27/12/07

Η περιέργεια και η ψυχή

«Αυτός που προδίδει έστω και για μια φορά τις αρχές του, χάνει την αγνότητα της σχέσης του με τη ζωή. Το να εξαπατά κανείς τον εαυτό του, είναι σα να παραιτείται από τα πάντα, από την ταινία του, από την ζωή του». Είπε ο Ταρκόφσκι και ποιος δεν το βίωσε; Την προδοσία, εννοώ. Διότι το… τσιτάτο, εις μάτην το αντέγραφα έτη και έτη εις ατζέντας.
Κάθε πρώτη πρώτου του νέου έτους. Για να μου βγει σε καλό.
Αλλά ποιος ξεφυλλίζει μετά προς τα πίσω; Σε φέρνει καπάκι, λες και πρόκειται για άλλη, άλλου ζωή.
Το επόμενον έτος πάλι θυμόμουνα. Αυτή τη μικρούλα απόλυτη φράση που αντιμετώπιζα, μάλιστα, και ως… εφικτή με τις προτεραιότητες του έτους:
Να μη ξοδεύομαι σε ασήμαντα.
Να μη ξεχάσω όσα χρωστάω «σ’ αγαπώ».
Να μην αναβάλω τη ζωή μου για αύριο.
Να μάθω να φεύγω επιτέλους απ’ ό,τι με χαλά.
Να κλείνω πριν το τέλος ένα κακό βιβλίο.
Ν’ αγαπώ ό,τι αξίζει κι όχι ό,τι μου μοιάζει.
Και να θυμάμαι, όλη μέρα, κάθε μέρα, όλο τον χρόνο πως:
Ό,τι ξοδεύω έχω, ό,τι κρατώ το χάνω.
Παντού μπορεί να αγιάσει κανείς.
Η ευτυχία είναι κατάσταση στο μυαλό μου.
Υπάρχουν ελεύθεροι στη φυλακή και σκλάβοι στην Ομόνοια.
Ούτε στο παρελθόν, ούτε στο μέλλον, στο θεικό παρόν.
Δεν υπάρχουν υποθηκευμένες ζωές’ ούτε στην ευτυχία, ούτε στη δυστυχία.
Έτσι, και με σαφήνεια, σχεδόν αφοριστικά: σαν «κεντρική ιδέα» ή «δίδαγμα» που γράφαμε παιδιά. Αλλά ποτέ και τίποτα δεν κράτησα.
Γι’ αυτό και είπα φέτος να κάνω ποδαρικό με κάτι πιο.. εφικτό. Μ’ ένα μικρό διάλογο ανάμεσα στο «Κουρδιστό πουλί» κι ένα κορίτσι δεκαεξάχρονο:
«- Δεν νομίζεις ότι το κουράγιο κι η περιπέτεια μοιάζουν μεταξύ τους;
- Όπου υπάρχει ψυχή υπάρχει και περιέργεια κι όπου υπάρχει περιέργεια υπάρχει και ψυχή. Δεν έχω δίκιο;
- Η περιέργεια μπορεί να βγάλει την ψυχή απ’ την κρυψώνα της μερικές φορές, μπορεί ακόμα και να την ενεργοποιήσει. Όμως η περιέργεια συνήθως εξανεμίζεται. Αυτό που κρατάει είναι η ψυχή. Η περιέργεια είναι σαν ένα περιστασιακό φιλαράκι που δεν πολυεμπιστεύεσαι. Σ’ ερεθίζει λίγο στην αρχή και μετά σ’ αφήνει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου- με όση ψυχή σού απομένει».
Και να βαδίσω προς τη νέα χρονιά, με όση περιέργεια και όση ψυχή μου απομένει’ συν τω χρόνω.
Καλή Χρονιά, να έχουμε!

ΥΓ. Αυτή τη φορά το υστερόγραφο μάλλον είναι περιττό. Αλλά τι θ’ απογίνουμε χωρίς το υστερόγραφο?
Λοιπόν, μικρή υπενθύμιση: χάρη σε σας το Golem παραμένει ζωντανό! Εσείς είστε το emet του!
Αλλιώς…
Καλή κι Ευτυχισμένη Χρονιά! Καθαρή, γάργαρη, γενναία και διάφανη, σαν ταρκοφσκική σχέση!

24/12/07

Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα


Ε, της Νεφέλης πια, σταθερά
Και της Μάρως για την διαδρομή και την αφορμή.

Όλα ξεκίνησαν μια νύχτα που φοβόταν.
Έξω φυσούσε πολύ. Είχαν σβήσει τα φώτα. Ερχόταν μπόρα και η μικρή Αννούλα τις έτρεμε τις αστραπές. Είχε δει κι άλλες φορές εκείνες τις ασημιές χαρακιές ν’ αυλακώνουνε τον ουρανό, εκείνο που την τρόμαζε, όμως, περισσότερο ήταν ο κρότος. Απροειδοποίητος πάντα’ παρ’ ότι είχε προηγουμένως θαυμάσει την αστραπή.
Αυτή την απολύτως ζοφερή νύχτα ήταν σχεδόν μόνη στο σπίτι. Ο μπαμπάς – απ’ ότι είχε πάρει τ’ αυτί της- είχε συνοδεύσει τη μαμά στο εξωτερικό. Η μαμά της Άννας ταξίδευε πολύ συχνά για συνέδρια. Αυτή τη φορά, όμως, την είδε κλαμένη. Ταξίδευε κι έκλαιγε. Και η μαμά της Άννας και ο μπαμπάς. Ο μπαμπάς, κρυφά. Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί έτσι η Άννα.
Και η Άννα απόψε φοβόταν. Ποτέ δεν είχε τόσο πολύ ξαναφοβηθεί η Άννα.
Η Ζωή που την πρόσεχε, της έφερε από νωρίς μια στοίβα βιβλία απ’ την μεγάλη βιβλιοθήκη. Την αγαπημένη της Αλίκη που πέφτει στην μαύρη τρύπα για να βρεθεί στα θαύματα, τελικά. Τον Ροβινσώνα Κρούσο που αναγκάζεται να τα βγάλει πέρα στην ερημιά και το αγαπημένο της. Την Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Κάρολου Ντίκενς για την δύναμη της αγάπης. Τα Χριστούγεννα δεν θ’ αργήσουν να ‘ρθούν και θα γυρίσει με δώρα και η μαμά. «Τα επτά κοράκια» των αδελφών Γκριν και χωρίς να φοβάται. Γιατί η μικρή Άννα δεν είχε αδελφούς για να τους κάνει η κακιά μάγισσα κοράκια. Αν και το να είσαι, μόνη σου χωρίς αδελφούς πονάει κι αυτό, αρκετά.
Αλλά ο άνεμος δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί για να διαβάσει. Ψιθύρισε με ελπίδα και απόγνωση τη μικρή, μαγική, προσευχή. "Θεούλη μου, φύλαγε την μαμά και τον μπαμπά και κάνε να περάσει η μπόρα χωρίς να τρομάξω, πολύ, τελικά".
Και τότε της ήρθε η ιδέα. Να φυλακίσει με το μελάνι της στο χαρτί μιαν αστραπή. Άνοιξε το μεγάλο ολοκάθαρο μπλοκ κι απαθανάτισε τα πάντα. Ό,τι την τρόμαζε κι ό,τι γινόταν, ακριβώς, έξω από το μεγάλο παράθυρο στον κήπο.
Τα μαύρα σύννεφα που ταξίδευαν για τον βορά, τα απειλητικά δέντρα τη νύχτα, τις μαγικές χαρακιές στον σκοτεινό ουρανό. Ως και τη βροντή τους, φυλάκισε. Σε σημείο που έπαψε και να την ακούει.
Χαράματα έπεσε στο μαξιλάρι της να κοιμηθεί. Αφού είχε κάνει στο μπλοκ πολλές αστραπές.
Το πρωί όταν άνοιξε τα μάτια, την περίμενε μια όμορφη και πλυμένη μέρα. Το χορτάρι κουνούσε στον κήπο τις άκρες του καθαρό, τα δέντρα έσταζαν δάκρυα ανακούφισης. Και όλα τα σύννεφα είχαν ταξιδέψει για το βορά.
Το μεσημέρι πήρε και η μαμά της τηλέφωνο. Την αγαπά και την σκέφτεται. Θα επιστρέψουν, όσο πιο σύντομα γίνεται με τον μπαμπά.
Ο καιρός, όμως, περνούσε και αργούσε πολύ να γυρίσει η μαμά. Η γιαγιά, όποτε ερχόταν έκλαιγε, και είχε πιάσει και την Ζωή να μιλά στη γιαγιά και να κλαίει κι αυτή. Η μαμά δεν τηλεφωνούσε τόσο συχνά. Και οι νύχτες της Άννας έγιναν συνέχεια μεγάλες και σκοτεινές. Έστω και χωρίς εκείνες τις αστραπές. Αχ, αυτές τις φοβερές αστραπές, πόσο τις προτιμούσε.

Για να νικήσει το φόβο και την μεγάλη νύχτα της η μικρή Άννα, χωνόταν ολόκληρη μέσα στο μπλοκ. Ζωγράφιζε δωμάτια με πολλές μυστικές και κρυφές πόρτες. Καθρέφτες μέσ’ τους καθρέφτες και πολιτείες που μοιάζανε μαγικές. Με δωμάτια που ταξιδεύουνε και κοριτσάκια που πετάνε σαν τα ιπτάμενα χαλιά.
Ζωγράφιζε κούκλες που ζωντανεύουν και μουσικά κουτιά που η χορεύτρια κατέβαινε απ’ την πίστα. Ζωγράφιζε γυάλες κρυστάλλινες, ξωτικά του βουνού, κουτάλες και πιρούνες της κουζίνας που χορεύουν. Ζωγράφιζε δέντρα που ταξιδεύουν, γαλάζια τριαντάφυλλα που μιλούν, τραίνα που κολυμπάνε, καράβια στον ουρανό κι ένα νησί που ολοένα αλλάζει θέση.
Ζωγράφιζε, βέβαια, και την μαμά και τον μπαμπά. Να ταξιδεύουν στα σύννεφα με το αεροπλάνο, να κατεβαίνουν τη σκάλα, να τρέχουν χαρούμενοι για ν’ αγκαλιαστούν. Ζωγράφιζε την μαμά στο μπαλκόνι, τη μαμά στο γραφείο, τη μαμά να της φτιάχνει το εκμέκ παγωτό της γιαγιάς. Τη μαμά να την χτενίζει, να της διαβάζει την Άννα Φρανκ, να της τραγουδά τη μικρή Φλαμουριά. Τη μαμά της στο πιάνο, τη μαμά της στο δρόμο, τη μαμά πάνω απ’ την κούνια όταν η Άννα ήταν τοσηδούλα μικρή.

Έτσι πέρασαν και τα Χριστούγεννα. Κλαίγοντας και ζωγραφίζοντας’ με τη μαμά μακριά. Με δέντρο που στόλισε η Ζωή και που η Άννα ούτε που ήθελε να το πλησιάσει. Με δώρα που έστειλαν φίλοι και συγγενείς αλλά η μικρή Άννα έκρινε πως μονάχα την μαμά, χρειαζόταν. Την μαμά και το μαγικό μπλοκ που θα μπορούσε κάθε μέρα να της την φέρνει κοντά. Τόσο κοντά που μπορούσε ακόμα και να την αγγίζει και να την μυρίζει. Να την χαιδεύει, να σκύβει και να την φιλά.
Ώσπου μια μέρα μέσ’ τις Αλκυονίδες μέρες ξαναγύρισε στο σπίτι η μαμά. Αδύνατη, βέβαια, γιατί της έλειψαν της Ζωής τα φαγητά, αλλά χαρούμενη και της υποσχέθηκε με τον μπαμπά ότι δεν πρόκειται ποτέ να φύγει ξανά.
Ποτέ όσο εμπιστεύεται τις μαγικές ζωγραφιές της. Γιατί, όπως της εκμυστηρεύτηκε, πίσω την έφεραν οι μαγικές ζωγραφιές. Στην κουζίνα και το γραφείο της. Στο μπαλκόνι και κάτω στον κήπο.
Κάθε μέρα ήμουν μαζί σου στον κήπο, της εκμυστηρεύτηκε η μαμά.

Κι έτσι η Άννα δεν εγκατέλειψε ποτέ πια τις θαυματουργές ζωγραφιές. Στοίβαζε τα μπλοκ και τα τετράδια όσο κυλούσε ο καιρός και φοβόταν δεν φοβόταν, ελπίδες και φόβους με χρώμα και σχήμα τους ξόρκιζε. Όπως έκανε και η φίλη της η Αριάδνη, με τις μικρές ιστορίες.
"Εγώ, όταν φοβάμαι, γράφω", της είπε μια μέρα στο σχολείο. Και η Κυβέλη παίζει στο πιάνο κάτι μαγικές και ξεφοβιστικές μουσικές. Ο Δημήτρης κάνει μικρούς στρατιώτες από πηλό και η Κατερίνα κούκλες που ζωντανεύουν.
"Γιατί ό,τι αγαπάς έτσι παίρνει ζωή", όπως της είχε πει μια φορά η Ζωή. Και όλα αυτά, ζωγραφιές, ιστορίες, κούκλες, στρατιώτες και μουσικές, δεν είναι άλλο παρά της ζωής τα θαύματα.
Έτσι η μικρή Αννούλα μεγαλώνοντας δεν φοβήθηκε ποτέ και οι ζωγραφιές της παρέμειναν στον χρόνο η δική της, μυστική, μαγική προσευχή. Για όποιους και ό,τι αγαπά. Γιατί η Άννα πιστεύει στο θαύμα της τέχνης. Στο θαύμα, δηλαδή, της Ζωής.

ΥΓ. Για όσους φοβούνται τις γιορτές, για όλους εκείνους που κάποια στιγμή χρειάστηκε ή τόλμησαν να κάνουν ό,τι η μικρή Άννα. Για να ξεφοβηθώ αυτά τα Χριστούγεννα κι εγώ, για να σας πω ότι "μαγικά" θα υπάρχουν πάντα. Και θαύματα, φτάνει να τα πιστεύουμε. Και να τα βλέπουμε, ναι?

21/12/07

Το αιώνιο πρόβλημα


«Ο,τι πράττει ένας άνθρωπος είναι σα να το έπρατταν όλοι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό δεν είναι άδικο κάποια ανυποταξία σε έναν κόσμο να μολύνει ολάκερο το ανθρώπινο γένος. Γι’ αυτό δεν είναι άδικο η σταύρωση ενός και μόνο εβραίου να αρκεί για να το σώσει. Ίσως ο Σοπενάουερ έχει δίκιο: εγώ είμαι οι άλλοι, οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι όλοι οι άνθρωποι, ο Σέξπιρ κατά κάποιον τρόπο είναι ο άθλιος John Vincent Moon».
Το περιφέρω από ημερολόγιο σε ημερολόγιο, συνήθως λίγο πριν το τέλος. Τα τελευταία χρόνια, όμως, το ‘χω κόψει εντελώς. Φαντάζεσαι και να έχει δίκιο ο Μπόρχες; Αναλογίζομαι με τρόμο.
Στην μικρή οθόνη: βιασμοί, λιμοί, καταποντισμοί, φωτιές. Δολοφονίες για δυο πατημασιές στη χλόη. Ειδήμονες παντός καιρού, αλαζονεία και μωρία.
Στις προθήκες: Εκο, Μπόρχες και Κούντερα, Νύφες και Μάγισσες, ο αχταρμάς. Στις προτιμήσεις των αναγνωστών, ούτε λόγος, το βιβλίο της Μαγείας.
Στις δισκοθήκες: Κοκκίνου, Μαζωνάκης, Βανδή κι ένας καινούργιος: «Ήταν η ζωή μου κόλαση και την έκανες απόλαυση». Η απολαυστικά κολασμένη ζωή μας.
Στο θέατρο: σχήματα παλιά και τηλεοπτικά, το θέατρο ενίοτε και… ταμείο επικουρικό της «μικρής οθόνης».
Στη νύχτα: η ισχύς εν τη ενώσει, Μαρινέλλα- Ρέμος, Τερζής – Παπαρίζου και ο Λευτέρης Πανταζής ξαναβρίσκει την Άντζελα. Οι παλιοί συνεργάζονται με φειμστορίτες και ντριμστορίτες αφού προηγουμένως τους έχουν κατηγορήσει.
Στους δρόμους: ο θάνατός σου, η ζωή μου. Το αμάξι που με εμποδίζει να περάσω, το χέρι που μ’ ακουμπά στον αγκώνα, ο σιδηρολοστός που χαιρετά την… τσάντα μου. Πέντε πυροβολισμοί για μια σχεδόν άδεια τσάντα! Μια ζωή πια σαν άδειο πουκάμισο, την οποία καλείσαι για να γεμίσεις. Με όποια επιλογή θα βαραίνει εις το άπειρο. Με όποια πράξη θα επιβαρύνει εις το διηνεκές το ανθρώπινο γένος.
Αρκεί η επιλογή του ενός. Ο Σοπενάουερ είχε δίκιο: εγώ είμαι η άλλη.
Η χλόη που πατιέται στο δικό μου χωράφι βρίσκεται. Ο σιδηρολοστός, μου βαραίνει τα χέρια.
«Ο Άμλετ του Σέξπιρ εκθέτει το αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου που έχει μεγαλύτερο ηθικό ανάστημα από τους συνανθρώπους του, μα που οι πράξεις του αναγκαστικά επηρεάζουν και επηρεάζονται από τον χαμερπή πραγματικό κόσμο». Μήπως να κάναμε το «Μαρτυρολόγιο» του Ταρκόφσκι παρόν; Σαν ένα ανέκδοτο του στυλ… έχω ένα ευχάριστο και ένα δυσάρεστο, από πού ν’ αρχίσω; Το δυσάρεστο είναι ότι γύρω μας το απόλυτο μπάχαλο. Το ευχάριστο ότι, άμα θέλω, μπορώ να βάλω κι εγώ ένα χέρι.

ΥΓ. Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος, έκανα να τ’ αλλάξω το κείμενο, βρίσκετε να έχει αλλάξει κάτι εκτός απ’ τη σχέση μας? Διότι το μόνο που άλλαξε είναι αυτό: εσείς, οι φίλοι μου! Για το χατίρι σας φέτος δεν θα τις φοβηθώ τις γιορτές και στο ευχάριστο του «ανεκδότου» είναι το ότι πια υπάρχουν – το διαπίστωσα με σας- πολλά χέρια.
Παράδοξος τρόπος για να σας ευχηθώ Χρόνια Πολλά, είπα να ανεβάσω παραμύθι, αλλά πάλι σκέφτηκα γιατί να τους παραμυθιάζω? Το ότι κρατούν την έκβαση στα χέρια τους- σκέφτηκα- είναι και μαγικό και γενναίο και τόσο σημαντικό, είναι αυτό το ύψιστο χριστιανικό «ελεύθερη βούληση», «διάκριση», «επιλέγω», τον παράδεισο ή την κόλασή μου, αλλά να το θυμάμαι πως παρασύρω σ’ αυτό και τους άλλους. Όσο κι αν μας παρηγορεί ο Πορφύριος «Παντού μπορεί ν’ αγιάσει κανείς», εξακολουθώ να μαγεύομαι απ’ εκείνους που «η ψυχή τους είναι πιο βαθιά από τις πληγές τους» (κλεμμένος Νίτσε, μην ψάχνεστε).
Και να θυμάστε «Όλες οι δυστυχίες του ανθρώπου απορρέουν απ’ την ανικανότητά του να καθίσει σ’ ένα δωμάτιο μόνος και σιωπηλός» (κλεμμένος Πασκάλ, αυτό), ναι?
Να το θυμάστε, τα Χριστούγεννα θα τα βρούμε, ή δεν θα τα βρούμε, στην καρδιά μας! Μας το εύχομαι! Ολόψυχα!


Ήθελα μόνο να αφήσω αυτό το τραγούδι να παίζει από πίσω. Για τις γιορτές.
Ας παίζει λοιπόν:

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Moha

17/12/07

Η επανάληψη της σκηνής

«Η ιστορία αρέσκεται σε επαναλήψεις». Καρφωμένη στο νου σαν επιγραφή από νέον, φράση του Μπόρχες που απόδειξε με όλο το έργο του ποιητικά. Αρκεί μια ματιά να ρίξεις στο παρελθόν, κι αμέσως θα σου αντιγυρίσει απάντηση.
Αφορμή, ένα καινούργιο βιβλίο- έκπληξη, έχουμε μάθει όλοι να διαβάζουμε για τον πρωταγωνιστή, ποιος τάχα μου θα καταδεχθεί να ρίξει φως στην πέτρα του σκανδάλου.
«Στη σκιά μιας άλλης», ο τίτλος. Υπότιτλος, «ο μοιραίος έρωτας της Άσσια Ουέλβιλ με τον Τεντ Χιουζ», σωστά καταλάβατε η αντίζηλος της Σύλβια Πλαθ. Η γυναίκα για την οποία την εγκατέλειψε ο Χιουζ και εξαιτίας της- αλλά ποιος μπορεί και να πάρει όρκο γι’ αυτό;- αυτοκτόνησε χώνοντας το κεφάλι στον φούρνο της κουζίνας.
«Ντίβα», «διαβολογυναίκα», «ξελογιάστρα», «Μούσα» και τι δεν της «φόρεσαν» της «εκπάγλου ωραιότητας Άσσια», αλλά εμείς δεν αναφερόμαστε για να της αποδώσουμε ευθύνες ή δικαιοσύνη, για την επαναληπτικότητα της μοίρας και για την ιστορία που αρέσκεται τόσο στις επαναλήψεις, θα αναφερθούμε σ’ αυτήν.
Εφόσον η Άσσια, σχεδόν δέκα χρόνια μετά, τον Μάρτιο του 1969 επέλεξε να φύγει απ’ τη ζωή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο της Σύλβια: ανοίγοντας το γκάζι και αναπνέοντας τις αναθυμιάσεις!
Μοναδική διαφορά ήταν ότι η Άσσια πήρε μαζί στο θάνατο και τον καρπό του δεσμού της με τον ποιητή, την τετράχρονη κόρη τους!
Επαναληπτικότητα που υποψιασμένη πια εδώ και καιρό την έχω διαπιστώσει πολλές φορές και στη ζωή, γιος να «φεύγει» με τον ίδιο τρόπο (ως αυτόχειρας) και στην ίδια ακριβώς ηλικία με τον πατέρα. Κόρη να πεθαίνει στην γέννα, ακριβώς σαν τη μάνα της. Θύματα να γίνονται ο θύτης επαναλαμβάνοντας με μαθηματική ακρίβεια το ίδιο έγκλημα που κι εκείνα είχαν υποστεί…
Ο Θοδωρής Γρηγοριάδης αναφέρεται σε μια τέτοια ιστορία πατέρα – γιου στο μυθιστόρημά του «Ο χορευτής στον ελαιώνα», αλλά κι ο Μπόρχες σε εκείνη την αριστουργηματική «Πλοκή» αλήθεια πόσο σοφά το έχει πει ήδη:
«Οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές, οι συμμετρίες αρέσουν στη μοίρα’ δεκαεννιά αιώνες αργότερα, στα νότια της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, ένας γκάουτσο δέχθηκε επίθεση από άλλους γκάουτσος και, πέφτοντας, αναγνωρίζει έναν βαφτισιμιό του. Με βαθμιαία έκπληξη και σιγανό παράπονο, του λέει (τα λόγια αυτά πρέπει ν’ ακουστούν όχι να διαβαστούν): Βρε! Τον σκοτώνουν και δεν ξέρει πως πεθαίνει για να επαναληφθεί μια σκηνή».
Σωστά καταλάβατε, εκείνο που είχε προηγηθεί ήταν «Κι εσύ, γιέ μου». Ο Καίσαρας και ο πασίγνωστος Βρούτος. Μια προδοσία. Και εις το διηνεκές, προδοσία.

ΥΓ. Φλασάκι και η Εικασία του Πουανκαρέ, εκ των υστέρων. Την αναφέρει στην «Ονειροπαγίδα» η Τίτσα Πιπίνου και όταν είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο, με είχε απασχολήσει πολύ:
«Το σύμπαν όσο μεγάλο και αχανές και να είναι, στην πραγματικότητα είναι πεπερασμένο, κάπου τελειώνει. Εγκλωβισμένοι λοιπόν όλοι και όλα, άνθρωποι και γεγονότα, στιγμές και συναντήσεις, σ’ αυτά τα όρια θα ξανασυναντηθούν. Ο,τι συμβαίνει τώρα, βάσει πιθανοτήτων, θα ξανασυμβεί σε άλλον χρόνο. Κι αναρωτιέσαι αν οι στιγμές με την επανάληψη θα έπαυαν να είναι μοναδικές στην πραγματικότητα ή μήπως αφού δεν υπήρχε μνήμη να τις διασώσει, θα φαίνονταν πάλι μοναδικές…»
Αφιερωμένο σε όσους μαζί τους συναντήθηκα πάλι και πάλι μέσα στον χρόνο, είτε το καταλάβαμε είτε όχι, ως την συνάντηση την καθοριστική (που και πάλι δεν σημαίνει ντε και καλά ότι και πάλι θα καταλάβουμε ή ό,τι θα μας πει κάτι… Μπορεί το σημαντικότερο και να μας προσπεράσει, ναι, το μπορεί!)

13/12/07

Οι Αυτοπροσωπογραφίες της Καίτε Κολλβιτς

«Κάποιος άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα και ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την αυτοπροσωπογραφία του» («Δημιουργός», Χ.Λ.Μπόρχες, 1960).
Οι περισσότεροι το κάνουν, ηθελημένα ή εν αγνοία τους, το έργο τουλάχιστον πολλών μεγάλων δημιουργών μοιάζει σαν ένα κατακερματισμένο μυθιστόρημα (της ζωής τους, της εποχής τους). Στην Καίτε Κόλλβιτς πια αυτό είναι εμφανές!

«ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» της Καίτε Κόλλβιτς, Μετάφραση: Ανθή Λεούση, Εκδ. «Ίνδικτος», σελ. 320, τιμή: 19 ευρώ.

«Πολυαγαπημένη μου Λίζε… λες ότι σε όλη μου τη ζωή συνομιλούσα με το θάνατο. – Α, Λίζε, να είσαι πεθαμένος πρέπει να είναι καλό, αλλά έχω μεγάλο φόβο για το θάνατο’ για το αν εκείνη τη στιγμή θα έχω τον πιο μεγάλο τρόμο στην καρδιά μου.
Η Γιούττα είναι καλή και ευγενική, είναι πολύ άσχημο από μέρους μου πού πρέπει να της είμαι τέτοιο βάρος, μολαταύτα δεν έχω άλλη δυνατότητα. Λοιπόν, έχε γειά, Λίζε μου, χαιρέτισέ μου την αγαπημένη μου Κάττα»… Αρχές Φεβρουαρίου 1945.
Δυο μήνες μετά και τρεις μήνες πριν να τελειώσει ο πόλεμος, επιτέλους, η Καίτε Κόλλβιτς «έλυσε» το αίνιγμά της για πάντα όσον αφορά τον θάνατο και τη ζωή. Τον θάνατο, που κουβαλούσε πάντοτε και παντού, στη ζωή και στα έργα. Στα παιδικά της χρόνια, βέβαια ως τρόμο: «Διαρκώς φοβόμουν ότι θα πάθει κάτι κακό» διαβάζουμε στα ημερολόγιά της όσον αφορά τη μητέρα. Τρόμο αφόρητο για τον ίδιο της τον πόνο: «Προ πάντων όμως ο φόβος για τον πόνο που θα υπέφερα, αν πέθαιναν ο πατέρας και η μητέρα. Μερικές φορές ήταν τόσο μεγάλος αυτός ο φόβος, που ευχόμουν να είχαν κιόλας πεθάνει και όλα αυτά να ήταν για μένα περασμένα πια». Πού να ‘ξερε ότι θα χρειαζόταν στην πορεία πάλι και πάλι μ’ αυτόν τον φόβο, τον ύψιστο τρόμο, να αναμετρηθεί. Ότι θα χρειάζονταν να μάθει να ζει με τον θάνατο…
Η Καίτε Κόλλβιτς, η γερμανίδα χαράκτρια και γλύπτρια που υπήρξε αναμφίβολα μια από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες στην Τέχνη του 19ου και του 20ου αιώνα. Όπως την συναντάμε μέσα από τα «Ημερολόγια και Γράμματα» που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Ίνδικτος». Στα περιεχόμενά του εξαιρετικής αισθητικής τόμου, ένθετο με τις περίφημες «αυτοπροσωπογραφίες» της, τους «Εθελοντές», τους «Υφαντές», την διαρκή αναμέτρησή της με τον θάνατο: «Ο θάνατος παρηγορεί», «Το κάλεσμα του θανάτου», «Ο θάνατος κρατά τη γυναίκα στην αγκαλιά του», «Οι πενθούντες γονείς»… ας μην ξεχνάμε πως είχε χάσει γιο κι εγγονό στις μάχες δυο σκληρών και παράλογων πολέμων, για την αντίδρασή της στους οποίους διώχθηκε μέχρι τελικής εξόντωσης τελικά κι αυτή.
Παρά την τραγική προσωπική ζωή στις παρυφές δυο Παγκοσμίων Πολέμων, όπως σημειώνει στον κατατοπιστικότατη εισαγωγή του ο Ανδρέας Σπύρου «κάτι ρωμαλέο συνέχει τις ανθρώπινες μορφές που πάντοτε θέλει να ξαναπάρει τη ζωή από την αρχή γιατί δεν μπορεί να τη δικαιώσει και για να τη δικαιώσει».
Βαθιά μέσα της η φωνή ενός τεράστιου ιεροκήρυκα, «πρακτικού φιλόσοφου» παππού: «το έργο ενός ανθρώπου μπορεί να θεωρηθεί σπουδαίο αλλά ο ίδιος ποτέ», «ο άνθρωπος δεν βρίσκεται εδώ για να ευτυχήσει, αλλά για να κάνει το καθήκον του».
Μικρή φαίνεται ότι δεν συμφωνούσε, αλλά συνέβη στη ζωή να πράξει ακριβώς αυτό: το έργο της να συμβαδίζει με την πορεία της χώρας της, τα ημερολόγια και τα γράμματά της να αποτελούν χρονικό μιας ολόκληρης εποχής. Η ίδια να ευτυχήσει ελάχιστα (και μόνο στα πρώτα της χρόνια), να χρειαστεί να κάνει το καθήκον της για πάρα πολλά χρόνια μετά…
Στις 320 σελίδες ενός διόλου τυχαίου βιβλίου που αποτελεί μάλιστα και ύψιστο μάθημα ζωής, η Καίτε Κόλλβιτς ξεδιπλώνει ζωή και τέχνη, παραδίδοντας μια συναρπαστική μαρτυρία για μια κοσμογονική περίοδο της ευρωπαικής ιστορίας. Αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά το ότι η υψηλή τέχνη έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα να κάνει το προσωπικό, οικουμενικό, το επικαιρικό, διαχρονικό, και το πόσο ιδιωτικό και μοναχικό μπορεί να είναι ταυτόχρονα το τραγικό συμβάν για τον ίδιο τον πάσχοντα. Συλλογική και μοναχική, ταυτοχρόνως. Πάσχουσα και ιαματική, την ίδια στιγμή. Με την επίγνωση του ανθρώπου που γνωρίζει τα όρια αλλά και με την γενναιότητα να τα ξεπεράσει, όποτε χρειαστεί.
Στις σελίδες ενός βιβλίου που αποτελεί ημερολογιακές σημειώσεις, βιογραφία, μαρτυρία, ιστορία και χρονικό αλλά και ιδιότυπο δοκίμιο τέχνης, θα μπορούσε να πει κανείς, ένα κομμάτι της ίδιας της ανθρώπινης φύσης που κινείται στα όρια, βιώνοντας την κόλαση των άλλων και αντικρίζοντας ταυτοχρόνως το θαύμα της τέχνης, τον Θεό, δηλαδή. Διότι από το «Ο θάνατος αρπάζει ένα παιδί» μέχρι «Το κάλεσμα του Θανάτου» και «Στέκομαι εδώ και σκάβω τον ίδιο μου τον τάφο» ως το «Ερωτικό ζευγάρι», «Αναπαυθείτε στη γαλήνη των χεριών» και την «Pieta» της, οι τόσες «Αυτοπροσωπογραφίες», η ίδια η Καίτε Κόλλβιτς, τελικά.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε στο Καίνιγκσμπερκ της Πρωσίας στις 8 Ιουλίου 1867, η Καίτε Κόλλβιτς ήταν κόρη του αρχιτέκτονα Καρλ Σμιτ και της Κατερίνας Σμιτ.
Σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών Θηλέων στο Βερολίνο, κοντά στον Στάουφφερ- Μπερν. Και συνεχίζει ζωγραφική κοντά στον Λούντβιχ Χέρτεριχ στο Μόναχο.
Το 1890 κάνει τις πρώτες χαλκογραφίες, το 1891-1892 τις πρώτες αυτοπροσωπογραφίες, το 1891 παντρεύεται τον γιατρό Καρλ Κόλλβιτς και εγκαθίσταται στο βόρειο Βερολίνο: οδός Βάισσενμπούργκερ 25, σήμερα οδός Καίτε Κόλλβιτς.
Στη συνέχεια, διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών Θηλέων στο Βερολίνο, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του «Εργαστηρίου αριστούχων στις γραφικές τέχνες» στην Ακαδημία του Βερολίνου, της απονέμεται το παράσημο Pour le merite, παραιτείται από την Πρωσική Ακαδημία Τέχνης, απολύεται από δασκάλα στην τάξη αριστούχων, απομακρύνονται τα έργα της από την έκθεση της Ακαδημίας, αφού έχει χάσει γιο κι εγγονό σ’ έναν παράλογο πόλεμο (Πρώτος Παγκόσμιος) στον οποίο αντιστάθηκε με όλη την ψυχή και το έργο της.
Υπήρξε αναμφίβολα μια από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες στην Τέχνη του 19ου και 20ου αιώνα.
Τρεις μέρες πριν το τέλος του πολέμου, στις 22 Απριλίου 1945, η Καίτε Κόλλβιτς πεθαίνει στο Μόριτσμπουργκ, ένα χωριό έξω από τη Δρέσδη, όπου είχε αναζητήσει καταφύγιο από τους βομβαρδισμούς. Η κάλπη με τη στάχτη της μεταφέρεται τον Σεπτέμβριο στο Βερολίνο και ενταφιάζεται στο κεντρικό νεκροταφείο Φρήντριχσφέλντε κάτω από το ανάγλυφο που είχε ετοιμάσει η ίδια.

ΥΓ: «Καμιά φορά τα βράδια, ένα πρόσωπο
μας κοιτάει από τα βάθη ενός καθρέφτη’
Κι η τέχνη πρέπει να ‘ναι σαν και τούτο τον καθρέφτη
Που μας αποκαλύπτει το ίδιο μας το πρόσωπο».
Αλλιώς, πώς?

10/12/07

Οι ιαματικές- τρομακτικές ιστορίες

Ο καθένας θέλει να βλέπει μέσα απ’ τα μάτια των άλλων

«Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΕΤΑΕΙ» του Μένη Κουμανταρέα, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 401, τιμή: 20 ευρώ.

«Δίστασε για λίγο, δεν ήξερε αν έπρεπε να το πει. Υπάρχουν πράγματα που φωλιάζουν μέσα μας και που δύσκολα τα βγάζουμε προς τα έξω.
«Βλέπω ότι πετάω».
«Πετάς, είπες; Πού, κορίτσι μου;»
«Στον ουρανό».
Κι έτσι η γιαγιά Αγγελική «Η γυναίκα που πετάει» χάρισε τίτλο και μια από τις σημαντικότερες νουβέλες σε ένα από τα σημαντικότερα βιβλία ενός ήδη μεγάλου συγγραφέα. Εφόσον ο Μένης Κουμανταρέας, το αποφάσισε, τελικά: Εκείνα «τα πράγματα που φωλιάζουν μέσα μας και που δύσκολα τα βγάζουμε προς τα έξω» αυτή τη φορά να τα βγάλει.
Ο Μένης Κουμανταρέας αποφάσισε να κάνει λογοτεχνία με τη ζωή του κι απέδειξε ότι τίποτα δεν είναι πιο σπαρακτικό και πιο λυτρωτικό, τίποτε πιο ιαματικό και αληθινό από το αγκάθι που ενίοτε η ζώσα ζωή μας βάζει. Κι απ’ τις πληγίτσες μας κάνουμε τέχνη σπουδαία, απ’ το δικό μας έρεβος φτιάχνουμε φως, και «τα μοντέλα» πάντοτε «είναι μόνο η αφορμή», «ζωγραφίζουμε ό,τι έχουμε μέσα μας, ό,τι βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής», όπως θα πει ο Αργύρης «Τη νύχτα με τους μετεωρίτες» στη κυρία Βικτωρία.
Στην κυρία Βικτωρία που ισχυρίζεται ότι «δεν είμαστε υποχρεωμένοι να λέμε πάντα ευχάριστες ιστορίες, που πολλές φορές είναι ανούσιες. Αυτές που είναι πιο τρομακτικές έχουν και θεραπευτικές ιδιότητες». «Διώχνουν το φόβο, τον ξορκίζουν. Δεν έχετε παρατηρήσει πως τα παιδιά αγαπούν περισσότερο τις ιστορίες με δράκους, φαντάσματα, στοιχειωμένους πύργους, διαστημάνθρωπους και ανθρώπους – νυχτερίδες; Ας γίνουμε, λοιπόν, για μια φορά κι εμείς παιδιά».
Και ο Μένης Κουμανταρέας σ’ αυτό το βιβλίο γίνεται παιδί. Και θυμάται: Την μητέρα στοιβαγμένη με άλλους ομήρους σε εκείνο το θερινό σινεμά και τον ίδιο στον κουρέα της γειτονιάς να φοβάται και να προσέχει γιατί «Τα χιόνια του Δεκέμβρη παραμονεύουν πάντα». Τον αδελφό του να μεταμορφώνεται από εκείνο «το εντεκάχρονο ψηλό αγόρι, με το άσπρο μπερέ, το πανωφοράκι και τις μακριές κάλτσες ως τα παιδικά του γόνατα» σε εκείνο το φάντασμα του ήδη νεκρού, αδύνατου ξοφλημένου άντρα πριν γίνει «ο Αρης»- «μυθιστόρημα». Τον Κώστα Ταχτσή σε εκείνο το παλιό, μικρό Σκαραβαίο τον Μάρτη του 1969 για το σπίτι του Κόλλια, σε ένα διήγημα ζωής στο «Μαραμπού και Χούντα». Αλλά και «Τα κουδούνια», ζωή είναι. Κι ο Νικολίν ο Αλβανός, ο Φώτης και ο Μίμαρος, εμπειρία. Ανάμνηση το «Κουαρτέτο» και «Η νύχτα με τους μετεωρίτες». Από τα καλοκαίρια σε ένα ξεχωριστό ξενοδοχείο διακοπών, όπου κι εκεί γυναίκες πετούσαν κι άνδρες μεγάλωναν.
Αλλά καμία δεν πετούσε τόσο πολύ, τόσο καλά, σχεδόν… κυριολεκτικά όσο η γιαγιά Αγγελική στην τελευταία νουβέλα «Η γυναίκα που πετάει». Για να ξεφύγει απ’ την πόλη της, από τον άντρα της τον συνταγματάρχη Αριστείδη, από το περίκλειστο σπίτι της, από την κλινική και από την εποχή της. Στον ύπνο της πρώτα, μέσα από τα όνειρα. Στη ζωή της, κατόπιν, από κάποιο ξεχασμένο μπαλκόνι.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο πόνος έγινε από απορία και ντροπή, οικογενειακή ιστορία και τέχνη. Κι όσο για τον συγγραφέα του διηγήματος «Ο νεκρός ταξιδιώτης» που αποτελούσε κάποτε και τη μοναδική της συντροφιά, «από παρίας και οινοβαρύς» σήμερα έγινε πασίγνωστος «στο μεταξύ, διδάσκεται και στα σχολεία». Θα μείνει, όμως, εις το διηνεκές αυτή η μικρή φράση, υπογραμμισμένη μόλις απ’ τα χεράκια της: «Η δε γυνή εφονεύθη, νομίζω, πεσούσα από του εξώστου, εν εκστάσει φρενών».
«Αυτό το «νομίζω» κληρονόμησα κι εγώ» θα αποδεχθεί κι ο συγγραφέας- «κι όπως μένει μετέωρο στην ιστορία, αφήνω την Αγγελική μετέωρη στον ουρανό της, εν εκστάσει».
Στο μεταξύ, εμείς έχουμε στα χέρια μας τη μαγική χρυσόσκονη μιας εποχής. Με γερμανούς, εμφύλιο και χούντα, με αστική αίγλη, χορούς, ανθρώπους που ανθίζουν για να μαραθούν μέσα στο χρόνο. Με πλατείες περίκλειστες και ανοιχτές, στην Μπρόνια, τη Ροβένα, τη Μάγια, τη Ναταλία, τον Χαριέμ, τον Βίκτορ, τον Αρτάν, στο ενδεχόμενο. Και ένδεκα διηγήματα έμπλεα μουσικές: τη θεική φωνή της Κάλλας στην Αθήνα το καλοκαίρι του ’57 στο «Θυμάμαι τη Μαρία» και εκείνο τον μυστηριώδη Δανό βιολιστή στο «Κουαρτέτο».
Όλους τούς βρίσκει επιστρέφοντας ο συγγραφέας. Ακόμα και τα δίδυμα. Τους «Τόμπυ και Λόλυ» που κάποτε έβλεπε απ’ το παράθυρο μικρός. Τώρα μεσόκοποι κι αυτοί στο διπλανό τραπέζι.
Ένα ποιητικό και συνάμα ρεαλιστικό βιβλίο που αποδεικνύει το πόσο η μελαγχολία μπορεί να είναι ιαματική και πόσο η προσωπική ιστορία γράφει, τελικά, Ιστορία. Με εικόνες ανεπανάληπτες και οξυδέρκεια αριστοτεχνική. Με ανθρώπινο σπαραγμό και κομψότητα αριστοκρατική. Με λεπτή ειρωνεία και πραγματική συμπόνια. Με ολοζώντανη γλώσσα που ζωγραφίζει ατμόσφαιρες και στιγμές, που σκαλίζει συναισθήματα λάθη και πάθη. Γιατί «o καθένας θέλει να βλέπει μέσα από τα μάτια των άλλων, σαν να μην πιστεύει ο ίδιος και να έχει ανάγκη τη μαρτυρία τρίτων». Και επειδή όσο να ‘ναι «λέγοντας μια ιστορία, ξεφορτώνεσαι ένα βάρος, ανακουφίζεσαι». Ένα πραγματικά ακριβό βιβλίο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπάνια την αποχωρίζεται. Τα δεκαέξι βιβλία του κυκλοφορούν όλα από τον Κέδρο.
«Τα μηχανάκια» (1962)
«Το αρμένισμα» (1967)
«Τα καημένα» (1972)
«Βιοτεχνία Υαλικών» (1975)
«Η κυρία Κούλα» (1978)
«Το κουρείο» (1979)
«Σεραφείμ και Χερουβείμ» (1981)
«Ο ωραίος λοχαγός» (1982)
«Η φανέλα με το εννιά» (1986)
«Πλανόδιος Σαλπιγκτής» (1989)
«Η συμμορία της άρπας» (1993)
«Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω» (1996)
«Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα» (1999)
«Δυο φορές Ελληνας» (2001)
«Νώε» (2003)
«Η γυναίκα που πετάει»

ΥΓ. Ποστ αφιερωμένο στον Γιάννη Θηβαίο (φίλο μου και εξαιρετικό μεταφραστή, στα συρτάρια του κρατά έναν «άγνωστο» κι ανέκδοτο Πρεβέρ, πιο ειρωνικό και αισθαντικό από ποτέ, με συγκλονιστικά ποιήματα για τον πόλεμο και την αγάπη, μας έχει υποσχεθεί κάποια για ποστ, οπότε «έχουμε να λαμβάνουμε» που λέει κι ένας φίλος που έχω χρόνια να δω). Για τον Γιάννη, λοιπόν, που αγαπά τον Μένη Κουμανταρέα όσο κι εγώ, μια κι ετοιμάζομαι να αθετήσω την υπόσχεση όσον αφορά την Ομάδα Βιβλίου. Μέχρι να μου περάσουν οι κλειστές κι η κόπωση, μετά θα δούμε ναι?
Θα ‘θελα επίσης να ευχηθώ στον Moha μας, καλοτάξιδος! Το πρώτο του μυθιστόρημα «Maybe» (Εκδ. «Αγκυρα») κυκλοφόρησε την Παρασκευή και επειδή είναι και πολύ ενδιαφέρουσα γραφή και πολύ διαφορετικό βιβλίο, και επειδή το θεωρώ και υπόθεση προσωπική, έχω γίνει πολύ- πολύ ευτυχισμένη! Moha μου καλέ, καλοπερπάτητος, έτσι δεν λένε?
Καλή Δευτέρα σε όλους, δεν είναι ανάγκη να τα προλάβετε όλα και να χάσετε εσάς, ναι? Ήρεμα και γλυκά και βαθιά και ουσιαστικά και όλα θα γίνουν! Μόνον έτσι «αυτά που αξίζουν», θα γίνουν! Αλλιώς…

3/12/07

Ήταν ανάγκη να συμβούν όλα μαζί?

«ΤΟ ΓΚΑΡΝΤΕΝ ΠΑΡΤΙ» της Κάθρην Μάνσφηλντ, Μετάφραση: Μαρία Λαινά, Εκδ. «Σμίλη», σελ. 268, τιμή: 14 ευρώ.

<«Ω Θεέ μου!» είπε. «Μακάρι να μην είχα παντρευτεί. Πόσο θα ‘θελα να είχα γίνει εξερευνητής». Και ύστερα πρόσθεσε μ’ ονειροπόλο βλέμμα: «Στα ποτάμια της Κίνας, φερ’ ειπείν».
«Μα αγάπη μου» της είπα, «τι ξέρεις εσύ για τα ποτάμια της Κίνας;» Επειδή η μητέρα δεν είχε ιδέα από γεωγραφία – ήξερε όσα κι ένα δεκάχρονο παιδί.
«Τίποτα» συμφώνησε. «Αλλά μπορώ να αισθανθώ τι ακριβώς καπέλο θα φορούσα»>
Ειρωνική, με ανεπαίσθητο χιούμορ και κομψή μελαγχολία, αβρή στις περιγραφές και στις λέξεις, ατμοσφαιρική με όλη την αχλύ μιας μποέμ ματιάς στα πράγματα και στις πράξεις, ατρόμητη, γοητευτικά υπαινικτική, ανατρεπτική και αναπάντεχη, επαναστατική με μια επανάσταση που μοιάζει σαν… πλήξη, η Κάθρην Μάνσφηλντ έζησε κι έγραψε πολύ μπροστά από την εποχή: Ογδόντα οκτώ διηγήματα που άντεξαν και νίκησαν τελικά τον χρόνο. Που χώρεσαν σε 35 μόλις χρόνια ζωής. Εκεί όπου χώρεσαν (τον προηγούμενο αιώνα, σκεφθείτε) πολλά ταξίδια (Γερμανία, Ελβετία, Νότια Γαλλία), σπουδές (από τη Νέα Ζηλανδία στην Αγγλία), δυο γάμοι (με τον Τζορτζ Μπόουντεν τον οποίο παντρεύτηκε το 1909 με πολιτικό γάμο και τον χώρισε το ίδιο βράδυ, και με τον Τζον Μίντλετον Μάρρυ, εκδότη του περιοδικού Rhythm, με το οποίο είχε συνεργασία, τον γνώρισε το 1911, δημιούργησε σχέση μαζί του το 1912 και τον παντρεύτηκε το 1918, τρεις μήνες μετά την έκδοση του διαζυγίου της με τον Μπόουντεν).
Το «Γκάρντεν πάρτι» της, η πιο ώριμη συλλογή, αποτελεί κυριολεκτικά «ασκήσεις ύφους». Ανοιγοκλείνοντας ως σώμα σαν ζωή (ή σαν μέρα): Στο πρώτο διήγημα «Στον κόρφο» ξημερώνει μια υπέροχη και φωτεινή μέρα, όλα καλογυαλισμένα, η γη φαίνεται να γυρίζει δίπλα στη θάλασσα «όπως πρέπει» ή «καθώς αξίζει». Στο τελευταίο «Η υπηρέτρια» η αυλαία πέφτει μια νύχτα ζοφερή. Ενώ όλα δείχνουν ότι μπορούν να συμβούν και να χωρέσουν σε μια μέρα.
Στο ενδιάμεσο, μικρά υπαινικτικά ενσταντανέ ζωής που, μέσα και πίσω απ’ τις γραμμές και τις σιωπές, χωρούν τα πάντα: Τη Λάουρα, μια νεαρή αστή που αγωνιά για το πάρτι που διοργανώνει η μητέρα («Το γκάρντεν πάρτι») (ο ζόφος αν και στο δίπλα σπίτι, αφορά κάποιους άλλους). Τη Ζόζη και την Κώνη που εις μάτην διψούν για ζωή και επικοινωνία και χάνουν το βήμα τους κάτω από το άγρυπνο βλέμμα και του νεκρού ακόμα πατέρα («Οι κόρες του αείμνηστου συνταγματάρχη»), τον Στάνλευ και την Λίντα που συνηθίζουν άλλα να λένε κι άλλα να εννοούν, την Μπέρυλ που γραπώνεται απ’ όπου μπορεί ή απ’ όποιον της προσφέρεται στη ζωή («Στον κόρφο»), τον Ρέιτζιναλντ που αγαπούσε βεβαίως τη μητέρα και ισχυρίζεται ότι δεν τον πειράζει η μοναξιά (στα «Περιστέρια»), την γριά κυρία Πάρκερ («Η ζωή της γριας κυρίας Πάρκερ)…
Όλα χωρούν σ’ αυτές τις μάταιες ή ματαιωμένες ζωές: «το φαφούτικο χαμόγελο ενός μωρού, το άρωμα της λεβάντας, η μοναξιά, ο φόβος του θανάτου, μια παλιά πιατέλα με νεροκάρδαμα λουσμένα στον ήλιο, η ένταση και η ποικιλία της στιγμής, η διαπεραίωση της οδύνης σε συμφιλιωτικό αίσθημα, η ευτυχία του να είσαι ζωντανός», και ίσως σ’ αυτά τα δύο τελευταία να έγκειται και ο παραλληλισμός της με τον Τσέχωφ. Στους χαμηλότονους χαρακτήρες και στην αποδοχή της ζωής, στο καταδεχτικό της μοναξιάς, στο κομψό καλωσόρισμα (σα να το ήξερε) του θανάτου. Μια ηλιόλουστη μέρα αρκεί, ένα φωτεινό πρωινό, μια χορταστική βόλτα στην παραλία.
Το μεγάλο συγγραφικό ατού, η εξαιρετική αναπαραστατική δεξιότητα και η υπαινικτική της γραφή, αυτή που κάνει τόσο γοητευτικούς και αινιγματικούς τους χαρακτήρες. Η λεπτή ειρωνεία που καθιστά ανεκτή τη μοναξιά και χλευάζει το ζόφο του θανάτου, το χιούμορ που αντικαθιστά την ελπίδα για συνεννόηση, η σχεδόν θεικής υπόστασης φύση. Οι προθέσεις, ήδη γνωστές, από τις ημερολογιακές της σημειώσεις:
«Ναι, αυτό προσπάθησα να μεταδώσω στο «Γκάρντεν πάρτι». Την ποικιλία της ζωής και πως εκεί προσπαθούμε να τα ταιριάσουμε όλα. Και το θάνατο. Αυτό σαστίζει έναν άνθρωπο στην ηλικία της Λάουρας. Η Λάουρα πιστεύει ότι τα πράγματα οφείλουν να συμβαίνουν αλλιώς: πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Αλλά η ζωή δεν είναι έτσι. Δεν δέχεται να τη διευθετήσουμε. Η Λάουρα λέει: «Ηταν ανάγκη να συμβούν όλα μαζί;» Και η ζωή απαντάει: «Γιατί όχι;» Πώς δηλαδή απομονώνονται;» Και συμβαίνουν όλα μαζί. Είναι αναπόφευκτο. Και σ’ αυτό το αναπόφευκτο υπάρχει, έτσι μου φαίνεται, ομορφιά…»
Παντού μπορεί κάποιος να δει την ομορφιά, εάν δεν φοβάται:
«Πιστεύω πως δεν υπάρχει χειρότερη αδυναμία από το να φοβάσαι. Η τέλεια Αγάπη διώχνει το Φόβο. Όταν κοιτάζω τη ζωή που έζησα, όλα μου τα λάθη έγιναν επειδή φοβόμουν… Γι’ αυτό έπρεπε να αντικρίσω το θάνατο; Τίποτα λιγότερο δεν θα με γιάτρευε; Αναρωτιέσαι αναπόφευκτα κάποιες φορές… Δεν μιλάω για προσωπικούς θεούς και άλλες ανοησίες. Μιλάω για την απελπισμένη επιλογή της ψυχής, αυτό μάλλον…»
Και η Κάθρην Μάνσφηλντ, φαίνεται ότι φοβήθηκε λιγότερο απ’ όλους. Γι’ αυτό και το έζησε το αναπάντεχο, και το ‘γραψε. Μιλώντας τόσο αριστοτεχνικά για τις «μισοτελειωμένες κινήσεις». Εκφράζοντας όσο άλλος κανείς τα «ανεκπλήρωτα αισθήματα» και τις «ανολοκλήρωτες ηδονές», ζωντανεύοντας μια εξαιρετικά γοητευτική ανθρώπινη πινακοθήκη. Κι ο χρόνος πανταχού παρών, ασύλληπτος κι ακατανόητος, να αμφισβητεί τόσο το πλήρωμά του!


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Η Κάθρην Μάνσφηλντ, θυγατέρα του Χάρολντ και της Αννας Μπωσάμ, γεννήθηκε στο Ουέλλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας τον Οκτώβριο του 1888 και πέθανε στο Φονταινεμπλώ τον Ιανουάριο του 1923.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Αγγλία.
Τα πρώτα της γραπτά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νέα Εποχή».
Το πρώτο της βιβλίο «Σε μια γερμανική πανσιόν» δημοσιεύτηκε το 1911 από τον εκδοτικό οίκο του Στήβεν Σουίφτ και έγινε αμέσως επιτυχία.
Το 1916 έγραψε το «Πρελούδιο» και έκτοτε το ύφος της εδραιώθηκε.
Το 1917 αρρώστησε από φυματίωση κι άρχισε να ταξιδεύει και να ζει σε διάφορα μέρη προσπαθώντας να ανακτήσει την υγεία της.
Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της, «Μακαριότητα», εμφανίστηκε μόλις το 1921, και η τρίτη, «Το Γκάρντεν πάρτι» το 1922.
Μετά τον θάνατό της δημοσιεύτηκαν, εκτός από το «Ημερολόγιο» και την «Αλληλογραφία» της, δυο ακόμη συλλογές διηγημάτων: «Η φωλιά των περιστεριών» και «Κάτι παιδιάστικο».
Σύνολο, ογδόντα οκτώ διηγήματα.
Όταν πέθανε ήταν μόλις 35 χρονών.

ΥΓ. Την αγαπούσα, έτσι ή αλλιώς! Μου την θύμισε πριν από λίγο καιρό ο Librofilo στην εξαιρετική κριτική του (παραπομπή δεν ξέρω να κάνω, όχι δεν έμαθα). Το Γκάρντεν πάρτυ μου κράτησε συντροφιά ένα Σ/Κ πολύ πικρό. Υπενθυμίζοντας αυτό που ήδη γνωρίζω, την ιαματική δύναμη της τέχνης. Κι εχθές, βγαίνοντας με την Ρίτσα (ritsmas) από το σινεμά (ναι είχαμε πάει να δούμε τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας») δεν ξέρω γιατί το σκέφτηκα. Ε και σήμερα είπα να τ’ ανεβάσω!
Το αφιερώνω δε και στους δυο: στο Librofilo (επειδή είναι φίλος μου και γιατί μου το θύμισε), στη Ritsmas, διότι έτσι, επειδή είναι φίλη μου και μάλλον σκέφτομαι και ότι θα της αρέσει. Ναι?