικό, εξομολογητικό και ποιητικό, στα πρωτοπρόσωπα κεφάλαια όπου η Ρόζα, επιθυμεί, παθιάζεται, προσπαθεί, θέλει να φύγει, εγκλωβίζεται κι αμφιβάλλει, κι άλλοτε ρεαλιστικό με θεατρικούς διαλόγους και ψυχαναλυτικούς χαρακτήρες, η συγγραφέας “παίζει” με την φυγή, τολμά, θέλει την ηρωίδα της να πηγαινοέρχεται, να αγγίζει τα όριά της, να αμφισβητεί, να στήνει παιχνίδια στην ίδια της τη ζωή, ναι να μπερδεύει την επανάσταση με την υποταγή, την εντροπία με την μανία της για φυγή, σε κεντρομόλο κίνηση αλλά και φυγόκεντρη διαρκώς αντιφατική, γλυπτό να γίνεται στην σκηνοθετική μανία του Φλάβιο.

Φυσικά, όλα αυτά καθόλου... αβρόχοις ποσί:

Η Ρόζα ξαφνικά σκιρτά. Κατανοεί το παιχνίδι που ο ίδιος της ο εαυτός την είχε κάνει να παίζει εδώ και μήνες...

Ναι, ήταν σχεδόν σίγουρη πως ο Νικόλας θα γινόταν το άλλοθί της για το ξεστράτισμα- παροδικό ή μόνιμο;- από την καταθλιπτική ατμόσφαιρα του σπιτιού της. Η απαρχή μας παρτίδας για δύο συν έναν παίχτες, με άγνωστη διάρκεια, αμφίρροπη εξέλιξη, απώλειες ή κέρδη”...

Τα ιντερμέδια, εμμονικά και φυσικά, διαρκή:

Έφευγε από τον Φλάβιο- έφευγε;- για να γυρίσει στον Νικόλα- γυρνούσε;”

Οι αμφιβολίες και η εσωτερική αναζήτηση, όμοια, σε κάθε στιγμή:

Ποια Ρόζα είμαι τελικά; Αυτή που φώναζε στο λεωφορείο για το Καρπενήσι “Αφήστε με να κατέβω” ή η άλλη, που απαιτούσε να μείνω και να επιστρέψω στον Φλάβιο;

Μια τρίτη Ρόζα, που δεν μπορεί ή δε θέλει να βάλει όρια στη ζωή της;”

Η Κώστια Κοντολέων, κατορθώνει, τελικά, να υπογράψει ένα υποδειγματικό μυθιστόρημα για την αλήθεια και την ψευδαίσθηση του έρωτα, αλλά πάνω απ' όλα για την αντιφατική γυναικεία φύση, για τα προσωπεία και το πρόσωπο που φορτώνεται μια γυναίκα από παιδί, για την ελευθερία που είναι κατάσταση εσωτερική και γι' αυτό τόσο δύσκολα κατακτιέται από τους πάντες.

Το αποτέλεσμα, η αιώνια γυναικεία κραυγή. Να μην ανήκει αλλά να διεκδικεί συνεχώς η ίδια την ίδια της τη ζωή και ο έρωτας που είναι κατάκτηση ολοκληρωτική, η ζωή και το ερωτικό πάθος που γίνεται τέχνη.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:


Η Κώστια Κοντολέων είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.

Έχει γράψει πέντε βιβλία:

Τα χρόνια του δράκου”, Ρόπτρον, 1989

Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη”, Πατάκης, 1999

Το χάρτινο σπέρμα”, Πατάκης, 199

Το κίτρινο φουστάνι”, Πατάκης, 2000.

Το “Φεύγω” είναι το τέταρτο μυθιστόρημά της και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Ψυχογιός”.

Έχει μεταφράσει περισσότερα από πενήντα βιβλία, μεταξύ των οποίων έργα των: Τζόις Κάρολ Όουτς, Φίλιπ Πούλμαν, Τόμας Σάβατζ, Ρόαλντ Νταλ, Μάρκους Ζούσακ, Ρόμπερτ Κόρμιερ, Πένελοπ Φιτζέραλντ, Ρ.Κ.Νάραγιαν, Μάγια Αγγέλου, Μέλβιν Μπέρτζες κ.α.

Έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία' ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 1992 και η διπλή αναγραφή της στον Τιμητικό Πίνακα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ).


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής


YΓ. "Από διακριτικότητα έχασα τη ζωή μου", Γούντι Άλεν και τον θυμήθηκε η Μάρω εχθές. Από δειλία (πες το και... διακριτικότητα) θα έχανα τον μοναδικό άνθρωπο που εμπιστεύομαι όσον αφορά τα βιβλία. Στα χέρια του οι ιστορίες δεν πεθαίνουν ποτέ. Καμιά φορά, καλόν είναι να βρίσκουμε το κουράγιο για να εξηγηθούμε, όχι τίποτε άλλο για να μη θρηνούμε εκ των υστέρων, ιστορίες, διαδρομές...

4/4/11

Δεν θα φοβόμαστε κανένα. Σύμφωνοι;

ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΑΩ ΠΙΑ” του Θανάση Χειμωνά. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 120, € 9


Λιτός, κοφτός, σαφής, υπαινικτικός μέσα στην φαινομενική απλότητά του, βαθιά υπαρξιακός, ο συγγραφέας Θανάσης Χειμωνάς στο καινούργιο του μυθιστόρημα αναζητά τις ρίζες της ερωτικής εμμονής, ακολουθώντας σχεδόν κινηματογραφικά μια απολύτως σύγχρονη ερωτική ιστορία.

Το σκηνικό, αναγνωρίσιμο και καθημερινό. Η Νικόλ, μετά από οκτώ χρόνια απουσίας, και “έτσι ξαφνικά”, επιστρέφει στην Αθήνα από τη Γαλλία.

Στο φέις μπουκ, σε μια επαφή ψευδαισθησιακά υπαρκτή και με το “έτσι θέλω” ειδοποιεί τον Γιάννη που παραμένει στην σχέση αμετακίνητος και ακίνητος, φυσικά και στην Αθήνα.

Παντοτινός υπήκοος, συνεχίζει να την υπηρετεί. Πηγαίνει στο αεροδρόμιο, την ακολουθεί σε κάθε της βήμα, υποστηρίζει τις ερωτικές της επιλογές, της δίνει χώρο, χρόνο, βήμα. Με αντάλλαγμα, την γνωστή μεγάλη φυλακή των εραστών. Ενώ ταυτόχρονα παίζει εκών άκων με την φωτιά, της γνωρίζει τον φίλο του Θοδωρή. Η “Μήδεια” παράσταση γνωριμίας αλλά και κομβικό σημείο, καθοριστική, σκιαγραφεί τη σχέση του πάθους σε συνάρτηση της σχέσης με την Μητέρα.

Έτσι ο Γιάννης και παρότι αυτή η επιστροφή τον είχε βρει αν και ελεύθερο αλλά εν τούτοις σαν ανεπούλωτη πληγή- “Ήξερε ότι ήταν καλά, ότι δεν ήταν παντρεμένος, ότι δεν αγαπούσε καμία, ότι ζούσε μόνος” θα επιστρέψει στην παλιά ερωτική δίνη:

Η καρδιά του χτυπούσε σαν παιδιού που φοβάται μη χάσει τη μαμά του”. Το τραγούδι του Δήμου Μούτση, εξάλλου, υποδεικνύει τον.. ένοχο απ' την αρχή: “Για όλα φταίνε οι γκόμενες”.

Μια ιστορία φαινομενικά γραμμική, όλα διαδραματίζονται αρχικά στην Αθήνα και ένα καλοκαίρι. Οι διάλογοι εν δυνάμει θεατρικοί, “Όχι για πάντα. Θα γυρίσουμε πίσω. Θα παντρευτούμε. Θα κάνουμε πολλά παιδιά. Θα κυκλοφορούμε ανάμεσα στον κόσμο. Δεν θα φοβόμαστε κανέναν. Σύμφωνοι;”

Σύμφωνοι”, είπε η Νικόλ.

Μια ιψενική ιστορία που αποδεικνύει ότι όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός ή η ζωή γελά. Πόσο μάλλον ο προδομένος εραστής.

Οι ήρωες, σχεδόν πεντάρφανοι κι οι τρεις. Η Νικόλ, εξάλλου, θα το αποδεχθεί: “Κανέναν. Δεν έχω λεφτά, δεν έχω σπίτι, δεν έχω συγγενείς και φίλους. Ήρθα σε σένα έτσι όπως ήμουν. Γυμνή. Κάνε με ό,τι θες. Σ' αγαπώ”.

Δεν τα ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα από την Ελλάδα. Μόνο τον Γιάννη. Αυτός τα σκέπασε όλα”.

Η συνέχεια, σε χρόνο σαν τον δικό μας “σήμερα”, που τους ξεπερνά: Η Νικόλ, ερωτικό αντικείμενο για τον Θοδωρή, η Νικόλ διακοπές στο νησί, η Νικόλ στο χωριό του με τους γονείς, η Νικόλ... Και συμφώνως με τις δηλώσεις του Γιάννη “Φίλε, η Νικόλ έχει τελειώσει για μένα”.

Οι δηλώσεις που αποδεικνύουν και το αντιθέτό τους, για μια ζωή. Όπως εκείνη η αρχική που χαρίζει τον τίτλο και στο βιβλίο: “Δεν την αγαπάω πια”.

Ο επίλογος, σε δυο επίπεδα, αυτό που φαίνεται, το σχεδόν μη υπάρχον “Δουλειά σου εσύ. Έχω καινούργια πιστωτική. Είπαμε, απόψε κερνάω”, όσον αφορά την φιλία και την οικονομική κατάσταση- επιλογή. Και ο αεί υπάρχων, η ψυχούλα μας δηλαδή και η όντως ζωή: “Πού θα πήγαινε; Πουθενά. Δεν είχε να πάει πουθενά. Όλοι οι δρόμοι ήταν κλειστοί....”

Όλοι οι δρόμοι”, οι ίδιοι δρόμοι, σαν την καβαφική Πόλη, ήταν
κλειστοί απ' την αρχή.

Ένα απολύτως σύγχρονο μυθιστόρημα, αμείλικτος καθρέφτης του σύγχρονου ανθρώπου, της εποχής. Οι λέξεις, ελάχιστες, σαν τα αισθήματα. Σχεδόν, μαύρο – άσπρο. Σ' αγαπώ, δεν σ' αγαπώ. Με πονάς, σε πονώ.... Και το πεπρωμένο, κι εκείνο λιτό, σχεδόν λευκό, έρμαιο της στιγμής και του τυχαίου. Εάν ο Γιάννης δεν της είχε γνωρίσει τον Θοδωρή... Εάν η Νικόλ δεν είχε επιστρέψει... Εάν η Νικόλ δεν είχε ακολουθήσει τον Θοδωρή... Επειδή σ' αυτό τον απολύτως εφήμερο κόσμο, όλα θα μπορούσαν να έχουν ή να μην έχουν συμβεί.

Κι ο έρωτας που είναι παραγέμισμα στο κενό, και στις ακραίες του εκφάνσεις, αυτοκαταστροφή.

Η λύση του δράματος, η διαθήκη του πατέρα. Που του καθόρισε την επιβίωση, τον άρτον τον επιούσιον και τελικά την ίδια του αυτή καθ' αυτή την ζωή.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

Ο Θανάσης Χειμωνάς γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία και Κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και Δημοσιογραφία στο Λονδίνο.

Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με δύο διηγήματα στην εφημερίδα “Τα Νέα” - το πρώτο από τα οποία εντάχθηκε στη συλλογή διηγημάτων “Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο” (εκδ. “Κέδρος”, 1997).

Το “Δεν την αγαπάω πια” (Εκδ. Πατάκη, 2010), είναι το έκτο του μυθιστόρημα.

Προηγήθηκαν τα: “Ραμόν” (Εκδ. Κέδρος, 1998),

Σπασμένα ελληνικά” (Εκδ. Κέδρος, 2000),

Ανεξιχνίαστη ψυχή” (Εκδ. Πατάκη, 2003),

Μπλε ώρα” (Εκδ. Πατάκη, 2005),

Ραγδαία Επιδείνωση” (Εκδ. Πατάκη, 2008).

Τον Μάιο του 2002 το “Ραμόν” εκδόθηκε στη Γαλλία και από τις εκδ. “Alter Edit”, ενώ τον Μάρτιο του 2003 ακολούθησαν τα “Σπασμένα ελληνικά”.


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

1/4/11

Ένα από τα αγαπημένα της παιχνίδια



Του Δημήτρη Καρύδα


Η ’’Αιώνια επιστροφή’’, το καινούργιο βιβλίο της Ελένης Γκίκα, θα μπορούσε κάλλιστα για εντελώς διαφορετικούς λόγους να τιτλοφορείται μονολεκτικά: Μεταστροφή. Για όσους έχουν εντρυφήσει στις δουλειές της Ελένης Γκίκα (όσο και αν αυτό είναι πρακτικά δύσκολο λόγω του όγκου δημιουργίας της) η Αιώνια Επιστροφή αποτελεί μια μικρή αλλά εντυπωσιακή έκπληξη. Είναι ουσιαστικά το πρώτο ’’εξωστρεφές’’ βιβλίο της δημιουργού με θέμα την τρομοκρατία. Θέμα ασυνήθιστο για τα δεδομένα της Γκίκα που καταπιάνεται με την τρομοκρατία, όχι μόνο με τη μορφή που τη γνωρίζουμε από τα δελτία ειδήσεων και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αλλά κυρίως με τη συναισθηματική-ερωτική τρομοκρατία. Με σχέσεις που ακροβατούν στα όρια (αν δεν τα ξεπερνάνε σε πολλές περιπτώσεις) η Γκίκα ασυνήθιστα τολμηρή για την θεματολογία της μοιάζει να εγκαινιάζει μια καινούργια περίοδο δημιουργίας, χωρίς παράλληλα να διστάζει μπροστά στο συγγραφικό μονοπάτι που επέλεξε αυτή τη φορά. Οι φόβοι, τα άγχη, τα πρόσωπα ’’μάσκες’’ ή οι μάσκες πίσω από τα πρόσωπα, ο εντός μας κόσμος ήταν πάντοτε η αγαπημένη θεματολογία της Ελένης. Δεν την προδίδει ούτε αυτή τη φορά μόνο που αλλάζει εντυπωσιακά τη μανιέρα του κειμένου της. Ακόμη και το όχι πρωτότυπο αλλά εξαιρετικά επιτυχημένο στη χρήση του εύρημα της αντίστροφης αφήγησης, με τη γραμμή του χρόνου και των γεγονότων να μετράει αντίστροφα. Οι απόντες που γίνονται παρόντες, ζουν σε ενεστώτα χρόνο, μέσα από σημάδια και μύχιες επιθυμίες. Η Γκίκα παίζει ένα από τα αγαπημένα της παιχνίδια αφού προσδοκίες και ημιτελείς σχέσεις αποτελούν ουσιαστικά την αφορμή για να διηγηθεί μια διαφορετική ιστορία, να αναδομήσει τους ήρωες της αλλά και να μας παρουσιάσει ένα τέλειο ψυχογράφημα. Διότι σε κάθε περίπτωση όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από την έκφραση ενός τρομοκρατικού υποσυνείδητου. Και τούτη τη φορά στη γραφή της Ελένης όλα είναι εκεί, φανερά, ηχηρά και όχι υποδόρια, χαμηλόφωνα. Τουλάχιστον για όσους διαβάσουν μια φορά το βιβλίο. Εκείνοι που θα αποκτήσουν την πολυτέλεια της δεύτερης ανάγνωσης θα δουν ένα νέο κόσμο να ξεπετάγεται επιμελώς κρυμμένο σε όσους απλά διαβάζουν και δεν εμβαθύνουν. Η Γκίκα δεν ήταν ποτέ εύκολη ’’μασημένη τροφή’’ για τον αναγνώστη της. Είναι εδώ πάντως και αυτή τη φορά και τα συναντάμε όπως σε κάθε ένα από τα προηγούμενα βιβλία της: Ο ποιητικός λόγος και οι λογοτεχνικές επιρροές είναι πάντοτε στην πρώτη γραμμή μόνο που αυτή τη φορά δένουν αρμονικά και με την πλοκή ενός βιβλίου που χρειάζεται σίγουρα πάνω από μια ανάγνωση. Συστήνεται σε αφοσιωμένους αναγνώστες που έχουν μάθει να μελετάνε και να διαβάζουν και πίσω από τις γραμμές. Στη σκοτεινή πλευρά των ηρώων της Ελένης που καραδοκούν φόβοι, ερωτικά πάθη και φοβίες. Σαν ένα μουσικό κουτί που το ανοίγεις όχι για να καταλήξεις στο απόλυτο κενό αλλά στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.


Δημήτρης Καρύδας είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας


ΥΓ. Καλό κι ευλογημένο Απρίλη!

Μπα, η εσωστρέφεια αν είναι τρόπος γραφής ή είναι ή δεν είναι. Ε και μάλλον είναι... Και τρόπος... ζωής καμία φορά, από... κούνια.