27/12/07

Η περιέργεια και η ψυχή

«Αυτός που προδίδει έστω και για μια φορά τις αρχές του, χάνει την αγνότητα της σχέσης του με τη ζωή. Το να εξαπατά κανείς τον εαυτό του, είναι σα να παραιτείται από τα πάντα, από την ταινία του, από την ζωή του». Είπε ο Ταρκόφσκι και ποιος δεν το βίωσε; Την προδοσία, εννοώ. Διότι το… τσιτάτο, εις μάτην το αντέγραφα έτη και έτη εις ατζέντας.
Κάθε πρώτη πρώτου του νέου έτους. Για να μου βγει σε καλό.
Αλλά ποιος ξεφυλλίζει μετά προς τα πίσω; Σε φέρνει καπάκι, λες και πρόκειται για άλλη, άλλου ζωή.
Το επόμενον έτος πάλι θυμόμουνα. Αυτή τη μικρούλα απόλυτη φράση που αντιμετώπιζα, μάλιστα, και ως… εφικτή με τις προτεραιότητες του έτους:
Να μη ξοδεύομαι σε ασήμαντα.
Να μη ξεχάσω όσα χρωστάω «σ’ αγαπώ».
Να μην αναβάλω τη ζωή μου για αύριο.
Να μάθω να φεύγω επιτέλους απ’ ό,τι με χαλά.
Να κλείνω πριν το τέλος ένα κακό βιβλίο.
Ν’ αγαπώ ό,τι αξίζει κι όχι ό,τι μου μοιάζει.
Και να θυμάμαι, όλη μέρα, κάθε μέρα, όλο τον χρόνο πως:
Ό,τι ξοδεύω έχω, ό,τι κρατώ το χάνω.
Παντού μπορεί να αγιάσει κανείς.
Η ευτυχία είναι κατάσταση στο μυαλό μου.
Υπάρχουν ελεύθεροι στη φυλακή και σκλάβοι στην Ομόνοια.
Ούτε στο παρελθόν, ούτε στο μέλλον, στο θεικό παρόν.
Δεν υπάρχουν υποθηκευμένες ζωές’ ούτε στην ευτυχία, ούτε στη δυστυχία.
Έτσι, και με σαφήνεια, σχεδόν αφοριστικά: σαν «κεντρική ιδέα» ή «δίδαγμα» που γράφαμε παιδιά. Αλλά ποτέ και τίποτα δεν κράτησα.
Γι’ αυτό και είπα φέτος να κάνω ποδαρικό με κάτι πιο.. εφικτό. Μ’ ένα μικρό διάλογο ανάμεσα στο «Κουρδιστό πουλί» κι ένα κορίτσι δεκαεξάχρονο:
«- Δεν νομίζεις ότι το κουράγιο κι η περιπέτεια μοιάζουν μεταξύ τους;
- Όπου υπάρχει ψυχή υπάρχει και περιέργεια κι όπου υπάρχει περιέργεια υπάρχει και ψυχή. Δεν έχω δίκιο;
- Η περιέργεια μπορεί να βγάλει την ψυχή απ’ την κρυψώνα της μερικές φορές, μπορεί ακόμα και να την ενεργοποιήσει. Όμως η περιέργεια συνήθως εξανεμίζεται. Αυτό που κρατάει είναι η ψυχή. Η περιέργεια είναι σαν ένα περιστασιακό φιλαράκι που δεν πολυεμπιστεύεσαι. Σ’ ερεθίζει λίγο στην αρχή και μετά σ’ αφήνει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου- με όση ψυχή σού απομένει».
Και να βαδίσω προς τη νέα χρονιά, με όση περιέργεια και όση ψυχή μου απομένει’ συν τω χρόνω.
Καλή Χρονιά, να έχουμε!

ΥΓ. Αυτή τη φορά το υστερόγραφο μάλλον είναι περιττό. Αλλά τι θ’ απογίνουμε χωρίς το υστερόγραφο?
Λοιπόν, μικρή υπενθύμιση: χάρη σε σας το Golem παραμένει ζωντανό! Εσείς είστε το emet του!
Αλλιώς…
Καλή κι Ευτυχισμένη Χρονιά! Καθαρή, γάργαρη, γενναία και διάφανη, σαν ταρκοφσκική σχέση!

24/12/07

Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα


Ε, της Νεφέλης πια, σταθερά
Και της Μάρως για την διαδρομή και την αφορμή.

Όλα ξεκίνησαν μια νύχτα που φοβόταν.
Έξω φυσούσε πολύ. Είχαν σβήσει τα φώτα. Ερχόταν μπόρα και η μικρή Αννούλα τις έτρεμε τις αστραπές. Είχε δει κι άλλες φορές εκείνες τις ασημιές χαρακιές ν’ αυλακώνουνε τον ουρανό, εκείνο που την τρόμαζε, όμως, περισσότερο ήταν ο κρότος. Απροειδοποίητος πάντα’ παρ’ ότι είχε προηγουμένως θαυμάσει την αστραπή.
Αυτή την απολύτως ζοφερή νύχτα ήταν σχεδόν μόνη στο σπίτι. Ο μπαμπάς – απ’ ότι είχε πάρει τ’ αυτί της- είχε συνοδεύσει τη μαμά στο εξωτερικό. Η μαμά της Άννας ταξίδευε πολύ συχνά για συνέδρια. Αυτή τη φορά, όμως, την είδε κλαμένη. Ταξίδευε κι έκλαιγε. Και η μαμά της Άννας και ο μπαμπάς. Ο μπαμπάς, κρυφά. Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί έτσι η Άννα.
Και η Άννα απόψε φοβόταν. Ποτέ δεν είχε τόσο πολύ ξαναφοβηθεί η Άννα.
Η Ζωή που την πρόσεχε, της έφερε από νωρίς μια στοίβα βιβλία απ’ την μεγάλη βιβλιοθήκη. Την αγαπημένη της Αλίκη που πέφτει στην μαύρη τρύπα για να βρεθεί στα θαύματα, τελικά. Τον Ροβινσώνα Κρούσο που αναγκάζεται να τα βγάλει πέρα στην ερημιά και το αγαπημένο της. Την Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Κάρολου Ντίκενς για την δύναμη της αγάπης. Τα Χριστούγεννα δεν θ’ αργήσουν να ‘ρθούν και θα γυρίσει με δώρα και η μαμά. «Τα επτά κοράκια» των αδελφών Γκριν και χωρίς να φοβάται. Γιατί η μικρή Άννα δεν είχε αδελφούς για να τους κάνει η κακιά μάγισσα κοράκια. Αν και το να είσαι, μόνη σου χωρίς αδελφούς πονάει κι αυτό, αρκετά.
Αλλά ο άνεμος δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί για να διαβάσει. Ψιθύρισε με ελπίδα και απόγνωση τη μικρή, μαγική, προσευχή. "Θεούλη μου, φύλαγε την μαμά και τον μπαμπά και κάνε να περάσει η μπόρα χωρίς να τρομάξω, πολύ, τελικά".
Και τότε της ήρθε η ιδέα. Να φυλακίσει με το μελάνι της στο χαρτί μιαν αστραπή. Άνοιξε το μεγάλο ολοκάθαρο μπλοκ κι απαθανάτισε τα πάντα. Ό,τι την τρόμαζε κι ό,τι γινόταν, ακριβώς, έξω από το μεγάλο παράθυρο στον κήπο.
Τα μαύρα σύννεφα που ταξίδευαν για τον βορά, τα απειλητικά δέντρα τη νύχτα, τις μαγικές χαρακιές στον σκοτεινό ουρανό. Ως και τη βροντή τους, φυλάκισε. Σε σημείο που έπαψε και να την ακούει.
Χαράματα έπεσε στο μαξιλάρι της να κοιμηθεί. Αφού είχε κάνει στο μπλοκ πολλές αστραπές.
Το πρωί όταν άνοιξε τα μάτια, την περίμενε μια όμορφη και πλυμένη μέρα. Το χορτάρι κουνούσε στον κήπο τις άκρες του καθαρό, τα δέντρα έσταζαν δάκρυα ανακούφισης. Και όλα τα σύννεφα είχαν ταξιδέψει για το βορά.
Το μεσημέρι πήρε και η μαμά της τηλέφωνο. Την αγαπά και την σκέφτεται. Θα επιστρέψουν, όσο πιο σύντομα γίνεται με τον μπαμπά.
Ο καιρός, όμως, περνούσε και αργούσε πολύ να γυρίσει η μαμά. Η γιαγιά, όποτε ερχόταν έκλαιγε, και είχε πιάσει και την Ζωή να μιλά στη γιαγιά και να κλαίει κι αυτή. Η μαμά δεν τηλεφωνούσε τόσο συχνά. Και οι νύχτες της Άννας έγιναν συνέχεια μεγάλες και σκοτεινές. Έστω και χωρίς εκείνες τις αστραπές. Αχ, αυτές τις φοβερές αστραπές, πόσο τις προτιμούσε.

Για να νικήσει το φόβο και την μεγάλη νύχτα της η μικρή Άννα, χωνόταν ολόκληρη μέσα στο μπλοκ. Ζωγράφιζε δωμάτια με πολλές μυστικές και κρυφές πόρτες. Καθρέφτες μέσ’ τους καθρέφτες και πολιτείες που μοιάζανε μαγικές. Με δωμάτια που ταξιδεύουνε και κοριτσάκια που πετάνε σαν τα ιπτάμενα χαλιά.
Ζωγράφιζε κούκλες που ζωντανεύουν και μουσικά κουτιά που η χορεύτρια κατέβαινε απ’ την πίστα. Ζωγράφιζε γυάλες κρυστάλλινες, ξωτικά του βουνού, κουτάλες και πιρούνες της κουζίνας που χορεύουν. Ζωγράφιζε δέντρα που ταξιδεύουν, γαλάζια τριαντάφυλλα που μιλούν, τραίνα που κολυμπάνε, καράβια στον ουρανό κι ένα νησί που ολοένα αλλάζει θέση.
Ζωγράφιζε, βέβαια, και την μαμά και τον μπαμπά. Να ταξιδεύουν στα σύννεφα με το αεροπλάνο, να κατεβαίνουν τη σκάλα, να τρέχουν χαρούμενοι για ν’ αγκαλιαστούν. Ζωγράφιζε την μαμά στο μπαλκόνι, τη μαμά στο γραφείο, τη μαμά να της φτιάχνει το εκμέκ παγωτό της γιαγιάς. Τη μαμά να την χτενίζει, να της διαβάζει την Άννα Φρανκ, να της τραγουδά τη μικρή Φλαμουριά. Τη μαμά της στο πιάνο, τη μαμά της στο δρόμο, τη μαμά πάνω απ’ την κούνια όταν η Άννα ήταν τοσηδούλα μικρή.

Έτσι πέρασαν και τα Χριστούγεννα. Κλαίγοντας και ζωγραφίζοντας’ με τη μαμά μακριά. Με δέντρο που στόλισε η Ζωή και που η Άννα ούτε που ήθελε να το πλησιάσει. Με δώρα που έστειλαν φίλοι και συγγενείς αλλά η μικρή Άννα έκρινε πως μονάχα την μαμά, χρειαζόταν. Την μαμά και το μαγικό μπλοκ που θα μπορούσε κάθε μέρα να της την φέρνει κοντά. Τόσο κοντά που μπορούσε ακόμα και να την αγγίζει και να την μυρίζει. Να την χαιδεύει, να σκύβει και να την φιλά.
Ώσπου μια μέρα μέσ’ τις Αλκυονίδες μέρες ξαναγύρισε στο σπίτι η μαμά. Αδύνατη, βέβαια, γιατί της έλειψαν της Ζωής τα φαγητά, αλλά χαρούμενη και της υποσχέθηκε με τον μπαμπά ότι δεν πρόκειται ποτέ να φύγει ξανά.
Ποτέ όσο εμπιστεύεται τις μαγικές ζωγραφιές της. Γιατί, όπως της εκμυστηρεύτηκε, πίσω την έφεραν οι μαγικές ζωγραφιές. Στην κουζίνα και το γραφείο της. Στο μπαλκόνι και κάτω στον κήπο.
Κάθε μέρα ήμουν μαζί σου στον κήπο, της εκμυστηρεύτηκε η μαμά.

Κι έτσι η Άννα δεν εγκατέλειψε ποτέ πια τις θαυματουργές ζωγραφιές. Στοίβαζε τα μπλοκ και τα τετράδια όσο κυλούσε ο καιρός και φοβόταν δεν φοβόταν, ελπίδες και φόβους με χρώμα και σχήμα τους ξόρκιζε. Όπως έκανε και η φίλη της η Αριάδνη, με τις μικρές ιστορίες.
"Εγώ, όταν φοβάμαι, γράφω", της είπε μια μέρα στο σχολείο. Και η Κυβέλη παίζει στο πιάνο κάτι μαγικές και ξεφοβιστικές μουσικές. Ο Δημήτρης κάνει μικρούς στρατιώτες από πηλό και η Κατερίνα κούκλες που ζωντανεύουν.
"Γιατί ό,τι αγαπάς έτσι παίρνει ζωή", όπως της είχε πει μια φορά η Ζωή. Και όλα αυτά, ζωγραφιές, ιστορίες, κούκλες, στρατιώτες και μουσικές, δεν είναι άλλο παρά της ζωής τα θαύματα.
Έτσι η μικρή Αννούλα μεγαλώνοντας δεν φοβήθηκε ποτέ και οι ζωγραφιές της παρέμειναν στον χρόνο η δική της, μυστική, μαγική προσευχή. Για όποιους και ό,τι αγαπά. Γιατί η Άννα πιστεύει στο θαύμα της τέχνης. Στο θαύμα, δηλαδή, της Ζωής.

ΥΓ. Για όσους φοβούνται τις γιορτές, για όλους εκείνους που κάποια στιγμή χρειάστηκε ή τόλμησαν να κάνουν ό,τι η μικρή Άννα. Για να ξεφοβηθώ αυτά τα Χριστούγεννα κι εγώ, για να σας πω ότι "μαγικά" θα υπάρχουν πάντα. Και θαύματα, φτάνει να τα πιστεύουμε. Και να τα βλέπουμε, ναι?

21/12/07

Το αιώνιο πρόβλημα


«Ο,τι πράττει ένας άνθρωπος είναι σα να το έπρατταν όλοι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό δεν είναι άδικο κάποια ανυποταξία σε έναν κόσμο να μολύνει ολάκερο το ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτό δεν είναι άδικο η σταύρωση ενός και μόνο εβραίου να αρκεί για να το σώσει. Ίσως ο Σοπενάουερ έχει δίκιο: εγώ είμαι οι άλλοι, οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι όλοι οι άνθρωποι, ο Σέξπιρ κατά κάποιον τρόπο είναι ο άθλιος John Vincent Moon».
Το περιφέρω από ημερολόγιο σε ημερολόγιο, συνήθως λίγο πριν το τέλος. Τα τελευταία χρόνια, όμως, το ‘χω κόψει εντελώς. Φαντάζεσαι και να έχει δίκιο ο Μπόρχες; Αναλογίζομαι με τρόμο.
Στην μικρή οθόνη: βιασμοί, λιμοί, καταποντισμοί, φωτιές. Δολοφονίες για δυο πατημασιές στη χλόη. Ειδήμονες παντός καιρού, αλαζονεία και μωρία.
Στις προθήκες: Εκο, Μπόρχες και Κούντερα, Νύφες και Μάγισσες, ο αχταρμάς. Στις προτιμήσεις των αναγνωστών, ούτε λόγος, το βιβλίο της Μαγείας.
Στις δισκοθήκες: Κοκκίνου, Μαζωνάκης, Βανδή κι ένας καινούργιος: «Ήταν η ζωή μου κόλαση και την έκανες απόλαυση». Η απολαυστικά κολασμένη ζωή μας.
Στο θέατρο: σχήματα παλιά και τηλεοπτικά, το θέατρο ενίοτε και… ταμείο επικουρικό της «μικρής οθόνης».
Στη νύχτα: η ισχύς εν τη ενώσει, Μαρινέλλα- Ρέμος, Τερζής – Παπαρίζου και ο Λευτέρης Πανταζής ξαναβρίσκει την Άντζελα. Οι παλιοί συνεργάζονται με φειμστορίτες και ντριμστορίτες αφού προηγουμένως τους έχουν κατηγορήσει.
Στους δρόμους: ο θάνατός σου, η ζωή μου. Το αμάξι που με εμποδίζει να περάσω, το χέρι που μ’ ακουμπά στον αγκώνα, ο σιδηρολοστός που χαιρετά την… τσάντα μου. Πέντε πυροβολισμοί για μια σχεδόν άδεια τσάντα! Μια ζωή πια σαν άδειο πουκάμισο, την οποία καλείσαι για να γεμίσεις. Με όποια επιλογή θα βαραίνει εις το άπειρο. Με όποια πράξη θα επιβαρύνει εις το διηνεκές το ανθρώπινο γένος.
Αρκεί η επιλογή του ενός. Ο Σοπενάουερ είχε δίκιο: εγώ είμαι η άλλη.
Η χλόη που πατιέται στο δικό μου χωράφι βρίσκεται. Ο σιδηρολοστός, μου βαραίνει τα χέρια.
«Ο Άμλετ του Σέξπιρ εκθέτει το αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου που έχει μεγαλύτερο ηθικό ανάστημα από τους συνανθρώπους του, μα που οι πράξεις του αναγκαστικά επηρεάζουν και επηρεάζονται από τον χαμερπή πραγματικό κόσμο». Μήπως να κάναμε το «Μαρτυρολόγιο» του Ταρκόφσκι παρόν; Σαν ένα ανέκδοτο του στυλ… έχω ένα ευχάριστο και ένα δυσάρεστο, από πού ν’ αρχίσω; Το δυσάρεστο είναι ότι γύρω μας το απόλυτο μπάχαλο. Το ευχάριστο ότι, άμα θέλω, μπορώ να βάλω κι εγώ ένα χέρι.

ΥΓ. Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος, έκανα να τ’ αλλάξω το κείμενο, βρίσκετε να έχει αλλάξει κάτι εκτός απ’ τη σχέση μας? Διότι το μόνο που άλλαξε είναι αυτό: εσείς, οι φίλοι μου! Για το χατίρι σας φέτος δεν θα τις φοβηθώ τις γιορτές και στο ευχάριστο του «ανεκδότου» είναι το ότι πια υπάρχουν – το διαπίστωσα με σας- πολλά χέρια.
Παράδοξος τρόπος για να σας ευχηθώ Χρόνια Πολλά, είπα να ανεβάσω παραμύθι, αλλά πάλι σκέφτηκα γιατί να τους παραμυθιάζω? Το ότι κρατούν την έκβαση στα χέρια τους- σκέφτηκα- είναι και μαγικό και γενναίο και τόσο σημαντικό, είναι αυτό το ύψιστο χριστιανικό «ελεύθερη βούληση», «διάκριση», «επιλέγω», τον παράδεισο ή την κόλασή μου, αλλά να το θυμάμαι πως παρασύρω σ’ αυτό και τους άλλους. Όσο κι αν μας παρηγορεί ο Πορφύριος «Παντού μπορεί ν’ αγιάσει κανείς», εξακολουθώ να μαγεύομαι απ’ εκείνους που «η ψυχή τους είναι πιο βαθιά από τις πληγές τους» (κλεμμένος Νίτσε, μην ψάχνεστε).
Και να θυμάστε «Όλες οι δυστυχίες του ανθρώπου απορρέουν απ’ την ανικανότητά του να καθίσει σ’ ένα δωμάτιο μόνος και σιωπηλός» (κλεμμένος Πασκάλ, αυτό), ναι?
Να το θυμάστε, τα Χριστούγεννα θα τα βρούμε, ή δεν θα τα βρούμε, στην καρδιά μας! Μας το εύχομαι! Ολόψυχα!


Ήθελα μόνο να αφήσω αυτό το τραγούδι να παίζει από πίσω. Για τις γιορτές.
Ας παίζει λοιπόν:

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Moha

17/12/07

Η επανάληψη της σκηνής

«Η ιστορία αρέσκεται σε επαναλήψεις». Καρφωμένη στο νου σαν επιγραφή από νέον, φράση του Μπόρχες που απόδειξε με όλο το έργο του ποιητικά. Αρκεί μια ματιά να ρίξεις στο παρελθόν, κι αμέσως θα σου αντιγυρίσει απάντηση.
Αφορμή, ένα καινούργιο βιβλίο- έκπληξη, έχουμε μάθει όλοι να διαβάζουμε για τον πρωταγωνιστή, ποιος τάχα μου θα καταδεχθεί να ρίξει φως στην πέτρα του σκανδάλου.
«Στη σκιά μιας άλλης», ο τίτλος. Υπότιτλος, «ο μοιραίος έρωτας της Άσσια Ουέλβιλ με τον Τεντ Χιουζ», σωστά καταλάβατε η αντίζηλος της Σύλβια Πλαθ. Η γυναίκα για την οποία την εγκατέλειψε ο Χιουζ και εξαιτίας της- αλλά ποιος μπορεί και να πάρει όρκο γι’ αυτό;- αυτοκτόνησε χώνοντας το κεφάλι στον φούρνο της κουζίνας.
«Ντίβα», «διαβολογυναίκα», «ξελογιάστρα», «Μούσα» και τι δεν της «φόρεσαν» της «εκπάγλου ωραιότητας Άσσια», αλλά εμείς δεν αναφερόμαστε για να της αποδώσουμε ευθύνες ή δικαιοσύνη, για την επαναληπτικότητα της μοίρας και για την ιστορία που αρέσκεται τόσο στις επαναλήψεις, θα αναφερθούμε σ’ αυτήν.
Εφόσον η Άσσια, σχεδόν δέκα χρόνια μετά, τον Μάρτιο του 1969 επέλεξε να φύγει απ’ τη ζωή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο της Σύλβια: ανοίγοντας το γκάζι και αναπνέοντας τις αναθυμιάσεις!
Μοναδική διαφορά ήταν ότι η Άσσια πήρε μαζί στο θάνατο και τον καρπό του δεσμού της με τον ποιητή, την τετράχρονη κόρη τους!
Επαναληπτικότητα που υποψιασμένη πια εδώ και καιρό την έχω διαπιστώσει πολλές φορές και στη ζωή, γιος να «φεύγει» με τον ίδιο τρόπο (ως αυτόχειρας) και στην ίδια ακριβώς ηλικία με τον πατέρα. Κόρη να πεθαίνει στην γέννα, ακριβώς σαν τη μάνα της. Θύματα να γίνονται ο θύτης επαναλαμβάνοντας με μαθηματική ακρίβεια το ίδιο έγκλημα που κι εκείνα είχαν υποστεί…
Ο Θοδωρής Γρηγοριάδης αναφέρεται σε μια τέτοια ιστορία πατέρα – γιου στο μυθιστόρημά του «Ο χορευτής στον ελαιώνα», αλλά κι ο Μπόρχες σε εκείνη την αριστουργηματική «Πλοκή» αλήθεια πόσο σοφά το έχει πει ήδη:
«Οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές, οι συμμετρίες αρέσουν στη μοίρα’ δεκαεννιά αιώνες αργότερα, στα νότια της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, ένας γκάουτσο δέχθηκε επίθεση από άλλους γκάουτσος και, πέφτοντας, αναγνωρίζει έναν βαφτισιμιό του. Με βαθμιαία έκπληξη και σιγανό παράπονο, του λέει (τα λόγια αυτά πρέπει ν’ ακουστούν όχι να διαβαστούν): Βρε! Τον σκοτώνουν και δεν ξέρει πως πεθαίνει για να επαναληφθεί μια σκηνή».
Σωστά καταλάβατε, εκείνο που είχε προηγηθεί ήταν «Κι εσύ, γιέ μου». Ο Καίσαρας και ο πασίγνωστος Βρούτος. Μια προδοσία. Και εις το διηνεκές, προδοσία.

ΥΓ. Φλασάκι και η Εικασία του Πουανκαρέ, εκ των υστέρων. Την αναφέρει στην «Ονειροπαγίδα» η Τίτσα Πιπίνου και όταν είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο, με είχε απασχολήσει πολύ:
«Το σύμπαν όσο μεγάλο και αχανές και να είναι, στην πραγματικότητα είναι πεπερασμένο, κάπου τελειώνει. Εγκλωβισμένοι λοιπόν όλοι και όλα, άνθρωποι και γεγονότα, στιγμές και συναντήσεις, σ’ αυτά τα όρια θα ξανασυναντηθούν. Ο,τι συμβαίνει τώρα, βάσει πιθανοτήτων, θα ξανασυμβεί σε άλλον χρόνο. Κι αναρωτιέσαι αν οι στιγμές με την επανάληψη θα έπαυαν να είναι μοναδικές στην πραγματικότητα ή μήπως αφού δεν υπήρχε μνήμη να τις διασώσει, θα φαίνονταν πάλι μοναδικές…»
Αφιερωμένο σε όσους μαζί τους συναντήθηκα πάλι και πάλι μέσα στον χρόνο, είτε το καταλάβαμε είτε όχι, ως την συνάντηση την καθοριστική (που και πάλι δεν σημαίνει ντε και καλά ότι και πάλι θα καταλάβουμε ή ό,τι θα μας πει κάτι… Μπορεί το σημαντικότερο και να μας προσπεράσει, ναι, το μπορεί!)

13/12/07

Οι Αυτοπροσωπογραφίες της Καίτε Κολλβιτς

«Κάποιος άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα και ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την αυτοπροσωπογραφία του» («Δημιουργός», Χ.Λ.Μπόρχες, 1960).
Οι περισσότεροι το κάνουν, ηθελημένα ή εν αγνοία τους, το έργο τουλάχιστον πολλών μεγάλων δημιουργών μοιάζει σαν ένα κατακερματισμένο μυθιστόρημα (της ζωής τους, της εποχής τους). Στην Καίτε Κόλλβιτς πια αυτό είναι εμφανές!

«ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» της Καίτε Κόλλβιτς, Μετάφραση: Ανθή Λεούση, Εκδ. «Ίνδικτος», σελ. 320, τιμή: 19 ευρώ.

«Πολυαγαπημένη μου Λίζε… λες ότι σε όλη μου τη ζωή συνομιλούσα με το θάνατο. – Α, Λίζε, να είσαι πεθαμένος πρέπει να είναι καλό, αλλά έχω μεγάλο φόβο για το θάνατο’ για το αν εκείνη τη στιγμή θα έχω τον πιο μεγάλο τρόμο στην καρδιά μου.
Η Γιούττα είναι καλή και ευγενική, είναι πολύ άσχημο από μέρους μου πού πρέπει να της είμαι τέτοιο βάρος, μολαταύτα δεν έχω άλλη δυνατότητα. Λοιπόν, έχε γειά, Λίζε μου, χαιρέτισέ μου την αγαπημένη μου Κάττα»… Αρχές Φεβρουαρίου 1945.
Δυο μήνες μετά και τρεις μήνες πριν να τελειώσει ο πόλεμος, επιτέλους, η Καίτε Κόλλβιτς «έλυσε» το αίνιγμά της για πάντα όσον αφορά τον θάνατο και τη ζωή. Τον θάνατο, που κουβαλούσε πάντοτε και παντού, στη ζωή και στα έργα. Στα παιδικά της χρόνια, βέβαια ως τρόμο: «Διαρκώς φοβόμουν ότι θα πάθει κάτι κακό» διαβάζουμε στα ημερολόγιά της όσον αφορά τη μητέρα. Τρόμο αφόρητο για τον ίδιο της τον πόνο: «Προ πάντων όμως ο φόβος για τον πόνο που θα υπέφερα, αν πέθαιναν ο πατέρας και η μητέρα. Μερικές φορές ήταν τόσο μεγάλος αυτός ο φόβος, που ευχόμουν να είχαν κιόλας πεθάνει και όλα αυτά να ήταν για μένα περασμένα πια». Πού να ‘ξερε ότι θα χρειαζόταν στην πορεία πάλι και πάλι μ’ αυτόν τον φόβο, τον ύψιστο τρόμο, να αναμετρηθεί. Ότι θα χρειάζονταν να μάθει να ζει με τον θάνατο…
Η Καίτε Κόλλβιτς, η γερμανίδα χαράκτρια και γλύπτρια που υπήρξε αναμφίβολα μια από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες στην Τέχνη του 19ου και του 20ου αιώνα. Όπως την συναντάμε μέσα από τα «Ημερολόγια και Γράμματα» που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Ίνδικτος». Στα περιεχόμενά του εξαιρετικής αισθητικής τόμου, ένθετο με τις περίφημες «αυτοπροσωπογραφίες» της, τους «Εθελοντές», τους «Υφαντές», την διαρκή αναμέτρησή της με τον θάνατο: «Ο θάνατος παρηγορεί», «Το κάλεσμα του θανάτου», «Ο θάνατος κρατά τη γυναίκα στην αγκαλιά του», «Οι πενθούντες γονείς»… ας μην ξεχνάμε πως είχε χάσει γιο κι εγγονό στις μάχες δυο σκληρών και παράλογων πολέμων, για την αντίδρασή της στους οποίους διώχθηκε μέχρι τελικής εξόντωσης τελικά κι αυτή.
Παρά την τραγική προσωπική ζωή στις παρυφές δυο Παγκοσμίων Πολέμων, όπως σημειώνει στον κατατοπιστικότατη εισαγωγή του ο Ανδρέας Σπύρου «κάτι ρωμαλέο συνέχει τις ανθρώπινες μορφές που πάντοτε θέλει να ξαναπάρει τη ζωή από την αρχή γιατί δεν μπορεί να τη δικαιώσει και για να τη δικαιώσει».
Βαθιά μέσα της η φωνή ενός τεράστιου ιεροκήρυκα, «πρακτικού φιλόσοφου» παππού: «το έργο ενός ανθρώπου μπορεί να θεωρηθεί σπουδαίο αλλά ο ίδιος ποτέ», «ο άνθρωπος δεν βρίσκεται εδώ για να ευτυχήσει, αλλά για να κάνει το καθήκον του».
Μικρή φαίνεται ότι δεν συμφωνούσε, αλλά συνέβη στη ζωή να πράξει ακριβώς αυτό: το έργο της να συμβαδίζει με την πορεία της χώρας της, τα ημερολόγια και τα γράμματά της να αποτελούν χρονικό μιας ολόκληρης εποχής. Η ίδια να ευτυχήσει ελάχιστα (και μόνο στα πρώτα της χρόνια), να χρειαστεί να κάνει το καθήκον της για πάρα πολλά χρόνια μετά…
Στις 320 σελίδες ενός διόλου τυχαίου βιβλίου που αποτελεί μάλιστα και ύψιστο μάθημα ζωής, η Καίτε Κόλλβιτς ξεδιπλώνει ζωή και τέχνη, παραδίδοντας μια συναρπαστική μαρτυρία για μια κοσμογονική περίοδο της ευρωπαικής ιστορίας. Αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά το ότι η υψηλή τέχνη έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα να κάνει το προσωπικό, οικουμενικό, το επικαιρικό, διαχρονικό, και το πόσο ιδιωτικό και μοναχικό μπορεί να είναι ταυτόχρονα το τραγικό συμβάν για τον ίδιο τον πάσχοντα. Συλλογική και μοναχική, ταυτοχρόνως. Πάσχουσα και ιαματική, την ίδια στιγμή. Με την επίγνωση του ανθρώπου που γνωρίζει τα όρια αλλά και με την γενναιότητα να τα ξεπεράσει, όποτε χρειαστεί.
Στις σελίδες ενός βιβλίου που αποτελεί ημερολογιακές σημειώσεις, βιογραφία, μαρτυρία, ιστορία και χρονικό αλλά και ιδιότυπο δοκίμιο τέχνης, θα μπορούσε να πει κανείς, ένα κομμάτι της ίδιας της ανθρώπινης φύσης που κινείται στα όρια, βιώνοντας την κόλαση των άλλων και αντικρίζοντας ταυτοχρόνως το θαύμα της τέχνης, τον Θεό, δηλαδή. Διότι από το «Ο θάνατος αρπάζει ένα παιδί» μέχρι «Το κάλεσμα του Θανάτου» και «Στέκομαι εδώ και σκάβω τον ίδιο μου τον τάφο» ως το «Ερωτικό ζευγάρι», «Αναπαυθείτε στη γαλήνη των χεριών» και την «Pieta» της, οι τόσες «Αυτοπροσωπογραφίες», η ίδια η Καίτε Κόλλβιτς, τελικά.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε στο Καίνιγκσμπερκ της Πρωσίας στις 8 Ιουλίου 1867, η Καίτε Κόλλβιτς ήταν κόρη του αρχιτέκτονα Καρλ Σμιτ και της Κατερίνας Σμιτ.
Σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών Θηλέων στο Βερολίνο, κοντά στον Στάουφφερ- Μπερν. Και συνεχίζει ζωγραφική κοντά στον Λούντβιχ Χέρτεριχ στο Μόναχο.
Το 1890 κάνει τις πρώτες χαλκογραφίες, το 1891-1892 τις πρώτες αυτοπροσωπογραφίες, το 1891 παντρεύεται τον γιατρό Καρλ Κόλλβιτς και εγκαθίσταται στο βόρειο Βερολίνο: οδός Βάισσενμπούργκερ 25, σήμερα οδός Καίτε Κόλλβιτς.
Στη συνέχεια, διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών Θηλέων στο Βερολίνο, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του «Εργαστηρίου αριστούχων στις γραφικές τέχνες» στην Ακαδημία του Βερολίνου, της απονέμεται το παράσημο Pour le merite, παραιτείται από την Πρωσική Ακαδημία Τέχνης, απολύεται από δασκάλα στην τάξη αριστούχων, απομακρύνονται τα έργα της από την έκθεση της Ακαδημίας, αφού έχει χάσει γιο κι εγγονό σ’ έναν παράλογο πόλεμο (Πρώτος Παγκόσμιος) στον οποίο αντιστάθηκε με όλη την ψυχή και το έργο της.
Υπήρξε αναμφίβολα μια από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες στην Τέχνη του 19ου και 20ου αιώνα.
Τρεις μέρες πριν το τέλος του πολέμου, στις 22 Απριλίου 1945, η Καίτε Κόλλβιτς πεθαίνει στο Μόριτσμπουργκ, ένα χωριό έξω από τη Δρέσδη, όπου είχε αναζητήσει καταφύγιο από τους βομβαρδισμούς. Η κάλπη με τη στάχτη της μεταφέρεται τον Σεπτέμβριο στο Βερολίνο και ενταφιάζεται στο κεντρικό νεκροταφείο Φρήντριχσφέλντε κάτω από το ανάγλυφο που είχε ετοιμάσει η ίδια.

ΥΓ: «Καμιά φορά τα βράδια, ένα πρόσωπο
μας κοιτάει από τα βάθη ενός καθρέφτη’
Κι η τέχνη πρέπει να ‘ναι σαν και τούτο τον καθρέφτη
Που μας αποκαλύπτει το ίδιο μας το πρόσωπο».
Αλλιώς, πώς?

10/12/07

Οι ιαματικές- τρομακτικές ιστορίες

Ο καθένας θέλει να βλέπει μέσα απ’ τα μάτια των άλλων

«Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΕΤΑΕΙ» του Μένη Κουμανταρέα, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 401, τιμή: 20 ευρώ.

«Δίστασε για λίγο, δεν ήξερε αν έπρεπε να το πει. Υπάρχουν πράγματα που φωλιάζουν μέσα μας και που δύσκολα τα βγάζουμε προς τα έξω.
«Βλέπω ότι πετάω».
«Πετάς, είπες; Πού, κορίτσι μου;»
«Στον ουρανό».
Κι έτσι η γιαγιά Αγγελική «Η γυναίκα που πετάει» χάρισε τίτλο και μια από τις σημαντικότερες νουβέλες σε ένα από τα σημαντικότερα βιβλία ενός ήδη μεγάλου συγγραφέα. Εφόσον ο Μένης Κουμανταρέας, το αποφάσισε, τελικά: Εκείνα «τα πράγματα που φωλιάζουν μέσα μας και που δύσκολα τα βγάζουμε προς τα έξω» αυτή τη φορά να τα βγάλει.
Ο Μένης Κουμανταρέας αποφάσισε να κάνει λογοτεχνία με τη ζωή του κι απέδειξε ότι τίποτα δεν είναι πιο σπαρακτικό και πιο λυτρωτικό, τίποτε πιο ιαματικό και αληθινό από το αγκάθι που ενίοτε η ζώσα ζωή μας βάζει. Κι απ’ τις πληγίτσες μας κάνουμε τέχνη σπουδαία, απ’ το δικό μας έρεβος φτιάχνουμε φως, και «τα μοντέλα» πάντοτε «είναι μόνο η αφορμή», «ζωγραφίζουμε ό,τι έχουμε μέσα μας, ό,τι βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής», όπως θα πει ο Αργύρης «Τη νύχτα με τους μετεωρίτες» στη κυρία Βικτωρία.
Στην κυρία Βικτωρία που ισχυρίζεται ότι «δεν είμαστε υποχρεωμένοι να λέμε πάντα ευχάριστες ιστορίες, που πολλές φορές είναι ανούσιες. Αυτές που είναι πιο τρομακτικές έχουν και θεραπευτικές ιδιότητες». «Διώχνουν το φόβο, τον ξορκίζουν. Δεν έχετε παρατηρήσει πως τα παιδιά αγαπούν περισσότερο τις ιστορίες με δράκους, φαντάσματα, στοιχειωμένους πύργους, διαστημάνθρωπους και ανθρώπους – νυχτερίδες; Ας γίνουμε, λοιπόν, για μια φορά κι εμείς παιδιά».
Και ο Μένης Κουμανταρέας σ’ αυτό το βιβλίο γίνεται παιδί. Και θυμάται: Την μητέρα στοιβαγμένη με άλλους ομήρους σε εκείνο το θερινό σινεμά και τον ίδιο στον κουρέα της γειτονιάς να φοβάται και να προσέχει γιατί «Τα χιόνια του Δεκέμβρη παραμονεύουν πάντα». Τον αδελφό του να μεταμορφώνεται από εκείνο «το εντεκάχρονο ψηλό αγόρι, με το άσπρο μπερέ, το πανωφοράκι και τις μακριές κάλτσες ως τα παιδικά του γόνατα» σε εκείνο το φάντασμα του ήδη νεκρού, αδύνατου ξοφλημένου άντρα πριν γίνει «ο Αρης»- «μυθιστόρημα». Τον Κώστα Ταχτσή σε εκείνο το παλιό, μικρό Σκαραβαίο τον Μάρτη του 1969 για το σπίτι του Κόλλια, σε ένα διήγημα ζωής στο «Μαραμπού και Χούντα». Αλλά και «Τα κουδούνια», ζωή είναι. Κι ο Νικολίν ο Αλβανός, ο Φώτης και ο Μίμαρος, εμπειρία. Ανάμνηση το «Κουαρτέτο» και «Η νύχτα με τους μετεωρίτες». Από τα καλοκαίρια σε ένα ξεχωριστό ξενοδοχείο διακοπών, όπου κι εκεί γυναίκες πετούσαν κι άνδρες μεγάλωναν.
Αλλά καμία δεν πετούσε τόσο πολύ, τόσο καλά, σχεδόν… κυριολεκτικά όσο η γιαγιά Αγγελική στην τελευταία νουβέλα «Η γυναίκα που πετάει». Για να ξεφύγει απ’ την πόλη της, από τον άντρα της τον συνταγματάρχη Αριστείδη, από το περίκλειστο σπίτι της, από την κλινική και από την εποχή της. Στον ύπνο της πρώτα, μέσα από τα όνειρα. Στη ζωή της, κατόπιν, από κάποιο ξεχασμένο μπαλκόνι.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο πόνος έγινε από απορία και ντροπή, οικογενειακή ιστορία και τέχνη. Κι όσο για τον συγγραφέα του διηγήματος «Ο νεκρός ταξιδιώτης» που αποτελούσε κάποτε και τη μοναδική της συντροφιά, «από παρίας και οινοβαρύς» σήμερα έγινε πασίγνωστος «στο μεταξύ, διδάσκεται και στα σχολεία». Θα μείνει, όμως, εις το διηνεκές αυτή η μικρή φράση, υπογραμμισμένη μόλις απ’ τα χεράκια της: «Η δε γυνή εφονεύθη, νομίζω, πεσούσα από του εξώστου, εν εκστάσει φρενών».
«Αυτό το «νομίζω» κληρονόμησα κι εγώ» θα αποδεχθεί κι ο συγγραφέας- «κι όπως μένει μετέωρο στην ιστορία, αφήνω την Αγγελική μετέωρη στον ουρανό της, εν εκστάσει».
Στο μεταξύ, εμείς έχουμε στα χέρια μας τη μαγική χρυσόσκονη μιας εποχής. Με γερμανούς, εμφύλιο και χούντα, με αστική αίγλη, χορούς, ανθρώπους που ανθίζουν για να μαραθούν μέσα στο χρόνο. Με πλατείες περίκλειστες και ανοιχτές, στην Μπρόνια, τη Ροβένα, τη Μάγια, τη Ναταλία, τον Χαριέμ, τον Βίκτορ, τον Αρτάν, στο ενδεχόμενο. Και ένδεκα διηγήματα έμπλεα μουσικές: τη θεική φωνή της Κάλλας στην Αθήνα το καλοκαίρι του ’57 στο «Θυμάμαι τη Μαρία» και εκείνο τον μυστηριώδη Δανό βιολιστή στο «Κουαρτέτο».
Όλους τούς βρίσκει επιστρέφοντας ο συγγραφέας. Ακόμα και τα δίδυμα. Τους «Τόμπυ και Λόλυ» που κάποτε έβλεπε απ’ το παράθυρο μικρός. Τώρα μεσόκοποι κι αυτοί στο διπλανό τραπέζι.
Ένα ποιητικό και συνάμα ρεαλιστικό βιβλίο που αποδεικνύει το πόσο η μελαγχολία μπορεί να είναι ιαματική και πόσο η προσωπική ιστορία γράφει, τελικά, Ιστορία. Με εικόνες ανεπανάληπτες και οξυδέρκεια αριστοτεχνική. Με ανθρώπινο σπαραγμό και κομψότητα αριστοκρατική. Με λεπτή ειρωνεία και πραγματική συμπόνια. Με ολοζώντανη γλώσσα που ζωγραφίζει ατμόσφαιρες και στιγμές, που σκαλίζει συναισθήματα λάθη και πάθη. Γιατί «o καθένας θέλει να βλέπει μέσα από τα μάτια των άλλων, σαν να μην πιστεύει ο ίδιος και να έχει ανάγκη τη μαρτυρία τρίτων». Και επειδή όσο να ‘ναι «λέγοντας μια ιστορία, ξεφορτώνεσαι ένα βάρος, ανακουφίζεσαι». Ένα πραγματικά ακριβό βιβλίο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπάνια την αποχωρίζεται. Τα δεκαέξι βιβλία του κυκλοφορούν όλα από τον Κέδρο.
«Τα μηχανάκια» (1962)
«Το αρμένισμα» (1967)
«Τα καημένα» (1972)
«Βιοτεχνία Υαλικών» (1975)
«Η κυρία Κούλα» (1978)
«Το κουρείο» (1979)
«Σεραφείμ και Χερουβείμ» (1981)
«Ο ωραίος λοχαγός» (1982)
«Η φανέλα με το εννιά» (1986)
«Πλανόδιος Σαλπιγκτής» (1989)
«Η συμμορία της άρπας» (1993)
«Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω» (1996)
«Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα» (1999)
«Δυο φορές Ελληνας» (2001)
«Νώε» (2003)
«Η γυναίκα που πετάει»

ΥΓ. Ποστ αφιερωμένο στον Γιάννη Θηβαίο (φίλο μου και εξαιρετικό μεταφραστή, στα συρτάρια του κρατά έναν «άγνωστο» κι ανέκδοτο Πρεβέρ, πιο ειρωνικό και αισθαντικό από ποτέ, με συγκλονιστικά ποιήματα για τον πόλεμο και την αγάπη, μας έχει υποσχεθεί κάποια για ποστ, οπότε «έχουμε να λαμβάνουμε» που λέει κι ένας φίλος που έχω χρόνια να δω). Για τον Γιάννη, λοιπόν, που αγαπά τον Μένη Κουμανταρέα όσο κι εγώ, μια κι ετοιμάζομαι να αθετήσω την υπόσχεση όσον αφορά την Ομάδα Βιβλίου. Μέχρι να μου περάσουν οι κλειστές κι η κόπωση, μετά θα δούμε ναι?
Θα ‘θελα επίσης να ευχηθώ στον Moha μας, καλοτάξιδος! Το πρώτο του μυθιστόρημα «Maybe» (Εκδ. «Αγκυρα») κυκλοφόρησε την Παρασκευή και επειδή είναι και πολύ ενδιαφέρουσα γραφή και πολύ διαφορετικό βιβλίο, και επειδή το θεωρώ και υπόθεση προσωπική, έχω γίνει πολύ- πολύ ευτυχισμένη! Moha μου καλέ, καλοπερπάτητος, έτσι δεν λένε?
Καλή Δευτέρα σε όλους, δεν είναι ανάγκη να τα προλάβετε όλα και να χάσετε εσάς, ναι? Ήρεμα και γλυκά και βαθιά και ουσιαστικά και όλα θα γίνουν! Μόνον έτσι «αυτά που αξίζουν», θα γίνουν! Αλλιώς…

3/12/07

Ήταν ανάγκη να συμβούν όλα μαζί?

«ΤΟ ΓΚΑΡΝΤΕΝ ΠΑΡΤΙ» της Κάθρην Μάνσφηλντ, Μετάφραση: Μαρία Λαινά, Εκδ. «Σμίλη», σελ. 268, τιμή: 14 ευρώ.

<«Ω Θεέ μου!» είπε. «Μακάρι να μην είχα παντρευτεί. Πόσο θα ‘θελα να είχα γίνει εξερευνητής». Και ύστερα πρόσθεσε μ’ ονειροπόλο βλέμμα: «Στα ποτάμια της Κίνας, φερ’ ειπείν».
«Μα αγάπη μου» της είπα, «τι ξέρεις εσύ για τα ποτάμια της Κίνας;» Επειδή η μητέρα δεν είχε ιδέα από γεωγραφία – ήξερε όσα κι ένα δεκάχρονο παιδί.
«Τίποτα» συμφώνησε. «Αλλά μπορώ να αισθανθώ τι ακριβώς καπέλο θα φορούσα»>
Ειρωνική, με ανεπαίσθητο χιούμορ και κομψή μελαγχολία, αβρή στις περιγραφές και στις λέξεις, ατμοσφαιρική με όλη την αχλύ μιας μποέμ ματιάς στα πράγματα και στις πράξεις, ατρόμητη, γοητευτικά υπαινικτική, ανατρεπτική και αναπάντεχη, επαναστατική με μια επανάσταση που μοιάζει σαν… πλήξη, η Κάθρην Μάνσφηλντ έζησε κι έγραψε πολύ μπροστά από την εποχή: Ογδόντα οκτώ διηγήματα που άντεξαν και νίκησαν τελικά τον χρόνο. Που χώρεσαν σε 35 μόλις χρόνια ζωής. Εκεί όπου χώρεσαν (τον προηγούμενο αιώνα, σκεφθείτε) πολλά ταξίδια (Γερμανία, Ελβετία, Νότια Γαλλία), σπουδές (από τη Νέα Ζηλανδία στην Αγγλία), δυο γάμοι (με τον Τζορτζ Μπόουντεν τον οποίο παντρεύτηκε το 1909 με πολιτικό γάμο και τον χώρισε το ίδιο βράδυ, και με τον Τζον Μίντλετον Μάρρυ, εκδότη του περιοδικού Rhythm, με το οποίο είχε συνεργασία, τον γνώρισε το 1911, δημιούργησε σχέση μαζί του το 1912 και τον παντρεύτηκε το 1918, τρεις μήνες μετά την έκδοση του διαζυγίου της με τον Μπόουντεν).
Το «Γκάρντεν πάρτι» της, η πιο ώριμη συλλογή, αποτελεί κυριολεκτικά «ασκήσεις ύφους». Ανοιγοκλείνοντας ως σώμα σαν ζωή (ή σαν μέρα): Στο πρώτο διήγημα «Στον κόρφο» ξημερώνει μια υπέροχη και φωτεινή μέρα, όλα καλογυαλισμένα, η γη φαίνεται να γυρίζει δίπλα στη θάλασσα «όπως πρέπει» ή «καθώς αξίζει». Στο τελευταίο «Η υπηρέτρια» η αυλαία πέφτει μια νύχτα ζοφερή. Ενώ όλα δείχνουν ότι μπορούν να συμβούν και να χωρέσουν σε μια μέρα.
Στο ενδιάμεσο, μικρά υπαινικτικά ενσταντανέ ζωής που, μέσα και πίσω απ’ τις γραμμές και τις σιωπές, χωρούν τα πάντα: Τη Λάουρα, μια νεαρή αστή που αγωνιά για το πάρτι που διοργανώνει η μητέρα («Το γκάρντεν πάρτι») (ο ζόφος αν και στο δίπλα σπίτι, αφορά κάποιους άλλους). Τη Ζόζη και την Κώνη που εις μάτην διψούν για ζωή και επικοινωνία και χάνουν το βήμα τους κάτω από το άγρυπνο βλέμμα και του νεκρού ακόμα πατέρα («Οι κόρες του αείμνηστου συνταγματάρχη»), τον Στάνλευ και την Λίντα που συνηθίζουν άλλα να λένε κι άλλα να εννοούν, την Μπέρυλ που γραπώνεται απ’ όπου μπορεί ή απ’ όποιον της προσφέρεται στη ζωή («Στον κόρφο»), τον Ρέιτζιναλντ που αγαπούσε βεβαίως τη μητέρα και ισχυρίζεται ότι δεν τον πειράζει η μοναξιά (στα «Περιστέρια»), την γριά κυρία Πάρκερ («Η ζωή της γριας κυρίας Πάρκερ)…
Όλα χωρούν σ’ αυτές τις μάταιες ή ματαιωμένες ζωές: «το φαφούτικο χαμόγελο ενός μωρού, το άρωμα της λεβάντας, η μοναξιά, ο φόβος του θανάτου, μια παλιά πιατέλα με νεροκάρδαμα λουσμένα στον ήλιο, η ένταση και η ποικιλία της στιγμής, η διαπεραίωση της οδύνης σε συμφιλιωτικό αίσθημα, η ευτυχία του να είσαι ζωντανός», και ίσως σ’ αυτά τα δύο τελευταία να έγκειται και ο παραλληλισμός της με τον Τσέχωφ. Στους χαμηλότονους χαρακτήρες και στην αποδοχή της ζωής, στο καταδεχτικό της μοναξιάς, στο κομψό καλωσόρισμα (σα να το ήξερε) του θανάτου. Μια ηλιόλουστη μέρα αρκεί, ένα φωτεινό πρωινό, μια χορταστική βόλτα στην παραλία.
Το μεγάλο συγγραφικό ατού, η εξαιρετική αναπαραστατική δεξιότητα και η υπαινικτική της γραφή, αυτή που κάνει τόσο γοητευτικούς και αινιγματικούς τους χαρακτήρες. Η λεπτή ειρωνεία που καθιστά ανεκτή τη μοναξιά και χλευάζει το ζόφο του θανάτου, το χιούμορ που αντικαθιστά την ελπίδα για συνεννόηση, η σχεδόν θεικής υπόστασης φύση. Οι προθέσεις, ήδη γνωστές, από τις ημερολογιακές της σημειώσεις:
«Ναι, αυτό προσπάθησα να μεταδώσω στο «Γκάρντεν πάρτι». Την ποικιλία της ζωής και πως εκεί προσπαθούμε να τα ταιριάσουμε όλα. Και το θάνατο. Αυτό σαστίζει έναν άνθρωπο στην ηλικία της Λάουρας. Η Λάουρα πιστεύει ότι τα πράγματα οφείλουν να συμβαίνουν αλλιώς: πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Αλλά η ζωή δεν είναι έτσι. Δεν δέχεται να τη διευθετήσουμε. Η Λάουρα λέει: «Ηταν ανάγκη να συμβούν όλα μαζί;» Και η ζωή απαντάει: «Γιατί όχι;» Πώς δηλαδή απομονώνονται;» Και συμβαίνουν όλα μαζί. Είναι αναπόφευκτο. Και σ’ αυτό το αναπόφευκτο υπάρχει, έτσι μου φαίνεται, ομορφιά…»
Παντού μπορεί κάποιος να δει την ομορφιά, εάν δεν φοβάται:
«Πιστεύω πως δεν υπάρχει χειρότερη αδυναμία από το να φοβάσαι. Η τέλεια Αγάπη διώχνει το Φόβο. Όταν κοιτάζω τη ζωή που έζησα, όλα μου τα λάθη έγιναν επειδή φοβόμουν… Γι’ αυτό έπρεπε να αντικρίσω το θάνατο; Τίποτα λιγότερο δεν θα με γιάτρευε; Αναρωτιέσαι αναπόφευκτα κάποιες φορές… Δεν μιλάω για προσωπικούς θεούς και άλλες ανοησίες. Μιλάω για την απελπισμένη επιλογή της ψυχής, αυτό μάλλον…»
Και η Κάθρην Μάνσφηλντ, φαίνεται ότι φοβήθηκε λιγότερο απ’ όλους. Γι’ αυτό και το έζησε το αναπάντεχο, και το ‘γραψε. Μιλώντας τόσο αριστοτεχνικά για τις «μισοτελειωμένες κινήσεις». Εκφράζοντας όσο άλλος κανείς τα «ανεκπλήρωτα αισθήματα» και τις «ανολοκλήρωτες ηδονές», ζωντανεύοντας μια εξαιρετικά γοητευτική ανθρώπινη πινακοθήκη. Κι ο χρόνος πανταχού παρών, ασύλληπτος κι ακατανόητος, να αμφισβητεί τόσο το πλήρωμά του!


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Η Κάθρην Μάνσφηλντ, θυγατέρα του Χάρολντ και της Αννας Μπωσάμ, γεννήθηκε στο Ουέλλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας τον Οκτώβριο του 1888 και πέθανε στο Φονταινεμπλώ τον Ιανουάριο του 1923.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Αγγλία.
Τα πρώτα της γραπτά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νέα Εποχή».
Το πρώτο της βιβλίο «Σε μια γερμανική πανσιόν» δημοσιεύτηκε το 1911 από τον εκδοτικό οίκο του Στήβεν Σουίφτ και έγινε αμέσως επιτυχία.
Το 1916 έγραψε το «Πρελούδιο» και έκτοτε το ύφος της εδραιώθηκε.
Το 1917 αρρώστησε από φυματίωση κι άρχισε να ταξιδεύει και να ζει σε διάφορα μέρη προσπαθώντας να ανακτήσει την υγεία της.
Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, «Μακαριότητα», εμφανίστηκε μόλις το 1921, και η τρίτη, «Το Γκάρντεν πάρτι» το 1922.
Μετά τον θάνατό της δημοσιεύτηκαν, εκτός από το «Ημερολόγιο» και την «Αλληλογραφία» της, δυο ακόμη συλλογές διηγημάτων: «Η φωλιά των περιστεριών» και «Κάτι παιδιάστικο».
Σύνολο, ογδόντα οκτώ διηγήματα.
Όταν πέθανε ήταν μόλις 35 χρονών.

ΥΓ. Την αγαπούσα, έτσι ή αλλιώς! Μου την θύμισε πριν από λίγο καιρό ο Librofilo στην εξαιρετική κριτική του (παραπομπή δεν ξέρω να κάνω, όχι δεν έμαθα). Το Γκάρντεν πάρτυ μου κράτησε συντροφιά ένα Σ/Κ πολύ πικρό. Υπενθυμίζοντας αυτό που ήδη γνωρίζω, την ιαματική δύναμη της τέχνης. Κι εχθές, βγαίνοντας με την Ρίτσα (ritsmas) από το σινεμά (ναι είχαμε πάει να δούμε τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας») δεν ξέρω γιατί το σκέφτηκα. Ε και σήμερα είπα να τ’ ανεβάσω!
Το αφιερώνω δε και στους δυο: στο Librofilo (επειδή είναι φίλος μου και γιατί μου το θύμισε), στη Ritsmas, διότι έτσι, επειδή είναι φίλη μου και μάλλον σκέφτομαι και ότι θα της αρέσει. Ναι?

28/11/07

Πεταλούδα σε πηγάδι

«ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, Εκδ. «Το Ροδακιό», σελ. 176, τιμή: 23 ευρώ.

Οι «Τέσσερις τοίχοι», το πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 2000, βραβεύτηκε, μεταφράστηκε και ξαναβραβεύτηκε, καθόρισε τις βασικές συγγραφικές εμμονές του και φανέρωσε μια σπάνια λογοτεχνική δύναμη, φωνή και αισθητική.
Οξυδερκής παρατήρηση, πρωτοτυπία στην ιδέα, ιδιαίτερη ανάπτυξη στην πλοκή, μικρές εμφατικές λεπτομέρειες που κάνουν το καθημερινό να βαδίζει στο όριο του υπερβατικού και φανταστικού, κλειστοφοβικοί, ιδιαίτερα γοητευτικοί και παράξενοι ήρωες, και μια αίσθηση του χρόνου που αναγάγουν την ιστορία σε ζήτημα υπαρξιακό.
Στους «Τέσσερις Τοίχους» ο Περικλής Ροδάκης, η κυνηγημένη ιστορία, ένα παράξενο σπίτι και μια σπάνια ποικιλία μελιού, πλοκή εν είδει παλίμψηστου, αποδεικνύουν την σπάνια ικανότητα του συγγραφέα να παρατηρεί όσα όλοι εμείς έχουμε μάθει να αγνοούμε ή να προσπερνάμε. Όπως «η Αινώ» το ξενοδοχείο στο επόμενο μυθιστόρημά του "Ο φιλοξενούμενος». Κεντρικό θέμα, μια παράξενη ιστορία μασονίας, όπου μια ομάδα διανοουμένων προσπαθεί να εξακριβώσει παρατηρώντας ανθρώπους με κάθε τίμημα τι ακριβώς είναι η ομορφιά, η ευφυία, το ταλέντο.
Το καινούργιο του βιβλίο «Φυσικές Ιστορίες» περιλαμβάνει έντεκα διηγήματα που συνδέουν τα ανθρώπινα με την φυσική τους υπόσταση. Οι ήρωές του, υποκείμενα και ταυτοχρόνως αντικείμενα ενός περιρρέοντος κόσμου τον καθορίζουν και καθορίζονται με άδηλους τρόπους, τελικά, απ’ αυτόν. Την εικονογράφηση υπογράφει η Ευφροσύνη Κ. Δοξιάδη.
Στην πρώτη ιστορία «Η μυστική ρίζα» μια μυθική γιαγιά κληροδοτεί στον συνονόματο εγγονό της (Μάνθος που στην πραγματικότητα είναι Ανθός από το Ανθή) την ιδιαίτερη και ακατανόητη συνήθειά της να θάβει αντικείμενα «για να ρουφάνε την ευλογία του εδάφους» κι όταν ξεθάβονται να έχουν γίνει «καλύτερα». Το αποτέλεσμα, από ένα θαμμένο βιβλίο, ένα φυτό ουρανοκατέβατο.
Στην δεύτερη ιστορία «Λόφοι στο χαρτί», η παράλληλη πορεία δύο ζωγράφων να ζωγραφίζουν αχειροποίητους «λόφους» με το βλέμμα, αλλά χρειάζεται απόλυτη προσήλωση και αφοσίωση όλο αυτό. Διότι η ιδιοφυία χάνεται έτσι και την αφήσουμε.
Στην τρίτη ιστορία «Η Καρέκλα στο διάδρομο», μέσα από μια καρέκλα που στέκεται στο ίδιο σημείο για χρόνια, αναδεικνύεται η ψυχή των πραγμάτων.
«Τ’ ασπρούδια’ στην τέταρτη είναι κάτι σατανικά, ακατανόητα, εκδικητικά δέντρα.
«Οι σφήκες» στην πέμπτη αποδεικνύονται, επίσης, απειλητικές και εκδικητές και μπούμερανγκ στην εμμονή του βασικού ήρωα.
«Η λίμνη» στην έκτη είναι ένας ολόκληρος υποβρύχιος κόσμος. Που δύσκολα ξεχνιέται και… ταξινομείται, ακόμα και στην μνήμη ενός που ο χρόνος ή ο ίδιος έχει αποφασίσει πια να ξεχάσει και να ξεχαστεί.
Οι «Ερρικα και Ζοζέτ» στην έβδομη είναι μια γυναίκα και ένας σκύλος που ζουν και σχεδόν πεθαίνουν μαζί. Εστω, όταν χαθεί πια και η πράσινη φούστα της Ερρικας.
«Η φωλιά» στην όγδοη είναι επίσης «μια κακή φωλιά» απ’ την οποία ουδείς βγαίνει αλώβητος.
Η ένατη ιστορία «Πεταλούδα σε πηγάδι» αφορά έναν καταστροφέα κήπων και μια μεσόκοπη που αποφασίζει παράδοξα να τον εκδικηθεί.
Η δέκατη ιστορία, «Μια μεταμόρφωση», αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που έγινε δέντρο.
Η ενδέκατη ιστορία «Το φως, το σκοτάδι» είναι τα «παιχνίδια της νύχτας», μια σειρά από νυχτερινές συναντήσεις ανθρώπων που συναντιούνται μέσα από ένα περιοδικό. Και οι εναλλαγές που συνυπάρχουν στην ανθρώπινη ψυχή.
Πατώντας εξάλλου στο όριο φανταστικού και πραγματικού, ο συγγραφέας αυτό ακριβώς εξερευνά και φωτίζει, την ανθρώπινη ψυχή, το αθέατο, που περιβάλει κι αυτή, και τα πράγματα, και την φύση. Με έναν τρόπο «αφύσικο», τελικά, κατά βάση, και υπερβατικό. Διότι η δύναμη της φύσης και της βούλησης, ο έρωτας και η εκδίκηση, τα σημάδια του χρόνου, η ηδονή και η οδύνη, η νομοτέλεια που διέπει φύση και ανθρώπινη ζωή, είναι από τα αναλλοίωτα του κόσμου τούτου, ακόμα κι όταν στην άδηλη μορφή τους την αθέατη, μας διαφεύγουν.
Έντεκα διηγήματα, απρόβλεπτα και απρόσμενα, αφύσικα, γοητευτικά και υπερβατικά.


Ο Άνθρωπος, το μεγάλο βιβλίο που πρέπει διαρκώς να μελετάμε

«Ο ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΣ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, Εκδ. «Το Ροδακιό», σελ. 248, τιμή: 22 ευρώ.
«Ηταν αξιοθαύμαστο να βλέπεις πώς άρχιζαν τα πρόσωπά τους ν’ αλλοιώνονται μόλις βρίσκονταν μαζί».
Ένας συλλέκτης, ένας σκηνοθέτης, μια ηθοποιός, μια φωτογράφος και ένας χρυσοχόος- ποιητής, μεταλλάσσονται σε ένα ιδιότυπο και παράδοξο, μυστικοπαθή όμιλο 45άρηδων διανοουμένων, όταν είναι μαζί.
Κοινός στόχος τους «Ο Ανθρωπος, το μεγάλο βιβλίο που πρέπει διαρκώς να μελετάμε».
Χώρος «μελέτης», ένα απόμακρο, κρυμμένο από τα αδιάκριτα μάτια αλλά εν τούτοις κεντρικό αθηναικό ξενοδοχείο «Η Αινώ», που αποτελεί και ιδιοκτησία του ενός.
Αντικείμενο μελέτης, στην παρούσα φάση που παρακολουθεί και ο αναγνώστης, ένα νεαρός φοιτητής αρχαιολογίας.
Η επιλογή του έγινε από μια τηλεοπτική εκπομπή. Ο φοιτητής απάντησε στην ερώτηση για το Phi- Beta-Kappa, αποδεικνύοντας ότι γνωρίζει εκείνη την μασονικής υφής φοιτητική παρέα που ιδρύθηκε το 1776 σε ένα αμερικανικό κολέγιο της Βιρτζίνια, που ονομάστηκε έτσι από τα αρχικά της φράσης «Φιλοσοφία Βίου Κυβερνήτης», και ήταν δεμένη με όρκο μυστικότητας.
Με όρκο μυστικότητας είναι δεμένη και η ομάδα των τεσσάρων. Εξάλλου, είναι και η μυστική θεότητα «Αινώ» (εξ ου και το όνομα του μικρού ξενοδοχείου) που εκδικείται όποιον προδίδει τα μυστικά της.
Με τον δικό του μυστικό «δένουν» οι τέσσερις και τον νεαρό φιλοξενούμενο. Τον οποίο παρατηρούν σαν το μυγάκι μέσα στον χώρο του ξενοδοχείου, για τους δικούς τους ανεξιχνίαστους σκοπούς.
Η παρατήρηση, όμως, από κάποια στιγμή θα γίνει αμφίδρομη. Διότι θα αρχίσει και «ο φιλοξενούμενος» να ξεφλουδίζει ό,τι δικά τους. Και ξεκινώντας από τις κρύπτες του χώρου, θα φτάσει μέχρι τους προηγούμενους φιλοξενούμενους και τα κρυμμένα μυστικά των μελών του Ομίλου.
Ο συγγραφέας θα δώσει την ευκαιρία στον αναγνώστη με τον τρόπο που χειρίζεται την ιστορία του να παρακολουθήσει όλη αυτή την ημιπαράνομη, μυστικοπαθή διαδρομή από την κλειδαρότρυπα. Μέχρι που να απομείνουν όλοι γυμνοί διότι «τα μυστικά μας είναι η περιουσία μας». Και επειδή, όπως υπογραμμίζει «Για σκεφθείτε έναν άνθρωπο που δεν έχει μυστικά’ που τα πάντα γι’ αυτόν είναι γνωστά και που δεν έχει να κρύψει τίποτα. Τι μπορείς να περιμένεις από ένα τέτοιο ρηχό άνθρωπο; Σα να μην έχει πρόσωπο. Ένα σπίτι χωρίς συρτάρια».
Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί μέχρι το τέλος, να κρατάει κρυμμένα χαρτιά. Διότι, όπως επισημαίνει, «Είμαστε όλοι ζωντανοί. Κι όσο οι ήρωες μιας ιστορίας παραμένουν ζωντανοί, ποτέ δεν μπορείς να πεις με σιγουριά ότι τελείωσε οριστικά κι η ιστορία τους».
Ο συγγραφέας θα κατορθώσει, παρ’ ότι δηλώνει «θιασώτης της μονιμότητας, έως και της πλήρους ακινησίας», να δώσει το ατμοσφαιρικό ξενοδοχείο ως χώρα των θαυμάτων. Αποδεικνύοντας ότι μιλούν καμιά φορά κι οι τοίχοι, ότι τα μυστικά διαθέτουν τη δική τους μυστηριώδη κραυγή.
Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μας οδηγήσει στον πανέμορφο Αλβέρτο, στην ταλαντούχα αριθμομνήμονα πιανίστα, στον επιζήσαντα ενός αεροπορικού δυστυχήματος, σε έναν πρωταθλητή σκακιού, σε εκείνη τη γυναίκα με τις παράξενες οπτασίες…
Φτάνοντάς μας μέχρι τη λύση του γρίφου, «την καρδιά του θέματος» στη δική του περίπτωση: «Η έπαρση της γνώσης, η λαχτάρα της γνώσης, το μικρόβιο της γνώσης, η γελοιότητα της γνώσης, όλα αυτά… η μανία για γνώση στη βαθύτερη προσωπικότητα ενός «μικρού παιδιού». Γιατί, ξέρεις, συνέχεια «μικρό παιδί» σε αποκαλούν στις σημειώσεις τους. Είσαι ο νεώτερος φιλοξενούμενος που είχανε ποτέ», θα του αποκαλύψει ένας από τον «Ομιλο».
Ο τρόπος που χειρίζεται το θέμα του είναι τρόπος ζωής. Διότι στο τέλος νοιώθεις ότι την ζεις την ιστορία, κι όχι ότι την διαβάζεις. Οι εκπλήξεις διαδέχονται η μια την άλλη, και οι χαρακτήρες εμπεριέχουν την αντίφαση της ύπαρξης. Όλα δικαιολογούνται, τα πάντα μοιάζουν να έχουν την εξήγησή τους. Κι είναι τόσο πολύ αληθοφανή… Ώστε την ψάχνεις την θεά «Αινώ» στο τέλος.
Ο συγγραφέας φροντίζει ακόμα να σε μυήσει και στα μυστικά του. Πως γράφεται, δηλαδή, η ιστορία. «Επραξα σοφά να μην αποκαλύψω τα πάντα στο τετράδιο, να φυλάξω ορισμένα πράγματα στο μυαλό μου και μόνο». Ακόμα κι όταν πρόκειται αλληγορικά, μόνο για γράμμα.
Το αποτέλεσμα, ένα θρίλερ της ύπαρξης. Μια ιστορία τρόμου που επισημαίνει το τι ακριβώς σημαίνει, τελικά, να παρακολουθείσαι. Να είσαι το πειραματόζωο ενός… Ι.Χ. θεού. Κι η αποθέωση της «σε βάθος» παρατήρησης. Διότι συνήθως τα βλέπουμε όλα θαμπά, και εν κινήσει. Ο Χατζηγιαννίδης, όμως, το κατορθώνει και τα ξεφλουδίζει τα υλικά. Αποσυναρομολογεί τα πάντα κι ανακαλύπτει τον μηχανισμό τους.
Ένα ευφυές και γοητευτικό μυθιστόρημα.


«ΌΤΑΝ ΚΛΕΙΝΕΙΣ ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ, Η ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΣΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ»

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΙΔΗΣ, μια κουβέντα

Τα βιβλία του, ένα σύμπαν που σου αποκαλύπτεται. Με την ψυχή των πραγμάτων σε διαρκή αναγνωστική θέα. Με τους χώρους, είσοδο μυστική στο επέκεινα. Με τους ήρωες να ανακαλύπτουν ό,τι η ανθρώπινη φύση αγνόησε με τον χρόνο. Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης μια ιδιαίτερη συγγραφική περίπτωση, εντυπωσίασε με το πρώτο του κιόλας βιβλίο: «Οι τέσσερις τοίχοι». Μεταφράστηκε, ξεχώρισε, βραβεύτηκε και δεν βρέθηκε καθόλου τυχαία φέτος στην ευρεία λίστα για το Foreingn Fiction Award 2007 (βραβείο για τα είκοσι καλύτερα μεταφρασμένα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν από βρετανικούς εκδοτικούς οίκους). «Ο Φιλοξενούμενος» και οι «Φυσικές Ιστορίες» που ακολούθησαν, από «Το Ροδακιό» όπως πάντα, ενίσχυσαν την αρχική εντύπωση: ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης είναι σε θέση τελικά- γράφοντας- να βλέπει εκείνο που μας διαφεύγει. Για την δική του ακριβώς θέα στο αθέατο, βρεθήκαμε στο σπίτι του. Συζητώντας για τα πάντα. Και πάνω απ’ όλα, από πού έρχεται μια ιδέα. Τι γίνονται οι ήρωες πριν και μετά το μυθιστόρημα. Και βεβαίως για το αν υπάρχει αθέατη πλευρά φύσης που μας διαφεύγει. Αν τα βιβλία μπορούν να γίνουν σωτήρια ή επικίνδυνα και αν η ιδιαίτερη συγγραφική ματιά είναι ευτυχία ή δυστυχία.

- Στα δυο πρώτα μυθιστορήματά σου ο χώρος είχε σχεδόν πρωταγωνιστική σημασία. Στους «Τέσσερις τοίχους» αυτό το περίεργο οικοδόμημα- αρχιτεκτόνημα, στον «Φιλοξενούμενο» αυτό το παράδοξο σχεδόν αόρατο μικρό ξενοδοχείο. Ο χώρος είναι καθοριστικός στη ζωή και στις ιστορίες μας; Και κατά πόσο ως διάσταση διαθέτει περισσότερα απ’ ό,τι συνήθως είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε;

- Δεν μπορώ να μιλήσω γενικά, πάντως ξέρω ότι πολλές φορές μια ιδέα απ’ την οποία μπορεί να ξεπηδήσει ένα ολόκληρο κείμενο, ξεκινά μόνο από την ατμόσφαιρα ενός χώρου. Μπορεί να είναι αυτό το αρχικό, πρώτο έναυσμα. Και μέσα από την ιδιορρυθμία του χώρου, να γεννηθούν και οι μορφές που το κατοικούν. Ας πούμε στον «Φιλοξενούμενο», τα ξενοδοχεία είναι πάντα για μένα ένα πολύ ενδιαφέρον τοπίο. Ίσως λόγω της εντύπωσης ότι έχουν κοιμηθεί άπειροι άνθρωποι. Είναι χώροι φορτισμένοι από τις ανάσες αγνώστων.
Οι «Τέσσερις Τοίχους» βέβαια, ξεκίνησαν απ’ αλλού, αλλά ήταν πολύ σημαντικό να βρω πώς ήταν ο χώρος που κατοικεί ο πρωταγωνιστής.
Και στα διηγήματα, σ’ αυτό το τελευταίο βιβλίο, πολλές ιδέες ξεκινούσαν από τον χώρο. Δηλαδή ακόμα και στην αρχή να μην είναι το έναυσμα για το γράψιμο, σίγουρα γίνεται το καθοριστικό σκηνικό όπου θα παιχτεί η ιδέα.

- Στις «Φυσικές ιστορίες» ο χώρος αλλάζει και είναι η φύση. Αλλά και πάλι σε υπερφυσικές δυνατότητες και διαστάσεις: τα αντικείμενα που όταν θάβονται «ρουφούν την ευλογία του εδάφους», τ’ ακατανόητα «ασπρούδια», «η φωλιά» απ’ την οποία ουδείς βγαίνει αλώβητος, η λίμνη που είναι ένα ολόκληρο σύμπαν… υπάρχει μια αθέατη πλευρά φύσης που μας διαφεύγει;

- Νομίζω ότι η φύση πάντα μας διαφεύγει. Και παρόλο που ο άνθρωπος έχει κάνει τρομερά βήματα κατανόησης και γνώσης πάνω σ’ αυτό το πεδίο, αν σκεφτούμε ότι οι πρωτόγονοι δεν ξέρανε τίποτα από τους νόμους που λειτουργεί το σύμπαν, και πάλι υπάρχει μια διάσταση της φύσης η οποία είναι και σκοτεινή και θα είναι πάντα απροσπέλαστη και μόνο ψυχικά μπορούμε να την προσεγγίσουμε και να την καταλαβαίνουμε. Και ήθελα ακριβώς αυτού του είδους η επαφή του ανθρώπου που είναι σε ψυχικό επίπεδο, να αποτελεί την βασική τροφή για τα διηγήματα.

- Στην δεύτερη ιστορία «Λόφοι στο χαρτί», η παράλληλη πορεία δύο ζωγράφων να ζωγραφίζουν αχειροποίητους «λόφους» με το βλέμμα. Υπάρχουν άγνωστες δυνάμεις και δυνατότητες σε μας; Και τι θα πρέπει να αφήσουμε στο ταμείο για να μπουν αυτές οι δυνάμεις σε λειτουργία;

- Η απάντηση είναι η ίδια με την σκοτεινή πλευρά της φύσης. Κάτι τέτοιο αντίστοιχα υπάρχει και στον άνθρωπο. Μια συμπυκνωμένη μορφή της φύσης. Ένα άγνωστο πεδίο δυνατοτήτων μας.

- Και πού ακριβώς κατοικούν οι ιδέες;

- Κι αυτό εμπίπτει στον κύκλο των μυστηρίων του ανθρώπινου μυαλού, δεν ξέρω ποτέ πώς κι από πού έρχεται μια ιδέα. Μπορεί από κάτι τελείως άσχετο, μικρό, δηλαδή ας πούμε να τρώμε το καλοκαίρι ένα σύκο, να μπαίνει ένα σποράκι στα δόντια μας και απ’ εκεί σκεφτόμαστε ότι αν αυτό το σποράκι δεν έβγαινε ποτέ, θα μπορούσε ίσως να γίνει ένα φυτό που να μεγαλώνει μέσα στον οργανισμό μας.
Πολλές φορές μια ιδέα η οποία καταλήγει να είναι κάτι, είναι μια αλληλουχία από πολύ μικρές σκέψεις καθόλου ενδιαφέρουσες. Σκαλοπάτι το σκαλοπάτι το μυαλό ανεβαίνει στην κλίμακα της ιδέας και πάνω στο πλατύσκαλο εμφανίζεται ολοκάθαρη. ΄Η πολλές φορές δεν υπάρχει αυτό το κλιμακωτό, υπάρχει αστραπή η ιδέα που έρχεται. Έτσι ήταν νομίζω «Τ’ ασπρούδια». Δηλαδή η ιδέα ενός φυτού το οποίο το τρως και σε πιάνει η μανία να το πολλαπλασιάσεις, να διασπείρεις την ύπαρξή του. Μια ιδέα που μου είχε έρθει στα μαθητικά μου χρόνια, όταν ήμουν ακόμη στο Λύκειο, η πιο παλιά που έχω αποτυπώσει σε βιβλίο. Δεν είχε γίνει βέβαια διήγημα, αλλά μου είχε καρφωθεί από τότε η ιδέα ενός τέτοιου διαβολικού φυτού που να επενεργεί στο θυμικό και ψυχικό σου χώρο και να σε υποβάλει σε πράξεις.

- Το γράψιμο είναι, εν τέλει, θέα στο αθέατο;

- Κατά την απόλυτα προσωπική μου γνώμη το καλό γράψιμο, ναι. Είναι ακριβώς αυτό, ένας εξώστης στον οποίο βγαίνουμε και ρίχνουμε μια ματιά σε χώρους στους οποίους αλλιώς μέσα στην καθημερινότητά μας δεν μπορούμε να το κάνουμε. Τότε έχει νόημα όχι μόνο για μας που δημιουργούμε, αλλά και για τους άλλους που το διαβάζουμε. Όταν μπορεί όχι ακριβώς να φωτίσει- γιατί ποτέ δεν φωτίζεται το αθέατο- αλλά ν’ ανάψει ένα σπίρτο του οποίου θα διαρκέσει η φλόγα του τρία δευτερόλεπτα και ό,τι προλάβεις να δεις μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό χάος.

- Και πώς είναι όταν ξεκινά για σένα μια καινούργια ιστορία; Ας πούμε η ακρούλα στους «Tέσσερις τοίχους» ποια ήταν; Ο χώρος; Ο Περικλής Ροδάκης, η κυνηγημένη ηρωίδα, το σπάνιο μέλι…

- Η πρώτη- πρώτη ακρούλα ήταν εάν ο συνδυασμός διαφορετικών φυτών που αποτελούν την τροφή των μελισσών μπορεί να οδηγήσει σε ένα καταπληκτικό μέλι. Κι αυτό είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα της ιδέας που λέμε πως ξεκινάει από κάτι πολύ απλό. Δηλαδή όλο αυτό ξεκίνησε βλέποντας τις ετικέτες στα βάζα των μελιών. Κι αναρωτιόμουν, αν είναι τόσο σημαντικό στη γεύση το από τι φυτά είναι, άραγε παίζοντας με ένα συνδυασμό θα μπορούσε κάποιος να οδηγεί το γευστικό αποτέλεσμα εκεί που θέλει; Σαν ένας ζωγράφος που αναμειγνύει τα χρώματα για να πετύχει ακριβώς την απόχρωση που θέλει; Και μετά ήρθε η ιδέα για το ποιος είναι ο μελισσοκόμος που θα ενσαρκώσει το πείραμα, μετά ήρθε η γυναίκα που ήρθε να τον συνδράμει, μετά ήρθε το παιδί της γυναίκας και η ιστορία όλη που κουβαλούσε πίσω της….

- Ξέρεις γιατί στο ρωτάω, διότι όλη αυτή η ιστορία δεν μοιάζει σαν κάτι που επινοήθηκε, αλλά σαν κάτι που προυπήρχε και ξεσκεπάστηκε…

- Όλες αυτές οι ιδέες, νομίζω, ότι ήταν θαμμένες μέσα μου, ίσως όχι ακριβώς αυτές αλλά η μυρωδιά που έφεραν, το άρωμα των ιστοριών. Και απλώς με ένα πολύ συμπτωματικό τρόπο έβγαινε μια ακρούλα, όπως λες στην επιφάνεια, την οποία τραβώντας την, αποκαλυπτόταν το όλον.

- Στον «Φιλοξενούμενο»; Ήταν το πείραμα ή το… πειραματόζωο; Η πεμπτουσία του ιδιαίτερου ή «η Αινώ»;

- Όλα άρχισαν από την ιδέα του να γίνεται ένας άνθρωπος αντικείμενο παρατήρησης και εξονυχιστικής μελέτης και μάλιστα όχι για κάποιο εξωτερικό του χαρακτηριστικό, αλλά για τον ψυχισμό του. Και πώς πιθανόν μια ομάδα ανθρώπων που είχαν αυτό το ενδιαφέρον, θα μπορούσαν να συλλέγουν σπάνιες πλευρές εξαιρετικών ανθρώπων, προικισμένων ανθρώπων, με σκοπό να καταλήξουν σε ένα απόσταγμα για την ίδια την ουσία της ανθρώπινης φύσης. Μελετώντας σπάνια χαρισματικά άτομα. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα.

- «Βλέμμα ισχυρό, λόφοι στο χαρτί». Αυτό για την ζωγραφική. Για την λογοτεχνία, το αντίστοιχο;

- Βλέμμα ισχυρό που ισχύει για όλες τις τέχνες. Γιατί ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας, αυτός είναι η πιο σημαντική πηγή έμπνευσης.

- «Ωσπου να καταφέρω τελικά να φτάσω στην καρδιά του φρουρίου, εκεί όπου ο Αχονεν κατοικούσε αθέατος». Στον «Φιλοξενούμενο» η αθέατη Αινώ… συγγραφική εμμονή ή δεν… Ο συγγραφέας οφείλει να είναι ωσεί Θεός, δηλαδή πανταχού παρών και αόρατος; Ως παιδί; Είχες επιθυμήσει ποτέ σου να ήσουν αόρατος;

- Αυτή είναι μια από τις λίγες διεστραμμένες ιδέες που δεν μου είχαν περάσει απ’ το μυαλό.

- Στις ιστορίες σου, όμως, ο αθέατος αφηγητής…

- Αυτό το μάτι που ξέρει τα πάντα. Εκεί δυσκολεύτηκα στον «Φιλοξενούμενο», ήταν σε πρώτο πρόσωπο και μου έλειψε αυτό του παντογνώστη που σαν κάμερα βλέπει και ξέρει τα πάντα. Είναι μια δύναμη η οποία σε κάνει να αισθάνεσαι λίγο σαν μικρός θεός που κατασκευάζεις τα πάντα, και ανά πάσα στιγμή ξέρεις το σύμπαν που έχεις πλάσει, βάσει ποιών κανόνων λειτουργεί. Το ξέρεις, το καθορίζεις κιόλας. Και είναι από τα πιο γοητευτικά πράγματα στο γράψιμο. Ότι μπορούμε να κατασκευάζουμε ένα δικό μας σύμπαν το οποίο λειτουργεί βάσει των δικών μας κανόνων και να είμαστε απόλυτα γνώστες όλων όσων τρέχουν μέσα.

- Είναι και μια προσπάθεια να βάζουμε κατ’ αυτό τον τρόπο, τάξη στο χάος.

- Πραγματικά βάζεις τάξη στο χάος. Διότι φτιάχνεις έναν κόσμο που δεν διέπεται από χάος, διέπεται από τους δικούς σου κανόνες. Αλλά βέβαια αυτό δεν έχει εφαρμογή στην πραγματική ζωή, όταν κλείνεις το τετράδιο, η παντοδυναμία σου χάνεται.

- Μετά, τι γίνεται η ιστορία; Οι ήρωες;

- Οι ήρωες παγώνουν στο σημείο που τους έχεις αφήσει. Δεν εξελίσσονται μετά. Είναι παγωμένα πρόσωπα τα οποία σαν φαντάσματα σε κάποιες ταινίες ζουν και ξαναζούν την ίδια ιστορία κάθε φορά που ένας αναγνώστης την διαβάζει. Και δεν υπάρχει ούτε πριν ούτε μετά. Αλλά είναι ωραία να είναι έτσι παγωμένη στο διηνεκές.

- «Όταν ήμουν μικρός, διέθετα πολλά χαρίσματα που όλα σχεδόν τα έχασα, στην πορεία μετά». Τα χάνουμε ή τα βρίσκουμε τα χαρίσματα μέσα στον χρόνο;

- Υπάρχουν αρετές που τις χάνουμε. Δηλαδή την ευκολία που έχει ένα μικρό παιδί να προσλαμβάνει τον κόσμο, την χάνουμε. Η πρόσληψη μετά όσο περνά ο καιρός γίνεται όλο και πιο εγκεφαλική περασμένη μέσα απ’ όσα έχουμε προλάβει να μάθουμε. Κερδίζουμε άλλα πράγματα, όμως, εξίσου σημαντικά. Δυστυχώς στην κάθε φάση της ζωής μας ανακαλύπτουμε ότι έχουμε χάσει και έχουμε κερδίσει άλλα πράγματα, και αυτή η ισορροπία αλλάζει συνέχεια όσο περνούν τα χρόνια. Κι είναι καλό, διότι σημαίνει κι εξέλιξη, αλλιώς θα είμαστε σαν τους ήρωες, δηλαδή παγωμένοι.

- Έγραφες από παιδί; Πότε κατάλαβες ότι το γράψιμο είναι η κλίση σου;

- Μπορεί να έγραψα κάτι πολύ λίγα πράγματα. Μετά αυτή η αγάπη κοιμήθηκε για πολύ χρόνο. Ο λόγος μάλλον ήταν επειδή ασχολήθηκα με το θέατρο το οποίο είναι πολύ αδηφάγο και σε ρουφάει, δεν σου αφήνει πολύ ικμάδα να κάνεις άλλα πράγματα. Κι όταν το θέατρο αποσύρθηκε από το προσκήνιο, ίσως ξανανακάλυψα κάτι παλιό, παιδικό, το οποίο όμως και δεν είχε προλάβει να εξελιχθεί ούτε και σαν επιθυμία ούτε και σαν αποτέλεσμα. Ήμουν και ένας άνθρωπος που ποτέ δεν διάβαζα και πάρα πολύ λογοτεχνία. ΄Ένα, δύο βιβλία το χρόνο.
Αν και πιστεύω ότι δεν είναι απαραίτητο να έχεις διαβάσει πάρα πολλά, αν έχεις διαβάσει δέκα, δεκαπέντε, είσαι καλυμμένος. Μετά αν διαβάσεις θα είναι για την ευχαρίστησή σου, αλλά το βασικό το έχεις κερδίσει έστω και με λίγα αναγνώσματα αρκεί να είναι σπουδαία.

- Και πώς είναι όταν γράφεις; Γνωρίζεις τα πάντα από την αρχή; Στα διηγήματα, εντάξει. Στα μυθιστορήματα, όμως, είχες εκπλήξεις;

- Είχα βέβαια και πάρα πολλές, αυτό είναι και η χαρά της δημιουργίας. Να μην έχεις στο νου σου κάτι παγωμένο το οποίο οφείλεις να διεκπεραιώσεις αλλά αυτό να πλάθεται και ν’ αλλάζει και να σου προσφέρει καινούργια κουτάκια τα οποία ν’ ανοίγεις στο δρόμο…

- Κάποιες εκπλήξεις;

- Το όνομα Αινώ, δηλαδή έψαχνα να βρω ένα όνομα το οποίο να είναι πολύ αέρινο, να μην έχει πολλά σύμφωνα. Και ψάχνοντας είπα κάτι σαν Αινώ και άρχισα όπως ο ήρωας να ψάχνω. Δεν υπάρχει τίποτα. Και έτσι πλάστηκε όλη αυτή η ιστορία για το ποια ήταν αυτή η Αινώ.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Ξέρεις, αυτό που λένε ότι ένα βιβλίο μια ζωή γράφουμε, εξάλλου πόσους γρίφους ζωής μπορεί να έχει και να λύσει ένας άνθρωπος; Εσύ έχεις συγγραφικές εμμονές;

- Μου το λένε πάντως πως έχω. Το θέμα του εγκλεισμού, το θέμα των ανθρώπων που για έναν λόγο βρίσκονται σε κάποιον περιορισμό…
Είναι φυσικό να υπάρχουν γιατί είμαστε ο ίδιος άνθρωπος. Βέβαια με τον χρόνο αλλάζουμε. Πάντως, βλέποντας κάποια πράγματα ταπεινά και παραμελημένα γοητεύομαι στην ιδέα ότι αυτά θα μπορούσαν να τοποθετηθούν πάνω σε θρόνο και να γίνουν για δέκα σελίδες οι πρωταγωνιστές. Ναι, αυτό με γοητεύει.

- Πώς γίνεται κάποιος να διανύσει «την πυκνότητα των καταστάσεων», να συλλάβει το νόημα ή το μήνυμα του «απερίμεντου», του «απροσδόκητου» και πόσο τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά η ψυχή;

- Δεν μπορώ να το βάλω σε τάξη όλο αυτό. Ξέρεις, πολλές φορές λειτουργούμε και λίγο με το ασυνείδητο, γιατί τις δυνάμεις μας τις συνειδητές τις ξέρουμε, αλλά όταν μας αποκαλύπτονται κομμάτια απ’ το ασυνείδητο, αυτό είναι το κέρδος. Ίσως γι’ αυτό δεν μπορώ να στο πω με λόγια.

- «Αχ! Θα στέναζε κάποιος θαυμάζοντας’ οι ψυχές των πραγμάτων!» (η καρέκλα στο διάδρομο) Υπάρχουν οι ψυχές των πραγμάτων; Έχεις τέτοια αντικείμενα εσύ; Που να έχουν για σένα μια ιδιαίτερη σημασία;

- Έχω, πώς δεν έχω! Όλοι μας δεν έχουμε τέτοια αντικείμενα; Ή έχουμε για ένα διάστημα. Και μπορεί να μην είναι καν αισθητικά ωραία, να μην τα στολίζουμε ή να μην τα βλέπουμε ή να τα ανασύρουμε απ’ τα συρτάρια μας σπάνια και παρ’ όλα αυτά αρνούμαστε να τα αποχωριστούμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά τα πράγματα έχουν μια θέση στη ζωή μας; Ενώ ένα καινούργιο ολοκαίνουργιο πράγματα έχει την ομορφιά του ατσαλάκωτου αλλά δεν κουβαλάει αυτή την ομορφιά του ανθρώπινου αγγίγματος. Αυτή είναι η ψυχή των αντικειμένων, το ότι έχουν δεχθεί πολλά αγγίγματα. Και είναι κάπως σα να τα εκπέμπουν αυτά πίσω.

- «Όλα τα άλλα τού μοιάζανε ασήμαντα, και άδικα επιχειρούσε η κυρία Αθαν. Να ξυπνήσει ξανά μέσα του ανθρώπινες μνήμες» Τι ασύλληπτη «Μεταμόρφωση» αλήθεια. Όλοι αλλάζουμε πρόσωπο μέσα στον χρόνο;

- Οι τυχεροί ναι, αλλάζουμε. Είναι δυστυχία να μην αλλάζουμε πρόσωπο μέσα στον χρόνο. Και είναι χαρά να ανακαλύπτουμε ότι σε διαφορετικές συνθήκες μπορεί να είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι. Αυτό είναι λίγο σαν να εμπεριέχει το «καθ’ ομοίωσιν».

- Είναι η ιστορία που γράφουμε για όσο διαρκεί «Λίμνη»;

- Πραγματικά είναι μια λίμνη! Θα βγούμε μόνον όταν θα έχουμε διανύσει όλη την απόσταση. Μας ρουφάει, μας απομυζά και χαιρόμαστε που είμαστε εκεί, μάλιστα μας φαίνεται και πολλές φορές δύσκολο το να βγούμε απ’ εκεί μετά στο κρύο! Αλλά κι αυτό συμβαίνει. Για να βουτήξουμε στην επόμενη λίμνη, στην επόμενη ιδέα.

- «Ξέρετε τι ήταν εκείνο που με τρόμαξε περισσότερο; Ότι ιθύνων νους της οργάνωσης ήταν ένας τόσο σπουδαίος καλλιτέχνης. Πάντα πίστευα ότι η Τέχνη είναι ύπουλος εξουσιαστής κι ότι οι υπηρέτες της κατέχουν αδιανόητες δυνάμεις, ικανές να μεταμορφώνουν εμάς τους άλλους σε ανίσχυρα, άβουλα πιόνια». Ένα βιβλίο μπορεί να μας μεταμορφώσει; Να μας αλλάξει τη ζωή; Μπορεί να γίνει επικίνδυνο ένα βιβλίο;

- Κάθε σπουδαίο έργο τέχνης και μας αλλάζει τη ζωή και μπορεί να είναι επικίνδυνο και μπορεί να είναι ωφέλιμο, γενικά έχει ισχύ. Και μακάρι στη διάρκεια της ζωής μας να έχουμε ευκαιρίες να αλλάξουμε από έργα τέχνης περισσότερο παρά από μαθήματα της ζωής. Μακάρι να τα μαθαίναμε όλα από έργα τέχνης.

- Τα δικά σου βιβλία τι βιβλία είναι;

- Είναι μάλλον ανώδυνα. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό που μπορούν να σε κάνουν είναι να τα βλέπεις με λίγο διαφορετικό τρόπο κάποιες ασήμαντες όψεις της ζωής. Αυτό θα ήταν πολύ μεγάλο κέρδος για μένα αν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν έτσι. Έστω και σε ελάχιστους ανθρώπους.

- Έχεις διαβάσει βιβλία που σου άλλαξαν τη ζωή;

- Νομίζω ότι όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει- τα σημαντικά- όπως και οι σημαντικές ταινίες, παραστάσεις- σου αλλάζουν τη ζωή. Όχι ότι την επόμενη μέρα είσαι κάτι άλλο, αλλά σωρευτικά και λίγο- λίγο σε μπολιάζουν με μια άλλη ουσία, σε αλλάζουν ανεπαίσθητα και το καταλαβαίνεις όλο αυτό μόνο στο τέλος.

- Ένας συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον κόσμο αλλιώς; Κι αυτό είναι ευτυχία ή δυστυχία;

- Ένας συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον κόσμο αλλιώς κι αυτό είναι ευτυχία. Τελεία. Είμαι απόλυτος σ’ αυτό.

23/11/07

Αλήθεια, πού βρίσκεται όταν ονειρεύεται κανείς?

Αυτό που αγνοούν, το φοβούνται!

«ΒΕΝΤΑ> του Τάσου Ρούσσου, Εκδ. «Ηλέκτρα», σελ. 107, τιμή: 12.50 ευρώ.

Του Moha που του είχε αρέσει κάποτε ο Ρούσσος, ναι? Με μιαν αγάπη ίσαμε κει πάνω!

Ο βασικός εκφραστής του φανταστικού στα καθ’ ημάς. Και βεβαίως ο μεταφραστής των αρχαίων τραγικών. Ποιητής πρώτα απ’ όλα, ο Τάσος Ρούσσος επανέρχεται με μια νουβέλα, από τις εκδόσεις «Ηλέκτρα» αυτή τη φορά. «Βέντα» ο τίτλος της. Όπως το όνομα της ηρωίδας του: άνεμος, πνεύμα, άλλως, «αυτή που έρχεται», «που ήρθε».
Ήρωάς του, ο Φίλιππος. Ένας «ονειροπαρμένος» ηλεκτρολόγος που ζει μια ήσυχη «συνηθισμένη» ζωή.
Το διαφορετικό του είναι το ότι… ονειρεύεται. Κατακερματισμένα όνειρα που ανασύρει από τον ύπνο του και συμπληρώνει στο ξύπνιο του, καμία φορά. Σα να υπάρχει κάπου εκείνο το όνειρο κι εκείνος ψηφίδα- ψηφίδα, τελικά, να το ζει.
Αλλά σε λίγο καιρό από τον κόσμο των ονείρων του «κλέβει» αντικείμενα. Όταν ξυπνά, δηλαδή, το πρωί αντιλαμβάνεται ότι του έχουν μείνει στο χέρι. Ένα περίεργο βότσαλο, σαν ζωντανός οργανισμός που αλλάζει χρωματισμούς την πρώτη φορά. Την δεύτερη, ένα αντικείμενο σαν… φορτιστής. Με το που ακουμπάς το χέρι, ξαναβρίσκεις την χαμένη σου ενέργεια. Την τρίτη, μια πολυθρόνα.
Κι όλα περιβάλλονται από ένα μυστηριώδες, πρασινωπό νεφέλωμα, σα μυστική γλώσσα με την οποία επικοινωνούν. Μεταξύ τους πρώτα, σιγά- σιγά εξοικειώνονται και περιβάλλουν κι εκείνον.
Συντροφιά του σε όλα αυτά τα προκύπτοντα μυστήρια, οι τρεις φίλοι του: ο Αντρέας Διονυσόπουλος, υπάλληλος στο υπουργείο Γεωργίας, ο Παύλος Μεταλλινός, δικηγόρος και με ανοιχτό μυαλό, και ο Γιάννης Λάιος που εργαζόταν γραφίστας σ’ ένα περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας. Μονάχα ο Παύλος θα του μείνει στο τέλος. Οι άλλοι δυο «αμφιβάλουν» και φοβούνται. Αυτό που αγνοούν, το φοβούνται.
Ο Φίλιππος, απ’ ότι όλα δείχνουν, ούτε φοβάται αλλά και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Εξάλλου αυτός ο ονειρικός κόσμος επιφυλάσσει στον ήρωα μια ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη: Την Βέντα. Ένα κορίτσι μαγευτικό που λες και το ξέρει καιρό. Σα να την περίμενε πάντα. Ψηφίδα- ψηφίδα κι αυτή στην αρχή. Μέχρι που η πράσινη ομίχλη θα την φέρει στο σπίτι του.
Αν και αδυνατεί να δώσει εξήγηση στον ερχομό της Βέντας, ο Φίλιππος θα την ερωτευθεί. Ως τη στιγμή που με βαθιά έκπληξη θα διαπιστώσει ότι η Βέντα… τελεί υπό διαμόρφωση. Δεν είναι ακόμα… γένους θηλυκού. Κι απ’ αυτή τη στιγμή θα αρχίσει για κείνον και η αντίστροφη μέτρηση. Πρώτα θα εξαφανιστεί η Βέντα κι αργότερα, σταδιακά, και όλη του η οικοσκευή. Λες και το παράλληλο σύμπαν των ονείρων του αυτή τη φορά να του παίρνει, αντί να του δίνει.
Το σπίτι του μέρα με την μέρα ερημώνει. «Η άχρονη μνήμη» του που θα μπορούσε να τον οδηγήσει παντού, φαίνεται πια εντελώς να τον απορροφά. Και όταν κάποια στιγμή ο Παύλος θα τον αναζητήσει, θα βρει ένα γράμμα του να του εξηγεί.
Για άλλη μια φορά ο συγγραφέας αναφέρεται σε βιβλίο του στα παράλληλα σύμπαντα. Στον «Καιρό της Λίζε» μια χαράδρα θα σταθεί η αφορμή για τον ήρωα να χαθεί σε ένα απ’ αυτά. Στη «Φωτογραφία με πολύ κίτρινο» ένας ολόκληρος δρόμος κι ένα μαγαζί εξαφανίζονται ξαφνικά από προσώπου γης. Στο «Δέκατο τρίτο τοπίο» επιβάλει την ύπαρξή του το σύμπαν ενός πίνακα.
Κλειδιά σ’ όλες τις ιστορίες του, ο χρόνος, σχεδόν άχρονος: τον οδηγεί παντού. Στο παρελθόν και στο μέλλον. Ο χώρος ή τα αντικείμενα: «το πέτρινο σπίτι», «η αγγελόπτερα»… το μέσον του πάντα ένας ήρωας ιδιαίτερος, ανοιχτός. Το αποτέλεσμα, το ζητούμενο μάλλον: το παράδοξο. Η αθέατη πλευρά της ζωής. Αυτό που υπάρχει μα ωστόσο το αγνοούμε. Αλήθεια πού βρίσκεται όταν ονειρεύεται κανείς; «Τι θέλω να πω: η ζωή μας στον ύπνο ίσως να είναι ζωή σ’ έναν άλλο κόσμο, σε άλλο περιβάλλον, όπου η δραστηριότητά μας είναι εντελώς διαφορετική, με διαφορετικές αισθήσεις, αντίληψη και αξίες. Τα όνειρα λοιπόν είναι απεικονίσεις, αναμνήσεις, αλλοιωμένες από τη ζωή μας στον ύπνο». Αλλά «μόνο υποθέσεις κάνουμε γι’ αυτά».
Την ιστορία, εξάλλου, μπορούμε να την δούμε και σαν μια διαδικασία αυτογνωσίας ή έρωτα. Ο ήρωας αλλάζει, βαθαίνει, ωριμάζει, γίνεται σοφός. Και σε έναν έρωτα, εξάλλου αυτό δεν προσπαθούν οι εραστές να κάνουν; Ο ένας να απορροφήσει, να «καταπιεί» τον άλλον; Όταν δυο προσωπικότητες συναντηθούν ερωτικά μεταβάλλονται και οι δυο, έτσι δεν είπε ο Γιουνγκ; Βεβαίως όπως συνήθως γίνεται στη ζωή, νικά ο δυνατότερος. Επί τω προκειμένω αυτός που γνωρίζει, ελέγχει τα πιο πολλά. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να δει το βιβλίο και ως μια αλληγορία. Θα το χαρεί ως μια φιλοσοφική η μεταφυσική αιχμή, σαν ένα παραμύθι – αν δεν το αντέχει αλλιώς- για μεγάλα παιδιά.
Όπως και να ‘χει, πρόκειται για μια ατμοσφαιρική, μαγευτική, παράδοξη ιστορία. Που δίνει υπόσταση στα όνειρα. Συχνά, εφιαλτική.
Περισσεύει να πούμε ότι διαβάζεται απνευστί;
Και μη ξεχνάτε, τα όνειρα και διεκδικούν και ενίοτε εκδικούνται.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο ποιητής και πεζογράφος Τάσος Ρούσσος γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Φιλολογία και δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση, ενώ από το 1978 διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, της οποίας είναι διευθυντής από το 1989.
Από το 1957 έχει δημοσιεύσει 10 ποιητικά και 14 πεζογραφικά βιβλία, επιφυλλίδες, άρθρα, κριτικές λογοτεχνίας, και πλήθος μεταφράσεων αρχαίου, κλασικού και σύγχρονου δράματος.
Το πρωτότυπο έργο του μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαικές γλώσσες.
Έχει βραβευτεί από την Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας, από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, και από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο της λογοτεχνικής του προσφοράς.
Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, του Θεατρικού Μουσείου και του ελληνικού Pen Club.
Χρημάτισε πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου, και αντιπρόεδρος του Ελληνικού Φεστιβάλ.
Έργα του:
Ποίηση: «Ο πρώτος πηλός», «Η μεταμόρφωση του καιρού», «Οι νεκροί», «Πρόσωπο στο νερό», «Ο ξεναγός και η νύχτα», «Προς την οροφή», «Το πλοίο φάντασμα», «Το κυνήγι της αλεπούς»…
Πεζογραφία: «Τα χειρόγραφα του Μανουέλ Σαλίνας», «Μιχαήλ και άλλα διηγήματα», «Ο τελευταίος της συντεχνίας», «Αγγελόπετρα», «Ο καιρός της Λίζε», «Φωτογραφία με πολύ κίτρινο και άλλα διηγήματα», «Η πηγή του τσακαλιού», «Ο Οδυσσέας», «Το δέκατο τρίτο τοπίο», «Η αποστολή», «Ο λόφος», «To πέτρινο σπίτι»…
Μετέφρασε Ελληνες τραγικούς, Αριστοφάνη, Μένανδρο, Τερέντιο, Πλαύτο, Γουέμπστερ, Σαίξπηρ, Σενέκα κ.α.

ΥΓ. Ένα βιβλίο- απάντηση και σε μένα που ισχυρίζομαι ότι το όνειρο είναι μισή ζωή, που αν θέλω να πεθάνω, ένα απαγορεύω στον εαυτό μου, να ονειρεύεται. Μια απάντηση και σε έναν φίλο που έψαχνε να δει τι γίνεται σε μια μοιραία συνάντηση, μα είναι απλό: μεταβάλλονται κι οι δυο (κατά τον Γουνγκ), για πάντα (κατ’ εμένα). Τίποτα πια δεν μπορεί να είναι ή να γίνει όπως πριν. Αλλά θα πρέπει όλο αυτό και να το επιτρέψεις. Άντε, σας εύχομαι με όοοολη μου την αγάπη να έχετε ένα ενδιαφέρον Σάββατο και μια υπέροχη Κυριακή (το απόγευμα μονάχα λιγάκι να προσέξετε, εκεί σκοντάφτουμε όλοι: στα απογεύματα της Κυριακής!)

20/11/07

Γράφοντας, σκηνοθετώ τη ζωή μου


«ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΣΙΤΥ ΜΠΟΥΜ- ΜΠΟΥΜ» του Βασίλη Αλεξάκη, Εκδ. «Μίνωας», σελ. 187, τιμή: 15 ευρώ.

Του Μάκη που του άρεσε πάντοτε

Παρ’ ότι ο Αλεξάκης είναι ένας από τους συγγραφείς τους οποίους γνωρίζω καλά, εν τούτοις, κάθε φορά που γυρίζω πίσω, με ξαφνιάζει.
Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, ο παλιός Αλεξάκης είναι εκείνος που πια με ξαφνιάζει. Ενδεχομένως επειδή ο καινούργιος μεγαλώνει κι ωριμάζει μαζί μου, δεν τολμώ για τον Αλεξάκη να γράψω τη λέξη «γερνά μαζί μου» διότι μονάχα εγώ είμαι εκείνη που γερνώ, ο Αλεξάκης δεν θα γεράσει ποτέ, ούτε στα βιβλία ούτε και στη ζωή του. Και το αποδεικνύει κάθε μέρα. Με κάθε καινούργιο βιβλίο ή επανέκδοση παλιού.
«Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ» κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στη Γαλλία, το 1975. Οι κριτικές υπήρξαν διθυραμβικές και αποκαλυπτικές:
«Ο τρόπος που ο Αλεξάκης μιλάει για το σεξ θυμίζει Αριστοφάνη, οι διάλογοί του τον Ιονέσκο» έγραψε ο Jacques de Ricaumont στη Revue des Deux Mondes.
O Bernard Alliot χαρακτήρισε το βιβλίο «σατανικά αφελές» (Le Monde).
Και ο Didier Decoin «απελπιστικά διασκεδαστικό» (Les Nouvelles Litteraires).
Εξάλλου το έχει αυτό ο Αλεξάκης, να περιγελά ό,τι πιο πολύ πονάει. Να γελοιοποιεί το τραγικό ή το απειλητικό. Να κάνει φύλο και φτερό το επερχόμενο.
Διότι και αυτό το βιβλίο («Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ Μπουμ») και «Το κεφάλι της γάτας», το πόσο σημαντικά υπήρξαν αποδεικνύεται ακριβώς εκ των υστέρων.
Στο «Κεφάλι της γάτας» η τρομοκρατία σε προσωπικό επίπεδο και το ταξικό χρέος, ο άδηλος τρόμος, η μοναξιά του ατόμου, ο θύτης που γίνεται θήραμα και τ’ ανάποδο. Η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής μέσα από ένα ψυχολογικό και πολιτικό θρίλερ. Το κουβάρι της ζωής μας πριν μπερδευτεί.
Στα «Κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ» σε τόνο ανάλαφρο και αφόρητα χιουμοριστικό, το ίδιο κουβάρι. Η άβυσσος, ακριβώς, της ίδιας ψυχής που επιδιώκει διακαώς την πτώση της. Βγαίνοντας μετά από έναν ελπιδοφόρο Μάη ’68 και πιστεύοντας ότι όλα απ’ εδώ και στο εξής θα είναι… Μάης και γιορτή. Το σκηνικό προτού η ανθρώπινη ψυχή… εάλω, με έναν τρόπο που αποδεικνύει ότι από τότε, «πού πια καιρός». Αυτό το «μοντέλο επιτυχίας» από τα σπάργανα ήδη αποτυχημένο.
Εξάλλου ο ήρωας του βιβλίου το δηλώνει, δεν είναι επαναστάτης, είναι μικροαστός:
«Να σου πω ποιο είναι το πρόβλημά μου: δεν γαμάω αρκετά». Φράση που επαναλαμβάνεται και όχι τυχαία και πρώτη φράση του βιβλίου.
Αλλά πρόβλημά του είναι και η «Οικογενειακή Κυριακή» στην οποία γράφει αντί για την «Αστραπή» ή την «Εφημερίδα». Η συνεννόησή του με την σπουδαιότερη (τουλάχιστον κατά κόσμον, αυτή θα δουλέψει στην τηλεόραση, αυτή κερδίζει περισσότερα χρήματα) γυναίκα του, με τους συναδέλφους, τους φίλους του και με τον εργοδότη του, ο… γρύλος που κάνει στο κεφάλι του τόσο αριστοτεχνικά:
«Θ’ αναπολήσουμε πάλι το παρελθόν; Θα θυμηθούμε πάλι την πρώτη μας συνάντηση; Θα προσπαθήσουμε πάλι να φανταστούμε το μέλλον μας; Θα υποθέσουμε πάλι ότι δεν θα περάσουμε μαζί όλη μας τη ζωή; Θα την ρωτήσω πάλι αν θα παρευρεθεί στην κηδεία μου; Θα ισχυριστεί πάλι ότι εκείνη θα πεθάνει πρώτη;»
Συγγραφικό παιχνίδι όχι και τόσο αθώο, που ο Αλεξάκης επαναλαμβάνει πολλές φορές: «Έχω την εντύπωση ότι θα έχω ζήσει αρκετά σε λίγο καιρό. Ότι θα έχω ονειρευτεί αρκετά, θα έχω κάνει αρκετά τηλεφωνήματα. Η ζωή μου θα μ’ έχει βαρεθεί. Τι θα κάνω τότε; Θα ξανοιχτώ στο πέλαγος πάνω σε μια εύθραυστη σχεδία μια νύχτα με δέκα μποφόρ; Θα αυτοκτονήσω με ένα περίστροφο στο γραφείο μου όπως συνηθίζεται; Θα κόψω τις φλέβες μου; Θα κόψω το λαιμό μου; Θα πιω δηλητήριο;»
Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ, η πιο ανάλαφρη εκδοχή αυτού του «παιχνιδιού»: Η Βιργινία, η Ιουλιέτα, η Δουλτσινέα, η Ευρυδίκη, η Εύα, η Μαργαρίτα που τσακίζονται για το τι ακριβώς θα αρέσει στον Πωλ.
Σε μια ιστορία που εναλλάσσει πραγματικότητα κι όνειρο, με το όνειρο να κυριαρχεί των πάντων και να διεκδικεί τον τίτλο. Επειδή, όσο κι αν η ζωή να τον προσγειώνει, η καρδιά του Πωλ διαρκώς χτυπά σαν τρελή: «Θα το βάλουν όπου να ‘ναι. Σίγουρα θα πάρω ένα σωρό γράμματα αναγνωστών. Μια όμορφη Βιετναμέζα, εγκαταστημένη στο Κλερμόν- Φεράν, θα μου γράψει: «Σας ερωτεύτηκα από την πρώτη γραμμή». Ο Ζαν ντε λα Τουρ- Μπομπούρ, που διευθύνει την Εφημερίδα θα με καλέσει το Σαββατοκύριακο στο εξοχικό του. Τα μεσάνυχτα η κόρη του, που δεν θα φοράει παρά ένα διαφανές νυχτικό, θα μπει αθόρυβα στο δωμάτιό μου. Την επομένη ο καιρός θα είναι υπέροχος. Θα είναι η πιο όμορφη Κυριακή του Μαρτίου που γνώρισε η Γαλλία από το 1826. Θα φάμε στον κήπο…»
Εξάλλου την δικαιούται ο ήρωας αυτή την προοπτική. Διότι, όπως ο Αλεξάκης, έτσι και ο Πωλ στο βιβλίο, γράφει βιβλίο. Και όσο κι αν η πραγματικότητα είναι φρικτή, όσο κι αν γίνεται το όνειρό του, τελικά, εφιάλτης, όλα τα μπορεί!
Ένα βιβλίο για ό,τι υπήρξε και ό,τι έχει επακολουθήσει, ένα βιβλίο που προβλέπει κι αυτοσαρκάζεται, ελπίζει και ξεκαρδίζεται. Μια ιστορία που, όπως τα χέρια του Πωλ, επιδιώκει να χάνει τον έλεγχο. Μοναδικές σελίδες του βιβλίου αυτές όπου τα ανυπάκουα χέρια του Πωλ επιχειρούν να τον πνίξουν: έτσι δεν γίνεται;
Και σίγουρα, ένα βιβλίο- σημαντικός Αλεξάκης.


«Ένα βιβλίο γράφουμε μια ζωή γιατί ένα είναι το ύφος»

«ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ» του Βασίλη Αλεξάκη. Εκδ. «Μίνωας», σελ. 172, τιμή: 14 ευρώ.

Ενας Βασίλης Αλεξάκης που αγνοούσα.
«Στρίβει με δυσκολία, με την ελπίδα να βρεθεί φάτσα με μια όμορφη ξανθιά. Μόνο άντρες είναι γύρω του. Τους κοιτάζει έναν έναν… Τα πρόσωπά τους του θυμίζουν εγκαταλειμμένα σπίτια. Σε λίγο τα μάτια τους θα έχουν γίνει κάτασπρα. Αντε τώρα να περιμένεις ν’ αμφισβητήσουν αυτοί το σύστημα…. Τους έχει καθίσει στο σβέρκο για τα καλά… Είναι κουρασμένοι, αυτό είναι, είναι άνθρωποι κουρασμένοι. Μπαίνοντας στο σπίτι, οι δυνάμεις τους μόλις και μετά βίας θα τους επιτρέψουν να ανοίξουν την τηλεόραση. Μετά θα σωριαστούν σε μια πολυθρόνα ή σ’ έναν καναπέ σαν μαριονέτες που τους έκοψαν τα νήματα».
Πολιτικά ανήσυχος, επικριτικός, οξυδερκής όπως πάντα, καταγγελτικός, ανατρεπτικός. Σε μια ιστορία με αστυνομική πλοκή και ατμόσφαιρα θρίλερ. Αποκαλυπτική. Για την ανθρώπινη φύση. Και την τρομοκρατία. Για το αίσθημα ανασφάλειας, την ενοχή και την εμμονή.
«Το κεφάλι της γάτας» που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα (με σημαντικές τροποποιήσεις του συγγραφέα) από τις εκδόσεις «Μίνωας», γράφτηκε το 1977, πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1978 («La tete du chat>, εκδόσεις ) και στην Ελλάδα το 1979 σε μετάφραση της Μαρίκας Κιλίτσογλου, από τις εκδόσεις «Εξάντας».
Οι κριτικές παντού, υπήρξαν διθυραμβικές: <θρίλερ σύντομο και ασφυκτικό…. Κι αν μια μέρα ένας από μας γινόταν αντικείμενο μιας παρόμοιας εγκληματικής ψύχωσης;… Αυτός ο λυτός και μαύρος μύθος αναπτύσσει μια τρομακτική ηχώ> (Λε Νουβέλ Ομπσερβατέρ).
«Αρχίζει τότε ένα ανθρωποκυνηγητό όπου ο κυνηγός μπορεί να μετατραπεί σε θήραμα. Η πρωτοτυπία του βιβλίου οφείλεται στο κίνητρο του Πολ. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται αδύνατο, αν κάποιος δεν έχει γαλουχηθεί με ταξικό μίσος, να συμπαθήσει το δολοφόνο. Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Ο Αλεξάκης μας τον κάνει προσιτό» (Λε Μοντ).
Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, μοιάζει σαν αίνιγμα. Ενας άντρας σκοτώνει μια γάτα. Χαίρεται που τελικά το μπορεί.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ένας μεγαλοσυγγραφέας (διάσημος και πλούσιος, με βιβλία που κολακεύουν τον αναγνώστη) στο σπίτι του, περνά οικογενειακές στιγμές. Κοινωνικές στιγμές. Στο σπίτι ενός φίλου του, νοιώθει ότι παρακολουθείται. Και όταν επιστρέφει με την γυναίκα του από ένα εστιατόριο θα βρει τον μικρό γιο του σε νευρική κρίση. Κάποιος έχει πετάξει στο δωμάτιό του απ’ το παράθυρο του δρόμου μια αποκεφαλισμένη γάτα. Το κεφάλι θα φτάσει στον ίδιο με το ταχυδρομείο, προσεχώς. Από κει και μετά κάθε στιγμή θα αισθάνεται ότι απειλείται: στο γραφείο, στο σπίτι, στο δρόμο. Κάποιος διαρκώς τον παρακολουθεί. Ο Ζαν Λουί πια δεν μπορεί με τίποτε να ησυχάσει.
Την ταυτότητα του δράστη ο αναγνώστης την μαθαίνει από τη μέση του βιβλίου και μετά. Γνωρίζουμε πρώτα τον Πωλ εκεί που εργάζεται. Σε μια φαρμακευτική εταιρεία. Το όνειρό του ήταν κάποτε να γίνει γιατρός. Στο παρελθόν, ταπεινώσεις, η μάνα που καθαρίζει σκάλες, ο καρκινοπαθής μπαμπάς. Το παρόν του, μια συνεχής παρατήρηση. Το υποθηκευμένο μέλλον του κόσμου. Οι ελάχιστοι που είναι προδιαγραμμένο να κυβερνήσουν. Ο Ζαν Λουί που συγκαταλέγεται μέσα σ’ αυτούς.
Τον γνωρίζει τυχαία. Σε ένα εστιατόριο. Θα το στείλει στον τύπο «δεν είναι κάτι προσωπικό». Το γέλιο του Ζαν Λουί Ντιμπούρ για την πομπή των οδοκαθαριστών θα είναι η θανατική του καταδίκη. Τον επιλέγει ακριβώς γι’ αυτό. Και γι’ αυτό. Και για ό,τι αυτός αντιπροσωπεύει.
Στη συνέχεια θα παίξουν σαν την γάτα με το ποντίκι. Στο μεταξύ για τον αναγνώστη ξεδιπλώνονται και οι δυο: Ο χαρακτήρας τους μέσα από την καθημερινότητα και τις αναμνήσεις. Οι επιδιώξεις, οι φόβοι, οι εμμονές και των δυο.
Το τέλος απρόσμενο. Ο θύτης για λίγο θα γίνει θήραμα. Η άβυσσος πραγματικά της ανθρώπινης ψυχής.
Και μέσα σε όλα αυτά, το ταξικό Παρίσι. Οι «καλές συνοικίες». Και οι άλλες «οι ανήλιαγες φτωχογειτονιές». Οι εργάτες που επιστρέφουν με αδειασμένα τα μάτια. Ο σεισμός που μπορεί να γίνεται μέσα στο κεφάλι του ενός. Το ταξικό χρέος και οι ενοχές στο μικροσκόπιο. Ο άδηλος τρόμος, η μοναξιά του ανθρώπου, η «υπόσχεση» στους επιγόνους: <«Μια μέρα» σκέφτεται «θα τους διηγηθώ την ιστορία που δεν μπόρεσα να τους πω απόψε. Θα μπορούσα να την ονομάσω «Το κεφάλι της γάτας». Πως θα την κρίνουν άραγε; Το γεγονός είναι ότι δεν έχω άλλη ιστορία να τους πω>.
Η επιλογή του, μονόδρομος. Το κείμενο – προκήρυξη για τις εφημερίδες, σχεδόν προσευχή.
Ένα βαθύτατα υπαρξιακό βιβλίο που αποδεικνύει ότι η ξένη πόλη μας κάνει ευαίσθητους, ευάλωτους, οξυδερκείς και παρατηρητικούς. Ο,τι δεν βλέπουμε διότι το συνηθίσαμε, ξαφνικά μας αποκαλύπτεται.
Διαβάζεται, ως είναι φυσικό, με κομμένη την ανάσα. Διότι, ούτε καν οι δυο ήρωες δεν ξέρουν πως θα αντιδράσουν την επόμενη στιγμή.
Ενας Αλεξάκης που εμπεριέχει και ό,τι έγινε.


ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ: μια συζήτηση

«Η ταυτότητα έχει ενδιαφέρον σαν αναζήτηση, είναι ανοιχτή, η κλειστή είναι για την αστυνομία»

Είναι εδώ για να ρωτά, όχι για ν’ απαντάει! Σκηνοθετεί την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να «βιώσει» το καινούργιο βιβλίο. Τον βασανίζει το παράδοξο, ο έρωτας, η γλώσσα, η μνήμη κι ο θάνατος. Είναι βέβαιος πλέον ότι οι γλώσσες γνωρίζονται μεταξύ τους. Έγινε συγγραφέας για να αυτοπαραμυθιάζεται. Συμφωνεί με τον Προυστ, νυν υπέρ πάντων το ύφος! Άρα ένα βιβλίο γράφουμε όλη μας τη ζωή «διότι ένα είναι το ύφος». Ακόμα και η ταυτότητα γι’ αυτόν, αναζήτηση είναι. Μια ταυτότητα ανοιχτή. Η… κλειστή είναι για την αστυνομία!
Βρεθήκαμε στο σπίτι των Αθηνών κι αφού χάζεψα με το πάσο μου (το μπιλιάρδο, το κίτρινο πάτωμα, τον τοίχο με το πορφυρό βυζαντινό, το κάδρο με τις κίτρινες κάλτσες), αρχίσαμε ένα κουβεντολόι δίχως σταματημό. Πόνεσα όταν τον… έκοψα. Αλλ’ έπρεπε κάπως να χωρέσω τον Αλεξάκη- ποταμό σε σελίδες, προσπαθώντας ταυτόχρονα και να διασώσω δυο γλώσσες, δυο πατρίδες…
Στις προθήκες ολόφρεσκο το λεύκωμα «Μήπως πρέπει να κλείνουμε τα σιντριβάνια όταν βρέχει;» από τον «Μίνωα». Ακόμα νωπό το μυθιστόρημα που επανακυκλοφόρησε το καλοκαίρι «Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ Μπουμ». Κι από τον «Εξάντα» εντός του Νοέμβρη το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα «μ.Χ» (μετά Χριστόν, όπως το καταλάβατε). Στο μεταξύ, από τις εκδόσεις Γκαλιμάρ κυκλοφορούν σε βιβλία τσέπης τα άπαντά του, ενώ την άνοιξη θα επανακυκλοφορήσει από τον «Μίνωα» και ο «Έλεγχος ταυτότητας». Ε είναι οι χρονιές του!

- Ένα βιβλίο που επανεκδίδεται, κύριε Αλεξάκη, είναι ένα άλλο, ένα καινούργιο βιβλίο;

- Είναι μια ευκαιρία για τα βιβλία να συναντήσουν μια νέα πελατεία, ευρύτερη ίσως και καινούργια. Και μια ευκαιρία για μένα να τα ξαναδουλέψω. Δεν θεωρώ ποτέ ότι ένα βιβλίο είναι τελειωμένο. Η έννοια δηλαδή του αριστουργήματος για μένα είναι ένα παραμύθι για παιδάκια.

- Τι είναι εκείνο που θα κάνει έναν συγγραφέα να πει «μέχρι εδώ» και να σταματήσει τις διορθώσεις;

- Μα ο θάνατος, φυσικά!

- «Μήπως πρέπει να κλείνουμε τα σιντριβάνια όταν βρέχει;» Όλοι οι τίτλοι σας είναι καλοί, τελικά!

- Αυτό το έλεγαν και για τον Σιμενόν, ότι είχε ιδιαίτερο ταλέντο στους τίτλους. Η Σαγκάν, όταν τελείωνε ένα βιβλίο και ήθελε να βρει έναν τίτλο, έπαιρνε τον Σιμενόν.

- Λεύκωμα με αποφθεγματικό χαρακτήρα και σκίτσα, έτσι;

- Το έκανα αυτό το επάγγελμα παλιά στη Γαλλία και με βοήθησε να ζήσω. Είναι και κάτι που κράτησα σε όλη μου τη ζωή.

- Και το καινούργιο σας μυθιστόρημα;

- Κυκλοφορεί ταυτόχρονα στη Γαλλία και απ’ τον «Εξάντα». Θυμίζει λιγάκι την «Μητρική γλώσσα» που ήταν γύρω από το έψιλον των Δελφών. Εδώ είναι μια έρευνα γύρω από το Άγιο Όρος και γύρω από τις αρχαιότητες. Διότι το Άγιο Όρος κατοικείτο στην αρχαιότητα και υπήρχαν πέντε πόλεις τις οποίες κατέστρεψαν οι μοναχοί για να φτιάξουν τα μοναστήρια τους, τα μοναστήρια είναι χτισμένα με τα υλικά πέντε αρχαίων πόλεων! Τα αγάλματα δεν μάθαμε ποτέ τι έγιναν, άρα στο Άγιο Όρος συνυπάρχουν οι δυο Ελλάδες ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα χάος, η Αρχαία Ελλάδα και η Βυζαντινή. Είναι δυο κόσμοι αντιμαχόμενοι.

- Να υποθέσω ότι έχετε πάει στο Άγιο Όρος.

- Ναι, έχω πάει στο Άγιο Όρος, βέβαια το θέμα του βιβλίου δεν είναι μόνον το Άγιο Όρος. Την έρευνα μέσα στο μυθιστόρημα, γιατί για μυθιστόρημα πρόκειται, την κάνει ένας νεαρός που σπουδάζει ελληνική φιλοσοφία. Και για λογαριασμό μιας γριάς κυρίας τυφλής και πολύ πλούσιας που σκέφτεται μάλλον να αφήσει την περιουσία της στα μοναστήρια, άρα θέλει να ξέρει τι γίνεται και τι είδους άνθρωποι είναι οι μοναχοί. Αυτό είναι το ένα σκέλος της έρευνας του νεαρού ο οποίος αποφασίζει να κάνει και το διδακτορικό του επάνω στις αρχαιότητες του Άθω, που είναι άλλη ιστορία, τελείως διαφορετική

- «Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ – Μπουμ» κυκλοφόρησαν το 1975 για πρώτη φορά στη Γαλλία. Τι άλλαξε και τι έμεινε ίδιο στο μεταξύ;

- Είναι ένα βιβλίο που έχει την ηλικία μου (ήμουν 28 χρονώ όταν το έγραψα) και έχει την ηλικία της εποχής του. Αυτά όλα άλλαξαν. Η φιλελεύθερη Γαλλία της δεκαετίας του ‘70 έχει γίνει μια χώρα πολύ στυγνή, που απορρίπτει τους ξένους. Τα φιλελεύθερα, ανθρωπιστικά και χιουμοριστικά συνθήματα του Μάη του ‘68, τα έχουν διαδεχτεί ρατσιστικά συνθήματα στους τοίχους του Παρισιού. Να τι άλλαξε!
Τώρα σε μένα προσωπικά τι άλλαξε; Έχω γράψει δέκα μυθιστορήματα, μπορώ και καταπιάνομαι με θέματα όλο και πιο περίπλοκα… Τότε, ίσως να μην ήξερα ότι θα αφιέρωνα όλη μου τη ζωή στο μυθιστόρημα και έγραφα τα Σαββατοκύριακα. Αλλά, βεβαίως, εκείνο που με ενδιέφερε πάντα ήταν το μυθιστόρημα. Από δώδεκα χρονών ήθελα να κάνω βιβλία. Δεν ήξερα ακόμη αν είχα την ικανότητα να γίνω μυθιστοριογράφος.

- Και πότε αντιλαμβάνεται κάποιος ότι μπορεί να γίνει μυθιστοριογράφος;

- Αυτό το μαθαίνεις γράφοντας. Την βεβαιότητα δεν την αποκτάς ποτέ, ούτε τώρα την έχω. Δηλαδή είσαι βέβαιος ότι ήσουν ικανός να κάνεις το τελευταίο βιβλίο, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι θα μπορέσεις να κάνεις και το επόμενο. Κάθε φορά που ξεκινώ, έχω πάρα πολλές αμφιβολίες.

- Πόσο παρών είστε μέσ’ τα βιβλία; Στις «Ξένες λέξεις» δεν το συζητώ, είστε ο βασικός πρωταγωνιστής, στο «Θα σε θυμάμαι κάθε μέρα» είναι σαν ένα γράμμα στη μητέρα σας «εκ των υστέρων»…

- Η αίσθηση ότι περιγράφω πραγματικά περιστατικά δεν είναι ούτε σωστή, ούτε εσφαλμένη. Υπάρχει το ενδεχόμενο όχι να περιγράφω πράγματα τα οποία έχω ζήσει, αλλά να ζω πράγματα τα οποία θέλω να περιγράψω. Αυτό δεν εντάσσεται σε βιβλίο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, διότι δεν μεταφέρω τη ζωή στο μυθιστόρημα, μεταφέρω το μυθιστόρημα στη ζωή. Σκηνοθετώ την ίδια μου τη ζωή έτσι, ώστε να συμβούν κάποια πράγματα τα οποία χρειάζομαι για ένα βιβλίο. Είναι θέμα κρίσης και όχι εξομολόγησης.

- Πως είναι να βρίσκεσαι ανάμεσα σε δυο γλώσσες, κύριε Αλεξάκη; Σε δυο πατρίδες;

- Είναι μια θέση αρκετά πλεονεκτική, τελικά. Γιατί όπως ξέρεις η λογοτεχνία είναι θέμα ύφους και θα πρέπει την γλώσσα να μην την ξέρεις απλώς, αλλά να ψάξεις να βρεις σ’ αυτήν και το ύφος σου. Νομίζω, όμως, ότι μάλλον με έχει βοηθήσει αυτή η διγλωσσία και το πήγαινε- έλα διότι μου επιτρέπει να βλέπω την πραγματικότητα από μεγαλύτερη απόσταση και εννοώ και την ελληνική και την γαλλική. Τα πράγματα εξακολουθούν να με ξαφνιάζουν, πουθενά δεν αισθάνομαι μπλαζέ. Με ξαφνιάζουν, επίσης, τα ίδια μου τα βιβλία.
Αν έγραφα μόνο σε μια ξένη γλώσσα και είχα εγκαταλείψει την δική μου, όπως το έχουν κάνει άλλοι συγγραφείς, ο Ναμπόκοφ που άφησε τα ρώσικα, ο Κόνραντ που άφησε τα πολωνικά, είναι άλλη περίπτωση. Για μένα το σημαντικό ήταν πάντα να κρατήσω τη μητρική μου γιατί πιστεύω ότι μέσα από την μητρική σου γλώσσα μαθαίνεις τις ξένες.

- Τι σημαίνει για σας, και τι μπορούμε να ξαναβρούμε μέσα από μια νέα γλώσσα; Με τα σάνγκο ήταν σα να προσπαθήσατε να ορίσετε την ζωή από την αρχή, ή κάνω λάθος;

- Μαθαίνοντας μια ξένη γλώσσα ανακαλύπτεις στοιχεία της μητρικής σου γλώσσας τα οποία σου φαίνονταν μέχρι τότε τελείως φυσιολογικά και δεν είχαν κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Άρα η μελέτη μιας ξένης γλώσσας είναι μελέτη και της μητρικής σου γλώσσας.
Τι άλλο μπορεί να σημαίνει η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας; Μια ανανέωση, δηλαδή ξαναγίνεσαι παιδί και ξεκινάς πάλι απ’ το μηδέν. Και μάλιστα η υποψία μου ήταν αν ένοιωσα την ανάγκη να μάθω μια επιπλέον γλώσσα ακριβώς επειδή είχα αρχίσει να γερνάω. Ένα είδος νοσταλγίας, δηλαδή, της εποχής που δεν ήξερα καμία γλώσσα.

- Ένα βιβλίο γραμμένο απ’ την αρχή σε μια άλλη γλώσσα, είναι ένα άλλο βιβλίο;

- Οι γλώσσες γνωρίζονται μεταξύ τους, τα ελληνικά και τα γαλλικά γνωρίζονται. Όλα μεταφράζονται, αν το ύφος δεν μεταφραζόταν σε άλλη γλώσσα ο Ντοστογιέφσκι θα είχε αναγνώστες μόνο στη Ρωσία. Βεβαίως και δεν είναι άλλο βιβλίο, δεν γράφει τα βιβλία μου η γλώσσα, εγώ τα γράφω. Κι οι γλώσσες έχουν την καλοσύνη να με εξυπηρετούν, δηλαδή να δίνουν λύση στα προβλήματα που έχω εγώ. Δεν μου υπαγορεύουν τα κείμενά μου οι γλώσσες, όχι. Και κινέζικα να έγραφα, τα ίδια βιβλία θα έκανα.

- Τι, ακριβώς, είναι για σας κάθε καινούργιο βιβλίο; Δουλειά, η κορυφή του παγόβουνου, η λύση στο αίνιγμα, περνώ καλά, γράφοντας καταλαβαίνω αυτό που ζω…

- Στην ουσία είναι κάτι που θέλω ν’ ανακαλύψω. Δεν το αντιμετωπίζω σαν διασκέδαση, σαν μια φοβερή δουλειά το αντιμετωπίζω. Είναι, όμως, και κάτι που έχω ανάγκη. Καθώς περνάει η ζωή ταυτόχρονα να προχωρά και μια ιστορία! Δηλαδή έχω την ανάγκη να κάνω δύο ζωές, μια κανονική και μία μέσα απ’ τα βιβλία μου. Η ζωή η ίδια δεν μου αρκεί, μου φαίνεται λίγη. Όταν γράφω έχω μια τεράστια σκοτούρα, αλλά όταν δεν γράφω, έχω αυτή την έλλειψη. Μου φαίνεται ανεπαρκής η ζωή.
Τα θέματα που διαλέγω είναι θέματα τα οποία ανοίγουν ένα δρόμο. Η Αφρική είναι ένας δρόμος, το Άγιο Όρος είναι ένας δρόμος. Το έψιλον των Δελφών στην «Μητρική γλώσσα» είναι ένας δρόμος. Το να μιλήσω με την πεθαμένη μητέρα μου δεν ήξερα πού θα με βγάλει, άσχετα αν έχει τόσο έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ήταν όμως ένας δρόμος, δεν ήξερα πώς θα τελειώσει αυτή η κουβέντα με τη μάνα μου. Θα την χάσω ξανά; Κάθε φορά γράφοντας, κάτι ανακαλύπτω, κάτι μαθαίνω, κάπου πάω. Είναι λοιπόν ένα ταξίδι και το χρειάζομαι αυτό το ταξίδι. Έως ότου ναυαγήσω, οπότε θα διηγηθώ ένα ναυάγιο. Είναι κι αυτό ένα είδος ταξιδιού.

- Τι ήταν εκείνο που βάρυνε στην απόφασή σας να γίνετε συγγραφέας;

- Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι γράφουμε επειδή σκοτεινιάζει, επειδή φοβόμαστε το σκοτάδι, επειδή χρειαζόμαστε τα παραμύθια που μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί για να κοιμηθούμε! Μπορεί αυτήν την διαδικασία να συνεχίζω και επειδή δεν υπάρχει κανείς να μου διηγηθεί κανένα παραμύθι, τα λέω ο ίδιος στον εαυτό μου και επειδή είμαι και πολύ αφελής, τα πιστεύω.

- Λένε ότι ένα βιβλίο γράφουμε ολόκληρη τη ζωή, το ίδιο αίνιγμα, γρίφο, λύνουμε, αλήθεια είναι;

- Νομίζω είναι αλήθεια, ο Προυστ το ‘χει πει αυτό και ίσως επειδή το ‘ξερε καλά, μόνον ένα βιβλίο έγραφε. Στην ουσία όλο αυτό αφορά το θέμα του ύφους, δεν γράφεις πολλά βιβλία, ανακαλύπτεις ένα ύφος κι αυτό είναι το ύφος όλων των βιβλίων. Άρα ένα είναι το βιβλίο διότι ένα είναι το ύφος.

- Τις ίδιες εμμονές έχουμε; Εσείς έχετε συγγραφικές εμμονές;

- Εύκολα μπορεί ν’ ανακαλύψει κάποιος κοινά στοιχεία, θέματα που επανέρχομαι συνέχεια, όποιο κι αν είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Όπως η γλώσσα, η μνήμη, το θέμα του θανάτου, φυσικά.

- Συγκλονιστική αυτή η σκηνή με τ’ ανυπάκουα χέρια του ήρωα στα «Κορίτσια», που τελικά τον πνίγουν. Εμείς είμαστε ο διώκτης μας;

- Έχω αυτή την αίσθηση, ότι είμαι κι εγώ ένας κίνδυνος για τον εαυτό μου. Ίσως όμως αυτή η αντίληψη να πηγάζει από το μάθημα των θρησκευτικών όπου σου δημιουργείται η πεποίθηση ότι έτσι ή αλλιώς είμαστε ένοχοι, ότι μας κατατρέχει το κακό, ότι υπάρχει ο διάβολος, ότι θα πάθουμε χοντρές ζημιές. Αυτή η αντίληψη υπάρχει στην αυτοκτονία του ήρωα με τα χέρια του στα «Κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ», διότι με τα χέρια θα πιάσει το στήθος της κοπέλας…

- Το γράψιμο βοηθά κάπως να σταματήσει η… δίωξη; Με το καινούργιο βιβλίο τι επιδιώξατε; Να νικήσετε, εν τέλει, ολοσχερώς τις… ενοχές;

- Δεν είναι τόσο θέμα ενοχής όσο, έβαλα μια τάξη στο μυαλό μου. Να ξεκαθαρίσω μέσα μου τα πράγματα ήθελα, να δω ποια είναι η δική μου ταυτότητα. Να καταλάβω ποια Ελλάδα θέλω και τι απορρίπτω. Να διαλέξω ομάδα, βρε παιδί μου!

- Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να πούμε ότι την ταυτότητά μας, τον εαυτό μας αναζητάμε γράφοντας;

- Η λέξη «ταυτότητα» έχει ενδιαφέρον σαν αναζήτηση, όχι σαν λύση. Δηλαδή έχει ενδιαφέρον να αναπτύσσεται μια ταυτότητα, να εμπλουτίζεται, να προσδιορίζεται. Μια ταυτότητα ανοιχτή, μια ταυτότητα διαλόγου, όχι μονολόγου. Όταν πέσουμε στον μονόλογο, η ταυτότητα χάνει κάθε ενδιαφέρον. Καταντάει ένα είδος ταυτότητας που ενδιαφέρει μόνον την αστυνομία.






14/11/07

Ο Θεός μόνο ξέρει!


ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ – ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ

Με εναλλασσόμενους ρόλους <συγγραφέας- καθηγήτρια-ψυχολόγος- άρρωστη- υγιής- θεραπευτής- θεραπευόμενος> και με κοινές αναφορές κι αγάπες, έτσι ή αλλιώς φίλες, για 32 πρωινά βρέθηκαν απέναντι. Η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου και η συγγραφέας και Καθηγήτρια Ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου. Σε ώρες απίθανες, πέντε ή έξι το πρωί, στο καφέ του Saint Georges Lecabettus. Σαν τους… παράνομους, σαν εραστές. Να προσεγγίσουνε θέματα δύσκολα. Με το υποσυνείδητο να κόβει σαν την λεπίδα κάπου- κάπου και να επεξηγεί- το συνειδητό, και με το παρελθόν να γίνεται χρόνος παρών χάνοντας εκείνο το τελεσίδικο και το τετελεσμένο.
30.141 λέξεις το αποτέλεσμα. Και άπλετο φως. Διότι όταν <μιλάμε μαζί- φεύγει το σκοτάδι>. Το αποτέλεσμα ένα διαλογικό βιβλίο που καθιερώνει ένα νέο είδος. Και ύφος. Και ήθος. Με στόχο: <Ν αλλάξουμε ρόλους, να πετάξουμε τα στενά ρούχα που δεν σ’ αφήνουν να αναπνεύσεις και που ακόμα και στον ύπνο μας λένε να τα φοράμε, και να δοκιμάσουμε έναν περίπατο στον ανοιχτό αέρα. Να συν- αποκαλυφθούμε και ό,τι ζήσουμε στη διάρκεια του ταξιδιού να το μοιραστούμε με τους άγνωστους συν- ταξιδιώτες μας σ’ αυτήν την περιπέτεια της ομιλούσας γραφής. Να σπάσουμε τη σιωπή>…
Και η σιωπή, έσπασε. Στο βιβλίο που κυκλοφόρησε με τα 32 αποκαλυπτικά πρωινά – ραντεβού- συνεδρίες και λέγεται <Μήπως;> Από τις εκδόσεις <Ωκεανίδα>. Με το οποίο εγκαινιάζεται όπως είπαμε ένα νέο είδος- ύφος- ήθος.
Στις 198 σελίδες του, τα παιδικά τους χρόνια, η σχέση τους, οι ήρωες που αγάπησαν, οι σχέσεις που τις σημάδεψαν, η μαγική διαδικασία της γραφής, το φως και το σκοτάδι της ύπαρξής μας. Η μανιοκατάθλιψη, η ιερότητα της τρέλας και της μελαγχολίας, ο Σαρτρ, ο Πικάσο, η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ, ο Σιμενόν και ο Καμύ, οι πλαστικές σακούλες του Ζενέ, η <μικρή πριγκίπισσα> και ο ζορό Μπάμπης. Οι δυο εκδοχές της μιας ζωής. Εκείνο που <ο Θεός μόνο ξέρει>. Κι ένα τεράστιο <Μήπως;>. <Σε τελική ανάλυση, μήπως τι;> Βεβαίως η αρρώστια απ’ την οποία πάσχουμε, τελικά, όλοι, η αρρώστια του <μήπως;>
Ένα βιβλίο με το πιο αισιόδοξο μότο της γης: (Ουίλλιαμ Σαίξπηρ).
Μικρές μπουκίτσες φωτός λυτρωτικές τα μικρά χαρακτηριστικά αποσπάσματα που ακολουθούνε:

ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΥΣΤ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΟΥΑΣΑΝ
Φ: Καλημέρα, Μαργαρίτα. Χρόνια Πολλά. Είναι Χριστούγεννα.
Μ: Καλημέρα, Φωτεινή. Είμαστε στο υπερώον του ξενοδοχείου στο Λυκαβηττό. Μου αρέσει να υποδεχόμαστε έτσι το νέο έτος που πλησιάζει. Πρωί πρωί, δεν είναι εδώ ακόμη κανείς, όλοι κοιμούνται, έξω είναι σκοτεινά, υπάρχει κάτι το ύποπτο. Σαν να ‘μαστε κλέφτες. Εμένα, όταν μπαίνω πριν από σένα, με κοιτάνε λίγο περίεργα. Σήμερα με ρώτησε η σερβιτόρα: <Γιατί τόσο νωρίς;.> <Γιατί γράφουμε ένα βιβλίο>, της είπα. <Μα δεν βλέπω να γράφετε>. <Δεν το γράφουμε, το λέμε>, της απάντησα.
Φ: Σαν τους κλέφτες προτού ξημερώσει, κουβαλώντας αντικλείδια. Κάτι προσπαθούμε να ξεκλειδώσουμε. Κάτι από το μέσα μας. Μαργαρίτα, ακούς τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που παίζει το ραδιόφωνο; Να τους πούμε να χαμηλώσουν τη μουσική;
Μ: Ο Προυστ. Είχε βάλει φελλούς σ’ όλο το δωμάτιό του για να ‘χει απόλυτη απομόνωση. Να μην ακούει κανένα θόρυβο.
Φ: Ας δοκιμάσουμε εμείς να μείνουμε με τον θόρυβο και τη μουσική. Να! Τόσην ώρα μιλάμε με γιορτινή μουσική υπόκρουση.
Μ: Εχουν ενδιαφέρον οι ζωές και οι μικρές συνήθειες των συγγραφέων. Ο Προυστ είχε μια γυναίκα που τον φρόντιζε, τη Σελέστ, κι έναν υπηρέτη, τον μεσιέ Μορίς. Εγραφε μόνο τη νύχτα. Ξυπνούσε στις τέσσερις το απόγευμα κι όταν πήγαινε η ώρα δώδεκα, μία, άρχιζε να γράφει. Κι έλεγα πάντα: <Το έργο έρχεται πρώτο>. Τρεφόταν μόνο με καφέ και κρουασάν. Τίποτ’ άλλο. Ολη του τη ζωή. Είχε άσθμα φοβερό. Αναβε στο δωμάτιό του διάφορα για το άσθμα κι ήταν ένας άνθρωπος πολύ λιτός.
Φ: Μαργαρίτα, έτσι που μιλάς για τον Προυστ είναι σαν να τον έχεις γνωρίσει κι εσύ.
Μ: Μα τον έχω γνωρίσει. Τον συνάντησα μέσα στα γραπτά του. Κάτι που με γοητεύει τρομερά είναι οι ζωές των μεγάλων συγγραφέων. Πως τρώγανε, πώς πίνανε, τι τρώγανε, αν καπνίζανε. Αυτό μου δημιουργεί ένα τρομερό πάθος. Και μετά διαβάζεις το έργο κι είναι δυο άνθρωποι’ ο ένας γράφει κι ο άλλος ζει.
Φ: Κι εσύ, Μαργαρίτα, πως είσαι όταν γράφεις;
Μ: Σ’ εμένα το γράψιμο ενώνεται απόλυτα με τη ζωή μου. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι άλλος άνθρωπος όταν γράφω κι άλλος όταν ζω. Για μένα μιλάω τώρα. Εγώ είμαι ένα πράγμα. Γι’ αυτό και δεν έχω δυσκολία να μιλήσω για λογοτεχνία. Ή να διδάξω λογοτεχνία. Γιατί είναι μέσα στο πετσί μου. Δεν είναι κάτι που έχω μάθει. Είναι κάτι που είμαι.
Φ: Και τώρα που μιλάμε δεν είναι σαν να γράφουμε;
Μ: Ακριβώς. Γράφουμε αυτή τη στιγμή. Δηλαδή πίνουμε και τον καφέ μας, που είναι η ζωή, και γράφουμε μ’ αυτά που λέμε. Είμαστε και εδώ και αλλού….

Η ΜΙΚΡΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΡΕΜΠΡΑΝΤ
Φ: Αν ως δια μαγείας σε επισκεπτόταν ο Σάμπατο, θα σου έλεγε: <Ο Θεός δεν θα ‘γραφε ποτέ μυθιστορήματα. Γράφουμε μυθιστορήματα χάριν της δυστυχίας μας. Ενας ικανοποιημένος επαρκής άνθρωπος δεν θα ‘γραφε ποτέ>…
Μ: Το γράψιμο μπορεί να είναι ο πιο καλός σου φίλος και ο χειρότερος εχθρός. Καμιά φορά ταυτόχρονα. Δεν είναι αστεία υπόθεση το γράψιμο. Είναι όλο σου το είναι που μπαίνει μέσα. Δίνεις τα ρέστα σου, δηλαδή. Κι άμα δίνεις τα ρέστα σου, υπάρχει πάντα μεγάλος κίνδυνος. Για μένα το γράψιμο είναι κίνδυνος. Καμιά φορά γράφω κάτι ωραίο και λέω: <Πω, πω, τι ωραίο αυτό που έγραψα>. Και καμιά φορά λέω: <Και λοιπόν; Τι θ’ αλλάξει στη ζωή μου επειδή έγραψα ένα ωραίο βιβλίο;>
Φ: Τίποτα. Αλλά στη ζωή των ηρώων σου τα πάντα. Κάνοντας τη Μάρθα, τη γυναίκα του Φρόιντ, να επιστρέφει σήμερα και πάλι στη ζωή, της πρόσφερα μια άλλη ζωή. Μια άλλη δυνατότητα ύπαρξης. Ο,τι δεν σκέφτηκε, ό,τι δεν έζησε, ό,τι δεν τόλμησε τότε, το έκανε τώρα στο μυθιστόρημα. Μαζί της όμως ζούσα κι εγώ και απολάμβανα την άλλη ζωή.
Μ: Μέσα από τους ήρωές μας ζούμε κι εμείς τις άλλες ζωές που δεν ζήσαμε. Φωτεινή, είμαι ευγνώμων στη λογοτεχνία. Πώς θα ήμασταν αν δεν υπήρχε;
Φ: Ημουνα δεκαπέντε χρονών όταν πέθανε από φυσικό θάνατο η προγιαγιά μου. Σε βαθύ γήρας. Ειρηνικός θάνατος, στο κρεβάτι, μες στο σπίτι μας. <Σαν πουλάκι έσβησε η Αννα γιαγιά>, είπε η γιαγιά μου. Πήρα ένα κομμάτι χαρτί κι έγραψα τα λόγια της: <Σαν πουλάκι έσβησε η Αννα γιαγιά>, Επειτα δοκίμασα τον πρώτο μου αφελή στίχο. Κι έπειτα συνέχισα να γράφω.
Πίσω από οτιδήποτε γράφεις ή δημιουργείς υπάρχει κάτι που έχει χαθεί. Και η κρυμμένη παιδική επιθυμία να ξαναβρείς αυτό που χάθηκε Να το ξανασυναντήσεις μέσα στο έργο σου.

Η ΖΑΧΑΡΙΕΡΑ:
Φ: Ένα αγοράκι είναι εννιά χρονών κι ακόμα δεν μιλάει. Είναι μουγκό. Αλαλο, δίχως όμως καμία οργανική βλάβη. Οι γονείς, απελπισμένοι, συμβουλεύονται ειδικούς, ταξιδεύουν σ’ όλο τον κόσμο αναζητώντας μια λύση. Τίποτα. Κάποια μέρα κάθονται στο τραπέζι τη συνηθισμένη ώρα για να φάνε. Είναι μια πολύ ευκατάστατη και τυπική οικογένεια που ακολουθεί ρυθμούς, κανόνες, ωράρια. Το αγοράκι πάντα αμίλητο. Ωσπου αιφνίδια ανοίγει το στόμα του και ξεστομίζει τα πρώτα λόγια της ζωής του: <Θέλω τη ζάχαρη>. Ηταν η μόνη φορά που κάτι έλειπε απ’ το τραπέζι. Η ζαχαριέρα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος μέχρι τότε να μιλήσει το αγοράκι. Ηταν όλα εκεί.
Εκείνο που λείπει είναι αυτό που μας κάνει και να ζούμε και να γράφουμε, αλλά και να μιλάμε, Μαργαρίτα.

ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ….
Φ: Είναι κάτι που δεν ξέρεις, Μαργαρίτα. Συνέβη πριν από τριάντα πέντε χρόνια. Είμαι με την παιδική μου φίλη τη Λένα. Καλοκαίρι, είμαστε στην Εκάλη, είναι άρρωστο το σκυλάκι μου και ψάχνω απεγνωσμένα να βρω ένα νοσοκομείο.
Πηγαίνοντας προς την Ερυθραία αριστερά, μπαίνουμε σ’ ένα νοσοκομείο ζώων. Ενας λευκοντυμένος νεαρός, ο κτηνίατρος, παίρνει το σκυλάκι στην αγκαλιά του για να το εξετάσει. Εχει κατεβασμένο το κεφάλι, εγώ με τη φίλη μου περιμένουμε, ώσπου ξαφνικά σηκώνει τα μάτια του και, Μαργαρίτα, μένω έκθαμβη. Εκείνη τη στιγμή αυτά τα μάτια που με κοιτάζουν μ’ έκαναν να ξεχάσω τα πάντα. Ανήκαν στον άντρα σου. Ηταν ο μελλοντικός σου άντρας…
Τώρα γίνεται η σύνδεση στο μυαλό μου, τόσα χρόνια μετά. Είναι ασύλληπτο.
Όμως υπάρχει και κάτι ακόμα. Μια εντελώς διαφορετική ιστορία από αυτή που μου αφηγήθηκες κυκλοφορούσε τότε στους αθηναικούς κύκλους για το βραβείο σου. Θα σ’ την πω μόνο και μόνο για να δεις πως χτίζονται και κατασκευάζονται οι αφηγήσεις στους παροικούντες εν τη Ιερουσαλήμ. Λέγανε, λοιπόν, ότι η Μαργαρίτα Καραπάνου πήρε το βραβείο και μόλις της το ανακοίνωσαν και βγήκε στην τηλεόραση να δώσει μια συνέντευξη, γυρνώντας σπίτι της βρήκε σε οικτρά κατάσταση το αυτοκτονημένο σώμα του συζύγου της. Αυτή ήταν η ιστορία. Δεν αφήσανε ήσυχο τον άντρα σου να είναι συνεπής με τη διαστροφή του. Πλάσανε τη δική τους εκδοχή. Ότι δεν άντεξε επειδή πήρες το βραβείο, ότι ήτανε τόσο μεγάλη η απόγνωσή του, που θέλησε να πεθάνει σαν μια ακραία πράξη εκδίκησης. Από οργή που ήσουνα εσύ κι όχι εκείνος ο βραβευμένος. Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, όμως αυτή ήταν η κυρίαρχη εκδοχή στους μικρόψυχους δημοσιουπαλληλικούς κύκλους της λογοτεχνίας!

ΜΗΠΩΣ;
Μ: Τη δεύτερη και τελευταία φορά που βρέθηκα στην κλινική ένιωθα πολύ δυστυχισμένη, μόνη με πολλά φάρμακα, ήμουνα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, όταν ένα πρωί στο παράθυρο, στο περβάζι, ήρθε και στάθηκε ένα πουλάκι πολύ μικρούλι. Σηκώθηκα αργά- αργά και το πλησίασα, και για να μην τρομάξει δεν κουνήθηκα καθόλου, απλώς το κοιτούσα. Μέσα μου αισθάνθηκα κάτι, αλλά πολύ πιο βαθιά απ’ την αρρώστια, που έλεγε: <Μήπως;> Τώρα τι εννοούσα με το <μήπως>; Μήπως θα ζήσω; Μήπως υπάρχει ζωή; Μήπως θα γίνω κάποτε καλά; Και αυτή η λέξη <μήπως;> μου έχει μείνει. Γιατί ήτανε out of context, δηλαδή, μήπως τι; Αλλά ήταν αισιοδοξίας μήνυμα αυτό το πουλάκι.
Φ: Ένα πουλάκι που το λέγαν <μήπως;>
Μ: Ακριβώς. Ετσι το έλεγαν: <μήπως;> Και κάθισα πολλή ώρα, θυμάμαι. Ηθελα να πάω να το πιάσω, αλλά ήξερα ότι θα ‘φευγε και στάθηκα σε μιαν απόσταση και το κοίταζα. Ηταν πολύ μικρό, μάλλον σπουργίτι. Και καθόταν ακίνητο τελείως, σαν να φοβόμουν εγώ μη φύγει κι αυτό να φοβάται εμένα. Όμως έμεινε ένα τέταρτο κι έκανε το κεφαλάκι του τακ, τακ, τακ. Ηταν τόσο τρυφερό και τόσο μικρό και τόσο <μήπως;>
Φ: Είδα έναν πανέμορφο κύκνο, Μαργαρίτα. Στη λίμνη Κερκίνη. Ηταν νεκρός. Είναι οι μέρες της επιδημίας των πτηνών και του φόβου που έχει σ’ όλη την Ευρώπη εξαπλωθεί. Κάθε φορά που θα συναντάς μια αγριόπαπια αμέριμνα να κολυμπά, έναν κύκνο ν’ ανοίγει τις θαυμαστές φτερούγες του, σου περνάει απ’ το μυαλό ένα άλλο <μήπως;> Μήπως κουβαλάει τον θανατηφόρο ιό Η5Ν1, που μέσα σε λίγες ώρες φέρνει θάνατο; Λίγα χρόνια πριν όταν πρωτοεμφανίστηκε το aids, το <μήπως;> σαν σκιά διαπερνούσε τις ερωτικές σχέσεις. Μήπως αυτός ο άνδρας που γνωρίζω σήμερα κουβαλάει θάνατο; Η σεξουαλικότητα συνδέθηκε με κίνδυνο και με θάνατο, με επιφύλαξη και φόβο.
Μια γυναίκα δηλητηριάζει όλα τα περιστέρια της γειτονιάς της. <Είναι ύποπτα για τον ιό>, λέει. Το <μήπως;> του φόβου.
Το <μήπως;> που μεταστρέφει τον έρωτα, τη φύση, την ομορφιά σε υποψία θανάτου.
Το <μήπως;> του φόβου είναι μια φυλακή. Ολοι και όλα χωράνε εκεί μέσα. Πλουμιστά πουλιά, ερωτικοί σύντροφοι, σκουρόχρωμοι τρομοκράτες, απείθαρχοι μετανάστες. Απρόβλεπτοι τρελοί, νεαροί αναρχικοί, απελπισμένοι άνεργοι.
Εκεί, στην άλλη όχθη όμως, Μαργαρίτα, είναι το μικρό σπουργίτι, το δικό σου, και το άλλο <μήπως;>, το <μήπως;> της ελπίδας. Και πώς να γίνει να μεταβούμε, Μαργαρίτα, σ’ αυτή την άλλη όχθη, εκεί που το <μήπως;> έχει να κάνει μ’ ένα μικρό σπουργιτάκι που συντροφεύει μια έγκλειστη στο ψυχιατρείο κοπέλα και ξαφνικά είναι σαν ν’ ανοίγονται οι ουρανοί.
Μ: Δύο <μήπως;>, δυο πόλοι ζωής. Ενας χορός. Ένα βαλς . Μια χάρη κάνεις ένα βήμα από τη μια και ένα βήμα από την άλλη. Η λέξη <μήπως;>, η πιο βασική λέξη της ζωής μου. Είναι τα δύο άκρα του κόσμου.
Φ: Ανάμεσά τους θέλω να διακρίνω μια μυστική γέφυρα επικοινωνίας. Ακόμα κι αν δεν φαίνεται, είναι εκεί.
Μ: Σε τελική ανάλυση, μήπως τι; Μήπως όλα; Πάει πέρα πια από τη λέξη. Εγώ πάσχω από την αρρώστια του <μήπως;> Και είναι η μανιοκατάθλιψη. Είναι δυο πόλοι. Και οι δυο πόλοι αυτοί είναι οι πόλοι του <μήπως;> Αρρωστη, καλά, άρρωστη, καλά, άρρωστη… Σπουργίτι- θάνατος- σπουργίτι- θάνατος. Εγώ έτσι ζω. Ετσι έχω μάθει.
Αυτά για την ώρα, Φωτεινή μου.
Αυτά για την ώρα, Μαργαρίτα μου.
Αύριο, όλα θα είναι αλλιώς.
Ναι, αύριο όλα, ως δια μαγείας, θα είναι αλλιώς.

ΦΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΝΟΧΕΣ:
Μ: Το <Μπλέ δωμάτιο> του Ζορζ Σιμενόν αναφέρεται σε κάποιον που δεν έχει διαπράξει φόνο. Είσαι σίγουρος ότι δεν τον έχει κάνει. Αλλά μήπως τον έχει κάνει; Διότι τα γεγονότα οδηγούν στο ότι τον έχει κάνει, ο συγγραφέας όμως με την αφήγησή του το αποκλείει. Κι όταν κλείνουμε το βιβλίο, δεν ξέρουμε αν αυτός ο άνθρωπος έχει κάνει φόνο ή όχι. Και μου θύμισε πολύ τον Κάφκα και την ενοχή. Ολο το <Μπλέ δωμάτιο> είναι ένα βιβλίο ενοχής για κάτι που ίσως δεν υπάρχει. Όπως και στον Κάφκα.
Φ: Εχω συναντήσει πολλούς ανθρώπους που κουβαλάνε μέσα τους το φορτίο μιας ενοχής για κάτι που δεν έχουν διαπράξει. Ανθρώπους που σαν τον Γιόσεφ Κ. ένα πρωινό, δίχως να έχουν κάνει τίποτα κακό, ήρθαν και τους συνέλαβαν. Κι αυτό είναι ανείπωτο.
Μ: Από την άλλη μπορεί να έχεις κάνει στ’ αλήθεια έναν φόβο και να μην αισθάνεσαι ένοχος. Να μην νιώθεις τίποτα. Πως εξηγείται όμως αυτό;
Φ: Οι ψυχίατροι, που εύκολα λύνουν τέτοιου είδους απορίες, έχουν εφεύρει τον όρο <ψυχοπαθητική προσωπικότητα> για να εξηγήσουν την απουσία τύψεων και ενοχών σ’ ένα άτομο που συνεχώς προκαλεί το κακό.
Μ: Η ψυχοπαθητική προσωπικότητα μου θυμίζει τα βιβλία του Στήβεν Κινγκ, όπου υπάρχουν δολοφόνοι που σκοτώνουν, που ακρωτηριάζουν, και δεν αισθάνονται καμία ενοχή. Και στα βιβλία τρόμου του Πίτερ Στρομπ ο δολοφόνος δεν αισθάνεται καμία ενοχή. Γλεντάει τον φόνο του, κάνει ακατανόμαστα πράγματα στο πτώμα, το βιάζει, εκσπερματώνει πάνω στο πρόσωπό του, το κόβει κομμάτια. Και οι δυο συγγραφείς μας δίνουν μια εικόνα του τι θα ήτανε ο κόσμος χωρίς ενοχή. Θα ‘χαμε αλληλοσκοτωθεί όλοι σε δύο δευτερόλεπτα.
Φ: Ο πολιτισμός μας, όπως μας έμαθε ο Φρόιντ, είναι ένα προιόν ενοχής….

Ο ΘΕΟΣ ΜΟΝΟ ΞΕΡΕΙ
Μ: Η βία της αυτοκτονίας είναι αφόρητη όταν οι αυτόχειρες επιλέγουν να αυτοκτονήσουν στο χώρο όπου μένουν τα παιδιά τους, οι φίλοι τους, τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Κληροδοτούν ένα φορτίο τεράστιο στον άνθρωπο που βρίσκεται εκεί. Εγώ, που είμαι άνθρωπος συμπονετικός, σχεδόν δεν αισθάνομαι συμπόνια. Μου φεύγει η συμπόνια για τον νεκρό. Κι αναρωτιέμαι πάντα γιατί. Είναι ένα μεγάλο μυστήριο που δεν το ‘χω λύσει. Γιατί; Για να εκδικηθούν; Μήπως είναι μια πράξη αγάπης, σαν να λένε: <Θέλω μαζί σου να περάσω αυτή τη στιγμή>;
Φ: Τρέχα γύρευε. Αντε να βγάλεις άκρη. Είναι τόσο πολύπλοκα όλα αυτά… Δεν ξέρω. Μπροστά στην πράξη της αυτοκτονίας υποκλίνεται η ερμηνεία- σηκώνει ψηλά τα χέρια της, ακόμα κι αν φαίνεται απλό. <Το έκανε μέσα σε κατάθλιψη>. <Το έκανε μέσα σε κρίση>. <Το έκανε σε απόγνωση>. Σταματάει η ερμηνεία. Τι αρχίζει; Δεν ξέρω. Μπορεί να αρχίζει η μεταφυσική. Θυμάμαι μια τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη στη μνήμη του Πουλαντζά, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο δημοσιογράφος κάνει στη γυναίκα του, την Ανί Λεκλέρ, την ερώτηση: <Γιατί>; Κι εκείνη σταματά, κοιτάζει τον φακό, σωπαίνει για λίγο κι έπειτα λέει: <Ποιος ξέρει; Ο θεός μόνο ξέρει>.
Είναι μια συγκλονιστική στιγμή. Μια μικρή παρένθεση που λέει πολλά για τον τόπο και την Αριστερά. Τα λόγια της Ανί όταν αναφέρεται στο θεό δεν μεταφράζονται στους ελληνικούς υπότιτλους! Το παραλείπεται και μένει μόνο το <Ποιος ξέρει>.


ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ:

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι. Εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα. Τα βιβλία της <Η Κασσάνδρα και ο Λύκος>, <Ο υπνοβάτης>, το , το <Ναι> (<Ωκεανίδα> 1999), (<Ωκεανίδα> 2003) και <Μαμά> (<Ωκεανίδα>, 2004) εκδόθηκαν στην Ελλάδα, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Σουηδία και σε πολλές άλλες χώρες. Ο <Υπνοβάτης> τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το <Βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος>.

Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της: <Η κόρη της Ανθής Αλκαίου>, <Ερως φαρμακοποιός>, <Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ> και <Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά>.

ΥΓ. Επειδή σας το είχα υποσχεθεί. Διότι το βρίσκω απίστευτα γενναίο! Αλλά γενναίο!
Ο τίτλος, φράση της Ανί Λεκλέρ, προσπαθώντας να βρει απάντηση σε μια αυτοκτονία: του συντρόφου της Νίκου Πουλαντζά. Αλλά πώς μπορεί ποτέ κανείς να ερμηνεύσει επακριβώς μια αυτοκτονία…