31/7/08

Μα, αν δεν υπάρχει απάντηση?

Ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο για τους διαφορετικούς τύπους ευφυίας. Για «εκείνους» τους ευφυείς που καταλήγουν καμιά φορά, να μην έχουν «στον ήλιο μοίρα»…


«ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΡΟΔΕΡΕΡ» του Γκιγέρμο Μαρτίνες, Μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 137, τιμή: 16 ευρώ.

Συμπατριώτης και μελετητής του Μπόρχες, ο μαθηματικός συγγραφέας Γκιγέρμο Μαρτίνες αρέσκεται στους γρίφους, στο ανθρώπινο παράδοξο, στις αντιφάσεις των χαρακτήρων, στις σπαζοκεφαλιές.
Στην «Ακολουθία της Οξφόρδης» η οποία και τον έκανε γνωστό, διέθετε όλη αυτή τη μαεστρία της ζοφερής ατμόσφαιρας που τόσο καλά γνωρίζει, αρχαίες σέκτες μαθηματικών και αστυνομική πλοκή.
Το μυθιστόρημα «Σχετικά με τον Ροδέρερ», αν και αποτελεί πορτραίτο του Ροδέρερ, εντούτοις δεν στερείται μυστηρίου και πλοκής. Ούτε ζοφερής ατμόσφαιρας, βεβαίως ούτε και γρίφου.
Κεντρικό θέμα του, δυο έφηβοι και η μιζέρια της επαρχίας. Και το σασπένς του, δεν είναι άλλο από το συνεχές διανοητικό παιχνίδι των δυο, εφόσον και οι δυο τους είναι δυο νέοι σπάνιας ευφυίας.
Όλα αρχίζουν από μια σκληρή παρτίδα σκακιού. «Ο ηρωικός, σχεδόν υποτιμητικός τρόπος με τον οποίο τα μαύρα θυσιάζουν εξαρχής ό,τι πιο πολύτιμο σ’ ένα άνοιγμα- την κατοχή του κέντρου- με αντάλλαγμα ένα μακρινό και νεφελώδες πλεονέκτημα θέσης» του Ροδέρερ, με μια μέθοδο που ο αφηγητής και συμπρωταγωνιστής συμπαίκτης «φύλαγε ζηλότυπα» για το τουρνουά «και ξαφνικά, ενώπιον όλων, αυτός ο νεοφερμένος» τώρα την παίζει εναντίον του!
Η διαρκής αναμέτρηση, μετά. Στην τάξη, αλλά και εκτός τάξης.
Του Ροδέρερ η διαρκής αινιγματική συμπεριφορά. Ο «Φάουστ» του Γκαίτε και η «Ναυτία» του Σαρτρ. Τα βιβλία που κουβαλούσε στην αίθουσα διδασκαλίας και τα οποία ξεφύλλιζε αδιαφορώντας για τα μαθήματα προκλητικά. Η τεράστια βιβλιοθήκη στο εξίσου αινιγματικό σπίτι με εντός της ό,τι θα μπορούσε κάποιος να ονειρευτεί.
Η «Επιστήμη της Λογικής» του Χέγκελ και η «Θεία Κωμωδία» του Δάντη. Ο Ράγο, ο περίεργος καθηγητής. Και «οι δύο κύριοι τύποι ευφυίας», το κλειδί:
«Η πρώτη, είναι η αφομοιωτική. Η ευφυία που δρα σαν σφουγγάρι και απορροφά αμέσως ό,τι της προσφέρεται, που προχωράει με αυτοπεποίθηση και βρίσκει φυσικές, προφανείς τις σχέσεις και τις αναλογίες που άλλοι προηγουμένως έχουν καθορίσει, που είναι προσανατολισμένη σύμφωνα με τον κόσμο κι αισθάνεται στο στοιχείο της σε οποιοδήποτε τομέα της σκέψης». Η ευφυία, ακριβώς, του αφηγητή. «Η ευφυία που τα πάει καλύτερα με τη ζωή», «η ευφυία των λεγόμενων ταλαντούχων, ή ικανών, που ο κόσμος διαθέτει κατά χιλιάδες».
«Όσο για τον άλλο τύπο ευφυίας, πιο σπάνιος, πιο δυσεύρετος, είναι μια ευφυία που βρίσκει παράξενα και πολλές φορές εχθρικά τα πιο κοινά δεσμά της λογικής, τα πιο τετριμμένα επιχειρήματα, το γνωστό και αποδεδειγμένο. Τίποτα δεν είναι γι’ αυτήν «φυσικό», τίποτε δεν αφομοιώνει χωρίς να νιώσει ταυτόχρονα κάποια απόρριψη: ναι, είναι γραμμένο, παραπονιέται, κι όμως δεν είναι έτσι, δεν είν’ αυτό».
«Η ευφυία που διατρέχει τον κίνδυνο να περάσει για αβουλία ή για ηλιθιότητα. Την απειλούν κι αυτή δύο κίνδυνοι, πολύ πιο τρομεροί: η τρέλα και η αυτοκτονία. Πώς θ’ αντέξει αυτή την επίπονη διαμαρτυρία ενάντια σ’ όλα, αυτή την αίσθηση πως δεν ταιριάζει με τον κόσμο, αυτό το βλέμμα που δε διακρίνει παρά ανεπάρκεια κι αδυναμία στους δεσμούς που όλοι οι υπόλοιποι βρίσκουν αναγκαίους».
«Μερικοί τα καταφέρνουν ωστόσο, απ’ αυτούς. Και τότε ο κόσμος γίνεται μάρτυρας των πιο θαυμαστών αποκαλύψεων και ο εξορισμένος από τα πάντα διδάσκει στους ανθρώπους πώς να κοιτάζουν ξανά, πώς να κοιτάζουν με το δικό του τρόπο. Είναι λίγοι, πολύ λίγοι’ η ανθρωπότητα τους δέχεται άλλη μια φορά στην αγκάλη της και τους αποκαλεί με μεγαλοφυίες. Οι υπόλοιποι, αυτοί που μένουν στα μισά του δρόμου, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα».
Η ευφυία, ακριβώς, του Ροδέρερ. Με μάρτυρα ως το τέλος, μονάχα τον αφηγητή. Ο οποίος θα σπουδάσει Μαθηματικά με την προτροπή του, θα προκόψει «αφομοιώνοντας» ό,τι καλό έχει προηγηθεί. Για να τον βλέπει στις επιστροφές του να χάνεται μέσα στους συλλογισμούς και τα διαβάσματά του, να ασφυκτιά και να μη χωρά πουθενά: στο σχολείο, στο σπίτι, στην μικρή μίζερη πόλη, στον κόσμο… Να επιμένει πως βρήκε τη λύση σ’ ένα θεώρημα αμφισβητώντας την ανάλυση του αφηγητή.
Το τίμημα, που φαίνεται να πληρώνει αγογγύστως: «Αν κάτι ξέρω, είναι πως αυτό που μέχρι τώρα δεν αποκαλύφθηκε σε κανέναν δεν πρόκειται να το αποκτήσω παρά με κόστος μια ολόκληρη ζωή. Κι αυτό είναι που πληρώνω, μην αμφιβάλλεις, για να μάθω την απάντηση». Παρά την αντίδραση, τελικά, του αφηγητή: «Μα αν δεν υπάρχει απάντηση; Αν μπορούσε να αποδειχθεί, για παράδειγμα, πως η λύση βρίσκεται πέρα απ’ τα όρια της ανθρώπινης λογικής;»
Ποτέ δεν θα μάθουμε αυτή τη λύση. Εκείνο που θα απολαύσουμε είναι ένα διανοητικό παιχνίδι σαν αριστουργηματική παρτίδα σκακιού. Το πορτραίτο μιας μεγαλοφυίας που λαμπαδιάζει στο πουθενά μέσ’ τη μιζέρια, τους δυο τύπους της ευφυίας που καθορίζουν και στιγματίζουν κάθε ζωή και την ζωή.
Ένα διανοητικό, ατμοσφαιρικό θρίλερ με αινίγματα και υπαινικτικές λύσεις. Με το μαρτύριο και τις λυτρωτικές στιγμές του «ξεχωριστού», του «διαφορετικού». Με την δραματική έκβαση να μην απαντά, τελικά, σε κανένα ερώτημα, ο αφηγητής, εξάλλου, δεν είναι αφελής σε έναν ασαφή κόσμο να θέσει σαφείς ερωτήσεις.
Η ευφυία που είναι φως και φωτιά και για τον φέροντα, πολλές φορές, καταστροφική.
Γοητευτικό βιβλίο. Για όσους διακρίνουν αινίγματα κι αναζητούν – έστω ματαίως- τις λύσεις.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Γκιγέρμο Μαρτίνες γεννήθηκε στην Αργεντινή το 1962.
Σπούδασε Μαθηματικά στο Μπουένος Άιρες, όπου ζει από το 1985, με ένα διάλειμμα δύο ετών στην Οξφόρδη.
Το «Σχετικά με τον Ροδέρερ» (Acerca de Roderer, 1992) είναι το πρώτο μυθιστόρημά του, εξυμνήθηκε ομόφωνα από την κριτική στη χώρα του, κυκλοφόρησε στη συνέχεια στην Ισπανία και μεταφράστηκε στα αγγλικά, στα σερβικά και στα νορβηγικά.
Ακολούθησαν το «La mujer del maestro» (1998), καθώς και ένας τόμος δοκιμίων με τίτλο «Borges y la matematica» (2003).
Με την «Ακολουθία της Οξφόρδης» (2004, Εκδ. «Πατάκη», 2006) απέσπασε το ισπανικό βραβείο Planeta, ενώ το βιβλίο μεταφράστηκε σε 16 γλώσσες και μεταφέρθηκε το 2008 στον κινηματογράφο από τον Alex de la Iglesia, με πρωταγωνιστές τους Elijah Wood, John Hurt, Leonor Watling και Julie Cox.

28/7/08

Διαφορετικά θα χαθώ και θα είναι σα να μην έχει συμβεί...

«ΈΡΩΣ» του Helmut Krausser, Μετάφραση: Ευαγγελία Τόμπορη, Επιμέλεια μετάφρασης: Δημήτρης Αθηνάκης, Εκδ. «Ίνδικτος», σελ. 445, τιμή: 19 ευρώ.

«Θεώρησα, λανθασμένα, ότι εκείνη ήταν για μένα, μόνο για μένα προορισμένη, ότι το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να τη βρω και να την κρατήσω μαζί μου, ώστε να αποκατασταθεί επιτέλους η τάξη του κόσμου».
Και αυτό ακριβώς έκανε για μια ολόκληρη ζωή.
Ο Αλεξάντερ φον Μπρύκεν, αστός και πάμπλουτος, περνώντας κατ’ αρχάς «δια πυρός και σιδήρου»: Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αεροπορικές επιδρομές, αυτοκτονία γονέων, φυγάδευση, αμνησία, οικοτροφείο, ψυχιατρείο, επεισοδιακή επιστροφή…
Αλλά η εικόνα της Σόφι, που γνώρισε στο καταφύγιο τις νύχτες των βομβαρδισμών μέσα του, λες με πυρωμένο σίδηρο.
Η ιστορία αρχίζει απ’ το τέλος της.
Ο Αλεξάντερ φον Μπρύκεν γνωρίζει ότι πεθαίνει, και προσκαλεί στον πύργο του τον συγγραφέα που εκτιμά και του ζητά να γράψει την ιστορία του. Τον έρωτά του για τη Σόφι συγκεκριμένα, διότι εμμονοληπτικά είναι και το μοναδικό που αναγνωρίζει ως «ιστορία του». Και για να υπάρξει, θα πρέπει και να γραφτεί.
«Ήρθε ο καιρός να διασώσω κάτι. Όχι απαραίτητα τη ζωή μου, αλλά την ιστορία ενός έρωτα. Του έρωτά μου. Μέχρι τώρα δεν την έχω διηγηθεί, πρέπει όμως να τη διηγηθώ, διαφορετικά θα χαθώ και θα είναι σα να μην έχει συμβεί ποτέ. Θα ήθελα να γράψετε για μένα ένα βιβλίο. Ένα μυθιστόρημα».
Ένα μυθιστόρημα για έναν έρωτα, τον έρωτά του, «για να αποκατασταθεί επιτέλους η τάξη του κόσμου». Διότι όσο κι αν πλήρωσε, ό,τι κι αν έκανε (συγκέντρωσε για το χατίρι της έναν ολόκληρο ανθρώπινο στρατό, διακινδύνευσε να πάει στο Βερολίνο, την φυγάδευσε για να την σώσει, για να την δώσει, προκειμένου να την δει ευτυχισμένη, σε μιαν άλλη «φιλική αγκαλιά), όσο κι αν την προσέγγισε ως Αλεξάντερ αλλά και με την ταυτότητα ενός άλλου, οι συναντήσεις τους ήταν πάντοτε σε λάθος στιγμή. Όταν ο ένας πλησίαζε, ο άλλος, απομακρυνόταν. Όταν εκείνη ήταν ελεύθερη, απουσίαζε αυτός.
Για να βρεθεί κοντά της, ναύλωσε αεροπλάνα, αγόρασε σπίτια, οδήγησε… ταξί. Στεκόταν μονίμως εκεί να την κοιτά: να αγαπά έναν άλλον, να επαναστατεί, να πέφτει και να σηκώνεται, να εισχωρεί σε τρομοκρατική ομάδα, να κινδυνεύει, ν’ αλλάζει εύκολα αγκαλιές, να αναρωτιέται αν έχει η αγάπη ηθική. Να δουλεύει και να διαβάζει σαν τον τρελό και ν’ αρκείται στην αύρα της που αιωνίως λατρεύει.
Στο μεταξύ και ολόγυρα, η Ευρώπη φλέγεται. Η Γερμανία χάνει τον πόλεμο και ο φιλοναζιστής πατέρας του τη ζωή, η Γερμανία διχοτομείται, η νεολαία οργανώνεται και επαναστατεί, οι Μπήτλς γράφουν τη νέα μουσική, ο αιώνας αλλάζει πλευρό και μόνον ο Αλεξάντερ δεν δείχνει να το έχει καν αντιληφθεί.
Ο συγγραφέας αργεί, επίσης, να το αντιληφθεί:
«Δεν μπορώ καθόλου να καταλάβω γιατί την αγαπήσατε, τι το γοητευτικό είχε».
«Γιατί αγαπάς κάποιον που ούτε καν ξέρεις; Τέτοιου είδους πράγματα απλώς συμβαίνουν, έτσι δεν είναι;»
Και «ό,τι είναι γραμμένο, έχει σίγουρα συμβεί».
Το μυθιστόρημα κυλά έτσι ακριβώς: κεφάλαιο – κεφάλαιο. Ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Οι συναντήσεις των δύο ανδρών και η ζωή που κυλά αντίστροφα. Νεκραναστημένη, σχεδόν ζωντανή: Με τη Σόφι που εξαφανίζεται, που υιοθετείται κι αλλάζει όνομα, που την αναζητά μέχρι εκείνη να ξαναχαθεί.
Κι ανάμεσα σ’ όλα αυτά, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ιστορία της Γερμανίας, το Κομουνιστικό Κόμμα, η Ούλρικε Μάινχοφ, η κλασική μουσική, ο Βάγκνερ, ο μύθος του Σίσυφου και ο Καμύ.
Και ο Αλεξάντερ ως Σίσυφος να διασώζει το παρελθόν του και να κτίζει τον τάφο του, ένα μαρμάρινο μαυσωλείο τις νύχτες στην αυλή. Η Τέχνη και η ομορφιά, η κατάθλιψη και η απομόνωση, και στο κέντρο των πάντων, η ερωτική εμμονή. Εξάλλου πού ξέρεις, «στο άπειρο, μπορεί, οι παράλληλες και να συγκλίνουν».
Την εκδοχή της Σόφι την μαθαίνουμε από γράμματα, ημερολόγια και ποιήματά της και από τον άνθρωπο- σκιά. Ποτέ δεν την εγκατέλειψε, στο τέλος την αγάπησε και είναι αυτός που την ημέρα της κηδείας του Αλεξάντερ θα της επιτρέψει και να τον δει.
Διότι η Σόφι και ο Αλεξάντερ που γνωρίστηκαν στο καταφύγιο μοιραζόμενοι φόβο και στρώμα κι αργότερα ένα δικό της πληρωμένο φιλί, βρέθηκαν όλο και όλο πέντε φορές: στον πύργο του όταν την αναζήτησε κατά την επιστροφή του απ’ την κόλαση της εξορίας και του πολέμου, στο σπίτι της σαν άλλος όπου μοιράστηκαν έναν και μόνο χορό, το βράδυ που κινδύνευε και για άλλη μια φορά εκείνος έπαιξε τον φύλακα άγγελό της και όταν την φυγάδευσε από το Ανατολικό Βερολίνο. Την ημέρα της κηδείας του, με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Η ιστορία, εξάλλου, ήταν του Αλεξάντερ κι ο συγγραφέας αυτήν όφειλε και να ζωντανέψει, την δική του αποκλειστικά εκδοχή. Στο γράμμα του αποχαιρετισμού, ωστόσο, ο Αλεξάντερ υπήρξε τόσο σαφής:
«Είναι στο χέρι της τέχνης να φτιάχνει από ταξιθέτες ήρωες και το αντίθετο. Η ζωή είναι ένας σωρός υλικά από τα οποία γεννιέται αυτό ή εκείνο, και μερικές φορές ακόμα και τίποτα. Είναι ωστόσο ευχαριστημένος, αν και κατηγορεί για κάποια πράγματα τον εαυτό του. Τη ζωή του την καθόρισε ο έρωτας, αυτή είναι μια περίπλοκη, πολύπλευρη δύναμη, που στο τέλος σε διαλύει, με το συναίσθημα όμως ότι δεν είσαι ολομόναχος και ασήμαντος».
Μια αριστουργηματική ιστορία για την ερωτική εμμονή. Για το ανεκπλήρωτο πάθος που μπορεί να στοιχειώσει αλλά και να καθαγιάσει μια ζωή. Για την ερωτική ψευδαίσθηση που ίσως και να είναι, εν τέλει, αληθινή: «Το τραγούδι κράτησε τρία λεπτά. Ήμουν στο άπειρο και ευχόμουν να πέσει μια γκιλοτίνα από τον ουρανό, και έτσι, να ένα γρήγορο τέλος, να μην κινδυνέψει ποτέ αυτή η απερίγραπτη ευτυχία. Το άπειρο κρατά ακριβώς τρία λεπτά».
Τρία λεπτά ακριβώς κρατά και η δική τους κοινή ερωτική ζωή: Ίσα που να χωρέσει έναν χορό το «Here, There and Everywhere» και κάποτε ένα πληρωμένο φιλί.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Helmyt Krausser γεννήθηκε το 1964.
Είναι πεζογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Ζει στο Βερολίνο.
Πρόσφατα έργα του είναι «Τα άγρια σκυλιά της Πομπηίας. Μια ιστορία» (Die wilden Hunde von Pompeii. Eine Geschichte) (2004) και η ποιητική συλλογή «Καταιγίδα» (Strom) (2004).
Τα μυθιστορήματά του «Η μεγάλη Bagarozy» (Die froβe Bagarozy) και «Λιπαρός Κόσμος» (Fette Welt) έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο.
Το 1993 βραβεύτηκε με το βραβείο Tukan.

Μια καρδιά στο στομάχι

ΠΕΝΤΕ ΔΟΚΙΜΕΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Μπιλιέτο»)

Η ΡΟΖΑ ΠΟΥ ΤΡΑΥΛΙΖΕΙ

Η Ρόζα που τραυλίζει με είπανε, εμένα, πού είχα γεννηθεί ρήτορας. Πρώτα μίλησα και ύστερα περπάτησα. Πρώτα κατάλαβα τη σημασία της συλλαβής κι ύστερα της αφής, της ακοής και της δράσης. Μονάχα να μου μιλούν ήθελα. Να με χαιδεύουν, δεν είχα απαιτήσεις. Μονάχα να τους μιλώ, ήθελα. Να μ’ αγαπούν, ούτε που το σκέφτηκα.
Το λ, ο, λο και λ, α, λα και Λόλα, εγώ το χλεύαζα. Παπατρέχας ένοιωθα γι’ αυτό κρυφογελούσα. Σαν ήμουν μόνη στο δωμάτιο, ροδάνι έτρεχε η γλώσσα μου. Από το λ που είναι λυγμός και λάθος, στο μ που είναι μέλι και μαχαίρι, στο ε που είναι και φαίνεται ερημιά και ερχομός, στο θήτα που είναι θάλασσα και θάμβος, θύελλα και θυμήθηκα και θάνατος και θαύμα. Με το άλφα πάντα τέλειωνα: Άβυσσος, άλγος, αλαργινός, αρχή και Θεός και ποιος φοβάται χάρο.
Δεν άφηνα κείμενο για κείμενο. Από μυθιστορήματα, εφημερίδες, μέχρι προεκλογικά χαρτιά και διαφημιστικά φυλλάδια: ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Όπου έφτανε το μάτι μου. «Ψηφίστε Κάλο» και «Δώστε τη σκυτάλη», μέχρι «Η θεία Όλγα ξέρει» και «Είμαι εγώ η μοντέρνα γυναίκα». Ακόμα και τη μελαγχολία του Άμλετ, σαν οπερέτα την έτρεχα. Αλλά πάντοτε, όταν ήμουν μόνη μου στο δωμάτιο.
Στο σχολείο, αρνήθηκα εξαρχής να τους αποκαλύψω αυτή μου την δεινότητα. Άρχισα να προσποιούμαι κι εγώ πώς συλλαβίζω: Άννα να ένα μήλο και Μίμη πού είναι η Λόλα. Είχα και μία Λόλα δίπλα μου…
Λ…Λ…Λ…Λ… Λόλα την έλεγα, μετά από κόπο, για παν ενδεχόμενο.
Η Ροζαπουτραυλίζει, με φωνάζανε. Ποτέ σκέτο Ρόζα. Όλο μαζί. Σαν ονοματεπώνυμο.
Έτσι ακριβώς συνέχισα για χρόνια. Δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, μπορώ να πω, με προτιμούσαν έτσι. Αυτή η ψεύτικη ιδιότητα μ’ έκανε πιο συμπαθητική.
Ενώ η άλλη, έκανε τη μαμά ένα πρωί να μου γεμίσει το στόμα με κάρβουνα. Είσαι μια ασπλαχνητρτελληκαισκύλα, της είχα πει μονοκόμματα χωρίς καθόλου να το συλλαβίσω.
Έγινα η Ρόζα που τραυλίζει έκτοτε.


Η ΧΑΝΕΛΟΡΕ ΠΑΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Το κοριτσάκι, είχε συνηθίσει’ σαν κούκλα στεκόταν. Ασάλευτη, αμίλητη, ανέκφραστη, αόρατη, αδρανής, σαν αύρα πρωινή ή εσπερινή δροσιά. Ίσα που ανέπνεε. Σε τέτοιο σημείο που ως κι εκείνο, το μάντευες. Το οτιδήποτε θα μπορούσες άνετα να μαντέψεις. Εκείνη, σου επέτρεπε τα πάντα.
Αλλά, ταυτοχρόνως, και όλα στα απέτρεπε. Κανείς, δεν μπόρεσε ποτέ γι’ αυτήν να κάνει μια πλήρη περιγραφή.
Η δασκάλα της επέμενε πώς είναι χαρισματικό παιδί.
Η φιλενάδα της πώς την άφηνε πάντοτε και νικούσε.
Ο αδελφός της Πέτρος ότι είναι κρυφοκακιά, στριμμένο άντερο κι ας έχει μόνιμα ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά της σφηνωμένο. Σφίγγα την έλεγε η μάνα της. Και ο μπαμπάς της, ζαχαρένια μου.
Εκείνος ο άντρας καραμέλα την ανέβαζε καραμέλα την κατέβαζε, γι’ αυτό και κάπως ανεπαισθήτως νόμισε ότι της θύμιζε τον μοναδικό άνθρωπο που την αγάπησε στον κόσμο. Έγινε ρευστή, σαν καραμελωμένο υγρό στα χέρια του. Την σκούπισε, την ήπιε και την ξέρανε. Κι ύστερα ήρθαν και τα χρόνια για να δικαιώσουν τη μάνα της.
Σφίγγα, φωνάζουν τη μικρή Χανελόρε πού μεγάλωσε. Γι’ αυτό κι εκείνη αποφάσισε πια να πετάξει. Κι έφυγε. Πήγε στον ουρανό. Μπορεί και στον παράδεισο. Σε εκείνο τον παράδεισο που πηγαίνουν οι ροζ μικρές γλυκές καραμέλες. Για να μη λειώσουν ποτέ.
Ποτέ να μην τελειώσουν. Να μείνουν εκεί για πάντα σαν άστρο ή σαν χαμόγελο. Αφήνοντας μια για πάντα τους άλλους να νικάν. Η Χανελόρε της ήττας. Η Χανελόρε ζάχαρη. Η Χανελόρε του Παράδεισου.
Όποτε λειώνει καραμέλα στο στόμα μου, πάντοτε τη θυμάμαι.
Βλέπετε, τώρα, το επέβαλα και με φωνάζουνε Χάνε. Στο Λώρε ακούει ένα γκριφόν κανίς, μοναδική μου συντροφιά.
Αν και όσο περνούν τα χρόνια, αυτό γίνεται όλο και λιγότερο απαραίτητο.


Η ΝΕΡΑΙΔΟΥΛΑ ΤΩΝ FLOWER FAIRIES

Αγόραζε αρκούδους και κούκλες. Αλλ’ είχε στην τσέπη το πιστόλι.
Έτοιμη ήτανε. Για να τραβήξει τη σκανδάλη. Κι ας είχε αρκούδους και κουκλάκια στο κρεβάτι της. Άλλο η ψυχή, άλλο η ζωή. Επαναλάμβανε.
Έτσι πορεύτηκε για αρκετά χρόνια. Στεκάκι στα μαλλιά. Ξυράφι στο τσαντάκι της. Λουλούδι στο πέτο. Στιλέτο στην μπότα. Λώρα Άσλευ στο ζακετάκι, δυναμιτάκια κάτω απ’ το κρεβάτι της. Flower Fairies στο φλιτζάνι της. Κονιάκ το ποτό της.
Με νυχτικό σαιξπηριανό σαν Αμέλια τη βρήκαν όταν έκανε τον φόνο.
Αρκέστηκε ν’ ανασηκώσει τους ώμους. Ήταν τόσο σπαρακτικά αθώα τα μάτια της.
Κανείς δεν έμαθε.
Ούτε κυρώσεις υπήρχαν, ούτε πολύ θόρυβος. Είχε σκοτώσει, εξάλλου, μονάχα την καρδιά της.


Η ΦΕΓΓΑΡΟΠΕΤΡΑ

Μέσα από τους τάφους, ξεπρόβαλε ο σκίουρος. Υπάρχει, άλλωστε, ζωή ακόμα και στον βράχο και στα πτώματα. Τα δέντρα σαλεύουν κι αφηγούνται ιστορίες. Μόνον η εκκλησία του Αγίου Πέτρου και του St Alban δεν ανοίγει σχεδόν πόρτα στους περίεργους.
Είναι, υποστηρίζουν, οι ειδικοί, η είσοδος επιτρεπτή μονάχα για τους μυημένους.
Σ’ εκείνο το καφέ παγκάκι ξημεροβραδιαζόμουν για μήνες σαν εξόριστη. Ώσπου οι τοίχοι έγιναν διάφανοι. Οι καφετί πέτρες, άσπρα πανιά και σύννεφα που παραμερίζουν. Κι από τους τάφους, έφυγαν οι σκίουροι.
Βγήκαν οι κόρες. Μ’ άσπρα μαλλιά και φεγγαρίσια μάτια. Και σιδερόφρακτοι ιππότες. Αθάνατοι. Μετά από το θυσιαστήριο.
Στο μεταξύ στο δάχτυλό μου η φεγγαρόπετρα που δάκρυζε, έγινε κατακόκκινη. Έβγαλε αίμα.


Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

Τον έψαχναν όλη τη νύχτα. Και πού δεν τον γύρευαν. Στο σταθμό, στις ράγιες. Στο σκουπιδότοπο. Στα πιο σκοτεινά κι απόμερα σημεία του πάρκου. Ακόμα και στην παλιά μασονική στοά που τώρα έχει γίνει ιταλικό εστιατόριο.
Βάλαν μπροστά τις πυροσβεστικές, το εκατό της περιοχής, ακόμα και εθελοντική ομάδα καλών γειτόνων. Μάζεψαν όλα τα παιδιά πού τον συνόδευαν νυχθημερόν περιγελώντας τον. Η σπιτονοικοκυρά του ήταν εκείνη που ξεσήκωσε το σύμπαν. Της χρωστούσε τρία νοίκια.
Χαράματα τον είδαν να βαδίζει μέσ’ στη λίμνη, δίχως να βιάζεται. Χανόταν κι έλαμπε μαζί του το νερό. Κανείς δεν τον ξανάδε. Έμεινε έτσι. Ο αγνοούμενος του Λούτον για τα χρόνια ενδεχομένως της παράδοξης συντροφευμένης μοναξιάς. Ο αγνοούμενος του Λούτον που έλαμπε κάθε αυγή.
Βοηθούσε το πρωινό να ξημερώσει. Ο ρακένδυτος άγιος πανταχού παρών αγνοούμενος τους.

2001

(Από το «Μια καρδιά στο στομάχι», στα προσεχώς. Δηλαδή έχουμε καιρό, την αιωνιότητα και βάλε).

ΥΓ1. Γύρισα χθες. Όμορφα ήταν. Εμείς και τα βουνά, εμείς και η θάλασσα, εμείς και ένα ρημαγμένο ξενοδοχείο. Και η συζήτηση, όλο γύρω απ’ τα ίδια: έρωτας, θάνατος. Λογοτεχνία. «Άμα γράφεις, τι να τα κάνεις τα άλλα».
Το λέει και ο Άμος Όζ, στη «Νύχτα του συγγραφέα».
«Γιατί ήρθες απόψε εδώ; Ρωτάει ο συγγραφέας τον εαυτό του, τι ψάχνεις;, η θέση σου είναι στο σπίτι, μπροστά στο γραφείο σου, ή ξαπλωμένος πάνω στο χαλί, να αποκρυπτογραφείς τα σχήματα στο ταβάνι. Ποιος σκοτεινός δαίμονας σε σπρώχνει ξανά και ξανά να στριμώχνεσαι σε παρόμοιες συγκεντρώσεις; Αντί να βρίσκεσαι τώρα εδώ, θα μπορούσες, για παράδειγμα, να κάθεσαι και να απολαμβάνεις μέσα στην ησυχία του δωματίου σου την εκατοστή έκτη καντάτα, με την επονομασία «Actus Tragicus».
Αυτά διαβάζαμε, μεγαλόφωνα και μαζί, είχα αιώνες να κάνω αυτό το μαγικό ξόρκι με κάποιον άλλο. Ενστάσεις, βεβαίως, υπήρξαν. Πολλές. Όπως αυτή του Κώστα που συμφωνούσε απολύτως με τον Άμος:
«Φιλία μεταξύ γυναίκας και άντρα δεν υφίσταται σε καμιά περίπτωση: αν υπάρχει μεταξύ τους χημεία, δεν μπορεί να υπάρξει φιλία. Κι αν δεν υπάρξει χημεία, τότε δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ τους τίποτα. Ανάμεσα όμως σε δυο κοπέλες, και ειδικά ανάμεσα σε δυο κοπέλες που έχουν υποφέρει και απογοητευτεί αρκετά από τους άντρες, και μάλιστα ανάμεσα σε δυο κοπέλες που έχουν υποφέρει από τον ίδιο άντρα… μήπως τελικά άξιζε τον κόπο να βρω κάποτε αυτή τη Λούσι;»
Εννοείται ότι σφαχτήκαμε σ’ αυτό. «Κι εμείς?» με γουρλωμένα μάτια εξέφρασα απορία. «Εμείς… γεράματα, δηλαδή εγώ».
Στο επόμενο, όμως, είχαμε ομοφωνία:
«Σ’ αυτό το σημείο ο συγγραφέας θα βυθιστεί εντελώς στον κόσμο του, κάνοντας τη συνηθισμένη και αγαπημένη του κίνηση: θα ακουμπήσει τις παλάμες του στις δυο πλευρές του μετώπου του (χειρονομία που έμαθε από τον πατέρα του, το χαμηλόβαθμο διπλωμάτη) και μ’ αυτό τον τρόπο θα πάψει να παρακολουθεί και θ’ αφήσει το βλέμμα του να περιπλανηθεί στην αίθουσα, να κλέψει από το κοινό εκφράσεις πίκρας, ή λαγνείας, ή μιζέριας, να ψαρέψει τη θέα σταυρωμένων ποδιών που ελευθερώνονται στιγμιαία για να σταυρωθούν και πάλι, να διαλέξει ένα κεφάλι με άτακτα γκρίζα μαλλιά, να παρατηρήσει μια φάτσα προσηλωμένη σ’ ένα αργόσυρτο μουρμουρητό, να διακρίνει μια σταγόνα ιδρώτα που ρέει και χάνεται σ’ ένα βαθύ ντεκολτέ. Να, εκεί, μακριά, δίπλα στην έξοδο κινδύνου, στηρίζεται μια φυσιογνωμία χλομή, κοφτερή, το πρόσωπο του καλού παιδιού που επαναστάτησε και μετατράπηκε, ας υποθέσουμε, σε εχθρό σκληρό και αδυσώπητο του συστήματος. Εδώ, στην τρίτη σειρά, κάθεται μια κοπέλα μαυρισμένη, με ωραίο στήθος, με μια έξωμη πράσινη μπλούζα, και πηγαινοφέρνει αφηρημένα τα μακριά δάχτυλα του χεριού της πάνω στον ώμο της.
Ο συγγραφέας μοιάζει να τους κλέβει τα πορτοφόλια από τις τσέπες, ενώ εκείνοι είναι βυθισμένοι στα άδυτα του έργου του με την καθοδήγηση του ειδικού στη λογοτεχνία».
Αλλά περισσότερος Άμος Όζ και «Νύχτα του συγγραφέα» προσεχώς.
Καθόλου δεν ξοδευτήκαμε σε ό,τι δεν θέλαμε και απ’ εδώ και πέρα έτσι και θα γερνώ, αυστηρά κι αποκλειστικά, με ότι ανοίγει την καρδιά μου, μ’ αυτό που θέλω.

ΥΓ2: Την Τετάρτη που ταξίδευα, ένας φίλος που κρατά όσο και η αιωνιότητα στη ζωή μας, ανέβαζε «Υγρό Χρόνο». Με τον Μάκη Αρμένη γνωριστήκαμε όταν ήμαστε κάααααποτε 18 και η φιλία μας τόσα χρόνια μοιάζει να τον ξορκίζει τον χρόνο.
Μάκη, σ’ ευχαριστώ για το υπέροχο κείμενο, αλλά πιο πολύ για την σιγουριά και την θαλπωρή και τη δύναμη της φιλίας. Τι όμορφα να μεγαλώνεις με κάποιον μαζί. Να κρατά στο βλέμμα του και τα νιάτα σου, εκτός από τα γκρίζα σου μαλλιά ή τη καινούργια ρυτίδα. Όσο για το βιβλιαράκι, έφτασε, ναι?
Ευχαριστώ για όλα αυτά τα χρόνια.

ΥΓ3: Άντε και πάει ο Ιούλιος. Ο Αύγουστος είναι πιο σπλαχνικός.

18/7/08

Οι πιο μικρές αποστάσεις, αδιάβατες...

«Ήμουν ο μικρότερος κρατούμενος της Γαλλίας. Πήγαινα από το δωμάτιό μου στην αυλή κι από την αυλή στο δωμάτιό μου. Περνούσα όλα τα καλοκαίρια, κλεισμένος στο σπίτι, με το να βηματίζω πάνω- κάτω στο μοναστήρι των αναγνωσμάτων, γευόμενος τη θαυματουργή ζωντάνια της μιας ή της άλλης φράσης. Όταν ήθελα να βγω, ένας άγγελος μου έφραζε την πόρτα. Εγκατέλειπα τα σχέδιά μου κι επέστρεφα στην κάμαρά μου. Ο άγγελος με απέκλειε από τη ζωή. Έτσι κι εγώ τη συναντούσα μες στα βιβλία.
Έμεινα μόνος επί δύο χιλιάδες χρόνια- όσο κράτησε η παιδική ηλικία. Κανείς δεν φταίει γι’ αυτή τη μοναξιά. Έπινα σιωπή, έτρωγα γαλανό ουρανό. Περίμενα. Ανάμεσα στον κόσμο και σε μένα υπήρχε ένα τείχος πάνω στο οποίο ένας άγγελος φυλούσε σκοπιά, κρατώντας στο αριστερό του χέρι ένα άνθος ορτανσίας- κάτι σα γαλάζια χιονομπάλα. Μες σ’ αυτά τα δύο χιλιάδες χρόνια αιχμαλωσίας συμβουλεύτηκα πολλά βιβλία. Διάβαζα, όπως στο εξωτερικό ξεδιπλώνεις ένα χάρτη για να δεις σε ποιο σημείο βρίσκεσαι, προτού αναζητήσεις εκείνο που θέλεις να πας. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Το Λε Κρεζό δεν ήταν το όνομα μιας πόλης, αλλά μιας προσμονής…»

Το πρώτο που διάβασα δικό του ήταν «Η ανέλπιστη», ανέλπιστο! Τον κυνηγούσα έκτοτε. Ήταν, γράφοντας, σα να καθάριζε για μένα!

«Ισχύει στην ανάγνωση ό,τι και στον έρωτα ή στον καλό καιρό: ούτε εσύ, ούτε κανένας δεν έχει λόγο. Διαβάζεις μ’ αυτά που έχεις. Διαβάζεις αυτό που είσαι», με τρέλαινε, έτσι ακριβώς, το έβλεπα, ούτε λόγος.

«Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα- εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις…»

«Τώρα πια ξέρω τί σημαίνει πάθος… Τώρα ξέρω τί θα πει να μη βλέπεις κανέναν, ούτε τον Θεό, ούτε τον εαυτό σου, παρά μονάχα ένα πρόσωπο, αυτό του πεπρωμένου…»

Στην «Φάλαινα με τα πράσινα μάτια» τον αντέγραψα, με συγκλόνισε τόσο που τον έκανα μότο (σε ποιο βιβλίο μου, ούτε που το θυμάμαι!) Νομίζω στο «Να τα μετράω τα χρόνια ή να μη τα μετράω?» (δεν παίρνω κι όρκο, τα δικά μου τα ξεχνώ, τα δικά του ποτέ!)
«… Γράφουμε γιατί είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε. Αγαπάμε γιατί νοσταλγούμε ένα Θεό. Κάθε βιβλίο μια αποτυχία. Κάθε έρωτας μια φυγή. Μπορούμε να φέρουμε κάτι εις πέρας μόνο με κόλπα, μπορούμε να ζήσουμε μόνο πλαγίως. Δεν βρισκόμαστε ποτέ εκεί που νομίζουμε. Ο πόθος μας είναι ταγμένος στην αλητεία. Η θέλησή μας δεν έχει κανένα βάρος. Εντούτοις, καμιά φορά μάς έρχονται νέα από το αιώνιο. Τα φώτα που πέφτουν σ’ ένα πρόσωπο. Ο κεραυνός που χτυπάει το μελάνι…»

Στο «Τρελή για άντρες» με πάθανε! «Τρελή για άντρες» θα πει «τρελή για τον πατέρα», τον συνήθως απόντα πατέρα.
Γνώριζα ελάχιστα γι’ αυτόν!
Κριστιάν Μπομπέν, και τα βιβλία του από τον «Εξάντα» και από τις «Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου», έμοιαζαν όλοι να τον αγνοούσαν, με κοιτούσαν σα να ‘μουν τρελή, όταν τους έλεγα πως ήταν «Ο αγαπημένος».

Ώσπου εχθές και ντάλα μεσημέρι (μου έχει μείνει από τα παιδικά μου χρόνια, σταθερά, όλες οι… ατιμίες, μεσημέρι, ναι και οι… μοιχείες, κανονικά «η ωραία της ημέρας») μέσω μέιλ, ενεφανίσθη η απάντηση μέσα από μια… «ΧΑΡΑΜΑδΑ». Εκδοτικός οίκος είναι, και απ’ εκεί ο Κριστιάν Μπομπέν βγάζει καινούργιο βιβλίο.
«Αιχμάλωτος του Λίκνου» το πλέον αυτοβιογραφικό. Να μου φωτίζει πια όλα μου τα σκοτάδια:

«Γράφω αυτό το βιβλίο για όλους εκείνους τους ανθρώπους που, αν και έχουν μια ζωή απλή και πολύ όμορφη, καταλήγουν να την αμφισβητούν γιατί τους προβάλλουν πάντα μόνο ό,τι είναι θεαματικό».

«Όλη μου τη ζωή την πέρασα σε δυο πόλεις: στο Λε Κρεζό και στην πόλη που βρίσκεται από πάνω, μέσα στα σύννεφα».

Το βιογραφικό, η λύση μαζί και το αίνιγμα: Ο Κριστιάν Μπομπέν (Christian Bobin), γάλλος συγγραφέας και ποιητής, γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1951 στο Λε Κρεζό (Le Creuzot), στη Βουργουνδία της Γαλλίας, όπου κι εξακολουθεί να ζει- δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέθλια πόλη του’ διαμένει σε μια απλή κατοικία, σ’ ένα κτίριο που παλιότερα χρησίμευε ως βάση της πυροσβεστικής. Οι γονείς του ήταν εργάτες- ο πατέρας του εργαζόταν ως σχεδιαστής στο εργοστάσιο Σνάιντερ.
«Η αποσπασματική γραφή, το θραύσμα λόγου όπως το αποκαλεί, μοιάζει να είναι το φυσικό του στοιχείο, ενώ το μυθιστόρημα, το προσωπικό ημερολόγιο και η πεζή ποίηση, ως μέσα λογοτεχνικής έκφρασης, απαντώνται από κοινού ή ξεχωριστά στα βιβλία του. Τα έργα του, που χαρακτηρίζονται από οικονομία και μια εμφανή προτίμηση για τη μινιμαλιστική γραφή, θυμίζουν μικρούς πίνακες φτιαγμένους από στιγμές που συναρμολογούνται σαν τα κομμάτια ενός παζλ. Μέσα από τα κείμενά του αυτός ο «σπιτόγατος», ο ταξιδευτής της λευκής σελίδας, μας δείχνει τον κόσμο όπως έχουμε ξεχάσει πια να τον βλέπουμε».

Το σίγουρον είναι ότι εμένα μου λύνει (ή μου φωτίζει τουλάχιστον κάποιες στιγμές) το αίνιγμα!
Οι συγγραφείς, εξάλλου, είναι σαν τους εραστές ή τους επιστήθιους φίλους: αφή, δακτυλικά αποτυπώματα, μυρωδιά, χημική αντίδραση’ ή σε πετάει ή σε τινάζει ή σε αιχμαλωτίζει άπαξ δια παντός.
Γι’ αυτό θα τον ψάξω! Τον Οκτώβρη, θα πάω Παρίσι και για το κόκκινό μου παλτό (ένα δικό μου κι ένα για τη μικρή Νεφέλη) αλλά και για τον Κριστιάν Μπομπέν, θα πάω να τον βρω στο Λε Κρεζό για να μάθω επιτέλους ΤΙ ΞΕΡΕΙ!
ΥΓ1. Τους ανθρώπους τούς αγαπάμε με τη μία ή ποτέ! Δικό του είναι κι αυτό, κλεμμένο! Και ναι, όλα αυτά θα μπορούσα να τα είχα γράψει κι εγώ. Διότι ο κύριος Γιαννάκης έχει δίκιο: αγαπάμε αυτό που μας μοιάζει!

14/7/08

Κατακερματίζοντας τη ζωή για να χωρέσει το αίνιγμα

(Στερεοποιώντας τον «Υγρό Χρόνο»)

Η αρχική μου πρόθεση ήταν μια ιστορία σαν θεραπευτική γάζα, αλλά γρήγορα διαπίστωσα ότι είχα ακόμα πολλά κομματάκια εαυτού και κόσμου να συμμαζέψω τελικά. Πολλές απορίες να τολμήσω να ψελλίσω, αινίγματα να αντιμετωπίσω, μεγάλη απόσταση να διανύσω, πολλή δουλειά. Για να τα καταφέρω, έγινα και το έκανα κομματάκια: πέντε γυναίκες μαζί! Κι υπήρξα όσο μπορούσα πιο τίμια: του επέτρεψα να αναπνεύσει, να είναι αυτό, εν τέλει, που θα μου πει! Το τελευταίο κεφάλαιο σχεδόν καθ’ υπαγόρευση, μεσάνυχτα με τα πόδια στη θάλασσα στο Μαραθώνα, όπου συνήθιζα για να ξεκουράζομαι, να κόβω βόλτες μόνη μου σαν την τρελή! Και τι ανακουφιστικό! Η απάντηση που με απόγνωση γύρευα!
Το αποτέλεσμα, κάτι σαν θρίλερ, κατακερματισμένο, με μονολόγους, μοναχικές διαδρομές παρ’ ό,τι αποδεδειγμένα αγαπήθηκαν, ήλπισαν αλλά σπαράχτηκαν και κατασπαράχθηκαν, τελικά.
Μια αστυνομική ρεπόρτερ χρειάζεται να καλύψει τον πνιγμό ενός παλιού της αγαπημένου. Μια φιλόλογος επιμένει ότι τον έχει σκοτώσει αυτή. Η πρώην γυναίκα του και ο γιος του ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί λάθους. Ο αστυνόμος αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί το πτώμα. Η σύζυγος επιμένει να τον κηδέψει ως να επρόκειτο γι’ αυτόν. Και σα να μην έφαναν όλα αυτά, μια γυναίκα από το μακρινό παρελθόν επιστρέφει και όλα δείχνουν ότι έχουν κάποιο παλιό μυστικό: που τους βαραίνει, που τους χωρίζει, που τον κάνει να της χαρίσει όλες τις ημερολογιακές του σελίδες καθώς και το αρχείο με κείμενά της που μάζευε εδώ και καιρό.
Το μυθιστόρημα, η αρχική πρόθεση, ήταν να μπορεί να διαβαστεί και αγραμμικά: να επιλέξει ο καθένας μια από τις γυναίκες που θέλει να ακούσει την δική της εκδοχή για την ιστορία. Να δει αυτόν τον άντρα, μέσ’ απ’ τα μάτια της (πώς γίνεται άλλος κάθε φορά).
Το φινάλε, σαν άμμος κινούμενη: όλα που είναι έτσι αλλά μπορεί να είναι και διαφορετικά. Η βασική πρόθεση, μέσα από τις «Υγρές σελίδες» να ανασυναρμολογηθεί ο κόσμος τουλάχιστον στα βασικά: επιδιώξεις και φόβοι, επιθυμία και ενοχές, έρωτας και θάνατος, δίψα ανάγνωσης που οδηγεί στο να γράψουμε τελικά, επειδή «οι καλοί αναγνώστες» κατά Μπόρχες πάντα «είναι κύκνοι πιο μαύροι και πιο σπάνιοι κι απ’ τους καλούς συγγραφείς».
Γι’ αυτό και εγκιβωτίστηκαν βιβλία που αγάπησα, εξάλλου η μία ηρωίδα υπάρχει μόνον μέσα απ’ αυτά. Όπως και ο νεκρός άντρας, μονάχα σε όσα, ό,τι κρατούσε, όσα κρατούσαν οι άλλοι γι’ αυτόν. Διότι όπως «είμαστε ό,τι γράφουμε», «είμαστε και ό,τι διαβάζουμε». Κι επειδή ειδικά σ’ αυτό το βιβλίο, χωρίς να το επιδιώξω, μάλλον «τα έπαιξα όλα για όλα»: συναντήθηκαν τίτλοι και ήρωες απ’ όλα τα προηγούμενα, λες και να είναι (να ήταν) αυτό το τελευταίο και τελικό!
Βγήκα σα να έχω αλλάξει δέρμα. Για την ακρίβεια, είμαι ακόμα χωρίς δέρμα. Κι ούτε μπορούσα ποτέ να το φανταστώ: το πού θα με ξεβράσει τώρα μια υγρή ιστορία, ένα υγρό καλοκαίρι, σε ένα υγρό ξενοδοχείο όπου είχαν απομείνει οι καθαρίστριες, το παιδί που καθαρίζει την πισίνα κι εγώ. Άλλο βίτσιο κι αυτό: μονάχα σε δωμάτια ξενοδοχείου μπορώ να συναντώ τις ιστορίες. Στο σπίτι, μάλλον, τα φαντάσματα με βραχυκυκλώνουν, μου κάνουν ζημιά! Σε ουδέτερο, αποστειρωμένο έδαφος, όμως, είναι τόσο πολύ καθαρές οι ιστορίες και οι φωνές! Μόνον οι ήρωες κάνουν παιχνίδι, κι εγώ σαν μαγεμένη κάνω αυτό που γνωρίζω από παιδί: παρακολουθώ.

ΥΓ. «Σε πρώτο πρόσωπο» λέγεται, και μου ζητήθηκε από κάποιο περιοδικό. Ευκαιρία να βγάλω κι εγώ κάποιαν άκρη! Τελικά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, μονάχα γράφοντας την καταλαβαίνω τη ζωή! Και διαβάζοντας, κατανοώ και τους άλλους! Συγχωρείστε με απόψε για το τόσο εγωιστικό (σχεδόν αυτιστικό) θα ‘λεγα ποστ, αλλά έχω απολύτως την ανάγκη να ξετυλίξω το κουβάρι. Να ξαναπάρω τη ζωή – έτσι με όση μου απόμεινε τεχνική- απ’ την αρχή. Αν δεν θέλω να κόψω κάπου εδώ και το νήμα! Ιούλιος γαρ, απαιτεί ανακεφαλαίωση καλή, και θα περάσει, μήνας είναι, πού θα πάει?

Άνευ όρων...

Ακόμα θυμάμαι τους λυγμούς μου μετά την «Εξιλέωση». Από κάπου βαθιά, σκοτεινά, από κάπου άγνωστα, πολύ μέσα. Καλά, κατά την ανάγνωση, οι μάρτυρες έλειπαν. Δικό μου όλο το σπίτι, μπορούσα ως και να διακόπτω όπου δεν άντεχα ή να ουρλιάζω. Σε μια κινηματογραφική αίθουσα, όμως, είναι πάντα πιο δύσκολα: υπάρχουν, θέλεις δεν θέλεις, και οι άλλοι, αλλά πρώτη φορά θα γινόμουν ρεζίλι?
Οδηγούσα και έβρεχε, νερόχιονο, θυμάμαι σταμάτησα για να σου στείλω ένα μήνυμα μπας και μου κλέψεις τον πόνο: «οδηγώ και κλαίω και βρέχει». Μάλλον δεν μου απάντησες ή μπορεί και να μου είπες «είδες? είναι αριστούργημα» οπότε ήταν το ίδιο.
Και στην «Ακτή» έκλαιγα! Βέβαια, σκέφτηκα, μπορεί και να είναι η Κέρκυρα, η ζωή μου, εσύ, αυτό το ξενοδοχείο! Και πάλι διαφωνήσαμε. Το είδες ως «ανοργασμικό» εκείνης. Εγώ, ως ανεκπλήρωτο δυο που θα μπορούσαν να είχαν γίνει ένας. Ως «χρονικό μιας λανθασμένης κίνησης», μιας κίνησης που δεν έγινε, απ’ εκείνες, ξέρεις εσύ, που στοιχίζουν, στοιχειώνουν ζωές συν τω χρόνω. Η ανεπαίσθητη κίνηση που παρέμεινε ημιτελής, το νεύμα που θα μπορούσε να υπάρξει αλλά δεν, μια λεξούλα που πάντα σφηνώνει, δεν βγαίνει η ρημάδα: «σε χρειάζομαι» «μείνε» ή και «φοβάμαι, δώσε μου χρόνο».
Σήμερα διαβάζω την απίστευτη ιστορία του συγγραφέα τους! Ξανάσμιξε – λέει- με τον χαμένο του αδελφό μετά από… εξήντα χρόνια! Τον Φεβρουάριο του 2002 σε ένα μπαρ της Όξφορντ Στριτ συναντήθηκαν. «Αμήχανοι», ως ήτο φυσικό, τόσο ίδιοι και ταυτόχρονα τόσο άλλοι! Εξήντα ο μεγάλος, οικοδόμος και συγγραφέας στο πρώτο του! Ο άλλος, 54άρων, πανδιάσημος ήδη!
«Παράδοση άνευ όρων», έγραφε το σημείωμα που τους χώρισε. «Παράδοση άνευ όρων», το βιβλίο που τους ενώνει. Μ’ αυτή τη μαγική φρασούλα, η μάνα τους, ανύπαντρη τότε, τον πρώτο, Ντέιβ Σαρπ σήμερα, στους Σαρπ, παρέδιδε. Μ’ αυτή τη βασανιστική φρασούλα εκείνος επιστρέφοντας τώρα αφηγείται τη ζωή του. Ο Ίαν ΜακΓιούαν αναλαμβάνει να «εξιλεώσει» την οικογένεια, γράφοντας πρόλογο. Και «άνευ όρων» συγχωρεί την ανοική πια για τις τότε επιλογές της, μητέρα.
Με το αίμα μας γράφουμε, την ιστορία της οικογένειάς μας, ακόμα κι όταν δεν το γνωρίζουμε!
Εκείνη δεν θα το καταλάβει ποτέ πως ο χαμένος της γιος βρέθηκε. Ο Ίαν ΜακΓιούαν θα εξηγήσει για πάντα τις αδικαιολόγητες μέχρι τότε ενοχές του. Κι εκείνη τη σχεδόν βεβαιότητα – από πάντα το υποψιαζότανε- για μια κίνηση που γίνεται ή δεν γίνεται, για να κρίνει τελικά τη ζωή μας!
Αλλά ζωή είναι αυτή, και «άνευ όρων» θα πρέπει να τη δεχόμαστε! Εξάλλου υπάρχει και το αντίβαρο: η Τέχνη!

ΥΓ1. Αχ και να με περίμενε κι εμένα κάτι εκεί έξω! Κι εγώ θα το καλωσόριζα «άνευ όρων», αλλά μπα…
«Τίποτα, τίποτα κατά τίποτα», όπως ψιθύριζα όταν ήμουν παιδάκι με απόγνωση στη μαμά μου…
«Τίποτα»….
ΥΓ2: Αχ Ίαν, και να ‘ξερες για σένα, πόσο χάρηκα… Για το έλεος που έδειξες, για την τύχη που είχες, για το αγκάθι που έβγαλες με τόσο στυλ, τόσο ύφος, τόση… τέχνη!
ΥΓ3: Ε ναι, δύσκολο σπορ η ζωή, θέλει τέχνη! (απλές τεχνικές, μόνο για να βγει καμιά δύσκολη νύχτα ωφελούν! Αλλά μόνο!)

9/7/08

Κλάρα στο μισοσκόταδο...

«Έχετε κάνει ποτέ διακοσμητικό, κινούμενο σκεύος;»
«Δεν είν’ ακόμα πολύ συνηθισμένο ν’ αποκτά ο κόσμος ανθρώπινα διακοσμητικά».
«Άλεξ Μπασσάν: Κόρη μπροστά στον καθρέφτη, Ελαιογραφία σε εικοσιτετράχρονη κόρη με ολόσωμο καθρέφτη και φώτα 195Χ35Χ88 εκ»
Η «Κόρη μπροστά στον καθρέφτη» μπορούσε άνετα να τοποθετηθεί σε οποιοδήποτε ευρύχωρο σαλόνι. Το ποσοστό επί της πώλησης και της ενοικίασης που της αναλογούσε, μαζί με τα χρήματα που είχε εισπράξει για τη συνεργασία της με τον ζωγράφο, θα την εξασφάλιζαν για το υπόλοιπο καλοκαίρι. Όμως δεν την αγόραζαν».
«Το να είναι πίνακας της κόστιζε πολλά χρήματα, και κέρδιζε πολλά χρήματα μονάχα όντας πίνακας. Αλλόκοτο παράδοξο, που την έκανε να σκέφτεται πως ο Βαν Τυς, είχε δίκιο όταν δήλωνε πως η τέχνη δεν ήταν παρά υπόθεση χρημάτων».
Στο φυσικό της, η Κλάρα Ρέγες είχε ξανθά πλατινέ, ελαφρά σπαστά μαλλιά ως τους ώμους, μάτια γαλανά, μήλα τονισμένα, μια έκφραση αθώα και συνάμα σκανταλιάρικη, και λυγερή κορμοστασιά, παραπλανητικά ντελικάτη, που διαψευδόταν από μια εκπληκτική φυσική αντοχή. Εργαζόταν ως ζωντανός πίνακας – αυτό είχε σπουδάσει- εκτίθετο σε γκαλερί και νοικιαζόταν από συλλέκτες στις τέσσερις άκρες της γης. Είναι η ηρωίδα στο βιβλίο του κουβανού Χοσέ Κάρλος Σομόθα (συγγραφέας και ψυχίατρος μαζί) «Η Κλάρα στο μισοσκόταδο» και παρ’ ότι στο σημείωμά του ο συγγραφέας μας διαβεβαιώνει ότι «αυτό» δεν έχει ακόμα συμβεί, θεματολογικά φαντάζει ανατριχιαστικά οικείο.
Άλλωστε, νέα ήθη, νέοι καιροί!
Οι τέχνες ενώνονται γλυκά (βιντεοποιήματα, βίντεο άρτ, ζωντανά γλυπτά), οι νέοι συγγραφείς ξεφεύγουν από το μετεμφυλιακό ενοχικό κόμβο, λιγότερο εγγαστρίμυθα νάρκισσοι ασχολούνται με την κοινωνική και την υπαρξιακή μας μοναξιά, «η εφεύρεση του Μορέλ» περί εικονικής πραγματικότητας επιβεβαιώθηκε ήδη και ακόμα και ένα κάποιο πισογύρισμα, τη γέννηση του καινούργιου ευαγγελίζεται και προοιωνίζει.
Ο Ντοστογιέφσκι και οι πολιτικοί του «Δαιμονισμένοι» ξαναδιαβάζεται, ο «Ηλίθιος» τον Σεπτέμβρη θα προσπαθήσει να προσελκύσει ό,τι καλό, ο Σελίν ξαναμπαίνει στο εκδοτικό τραπέζι, στον κινηματογράφο γίνονται νέες κόπιες επάνω στα ήδη γνωστά («Το μυστικό του βράχου των κρεμασμένων», «Σιωπηλός μάρτυρας», «Πρόγευμα στο Τίφανις»), στη μουσική ακόμα και με διασκευές «ξεθάβεται» ό,τι παλιό. Λες κι ετοιμάζεται το καινούργιο πριν γεννηθεί, να ξαναπιάσει το νήμα: σε ό,τι αξίζει, άντεξε μέσα στο χρόνο, έχει λόγο ύπαρξης, αποτελούσε ανάσα κι ανάταση ζωής.
Σε εποχή παρακμής και αντάρας (εσωτερικής και εξωτερικής) μια «Κλάρα στο μισοσκόταδο» μας κλείνει το μάτι και υπόσχεται την αυγή μιας καινούργιας στην τέχνη ζωής. Ποια ακριβώς είναι;Το καινούργιο το ακολουθείς, δεν το ορίζεις! Από θεωρίες και θεωρήματα, χορτάσαμε! Γι’ άλλα πονά και διψά η καρδιά μας!

ΥΓ. "Η Κλάρα στο μισοσκόταδο" ήταν το πρόσχημα. Βιβλίο του 2005 έχουν ήδη αναφερθεί αριστουργηματικά σ' αυτόν ειδικά τον Σομόθα ο Librofilo και ο Δημήτρης Αθηνάκης. Βραδυφλεγής, το ανακάλυψα αργά (μετά τα "Γράμματα ενός ασήμαντου δολοφόνου"). Αλλά η εν λόγω Κλάρα στο ποστ (και στο... μισοσκόταδο της τέχνης) ήμην... η άλεφ!

3/7/08

Έχετε δει ποτέ πληγή από σφαίρα να μη ματώνει?

«ΣΠΟΥΤΝΙΚ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ» του Χαρούκι Μουρακάμι, Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς, Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 296, τιμή: 16 ευρώ.

«Το συμπέρασμα στο οποίο θέλω να καταλήξω είναι ότι οι άνθρωποι πρέπει να επινοήσουν μια έξυπνη στρατηγική, εάν θέλουν να επιτύχουν την ειρηνική συνύπαρξη όσων ξέρουν κι όσων δεν ξέρουν. Κι αυτή η στρατηγική – ναι, μπράβο, το βρήκατε!- είναι το σκέπτεσθαι. Πρέπει από κάπου να κρατηθούμε. Αλλιώς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό, η σύγκρουση θα είναι τρομερή κι αναπόφευκτη».
Και το «Σπούτνικ αγαπημένη» είναι το χρονικό μιας σύγκρουσης. Εσωτερικής και εξωτερικής. Εσωτερικής διότι αφορά την μεγίστη αναμέτρηση με τον έρωτα, ήτοι τον εαυτό μας και τον άλλο. Και εξωτερικής επειδή «η πραγματικότητα» χωρίς το παράλληλο σύμπαν του ονείρου «δαγκώνει». Και ο Μουρακάμι αυτά τα παράλληλα σύμπαντα τα γνωρίζει καλά. Μπαινοβγαίνει με άνεση ανάμεσα στην καθημερινότητα και το παράδοξο, διαθέτει εκείνη την εσωτερική μεταμορφωτική οξυδερκή ματιά που μεταλλάσσει το κοινότοπο σε μαγευτικό παράξενο.
Μέσα του, ο έρωτας, ο θάνατος, οι μοναχικές εσωτερικές και εξωτερικές διαδρομές, η επιστολογραφία. Σε όλα του τα βιβλία πάντα υπάρχει ένας ήρωας ή μια ηρωίδα που είτε κρατά ημερολόγιο ή αδιακρίτως παραλήπτη, με εικονικό θα λέγαμε κάθε φορά παραλήπτη, γράφει κατ’ ουσία «ανεπίδοτες επιστολές». Το ζητούμενο είναι να κατανοήσει η ίδια. Διότι, όπως και ο συγγραφέας, «εάν δεν την γράψει, δεν την κατανοεί την ζωή».
Το «Σπούτνικ αγαπημένη» είναι ένα ερωτικό τρίγωνο, τουλάχιστον αυτό προσποιείται την πρώτη στιγμή: «Ο Κ. είναι ερωτευμένος με τη Σουμίρε, όμως η Σουμίρε είναι ερωτευμένη με τη Μίου. Κι ενώ η Σουμίρε περνάει μια φάση ενδοσκόπησης για να καταλάβει αν το ότι είναι ερωτευμένη με τη Μίου σημαίνει πως είναι ομοφυλόφιλη, ο Κ. παρηγοριέται στην αγκαλιά της μητέρας ενός μαθητή του».
Στη συνέχεια όλα θα γίνουν «μαλλιά κουβάρια» και μάλιστα σε ένα ελληνικό νησί: η Σουμίρε εξαφανίζεται, ο Κ. σπεύδει κι ο καθένας θα χρειαστεί να διανύσει την δική του μοναχική, μοναδική, προσωπική διαδρομή: «Έκλεισα τα μάτια μου και αφουγκράστηκα προσεκτικά τους επιγόνους του Σπούτνικ, που ακόμη και τώρα έκαναν το γύρο της Γης, έχοντας τη βαρύτητα μοναδικό δεσμό τους με τον πλανήτη. Μοναχικές μεταλλικές ψυχές στο αδιατάρακτο σκοτάδι του διαστήματος, συναντιούνται, προσπερνούν η μία την άλλη και χωρίζουν, για να μην ξανασυναντηθούν ποτέ πια. Δεν ανταλλάσσουν μεταξύ τους λόγια. Δεν δεσμεύονται με υποσχέσεις».
«Σπούτνικ» μοναχικοί παρ’ ότι πολυαγαπημένοι, όλοι οι ήρωες (και οι ηρωίδες) του Μουρακάμι, εξάλλου παρότι στα ρωσικά «σπούτνικ» σημαίνει «συνοδοιπόρος», «Σπούτνικ» ονομάστηκαν ο πρώτος και ο δεύτερος τεχνητός δορυφόρος που έστειλε η Σοβιετική Ένωση στο διάστημα το 1957. Ο Σπούτνικ 2 μάλιστα είχε και επιβάτη, τη Λάικα τη σκυλίτσα. «Η Λάικα – συμφώνως με τις δημοσιεύσεις- ήταν το πρώτο έμβιο ον που βγήκε από την ατμόσφαιρα της Γης, αλλά ο δορυφόρος δεν επέστρεψε ποτέ στη Γη και η Λάικα θυσιάστηκε στο βωμό της διαστημικής βιολογίας».
Έτσι θα εξαφανιστεί και η Σουμίρε για κάποιο διάστημα, σαν Λάικα ή Σπούτνικ αφήνοντας πίσω τι άλλο; Γραπτά ίχνη. Δυο έγγραφα διότι όπως γράφει «ήταν πάντα έτσι, από τότε που ήμουν μικρή. Όταν δεν καταλάβαινα κάτι, μάζευα τις λέξεις που βρίσκονταν σκόρπιες στα πόδια μου και τις έβαζα τη μία δίπλα στην άλλη σε προτάσεις. Εάν αυτό δεν βοηθούσε, τις ξανασκόρπιζα και τις μάζευα πάλι με διαφορετική σειρά. Όταν το επαναλάμβανα αυτό αρετές φορές, έφτανα στο σημείο να σκέφτομαι όπως οι άλλοι άνθρωποι. Δεν δυσκολευόμουν ποτέ να γράψω για τον εαυτό μου. Άλλα παιδιά μάζευαν πετραδάκια ή βελανίδια. Εγώ έγραφα. Με την ίδια φυσικότητα που ανέπνεα, σκάλιζα στο χαρτί τη μία πρόταση μετά την άλλη. Και σκεφτόμουν».
Τακτική που αφορά και τον ίδιο τον Μουρακάμι, όπως κατ’ επανάληψη έχει εξομολογηθεί.
Από τα «έγγραφα» της Σουμίρε θα μάθουμε το μυστικό της Μίου κι εμείς, καθώς και τη λεπτή διαχωριστική γραμμή «ορατών τε αοράτων» στη ζωή. Με κυρίαρχο το ερώτημα «έχετε δει ποτέ πληγή από σφαίρα να μη ματώνει;» η Σουμίρε θ’ αφήσει τον έρωτα να την ματώσει για να ξαναγεννηθεί.
Ένα παράδοξο ερωτικό μυθιστόρημα που διαθέτει όλα τα βασικά μουρακαμικά ίχνη: το ακατανόητο του έρωτα ως αντίδοτο στο ακατανόητο του θάνατου και τη λυτρωτική επεξηγηματική δύναμη της γραφής. Την ζωή που είναι αλλού ενώ βρίσκεται εδώ ταυτοχρόνως. Την ακατανόητη, αφόρητη κάποιες στιγμές, κάποιες άλλες γοητευτική, αναπόφευκτη μοναξιά.
Με λόγο φαινομενικά απλό και λιτό, με υπερβατικές μεθόδους κι εκείνον τον σχεδόν με μουσικά χορευτικά βήματα, μαγικό ρεαλισμό, οι ήρωες ξαφνικά να προσεγγίζουν το επέκεινα μέσα από το μικρό τους αστικό διαμέρισμα ή από μια κουζίνα: «Εμπιστευόμουν τη μοίρα μου στα σύννεφα. Παραδιδόμουν στο διαπεραστικό άρωμα της χλόης, στο μουρμουρητό του ανέμου. Και μετά από κάποιο διάστημα δεν μ’ ένοιαξε καθόλου για τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που ήξερα και σ’ αυτό που δεν ήξερα». Σαν το απροσδόκητο, απερίγραπτο «όνειρο» της Μίου όπου επάνω σε μια σφαίρα που γυρίζει μια νύχτα ξεχασμένη στο λούνα παρκ αντίκρισε στο φωτισμένο της διαμέρισμα απέναντι τον άγνωστό της άλλο «μισό» εαυτό. Και τα μαλλιά της άσπρισαν σε μια νύχτα.
Ένα βιβλίο απλώς απολαυστικά μαγικό: Για τα παράδοξα που μόνο με τις αισθήσεις θα προσεγγίσουμε. Και την τοξίνη των λέξεων που μας απομένει για να τους αποδώσουμε το χάρτινο σώμα τους, αλλά σαν σπούτνικ κι αυτό: ασαφή, έτοιμο ανά πάσα στιγμή και ολομόναχο, να χαθεί!


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

Ο Χαρούκι Μουρακάμι, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννήθηκε στο Κιότο το 1949.
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Waseda.
Τον Απρίλιο του 1974, παρακολουθώντας έναν αγώνα μπέιζμπολ, του ήρθε ξαφνικά η έμπνευση να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα.
Το 1974, επίσης, άνοιξε στο Τόκιο μαζί με τη γυναίκα του τη Γιόκο το τζαζ μπαρ «Peter Cat», το οποίο πούλησε το 1981 για ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο.
Το 1986 ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Ελλάδα.
Το 1991 πήγε στις ΗΠΑ, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Princeton και στο William Howard Taft στην Καλιφόρνια κι έγραψε το μυθιστόρημα «Το κουρδιστό πουλί».
Έχει μεταφράσει στα γιαπωνέζικα έργα του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, του Τρούμαν Καπότε, του Τζον Ιρβινγκ και του Ρέιμοντ Κάρβερ.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του: «Σκληρή χώρα των θαυμάτων και το τέλος του κόσμου» και «Το κυνήγι του αγριοπρόβατου».
Από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία το μυθιστόρημά του «Το κουρδιστό πουλί», το «Νορβηγικό δάσος» και πρόσφατα το «Σπούτνικ αγαπημένη».
Από τις εκδόσεις «Κοέν» τα διηγήματα «Ο Ελέφαντας Εξαφανίζεται».
Για το έργο του έχει τιμηθεί επανειλημμένα με βραβεία και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες.

ΥΓ. Αφιερωμένο στους μουρακαμικούς φίλους μου. Και σε όσους αισθάνονται σπούτνικ! Έτσι ή αλλιώς!