29/4/08

Τόσο αργά, τόσο νωρίς…

Όταν η Τζην Ρυς πρωτόγραψε (μια συλλογή διηγημάτων το 1927), δεν την πήρε είδηση κανείς. Αλλά κι αργότερα. Δεν την αντελήφθη κανείς ούτε στο δεύτερο, ούτε στο τρίτο βιβλίο. Την ανακάλυψαν χρόνια μετά, νομίζοντάς την νεκρή. Αποτραβηγμένη, κάπου στην αγγλική εξοχή. Και την χαιρέτησαν ως μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς του 20ου αιώνα.
Ο τρόπος γραφής της, βρισκόταν μπροστά από την εποχή. Κανείς δεν έγραφε τότε για εγκλωβισμένες γυναίκες. Δεν αφορούσαν κανέναν οι εγκλωβισμένες γυναίκες. Γυναίκες ήταν, εγκλωβισμένες θα ήταν.
Κι όταν την βράβευσαν, «ήρθε πολύ αργά» τους είπε.
Αυτές τις μέρες το αριστούργημά της «Καλημέρα, Μεσάνυχτα» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μελάνι».
Πάλι καλά που το βραβείο, τότε, την είχε προλάβει ζωντανή.
Διότι η Σύλβια Πλαθ πήρε το Πούλιτζερ, δεκαεννιά χρόνια μετά την αυτοκτονία της. Όταν η «Συλλογή ποιημάτων» της κυκλοφόρησε από τον Τέντ Χιουζ, τον ποιητή σύζυγό της, ο οποίος όταν ζούσε, την εγκατέλειψε. Και όταν πέθανε της έγραφε «Γράμματα Γενεθλίων».
Σήμερα η Σύλβια Πλαθ θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του 20oυ αιώνα.
Όπως και η Εμιλυ Ντίκινσον, εκατόν πενήντα χρόνια μετά. Η αμερικανίδα ποιήτρια που υπήρξε οικουμενική δίχως να ξεμυτίσει απ’ το δωμάτιό της. Και έγινε διάσημη, χωρίς να εκδώσει βιβλίο ποτέ όσο ζούσε. Τα ποιήματά της τα ανακάλυψε η αδελφή της σε ένα κλειδωμένο έπιπλο από ξύλο κερασιάς. Δύο χιλιάδες ποιήματα σ’ ένα παλιό σεντούκι.
Η αμερικανοεβραία μποέμ Helene Hanff, όμως, καθόλου δεν ήξερε. Όταν αλληλογραφούσε με τον βιβλιοπώλη Frank Doel ότι η αλληλογραφία τους θα γινόταν ταινία και βιβλίο μπεστ σέλλερ, η σχέση τους μαρμάρινη πλάκα σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο πενήντα χρόνια μετά.
Εμείς, βεβαίως, απ’ όλα αυτά εισπράττουμε τον γοητευτικό τους απόηχο. Όπως μας βρίσκει μέσα από επιμελημένες εκδόσεις. Τα διηγήματα «Ο κυρ- Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων», «Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ» και τα «Γράμματα γενεθλίων» που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Μελάνι», όσον αφορά την Σύλβια Πλαθ.
«44 ποιήματα & 3 γράμματα» από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό», όσον αφορά την Εμιλυ Ντίκινσον.
«84, Charing Cross Road», από τις εκδόσεις «Πόλις», η ιστορία της Helene Hanff με τον παλαιοβιβλιοπώλη.
Κι όσο για την Τζην Ρυς ακόμα μυρίζει μελάνι το βιβλίο της. «Καλημέρα, Μεσάνυχτα», τόσο καινούργιο για μας και ταυτοχρόνως παλιό! Πάντοτε τόσο αργά. Όταν η συγγραφέας γεννήθηκε τόσο νωρίς…

ΥΓ1. Στο μεταξύ έχουν περάσει απ’ όταν γράφτηκε το κείμενο αυτό ήδη δυο χρόνια. Από τις εκδόσεις «Μελάνι» η Πόπη Γκανά εξέδωσε της Τζην Ρυς άλλα δύο βιβλία: «Το Κουαρτέτο» και την «Πλατιά θάλασσα των Σαργασσών». Για το τελευταίο έγραψε ήδη κείμενο εξαιρετικό o Librofilo αλλά θα επανέλθουμε κι εμείς με Τζην Ρυς, εφ’ όλης της ύλης.
Μικρό υστερόγραφο- συμβουλή σε όλους τους βιαστικούς της γης: ό,τι αξίζει, θα ζήσει! Το μόνο που θα πρέπει να φροντίσουμε, κατά συνέπεια, εμείς, είναι αυτό που θα βγει από τα χεράκια μας να είσαι όσο πιο έντιμο γίνεται και όσο πιο βαθύ, απ’ την ψυχούλα μας μέσα! Όλα τ’ άλλα, του χρόνου είναι και ας τ’ αφήσουμε «απαλά – απαλά», όπως σοφά έλεγε ο Γέρων Πορφύριος, μόνο σ’ αυτόν!
Καλή Πρωτομαγιά τώρα, ναι? Και καλόν Μάη να έχουμε!

ΥΓ2: Μουσικές και ζωγραφιές, μόλις γυρίσει ο Moha, ναι? Κατά Παρασκευή το βλέπω! Mohaki μου στο μεταξύ καλά να περνάς!

22/4/08

Κραταιά ως θάνατος αγάπη


«Θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου,
ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου’
ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη,
σκληρός ως άδης ζήλος’
περίπτερα αυτής περίπτερα πυρός, φλόγες αυτής’
ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην,
και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν».


Ανάσταση… παντός καιρού

Το ‘χα το πρόβλημα από παιδί: αυτό που λαχταρούσα, απεχθανόμουν! Ό,τι με τραβούσε, μ’ απωθούσε. Έτσι συνέβαινε και με το Πάσχα. Όλο «πότε θ’ ανθίσουν οι πασχαλιές», «πότε θα βάψουμε τ’ αυγά», «πότε θα πάμε τις βιολέτες στον επιτάφιο» και «πότε θα χτυπήσει η αναστάσιμη καμπάνα».
Το πρώτο πλήγμα σε ηλικία άκρως τρυφερή ήταν βεβαίως η λαμπάδα! Τότε που έκανα τον μπαμπά μου τσακωτό να την φέρνει (μοβ στεφανάκι είχε θυμάμαι) με τσουρέκι και κόκκινα παπούτσια στη γιαγιά μου. Το κλάμα μου γιατί «ο μπαμπάς δεν ήταν η νονά» κι εγώ ήθελα «μονάχα τη νονά μου».
Τώρα έχω πια διάφορες… απίθανες νονές (όσες και όσους έχουν ακούσει τον καημό μου) κι έτσι μαζεύω πάνω από πέντε και δέκα -πολλές φορές- λαμπάδες! Με πεταλούδες, στεφανάκια, πένες και κόκκινα φτερά. Αφήστε που επέστρεψε πια πανηγυρικά και η… νονά μου! Έτσι επιστρέφουν όλοι, όταν δεν τους χρειάζεσαι!
Αυτό που δεν επέστρεψε ποτέ, είναι το Πάσχα που θυμάμαι. Ενδεχομένως επειδή ό,τι θυμόμαστε, δεν έχει αντίκρισμα, τελικά (ό,τι επιθυμούμε, θυμόμαστε).
Τώρα, την Κυριακή του Πάσχα όταν αρχίζουν οι χοροί κι οι τουφεκιές, δεν ξέρω πού να μπω για να κρυφτώ, μοναδική παρηγοριά η ανάσταση… Σουρούνη. Πάντα μου καταφεύγω σ’ αυτό το μισό-ουτοπικό, μισο-πραγματικό «Πάσχα στο χωριό» κι όλο επαναλαμβάνω, αν είναι να αναστήσω, μέσα μου θ’ αναστήσω!
Επειδή «Πάσχα στο χωριό δε σημαίνει αναγκαστικά άσπρες λαμπάδες, κόκκινα αβγά και σουβλιστό αρνί την εποχή που βγαίνουν οι παπαρούνες. Ούτε και σταυρωτά φιλιά. Παπαρούνες μπορούν ν’ ανθίσουν και τον Γενάρη, φτάνει να το θες. Ο καθένας μπορεί να αναστηθεί, όπου θέλει κι όποτε θέλει. Θα το καταλάβει όταν ασπαστεί τον εαυτό του. Κι επειδή μόνοι μας ερχόμαστε στον κόσμο και μόνοι μας φεύγουμε, ε, πρέπει, αν θέλουμε ν’ αναστηθούμε, να είμαστε κι εκεί μόνοι, ολομόναχοι. Για να μην υπάρχουν μάρτυρες και να μην το πιστεύει κανείς. Έτσι ώστε να είμαστε συνεχώς αναγκασμένοι να πράττουμε για να μας πιστέψουν οι άλλοι κι όχι συνεχώς να μιλάμε».
Σ’ αυτά ελπίζω. Για φέτος, δηλαδή, διότι ποτέ δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει η περιπέτεια της μέρας.
Υπάρχει ανάσταση! Μια ανάσταση που δε φαίνεται, δεν ακούγεται και κανείς δε μιλάει γι’ αυτήν. Αλλά αυτός που αναστήθηκε, ξέρει!
Κι αυτή, όπου κι αν είσαι, όπως κι αν είσαι, μπορεί ανά πάσα στιγμή να σε βρει. Είναι… ανάσταση παντός καιρού. Ε, λοιπόν, μια τέτοια ανάσταση εύχομαι για σας και για μένα!

ΥΓ. Πέρυσι τέτοιες ημέρες, ναι? Κι αυτό που ακολουθεί, φέτος Μεγάλη Τρίτη της Κασσιανής, «τα πάντα ρει» εντέλει!


Το «γνωρίζειν» είναι «αναγνωρίζειν»

«Αγάπα και κάνε ό,τι θες», τον ιερό Αυγουστίνο σκέφτομαι αυτές τις μέρες και την ταχύτητα που δεν μας επιτρέπει να ξανασταυρωθούμε, να ξαναναστηθούμε.
Φροντίζει, βέβαια, η ζωή με τις απίθανες επιστροφές. Το παρελθόν στα πόδια σου σαν ξεχασμένο ρούχο από φίλο παλιό. Το πρόσωπό σου στον καθρέφτη σταυρωμένο από τις ρυτίδες αλλ’ αναστάσιμο για τον πάντα παρόντα χαμένο καιρό.
Τελεσμένος χρόνος δεν υπάρχει. Κύκλος τα πάντα με διαρκή επαναληπτικότητα στα βασικά. Κατά την θεωρία Πουανκαρέ: σ’ ένα πεπερασμένο σύμπαν δεν γίνεται παρά οι Μεγάλες Στιγμές να μας συμβαίνουν πάλι και πάλι. Σε κάποιους άλλους έστω, αν όχι σε μας.
«Σουσάμι άνοιξε», η «κραταιά ως θάνατος αγάπη»:
«Σφράγισε μ’ εμένα την καρδιά σου.
Βάλε με και στο μπράτσο σου σαν βούλα.
Είν’ δυνατή σαν θάνατος η αγάπη.
Κι αχόρταγος ο πόθος σαν τον Άδη.
Σπίθες φωτιάς τριγύρω απ’ την αγάπη.
Κι η ίδια η αγάπη είναι φλόγα. Με το νερό δε σβήνετ’ η αγάπη.
Και δεν μπορούν ποτάμια να την πνίξουν».
«Άσμα Ασμάτων» σε μεταγραφή.
Κι όλα αυτά τρέχοντας σε μιαν ακατάληπτη άνοιξη: Με βασανιστικές επιστροφές, αναγκαστικές αποδοχές και την πεποίθηση πως κάτι θα πρέπει να πεθάνει για να ζήσει.
Παρ’ όλα αυτά κάτι σαν χαρμολύπη θρηνεί, ανθρώπινο, κι ιδού ο ίδιος θρήνος κατά Γκάτσο:
«Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρέμεται σήμερα σε ξύλο
ίλεως, Κύριε, γενού.
Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε, παιδί μου».
Μπουκίτσα φωτός, η γερόντισσα Γαβριηλία:
«Εσύ που ξέρεις την καρδιά μου
με το αύριο να τη δένεις…
κάνε να μη χάσω ποτέ μου τη χαρά
με Σε να είμαι, με Σε τον Ένα
μες στους πολλούς σαν με πηγαίνεις».
Ο «Φιλόσοφος και Θείος Έρως» κατά Ράμφο «Σκιά κρατούμαι και αλήθειαν βλέπω» κι ο Έρως ανθρώπινος στα «70 Eρωτικά» του Yeats:
«Θεέ μου! Το παράθυρο έχει φως
και κάποιος στέκεται εκεί,
μ’ όλο που
τα πατώματα έχουν γίνει στάχτη».
Η «νύχτα των δώρων» στο «Βιβλίο της άμμου» του Μπόρχες:
«Κάποιος επικαλέστηκε την πλατωνική θεωρία σύμφωνα με την οποία σε έναν προηγούμενο κόσμο, έχουμε δει τα πάντα έτσι ώστε το «γνωρίζειν» να είναι στην ουσία «αναγνωρίζειν». Ο Βάκων έχει γράψει ότι το να μαθαίνεις σημαίνει να θυμάσαι, και το να μη μαθαίνεις, ισοδυναμεί με το να ξεχνάς».
Ας ξαναθυμηθούμε την Ανάσταση και φέτος! Θα πρέπει οπωσδήποτε όλοι να βρούμε τον καιρό! Καλή Ανάσταση, ναι?

ΥΓ. Μοναδικό υστερόγραφο, η αγάπη κι η καρδιά μου! «Η ουτοπία ενός κουρασμένου ανθρώπου» και «οι εκούσιοι ηθοποιοί που ήταν μονάχα δύο- ο Λυτρωτής και ο Ιούδας». Η Ιστορία «που λατρεύει εξίσου και τους δυο και συγχωρεί όλους τους άλλους. Δεν υπάρχει ούτ’ ένας ένοχος. Ο καθένας, συνειδητά, ή ασυνείδητα, υπήρξε όργανο του σχεδίου που κατέστρωσε η Θεία Σοφία. Κι όλοι, τώρα έχουν το μερτικό τους στη Δόξα» (Μπόρχες και «Η αίρεση των τριάκοντα» απ’ «Το βιβλίο της άμμου» και πάλι). Όπου κι αν πάτε, ό,τι κι αν κάνετε, καλά να περάσετε και ν’ Αναστηθείτε οπωσδήποτε, Φιλιά





Llorona - Chavela Vargas



Moha

18/4/08

Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ...


Άνδρες συγγραφείς - γυναίκες ηρωίδες.

«Βάλε σ’ έναν άνθρωπο μια μάσκα και θα σου πει όλη την αλήθεια. Αν μιλήσει με γυμνό το πρόσωπο, τα περισσότερα που θα σου πει θα είναι ψέματα» (Όσκαρ Ουάιλντ)

Περισσότερο από ένας αιώνας πέρασε από τότε που ο μεγάλος Γουστάβ Φλωμπέρ δήλωνε με αυθάδεια «Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ», εξάλλου σάρκα από την σάρκα του, γέννημα του μυαλού του ήταν η Έμμα Μποβαρύ που εμείς οι γυναίκες πρωτίστως αγαπήσαμε.

Έκτοτε, πολλοί τον μιμήθηκαν,
Εξάλλου ποιος ξέρει καλύτερα τον γυναικείο πόνο και πόθο από τον δημιουργό και τον αποδέκτη τους;

Γι’ αυτόν- πιθανώς- τον λόγο προθύμως έγινε ο Τέννεσι Ουίλιαμς, κυρία Στόουν. Ο Λέων Τολστόι, Αννα Καρένινα. Ο Ερρίκος Ιψεν, Εντα Γκάμπλερ και κυρά της θάλασσας. Ο δικός μας Εμμανουήλ Ροίδης, πάπισσα Ιωάννα. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Φραγκογιαννού και ο Κώστας Ταχτσής, Εκάβη. Ακόμα και ο πολύς και βίαιος Στήβεν Κίνγκ δεν ξέφυγε από τον πειρασμό και έγινε Ρόουζ Μπάαντερ.

Το αποτέλεσμα ήταν να γεννηθούν σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ή τριτοπρόσωπη γραφή μερικές από τις σπουδαιότερες ηρωίδες της παγκόσμιας δραματουργίας. Αλλά και αθάνατα κλασικά μυθιστορήματα με κεντρικό πρόσωπο κάποια γυναίκα αξεπέραστη: «Η εξαδέλφη Μπέττη» και η «Ευγενία Γκραντέ» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, η «Μαντάμ Μποβαρύ» του Γουστάβ Φλωμπέρ. Η «Αννα Καρένινα» του Λέοντος Τολστόι. Η «Εντα Γκάμπλερ» και «Η κυρά της θάλασσας» του Ερρίκου Ιψεν. «Η ρωμαική άνοιξη της κυρίας Στόουν» του Τέννεση Ουίλιαμς. «Μια γλυκιά γυναίκα» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Η «Ρόοουζ Μπάαντερ» του Στήβεν Κίνγκ. Η «Ξέφρενη πορεία» και «Η φάλαινα με τα πράσινα μάτια» του Κριστιάν Μπομπέν. Η «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού. «Η τρισεύγενη» του Κωστή Παλαμά. «Η πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροίδη. Η «Κερένια κούκλα» του Μάνου Χριστομάνου. «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή. Η «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου.

Αλλά και οι σύγχρονοί μας. Πολλοί υπέπεσαν στον πειρασμό να ερωτευθούν και να χωρίσουν, να φοβηθούν και να πονέσουν, να ζήσουν και να πεθάνουν «γυναικεία».
Τα ερωτηματικά, φυσικά, ερωτηματικά. Τι είναι εκείνο που κάνει τον Πέτρο Αμπατζόγλου να «καθαρίζει» ως κυρία Φρήμαν; Κι ο Γιάννης Ξανθούλης; Γιατί αποπειράται να αυτοκτονήσει ως Μαργαρίτα; Τι είναι εκείνο που κάνει τον Αλέξη Σταμάτη ως Λήδα να φεύγει «Σαν τον κλέφτη μέσ’ στη νύχτα» σαν κυνηγημένος; Ο Κωστής Γκιμοσούλης; Γιατί χωρίζει ως Κατερίνα; Ξεχνιέται εύκολα η Λούλα του Ραπτόπουλου; Οσο για την Κυρία Κούλα είναι διασημότερη ακόμα και από τον συγγραφέα της, τον Μένη Κουμανταρέα.
Κάπως έτσι, λοιπόν, με πολλές ερωτήσεις αλλά και άπειρη απόλαυση ο Πέτρος Αμπατζόγλου έγραψε «Τι θέλει η κυρία Φρήμαν». Ο Παύλος Μάτεσις σχεδίασε μια σπαρακτική Ραραού στο μυθιστόρημά του «Η μητέρα του σκύλου» και μια σπαραξικάρδια κυρία Αρσενία στο «Πάντα Καλά». Ο Γιάνης Ξανθούλης μας έδωσε «Το τρένο με τις φράουλες». Ο Αλέξης Σταμάτης το «Σαν τον κλέφτη μέσ’ στη νύχτα». Ο Γιώργος Μανιώτης το «Ροζ μυθιστόρημα». Ο Κωστής Γκιμσούλης, δύο: «Μια νύχτα με την κόκκινη» και «Χέρι στη φωτιά». Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος τη «Λούλα». Ο Μάνος Κοντολέων «Συνέντευξη εκ βαθέων» και ο Μένης Κουμανταρέας την «Κυρία Κούλα» του.
Όλες, γυναίκες αλησμόνητες που μίλησε μέσα από τη φωνή τους ένας άντρας.
Το πως και τα γιατί, από τους ίδιους, όμως. Χωρίς καθόλου να αψηφούμε το γεγονός πως το άλλο φύλο μονίμως όλοι έχουμε στο μικροσκόπιο. Για να το σαγηνεύσουμε, να το κατανοήσουμε, να το κατακτήσουμε, να το καταστρέψουμε. Κατ’ αυτό τον τρόπο όντας και αρμοδιότεροι κάποια στιγμή να το σκιαγραφήσουμε. Να γράψουμε και να μιλήσουμε γι’ αυτό.


ΠΕΤΡΟΣ ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ:
Το βιβλίο του «Τι θέλει η κυρία Φρίμαν» που κυκλοφόρησε από τον «Κέδρο» το 1987 άφησε εποχή. Διότι ήταν το πρώτο από τα βιβλία γυναικείου μονολόγου που έγραφε όχι απλώς άνδρας συγγραφέας, αλλά συγγραφέας.
Η κυρία Φρίμαν που αν κάτι δεν μπορεί να γίνει όπως το θέλει αυτή, το θεωρεί προσωπική προσβολή της φύσης στο πρόσωπό της. Η κυρία Φρίμαν που αγαπάει και εκτιμά τον Φρίμαν σαν ένα αξιαγάπητο μογγολάκι. Η κυρία Φρίμαν που σχεδιάζει τη ζωή, αλλά δεν την ονειρεύεται. Η κυρία Φρίμαν που θέλει να κάνει έρωτα χωρίς περιορισμούς, να δαγκώσει και να δαγκωθεί, να ξεσκιστεί και να ξεσκίσει, ελεύθερα όπως πίνεις νερό, χορεύεις σε ντίσκο, όπως τρως παγωτό κατακαλόκαιρο ντάλα μεσημέρι.
Κυρία Φρίμαν, λοιπόν, ο συγγραφέας γίνεται και προσπαθεί να την καταλάβει.

Το χρονικό της κυρίας Φρίμαν, παράδοξο. Όπως παράδοξα ξεκινούν όλες οι κεντρικές ιδέες ενός μυθιστορήματος: «Ημουνα στην Ανδρο - όπως γράφω και στο βιβλίο- πίνοντας από ένα μπουκάλι ούζο και δίπλα μου ήταν η γυναίκα μου σιωπηλή όπως συνήθως, κάνοντας ηλιοθεραπεία και μπάνιο. Εκεί μου ’ρθε στο νου η σπιτονοικοκυρά που είχαμε στο Λονδίνο, μια ηλικιωμένη γυναίκα, αποφασιστική όμως και με διάθεση να κυβερνά. Είχα ενδιαφερθεί από τότε για κείνη, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Κι είχα ζητήσει να μάθω περίπου την ιστορία της, που δεν είναι, όμως, ακριβώς όπως και στο βιβλίο».

- Κύριε Αμπατζόγλου, γιατί τελικά φτάνει να σας απασχολεί σε ένα ολόκληρο βιβλίο η κυρία Φρίμαν και όχι ο κύριος Φρίμαν;

Διότι οι γυναίκες - κατά τη δική μου γνώμη- είναι ευφυέστερες των ανδρών στις κοινωνικές τους σχέσεις. Μ’ αυτήν την έννοια ο κύριος Φρίμαν είναι ένα εύκολο θύμα- είναι θύμα της ανδρικής μονολιθικότητας. Δηλαδή, δεν έχει την ικανότητα να ελίσσεται όπως ελίσσονται οι γυναίκες. Καλοπροαίρετα το εννοώ.
Ο κύριος Φρίμαν την ερωτεύεται την κυρία Φρίμαν, επειδή έτσι το θέλει αυτή. Όπως συμβαίνει συνήθως. Και στην ουσία είναι μια χιουμοριστική ιστορία η κυρία Φρίμαν, γιατί η κυρία Φρίμαν στο φινάλε, δεν θέλει τίποτα.
Ετσι όπως κοιτάζω, λοιπόν, τη θάλασσα στην Ανδρο μου έρχεται αυτή η ιστορία της κυρίας Φρίμαν. Γιατί ουσιαστικά αντιπροσωπεύει οποιονδήποτε άνθρωπο, είτε άνδρα είτε γυναίκα. Και την επιθυμία του να ζήσει, γιατί να ζήσουμε θέλουμε. Με μια διάχυτη, βέβαια, μοναξιά, που μοιάζει να είναι το τελικό αποτέλεσμα κάθε ανθρώπου.

- Κύριε Αμπατζόγλου, αλήθεια, έχετε σκεφτεί ποτέ το γιατί επιλέγει ένας συγγραφέας να τα... πει σαν γυναίκα;

Βέβαια, δεν το αρνούμαι ότι ξέρω τα μυστικά. Τι με έκανε να το γράψω; Το ότι οι άνδρες, δυστυχώς, είναι μονόχνωτοι, είναι άκομψοι. Πάρτε για παράδειγμα ένα κοριτσάκι. Είναι χαριτωμένο, ναζιάρικο... Οι άντρες είναι μπουμπούνες. Εγώ πιστεύω ότι έχουμε ένα μεγάλο ατύχημα, να μας κυβερνάνε οι άντρες. Γιατί οι γυναίκες, ό,τι και να ‘ναι, έχουν μια ευελιξία, έχουν μια ικανότητα. Δεν τους χωνεύω καθόλου τους άντρες! Βέβαια, είμαι άνδρας δυστυχώς. Αλλά έγραψα αυτό το βιβλίο για να εκφράσω αυτό το «έξυπνο».


ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ:
«Λέγε με Ραραού καλύτερα.
Ρουμπίνη είναι το βαφτιστικό μου...»
Σίγουρα είναι ο έλληνας συγγραφέας που μας έδωσε τις περισσότερες και τις καλύτερες ηρωίδες, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μάλιστα. Με πρώτο και καλύτερο το βιβλίο του «Η μητέρα του σκύλου» που έκανε άπειρες επανεκδόσεις, μεταφράστηκε και βραβεύτηκε και μας έδωσε μια Ραραού που σχεδόν αυτονομήθηκε.
Αλλά αυτόνομα κινούνται και πορεύονται - ακόμα και μέσα στο βιβλίο όπου εμπεριέχονται, ο ίδιος ο συγγραφέας τους το επιτρέπει- και η κυρία Αρσενία στο «Πάντα καλά» και η μικρή Μυρτάλη, η κουτσή πόρνη στον «Σκοτεινό οδηγό». Κάνοντας μας να σπαράξουμε στο γέλιο η πρώτη, κι η δεύτερη στο κλάμα. Αφήνοντας και οι δυο μια σταγόνα από το αίμα τους στα δοκίμια του συγγραφέα τους.
Τώρα, το γιατί η Ραραού, η Αρσενία και η Μυρτάλη κρίθηκαν οι πλέον αρμόδιες να μας μιλήσουν για τον πόνο, τον θάνατο, την ιστορία και τη ζωή, τις απαντήσεις τις αναζητήσαμε από τον ίδιο τον Παύλο Μάτεσι.

- Κύριε Μάτεσι, πώς γεννήθηκαν οι ηρωίδες σας, Μάρθα στο θεατρικό «Εξορία», Ραραού στο μυθιστόρημα «Μητέρα του Σκύλου», Μυρτάλη στον «Σκοτεινό οδηγό»... Υπάρχει κοινός άξονας;

Είναι γυναίκες που έχουν υποστεί μια καίρια αδικία, ή διάψευση, δηλαδή δεν τους δόθηκε αυτό που δικαιούνται ή προσδοκούν. Ετσι, υποκαθιστούν τον Νόμο, καθαιρούν τον θεό, γίνονται αυτές θεοί (όχι θεές) και επιβάλλουν μια δική τους κοσμική τάξη. Από τις διαψεύσεις και αδικίες που έχουν υποστεί, δυσπιστούν ως προς τις δυνατότητες του θεού, τον απορρίπτουν, και υφαρπάζουν τα όπλα του, πχ. Το θεικό προνόμιο να αφαιρούν ζωές χωρίς να θεωρούν τον εαυτό τους ένοχο. Είναι ηρωικές επειδή δεν διαθέτουν εφόδια, δηλαδή είναι: εκτός θρησκείας, εκτός παιδείας, χωρίς κοινωνική επιφάνεια ή περιουσία, έχουν δηλαδή το βασικό γνώρισμα του αδύναμου ατόμου, είναι αθωράκιστες. Όμως είναι ανυποχώρητες και ηρωικές και, κυρίως, δεν τους έχει χαριστεί η αγάπη. Το κρίσιμο σημείο εδώ δεν είναι η απουσία αγάπης, αλλά ο εθισμός στην απουσία αγάπης, μια υψηλής τάσεως αναπηρία. Άτομα αδέσποτα δεν έχουν που να προσφύγουν, κανέναν να επικαλεσθούν, να ονειρευτούν, να ερωτευθούν, απελπιστικά ελεύθερες, γι’ αυτό άξιες οίκτου αλλά και, ανελέητες, εφαρμόζουν τη δική τους άποψη περί δικαιοσύνης. Και προσφεύγουν σε μένα να τους δώσω βήμα και φωνή.

- Τι οδηγεί έναν άντρα συγγραφέα να μιλήσει μέσα από μια ηρωίδα;

Δεν μιλάω εγώ, αλλά αυτές. Δεν τις έπλασα με βάση λογικές ή κοινωνιολογικές διεργασίες. Μαγεία και όχι λογική τις έφερε, από τα ερέβη όπου συμβιώνουν με τις «νυκτός παίδες άπαιδες» (Αισχύλος), τις Ερινύες, αλλά δίχως τη μεγαλοπρέπεια εκείνων: αντί για κοθόρνους φοράνε γόβες ξεχειλωμένες. Είναι σκεύη κραταιά, που επωάζουν, με αταραξία αλλά χωρίς μίσος, την Άτη (η θεά της βλάβης και των συμφορών, γέννημα ύβρεως), απρόσβλητες από τύψεις και ενοχές, στοιχείο αυτό θεού και όχι ανθρώπου.

- Τι κάνει μια γυναίκα- ηρωίδα να είναι πιο σημαντική από τον άντρα και τι μπορεί ενδεχομένως να βιώσει μια γυναίκα που αδυνατεί να βιώσει ένας άντρας;

Εδώ δεν παίζει ρόλο το φύλο, αλλά το βάθος ψυχισμού του ανθρώπου. Στον τυχερό συγγραφέα προσέρχονται και προσφέρονται εθελοντικά και πιεστικά, γυναίκες - θεοί που επιπλέον διαθέτουν την αντοχή να μη συγχωρούν (αντοχή που δεν διαθέτει ο άρρην). Συνορεύουν με τον τρόμο και τον φόβο, όχι με τη χαρά. Και προτιμάει ο συγγραφέας τον φόβο και τον τρόμο, επειδή ως πρώτη ύλη, είναι ισχυρότερα από τη χαρά και την καλοκαγαθία.


ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ:
«Σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα» μπήκε στη ψυχοσύνθεση της Λήδας και την απελευθέρωσε. Μέσα από την παράσταση και το έργο την οδήγησε μέχρι την άκρη της γης. Καμία φορά η αυτογνωσία απαιτεί απόσταση. Έστω και αν εκείνο που ψάχνουμε είναι κάτω από τη μύτη μας. Εμείς θα πρέπει να τηνε κάνουμε, εν τω μεταξύ, την διαδρομή. Για να λυθούν ένας μετά τον άλλον όλοι οι κόμποι- γρίφοι του σκοτεινού παρελθόντος μας.
Στο μυθιστόρημά του «Σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα» που κυκλοφορεί από τον «Καστανιώτη» ο Αλέξης Σταμάτης επιλέξει για ηρωίδα του μια γυναίκα, την Λήδα Λοίζου, την καλύτερη ηθοποιό της γενιάς της, για να ταξιδέψει μέσω αυτής στον χώρο και στον χρόνο.
Για την επιλογή της Λήδας, να βιώσει δύο σπουδαίες συμπαντικές έννοιες τον Έρωτα και τον Θάνατο, ο συγγραφέας υποστηρίζει:
«Η επιθυμία μου ήταν να βρω ένα πρόσωπο που να είναι σε θέση να καταδυθεί ψυχικά και σωματικά ως το ίζημα των πραγμάτων. Να περάσει σε ένα «αρχαίο» τόπο, ένα τόπο μνήμης και κάθαρσης που κατοικείται ταυτόχρονα από το υπαρκτό και το ανύπαρκτο. Η Λήδα, η ηρωίδα μου, ήθελα να βρίσκεται σε μια ειδικά φορτισμένη κατάσταση την περίοδο που θα κληθεί να αρχίσει αυτό το ταξίδι. Άρχισε λοιπόν να την σχεδιάζω με βάση αυτό το κεντρικό ζητούμενο. Ήθελα να είναι ηθοποιός ώστε να λειτουργεί πάνω της η θερμοκρασία του ρόλου - και μάλιστα ενός τόσο «ανοιχτού» ρόλου όπως είναι η Ελίντα της «Κυρίας από την Θάλασσα» του Ίψεν την οποία υποδύεται. Ήθελα να είναι έγκυος ώστε η ορμονική της ιδιαιτερότητα να την κάνει πιο «ανήσυχη» και τέλος ήθελα να έχει ένα παρελθόν κλειστό και «υποθαλάσσιο» ώστε να υπάρχουν θαμμένα ζητήματα προς αναμόχλευση. Όλες αυτές οι ιδιότητες έπρεπε να συνεργάζονται ώστε να είναι ανοιχτή σε μια εντελώς ιδιαίτερη εμπειρία που θα την κάνει να ακολουθήσει, να ταυτιστεί ουσιαστικά με το ίδιο της το ένστικτο».

- Τι είναι εκείνο που κάνει η Λήδα που δεν θα μπορούσε να κάνει ένας άντρας, κύριε Σταμάτη, αν βρισκόταν στη θέση της;

Εάν η Λήδα ήταν άντρας, ίσως να μη διακινδύνευε αυτό το ταξίδι στα μύχια της ψυχής της. Οι άντρες συνήθως δεν είναι τόσο συναισθηματικά γενναίοι. Λειτουργούν πιο πολύ με τη λογική, με το φαινομενικά αρραγές δίδυμο αίτιου- αποτελέσματος. Δύσκολα θα θεωρήσουν δεδομένη μια εκ πρώτης όψεως «μη λογική» κατάσταση, ώστε να μπουν μέσα και να ρισκάρουν να απομακρυνθούν από την επικράτεια του «φαίνεσθαι» των πραγμάτων. Ο άντρας εξηγεί. Η γυναίκα βιώνει. Είναι ένα φυσικό χάρισμα που ζηλεύω αφόρητα.

- Και τι είναι εκείνο, κατά τη γνώμη σας, που κάνει έναν άντρα συγγραφέα να επιλέξει ως κεντρικό πρόσωπο μια γυναίκα σε ένα βιβλίο;

Τα βάθη της γυναικείας ψυχής είναι για έναν άντρα ένας πολύ μακρινός πλανήτης. Σκεφθείτε λοιπόν αν για κάποιο λόγο κληθεί να βουτήξει ως τον πυθμένα, να σκεφθεί, να λειτουργήσει σαν γυναίκα. Δεν μιλώ για μια εξωτερική παρενδυσία που θα αρκούσε μια trans μεταμφίεση αλλά για μια παρενδυσία ψυχής με τον άντρα να συνδέεται παροδικά με το υπόγειο εργαστήριο της γυναικείας φύσης εκεί που τελούνται οι μυστικές ζυμώσεις της θηλυκής λειτουργίας. Δεν ξέρω άλλο τομέα στον οποίο μπορεί να επιτελεστεί πιο ουσιαστικά αυτή η «παρά φύση» κατάδυση, παρά εκείνον της λογοτεχνίας. «Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ» έφτασε να πει ο Φλωμπέρ. Ως άντρας συγγραφέας, το να επιλέξεις για κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματός σου μια γυναίκα είναι μια άκρως επικίνδυνη απόφαση, είτε χρησιμοποιήσεις το πρώτο είτε το τρίτο πρόσωπο. Πόσο μάλλον εάν αυτή η γυναίκα είναι ηθοποιός.
Σαν ηρωίδα μυθιστορήματος η γυναίκα- ηθοποιός είναι ένα πλάσμα τρομακτικά ενδιαφέρον, μια και ανθίσταται στον δημιουργό της με όλο της το είναι. Ον φευγαλαίο και εφήμερο, δεν την χωράει το χαρτί. Η κατάκτησή της ή όχι- εξαρτάται από την χημεία συγγραφέα και χαρακτήρα. Αν δεν συμβεί, η ηθοποιός ηρωίδα θα παραπαίει μεταξύ σκηνής και σελίδας, ακονίζοντας με τα χέρια της αέρα ώσπου να καταρρεύσει Σα χάρτινος ρόλος. Αν συμβεί, μπορεί και να μείνει στο χαρτί και στην καρδιά του δημιουργού της για πάντα, κάτι που ελπίζω να έγινε με τη Λήδα.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ:
Μια γυναίκα κυριολεκτικά στα αχνάρια της... Θάτσερ, παρ’ όλη της τη σαγήνη - κίνδυνο για όλο τον γυναικείο πληθυσμό στην εποχή μας- σκιαγραφεί αριστουργηματικά ο Γιώργος Μανιώτης στο μυθιστόρημά του «Η αδρεναλίνη... πάντοτε ψηλά!» που κυκλοφόρησε από τον «Πατάκη» το 1999.
Για του λίγου, μάλιστα, το αληθές και το... σαφές το αφιερώνει «Σε όλες τις ανεξάρτητες και απελευθερωμένες γυναίκες».
Η Αμάντα Στόουν, μια σαγηνευτικά όμορφη γυναίκα σε τριτοπρόσωπη αφήγηση είναι πια εκείνη που επιβάλει τον ρυθμό της ζωής, επαναπροσδιορίζοντας το ρόλο του καθενός, αρχής γεννομένης από τον παλαιότατο εκείνο του άνδρα.
«Στο πρόσωπό της, το αιώνιο θήλυ - όπως επισημαίνει ο συγγραφέας- απέραντα οργισμένο, γίνεται ο γλυκός και καταστροφικός δαίμων που εν μία νυκτί από υπάκουος δεσμώτης της κουζίνας μεταβάλλεται σε απόλυτο εξουσιαστή του θεωρούμενου κυρίαρχου φύλου».
Την είχε προετοιμάσει ο ίδιος, εξάλλου, αυτή την επανάσταση. Μέσα από το μυθιστόρημά του «Το ροζ και το μπλε» με τον υπότιτλο «ένα ερωτικό μυθιστόρημα» όπως το χαρακτήρισε το 1996. Που κυκλοφόρησε, επίσης, από τον «Πατάκη». Εκεί η Λίζα είναι ακόμα μπερδεμένη. Και τα αρσενικό- μπλε και θηλυκό- ροζ, εκείνοι οι περίφημοι ρόλοι- χρώματα παίζουν ακόμα σημαντικό ρόλο.
Πώς έγινε η Λίζα- Αμάντα Στόουν και όλη την πολυκύμαντη εκείνη διαδρομή, και γενικότερα για τις γυναίκες των βιβλίων του, μας εξηγεί ο ίδιος ο συγγραφέας, διατρέχοντας μάλιστα σε όλα τα... είδη των γυναικών:
«Οι γυναίκες που μπορεί κανείς να συναντήσει στα έργα μου είναι γυναίκες της γης και γυναίκες της πόλης. Υπάρχουν δηλαδή γυναίκες που αρνούνται να εγκαταλείψουν την γη, γυναίκες που με μεγάλη ευκολία εγκαταλείπουν την γη και αφομοιώνονται από την πόλη, γυναίκες που ξεχνάνε την γη μόλις βρεθούν στην πόλη, γυναίκες που αρνούνται κάθε επαφή με την γη και παραδίδονται άνευ όρων στην μέθη των φωτεινών επιγραφών και γυναίκες που δεν πατάνε πουθενά ούτε στην γη ούτε στην πόλη.
Οι γυναίκες που αρνούνται να εγκαταλείψουν την γη είναι γυναίκες που αγαπάνε τα παιδιά τους γι’ αυτό που είναι και τίποτα παραπάνω.
Οι γυναίκες που με μεγάλη ευκολία εγκαταλείπουν την γη και αφομοιώνονται από την πόλη αγαπάνε τα παιδιά τους γι’ αυτό που εκπροσωπούν μέσα στον κοινωνικό χώρο, αγαπάνε δηλαδή και χαρίζουν την ευχή τους μόνον στα παιδιά τους που έχουν επιτύχει κοινωνικώς. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο είδος γυναίκας γιατί έχει χάψει ολοσχερώς το αγκίστρι του μεταπολεμικού ονείρου και προσπαθεί πάση θυσία να κάνει το παιδί της οπωσδήποτε ρέκορντμαν. Οι γυναίκες αυτές πολλές φορές χρησιμοποιούν την στοργή, την αγάπη τους και την πειθώ τους, χειρότερα από ότι ένας διευθυντής αστυνομίας παλαιού τύπου χρησιμοποιούσε τον βούρδουλα. Είναι κουτοπόνηρες και το μόνο που καταφέρνουν τις περισσότερες φορές είναι να δημιουργούν ναυάγια και ψυχολογικά ράκη.
Οι άλλες γυναίκες που βρίσκονται στην πόλη αλλά ποτέ δεν λησμονούν την γη παίζουν βέβαια το παιχνίδι των καιρών αλλά με τίποτα δεν είναι τόσο απόλυτες όσο οι προηγούμενες. Τα πρόσωπά τους είναι κατοικήσιμα και γλυκά και όταν βλέπουν ότι ο κόμπος φτάνει στο χτένι δεν σπρώχνουν τα πράγματα στα άκρα, αγαπούν και χαρίζουν την ευχή τους σε αυτό που έχουν είτε σαν μητέρες είτε σαν αγαπημένες. Οι γυναίκες αυτές είναι ο καλλίτερος συνδυασμός μητρικής στοργής και κοινωνικής φιλοδοξίας.
Οι άλλες γυναίκες που λησμονούν παντελώς την γη και παραδίδονται άνευ όρων στην μέθη των φωτεινών επιγραφών επιτυγχάνουν συνήθως επαγγελματικώς αλλά αποτυγχάνουν συναισθηματικώς. Είναι γενναίες γυναίκες και πολύ ξεκάθαρα προτιμούν τούτο από κείνο. Δεν δέχονται να θυσιάσουν το αίσθημα της ελευθερίας που έχουν και με ευθύτητα και θάρρος παίρνουν το βάρος της ζωής τους απάνω τους. Για μένα αυτό είναι ο καλύτερος τύπος γυναίκας αλλά η γυναίκα αυτή πολύ δύσκολα γίνεται σύντροφος και ακόμα δυσκολότερα μητέρα.
Οι τελευταίες γυναίκες που δεν πατάνε πουθενά είναι οι πιο συμπαθείς γιατί αυτές υποφέρουν τα περισσότερα. Συνήθως δεν ξέρουν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, είναι ευκολόπιστες και αφήνουν τους άλλους τους αρσενικούς κυρίως να τις χρησιμοποιήσουν με τον χειρότερο τρόπο. Είναι ευαίσθητες, ανήμπορες και ανυπεράσπιστες γι’ αυτό συνήθως κακοπαθαίνουν. Δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την εποχή και λυγίζουν. Υπάρχουν τελευταίως και οι δήθεν προοδευτικές άλλο ένα επικίνδυνο είδος. Αυτές χρησιμοποιούν την διαλεκτική για να προασπίσουν τα μικροαστικά τους συμφέροντα και για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Συνήθως είναι εργοστάσια κυνισμού και επιφανειακής, αρπακτικής καλοσύνης. Η διαλεκτική τις βοήθησε μόνον για να κρύβουν το αδηφάγο τους πόθο για κοινωνική άνοδο και σε τίποτα άλλο.
Επίσης κλείνοντας θέλω να μιλήσω και για όλα αυτά τα καρτούν κοριτσάκια που εκστασιάζονται με τα μούσκλια των ροκ στάρς και κτυπιούνται. Εγώ συνηθίζω να τις ονομάζω ροζ χούλιγκανς και πικραίνομαι όταν τις βλέπω άνευ λόγου και αιτίας στα γήπεδα και τους δρόμους γιατί σκέφτομαι ότι έχουν να περάσουν πολλά στην ζωή τους.

- Με τόσο ενδιαφέροντα.... είδη γυναικών, επομένως, δεν είναι να απορούμε γιατί ένας συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει, τελικά, σαν ηρωίδα, έτσι δεν είναι κύριε Μανιώτη;

Όσο και αν φαίνεται ότι η εποχή καταπιέζει τις γυναίκες εγώ δεν νομίζω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μπορεί να τις καταπιέζει εξωτερικά, αλλά εσωτερικά έχω την εντύπωση ότι τους δίνει μεγάλη ελευθερία. Για να γίνω σαφέστερος, έχω διαπιστώσει ότι η εποχή επιτρέπει στις γυναίκες ελευθερία συναισθημάτων, τους επιτρέπει να εκφράζονται, τους επιτρέπει τα χρώματα, τελευταίως τους επιτρέπει την πρόοδο με λίγα λόγια τους επιτρέπει να υπάρχουν ολόκληρες. Δεν είναι μεμπτό η γυναίκα να έχει φαντασία και ευλυγισία στο μυαλό. Η εποχή δεν λογοκρίνει τις κινήσεις τους, τους τόνους της ομιλίας τους, τα ρούχα τους, βεβαίως η ασυλία αυτή κάποτε φτάνει στην ελευθερία της καρικατούρας, αλλά τι να κάνουμε ο καθείς και τα όπλα του.
Εν πάση περιπτώσει οι γυναίκες σήμερα είναι το πιο ζωντανό κομμάτι του κοινωνικού χώρου και είναι φυσικό να αποτελούν ένα γόνιμο τοπίο για συγγραφικές περιηγήσεις. Κοχλάζουν από φιλοδοξίες και πάθη. Είναι οι κλειδοκράτορες του ερωτικού ενστίκτου, όλοι απευθύνονται σε αυτές. Η διαφήμιση πρώτα από όλα ολοκληρωτικά τους ανήκει. Αυτό κάτι σημαίνει. Μπορούν να παραμείνουν ο εαυτός τους ή αν το επιθυμούν μπορούν να παίξουν πολλούς ρόλους. Είναι πιο ξεκούραστες από τον ανδρικό πληθυσμό γιατί δεν είναι και πολύς καιρός που βγήκανε στα πεδία της επιβίωσης. Οι γυναίκες πλάθουν τις καταστάσεις, οι γυναίκες διοικούν τα σπίτια και πολλές τα κράτη. Σε αυτές απευθύνονται όλα τα τραγούδια. Είναι το κέντρο του κόσμου και ο κόσμος γυρίζει γύρω τους. Με λίγα λόγια είναι πιο ανθρώπινες, και πιο βατές.
Από την άλλη οι άντρες έχουν συγκεκριμένο λεξιλόγιο, συγκεκριμένα ρούχα, συγκεκριμένες σκέψεις, συγκεκριμένες ιδέες, συγκεκριμένες αντιδράσεις, είναι ένα ξερό τοπίο εγωισμού και άγονης φιλοδοξίας.
Φυσικό δεν είναι ένας συγγραφέας να προτιμήσει να κάνει ένα περίπατο στο βουερό και επικίνδυνο δάσος των γυναικών παρά να πεθάνει από την δίψα στο έρημο τοπίο των ανδρών; Με αυτό θέλω να πω ότι οι άντρες είναι πολύ προβλέψιμοι, είναι πολύ ευκολοχρησιμοποίητοι, δεν παρουσιάζουν εκπλήξεις, αγαπάνε τα αθλητικά, δεν διαβάζουν ποτέ, τους αρέσουν τα ωραία αυτοκίνητα, θέλγονται να επιδεικνύουν μια ωραία γυναίκα, ζούνε σε άλλη διάσταση, στη ζώνη του λυκόφωτος. Τι να κάνουμε, πολύ πιθανόν μονάχα έτσι να μπορούν να αντέξουν την ξηρασία του οκτάωρου. Σε όλους είναι χρήσιμη αυτή η εγωιστική τους υπνοβασία, αυτή η άπνοια του νου και της καρδιάς είναι αρκετά προσοδοφόρος. Έτσι τους μεγαλώνουν, έτσι τους ερωτεύονται, έτσι τους συντηρούν οι γυναίκες... και οι κυβερνήσεις. Αν και εγώ τελευταίως έχω σκύψει πολύ απάνω τους και θέλω να δω τι κρύβεται κάτω από την στιλπνή αυτή πανοπλία που έχει γίνει ένα με την σάρκα τους. Που θα μου πάει θα το βγάλω στο φως.



ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ:
«Μια ιστορία δρόμου. Μια γυναίκα, χωρίζοντας απ’ τον μεγάλο έρωτά της, παίρνει τους δρόμους».
«Θα κινδυνέψει να χάσει και την ψυχή της».
«Οι αισθήσεις και τα αισθήματά της οξύνονται σ’ απρόσμενο βαθμό κι ο ίδιος ο πόνος γίνεται ο δρόμος μιας πρωτόγνωρης αυτογνωσίας».
Κάπως έτσι παρουσιάζει την ιστορία του «Μια νύχτα με την κόκκινη» - που κυκλοφόρησε από τον «Κέδρο» το 1995- ο Κωστής Γκιμοσούλης. Και μέσα από την ηρωίδα του την Κατερίνα που περιγράφει πρωτοπρόσωπα ερωτεύεται, χωρίζει, αγγίζει και ξεπερνά τα όριά του.
Ηρωίδα επιλέγει, όμως, για να διανύσει την τρέλα και το «Χέρι στη φωτιά». Βαδίζει στο πλάι της σαν αφηγητής. Τον διάλεξε, όμως, εκείνη: η Έρση. «Κάποτε θα γράψεις ένα βιβλίο για μένα» του έλεγε. Κι αυτός γελούσε. Εν τέλει δεν της αντιστάθηκε. Το γιατί δεν αντιστέκεται, τελικά, στις ηρωίδες του, μας το εξηγεί ο ίδιος:

- Κύριε Γκιμοσούλη, πώς γεννήθηκε η Κατερίνα σας; Και τι είναι εκείνο που κάνει έναν συγγραφέα να τα... πει σαν ηρωίδα;

Μονάχα σ’ ένα βιβλίο έγινα Κατερίνα. Δηλαδή μεταμορφώθηκα, χωρίς κι εγώ να καταλάβω πως, σε γυναικείο πρόσωπο και λόγο. Δεν έγινε επίτηδες και καθόλου προαποφασισμένα. Απλούστατα σε κάποια φάση της ιστορίας, κατά την διάρκεια ενός διαλόγου- μονολόγου, το πρώτο πρόσωπο της Κατερίνας ξεκίνησε να μιλάει και δεν σταμάτησε ώσπου το «Μια νύχτα με την κόκκινη» έφτασε σ’ ένα τέλος.
Αισθανόμουν βολικά μέσα στην ομιλία της, ήξερα ανά πάσα στιγμή τι ήθελε να ξεστομίσει - κάποιος μέσα μου μού το ψιθύριζε-, η ανάσα της ζέσταινε τ’ αυτί μου. Η αμεσότητα που πετύχαμε η Κατερίνα μου κι εγώ δεν συγκρινόταν με κανένα τρίτο πρόσωπο.
Από τότε έμαθα ένα μυστικό: ακόμα κι όταν αφηγούμαι σε τρίτο πρόσωπο, η φλόγα της καταπρόσωπο ανθρώπινης λαλιάς να μην με εγκαταλείπει.

- Τι είναι εκείνο, δηλαδή, που σου επιτρέπει μια γυναίκα ως ηρωίδα, που δεν σου επιτρέπει αντιστοίχως ένας άντρας;

«Βάλε σ’ έναν άνθρωπο μια μάσκα και θα σου πει όλη την αλήθεια. Αν μιλήσει με γυμνό το πρόσωπο, τα περισσότερα που θα σου πει θα είναι ψέματα». Νομίζω του Οσκαρ Ουάιλντ είναι η παραπάνω σκέψη και ταιριάζει γάντι στην περίπτωση.
Το πρόσωπο της Κατερίνας στο «Μια νύχτα με την κόκκινη» μου έδωσε την ελευθερία να εκφράσω συναισθήματα που ισχύουν εξ ίσου και για έναν άντρα. Απλώς εκδηλώνονται αλλιώς. Οι βαθύτερες ανάγκες δεν έχουν φύλο.
Στον έρωτα και κατά την διάρκεια της σεξουαλικής πράξης- επειδή για κλάσματα ανοίγει μια πόρτα στο άγνωστο και χάνουμε τον αυτοέλεγχο - τα μυστικά τοπία, στο φως μιας αστραπής, αποκαλύπτονται: ο άνθρωπος υπερβαίνει τον εαυτό του και κοιτάζει κατάματα τον θάνατο.

- Τελικά, η ιστορία είναι εκείνη που επιλέγει το... φύλο της; ‘Η είναι μια απόφαση λογική και αποκλειστικά του συγγραφέα της;

Η αφήγηση μιας ιστορίας, παρότι απαιτεί μεγάλη ψυχραιμία, συγχρόνως δημιουργεί υψηλές θερμοκρασίες στην ψυχή του αφηγητή. Μιλάει για ξένα πρόσωπα, αλλά η πυρκαγιά είναι δική του. Στο βάθος - βάθος, γράφοντας ένα βιβλίο επιχειρείς να λύσεις έναν κόμπο δικό σου. Κι όταν πετύχεις το σημείο του βρασμού, δεν επιλέγεις πια μ’ εργαλείο μόνο το μυαλό.
Η ιστορία μοιάζει να διαλέγει από μόνη της τον πιο αληθινό, τον άμεσο τρόπο. Η Κατερίνα για να είναι αυθεντική, ήθελε να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο.
Βέβαια, θα μου πείτε: Μα στα περισσότερα βιβλία σου, οι ηρωίδες είναι γυναίκες. Η Έρση στο «Χέρι στη φωτιά». Η Μαρία Πολυδούρη στο «Βρέχει φως».
Το μόνο που μπορώ να σας απαντήσω είναι, πως από γυναίκα βγήκα. Τα περισσότερα βήματα στο κενό, παρακινούμενος από γυναίκες τα ‘χω κάνει. Η επαφή με το άλλο φύλο σε κρατάει ζωντανό, αλλά και μπορεί να σε συντρίψει. Από σένα εξαρτάται.
Ο Χεμινγουέι μια συλλογή διηγημάτων του την ονόμασε «Άντρες χωρίς γυναίκες». Κι όμως η μορφή της γυναίκας γίνεται αισθητή σχεδόν σε όλα.
Ο ομφάλιος λώρος (βιολογικός και κοινωνικός), από τη μήτρα ξεκινάει. Οι γυναίκες είναι πιο γήινες από μας, που φαντασιώνουμε συνέχεια. Έχουν πιο στέρεη σχέση με την πραγματικότητα. Αυτές γεννάνε κι έχουν επαφή με το αίμα κάθε μήνα.
Αφήστε τους ανθρωπολόγους και τις φεμινίστριες να λένε: η εποχή της μητριαρχίας δεν τελείωσε ακόμα!

Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και ο κατάλογος των ανδρών συγγραφέων, που φλερτάρουν με γυναίκες - ηρωίδες να είναι ατέλειωτος. Ανάμεσα στις σχετικά πρόσφατες και σημαντικές εκδόσεις συγκαταλέγονται και τα εξής:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ:
Όταν το 1996 κυκλοφορούσε «Το τρένο με τις φράουλες» με εκείνη την ονειρική ζωγραφιά του τρένου με τις φράουλες στο εξώφυλλο, ράγισαν πολλές γυναικείες καρδιές.
Η Μαργαρίτα και τα είκοσι πέντε χρόνια γάμου που θυσιάστηκαν σε μια παρόρμηση, η Μαργαρίτα με τα κιλά της και με τη μοναξιά της, βρήκε πολλές πρόθυμες Μαργαρίτες να ταυτιστούνε μαζί της.
Ο συγγραφέας τολμούσε σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και το κατόρθωνε, τελικά, να ζωντανέψει μια ηρωίδα με σάρκα και αίμα. Και μέσ’ από κείνη μια ζωγραφιά και μιαν ανάμνηση θαμμένη για πάρα πολλές αναγνώστριες στα βάθη του χρόνου:
Μαργαρίτα Δουφεξή, μαθήτρια Γυμνασίου,
Πρώτο βραβείο πρωτότυπης ζωγραφιάς
για το «Τρένο με τις φράουλες», 1954.
«Δύο βαγόνια φορτωμένα φράουλες. Μεγάλες, αρωματικές, δροσερές φράουλες. Μέχρι επάνω. Πήχτρα στις φράουλες, που είχαν το μέγεθος κολοκύθας».
Στο πρόσωπό της και στα πάθη της συγκέντρωνε όλη την αποτυχία των σχέσεων και τα αδιέξοδα της σύγχρονης μοναξιάς. Ενδεχομένως διότι μόνο μια γυναίκα τολμούσε και να βιώσει και να συνειδητοποιήσει. Να τα τραβήξει τα πράγματα μέχρι τα έγκατα των σπλάχνων της.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ:
«Είναι είκοσι χρονών, φοιτήτρια της Φιλοσοφικής και υπερβολικά όμορφη. Και ταυτόχρονα σεμνότυφη και ανασφαλής και αθώα. Το μεγάλο της πρόβλημα είναι ότι δε φτάνει σε οργασμό». Την λένε «Λούλα» και τη γνωρίσαμε το 1997 που κυκλοφόρησε από τον «Κέδρο». Και έκτοτε ουδείς την ξέχασε.
Η Λούλα Παπαχατζή μέσα από τις 500 σελίδες της ιστορίας της - που αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο ο συγγραφέας- καθιέρωσε «μια νέου τύπου πεζογραφία» όπως γράφτηκε.
Αλαφροίσκιωτη και ανυπότακτη κατά συνέπεια, η Λούλα, ήταν η μόνη που θα μπορούσε αυτόν τον ρόλο να τον επωμιστεί.

ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ:
«Με στοιχεία προσωπικών συνεντεύξεων» - αυτός ήταν εξάλλου και ο τίτλος του βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1995 από τον «Πατάκη»- επέλεξε ο συγγραφέας και με διαμεσολαβητή τον αφηγητή ναι σκιαγραφήσει δύο τεράστιους γυναικείους αντιφατικούς χαρακτήρες. Την ορφανή Θάλεια και την αλέγρα θεία Αγγέλα.
Και πάνω τους να στήσει ένα μωσαικό μεταπολεμικής αγωνίας και προσπάθειας μιας Ελλάδας που τολμά και το κατορθώνει να σηκώσει, τελικά, κεφάλι.
Οι γυναίκες δεν είναι, εξάλλου, που θέλοντας και μη φορτώνονται όλα τα δύσκολα;

ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ:
Η «Κυρία Κούλα» του είναι μόλις 77 σελίδες. Είναι, επίσης, 24 χρονών! Το 1978 κυκλοφόρησε από τον «Κέδρο». Μια συντηρητική γυναίκα ώριμη, που γνώρισε ένας τρελούτσικος φοιτητής σε μια διαδρομή από Θησείο ως Κηφισιά. Κι έκτοτε θεωρείται πια κλασική.

ΜΠΑΜΠΗΣ ΤΣΙΚΛΗΡΟΠΟΥΛΟΣ:
Όπως κλασική, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι θεωρείται και η Ελένη από το μυθιστόρημα «Ερασιτέχνης άνθρωπος» του Μπάμπη Τσικληρόπουλου που κυκλοφόρησε το 1998 από τον «Πατάκη». Με τίτλο- δάνειο από έναν στίχο της Κικής Δημουλά, η νεαρή πόρνη φοιτήτρια της Ιατρικής, έχει γίνει συνώνυμο του αγώνα επιβίωσης σε μια ανθρώπινη ζούγκλα, διατηρώντας ταυτόχρονα και αλώβητη την ψυχή της.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΕΣΥΛΛΑΣ:
Απ’ τους νεώτερους συγγραφείς - της νέας γενιάς θα λέγαμε- ο Χρήστος Δεσύλλας, επιλέγει κι εκείνος μια γυναίκα για κεντρική ηρωίδα του, Στο μυθιστόρημα που φέρει κιόλας το όνομά της για τίτλο του «Αχ, Αντριανή» και κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1996 από τον «Πατάκη». Μια Αντριανή που καλείται να αποκαλύψει τα πάθη μέσα από τον κοινωνικό ιστό της Ελλάδας μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η ηρωίδα του θα χαράξει την τρελή διαδρομή της κι έπειτα θα δώσει τη ζωή της σαν σκυτάλη σε μια άλλη, για να φτάσει κι αυτή στις εσχατιές των αισθήσεων.


ΗΡΩΙΔΕΣ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑΝ ΕΠΟΧΗ:

Εμμα Μοβαρύ, «Μαντάμ Μποβαρύ» του Γκουστάβ Φλωμπέρ

Ευγενία, «Ευγενία Γκραντέ» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ.

Μπέττη, «Εξαδέλφη Μπέττη» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ.

Αννα Καρένινα, «Αννα Καρένινα» του Λέων Τολστόι

Εντα Γκάμπλερ, «Εντα Γκάμπλερ» του Ερρίκου Ιψεν.

«Μια γλυκιά γυναίκα» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

Κυρία Στόουν, «Η Ρωμαική άνοιξη της κυρίας Στόουν» του Τέννεση Ουίλιαμς

Ρόουζ, «Ρόουζ Μάαντερ» του Στήβεν Κίνγκ

«Ξέφρενη πορεία» του Κριστιάν Μπομπέν

Φραγκογιαννού, «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

«Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού

«Η τρισεύγενη» του Κωστή Παλαμά

Ιωάννα, «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροίδη

«Κερένια κούκλα» του Χριστομάνου.

Εκάβη, «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή

Ελένη, «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου

Ερέντειρα, «Αθώα Ερέντειρα» του Μαρκές

Μαργαρίτα Γκωτιέ, «Η κυρία με τας καμελίας» του Αλέξανδρου Δουμά

«Η γυναίκα της Ζάκυνθος» του Διονυσίου Σολωμού.

«Μαρία Νεφέλη» του Οδυσσέα Ελύτη.

Μάγκι, «Λυσσασμένη γάτα» του Τέννεσι Ουίλιαμς.

Μπλανς Ντυμπουά, «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τέννεσι Ουίλιαμς.

Κατερίνα, «Η στρίγκλα που έγινε αρνάκι» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ.

Μάρθα, «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» του Εντουαρτ Αλμπη.

Γερτρούδη, «Γερτρούδη» του Ερμαν Εσσε.


Αλλά και η Μήδεια, η Λυσιστράτη, η Αντιγόνη, η Ιφιγένεια, η Ηλέκτρα, η Κλυταιμνήστρα, η Εκάβη, η Ανδρομάχη, ακόμα και η Ελένη η απειθάρχητη και η όμορφη από ανδρός γραφίδα ακόμα κι εκείνη πλάστηκε. Διότι αν δεν ήταν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής κι ο Ευριπίδης, καμία απ’ αυτές τις σπουδαίες κυρίες του Αρχαίου Δράματος δεν θα ΄χε δει το φως το χρόνου. Αλλά και η Λυσιστράτη, δίχως τον Αριστοφάνη επανάσταση δεν θα ‘κανε. Κι ούτε ποτέ θα είχε μιλήσει για ειρήνη.
Και όσο για τη μάνα, κι αυτή από δυο άντρες πρωτίστως υμνήθηκε. Τον Γκόργκι στην «Μάνα» του και τον Μπέρλτροχ Μπρεχτ στη δική του «Μάνα Κουράγιο». Η Περλ Μπακ, ακολούθησε.
Διότι μπορεί αυτός ο κόσμος να φτιάχτηκε και να υμνήθηκε από άντρες. Αλλά από γυναίκες γεννήθηκε και οι γυναίκες - απ’ ότι φαίνεται και απ’ ότι ομολογείται- ήταν και παραμένουν «το άλας της γης».

ΥΓ. Αφορμή γι’ αυτό το ποστ υπήρξε το εξαιρετικό ποστ του Librofilo «Μια σπουδή στην γυναικεία ψυχοσύνθεση» και οι σημαντικότατες αναφορές του σε δυο βιβλία : Η καινούρια κυκλοφορία του ήδη κλασσικού μυθιστορήματος «Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών» της Τζην Ρυς (Εκδ. «Μελάνι») και η παραπομπή του στην «Τζέην Έυρ» της Σαρλότ Μπροντέ (η Τζην Ρυς αναφερόταν στην Μπέρθα). Η συζήτηση που ακολούθησε στο προηγούμενο ποστ μου,με Librofilo και Scalidaki μου υπενθύμισαν αυτό το ξεχασμένο κείμενο.

Όταν είχε γραφτεί ζούσε ακόμα ο Πέτρος Αμπατζόγλου.
Το ανεβάζω, λοιπόν, και το αφιερώνω στη μνήμη του!


Antony and the Johnsons - For today i'm a boy




One day I’ll grow up, I’ll be a beautiful woman.
One day I’ll grow up, I’ll be a beautiful girl.
One day I’ll grow up, I’ll be a beautiful woman.
One day I’ll grow up, I’ll be a beautiful girl.

But for today I am a child, for today I am a boy.

One day I’ll grow up, I’ll feel the power in me.
One day I’ll grow up, of this I’m sure.
One day I’ll grow up, I know whom within me.
One day I’ll grow up, feel it full and pure.

But for today I am a child, for today I am a boy.

Moha

15/4/08

Τα «κλειδωμένα δωμάτια»


«ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΡΑΜΜΗ» της Τατιάνας Αβέρωφ, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 332, τιμή: 16 ευρώ.

Όλα αρχίζουν από ένα παμπάλαιο ασανσέρ σαν ζωή και από μια τεράστια πόρτα με τριπλά κλειδιά ασφαλείας. Η Λήδα, ηρωίδα στο καινούργιο μυθιστόρημα της Τατιάνας Αβέρωφ «Ανοιχτή γραμμή», ψυχολόγος, νέα, επιτυχημένη, εργασιομανής και μόνη, ξεκινά μια φαινομενικά ασάλευτη μέρα. Στον επαγγελματικό της χώρο, όπου για την ώρα, σημαίνει για κείνη το1 παν. Για να ετοιμάσει τα γραφεία να υποδεχθούν την «έσο ομάδα». Γιατί «Ο άνθρωπος είναι ον βιο-ψυχο-κοινωνικό που αναπτύσσεται μέσα από μια διαλεκτική σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο και τις διάφορες ομάδες όπου συμμετέχει – και μόνον μέσα από αυτές. Ή, αλλιώς, άμα άνθρωπος, άμα και ομάς», με την φρασεολογία της έσω ομάδας.
Αλλά αυτήν, ακριβώς, την τυχαία ημέρα θα μπει σε λειτουργία και το… ασανσέρ της ζωής της. Μια περίεργη γυναικεία φωνή στον τηλεφωνητή, και κάπως έτσι θα μπει και η Χρύσα Μελιδόνη στην καθημερινότητά της. Νευρώδης, με στρωμένη ζωή αλλά και κρίσεις πανικού. Για να την αναλάβει προσωπικά, θα σβήσει ως και μηνύματα στον τηλεφωνητή. Ενώ παράλληλα θ’ αρχίσουν και τα προσωπικά της ταξίδια στο παρελθόν. Στα παιδικά της χρόνια και στην αγγλίδα γκουβερνάντα Νάνα που την μεγάλωσε. Ξεδιπλώνοντας στην αρχή μονάχα την δική της ζωή. Η Νάνα μόνον σπασμένες εικόνες: ο βαρυσήμαντος θησαυρός στην στραπατσαρισμένη μα επιβλητική καπελιέρα, η ασημένια τσαγιέρα, το χρυσό κλουβί του Τουίτι. Αλλά και οι άλλοι για την Λήδα στην αρχή, απλώς κατακερματισμένες εικόνες: η νεραιδομπέρτα του αδελφού της Αχιλλέα «γιατί να μην έχει κι αυτός κάτι αραχνούφαντο να φοράει και να χορεύει σαν μαγεμένος κύκλος;»
Κι έτσι θα συνεχίσει από κει και πέρα η ζωή της. Με συνεδρίες της Χρύσας και της έσο ομάδας, και ραντεβού με τον εαυτό της.
Αλήθεια «Πόσα πρόσωπα έχει ο άνθρωπος; Πόσες στρώσεις κάτω απ’ την επιφάνεια; Πόσους εαυτούς και αντι- εαυτούς; Και πώς να συνομιλήσεις μαζί του, αφού είσαι κι εσύ φτιαγμένος απ’ άλλους τόσους εαυτούς και αντι- εαυτούς, άλλες τόσες στρώσεις, που διασταυρώνονται, μπλέκονται, ενώνονται, θρέφονται ή αλληλοαναιρούνται από εκείνες του άλλου; Το χάος…» Το μαγικό εν πλήρη σοφία και τάξει χάος, έτσι όπως ξεπροβάλει μέσα από τις καθαρές σχέσεις και από την ψυχοθεραπεία. Έτσι όπως σου αποκαλύπτεται όταν αποφασίσεις, τελικά, να το δεις.
Και οι παράλληλες διαδρομές δυο γυναικών. Η μια, η Λήδα, παρούσα. Με όλο το άχθος της ζωής. Έρωτα, επαγγελματικό βραχυκύκλωμα, προσωπικά διλήμματα, δύσκολη σχέση με τον απόντα αδελφό… Και πάνω απ’ όλα ανοιχτή σχέση με τη Νάνα. Την απούσα Νάνα, αλλά πανταχού παρούσα στο καθοριστικό για την Λήδα παρελθόν.
Η ιστορία θα συνεχιστεί με ανατροπές, θαμμένα μυστικά και μυστήρια. Το ερωτικό παρελθόν της και το ερωτικό παρελθόν του αδελφού, την εξαφάνιση για ένα ολόκληρο καλοκαίρι της Νάνας, την καρέκλα του δάσκαλου στο Κέντρο Αξιολόγησης και Προαγωγής της Ψυχικής Υγείας που άλλοτε χάνεται, ξεχαρβαλώνεται ή μετακινείται μυστηριωδώς. Τις γρατζουνιές στην πόρτα ασφαλείας στην εγκοπή για το τρίτο (που ουδείς διαθέτει) κλειδί… Αλλά και με τον εξ αποστάσεως έρωτά της με τον Σίμο. Που ως επαναστατική πράξη θα την κάνει να τολμήσει και επί της ουσίας να ζήσει. Την παράδοξη σχέση της με την Χρύσα που θα της επιστρέψει στο ακέραιο τα χαμένα κομμάτια του παζλ. Εις μάτην πια. Τίποτε δεν αλλάζει για τους άλλους. Η Νάνα στο επέκεινα, τόσο πολύ μακριά.
Αλλά θα είναι η σωτηρία, όμως, κυριολεκτικά, για την δική της χαμένη ως τώρα ζωή. Για να την βρει επιτέλους. Εφόσον προηγουμένως την έχει κοιτάξει κατάματα, την έχει θαρραλέα, με ρίσκο, διεκδικήσει.
Η Χρύσα θα αποτελέσει την αφορμή «για μια βαθύτερη «συνάντηση» με τον εαυτό και τον άλλο». Και η ιστορία, το έναυσμα για την συγγραφέα να αναφερθεί σε κάτι που γνωρίζει, ως ψυχολόγος, τόσο καλά. Την περιπέτεια της ανθρώπινης ψυχής. Το παρελθόν που δεν είναι καθόλου χρόνος τετελεσμένος. Αλλά μια χρονική περίοδος πανταχού παρούσα, και σαν κινούμενη άμμος. Καταστροφική ή και λυτρωτική, αναλόγως του θάρρους που επιδεικνύουμε να την αντιμετωπίσουμε.
Το μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί σαν ψυχολογικό θρίλερ και αποτελεί την ελληνική εκδοχή στην κατά Γιάλομ λογοτεχνία. Με τρόπο αριστοτεχνικό και γοητευτικό η Τατιάνα Αβέρωφ ξεφλουδίζει τις πολλαπλές εκδοχές της μιας και μοναδικής ιστορίας. Σκιαγραφώντας με στιβαρό τρόπο την εύθραυστη πραγματικότητα δυο γυναικών που αποτελεί κατ’ ουσίαν την ζωή μονάχα της μίας.
Ένα βιβλίο, εν τέλει, για όλους μας άκρως αποκαλυπτικό, διότι «χρόνια και χρόνια ζούμε με κλειδωμένα τα μισά δωμάτια στο οικοδόμημα του εαυτού μας».

«...Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει»...

Ο Αύγουστος είναι κακός μήνας, το είπε ή μάλλον το έγραψε και η ιρλανδή συγγραφέας Εντνα Ο’ Μπράιαν στο ομώνυμο βιβλίο της. Ενδεχομένως επειδή όλα σωπαίνουν και όλοι και όλα χάνονται κι έτσι έρχεσαι θέλεις δεν θέλεις αντιμέτωπος με ό,τι όντως διαθέτεις. Μ’ αυτό που ουδόλως επιθυμείς να δεις. Της καρδιάς και της ζωής μας όλα τα κρυφά αποκαλύπτονται και διογκώνονται κι εσύ καλείσαι θέλεις - δεν θέλεις να τ’ αντικρίσεις επιτέλους και να τα αντιμετωπίσεις.
Στο καινούργιο βιβλίο της Τατιάνας Αβέρωφ αρκούν έξι μέρες του Μάρτη. Για να βιώσει τα άκρα της, για να γνωρίσει τα όριά της η ηρωίδα και για να δει επιτέλους όλη της τη ζωή να περνά σαν ταινία που της αλλάζει, εν τέλει, την ύπαρξη. Ψυχολόγος, άλλωστε, η συγγραφέας γνωρίζει καλά τα ψέματα που λέμε συνήθως στον εαυτό μας, καθώς και τα σημεία εκείνα όπου μισοκλείνουμε ή σφαλίζουμε εντελώς τα μάτια μας.
Έρχεται, λοιπόν, με μια απολύτως βαθιά κι αποκαλυπτική γραφή σε έναν εξίσου ξεγυμνωτικό «Αύγουστο» και μας τα αφηγείται.

«ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ» της Τατιάνας Αβέρωφ, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 323, 14 ευρώ.
Όλα αρχίζουν μια καθ’ όλα πληκτική μέρα για την ηρωίδα. Μάλιστα τόσο πληκτική, που κόβεται σχεδόν με το μαχαίρι, που την πονά. Καθαρίζει κρεμμύδια και επιτέλους, έστω και τεχνητά, ξαναβρίσκει την υγρασία της. Σαν τις γυναίκες της «Πρέβεζας» του Καρυωτάκη.
Ωστόσο «...Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει»... (Ελύτης, μότο της συγγραφέως).
Διότι επάνω σ’ εκείνη την πληκτικά ήρεμη μέρα, θα έρθουν και θα την βρουν όλα: η εξαφάνιση του παιδιού της κι η μηχανή του στον γκρεμό πρώτα. Κι αργότερα, μέρα την μέρα, ώρα την ώρα, λεπτό το λεπτό, η ζωή της ολόκληρη.
Με τρόπο συνειρμικό, όπως και στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Εξάλλου ως ψυχολόγος η ίδια γνωρίζει τη μέθοδο αυτή του ξεδιπλώματος πολύ καλά.
Σαν το κρεμμύδι θα ξεφλουδίσει η καρδιά της. Στην αρχή μαλακά- μαλακά. Οσον αφορά το παρελθόν, διότι το παρόν της επανέρχεται με βίαιο τρόπο και της παρουσιάζει μια πραγματικότητα που μόλις και μετά βίας μπορεί να την υποστεί.
Και οι αναδρομές, όμως, θα σταθούν για την ηρωίδα ομοίως αποκαλυπτικές. Διότι σα γάζα τυλίγει η συνείδηση και η μνήμη μας εκείνες τις πληγές που, αν τις κατανοήσουμε άκαιρα, μπορεί και να μας σκοτώσουν.
Τα παιδικά χρόνια, ο πρώτος της έρωτας, οι σπουδές της, η φτώχεια της στην Αθήνα, η προδοσία, το Πολυτεχνείο, μια άμβλωση, η πρώτη της κούκλα, ο θάνατος - εξαφάνιση του πατέρα, ο... Ριγιέ, ο έρωτας για τον άντρα της, ο γάμος με τον άντρα της, ο γιος της, ο ομφάλιος λώρος τους, η εφηβεία του, οι Ελλίκες της, ξηρασία της, η τυφλότητα που - σκέφτεται - είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου...
Καθαρίζοντας δωμάτιο- δωμάτιο, συρτάρι- συρτάρι με τα δικά της συρτάρια τα εσωτερικά να ανοίγουν και να ξεκαθαρίζουν ταυτόχρονα. Διότι το τελευταίο δωμάτιο «είναι σαν τη ζωή». «Ρολά κλειστά, έτσι και στη ζωή, περιφερόμαστε στα σκοτεινά μέσα από βουνά ακαταστασίας, στοίβες από σκουπίδια, ανάκατα με πετράδια, που ξεφυτρώνουν σαν πέτρινο δάσος κι ολοένα καταναλώνουν το χώρο, το οξυγόνο, την ελευθερία - κι εμείς σκουντουφλάμε αδύναμοι, γεμίζοντας μώλωπες και γρατζουνιές, με μόνο οδηγό το ένστικτο της ρουτίνας».
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που μόλις σπάσει αυτή η ρουτίνα, μόλις το ένστικτό της υποστεί ρωγμές ξεχύνονται αίφνης όλα μας τα σκοτάδια, οι πανικοί και τα φαντάσματα του παρελθόντος που απαιτούν την κατανόησή μας και την άφεση.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ηρωίδα θα αρχίσει την εκκαθάριση απ’ ό,τι σκουπίδι πολύτιμο: βάζα και κρύσταλλα, με το πορτραίτο ενός μακρινού προγόνου πρωτοστατούντος.
Και όλα αυτά μέσα από το υποδόριο χιούμορ και τη συγγραφική ειρωνεία που κάνει ολόφωτο και ανεκτό κάθε τι τραγικό.
Με διαρκή φλας μπακ η συγγραφέας διαλύει και ανασυνθέτει το παλζ της ζωής της ηρωίδας, το ίδιο το πρόσωπό της. Της ηρωίδας που χάνεται στα διλήμματα και στα ψεύδη σαν τον γιο της στα βουνά, για να ξαναβρεθούνε κι οι δυο ωριμότεροι. Αυτός, σε μια καινούργια σχολή διεκδικώντας το μέλλον του κι εκείνη σε ένα ταξίδι επιστροφής στο γενέθλιο Μεσολόγγι, διεκδικώντας το παρελθόν και το παρόν της.
Το αποτέλεσμα, μια ζωή σε φλας μπακ δεξιοτεχνικά γραμμένη από μια συγγραφέα κυριολεκτικά στα «νερά της» και στο είδος της. Ενας Αύγουστος που μπορεί να γίνει και ο δικός σας Αύγουστος.
Ολοι τον ζούμε τον «Αύγουστό» μας κάποτε. Οικειοθελώς ή με της ζωής το απαράβατο κι αμείλικτο «έτσι θέλω».

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα.
Σπούδασε ψυχολογία στην Αθήνα και στο Λονδίνο και εργάστηκε ως σχολική ψυχολόγος.
Από το 1955 διευθύνει την Πινακοθήκη Ε.Αβέρωφ στο Μέτσοβο.
Εγραψε τα μυθιστορήματα:
«Το ξέφωτο» (Κέδρος 2000), 10 εκδόσεις.
«Αύγουστος» (Κέδρος 2002)
«Ανοιχτή Γραμμή» (Κέδρος)
Τα βιβλία Εκπαίδευσης και Ψυχολογίας:
«Μαθαίνοντας τα παιδιά να συνεργάζονται: Ομαδικές ασχολίες και παιχνίδια για παιδιά του δημοτικού» (Εκδ. <Θυμάρι> 1983), 4 εκδόσεις.
«Συνεργασία στη μάθηση: Διδασκαλία σε ομάδες στο μάθημα της Μελέτης Περιβάλλοντος» (Εκδ. <Θυμάρι> & Εκπαιδευτήρια Κωστέα - Γείτονα 1990)
Μετέφρασε:
Στρατή Χαβιάρα :Τα ηρωικά Χρόνια (Εκδ. <Καστανιώτη> 1999).

ΥΓ1. Μάλλον βιάζομαι να γίνει… Αύγουστος (μπα, ψέματα λέω! Χειμωνιάτικη ή έστω Φθινοπωρινή είμαι, ούτε την άνοιξη αντέχω φέτος), μπορεί όμως και να βαρέθηκα «τα κλειδωμένα δωμάτια», ποιος ξέρει! Κι όμως κάποτε μ’ άρεσαν! Αυτό ονειρευόμουν, μια ζωή με «κλειδωμένα δωμάτια», μια γραφή, με, επίσης, κλειδωμένα! Και ξαφνικά μ’ αρέσει το φως! Το διαυγές, η διαφάνεια! Όσο μπορεί να το αντέξει η ανθρώπινη υπόσταση. Και τόσα χρόνια με «κλειδωμένα δωμάτια», τι κατορθώσαμε? Μπέρδεμα…
Άλλωστε «λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ. Ωστόσο λάμπει».
Έλαμπε πάντα! Γι’ αυτό ίσως να νοιώθαμε άβολα.
Ίσως η αντιδικία με την πραγματικότητα απ’ εκεί ν’ αρχίζει! Από «τα δωμάτιά μας που τα κρατάμε κλειστά». Από τα κλειστά μας μάτια στον όντως εαυτό μας!
Δικαίωμα ναι? Να απλωθεί όσο επιθυμεί αυτός! Λέμε τώρα…

ΥΓ2: Εχθές είδα μια «Ηλέκτρα Αυτουργό» υπέροχη, με μουσική Michael Nyman συγκλονιστική, με μια Σοφία Σπυράτου στην καλύτερή της ώρα. Μας έδωσαν νάυλον στις πρώτες σειρές, να μη μας πάρουν τα αίμα, δυο φόνοι!
Λυτρώνει το αίμα, φύγαμε πετώντας!
Μικρή μπουκίτσα σκοτεινού φωτός:

Ο «Μονόλογος της Ηλέκτρας»:

Η πόρτα κάθε σπιτιού θυμίζει όρθιο φέρετρο.
Φυλακίζει νεκρές ψυχές.

Η μάνα στέκεται πάντα πίσω σου
σαν βρικόλακας
είτε τη σκοτώσεις
είτε την αφήσεις να ζει.

Ο πατέρας- φάντασμα
που συνεχώς ποθείς.
Και πάντα λείπει.

Ο αδελφός- ζώο ανάπηρο
που γλύφει τις πληγές του.

Κι εσύ ένα κορίτσι – σκιάχτρο
Στη χέρσα γη.

Ποίηση: Στρατής Πασχάλης

ΥΓ3: Και «Η ανοιχτή γραμμή» και ο «Αύγουστος» τα ίδια οικογενειακά δωμάτια- μυστικά ξεκλειδώνουν.





Moha δεν εγκαταλείπει alef. stop. Εδώ είμαι. stop. Εδώ και τα "Ημερολόγια" της Λένας Πλάτωνος. stop. Εδώ και "Η ερημιά":

Moha

10/4/08

Αν ο Θεός είναι η αλήθεια, τότε η γλώσσα είναι ο Θεός

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ: «Μια μαύρη τελεία. Μπήκε στο μεγάλο καθιστικό χωρίς να πει κουβέντα και στάθηκε στην άκρη σαν όλοι εμείς οι άλλοι να ήμασταν μια φράση κι εκείνη η τελεία στο τέλος»

«Ύστερα από τόσες δεκαετίες στη Σουηδία και πάνω από τριάντα βιβλία στα σουηδικά, η γλώσσα μου παρέμεινε η ελληνική. Πρώτον γιατί δεν έχω προφορά, δεύτερον γιατί μόνο στα ελληνικά τραγουδάω».
Με ένα ύμνο στη φιλία και στην γλώσσα επιχειρεί να αποχαιρετήσει ο συγγραφέας και φιλόσοφος μια φίλη που φεύγει. Σε ένα βιβλίο που είναι ταυτόχρονα και θλίψη, και νοσταλγία, και αυτογνωσία. Μέσα από τις 183 σελίδες του μοιάζει να ξαναβάζει τα… ρούχα στην ντουλάπα.
Τι άξιζε, ποιο ήταν το νόημα, τι είναι εκείνο που μένει…
Εξάλλου, και στα αστυνομικά του βιβλία οι ανθρώπινες σχέσεις και το κοινωνικό πλαίσιο, το προφίλ, είχαν την πρωτοκαθεδρία. Οι συνθήκες ήταν το πρώτιστο σε ένα έγκλημα. Ο δολοφόνος πάντοτε ακολουθούσε.
Και η ζωή και η ψυχοσύνθεση των ηρώων.
Στο βιβλίο του ο Θοδωρής Καλλιφατίδης «Η Ολγα της αγάπης», ξορκίζει με αγάπη, μνήμη και νηφαλιότητα τον θάνατο. Κι αναζητά, όπως έφηβος, και πάλι το νόημα της ζωής.

«Η ΟΛΓΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, Εκδ. «Γαβριηλίδη», σελ. 183, τιμή: 12 ευρώ.
«Η Όλγα ήταν κατά το ένα τρίτο Ελληνίδα, ένα τρίτο Ρωσίδα και ένα τρίτο Σουηδέζα. Η μητέρα της ήταν Ρωσίδα, ο πατέρας της Έλληνας, εκείνη γεννήθηκε στη Σουηδία. Αγαπούσε την Ελλάδα με πάθος και ονειρευόταν να τελειώσει τις μέρες της εκεί, όμως αγαπούσε και τη Σουηδία και προτιμούσε να ζει της μέρες της εκεί. Η Ρωσία δεν έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή της εκτός από τον Ντοστογιέφσκι και τον Τσέχοφ.
«Ο Ντοστογιέφσκι με έκανε άνθρωπο, ο Τσέχοφ γυναίκα!» συνήθιζε να λέει».
«Η Ολγα ήταν μια γυναίκα για αγάπη», γράφει ο συγγραφέας. Αλλά πάνω απ’ όλα ήταν φίλη του.
Από την πρώτη φορά που την είδε, από την πρώτη στιγμή που εισέβαλε στη ζωή του.
«Χωρίς να ξέρω γιατί, η λέξη που περνάει από το μυαλό μου, όταν σκέφτομαι την πρώτη συνάντηση με την Όλγα ήταν «τελεία». Μια μαύρη τελεία. Μπήκε στο μεγάλο καθιστικό χωρίς να πει κουβέντα και στάθηκε στην άκρη σαν όλοι εμείς οι άλλοι να ήμασταν μια φράση κι εκείνη η τελεία στο τέλος». Γράφει. Για να παραδεχθεί λίγο παρακάτω:
«Την κοίταζα βουβός. Ήταν γυναίκα για αγάπη, αλλά μόνο αν ήσουν αποφασισμένος να της δώσεις τη ζωή σου. Αν είχα μια ζωή θα την έδινα ευχαρίστως, αλλά δεν είχα. Μόλις είχα μάθει να περπατώ με τα τέσσερα στη νέα γλώσσα ψάχνοντας την κρυφή πόρτα του σουηδικού παραδείσου…»
Μαζί περπάτησαν με την Όλγα στη νέα γλώσσα, μαζί διάβηκαν την κρυφή και την φανερή πόρτα του σουηδικού παραδείσου. Μαζί ακροβατούσαν μια ζωή στις δύο γλώσσες, μονάχα μαζί της μοιραζόταν και ελληνικό και σουηδικό καφέ, μ’ εκείνη μοιράστηκε τα βιβλία του, τις ανησυχίες του, τον Θεό του και το νόημα της ζωής του. Μαζί της συζητούσε ως και τον θάνατο. Αλλά τον δικό του θάνατο.
Ο δικός της έφτασε απρόσμενα. Λίγο μετά από την αρρώστια. Αλλ’ όσον αφορά το βιβλίο, φτάνει από την πρώτη σελίδα. Εκείνο είναι το πλέον σημαντικό, τελικά.
Η Όλγα «έφυγε» οριστικά και αμετάκλητα κι εκείνος το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την αποχαιρετά και να αυτοπροσδιοριστεί. Για να μην σκορπιστεί. Για να μη φύγει αόρατη, άκλαφτη, μόνη.
«Δεν θα αφήσουμε την Όλγα μόνη της εδώ. Ήταν μια γυναίκα για αγάπη». Τον απέτρεψε ο Γιώργος όταν θέλησε μετά την κηδεία να γυρίσει να κλάψει με την ησυχία του την πατρίδα.
Έτσι… «Ήδη στο δρόμο για το σπίτι μου πήρα την απόφαση να γράψω ένα βιβλιαράκι για την Όλγα. Να πω κι εγώ δυο λόγια. Η φιλία μας κι η ζωή μας είχε γραφτεί από συγγραφείς χειρότερους από μένα: τις συνθήκες, την τύχη και από τους ανθρώπους γύρω μας. Της όφειλα ένα νόημα με όλα αυτά>. Σκέφτηκε ο συγγραφέας και κατ’ αυτό τον τρόπο έπραξε.
Το αποτέλεσμα ένα βιβλίο όχι μονάχα για την Όλγα αλλά και για το νόημα. Πρωτίστως για το νόημα, διότι πως αλλιώς θα βρει παρηγορία της Όλγας η φυγή.
Ένα νόημα που δεν θα μπορούσε αλλού να αναζητηθεί παρά εκεί όπου ζούσανε. Εφόσον: «Κάθε κοινωνία οργανώνεται γύρω από μιαν αντίληψη για το ποιο είναι το νόημα της ζωής, και όταν μεταναστεύεις από μια κοινωνία σε μιαν άλλη μεταναστεύεις από ένα νόημα ζωής σ’ ένα άλλο. Οπότε πρέπει να διαλέξεις, γιατί δεν μπορείς να ζεις τη ζωή σου σαν κόμμα ανάμεσα σε δυο έννοιες».
Και οπωσδήποτε θα έπρεπε και να γραφτεί στη γλώσσα του τη μητρική: «Αν ο Θεός είναι η αλήθεια, τότε η γλώσσα είναι ο Θεός». Μονολογεί και ο αναγνώστης διαπιστώνει σε κάθε σελίδα την ερωτική σχέση του με αυτήν. «Φέρομαι στη γλώσσα μου σαν να είναι η ερωμένη μου, της ψιθυρίζω ερωτόλογα, την αποκαλώ «κοριτσάκι μου», της δίνω γαμήλιες υποσχέσεις», αναγνωρίζει.
Ένα βιβλίο που αποτελεί κιβωτό ζωής, τελικά, και αποχαιρετισμό. Με σοφία και ποίηση, με μελαγχολία, γενναιότητα και γενναιοδωρία, με ρίσκα. Που πλησιάζει και φλερτάρει τις ήττες, τολμά μετωπική αναμέτρηση με τον θάνατο, και τον νικά με επίγνωση, μνήμη, νόημα, αγάπη, γλώσσα και γραφή.
Διότι στις δύσκολες ώρες, μονάχα το λιμανάκι μας μπορεί να μας επαναφέρει στον κεντρικό άξονα: «΄Ηταν ώρα να ξαναγυρίσω στο γραφείο μου και να ξαναπιάσω το σκάψιμο στο μόνο χωράφι που είχα ποτέ στην Ελλάδα: τα ελληνικά μου».
Κι αυτό το χωράφι φροντίζει κατόπιν να μας το κάνει «δωρεά».

«Ο θάνατος μας πλησιάζει και τους δύο. Ποιανού ο θάνατος κάνει τα μεγαλύτερα βήματα δεν είναι δυνατόν να το ξέρω»

«ΜΗΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΓΙΟΙ» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, Εκδ. «Γαβριηλίδης», σελ. 263, τιμή: 14 ευρώ.

Ακόμα και στα αστυνομικά του, η ίντριγκα ήταν το πρόσχημα. Η πλοκή, το όχημα για να πάει η ψυχή παραπέρα. Ο αναγνώστης μπορούσε αν ήθελε να ξεφλουδίσει το μυθιστόρημα, αναλόγως τις αντοχές. Μέσα από τους ήρωές του ο Θοδωρής Καλλιφατίδης «τα έλεγε όλα». Το πώς είναι να είσαι ανάμεσα σε δυο πατρίδες, πως είναι να νοσταλγείς, να σκέφτεσαι και να ζεις σε άλλη γλώσσα. Οι ήρωές του, ούτε καλοί, ούτε κακοί, μπαινοβγαίνουν στους ρόλους, δεν είναι κανείς ό,τι δηλώνει. Τους καθορίζει πάντοτε η αναγκαιότητα και η εποχή. Η συγκυρία που όλοι ξέρουμε πόσο σε καθορίζει. Αλλά ο Θοδωρής Καλλιφατίδης είναι και ένας ιδιαίτερα τρυφερός άνθρωπος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ξέρει και ν’ αγαπά, να αποδίδει τα «σα εκ των σων», να πιάνεται από μια σχέση και να φτάνει στην άκρη του κόσμου.
Στην «Όλγα της αγάπης» με αφορμή μια φίλη που «φεύγει», θα ξανακάνει όλη τη διαδρομή, ξορκίζοντας με αγάπη, μνήμη και αυτογνωσία τον θάνατο. Θα αναζητήσει σαν έφηβος και πάλι το νόημα της ζωής, θα ξαναβάλει τα ρούχα της ψυχής στην ντουλάπα.
Μιλώντας για την Όλγα, μίλησε για την γλώσσα: «Ύστερα από τόσες δεκαετίες στη Σουηδία και πάνω από τριάντα βιβλία στα σουηδικά, η γλώσσα μου παρέμεινε η ελληνική. Πρώτον γιατί δεν έχω προφορά, δεύτερον γιατί μόνο στα ελληνικά τραγουδάω».
Στο καινούργιο του βιβλίο «Μητέρες και γιοι» μιλώντας για τη μάνα του, μιλά για την πατρίδα: «Όμως η μαμά ήταν η πατρίδα μου. Πάντα έλεγα ότι όταν θα την έχανα, θα έχανα και την πατρίδα. Ξαφνικά αυτό μου φάνηκε κάπως απλουστευτικό. Μπορεί μεν η μαμά να είναι η Ελλάδα, αλλά είναι όλη μου η Ελλάδα;»
Αλλ’ η μητέρα του ζει κι εκείνος στο μεταξύ αποφάσισε να της χαρίσει ένα βιβλίο: «Φέτος έκλεισα τα εξήντα οχτώ κι η μητέρα μου τα ενενήντα δυο. «Δεν ήμουν η κύρια αφορμή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά γεννήθηκα τον ίδιο χρόνο που άρχισε» λέει καμιά φορά με την ειρωνική απόσταση που εμποδίζει πάντα τα συναισθήματά της να πάρουν το πάνω χέρι. Έχουμε γεράσει κι οι δυο κι είναι ώρα να το κάνω αυτό που πάντα ήθελα: να γράψω για κείνη. Δεν ήθελα να το κάνω όσο ζούσε. Τώρα όμως μου φαίνεται πως δεν έχω άλλη επιλογή. Ο θάνατος μας πλησιάζει και τους δύο. Ποιανού ο θάνατος κάνει τα μεγαλύτερα βήματα δεν είναι δυνατόν να το ξέρω».
Κι έτσι ολόκληρο το βιβλίο γίνεται ένα ταξίδι, από την Σουηδία προς την Αθήνα και ύστερα επιστροφή. Ένα ταξίδι διπλό, αποτελώντας ταυτόχρονα και ένα εσωτερικό ταξίδι προς την «αφετηρία». Το κολλημένο στη φούστα της μικρό αγοράκι ζει στη Στοκχόλμη περίπου σαράντα τρία χρόνια και δεν το καλοπιστεύει ούτε αυτή: «Εσύ που δεν ξεκόλλαγες από τη φούστα μου, πήγες τόσο μακριά». «Δεν με κατηγορεί- εκείνος διευκρινίζει- απλά δεν μπορεί να το καταλάβει. Ούτε εγώ το έχω καταλάβει. Έφυγα από την πατρίδα μου, όμως τι ακριβώς ήθελα να αφήσω πίσω μου;»
Για να το καταλάβει, θα αρχίσει ν’ αγγίζει όλα τα πράγματα που έχει αφήσει πίσω του από την αρχή. Θα ξεκινήσει πρώτα από τον πατέρα. Εγκιβωτίζοντας με τρόπο ιδιαίτερο και σεβαστικό τις σημειώσεις εκείνου που αφορούν την καταγωγή και τις ρίζες από τον Πόντο. Κι οι σημειώσεις του πατέρα, θα τον πάνε παντού, ως τη Κολχίδα και τον πατέρα της Μήδειας. Εξάλλου αυτές οι αράδες του για την Μήδεια και τους κήπους τον συντάραξαν, «είναι πάντα τόσο συγκινητικό όταν απρόσμενα στέκεσαι μπροστά στις μνήμες της ανθρωπότητας».
Κι έτσι κυλά όλο το βιβλίο, ενώνοντας το προσωπικό με το οικουμενικό, το παρόν με το παρελθόν, το ψυχικό και συναισθηματικό με ό,τι πνευματικότερο υπάρχει. Παντρεύοντας γοητευτικά τις ρεαλιστικές περιγραφές με εσωτερικούς μονολόγους, τους σπαρταριστούς διαλόγους με φόβους, διλήμματα και νοσταλγικές μνήμες. Την ιστορία της οικογένειας με τη μοίρα του τόπου. Με συνειρμικό τρόπο που σε πάει παντού: στην ιστορία και τη μυθολογία, στη λογοτεχνία και τη μουσική, στις αναμνήσεις του συγγραφέα και στους… κουραμπιέδες της μαμάς. Διότι ο Καλλιφατίδης μας δίνει ένα βιβλίο που μυρίζει σαν την βρεμένη γη μετά τη βροχή και σαν το βούτυρο που μυρίζουν οι κουραμπιέδες.
Ξαναγυρίζοντας πάλι και πάλι σαν το εγκληματία στον τόπο του εγκλήματος: «Θυμήθηκα τον Αλμπέρ Καμύ, που όταν κάποτε τον ρώτησαν αν θα θυσίαζε τη μητέρα του για κάποιο σκοπό, οποιοδήποτε κι αν ήταν ο σκοπός, κι εκείνος απάντησε χωρίς δισταγμό ότι θα θυσίαζε το σκοπό για την μητέρα του».
Διότι ο Καλλιφατίδης γράφοντας για τη μητέρα του γράφει ταυτόχρονα για όλους τους γιους και τις μητέρες όλες. Για την μαμά που είναι πατρίδα και γλώσσα και είναι αέναη επιστροφή.
Ξορκίζοντας με αυτό το βιβλίο- προσευχή, ποιος ξέρει τι φόβους! Εξάλλου, έχοντας μια μητέρα «πάντα κουβαλάς μέσα σου μια αρχή».
Μια ιστορία, λοιπόν, που δεν θα τελειώσει ποτέ, επειδή μέσα του- μέσα του, μέσα μας- μέσα μας, τίποτε δεν τελειώνει.

«Η ζωή είναι μια συνήθεια που είναι πολύ δύσκολο να την κόψεις»

«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, Εκδ. «Γαβριηλίδης», σελ. 291, τιμή: 16 ευρώ.

«Ο τόπος του εγκλήματος ήταν το σώμα της».
«Οι πληγές της ψυχής δεν είναι σαν τη φωτιά. Δε σβήνουν αν τις σκεπάσεις. Αντίθετα, μαζεύουν πύον, όπως οι υπόγειες λίμνες, νερό από αόρατα ποτάμια.
Αργά ή γρήγορα το σπυρί σπάζει και το δηλητήριο μπαίνει στις φλέβες, στις σκέψεις και στα αισθήματα και σε κάνει δήμιο του εαυτού σου>.
«Δεν είχε κανένα ίχνος τους. Ούτε τους είχε δει- φορούσαν μάσκες- ούτε τους είχε ακούσει – δεν είχαν πει λέξη- κάτι που την είχε κάνει να φοβηθεί ακόμα περισσότερο».
«Ήταν Σάββατο, μόνη και λυπημένη, 34 χρόνων. Παντρεμένη από έρωτα, χωρισμένη από έρωτα. Παντρεύτηκε τον άντρα της γιατί τον αγάπησε, εκείνος τη χώρισε γιατί αγάπησε μιαν άλλη. Άτεκνη αλλά πετυχημένη αστυνομικός, αν κι εκείνη τη στιγμή η μόνη της παρηγοριά ήταν ένα κοφτερό τσεκούρι».
Με πρόσχημα για άλλη μια φορά ένα αστυνομικό σασπένς και ηρωίδα ήδη αναγνωρίσιμη (έχουν εξάλλου προηγηθεί δύο βιβλία, «Ένα απλό έγκλημα», «Ο έκτος επιβάτης») την ντετέκτιβ Κριστίνα Βέντελ, ο Θοδωρής Καλλιφατίδης μετασχηματίζει σε ένα παιχνίδι σκακιού την εποχή μας. Το παιχνίδι του Καλού με το Κακό που διαρκώς συγχέει τα όρια του και μεταβάλλεται, με συνέπειες απρόβλεπτες. Ο θύτης που είναι ταυτοχρόνως και θύμα. Η ατρόμητη και γενναία αστυνομικός που βρίσκεται ταυτοχρόνως και ατιμασμένη. Οι μετανάστες που βρίσκονται εξόριστοι κάτω από έναν αόρατο αδιάκοπο φόβο. Και πάνω απ’ όλα η ανθρώπινη μοναξιά που οδηγεί τους ανθρώπους σε απόγνωση ή να ερωτεύονται με πάθος. Τον δήμιό τους, τον εαυτό τους στον καθρέφτη ή έναν επικίνδυνο άγνωστο. Το αυτονόητο που έχει πάψει πια να αποτελεί και δεδομένο.
Στο μυθιστόρημά του «Στο βλέμμα της» όλα αρχίζουν με την «ατίμωση» της Κριστίνα.
Τα μόνα πειστήρια του εγκλήματος η φωτογραφία της. Ξύπνησε στο κρεβάτι της μόνη και χαμένη, με σημάδια στο κορμί. Απ’ ό,τι είχε υποστεί, δεν θυμόταν τίποτα. Αλλά κι απ’ εκείνους, δεν θυμόταν κανέναν.
Το κράτησε μυστικό, όπως άλλες γυναίκες, με την ελπίδα ότι η σιωπή κι ο χρόνος θα τη γιάτρευαν.
Γιατρεύει το μίσος; Και η σιωπή δεν έσωσε ποτέ κανέναν.
Ο μίτος του νήματος θα αρχίσει να ξετυλίγεται μέσα από μια παρτίδα σκάκι. Μια νεαρή γυναίκα, μετανάστρια, θα κάνει σκόνη από το αναπηρικό της καροτσάκι την ιδιοφυία του Κάρπιν. Θυσιάζοντας δύο άλογα, έναν αξιωματικό και στο τέλος τον πύργο. Οι γυναίκες, εξάλλου, ήταν πάντα καλές στην τέχνη αυτή «της θυσίας».
Αυτή η παρτίδα σκακιού θα είναι και ο κωδικός αριθμός του βιβλίου. Με κινήσεις απρόσμενες, ανατρεπτικές και απρόβλεπτες και με πολλές αλληγορικές ή και πραγματικές, εν τέλει, θυσίες.
Το αποτέλεσμα, ένα μυθιστόρημα που όπως και όλα τα βιβλία του Καλλιφατίδη, κινείται σε πολλά επίπεδα: στο αμιγώς αστυνομικό κι απολαυστικό. Στο κοινωνικό και πολιτικό, θύτες και θύματα, εξουσία και εξουσιαζόμενοι, αστυνομικοί, μετανάστες, διώκτες και δολοφόνοι. Οι χαρακτήρες, το δυνατό σημείο του. Αντιφατικοί αλλ’ απολύτως εξηγήσιμοι. Τρυφεροί και σκληροί. Ερωτικοί και ταυτόχρονα αμείλικτοι. Αθώοι και φταίχτες ανάλογα τις περιστάσεις και τα σημεία.
Η γλώσσα του, αυτή η μαγική καλλιφατίδεια γλώσσα. Που σε κάνει – παρ’ ότι αστυνομικό- να το διαβάζεις πρωτίστως για την απόλαυση.
Εξάλλου για τον Καλλιφατίδη σημαίνει τόσα πολλά η γλώσσα: «Ήταν το πρώτο ταξίδι στην πατρίδα του μετά από τριάντα πέντε χρόνια. Να ακούει γερμανικά, να μιλάει γερμανικά… Του έδωσαν πίσω την αυθεντική του φωνή. Η ζωή ξανάγινε αυτονόητη. Ήταν σαν να κολυμπούσε ανάσκελα στην πιο μεγάλη θάλασσα: τη γλώσσα του».
Διότι μερικά πράγματα, όπως η προσευχή, τα ραβασάκια, η ποίηση, η εξομολόγηση, τα πιο μύχια, μόνο στην γλώσσα του τη μητρική μπορεί να τα ψιθυρίσει και να τα καταλάβει κανένας.
Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι «η πραγματική δύναμη είναι πάντα ακίνητη», πως «δεν υπάρχουν αθώοι, ούτε καν οι αγέννητοι» και ότι «η ζωή είναι μια συνήθεια που είναι πολύ δύσκολο να την κόψεις».

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας το 1938.
Σπούδασε στη σχολή του Κάρολου Κουν και μετά την στρατιωτική του θητεία έφυγε για τη Σουηδία όπου ζει ως σήμερα.
Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και δίδαξε αργότερα στην ίδια σχολή.
Εχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια, θεατρικά έργα. Εχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο και έχει σκηνοθετήσει μια ταινία.
Βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος (1981) και το Βραβείο Τιμής της Στοκχόλμης (1992).
Για την «Τιμάνδρα» απέσπασε το βραβείο Στίνα- Ελντ Εκνταλ της σουηδικής Ακαδημίας (1989).
Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 15 γλώσσες.
Από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδη», κυκλοφορούν, επίσης, τα βιβλία του:
«Τιμάνδρα», «Το τελευταίο τριαντάφυλλο»,
«Ποια είναι η Γαβριέλα Ορλόβα»,
«Αγάπη», «Εφτά ώρες στον παράδεισο»,
«Στο φως του Βορά»,
«Μια νέα πατρίδα έξω από το παράθυρό μου»,
«Ένα απλό έγκλημα», «Ο έκτος επιβάτης»,
«Στο βλέμμα της», «Μητέρες και γιοι».

ΥΓ. Η περίπτωση Θοδωρή Καλλιφατίδη είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, και το αναγνωρίζω, θα μπορούσα να πω και «ο αγαπημένος μου συγγραφέας». Η «Όλγα της αγάπης» το πιο παλιό από τα τρία βιβλία στα οποία αναφέρομαι αλλά για μένα το πλέον αγαπημένο. Αφήστε που Όλγα ήθελα να με λένε πάντοτε, Όλγα βάφτισα και την αγαπημένη μου ηρωίδα στο «Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια» η οποία κάνει και… γλυπτική! Την αφή εκτιμώ περισσότερο απ’ όλες τις αισθήσεις και μακάρι να «έπιαναν» τα χέρια μου αλλά δεν…. Γλύπτρια θα γίνω στην άλλη ζωή, αν υπάρχει! Ε μετά βρήκα και τ’ άλλα δύο, για την μάνα του και ένα δικό του αστυνομικό, αγαπημένο, και είπα να τα μοιραστώ μαζί σας. Είχα ξετρελαθεί και με «Στο βλέμμα της».
Αλλά με την «Όλγα της αγάπης» είχα κλάψει!

8/4/08

Tο απαρέμφατο είναι «το κρεβατάκι του ρήματος».

Της Danone, αγαπημένης μου φίλης, την συναντάτε στο http://hallucigeniasp.blogspot.com/


« Όλες τις ιστορίες που γράφω τις έζησα, με έναν ακίνητο τρόπο, όταν ήμουν παιδί. Τις διάβασα στα ταβάνια. Τις είδα μέσα από τους τοίχους. Γι’ αυτό να μην βάζετε τα παιδιά σας να ξαπλώνουν υποχρεωτικά τα μεσημέρια: Τότε αποκτούν μαντικές ικανότητες, τότε ανακαλύπτουν τις διαφάνειες των τοίχων. Σ’ εκείνη τη βαθεία ακινησία, μαθαίνουν να ζουν μεταφορικά. Κινδυνεύουν να ξεχάσουν να περπατάνε, ενώ μπορεί να μάθουν να πετάνε».

«ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ» της Μαρίας Μήτσορα, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 228, τιμή: 17 ευρώ.

«Από μικρή πιπιλούσα τις λέξεις, προσπαθώντας να πιαστώ απ’ αυτές σαν να ήταν σωσίβια».
«Επειδή με λένε Λέξη, οι ίδιες οι λέξεις είναι συχνά πιο ισχυρές από τα θέματα».
«Θέλω οι λέξεις που στάζουν κι από τις άκρες των δακτύλων μου να πήξουν σε ιστορίες, από τις οποίες να αναδύομαι ρευστή».
Ως βιβλίο ανήκει στη σειρά «Η κουζίνα του συγγραφέα», την διευθύνει ο Μισέλ Φάις, και ως ιδέα υπήρξε ιδιοφυής. Κείμενα που κινούνται ανάμεσα στο δοκίμιο που αφορά το εργαστήρι γραφής, και την αυτοβιογραφία.
Ως αποτέλεσμα, Μήτσορα στην καλύτερή της ώρα, μαγική και μαγευτική, πρωτοποριακή, κλασική.
Στις 228 σελίδες του καινούργιου βιβλίου «Με λένε Λέξη» η Μαρία των δυο ταχυτήτων, ήτοι η Μαρία της Ζωής και η Μαρία της Γραφής και του Ονείρου, η Μαρία της Φαντασίας που ως αλχημίστρια άλλοτε «σταυρωμένη στο χαρτί» «με τα καρφιά των λέξεων» σαν τον Μαγιακόφσκι, κι άλλοτε ακροβατώντας πάνω τους στο χάος μοιάζει σα να εφηύρε, τελικά, το κατά Μπόρχες «γράμμα που λείπει». Αναγνωρίζοντας πρωτίστως ότι «η σχέση με τις λέξεις είναι η σχέση με τους ανθρώπους, με τα πράγματα, είναι η σχέση με τη ζωή». Και ότι «αν δεν τεντώσω τέλεια το σχοινί που είναι φτιαγμένο από λέξεις, για να χορέψω πάνω από την άβυσσο, τότε η άβυσσος θα με καταπιεί».
Γι’ αυτό και σ’ όλη τη διαδρομή, βαδίζει παράλληλα: η ζωή της και η ζωή με τις λέξεις. Αναγνωρίζοντας ήδη από την πρώτη στιγμή πως:
«Η διαδρομή μας είναι ανεπανάληπτη, ποτέ δεν θα γυρίσουμε πίσω, χείμαρροι του χρόνου μας κόβουν τον δρόμο, πάτοι πηγαδιών τινάζονται στον αέρα και στροβιλίζονται καταπάνω μας, έτοιμοι να μας καταπιούν. Οι παλιές γέφυρες έχουν τόσο φθαρεί απ’ τα βήματα άλλων ταξιδιωτών, που κρέμονται, απελπιστικά φαγωμένες και λεπτές, πάνω από την άβυσσο. Μόνο σε μια ουράνια αντανάκλαση θα ξαναδούμε αυτά που ξεχάσαμε για να ενηλικιωθούμε…»
Κι αυτή την «ουράνια αντανάκλαση» η Μαρία Μήτσορα την αξιώθηκε.
Σε όλο της το έργο. Αυτοβιογραφούμενη ταυτοχρόνως κι αγγίζοντας το θείο και το άπειρο. Αναζητώντας μονίμως την Λέξη που σώζει και σκοτώνει. Την Λέξη που μετατρέπει σε μαγεία το χάος, σε αναγκαιότητα το τυχαίο, σε βρίσκω ή αγγίζω το λαχταρώ, σε ψίθυρο τη σιωπή, σε πρόσωπα με σάρκα και αίμα τους επινοημένους ήρωες, σε φως τις αποχρώσεις του μαύρου.
Τα σπίτια της παιδικής της ηλικίας, ειδικά εκείνο της Νέας Σμύρνης που στοίχειωσε πρώτα στο «Άννα να ένα άλλο», πρώτο βιβλίο και κατ’ εξοχήν αυτοβιογραφικό, παρελαύνουν μέσ’ στο βιβλίο σαν καλειδοσκοπικές, μαγικές εικόνες. Από το παιδικό της δωμάτιο «σκοτώνει» και «σώζει» και «παρακολουθεί» πανταχού παρούσα σαν τον Θεό, τους ήρωες που ουδέποτε ξεχωρίζουν αν τους επινόησε τελικά ή αν κάπου ευτύχησε και να τους συναντήσει.
Κι έτσι κυλά μέχρι το τέλος: ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Με την ίδια ακριβώς ισχύ και την αυτή επιρροή το ένα επάνω στο άλλο: το σπίτι, οι κήποι, οι γονείς και οι διενέξεις τους, ο Αλέκος Χαρούβλης, ο ετεροθαλής αδελφός, τα πουλιά, ο κύριος Κασσίμης, η Ελένα Μακάροβα, οι εξισώσεις, τα κοράκια κι ο κρεμασμένος. Διότι, όπως η ίδια ισχυρίζεται «όλα τα μαθαίνουμε πολύ νωρίς. Όλες τις ιστορίες που γράφω τις έζησα, με έναν ακίνητο τρόπο, όταν ήμουν παιδί. Τις διάβασα στα ταβάνια. Τις είδα μέσα από τους τοίχους. Γι’ αυτό να μην βάζετε τα παιδιά σας να ξαπλώνουν υποχρεωτικά τα μεσημέρια: Τότε αποκτούν μαντικές ικανότητες, τότε ανακαλύπτουν τις διαφάνειες των τοίχων. Σ’ εκείνη τη βαθεία ακινησία, μαθαίνουν να ζουν μεταφορικά. Κινδυνεύουν να ξεχάσουν να περπατάνε, ενώ μπορεί να μάθουν να πετάνε».
Και σ’ αυτό το βιβλίο λοιπόν, η Μαρία, μιλώντας για τη ζωή της, μας αφηγείται και το πώς έμαθε να πετά, πώς ανακάλυψε τον «Λόγο» που «όταν εμπεριέχει Θεική Ανάσα, είναι μια ιερή φλόγα που φωτίζει την κάθε λέξη, κάνοντάς την ζωοφόρα και απόλυτη. Και όλες μαζί οι λέξεις, έτσι αναμμένες, ρίχνουνε φως στον χρόνο που μας έχει διατεθεί».
Κι αυτό ακριβώς κάνει σ’ αυτό το βιβλίο: ρίχνει με Λέξεις φως στον Χρόνο. Κι όλα χωρούν ανάμεσα: «Η σκόρπια δύναμη» και «Ο ήλιος δύω», «Η περίληψη του κόσμου» και «Άννα, να ένα άλλο», «Καλός καιρός / Μετακίνηση» και το καινούργιο βιβλίο. Εκείνο που ήδη έχει γραφτεί στο ταβάνι κι η Μαρία αγγίζει την ουρίτσα του σιγά- σιγά και το ψάχνει.
Και σ’ όλα αυτά η ίδια η ζωή: «Η ζωή που ψιθυρίζει, η ζωή που ουρλιάζει». Η ζωή που «στον έρωτα τραγουδάει για λίγο, και μετά λαχανιάζει, μουρμουρίζει και σβήνει». Η ζωή που «ερωτεύεται πάλι και πάλι τις πιο αρχαίες πληγές της, για να τις σβήσει σβήνοντας», γράφοντας διαρκώς με λέξεις που, αν δεν τεντώσεις τέλεια το σκοινί τους, η άβυσσος τότε σε καταπίνει!
Έτσι πορεύθηκε εξάλλου μια ζωή, ξεκλειδώνοντας λέξεις. Κηδεύοντας πολλές φορές το απαρέμφατο που είναι «το κρεβατάκι του ρήματος». Και η απώλειά του μας έχει κάνει ανυπόμονους και πρόχειρους και νευρικούς. Διότι «Εν αρχή ην ο Λόγος» και επειδή μπορεί «ο καθένας μας να διαθέτει το κρυφό του όνομα στο άπειρο λεξικό του Θεού». Εκείνο το λεξικό που η Μαρία κατορθώνει να αποκωδικοποιεί, μιλώντας για τη ζωή της και για την σκόρπια της δύναμη στο σύμπαν!
Μια αυτοβιογραφία σα μαγικό μαύρο παραμύθι, που γοητεύει με την αλχημεία των λέξεων και υπαινίσσεται πολύ περισσότερα απ’ όσα ομολογεί ή δηλώνει. Ποιητική, ατμοσφαιρική, υπερβατική, με λέξεις τελετουργικές, μαγικές, θεικές, καθόλου τυχαίες. Την τοξίνη των λέξεων η Μαρία τη γνωρίζει, άλλωστε, από παιδί. Τις ιστορίες της, τις έχει όλες διαβάσει τα μεσημέρια στο ταβάνι!


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Μαρία Μήτσορα γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μια εργασία πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων.
Έχει ταξιδέψει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αιτή, από το Πεκίνο μέχρι τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά. Εχει γράψει επίσης τα μυθιστορήματα:
«Σκόρπια δύναμη» (Οδυσσέας)
«Περίληψη του κόσμου» (Κέδρος)
«Ο Ηλιος δύω» (Οδυσσέας) και
«Καλός καιρός/ Μετακίνηση» (Εκδ. «Πατάκη»)
και τα διηγήματα:
«Άννα, να ένα άλλο) (Άκμων και Πατάκη)
Διηγήματά της και ταξιδιωτικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.

ΥΓ1. Ευγνωμονώντας τους Θηβαίους (Μαργαριτούλα, Γιάννη) που έκαναν μια τόσο έξοχη κόρη! Σμουτς και να με μάθετε επιτέλους γαλλικά ναι? Αυτό το μπονζούρ και μπονσουά σαν την Μαντάμ Σουσού, με συγχύζει! (σαν… σεσουάρ ή σπασουάρ το λέω!) (Αμάν, πια!)

ΥΓ2: Στο βιβλίο έχει αναφερθεί πρόσφατα με εξαιρετικό τρόπο η καλή μου φίλη Σταυρούλα Σκαλίδη, Σκαλιδάκι εύγε, ναι?

ΥΓ3: Το κείμενο δημοσιεύτηκε με το άλλο μου όνομα (αυτό της… μαμάς μου και του μπαμπά μου) ως Ελένη Γκίκα, δηλαδή, στο Έθνος της Κυριακής!
Αλλά για σας, για μας, για μένα, άλεφ για πάντα, ναι?

4/4/08

Αλλά ο Θεός ή η Zωή είναι μεγάλος φαρσέρ

«Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΜΠΙΛΥ ΜΠΛΟΥ» της Νένης Ευθυμιάδη, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 290, τιμή: 16 ευρώ.

Εάν απουσίαζε το ελληνικότατο ονοματεπώνυμο, θα έπαιρνες όρκο πως πρόκειται για ξένη πεζογραφία. Ακόμα κι όταν αναφέρεται στην ελληνική πραγματικότητα. Η Νένη Ευθυμιάδη παραμένει από τους πλέον εύστροφους, εγκεφαλικούς, ευφάνταστους και με αυτοσαρκασμό και χιούμορ έλληνες συγγραφείς.
Οι σχέσεις, σε επίπεδο κοινωνίας και οικογένειας, το φόρτε της.
Οι θεσμοί, στο διαρκές στόχαστρό της.
Αλλά και η αντεστραμμένη εικόνα στο ό,τι δηλώσεις, επί τω προκειμένω.
Στους «Πολίτες της σιωπής» εκείνη η μικρή, τελικά, καλή κι εύστροφη τρομοκράτισσα κατακτούσε τις αναγνωστικές καρδιές μας, ποιος μπορεί να ξεχάσει το ότι η γιάφκα ήταν εν τέλει το συνοικιακό ανθοπωλείο;
«Η πόλη των γλάρων» ένα μυθιστόρημα δρόμου, ψυχολογικό θρίλερ όπως και όλα της, διαδραματιζόταν στο Χάλιφαξ διότι η Νένη Ευθυμιάδη είναι κοσμοπολίτισσα συγγραφέας. «Οι τυχοδιώκτες» ήταν μια παρέα φίλων παλιών που εξελίχθηκαν όπως και όλοι μας, δηλαδή «αχ που ‘σαι νιότη που έδειχνες πως θα γινόμουν άλλος».
Στο «Εγώ και ο Μαγγελάνος» έπαιζε με την ίδια τη συγγραφική της υπόσταση, ένα συγγραφέας «σοβαρών θεμάτων και δοκιμίων» που υπόγραφε ως Μαγγελάνος πια, αστυνομικό μυθιστόρημα!
«Ο γιος του Μπίλυ Μπλου» διαδραματίζεται στην αττική ύπαιθρο, στην αττική εξοχή λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα και είναι επίσης θρίλερ χαρακτήρων.
Το πρώτο πρόσωπο που γνωρίζουμε είναι ο Μπίλυ Μπλου, συγκοπτόμενο του Βασίλης Μπλουμιόπουλος, πρώην ακροβάτης με διεθνή καριέρα, 69 ετών και ανήσυχος με τα γηρατειά, αποσυρμένος στην παλιά βίλα του έξω από την Αθήνα.
Γύρω απ’ αυτόν, σαν κομήτες, περιφέρονται όλοι.
Ο Άγγελος Αγγέλου «της Μαρίας και αγνώστου πατρός» που επιμένει καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας να αυτοσυστήνεται ως «ο γιος του Μπίλυ Μπλου». Ο δικηγόρος του Πετράκης Δήμας αντιδρά και ο Μπίλυ Μπλου τον περιμαζεύει στο σπιτάκι του επιστάτη, έστω και χωρίς να τον αναγνωρίζει.
Λίγο αργότερα θα μπει στο παιχνίδι και η γειτονιά:
Ο Βίκτορας που πρώτα σώζει κι ύστερα «σώζεται» από την Σειρήνα. Χρηματιστής που επένδυσε λάθος κι επιχειρεί να γίνει εις μάτην αυτόχειρας. Αλλά ο Θεός ή η ζωή είναι μεγάλος φαρσέρ και η συγγραφέας αυτό θα φροντίσει να το αναδείξει.
Η Σειρήνα, περίεργη υπερήλιξ που περιπολεί μέσα στις άγριες νύχτες.
Η Εύα Ράττερ, πανεπιστημιακός που πλήττει και περιμένει τον αναποφάσιστο Όττο της να επιστρέψει από μακριά, κυνηγώντας την υπέρβαρη Ρόζα της αντί για σοκολάτα να τρώει καρότα.
Ο Πάρης Ρόθος, παλιός ασφαλίτης που «σκοτώνει ό,τι ενοχλεί» κατά συνέπεια και τον αυτοσυστηνόμενο ως «γιο του Μπίλυ Μπλου» (δεν καταδέχεται πια το Άγγελος Αγγέλου αλλά το γιατί δεν θα το μάθουμε εμείς παρά την τελευταία στιγμή και μην επιμένετε, γιατί δεν θα σας πω τον… δολοφόνο).
Η δράση θα αρχίσει από την στιγμή που ο νεαρός «γιος του Μπίλυ Μπλου» θα μοιράσει εκείνα τα περιβόητα «γαλάζια χαρτάκια». Προηγουμένως έχοντας προσληφθεί ως… κηπουρός των πάντων, έπεφτε σαν επιληπτικός κάθε τόσο στη γη και πια είναι σε θέση να μιλήσει για τους κραδασμούς της.
Αυτή η προσωπική εντύπωση περί παρακολούθησης θα φέρει στην αραιοκατοικημένη εξοχική περιοχή κυριολεκτικά τα πάνω- κάτω. Σε συλλογικό επίπεδο (έτσι δεν συμβαίνει πάντα και σε όλους τους κραδασμούς;), εφόσον πολλοί θα φοβηθούν και θα φύγουν, σπίτια όλως μυστηριωδώς θα πιάσουν φωτιά.
Και σε ατομικό (υπάρχουν πάντα και παράπλευρες απώλειες), ο γιος του Μπίλυ Μπλου θα φυγαδευτεί, ο Μπίλυ Μπλου θα απαχθεί, ο Βίκτωρας θα βρεθεί προ των ευθυνών του, ο Πάρης Ρόθος και η Σειρήνα θα αποκαλυφθούν, ο Πετράκης Δήμας θα αμφισβητηθεί, η Εύα Ράττνερ θα αφυπνιστεί επωδύνως, ο Όττο θα προδοθεί και θα συμβιβαστεί, η Ρόζα θα αρχίσει δίαιτα και θέατρο…
Το φινάλε απρόσμενο, ανατρεπτικό και αιφνιδιαστικό.
Αντιστρέφει όλο το προηγούμενο σασπένς και επιλέγει να δει σκωπτικά της ζωής μας την τραγωδία: Ιδεολογίες, εμμονοληψίες, «ο μεγάλος αδελφός» και η σύμβαση της σύγχρονης οικογένειας, στο ανελέητο συγγραφικό στόχαστρο, αντιμετωπίζονται κοινωνιολογικά και ψυχαναλυτικά και κατατροπώνονται με το παντοτινό όπλο, το χιούμορ.
Με οξυδέρκεια και άποψη αντιμετωπίζεται κριτικά η περιοχή, ήτοι το σύγχρονο αττικό τοπίο και τα έγκατα αυτού όπου ακόμα και το… χορτάρι διαθέτει αυτιά και ο σχεδόν αυτιστικός «γιος του Μπίλυ Μπλου» μάτια. Διότι όταν τελειώσει το μυθιστόρημα ο αναγνώστης θα πρέπει όλα να τα ξανασκεφθεί από την αρχή.
Το αποτέλεσμα, ένα μυθιστόρημα που είναι περιπέτεια, ιστορία κατασκοπίας, ψυχολογικό θρίλερ, μπουλβάρ χαρακτήρων, η κωμωδία της ζωής μας και όλα μαζί. Η οξυδερκής αποδοχή των πραγμάτων και το χιούμορ θα αποδειχθούν ο λυτρωτής των πάντων. Διότι «για το τέλος του δεν ανησυχούσε πια ο Μπίλυ Μπλου. Είχε εγκαταλείψει τη μακροχρόνια προετοιμασία του θανάτου, και ας πλησίαζε τα εβδομήντα βιαστικά. Και, εν πάση περιπτώσει, ας πέθαινε όπως τύχαινε! Έτσι δεν συμβαίνει με όλους;» Επειδή αυτό είναι το ζητούμενο, πάντα. Και οι θεσμοί, δεσμοί, ιδεολογίες, θρησκείες, οικογένειες, αστυνομίες, εκείνο πάντοτε υπηρετούν. Αλλά καμιά φορά η συγγραφική ματιά τα αντιμετωπίζει όλα αυτά επαναστατώντας και γελώντας. Και η νίκη πάντοτε επ’ αυτού!


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ-
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Η Νένη Ευθυμιάδη γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έγινε δικηγόρος Αθηνών.
Από το 1973 ασχολείται συστηματικά με την πεζογραφία και μέχρι τώρα έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα:
«Εσύ και εγώ μοιάζουμε λιγάκι» (Δωρικός, 1973),
«Ο κήπος με τα αγάλματα» (Νέα Σύνορα, 1978),
«Αθόρυβες μέρες» (Εστία, 1988),
«Τρυφερός θάνατος» (Εστία, 1990),
«Οι πολίτες της σιωπής» (Καστανιώτης, 1993),
«Η πόλη των γλάρων» (Καστανιώτης, 1997),
«Οι τυχοδιώκτες» (Ελληνικά Γράμματα, 2000),
«Εγώ και ο Μαγγελάνος» (Κέδρος, 2005),
«Τρεις νύχτες και ένας νεκρός» (Μίνωας, 2005).
Συμμετείχε επίσης σε πολλές εκδόσεις ομαδικού χαρακτήρα, με μικρότερης έκτασης πεζογραφήματα.
Διηγήματα, δοκίμια και άρθρα της δημοσιεύονται συχνά στον ημερήσιο Τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Έχει μεταφράσει δοκίμια και ποιήματα από τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά, και επί τριετία δίδαξε συστηματικά Δημιουργική Γραφή.
Μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμιά της έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, στα ιταλικά και στα αγγλικά.

3/4/08

«Το ανακοινωθέν των καγκουρώ» και τα «τριάντα έξι περίπλοκα βήματα μιας διαδικασίας, σε μια αυστηρή σειρά που με οδήγησαν απ’ τα καγκουρώ σε σένα»

Του Θηβαίου που γύρισε και μου ‘φερε και μια αγελάδα… Αζτέκα, της Μαργαρίτας για τις απίθανες φωτό και δη για την χελώνα, ναι?

«Πού είχε πάει ο παλιός μου εαυτός, ο εαυτός που διάβαζε ένα βιβλίο λες και κυριευόταν απ’ αυτό? Τι σήμαιναν αυτές οι μέρες – κι εκείνο το σχεδόν αφύσικο πάθος?»

«Ο ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ» του Χαρούκι Μουρακάμι, Εκδ. «Κόαν», σελ. 402, τιμή: 17.50 ευρώ.

«Γράφω παράξενες ιστορίες. Δεν ξέρω γιατί μου αρέσει τόσο πολύ το παράξενο. Εγώ ο ίδιος, είμαι ένας άνθρωπος πολύ ρεαλιστής. Δεν πιστεύω σε τίποτα το New Age- ούτε στη μετεμψύχωση, τα όνειρα, τα ταρό, τα ωροσκόπια. Δεν πιστεύω καθόλου σε τίποτα τέτοιο. Ξυπνάω το πρωί στις έξη και πηγαίνω για ύπνο στις δέκα, κάνω κάθε μέρα τρέξιμο και κολύμπι, κάνω υγιεινή διατροφή. Είμαι πολύ ρεαλιστής. Αλλά όταν γράφω, γράφω παράξενα».
Δηλώνει στο Επίμετρο του βιβλίου ο ιάπωνας συγγραφέας που αγαπήσαμε με «Το κουρδιστό πουλί» κι έγινε διάσημος με «Το Νορβηγικό δάσος». Παρ’ όλα αυτά στο «Νορβηγικό δάσος» θα ισχυριστεί ότι «γράφοντας μονάχα κατανοεί αυτό που ζει».
Όπως και να ‘χει, τα διηγήματα στον τόμο «Ο Ελέφαντας Εξαφανίζεται» κινούνται σε πολλαπλά επίπεδα και διαστάσεις. Όπως και όλες οι ιστορίες του Ιάπωνα συγγραφέα άλλωστε, ο οποίος τραβώντας το αφηγηματικό νήμα από μια κουζίνα (στο «Κουρδιστό πουλί») ή από ένα τραγούδι στο αεροπλάνο (στο «Νορβηγικό δάσος») είναι ικανός να σε φτάσει στα έγκατα της ψυχής και της γης. Στο «Κουρδιστό πουλί» ένας φιλήσυχος άντρας που μαγείρευε μακαρόνια σε μια κουζίνα ακούγοντας όπερα και χάνοντας τον γάτο του, έφτανε ως τα έγκατα της Ιαπωνικής ιστορίας και κοινωνίας. Στο «Νορβηγικό δάσος» το ομώνυμο τραγούδι των Μπήτλς και τα φοιτητικά χρόνια του ήρωα επιχειρούσαν να λύσουν το αίνιγμα της ζωής και του θανάτου, περνώντας μέσα από τον έρωτα και τη μουσική.
«Ο Ελέφαντας εξαφανίζεται» ξεκινά με «Το κουρδιστό πουλί» σε… μικρογραφία: «Το κουρδιστό πουλί κι οι γυναίκες της Τρίτης» ο τίτλος. Και ο φιλήσυχος Τόρου Οκάντα έχει ήδη χάσει και ψάχνει την γάτα. Και φυσικά έχει γνωριστεί με τις γυναίκες που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην ιστορία και στη ζωή του: με την γυναίκα που επιχειρεί να κάνει σεξ μαζί του μέσω τηλεφώνου, αλλά και την Μαγιού Κασαχάρα σε εκείνη τη μαγική αυλή.
Ο Μουρακάμι περιγράφοντας πράγματα απολύτως φυσικά και ρεαλιστικά κατορθώνει σουρεαλιστικά άλματα και επιχειρεί – άθελά του- να βάλει τάξη στο χάος. Με έναν τρόπο, όμως, ανάλαφρο και ποιητικό, αεί μεταβαλλόμενο που επιτρέπει αυτοσχεδιασμούς, παραβολές, αλληγορίες.
«Η δεύτερη επίθεση σε φούρνο», παρά την παραδοξότητα, έχει υφή σχεδόν αστυνομική. Ένα ζευγάρι που ξεμένει από φαγητό εν τω μέσω της νυκτός, επιστρέφει στο παρελθόν και ως πεπρωμένο του αναγνωρίζει μια δεύτερη επίθεση σε φούρνο.
«Το ανακοινωθέν των καγκουρώ» είναι μια σειρά αριστουργηματικών συνειρμών: με αφετηρία του τέσσερα καγκουρώ, ένας υπάλληλος στο τμήμα παραπόνων αποφασίζει να απαντήσει προσωπικά σ’ ένα γράμμα που δεν θα το μάθουμε, αν το έγραψε, ή δεν το έγραψε, και ποτέ, τελικά. Το βασικό θεώρημα της ιστορίας «το Μεγαλείο της Ατέλειας». Όπου, δηλαδή, «με απλά λόγια, το Μεγαλείο της Ατέλειας μπορεί να δηλώνει, πιθανόν, την πρόταση ότι κάποιος πρέπει να συγχωρεί κάποιον άλλον ουσιαστικά. Εγώ συγχωρώ τα καγκουρώ, τα καγκουρώ συγχωρούν εσένα, εσύ συγχωρείς εμένα…»
Το διήγημα «Όταν είδα το 100% τέλειο κορίτσι ένα όμορφο πρωινό του Απρίλη» ενδεχομένως και να είναι «η τέλεια» ιστορία της συλλογής. Ένας άντρας διασταυρώνεται με το 100% τέλειο κορίτσι της ζωής του. Και για δεύτερη συνεχή φορά, «εντελώς ξεχνώντας» την πρώτη, την αφήνει και πάλι να προσπεράσει. Ίσως επειδή «η λάμψη των αναμνήσεών τους παραήταν αδύναμη, και οι σκέψεις τους δεν είχαν πλέον την διαύγεια που είχαν πριν από δεκατέσσερα χρόνια»: «Χωρίς να πουν λέξη, πέρασε ο ένας δίπλα απ’ τον άλλον κι εξαφανίστηκαν μέσα στο πλήθος. Για πάντα».
Και κάπως έτσι περνούν κι όλοι οι ήρωες και οι ηρωίδες της συλλογής. Από την καρμική τους συνάντηση (που είναι σχεδόν όλα, ακόμα και ένα όνειρο ή στη φαντασία τους ένα «μικρό πράσινο τέρας») χωρίς να το καλοκαταλάβουν ότι μόλις αυτό που μόλις τους συνέβη ήταν, εν τέλει, το Σημαντικό. Ο συγγραφέας, όμως, κλείνει το μάτι για την σημαντικότητα στον αναγνώστη.
«Ο ύπνος», νουβέλα σχεδόν, αποτελεί μικρή αλληγορική σπουδή θανάτου. Θανατολάγνος εξάλλου ο Μουρακάμι, ενδεχομένως γι’ αυτό και να είναι τόσο ερωτικά εμμονικός. Η ηρωίδα της ιστορίας μέσα σε απόλυτη διαύγεια «κλείνει δεκαεπτά συνεχόμενες μέρες χωρίς ύπνο», διαβάζοντας Ντοστογιέφσκι και Τολστόι αδιαλείπτως.
«Η πτώση της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, η Ινδιάνικη εξέγερση του 1881, η εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία και το Βασίλειο των λυσσαλέων ανέμων» είναι η πιο σουρεαλιστική, ενδεχομένως, ιστορία της συλλογής. Όλα αυτά τα… ιστορικά συμβάντα χωρούν σε ένα αστικό διαμέρισμα μια ανεμοδαρμένη μέρα.
Το «Lederhosen» που δεν είναι άλλο παρά… γερμανικό σορτσάκι κυριολεκτικά, αποτελεί τον κωδικό ερωτικής μεταστροφής μιας γυναίκας.
Ο «Φλεγόμενος αχυρώνας» είναι επίσης μια άλυτη εμμονή που μεταλαμπαδεύεται από τον ένα στον άλλο.
Η «Οικογενειακή υπόθεση» είναι το θρίλερ της οικογενειακής μας, κι ενδεχομένως, ερωτικής μας ζωής.
Και οι δεκαεπτά ιστορίες του βιβλίου αποτελούν μικρά μαγικά παράθυρα στο παράδοξο. Με τη σιγουριά της κουζίνας ή του υπνοδωματίου μας, και χρησιμοποιώντας εργαλεία ζωής, καθημερινά, μας βγάζουν παντού: στην απόλυτη μαγεία, στον απόλυτο φόβο, στον απόλυτο τρόμο. Με βηματάκια «απαλά, απαλά» βελούδινα σχεδόν, ψιθυρίζοντάς μας με τρόπο παραμυθητικό, αλήθειες μαύρες.
Η ζωή θέλει τέχνη’ και αλληγορία το μεγάλο της σκοτεινό μυστικό. Ενδεχομένως και το Μεγάλο Τίποτα που είναι – γιατί όχι? - τα Πάντα!
Κι ο Μουρακάμι είναι δεξιοτέχνης σ’ αυτό.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Χαρούκι Μουρακάμι, που θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννήθηκε στο Κιότο το 1949.
Με τη γυναίκα του τη Γιόκο γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο κι άνοιξαν στο Τόκιο ένα τζαζ κλαμπ με το όνομα Peter Cat.
Η τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του «Norwegian Wood» (1987) τον έκανε διάσημο στη χώρα του.
Ύστερα εγκατέλειψε την Ιαπωνία κι επέστρεψε το 1995.
Έχει μεταφράσει στα Ιαπωνέζικα τα έργα του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, του Τρούμαν Καπότε, του Τζον Ιρβινγκ και του Ρέιμοντ Κάρβερ.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του: «Σκληρή χώρα των θαυμάτων και το τέλος του κόσμου» και «Το κυνήγι του αγριοπρόβατου».
Από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία το μυθιστόρημά του «Το κουρδιστό πουλί».
Aπό τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε και το «Νορβηγικό δάσος».
Από τις εκδόσεις «Κοαν» τα διηγήματα «Ο Ελέφαντας Εξαφανίζεται».