20/11/15

όταν γεννήθηκε η Αρασέλη, γεννήθηκαν μαζί της και οι μουσικές...

Για την Αρασέλη και τις μουσικές της

Γράφει η Ελένη Μπετεινάκη στο Cretalive
Οι μουσικές της Αρασέλης, Ελένη Γκίκα, εικ: Σάντρα Ελευθερίου, εκδ. Καλέντης
Πάντα συμβαίνει όταν γεννιέται μια καινούργια ζωή. Πάντα ακούγεται μια μουσική που προετοιμάζει το δρόμο , άλλοτε δυνατή, άλλοτε γρήγορη, άλλοτε απαλή και σε κάποιους δεν σταματάει ποτέ. Έτσι και στη ζωή της Αρασέλης, που από εκείνη την πρώτη στιγμή είχε το χάρισμα. Το χάρισμα της μελωδίας του βιολιού που θα την συντρόφευε σε όλη της τη ζωή. Κάθε κίνηση, κάθε σκέψη, κάθε τι που περνούσε και χάνονταν στο χρόνο ήταν δεμένο με τη μουσική από αυτό το βιολί. Ώσπου κάποια στιγμή, σαν μεγάλωσε,το κορίτσι, ένοιωσε πως τούτο το θείο δώρο είχε αρχίσει να την πνίγει. Θέλησε να φύγει μακριά, να ψάξει και να βρει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και πάνω από όλα να βρει τον εαυτό της. Το ΄πε και το ΄κανε η Αρασέλη και χάθηκε ανάμεσα στον …κόσμο κι έγινε ένα με τη βουή των ανθρώπων μήπως και καταφέρει να σωπάσει εκείνη η μουσική που υπήρχε πάντα στα αυτιά, στην ψυχή , στο μυαλό της. Να ξεφύγει από τη μοίρα της…
Και συνάντησε άλλους ανθρώπους, απλούς, καθημερινούς μα και παράξενους. Κι άκουσε, είδε, ένοιωσε και τις δικές τους ζωές. Κι αναρωτήθηκε, κι έψαξε να δει τι έκρυβαν μέσα τους, πίσω από τις λέξεις, τις πράξεις, τις ζωές τους. Θαύμασε έναν ζωγράφο που της μίλησε για τη μαγεία της δικής του ζωγραφιάς, έναν σοφό που της χάρισε μια σελίδα από τα αμέτρητα βιβλία που είχε διαβάσει. Κι η Αρασέλη είδε πάλι τον εαυτό της μέσα από αυτούς… Κι ένας παραμυθάς της θύμισε το δικό της παραμύθι κι ένα ακόμα για κάποιο παιδί που άρχισε πια να γίνεται σκοπός της δικής της ζωής. Θέλησε τότε να φτάσει ίσαμε τα πέρατα του κόσμου για να βρει τούτο το παιδί…
Και το ταξίδι ως το μαγικό βουνό ήταν μακρύ, δύσκολο και παράξενο , γεμάτο εμπειρίες, αλλόκοτα πλάσματα της φύσης και της φαντασίας. Και κάποια στιγμή το βρήκε, εκεί στην κοιλάδα με τα Μυστικά… Ένα παράξενο παιδί μα τόσο οικείο σε όλους μας…
Μια θαυμαστή ιστορία ενός κοριτσιού, του κάθε κοριτσιού που αναζητά τον εαυτό του, τις απαντήσεις στα ερωτήματα της ζωής . Μια μοναδική ιστορία της Ελένης Γκίκα… Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σε τούτο το βιβλίο; Κείμενο ή εικόνα; Το κείμενο ταξιδιάρικο, μαγικό, γεμάτο από μόνο του εικόνες, γεμάτο αλήθειες και τροφή για σκέψη.
Μια ιστορία για την μουσική, για την ίδια τη ζωή με όλες τις περιπέτειες και τα ταξίδια της. Μια αιώνια αναζήτηση που όλοι μας κάνουμε για να καταλάβουμε που ανήκουμε, ποιος είναι ο σκοπός και προορισμός της ζωής μας… Μια ιστορία για μεγάλους και παιδιά με υπέροχη εικονογράφηση από την Σάντρα Ελευθερίου. Χρώματα,εικόνες και μορφές που σε ταξιδεύουν πραγματικά και φανταστικά σε ένα παραμύθι σαν εκείνα τα παλιά, γεμάτο έμπνευση, ιδέες και πολύ σημαντικά μηνύματα.
Ένα ταξίδι σε μονοπάτια δύσκολο αλλά και οικεία για τους μεγάλους και ανεξερεύνητα μα μαγικά για τους μικρούς φίλους των …παραμυθιών!
Για παιδιά από 6 χρονών!


23/4/15

Για την "Αρχιτεκτονική της ύπαρξης" από τον Βάσο Η. Βογιατζόγλου

Κάποιες φευγαλέες σκέψεις για την «Αρχιτεκτονική της Ύπαρξης» της Ελένης Γκίκα, εκδ. Καλέντη

Γράφει ο ποιητής και δοκιμιογράφος Βάσος Η. Βογιατζόγλου

Βουτηγμένη ως τον λαιμό στη ματαιότητα των πραγμάτων που σφίγγουν ασφυκτικά τη ζωή αλλά δεν καταφέρνουν τελικά να την καταβάλουν, «ζωή που διαρκεί» ξεκινώντας από την άχρονη αιωνιότητα, καταργώντας τον χρόνο, υπερβαίνοντας τη σύμβαση του μέλλοντος υπάρχοντας στο ΠΑΡΟΝ καθώς «όλο προδίδεται από την ίδια της τη φύση».
Ετούτες οι σκέψεις και μόνο θα αρκούσαν να προσδιορίσουν το φυσικό ιδεόγραμμα μιας απέραντης αισθηματικής θάλασσας που καταθέτει η ποίηση της Ελένης Γκίκα, ώριμης, ακέραιης αισθητικά, άψογης τεχνικά, σ’ ένα κλίμα δεξιοτεχνικής λιτότητας, όπου η αίσθηση της λεκτικής και φραστικής οικονομίας υπερβαίνει την δυναστική αναγκαιότητα να ξεχειλίσουν οι συγκινήσεις και να κατακλύσουν τον κόσμο.
Η Ελένη Γκίκα επιχειρεί μια κατάδυση στα μύχια του βιωματικού κόσμου των παιδικών της – και όχι μόνο- ονείρων, αναμνήσεων, ταυτίσεων, προσδοκιών και ελπίδων, πιασμένη χέρι- χέρι με την θεϊκή σκιά του πατέρα, περιδιαβάζοντας σ’ έναν κόσμο που πέρασε, που δεν πέρασε, που αντέχει στο βάρος των εικόνων, των γεγονότων, της θεάς ανάγκης, βαδίζοντας – η ίδια- «σαν την Οφηλία, λευκή και αμόλυντη, τρελή στους πέντε δρόμους», κουβαλώντας τα όλα «δεμάτι για τη δική της πυρά, ως το τέλος».
Η Ελένη Γκίκα συνθέτει μια ποίηση αυστηρή, λιγόλογη, ουσιαστική με απόλυτη γνώση του περιττού, χωρίς ψιμύθια, χωρίς αισθηματικές φιοριτούρες, μ’ έναν λόγο απλό πεντακάθαρο, καίριο, ώριμο. Αποπνέοντας μιαν ειλικρίνεια σπάνια και μιαν αυτοπεποίθηση, κατακτημένη με φοβερούς αγώνες στα Γράμματα και με μιαν επίμοχθη και άκαμπτη επιμονή στην άσκηση του Ελληνικού Λόγου, οικοδομεί ένα απαράμιλλο προσωπικό ύφος, διαρκές, άλλωστε, ζητούμενο για κάθε ενσυνείδητο δημιουργό. Και σ’ αυτή την οικοδόμηση δεν διστάζει να κινηθεί από την έξοχη ρυθμική- και ιδεολογική- οικονομία της σελίδας 38 («Δωμάτιο ίδιο») ως τις πεζές, άχαρες και άχρωμες λέξεις (μπλαβής, άφτερ σέιβ, χλωρίνη κλπ) της σελ. 13.
Θέλω να σημειώσω κάποιες σκέψεις που, αναπόφευκτα, ανασύρει η θέαση του Κόσμου που επιχειρεί η ποίηση της Ελένης Γκίκα. Δύσκολα μπορώ να απομακρυνθώ από κάποιες Καβαφικές απηχήσεις που, τουλάχιστον στο «Δωμάτιο δύο¨, μοιάζουν ιδιαίτερα επίμονες. Το παιχνίδι ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, την προσδοκία και την απογοήτευση, την ποθούμενη «αλλαγή και το απραγματοποίητο» θυμίζουν απλά, τους «Βαρβάρους» και την «Πόλιν» του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή. Η καταθλιπτική αύρα του ανέφικτου πλανάται σαν ίσκιος αμάχητος, αναπόφευκτος πάνω απ’ όλη την λεπταίσθητη, εκτυφλωτικά ειλικρινή ποίηση της Ελένης Γκίκα, όμως με τόση μαστοριά υφασμένη, με τόση χαρμολύπη επεξεργασμένη, με τόση εξομολογητική προσέγγιση της Αλήθειας που, εν τέλει, απεργάζεται μια καθαρά- θα το ξαναπώ- προσωπική πορεία στη Ζωή και στο θάνατο- που τόσο έντεχνα κρύβει την απειλή του παντού.
Θαρρώ πως στις τόσο στείρες ημέρες του πνευματικού μας ορίζοντα η «Αρχιτεκτονική της Ύπαρξης» της Ελένης Γκίκα μπορεί ανεπιφύλακτα – και αναπόφευκτα- να αποτελέσει ένα δείγμα γραφής όχι μόνο για την κατάκτηση ενός σεμνού, έντιμου και έντεχνου προσωπικού ύφους αλλά και μιας σπάνιας και σθεναρής αντιμετώπισης τους διαρκώς επερχόμενου και πάντοτε αναπόφευκτου γεγονότος (;) του θανάτου, όπου καμιά φυγή στο παρελθόν, καμιά ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων, κανένα όνειρο δεν μπορεί να υπερακοντίσει την μοίρα μας, σύμφυτη με την ίδια την τραγικότητα της ύπαρξης, «δεμάτι που κουβαλάμε για την δική μας πυρά, ως το τέλος» καθώς τόσο εύστοχα γράφει στο ποίημα της σελίδας 41.

Βάσος Ηλίας Βογιατζόγλου

Πάσχα, 12 Απριλίου 2015 

22/3/15

Η ζωγραφιά που ταξιδεύει, γράφει η Μαίρη Μπιρμπίλη

Τίτλος: Η ζωγραφιά που ταξιδεύει
Συγγραφέας: Ελένη Γκίκα

Εικονογράφος: Έφη Λαδά
Εκδόσεις: Καλέντης, 2013


Γράφει η Μαίρη Μπιρμπίλη στο www.elpiplex
Η γιαγιά Σοφία είναι ξετρελαμένη και περήφανη για την εγγονή της. Η μικρή Σοφία όλα της τα κληρονόμησε και κυρίως τα υπέροχα, κόκκινα μαλλιά της. Βλέποντας μέσα από τα μάτια της γιαγιάς η μικρή Σοφία έμαθε να αγαπάει τα μαλλιά της. Όλα αυτά μέχρι που πήγε στον παιδικό σταθμό. Καρότο τη φώναζαν τα παιδιά κι εκείνη έκλαιγε κρυφά. Πάσχιζε να κρύψει τα μαλλιά της μέσα σε σκουφάκια και θα τα είχε κόψει κιόλας αν δεν υπήρχε ο Ορφέας. Ο Ορφέας ήταν ο μοναδικός φίλος της Σοφίας στον παιδικό και λάτρευε τα κόκκινα, μακριά, μαγικά μαλλιά της. Η μικρή Σοφία όμως υποφέρει σιωπηρά μην μπορώντας να διαχειριστεί την κοροϊδία αλλά και τη διαφορετικότητά της. Μια έκθεση ζωγραφικής όμως θα γίνει αφορμή τα παιδιά να δουν με διαφορετικά μάτια τη συμμαθήτριά τους. Αλλά και η Σοφία θα βρει μέσα από τη ζωγραφική έναν τρόπο να εκφραστεί και να νιώσει ενδυναμωμένη.
Τρυφερή και ευαίσθητη η ιστορία της Ελένης Γκίκα. Μας άρεσε η συμπερίληψη στο κείμενο της οπτικής των σημαντικών άλλων που αγαπούν και νοιάζονται και της οπτικής των συμμαθητών που κοροϊδεύουν.Έτσι δεν γίνεται άλλωστε και στη ζωή; “Μαγικά” και “φλόγα στον άνεμο” για τον Ορφέα και τη γιαγιά, “καρότο” για τους συμμαθητές της Σοφίας είναι τα μαλλιά της. Το θέμα είναι η ίδια η ηρωίδα πως θα επιλέξει να βλέπει τον εαυτό της και πως θα διεκδικήσει το σεβασμό στη διαφορετικότητά της.
Η Έφη Λαδά εικονογραφώντας το βιβλίο άλλοτε ακολουθεί το κείμενο κι άλλοτε διακριτικά και με ευαισθησία αφήνει τις εικόνες της να πουν τη δική τους ιστορία. Τα πρόσωπα έχουν αποδοθεί με τη χαρακτηριστική ομορφιά και τα μεγάλα μάτια. Η ηρωίδα της είναι ταυτόχρονα το “κοριτσάκι της διπλανής πόρτας” αλλά και μια αέρινη, παραμυθένια ύπαρξη ενώ οι αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου στο φόντο των σελίδων αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο τα κατακόκκινα μαλλιά της ηρωίδας.

Η ζωγραφιά που ταξιδεύει… μέσα από δραστηριότητες που μας ταξιδεύουν:
o    Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι από μόνο του μια δραστηριότητα. Το πλέγμα στα μαλλιά της ηρωίδας είναι ένα στοιχείο για να συζητήσουμε με τα παιδιά. Γιατί υπάρχει, τι συμβολίζει…
o    Το κατακόκκινο εσώφυλλο θα μπορούσε να “γεμίσει” με σκίτσα από τα παιδιά
o    Το δισέλιδο που αφιερώνεται στα στοιχεία του βιβλίου έχει μια πανέμορφη εικόνα σε κατοπτρισμό που μας δίνει μια θαυμάσια ευκαιρία να πειραματιστούμε με τη διπλοτυπία
o    Μια upside-down εικόνα με καραβάκια μπορεί να αποτελέσει την αφορμή να δουλέψουμε σε δυο ομάδες, σε χαρτί μέτρου με ένα κοινό στοιχείο π.χ. ένα καραβάκι όπως στην εικόνα του βιβλίου ή κάτι  που θα επιλέξουν τα παιδιά. Κάθε ομάδα θα βάλει το δικό της περιβάλλον. Έπειτα μπορούμε να μιλήσουμε για τη διαφορετική οπτική.

o    Με αφορμή τις δημιουργίες των παιδιών του βιβλίου, μπορούμε να οργανώσουμε τη δική μας έκθεση ζωγραφικής με θέμα “Ο κόσμος αύριο”









Η ζωγραφιά που ταξιδεύει, γράφει ο Βασίλης Μόσχης

Ο Βασίλης Μόσχης γράφει για το βιβλίο "Η ζωγραφιά που ταξιδεύει" της Ελένης Γκίκα, εκδ. Καλέντης
Στο Ολύμπιον Βήμα
Είναι δικαιολογία των μεγάλων ότι τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά είναι γιορτές για τα παιδιά; Τι είδους δικαιολογία; Ότι οι μεγάλοι δεν συμμετέχουν στο εορταστικό πνεύμα αυτής της περιόδου; Είναι ένα παραμύθι που το ζούνε μόνο τα παιδιά; Και οι μεγάλοι; Ανεξάρτητα από τη μιζέρια των χρόνων μας, δεν συμμετέχουν και δεν απολαμβάνουν τη γοητεία και την αγαλλίαση των στιγμών τους.
Η φαντασία των παιδιών προφανώς είναι πιο δημιουργική και ζουν το παραμύθι πιο έντονα και πορεύονται με αυτό! Ένα τέτοιο παραμύθι θα απολαύσουν οι μικροί αναγνώστες της Ελένης Γκίκα. “Η ζωγραφιά που ταξιδεύει” από τις εκδόσεις Καλέντη. Και γιατί όχι και οι μεγάλοι, διαβάζοντάς το παρέα με τους μικρούς αναγνώστες των παραμυθιών. 
Η μικρή Σοφία με τα κόκκινα της μαλλιά φαντάζει διαφορετική στα μάτια των συμμαθητών της στον παιδικό σταθμό. Οι μόνοι που την συμπαραστέκονται, η συνονόματη γιαγιά της και ο συμμαθητής της ο Ορφέας. Οι ώρες που περνάει στο σχολείο είναι εφιαλτικές για την Σοφία, αφού δέχεται συνεχώς τα κοροϊδευτικά σχόλια των συμμαθητών της. Η μητέρα της αμέτοχη στο όλο θέμα, δουλεύοντας συνεχώς για την επιβίωση. Ένα άλλο μεγάλο θέμα της εποχής μας. Πόσο κοντά είναι στα παιδιά οι γονείς τους; 
Μέχρι τη στιγμή που η μικρή Σοφία θα αποδείξει ότι δεν διαφέρει από τα άλλα παιδιά και ίσως είναι καλύτερη. Η ζωγραφιά που κάνει είναι η καλύτερη και όλοι μαγεύονται από αυτήν. Είναι μια ζωγραφιά που πετάει, μια ζωγραφιά που ταξιδεύει, μια ζωγραφιά που φτάνει στο αύριο, σε ένα καλύτερο αύριο. 
Ένα παραμύθι  για την ενδοσχολική βία, για το σχολικό εκφοβισμό, για το μπούλινγκ (bullying). Όπως και να το πείτε είναι ένα φαινόμενο που ακόμη καλά κρατεί και επηρεάζει μαθητές με σοβαρές παρενέργειες. Ένα παραμύθι, γενικότερα, για την διαφορετικότητα γιατί όλοι οι άνθρωποι δεν μπορεί να είναι όλοι ίδιοι! Θα ήταν ανιαρό, εξ άλλου! 

Η εικονογράφηση της Έφης Λαδά, εκπληκτική και παραμυθένια, προκαλεί τη φαντασία να ταξιδέψει ακόμη περισσότερο και κάνει το παραμύθι ακόμη περισσότερο παραμύθι. 


1/3/15

«Είμαι λεύτερος. Όποιο δρόμο θέλω, διαλέγω’ διαλέγω τον ανήφορο. Αυτός μου αρέσει».


Ο Νίκος Καζαντζάκης συνεχίζοντας τον Οδυσσέα του Ομήρου

Γράφει η Ελένη Γκίκα

Για τα «Θεατρικά» τραγωδίες με αρχαία θέματα, «Οδυσσέας» και «Μέλισσα»

"Μυαλό, γερό μυαλό μου, Εφτάψυχο χταπόδι που αρμενίζεις μες στ’ αρμυρά νερά μ’ αιώνιες ρίζες". Ο Ν.Καζαντζάκης συνεχίζοντας την παράδοση του Ομήρου και των αρχαίων τραγικών επιστρέφει με τον Οδυσσέα στην Ιθάκη του και φωτίζει την ανθρώπινη συνθήκη με τις αρχετυπικές συγκρούσεις της: πάθος για εξουσία και δικαιοσύνη, πατροκτονία και αυτοθυσία, επιστροφή στην πατρίδα και στο μεγαλείο της ψυχής. Ο "Οδυσσέας" του στις "τραγωδίες με αρχαία θέματα", γέροντας πια κι αγνώριστος επιστρέφει στην Ιθάκη του.
«Να δώσουν οι Θεοί να δουν τα μάτια σου
ό,τι βαθιά ποθεί η καρδιά σου», ελπίζει.
Αλλά εκεί τον περιμένουν απρόσμενες εκπλήξεις.
Διότι μπορεί σε γενικές γραμμές να ακολουθεί τις τελευταίες ραψωδίες της ομηρικής Οδύσσειας, αλλά έχει επισημανθεί και η οφειλή του στο έργο του Χάουπτμαν "Το τόξο του Οδυσσέα". Κατά συνέπεια, ο Καζαντζακικός Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη ακριβώς την ημέρα που η Πηνελόπη αποφασίζει να παντρευτεί όποιον τεντώσει το τόξο του συζύγου της. Εύκολο, λοιπόν, η επιστροφή να τον γεμίσει απογοήτευση και θλίψη: η Ιθάκη είναι φτωχική και ταπεινή, η Πηνελόπη θέλει κάποιον άλλον, ο γιος του ο Τηλέμαχος ανυπομονεί να λυτρωθεί από την πατρική σκιά.
Παρ' όλα αυτά, ο Οδυσσέας αποφασίζει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Εμφανίζεται γέρος και αγνώριστος στο παλάτι, μαζί με τον Εύμαιο και τον Τηλέμαχο, που αγνοούν την πραγματική του ταυτότητα και οι μνηστήρες γλεντούν ανυπόμονοι για τον αγώνα, χωρίς να δίνουν σημασία στα ζοφερά προαισθήματα του Φήμιου, φέρονται περιφρονητικά στον ξένο, ο οποίος τους αφηγείται φανταστικές περιπέτειες και μιλά αινιγματικά. Όταν, ένας μετά τον άλλον, αποτυγχάνουν στη δοκιμασία του τόξου, ο ξένος πετά τα κουρέλια του και τεντώνει το τόξο, φανερώνοντας ότι είναι ο Οδυσσέας. Στο μεταξύ ήδη έχει αποδεχθεί: «Ποιάς Ιθάκης; Πατρίδα, μάθε, γέροντα,/ ο ναυαγός την πάσα γης λογιάζει», ναυαγός πια κι ο ίδιος στην ίδια του πατρίδα.
Ο «Οδυσσέας» γράφτηκε το 1927 και πρωτοδημοσιεύτηκε με το ψευδώνυμο Λ. Γερανός στο αλεξανδρινό περιοδικό "Νέα Ζωή", στο διάστημα Ιούνη- Νοέμβρη 1927. Κυκλοφόρησε το 1928 από τις εκδόσεις "Στοχαστής" με αφιέρωση στη Lenotschka Dybouk (Ελένη Σαμίου).
Η "Μέλισσα", με κοινό συλλογιστικό μοτίβο και άξονα την σχέση πατέρα- γιου και την πατροκτονία, γράφτηκε το 1937 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νέα Εστία" το 1939' πρωτοπαίχτηκε από το Εθνικό Θέατρο στο Ωδείο Ηρώδη Αττικού το καλοκαίρι 1962. Παρουσιάζει την έντονη πάλη ανάμεσα στον πατέρα και το γιο και γενικά την προσπάθεια αποδέσμευσης του ατόμου απ' την πρωτόγονη έννοια του δεσμού με το προγονικό παρελθόν που το καταπιέζει.
«Ψυχή, ω φοβερή πυρκαγιά του ανθρώπου!»
«Είμαι λεύτερος. Όποιο δρόμο θέλω, διαλέγω’ διαλέγω τον ανήφορο. Αυτός μου αρέσει».
Η υπόθεση, εν πολλοίς άγνωστη:
Ο Κύψελος, ο αλαφροϊσκιωτος γιος του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου, φέρνει τον αδελφό του Λυκόφρονα να δουν το φάντασμα της Μέλισσας, της νεκρής μητέρας τους. Ο Λυκόφρων δεν βλέπει τίποτε, αλλά ο Περίανδρος συναντά τη νεκρή, συνομιλεί μαζί της και καταλαμβάνεται από κρίση οργής. Ο Κύψελος φεύγει και ο Λυκόφρων ανακοινώνει στον πατέρα τους ότι αναχωρούν για την Επίδαυρο, για ν' αποχαιρετήσουν τον ετοιμοθάνατο παππού τους. Ο Περίανδρος προσπαθεί να τον εμποδίσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. 
Στην Επίδαυρο, ο Προκλής πατέρας της Μέλισσας, αποκαλύπτει στον Λυκόφρονα ότι ο Περίανδρος δολοφόνησε τη μητέρα του και του δίνει το χρυσό μαχαίρι του φόνου. Επιστρέφοντας στην Κόρινθο, ο Λυκόφρων συγκρούεται με τον πατέρα του και του δίνει τελετουργικά το μαχαίρι. Ο Περίανδρος καταλαβαίνει ποιος αποκάλυψε το μυστικό και διατάζει να κάψουν τον Προκλή ζωντανό μέσα στο παλάτι του.
Στη συνέχεια, καλεί τους άρχοντες και το λαό, αναγγέλλει τη διεξαγωγή αγώνων για την αποδοχή της διονυσιακής λατρείας και ονομάζει το Λυκόφρονα συμβασιλέα' ο νέος όμως πετά το στέμμα καταγής, βγάζει τα βασιλικά του ρούχα και προκαλεί τον πατέρα του να τον σκοτώσει. Ο τύραννος τον διώχνει απαγορεύοντας στους υπηκόους του ακόμη και να του μιλήσουν.
Ο Λυκόφρων περιφέρεται στην πόλη ρακένδυτος, διψώντας για εκδίκηση. Τον συναντά ο Κύψελος και του λέει ότι ονειρεύτηκε τη Μέλισσα, που του ανέθεσε να πει στον Περίανδρο ότι κρυώνει. Ο Λυκόφρων τον συμβουλεύει να το κάνει μεταμφιεσμένος σε φάντασμα της νεκρής. Πράγματι, έτσι γίνεται, ο Περίανδρος αντιλαμβάνεται τη μεταμφίεση και σκοτώνει το μικρό γιο του. Μετά από μια ακόμη σύγκρουση με τον Λυκόφρονα, σχεδόν παραφρονεί και αποφασίζει να θυσιάσει τις αρχόντισσες της πόλης στο μνήμα της γυναίκας του.
Ενώ οι αρχόντισσες θρηνούν, εμφανίζεται ο Λυκόφρων. Ο Περίανδρος τον πληροφορεί ότι έχει πάρει δηλητήριο και του ζητά συγχώρεση, αλλά ο νέος είναι ανυποχώρητος και του λέει σκληρά ότι η Μέλισσα τον μισούσε σε όλη της τη ζωή. Έξαλλος ο Περίανδρος τον σκοτώνει με το χρυσό μαχαίρι' ύστερα ξεψυχά στο παλάτι, που κατά την τελευταία του διαταγή, πυρπολείται από τους φρουρούς.
Ο αγώνας του ανθρώπου τιτάνιος, μέχρι την ύστατη στιγμή: «Καρδιά μου, ετούτη είναι η φοβερή τελευταία σου στιγμή’ μη ντροπιαστούμε». Όπως ο αγώνας του λαού, εν πλήρη επιγνώσει: «Εγώ να φοβηθώ; Μα εγώ ‘μαι λαός, θεριό παντοδύναμο! Ένα κεφάλι μου κόβεις, δέκα φυτρώνουν! Σαν τα γαϊδουράγκαθα, σαν τις τσουκνίδες, σαν το χαμομήλι…»
Η ελεύθερη επιλογή μέχρι την τελική πτώση: «Βάστα, καρδιά! Κι ως την τελευταία ετούτη στιγμή είμαι λεύτερος να διαλέξω…» Το δίλημμα, αυτό που συνιστά την τραγωδία στα ανθρώπινα: «Κακόμοιροι άνθρωποι… Έχουν παιδιά, έχουν γυναίκα, μια βάρκα, ένα χωράφι, δυο τρία σύνεργά… Πώς να μην είναι δειλοί… πώς να σηκώσουν κεφάλι; Κακόμοιροι άνθρωποι…» Και η αυτοθυσία μητρική ή του ήρωα: «Πέφτω για να σου κάμω τόπο. Πεθαίνω για να ζήσεις».

Δυο από τις σπουδαιότερες Καζαντζακικές τραγωδίες με επίκεντρο την ύψιστη αναμέτρηση: αυτή του Κρόνου που τρώει ή τον τρώνε τα παιδιά του. Και της εξουσίας που δεν σκοντάφτει πουθενά παρά στην ύβρη και στην οίηση. Τ’ ανθρώπινα δεν αλλάζουν δυστυχώς μέσα στον χρόνο.



1/1/15

«Η καθημερινή της διαδρομή, απ’ την κουζίνα στο γραφείο την κάνει ένα σώμα κομμένο στα δύο, άλλοτε να μυρίζει μελάνι κι άλλοτε ζυμαράκι αρωματικό»


Για την Λίλιθ, το Μπολερό, και τη Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση

[στον απόηχο μιας υπέροχης βραδιάς από τη Λέσχη Ανάγνωσης Dega στο Μοσχάτο για να μπει το 2015 με αγάπη και τις ευχές του 2014, Καλή Χρονιά]

Τι να πει κανείς για τη συγγραφέα Ελένη Γκίκα! Τον Κολοσσό της λογοτεχνίας! Μια σεμνή και πολύ χαμηλών τόνων προσωπικότητα.Λένε μερικοί πως δεν την καταλαβαίνουν όταν την πρωτοδιαβάζουν, γιατί τα μυθιστορήματά της είναι πυκνά σε νοήματα, φορτωμένα με πολλές πληροφορίες και μυστήρια πλοκής, οπότε χρειάζονται δεύτερη και ίσως και τρίτη ανάγνωση. Αυτό όμως συμβαίνει γιατί η Ελένη είναι μία συγγραφέας που έχει πολλές γνώσεις και θέλει να τις μοιραστεί με τους αναγνώστες και πιστεύω ότι αυτό κάνει τη διαφορά και την καθιστά μοναδική.
Ο λόγος της ποιητικός, μοναδικός, εκφράσεις με σαφήνεια, με βαθιά νοήματα και με σωστή επιλογή λέξεων.
Πολυγραφότατη σε πεζά και ποιήματα, όμως εγώ έχω διαβάσει μόνο τρία, για τα οποία μιλώ παρακάτω.
«ΛΙΛΙΘ»
Ένα μυθιστόρημα  με πολλές πληροφορίες, που για να τις μάθει κανείς θα πρέπει να διαβάσει τουλάχιστον 30 βιβλία. Διαβάζοντάς το συναντάμε υπέροχες περιληπτικές αναφορές άλλων μυθιστορημάτων, όπου φαίνεται το υπέροχο ταλέντο της Ελένης, που είναι η περιληπτική διήγηση των μυθιστορημάτων. Διακρίνουμε λοιπόν πολλά μυθιστορήματα μέσα στο μυθιστόρημα. Επιπλέον μέσα σ’ αυτό έχουμε πληροφορίες για: ψυχολογικά τεστ, ποιος είναι ή πώς πρέπει να είναι ο ιδανικός αναγνώστης, το πείραμα του Μίλγκραμ, το ανθρώπινο σώμα, επεξήγηση του εγκεφάλου, των αισθήσεων, της αναπαραγωγής, κλπ,κλπ.
Κατά τη γνώμη μου εκτός από ένα μυθιστόρημα είναι ένα πολυσέλιδο λεξικό. Βέβαια το ουσιαστικότερο κομμάτι του μυθιστορήματος είναι οι υπέροχες ερωτικές επιστολές, χάριν στις οποίες πλέκεται το μυθιστόρημα.
Είναι ένα βιβλίο με πολλές αναγνώσεις και ακόμα έχει τη δυνατότητα επιλεκτικής ανάγνωσης, όπως μας έχει πει παλαιότερα και η συγγραφέας.

«Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ»
Είναι ένα ποιητικότατο μυθιστόρημα, με μυστήριο πλοκής λόγω των κατά συρροήν δολοφονιών, που διαβάζοντάς το ανακαλύπτει κανείς την πολύ καλή γνώση της συγγραφέας επιστημονικών στοιχείων της ψυχολογίας και της μουσικής. Το θέμα της παρουσιάζει καινοτομία βάζοντας την Εκάτη- Ουλρίκα, την ηρωίδα του μυθιστορήματος, να κάνει τα μυστικά της και τα πρόσωπα, προσωπεία και τους πεθαμένους της, μαριονέτες.

«Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας»
Ένα μυθιστόρημα άκρως ποιητικό, τρυφερό και πολύ ψυχολογικό.
Βλέπουμε την ηρωίδα μεσάνυχτα να δραπετεύει απ’ το κρεβάτι της και να βρίσκει καταφύγιο στη βορινή κουζίνα της, για να ανακατέψει ζάχαρη, αλεύρι, ν’ αλείψει με βούτυρο τα ταψάκια της και να πλάσει μοσχομυριστές μαντλέν, αναπολώντας το χαμένο της χρόνο και τα λάθη της. Τη βλέπουμε επίσης όταν δεν είναι στην κουζίνα της να είναι στο γραφείο της, να μεταφράζει Πρεβέρ και όχι  μόνο, να διαβάζει βιβλία και ν’ ασχολείται με την ηλεκτρονική της αλληλογραφία.
Η καθημερινή της διαδρομή, απ’ την κουζίνα στο γραφείο την κάνει ένα σώμα κομμένο στα δύο, άλλοτε να μυρίζει μελάνι κι άλλοτε ζυμαράκι αρωματικό.
Ένα μυθιστόρημα που παλεύει ανάμεσα σ’ εκείνη και την άλλη, τον εαυτό και το ψεύδος, που δε συναντήθηκαν ποτέ, μονάχα στον καθρέφτη, γιατί η ηρωίδα ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και στην αληθινή ζωή, όπου γράφει για να ξεχάσει και μαγειρεύει για να υπάρξει.
Όπως γράφει και η συγγραφέας μέσα στο βιβλίο της σελ. 404, «Ο καθένας, όνειρο στο όνειρο ενός άλλου. Κι όλο αυτό αλυσίδα αδιάκοπη και ατέρμονη και αδιαίρετη, που κρατά και μια και δεύτερη και χιλιοστή αιώνια ζωή» και στη σελ. 412 « Τελικά, ο κόσμος δεν είναι αυτός που φαίνεται, αλλά ένας άλλος που υπάρχει και που πρέπει εμείς να τον διακρίνουμε».