11/7/07

Βαδίζοντας, τελικά, στη «Ζώνη των επιθυμιών»

«ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟ – ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ 1970- 1986» του Αντρέι Ταρκόφσκι, Πρόλογος- Μετάφραση: Αλέξανδρος Ισαρης, Εκδ. «Ίνδικτος», σελ. 512

«Ο Άμλετ του Σαίξπηρ εκθέτει το αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου που έχει μεγαλύτερο ηθικό ανάστημα από τους συνανθρώπους του, μα που οι πράξεις του αναγκαστικά επηρεάζουν και επηρεάζονται από τον χαμερπή πραγματικό κόσμο». Έγραφε στα ημερολόγιά του ο μέγιστος ρώσος κινηματογραφικός δημιουργός κι αυτό μια ζωή πλήρωνε. Έχοντας διαρκώς απέναντί του: το παραλογισμό του Σοβιετικού καθεστώτος αρχικά, τη στυφή γεύση της εξορίας κατόπιν, το άλγος του θανάτου στη συνέχεια, μια μοίρα άδικη και παράλογη που τον νίκησε τελικά. Αλλά παρά την σύντομη ζωή του, κατόρθωσε με το έργο του να εξουδετερώσει το χρόνο.
Στο «Μαρτυρολόγιο», προσωπικές του σημειώσεις που έφερε στο φως η γυναίκα του μετά τον θάνατό του (1986), αντικρίζει κανείς μια φλεγόμενη ψυχή, γίνεται μάρτυρας όλης της αγωνίας και της υπέρβασης που βίωνε καθημερινά «ο ποιητής των εικόνων». Και πάνω απ’ όλα τον παρακολουθεί να αυτοαποκαθηλώνεται:
«Γιατί θέλουν όλοι να με μετατρέψουν πάση θυσία σε άγιο; Ω Θεέ μου! Ω Θεέ μου! Εγώ θέλω απλώς να δημιουργήσω. Μη με αγιοποιείτε σας παρακαλώ!» Έγραφε στις 7.11.73. Και παρά τον ναρκισσισμό που έκρυβε η φράση (ναι, ο σπαραγμένος Ταρκόφσκι ήταν πολύ φιλάρεσκος, ένας παράδοξα υπέροχος νάρκισσος), η ζωή έμελλε να τον δικαιώσει. Οι οικείοι του καταμαρτυρούν ασυνήθιστες ιδιότητες. Για τον τρόπο με τον οποίο έστηνε τα όνειρα που αργότερα επαληθεύονταν, για το πώς επέλεγε τους χώρους, για το πώς επαληθευόταν η ταινία…
Ο Έρλαντ Γιόζεφσον, ο πρωταγωνιστής της Νοσταλγίας και της Θυσίας, διηγείται το εξής περιστατικό: «Όταν γυριζόταν η Θυσία, ο Ταρκόφσκι έψαχνε για μεγάλο διάστημα κάποια περιοχή της Στοκχόλμης για να γυρίσει τη σκηνή του ονείρου όπου μετά από μια καταστροφή, οι άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι, προσπερνώντας ένα πεσμένο αυτοκίνητο. Ένα πρωί ο σκηνοθέτης τους ανακοίνωσε πως είχε βρει επιτέλους την περιοχή αυτή. Εξι μήνες αργότερα και σε απόσταση 10 μ. από το σημείο όπου ο Νίκβιστ είχε τοποθετήσει την κάμερά του, δολοφονήθηκε ο Ούλοφ Πάλμε. Ο δε δολοφόνος του είχε διαφύγει μέσω εκείνης της σκάλας απ’ όπου στην ταινία κατέβαινε το τρομαγμένο πλήθος. Όταν διάβασα την είδηση, έπαθα πραγματικό σοκ, είπε σ’ ένα δημοσιογράφο ο Γιόζεφσον. Ρώτησα τον Ταρκόφσκι γιατί είχε διαλέξει εκείνο το μέρος, αν είχε κάποιο προαίσθημα πώς θα συνέβαινε εκεί κάποιο κακό. Κι εκείνος μου απάντησε: Ορισμένοι τόποι είναι φτιαγμένοι μονάχα για καταστροφές».
Στο «Μαρτυρολόγιο» δίνεται η ευκαιρία στον καθένα, να ρίξει κλεφτές, βαθιές ματιές όχι μονάχα στο εργαστήριο του δημιουργού, αλλά και στις μύχιες σκέψεις του, στις συνήθειες και τις κινήσεις του. Σε μια καθημερινή τελετουργία ζωής που οδηγούσε στη «ζώνη των επιθυμιών» (Στάλκερ), στο να ανθίσει το ξερόκλαδο (Θυσία), στο να κτυπήσουν αφ’ εαυτού τους οι καμπάνες (Αντρέι Ρουμπλιόφ)… Δεν είναι άμοιρη η ζωή του έργου, ποτέ!
Και η ζωή και το έργο του Αντρέι Ταρκόφσκι θα κάνουν τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν στο αυτοβιογραφικό του «Laterna Magica» να αποδεχθεί: «Όταν ο κινηματογράφος δεν είναι ντοκουμέντο, είναι όνειρο. Γι’ αυτό ο Ταρκόφσκι είναι ο μεγαλύτερος απ’ όλους. Κινείται με απόλυτη άνεση στο χώρο των ονείρων, χωρίς να εξηγεί, αλλά και τι να εξηγήσει. Είναι ένας μάντης, που έχει καταφέρει να σκηνοθετήσει τις οπτασίες του με το πιο βαρύ, αλλά και πιο πρόθυμο μέσο. Σ’ όλη μου τη ζωή έχω χτυπήσει τις γροθιές μου πάνω στις πόρτες των δωματίων, όπου αυτός κινείται με τη μεγαλύτερη άνεση. Εγώ, μόνο μερικές φορές κατάφερνα να μπω μέσα. Οι περισσότερες από τις συνειδητές μου προσπάθειες τέλειωσαν με εξευτελιστικές αποτυχίες».
Τα ημερολόγια του «Μαρτυρολογίου» ξεκινούν στις 30 Απριλίου 1970 και φτάνουν ως τις 15 Δεκεμβρίου 1986. Έντεκα μέρες αργότερα, ο ρώσος σκηνοθέτης πεθαίνει.
Στις 500 περίπου σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης θα βρει: την καθημερινότητα με όλες τις εκφάνσεις (αγοράσαμε σπίτι ή εγκατασταθήκαμε στην εξοχή, σήμερα δούλεψα ή δεν δούλεψα καθόλου), αναγνώσεις και σκέψεις που έκανε επάνω σ’ αυτές, φρασούλες που κρατούσε απ’ ότι τον ξάφνιαζε ή τον μάγευε, διλήμματα και φοβίες (όπως αυτή για τις κηδείες), πρωτογενές υλικό για αφηγήματα ή για ταινίες, χρέη, βάσανα στην αυτοεξορία, νοσταλγία, συναντήσεις με ηθοποιούς και συντελεστές, αμφιβολίες, νηστείες, εφιάλτες, κακοκεφιές…
Τελευταίες του σημειώσεις: «Πρόκειται άραγε να πεθάνω;» «Αν δεν υπήρχαν οι πόνοι των χεριών και της σπονδυλικής στήλης, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ένα είδος αποκατάστασης μετά τη χημειοθεραπεία. Όμως τώρα δεν διαθέτω πια καμιά δύναμη για τίποτε. Αυτό είναι το πρόβλημα».
Και παντού, εξαιρετικό υλικό για την ανθρώπινη ματαιοδοξία:
«Η ματαιοδοξία είναι πανταχού παρούσα: Νηστεύω από ματαιοδοξία’ κι όταν διακόπτω τη νηστεία για ν’ αποκρύψω την εγκράτειά μου απ’ τους ανθρώπους, τότε πάλι η ματαιοδοξία είν’ εκείνη που με οδηγεί να το κάνω, επειδή θεωρώ σοφό τον εαυτό μου. Η ματαιοδοξία με πλημμυρίζει όταν φορώ ωραία ενδύματα, αλλά και όταν ντύνομαι φτωχικά, πάλι από ματαιοδοξία το κάνω’ αρχίζω να ομιλώ, τούτο συμβαίνει επειδή είμαι ματαιόδοξος, αλλά κι όταν σωπαίνω, αυτή είναι που νίκησε πάλι. Όπως και να την πετάξεις αυτή την τρίαινα, τα δόντια της πάντα προς τα πάνω θα είναι ορθωμένα…» (Άγιος Ιωάννης Λεστβίσνικ)
«Είναι δύσκολο να απαλλαγείς από τη ματαιοδοξία, γιατί με όλες τις προσπάθειες που κάνεις για να την αποδιώξεις, δημιουργείς νέες ματαιοδοξίες» (Αβά Αβαγκράφι).
Ένα βιβλίο που αποτελεί μέγιστο μάθημα ζωής. Σπαρταριστό σαν την ζωή την ίδια, διεισδυτικό σαν την ματιά του συγγραφέα του, πνευματικό και υπερβατικό σαν τις ταινίες, μεγαλειώδες με την αφάνταστη δύναμη να αυτοαναιρείται, με ρίζες στα έγκατα της γης και με ψυχή στα ουράνια, αλλ’ όχι αβασάνιστα και αβρόχοις ποσί…
Που ευτύχησε και εξαιρετικής έκδοσης: κοντά στο Ταρκοφσκικό πνεύμα ο Ισαρης, με ατμοσφαιρικές και σημαντικές φωτογραφίες, καλαίσθητο εξώφυλλο, χαρτί, και με ένα ανέκδοτο στην ελληνική αγορά DVD του γερμανικού ντοκιμαντέρ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Αντρέι Ταρκόφσκι: Εξορία και Θάνατος», που φωτίζει επιπλέον τη ζωή του δημιουργού.
Μια καθολική θέαση κόσμου, απ’ εκείνον που υπήρξε δεξιοτέχνης στο να εικονοποιήσει το αθέατο και να εκφράσει το ανείπωτο.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Αντρέι Ταρκόφσκι γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1932 στο Ζαβράσγε, βορειοδυτικά της Μόσχας. Πατέρας του ο διάσημος ποιητής και μεταφραστής Αρσένι Ταρκόφσκι.
Σπούδασε ανατολικές γλώσσες σ’ ένα ινστιτούτο της Μόσχας, παρακολούθησε μαθήματα μουσικής και σχεδίου, κινηματογράφο στο Πανενωσιακό Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Μόσχας. Παίρνει το πτυχίο του με την ταινία «Το Βιολί και ο Οδοστρωτήρας».
Γύρισε τις ταινίες:
«Τα παιδικά Χρόνια του Ιβάν» (1962),
«Αντρέι Ρουμπλιόφ» (1964),
«Σολάρις» (1971),
«Ο Καθρέφτης» (1974),
«Στάλκερ» (1979),
«Νοσταλγία» (1983),
«Η θυσία» (1985),
Πεθαίνει στο Παρίσι στις 29 Δεκεμβρίου του 1986.
Το 1989 πραγματοποιείται στη Μόσχα, από τις 10 ως τις 14 Απριλίου, το 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο με θέμα το έργο του.
Το σπίτι του στη Μόσχα μετατρέπεται σε μουσείο.
Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους κυκλοφορεί στα γερμανικά ο πρώτος τόμος των «Ημερολογίων» του με τον τίτλο «Μαρτυρολόγιο».

Και με αυτό το ποστ- ήθελα να είναι κάτι καλό και ανακουφιστικό για την ψυχή μας, αν και παράφορο- το άλεφ σας αποχαιρετά τουλάχιστον για ένα δεκαπενθήμερο. Τον Αύγουστο εδώ γύρω θα τριγυρίζω, στην άδεια και πανέμορφη Αθήνα και θα σας σκέφτομαι. Εσείς, όπου κι αν πάτε, ό,τι και να κάνετε, να περνάτε καλά. Τα έξυπνα παιδιά, εξάλλου, πάντοτε και παντού καλά περνούν, αυτό να το θυμάστε. Κι εμείς το έχουμε αποδείξει, είμαστε έξυπνα (κι ανθεκτικά) παιδιά.
Καλόν Ιούλιο κι Αύγουστο να έχουμε! Να επιβιώσουμε του καύσωνος και της απρόβλεπτης «εν αδεία» ψυχής! Εις το επανειδείν, λέμε! Στο μεταξύ, μπορούμε να τα λέμε και αυτήν εδώ την εβδομάδα!
Φιλί καλό, καλοκαιρινό

Γεια σας κι από εδώ. Μου αρέσουν αυτοί οι καλοκαιρίνοι αποχαιρετισμοί. Αυτού του φεύγω. Με δυσκολεύουν οι άλλοι. Του έρχομαι. Αλλά φέτος γυρνώντας έχω μια ακόμα γωνιά να ακουμπήσω. Ραντεβού τον Σεπτέμβρη. Μπορεί και νωρίτερα. Αλλά δεν είναι πολύ ωραίοι οι χειμερινοί κινηματογράφοι μ' αυτό το "ραντεβού τον Σεπτέμβρη" φορεμένο πάνω τους; Κι αφού κλείνουμε σχεδόν κινηματογραφικά...
Σας αφήνω να ακούτε και να χαζεύετε τους Sigur Ros κι έναν πιτσιρικά που δεν μπορεί να πετάξει. Το έχω τσεκάρει. Όσες φορές κι αν πάτησα το κουμπί της επανάληψης ο πιτσιρικάς δεν πέταξε. Πέταξε πολύ αργότερα. Ένα βράδυ. Και το θυμήθηκα την επόμενη μέρα...

Σας αφήνω να ακούτε και να χαζεύετε τους Sigur Ros και να θυμάστε αυτό το καλοκαίρι να χτίζετε πύργους από αυτούς τους παλιούς. Της άμμου. Κουβαδάκια και πύργοι στις παραλίες. Τις μέσα μας...

Ραντεβού τον Σεπτέμβρη. Μπορεί και νωρίτερα.

Moha

5/7/07

Από ποιον ουρανό πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου;


ΛΟΥ ΑΝΤΡΕΑΣ ΣΑΛΟΜΕ: η γυναίκα που έκανε συλλογή αντρών σαν να ήταν τρόπαια.

«Τα πρώτα λόγια με τα οποία με χαιρέτησε ο Νίτσε ήταν: «Από ποιον ουρανό πέσαμε εδώ ο ένας στην αγκαλιά του άλλου;»>
Την συναντήσαμε στο μυθιστόρημα του Ιρβιν Γιάλομ «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» και μάθαμε ότι μονάχα γι’ αυτήν έκλαψε.
Την ξαναβρήκαμε σε βιογραφικά κείμενα για τον Σίγμουντ Φρόυντ και είδαμε ότι κι εκείνος δεν έμεινε απαθής. Αλλά και ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε μαγεύτηκε απ’ το πνεύμα της.
Λου Αντρέας- Σαλομέ. Η γυναίκα που παρά το σημαντικό λογοτεχνικό της έργο, τα δοκίμια για την τέχνη, τη θρησκεία, τον ερωτισμό και την ψυχανάλυση, ήταν γραφτό της να μείνει στην ιστορία ως η μούσα του Φρίντριχ Νίτσε, του Ράινερ Μαρία Ρίλκε και του Σίγμουντ Φρόυντ. Ως η μοιραία γυναίκα ισχυρών ανδρών. Ως «η γυναίκα που κάνει συλλογή αντρών σαν να ήταν τρόπαια».
Το πορτραίτο αυτής της ομολογουμένως σημαντικής γυναίκας, σκιαγραφεί η Λίντε Ζαλμπέρ (διδάκτωρ Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας) στο βιβλίο «Λου Αντρέας Σαλομέ: Η βιογραφία μιας μοιραίας γυναίκας» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Μελάνι», στη σειρά «Βιογραφίες» και σε μετάφραση Χριστίνας Αυγερινού Βρυζάκη.
Η Λουίζε Φον Σαλομέ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, στις 12 Φεβρουαρίου του 1861, από πατέρα στρατηγό στην υπηρεσία του τσάρου.
Το Φθινόπωρο του 1880, η Λου εγκαταλείπει μαζί με τη μητέρα της την Τσαρική Αυτοκρατορία για ν’ αρχίσει σπουδές στη Ζυρίχη. Και η σπουδές θα γίνουν έκτοτε και ο τρόπος ζωής της.
Θεολογία, Φιλοσοφία, Ιστορία Τέχνης, Δογματική, Γενική Ιστορία των Θρησκειών, Λογική και Μεταφυσική… Συνεπαρμένη από τις σπουδές της, διαβάζει μέρα νύχτα χωρίς ξεκούραση και δίχως σταματημό.
Η ιδανική μαθήτρια, κυριολεκτικά μαθήτρια- σφουγγάρι μεγάλων ανδρών, η Λου ερωτεύεται αλλά πάνω απ’ όλα την ερωτεύονται. Πολύ και με πάθος. Ο φιλόσοφος δρ Πάουλ Ρέε και ο Νίτσε με την πρώτη ματιά. Ο ανατολιστής δόκτωρ Φρίντριχ Καρλ Ανδρέας, τον οποίο και θα παντρευτεί το 1887, τελικά. Κι από τότε η ζωή της θα γίνει Τέχνη και γράψιμο. Ταξίδια και καλλιτεχνικά και πνευματικά κινήματα της εποχής.
Η γνωριμία της με τον Ρίλκε θα της προσφέρει την ευκαιρία να επιστρέψει σε παλιότερες καταστάσεις της δικής της ψυχής. Θα ανακαλύψει την ποίηση που την είχε βαθιά καταχωνιασμένη στη δική της ζωή.
Τέσσερις ημέρες μετά την πρώτη τους συνάντηση, ο ποιητής της στέλνει ήδη «τραγούδια νοσταλγίας» και ομολογεί ότι έτρεχε μέσα στην πόλη κρατώντας τριαντάφυλλα, «τρέμοντας από την επιθυμία κάπου να σας συναντήσω».
Την Άνοιξη του 1895 θα γνωρίσει την ψυχανάλυση και τον Φρόυντ ο οποίος ευθύς εξαρχής θα κολακευτεί. Κι από τότε ο Φρόιντ θα αναφέρεται στα γράμματά του στην «χαρούμενη αισιοδοξία της Λου».
Με την κόρη του Φρόυντ, Αννα, η Λου Αντρέας Σαλομέ θα ασχοληθούν με τις πολύπλοκες παιδικές φαντασιώσεις.
Κι έτσι με τέχνη και απόλαυση θα ζήσει ολόκληρη τη ζωή. Απολαμβάνοντας ακόμα και τα γηρατειά της: «Πραγματικά εγώ φθάνω τόσο μακριά ώστε να εξακολουθώ να είμαι διαρκώς περίεργη για το πόσα πράγματα πρέπει να ξετυλίξω το κουβάρι της ζωής, μέχρι να πέσουν στα χέρια μου οι εκπλήξεις που είναι τυλιγμένες μέσα του». Αισθάνεται ότι τα γηρατειά χαρίζουν διεύρυνση.
Η Λου Αντρέας- Σαλομέ πεθαίνει στις 5 Φεβρουαρίου 1937 στο σπίτι της, στο Χάινμπεργκ του Γκέτινγκεν. Αφήνοντας πίσω της ένα μεγάλο έργο, τον απόηχο ενός σπινθηροβόλου πνεύματος και μια τεράστια κι άσβεστη αύρα γοητείας.
Πολύ μελάνι χύθηκε για χάρη της.
Η καινούργια βιογραφία της Λίντε Ζάλμπερ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μελάνι».

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
«Είναι πράγματι μια μεγαλοφυία και ως προς τον χαρακτήρα δίχως άλλο ηρωική» (Πέτερ Γκάστ, 1882)
«Η Λου φον Σαλομέ υπήρξε ένας εντελώς φυσικός, σίγουρος για τον εαυτό του άνθρωπος, που διέθετε μια σπάνια πνευματική και ταυτόχρονα ανθρώπινη ένταση σε συνδυασμό με γυναικεία γοητεία. Ηταν εξαιρετικά έξυπνη, μπορούσε να κατανοήσει με εκπληκτική ταχύτητα φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά και ψυχολογικά προβλήματα, είχε μια φυσική αμεσότητα και ήταν ανοιχτή σε όλα τα ερωτήματα, τόσο τα πνευματικά όσο και τα ανθρώπινα». (Κουρτ Βολφ, 1963)
«Η Λου Αντρέας είναι η πιο πνευματική από όλες τις σημερινές ποιήτριες, εκείνη με το μεγαλύτερο ψυχολογικό βάθος- αυτό το υπογράφω με τεράστια γράμματα». (Μαρία φον Εμπνερ- Εσενμπαχ (1912).
«Τι θαυμαστά πράγματα μπορεί να αντιληφθεί αυτή η γυναίκα, πώς μεταμορφώνεται στην πιο βαθιά ψυχική κατανόηση καθετί που της προσφέρουν την κατάλληλη στιγμή τα βιβλία και οι άνθρωποι, πως αντιλαμβάνεται, αγαπά, διεισδύει χωρίς φόβο στα πιο καυτά μυστικά, που δεν της κάνουν κακό παρά ακτινοβολούν μονάχα με καθαρή φλόγα». (Ράινερ Μαρία Ρίλκε, 1913).
«Τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής αυτής της εξαιρετικής γυναίκας ανήκαν στην ψυχανάλυση, στην οποία συνέβαλε με την αξιόλογη επιστημονική εργασία της και την οποία επίσης άσκησε» (Σίγμουντ Φρόιντ, 1937)
«Η Λου ωφέλησε χωρίς αμφιβολία όλους τους μεγάλους της άντρες, καθώς μπορούσε να ταυτίζεται με το ευάλωτο τμήμα της προσωπικότητάς τους που είχε τόση ανάγκη από στήριξη. Όμως όλοι οι άντρες που την ερωτεύθηκαν, υποχρεώθηκαν στο τέλος να ανακαλύψουν ότι η Λου δεν τους είχε δώσει πραγματικά κάτι από τον εαυτό της». (Πάουλ Ροάζεν, 1969)

Για την Aura Voluptas που, όπως κι εγώ, βρίσκει την Λου Αντρέας Σαλομέ, γοητευτική. Με την βεβαιότητα ότι αυτή η γυναίκα έχει υπάρξει πολύ περισσότερα από… μούσα! (θα μου πείτε, λίγο είναι αυτό; Όχι, βέβαια!)
Και για τον υπέροχο Moha που ωσεί Θεός, φροντίζει με τρόπο μαγικό, τα πάντα.


Το alef μας είναι όπως πάντα τακτικό. Το moha δεν ήταν ποτέ. Τώρα είναι και πιεσμένο. Καθυστερημένα ανεβαίνει αυτό εδώ το post. Και λογικά θα έρθει ακόμα ένα μέχρι τις διακοπές. Μουσική τώρα. Ένα τραγούδι που επαναλαμβάνει 3 μόνο φράσεις.
Μου ζητάτε να λέω περισσότερα. Αλλά τι να πω περισσότερο. Πατήστε το κουμπί και μπείτε μέσα του. Ξύλινα πατώματα. Λευκές πιζάμες. Το πιάνο στη γωνία. Γύρω στις 4 το πρωί. Τσιγαρό. Όχι ποτό. Φως απέξω. Μόνο από τη λάμπα του δρόμου. Κανένα φως μέσα. Δεν έχει και πολλά να πει.
I still feel like a child
I still need you by my side
I still hear you late at night...
Και μετά δεν σηκώνεται από το πιάνο. Αν κοιμήθηκε, κοιμήθηκε εκεί...
Moha

Aaron - Last night thoughts