30/6/09

Μόνος, “μονότατος”, αφού εκεί μονάχα είσαι ελεύθερος

“ΧΟΡΟΣ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΩΝ” της Μάρως Βαμβουνάκη, Εκδ. “Ψυχογιός”, σελ. 285, e 18

“Έχω προσέξει ότι και ένα τσαλακωμένο χαρτάκι να πετάξω αδιάφορη στο πεζοδρόμιο, θα το βρω εν καιρώ πεταμένο στο σαλόνι μου. Ο ψίθυρος που ψιθυρίζεις στο υπόγειο, θα 'ρθει η στιγμή που θα ακουστεί σαν δυνατή κραυγή στην ταράτσα. Όχι, δεν πρέπει να μας προξενεί άγχος αυτή η νομοτέλεια' η δικαιοσύνη ασφαλίζει και χαροποιεί την υγιή ψυχή κάθε φορά που τη διακρίνει να έρχεται, ακόμα και εις βάρος της”.
Απόσπασμα από το κεφάλαιο “ο εγωισμός που τρελαίνει”, στο καινούργιο ιδιότυπο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη που εγκαινιάζοντας ένα νέο είδος κινείται με μαεστρία και μαγεία ανάμεσα στο ψυχολογικό, λογοτεχνικό δοκίμιο και παρ' ό,τι διαβάζεται και αποσπασματικά, αποτελεί ταυτοχρόνως και ένα αναπόσπαστο λογοτεχνικό όλον.
“Χορός μεταμφιεσμένων” ο τίτλος του και ενδεχομένως το πλέον φιλοσοφικό της ήδη άτυπης τριλογίας (“Ο παλιάτσος και η άνιμα”, “Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης”).
Ξεκινώντας από το προσφιλές και από τα άλλα δυο βιβλία αφήγημα, η συγγραφέας στήνει ένα μικρό αλληγορικό δοκίμιο αρχικά για τις μεταμφιέσεις. Για την ελευθερία της μάσκας (και ενδεχομένως και την αλήθεια της), για το πάθος που είχε η ίδια ως παιδί για τις μεταμφιέσεις. Για τα εξώφυλλα των βιβλίων της που αποτελούν μια συνέχεια, αναπόσπαστο μέρος του όλου έργου αλλά και της επί μέρους ιστορίας, του επί μέρους βιβλίου.
Σε μιαν εποχή που η μάσκα έχει γίνει το πρόσωπο και το όντως πρόσωπο αγνοείται, όλα προσποιούνται ακριβώς το αντίθετό τους και η συγγραφέας μας παίρνει τρυφερά από το χέρι για να αντέξουμε τα δύσκολα της αφήγησης. Για όλα τολμά και μιλάει: για “το βάρος του άδικου μπράβου” και για την “ασκητική της μεγαλούπολης”. Για τα παραπλανητικά και ψευδαισθησιακά “γαμήλια όνειρα” , για “το αξεπέραστο της προδοσίας” και φυσικά για ”τον εγωισμό που τρελαίνει”.
Δεν διστάζει να αναφερθεί σε προσωπικά περιστατικά, αναλύει με γενναιότητα και οξυδέρκεια καταστάσεις και επιστρατεύει την αγάπη της για τη λογοτεχνία, αποδεικνύοντας με μυθιστορηματικούς ήρωες τα πάθη και τα λάθη, τη λαχτάρα, τις ερωτικές ψευδαισθήσεις, την προδοσία.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Στα “Αναπάντεχα” στα οποία ήδη αναφερθήκαμε, στις “Νοσταλγίες” και στην “Θεραπεία της ευτυχίας”.
Στις “νοσταλγίες”, τα θερινά σινεμά της, οι φίλοι οι παλιοί και το Άττικα, η ευλογία αυτής της παλιάς και με ρίζες αρχαίας φιλίας: “Είναι μεγάλος θησαυρός ένας φίλος που υπήρξε μάρτυρας της ζωής σου από τόσο νωρίς”- σημειώνει η Μάρω. “Τέτοιοι φίλοι μάς διαβεβαιώνουν πως υπήρξαμε, πως ζήσαμε τότε εκείνο το απίστευτο, όταν εμείς, με τα χρόνια αρχίζουμε να έχουμε κάποιες αμφιβολίες για το παρελθόν μας, για τον παρελθόντα εαυτό μας. Χρειαζόμαστε μάρτυρες να μας βεβαιώνουν ότι εκείνο που θυμόμαστε όντως έγινε, δεν το φανταστήκαμε, δεν το ονειρευτήκαμε, τώρα που η μνήμη, τραβώντας πολύ πέρα μακριά, γίνεται όλο και πιο γοητευτική και πιο αναξιόπιστη”.
Οι αναμνήσεις της από τις μεταμφιέσεις και τ ο πρώτο μεγάλο ταξίδι της ζωής της στην Χαλέπα. Το πάθος της για την ανάγνωση που την οδήγησε στο πάθος της για τη γραφή, αλλά και αυτή καθ' εαυτή η διαδικασία της γραφής. Τα δώρα της, η μοναξιά της και οι δαίμονές της. Ο χρόνος και η μνήμη, επειδή “είμαστε η μνήμη” ή μπορεί ίσως και να συμβαίνει κι ανάποδα “η μνήμη μας να είμαστε εμείς”.
Στο τρίτο και ιαματικότερο κεφάλαιο, η τέχνη και η τεχνική του να είμαστε, τελικά, ευτυχισμένοι. Οι ρόλοι μας και οι αναρίθμητες κοινωνικές μας ταυτότητες, ο εαυτός -πυρήνας, “αμετακίνητος, αυθεντικός κι ανεξάρτητος”, η ευλογία της κάθε μέρας.
Ένα βιβλίο, που όπως η ίδια ισχυρίζεται μιλά και πάλι για το ίδιο ζήτημα “την ευτυχία και τη δυστυχία του ανθρώπου”. Αναζητώντας τα πώς και τα γιατί στη ζώσα ζωή και στην λογοτεχνία, φωτίζοντας με αγιοπατερικό φως και ψυχαναλυτική οξυδέρκεια, επαναφέρει στη σωστή φορά τα αντεστραμμένα μας κάτοπτρα, μας καθιστά επαρκείς αναγνώστες για να αφουγκραστούμε ως κραυγή τον ψίθυρο στο υπόγειο.
Ο γέρων Παίσιος και ο γέρων Πορφύριος, η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, ο Φρόυντ, ο Σταντάλ, ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ και ο Μάρκες, θα μας πάρουν απ' το χέρι. Εξαιρετικά ποιητικό και αποκαλυπτικό το εγκιβωτισμένο γράμμα, ατμοσφαιρικότατα τα ταξίδια στη Χαλέπα και στη Βενετία, γοητευτική και ανατρεπτική η ιστορία στο φινάλε. Όλα βρίσκουν τη θέση τους στο θαυμαστό παζλ της ζωής και όλα κάτι σημαίνουν φτάνει να είναι η ματιά μας γενναία κι άξια να τα δει. “Σπατάλη να ερμηνεύσεις το πώς σε κοιτούν, το πως σε κρίνουν, το τί συζητούν για σένα”. “Είναι απαραίτητο να βρει κανείς το κέντρο του, τη σταθερά του, τον άξονα τον λεπτό κι ατσάλινο, εκείνο το κομμάτι βράχου το αναλλοίωτο, που θα στηρίξει το μηχανισμό του βίου του και όπου πατώντας θα μπορεί να κινεί τη γη. Μόνος του, “μονότατος”, αφού εκεί μονάχα είναι ελεύθερος”.
Ένα σοφό, πολυεπίπεδο βιβλίο που αποκαλύπτει την αναγκαιότητα της ελευθερίας για την αγάπη και την τρομακτικά ισχυρή για τα πάντα “προσωπική ευθύνη”. “Η ευτυχία μας δεν εξαρτάται απ' τους άλλους” κι εδώ είναι το θέμα. Ένα βιβλίο που όσες φορές το διαβάσεις, είναι ένα άλλο βιβλίο.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Μάρω Βαμβουνάκη γεννήθηκε στα Χανιά, όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια. Από εννέα χρόνων ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα.
Σπούδασε νομικά και ψυχολογία.
Από το 1972 και για έντεκα χρόνια έζησε στη Ρόδο, όπου εργάστηκε ως συμβολαιογράφος. Σήμερα ζει στην Αθήνα.
Από τις Εκδόσεις “Ψυχογιός” κυκλοφορούν, επίσης, τα βιβλία της: “Ο παλιάτσος και η άνιμα” και “Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης”, ενώ ετοιμάζονται οι επανεκδόσεις των “Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει” και σε κοινό τόμο “Το χρονικό μιας μοιχείας”, “Ντούλια” και “Ο πιανίστας και ο θάνατος”. Εχει γράψει 31 βιβλία, ανάμεσά τους 18 μυθιστορήματα, θεατρικά, ένα παιδικό, ένα ταξιδιωτικό, μελέτες και δοκίμια. Όλα τους με άπειρες επανεκδίοσεις. Ανάμεσά τους και τα: «Ο Αρχάγγελος του καφενείου», «Ο Κύκνος κι αυτός» (9η έκδοση), «Το χρονικό μιας μοιχείας» (23η έκδοση), «Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει», «Ντούλια», «Χρόνια πολλά γλυκιά μου», «Ο αντίπαλος εραστής», «Η μοναξιά είναι από χώμα» (26η έκδοση), «Ιστορίες με καλό τέλος», «Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο» (31η έκδοση), «Τα κλειστά μάτια», «Τανγκό μες στον καθρέφτη», «Το δωμάτιο που ταξιδεύει», «Λουλούδι της κανέλλας», «Θεατρικά 1», «Θεατρικά 2», «Με βελούδινα βήματα ο χρόνος», «Τα ραντεβού με τη Σιμόνη», «Ο πιανίστας και ο θάνατος», «Η κραταιά αγάπη»,
«Τηλεφωνήματα και ενοχές», «Το τραγούδι της μάσκας», «Ο Ντάνκαν γυρεύει τον Θεό», «Έρωτας: Το γελοίο και το δέος», «Όχι άλλη αναβολή, Μιχάλη», «Τα πράγματα που ζουν απ’ τον χαμό», «Αντήχηση απ’ το παρελθόν».

ΥΓ. Γύρισα λέμε, γύρισα! Η ίδια πάντα αλλά και τόσο άλλη. Με μια Κιβωτό πια στην καρδιά και στη μνήμη μου και μια Καππαδοκία που ήδη – κι ας μην το γνώριζα- κουβαλούσα από παιδί. Με όλες τις “νεραιοδοκαμινάδες” της και με τα λαξευτά μοναστήρια στους βράχους. Την εκκλησία του Μήλου στα βράχια, την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ή του φιδιού. Την Κρυφή εκκλησία και την εκκλησία των Στεφάνων. Τα υφαντά που τόσο καλά ήξερε να βάφει ο παππούς ο Γιώργης “ο βαφέας”, το μπλε που γύρευα και που το βρήκα μόνον εκεί, αλλού πουθενά. Τις άσπρες βόλτες των δερβίσηδων ωσεί σάβανα να υπενθυμίζουν πως η ζωή, πρόβα θανάτου εσαεί, και ότι όλα κύκλος κύκλος κύκλος είναι και ας τα αποδεχθούμε, για να τα δούμε, ας τα πιστέψουμε αυτά τα θαυμαστά.
Όλα τα συνάντησα εκεί, στις φαινομενικά άδειες πια υπόγειες πόλεις, άκουσα ύμνους αγγέλων στα βράχια που ανέβηκα με δέος, δειλά.
Σε ένα τοπίο ορθάνοιχτο στην αιωνιότητα, στον ενιαίο χρόνο, σε ένα τοπίο αεί μεταβαλλόμενο σαν στάχυ στον άνεμο, εφόσον ο άνεμος έχει την ακατάβλητη, σχεδόν αόρατη δύναμη, να τα κάνει νεράιδα, όμορφη κόρη, δράκο, λιοντάρι, Θεό.
Έτσι σε κάθε επίσκεψη η Καππαδοκία σου φανερώνεται – σαν άνθρωπος- άλλη. Αλλά πάντοτε η ίδια: Κοιτίδα και Μήτρα, Θάνατος, Θαύμα, Μνήμη, η προγιαγιά Άννα, Ζωή.
Στο CCR (Cappadokia Cave Resort & Spa” έμενα, με την ξαδέλφη μου, όπως παλιά. Κι από το παράθυρό μας στο Uchisar, αντίκρισα για κλάσματα χρόνου τη λύση στο γρίφο. Αλλά δεν θυμάμαι τίποτα πια. Μονάχα το σώμα θυμάται, όπως μόνο αυτό γνωρίζει καλά.
Καλώς σας ξαναβρήκα, ναι?
Και... καλόν Ιούλιο (που κάποτε φοβόμουν) (όμως τώρα όχι, έτσι τουλάχιστον νομίζω, όχι τώρα πια!)

22/6/09

Η ζωή δεν είναι πρόβα

“ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ” του Δημήτρη Σωτάκη, Εκδ. “Κέδρος”, σελ. 216, e 14
Στην “Πράσινη πόρτα” ο υπαρξιακός γρίφος κρυβόταν πίσω ή μέσα σ' αυτήν. Χωρίς νούμερο, υποσχόταν το απόλυτο φως ή το σκοτάδι. Βασανιστική εμμονή για τον Άγγλο σεφ Ρότζερ Σμιθ μεγεθύνεται ως τον απόλυτο εφιάλτη.
Στους “Έντεκα ερωτικούς θανάτους” φως και σκοτάδι ενώνονται. Όπως πραγματικότητα και φαντασία. Έρωτας, θάνατος, άλλωστε, οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. “Η πράσινη πόρτα” στο αίνιγμα, στο τίποτα ή στο θαύμα.
Στην “Παραφωνία” είναι η ανταρσία του ενός, του μόνου – ενδεχομένως και μη παράφωνου- στην απόλυτη, ολοκληρωτική και αποδεκτή παραφωνία. Ο Φι ως άλλος κύριος Κ στην “Δίκη” κατηγορείται για κάτι που αγνοεί. Αλλά η ενοχή μάλλον είναι σύμπτωμα της εκάστοτε εποχής και όχι αυτής καθ' εαυτής της αμαρτίας.
“Ο άνθρωπος καλαμπόκι” πιστεύει εμμονικά στη σωτηριολογική δύναμη που διαθέτει το καλαμπόκι! Γραπώνεται σ' αυτό και προσπαθεί να σώσει και να σωθεί. Ολοκληρώνοντας, κατά τον συγγραφέα, και τον κύκλο των εμμονών και των εμμονικών ηρώων, διαθέτει όπως και όλα του, το ασφυκτικό παράλογο πλαίσιο της εποχής.
“Το θαύμα της αναπνοής” που μόλις κυκλοφόρησε, ενδεχομένως και να αποτελεί το σύγχρονο Ευαγγέλιο.
Ο Δημήτρης Σωτάκης, αναλύει και συνθέτει, με αλληγορικό, παραβολικό τρόπο και ατμόσφαιρα ασφυκτικά κλειστοφοβική, την ακατανόητα καταναλωτική εποχή μας.
Ο ήρωάς του, νέος κι άνεργος, αναζητά στις μικρές αγγελίες, δουλειά. Του προσφέρεται μια άκρως αλλόκοτη θέση εργασίας. Η τεράστια αμοιβή, το βιοποριστικό αδιέξοδο, το όνειρο ενός σπιτιού στην βόρεια πύλη, δεν του αφήνουν και πολλά περιθώρια για να το σκεφτεί. 'Εξάλλου, ακούγεται εύκολο, θα πληρώνεται και μάλιστα αδρά για τον κάθε αποθηκευτικό χώρο του σπιτιού του. Παραχωρώντας το διαμέρισμά του για την μεταφορά, η Εταιρεία υπόσχεται να εκπληρώσει όλα τα όνειρά του.
Τα πρώτα έπιπλα καταφθάνουν, μια καλοφτιαγμένη ντουλάπα, μια κουνιστή πολυθρόνα, ένα κρεββάτι και πολλά μικρά ξύλινα κομψοτεχνήματα. Στην αρχή, τα θαυμάζουν. Ο ήρωας και η κοπέλα του Ρίσα και ο ζωγράφος φίλος του Ντίτο. Η αρχική ευφορία, όμως, πολύ σύντομα θα αρχίσει να γίνεται εφιάλτης. Άγνωστοι άνθρωποι της εταιρείας μετρούν και υπολογίζουν και το ελάχιστο τετραγωνικό του σπιτιού και σε ακατάστατους χρόνους μπαινοβγαίνουν μεταφορείς και μεταφέρουν τ' απίθανα.
Η ζωή του μοιράζεται στα δυο. Στη φυσιολογική καθημερινότητα- επισκέπτεται την άρρωστη μητέρα του, βγαίνει ραντεβού με την φίλη του, βλέπει στο ατελιέ τον φίλο του- και στην αλλόκοτη επαγγελματική του ιστορία. Το μικρό διαμέρισμά του μεταμορφώνεται δραματικά και πλημμυρίζει ασφυκτικά, αλλά το όνειρο ενός σπιτιού στη βόρεια γέφυρα τον συγκρατεί, εξάλλου, τα χρήματα από την Εταιρεία και για την ελάχιστη μεταφορά προστίθενται στον προσωπικό λογαριασμό του πάντα.
Οι εξελίξεις, όμως, θα είναι δραματικές. Η μητέρα του ξαφνικά θα πέσει σε κώμα. Και η Εταιρεία θα απαιτήσει την διαρκή παρουσία του στο σπίτι. Πρέπει να είναι εκεί και διαρκώς να τους ανοίγει. Εμπιστεύεται την μητέρα του στην Ρίσα και στον Ντίτο κι αποφασίζει να υπομείνει καρτερικά το τελευταίο του επαγγελματικό πράσινο μίλι. Για να εγκλωβιστεί μέσα στα έπιπλα τελικά. Για να κτιστεί μέσα στα ξύλα, κάτω από έναν καθρέφτη και από μία πολυθρόνα.
Αριστουργηματική ιδέα για την δική μας άρρωστα καταναλωτική ζωή, για τον σύγχρονο εφιάλτη της απόκτησης αγαθών που υποθηκεύει τα πάντα: χώρο, χρόνο, ψυχή και το μέλλον μας ακόμα.
Κι όμως, όλα ξεκίνησαν σαν παιχνίδι, έτσι το είδε κι αυτός, ένα παράδοξο, αλλόκοτο παιχνίδι. Κι ό,τι γινόταν “γίνεται για μας, για το καινούργιο σπίτι, για μια καλύτερη ζωή”, μια λάθος δική μας κίνηση που εντέλει μας φυλακίζει.
Θύτης και θύμα, ο ήρωας, μεταμορφωνόταν σταδιακά “σε ένα ξερό σώμα, ένα κορμί χωρίς ζωή, ένα κομμάτι ξύλο”. Η διανοητική του κατάσταση “ένα κουβάρι ψευδαισθήσεων”. Και το χειρότερο, δεν θα είχε το κουράγιο ποτέ στο εξής να πραγματοποιήσει και την ελάχιστη πια επιθυμία. Παρατηρητής της ίδιας του της ζωής. Εγκλωβισμένος σε μια ακατανόητη εν πολλοίς αν και με την δική του συναίνεση αλλόκοτη ιστορία.
Αλληγορικό μυθιστόρημα για το μάταιο αν και επικίνδυνο κυνήγι των υλικών επιθυμιών, μαύρο παραμύθι για το μεγάλο οικονομικό και πνευματικό κραχ της ζωής μας. Μια αναγκαστικά τεχνική πρόβα θανάτου, για τον ήρωα, παράλληλη και εφάμιλλη με την φυσική κωματώδη κατάσταση της μητέρας.
Επαναστατική πράξη, και για τον ήρωα, η τέχνη, επί τω προκειμένω η γραφή. Τους ζητά ένα φύλλο χαρτί, μολύβι, κι ευτυχώς του τα δίνουν. Εγκιβωτίζοντας στην ιστορία την διαπίστωση, ότι η ζωή μπορεί και να μην είναι πρόβα, στο τέλος να μάθουμε ότι η παράσταση ήταν αυτή. Όταν πού πια καιρός και πάει χαμένη και η ζωή και η πρόβα.
Ιδέα, ατμόσφαιρα, ήρωες, ασφυκτικά αριστουργηματικοί. 'Ενα βιβλίο καθρέφτης και πορτρέτο δικό μας. Που αρνείται να αντικρίσει ο καθένας από μας, εξάλλου και στο μυθιστόρημα έτσι συμβαίνει, ο ήρωας δεν αντέχει στο πορτρέτο του Ντίτο τον εαυτό του.
Μια ιστορία που ανατρέπει το δεδομένο και αυτονόητο της αναπνοής. Και με μεθόδους εφιαλτικές σκιαγραφεί τα... χαμένα αυτονόητα.
Ο Σωτάκης όσο κανείς, φαίνεται να έχει συλλάβει την ατμόσφαιρα και το πνεύμα της εποχής. Και πιστός στις μεθόδους της, ως πορτρέτο μας το ανταποδίδει. Παραβολικά και χαμηλότονα, παγιδεύοντας τον αναγνώστη του, τον υποβάλει σε μια αντίδραση σχεδόν σωματική. Είχε χρόνια να με πιάσει δύσπνοια με βιβλίο. Μεγάλος συγγραφέας, αναμφισβήτητα. Και σίγουρα ένας από τους ελάχιστους, που εκφράζει με τόσο αλλόκοτο τρόπο μια αλλόκοτη άγνωστή μας, αν και ζούμε μέσα σ' αυτή, κατάσταση, εποχή, ιστορία. Την στιγμή που οι περισσότεροι συγγραφικά κάνουν στάση στα Βαλκάνια ή στον εμφύλιο. Ο εφιάλτης όμως βρίσκεται εδώ, στο σπίτι μας είναι, έχει μπει στο κεφάλι.

TAYTOTHTA-
ΕΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο Δημήτρης Σωτάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973.
Έχει εκδώσει τέσσερα μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων:
“Το σπίτι”, μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 1997
“Η πράσινη πόρτα”, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2002
“Έντεκα ερωτικοί θάνατοι”, διηγήματα, Μεταίχμιο, 2004
“Η παραφωνία”, μυθιστόρημα, Κέδρος, 2005
“Ο άνθρωπος καλαμπόκι”, μυθιστόρημα, Κέδρος, 2007
“Το θαύμα της αναπνοής”, μυθιστόρημα, Κέδρος, 2009
Το βιβλίο του “Η παραφωνία” έχει μεταφραστεί στα ολλανδικά,
ενώ το τελευταίο του μυθιστόρημα “Ο άνθρωπος Καλαμπόκι” ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ (2007), καθώς και το βραβείο του περιοδικού “Διαβάζω”.

ΥΓ. Ο τίτλος “Η ζωή δεν είναι πρόβα” είναι τίτλος βιβλίου της Σίσσσυς Κόσσυβα με υπέροχα διηγήματα ζωής που κυκλοφορεί από τον “Φιλιππότη”.
Θα λείψω για λίγο. Πάω στην πατρίδα της γιαγιάς Άννας, στην Καππαδοκία. Αλλά θα ξανάρθω. Λέω. Καλά να περνάτε, ναι?

17/6/09

Πέθανε, επειδή είχε σαρκίο. Έγραψε για να πάψει να έχει....

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ
 
Μυθιστόρημα
 
Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008 –
 
 
 
«Κρυώνω κάπως, φοβάμαι λίγο»…
(Καρτέσιος. Χ. Λ. Μπόρχες)
 
«Το χθες είναι τώρα» (Ρουμπαγιάτ)
 
 
Κεφάλαιο 1ο:
 
Τα εύθραυστα εκείνα που αντέχουν στον χρόνο
 
«Τα μόνα πράγματα που αντέχουν στον χρόνο, είναι εκείνα που δεν υπήρξαν ποτέ», σκέφτεται και βιάζεται. Ως συνήθως. «Γι’ αυτά που δεν υπήρξαν ποτέ».
Η γυναίκα χαμογελά μ’ ένα χαμόγελο σαν κλάμα και ανεβαίνει φορτωμένη σακούλες χάρτινες τη σκάλα. Για μια στιγμή κοντοστέκεται’ ν’ αφήσει τις μισές κι ύστερα πάλι. Όσο πετά μια πεταλούδα η σκέψη κι ύστερα βιαστικό βάδισμα, πού να τις αφήσει τώρα, αφού τις κρατά. Γερά να μη της ξεφύγουν απ’ το χέρι. Σαν πεπρωμένο τις κρατά.
Το πρώτο που έφτασε ως εκείνη ήταν ο κρότος. Ένας ήχος υπόκωφος με αντήχηση στο χαρτί. Στο χρώμα της άμμου με μπλε πεταλούδες. Από την ώρα που την συσκεύασε κοιτούσε μαγεμένη αυτό το φίνο χαρτί. Κοιτούσε μαγεμένη την τεράστια χάρτινη στο χρώμα της άμμου με τις μπλε πεταλούδες σακούλα. Και τώρα την κοιτά σαστισμένη, δεν το τολμά να σκεφτεί. Μπαίνει στο δωμάτιο, σχεδόν θολωμένη, διστακτικά.
Την υποδέχονται οι γυναίκες του Γκατζουράκη, ο άνδρας του Θεοφίλη χωρίς χαρακτηριστικά κι ένα κυβιστικό χρώματα- χρώματα που της φτιάχνει το κέφι. Κάθε βράδυ όταν βάζει το κλειδί στην πόρτα για να μπει στο άδειο της σπίτι, της φτιάχνει το κέφι.
Δεξιά, ο τυμπανιστής της οροφής την κοιτά τρυφερά. Στην πόρτα του διαδρόμου ο κλόουν’ σα να κλαίει, αλλ’ όμως γελά.
Απόψε δεν βλέπει τίποτα. Ο νους της βρίσκεται μέσ’ στη σακούλα. Κρατά την ανάσα της, την ανοίγει δειλά. Μαλλιά μπούκλες στο χρώμα του χαλκού, αναθαρρεί κάπως. Απλώνει το χέρι, χαιδεύει το ταφταδένιο φόρεμα δειλά. Δαντέλες, φιόγκοι, καλτσάκια, παπουτσάκια, όλα στη θέση. Ακόμα κι ο καθρέφτης, ο μικρός καθρέφτης που κρατούσε με το χέρι τ’ αριστερό. Η σαστισμένη παλάμη πηγαίνει μια στα μαλλιά και μια στο φόρεμα. Πάλι και πάλι, δεν σταματά. Ακόμα και το καρεκλάκι της, σκέφτεται, είναι στη θέση του. Παίρνει βαθιά ανάσα, επιτέλους, όλα καλά. Την πιάνει απ’ τους ώμους. Την τραβά με την πλάτη δειλά. Έχει ήδη βγει το μισό της κεφάλι από την χάρτινή της σακούλα. Πιο πολύ το αισθάνεται, παρά το ακούει’ κάτι κατρακυλά.
Παγωμένη την γυρίζει ανάσκελα. Είναι εκεί. Λυπημένη όπως και στη βιτρίνα την κοιτά. Με μια τρύπα αντί για το δεξί της μάγουλο. Δίχως πιγούνι- λακάκι, με τον μισό της λαιμό.
Ο λεπτός της λαιμός σαν του κύκνου, μισός. Κι όμως, ο κολλιές είναι ακόμα στη θέση. Απορεί.
Κι απ’ εκείνη την ώρα δεν θυμάται. Στο κεφάλι της μέσα βαθιά, ένα δίωρο κενού.
Δεν είχε σπάσει τίποτα. Ποτέ. Τουλάχιστον όσο εκείνη είναι σε θέση να θυμάται απ’ τον εαυτό της.
Και τον θυμάται καλά. Τον θυμάται πολύ. Είναι απ’ εκείνους τους τύπους , που όσο κι αν προσπαθεί, δεν μπορεί να ξεχάσει. Ακόμα και φεύγοντας μακριά, από επιστροφή σε επιστροφή.

Αλλά τώρα μιλάμε για «ολική επαναφορά», η Σαβίνα βρίσκεται εδώ για να θυμηθεί, μήπως μπορέσει να ξεχάσει.
Μετά από τριάντα χρόνια και πάλι εδώ. Στη σκόνη, στην πέτρα, στη σκουριά, στην ομίχλη, στο πατρικό. 
Έφτασε νύχτα, θυμάται, με μια Κράισλερ μαύρη, σκονισμένη, τραυματισμένη, όπως κι αυτή. Κρατούσε μια μικρή βαλίτσα γαλάζια. Ένα χαρτόκουτο με χειρόγραφα, το «Πέδρο Πάραμο» και «Το χάρτινο σπίτι». Της ταίριαζαν οι λατινοαμερικάνοι.
Στη μεγάλη αυλόπορτα το λουκέτο σκουριασμένο, στραβό, τη δυσκόλεψε, σα να παραβίαζε χώρο και χρόνο.
Μπήκε στον κήπο, ευτυχώς, είχε φεγγάρι. Όλα τριγύρω άγρια, ξερά. Χλωρή μια περικοκλάδα με μπλε χωνιά, μια λεύκα ασάλευτη, πολλή αγριάδα. Της πήρε τη μύτη άρωμα αγριοπασχαλιάς. Πάσχα κι επέστρεφε. Για Σταύρωση ή Ανάσταση, ούτε πού ξέρει.
Κρατά τα κλειδιά και κοιτά την δική της περασμένη ζωή, σαστισμένη. Βαδίζει αργά, διστακτικά, από πλάκα σε πλάκα, ακολουθώντας τελετουργικά το χορταριασμένο μονοπάτι. Το χεράκι στην πόρτα της εισόδου, της φέρνει δάκρυα, το χτυπά. Για να σπάσει την σιωπή με έναν ήχο. Δοκιμάζει ξανά και ξανά τα κλειδιά. Ο τοίχος υγρός, ευτυχώς έχει στείλει κι έχουν πληρώσει ΔΕΗ, ο διακόπτης εκεί αλλά και το παρελθόν. Σκεπασμένο με άσπρο σεντόνι.
Ο παλιός καθρέφτης, το σεκρετέρ της γιαγιάς, ο δερμάτινος καναπές μέσ’ τα σάβανά τους θαμμένα κάτω απ’ τη σκόνη. Ο πολυέλαιος του χωλ με τα γαλάζια και μπλε κρυσταλλάκια. Δυο λάμπες καμένες. Στο σαλόνι όλο τρύπες το μεγάλο χαλί, σαν στόματα μάσκας, σαν μάτια. Τα παράθυρα σφαλιστά, σπασμένα δυο τζάμια. Ξεθωριασμένα ακόμα και τ’ αγγελάκια στο ταβάνι. Χαμογελά, «εκείνα δεν έφυγαν όμως, έστω κι έτσι, θαμπά, βρίσκονται εκεί», στο βάθος η μεγάλη ξύλινη σκάλα. Της Σταχτοπούτας η σκάλα απαράλλαχτη βρίσκεται εκεί, γεροφτιαγμένη ν’ αντέχει στους νεκρούς και τους ζωντανούς, ν’ ανεβοκατεβάζει φαντάσματα κόντρα στον χρόνο. Με σκόνες, αράχνες, κι αντάρα μεσ’ στη σιωπή διασχίζει τον πάνω διάδρομο, ανεβαίνει τη σκάλα.
Η φωνή τους εδώ, τόσα χρόνια μετά, τους ακούει να τσακώνονται:
«Ποτέ δεν ήσουνα εδώ! Ο νους σου έλειπε και τώρα κι εσύ φεύγεις!»
«Τα ‘χασα όλα σε μια χρυσή φυλακή, έγινα ένα με την σερβάντα!»
«Βρώμα! Αν ξαναφύγεις να μην ξαναγυρίσεις ποτέ!»
Την ακούει να πεθαίνει:
«Να μου προσέξετε το μωρό, τ’ ακούτε; Και να σκεφτείτε πώς θα το πείτε στη Σαβίνα! Όταν θα μεγαλώσει λίγο το κοριτσάκι μου για να μπορέσει να καταλάβει. Να μάθει πρώτα να προστατεύεται κάπως, να μην πονά».
Τον ακούει να κλαίει:
«Μ’ εσένα έζησα μια ζωή σαν τρελός. Δίχως εσένα είμαι νεκρός. Τα χέρια μου, τα χείλη μου, η ζωή μου, άδεια. Ο κόσμος δίχως νόημα πια.
Ελένα, ήσουν το νόημα!


Είναι Σάββατο του Λαζάρου και η Σαβίνα φορτωμένη μια μικρή γαλάζια βαλίτσα διασχίζει όλη την καταχνιά. Έξω, μια βλάστηση οργιαστική. Μέσα, ένας υγρός, σκονισμένος, παμπάλαιος τάφος. Στα ημερολόγια, μια ανάσταση ανθρώπινη, υποσχετική. Είναι εδώ πάλι, αναπνέει τον χαμένο καιρό κι αντικρίζει έκπληκτη τον καινούργιο εαυτό σαν καθρέφτη.
Θα ξαναρχίσει, σκέφτεται, πρώτα απ’ τα βασικά. Θα βγάλει τις αγριάδες στον κήπο και θα διώξει απ’ το σπίτι τις σκόνες. Θα καθαρίσει τις αράχνες απ’ το νου. Ό,τι κι αν αντικρίσει, θα το αντέξει.
Είναι εδώ, άλλωστε, επειδή πια μπορεί να το αντέξει. Το παιδικό της δωμάτιο, το παραβάν με τις μπλε-ροζ πεταλούδες, τη λάμπα από γαλάζια οπαλίνα, τη μαμά αρκούδα με τον τεράστιο φιόγκο και την ποδιά, τον κλόουν με τα σπασμένα ξύλινα πόδια, τον τεράστιο Πινόκιο- μολύβι, τη γάτα- γόμα. «Το κοστούμι δεν με μέλλει» και «Την κουζίνα της κυρίας Τσέλσι» της Σύλβια Πλαθ. «Την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων» και το μεγάλο μπλε βαρέλι. «Το σεντούκι των πειρατών», έτσι της το είχε παρουσιάσει ο πατέρας. Και «για να μην είσαι ακατάστατη», αυτή. Την κρυψώνα για τ’ αγαπημένα, «ενοχλητικά» παιχνίδια.
Τώρα, βυθισμένα στη σκόνη. Όλα. Κανείς δεν προνόησε γι’ άσπρα σεντόνια εδώ. Το δικό της δωμάτιο με μοναδικό σάβανο τη σκόνη.
Θα πρέπει, μάλλον, να ξεκινήσει απ’ εδώ.
Κλείνει τα φώτα προσεκτικά. Παίρνει στα χέρια τη μικρή γαλάζια βαλίτσα, διασχίζει τον κήπο, τη σιδερένια αυλόπορτα που τρίζει, βάζει λουκέτο ξανά, το κλειδί στ’ αυτοκίνητο πάλι κι κατευθύνεται ψαχτά, σχεδόν τυφλά, προς την πρώτη πανσιόν που έχει γίνει στην πόλη.
Σε δανεικό κρεβάτι, σκέφτεται, απόψε ο Λάζαρος θ’ αναστηθεί.
Άλλωστε μονάχα σε ξένα δωμάτια ως τώρα της ήταν μπορετό ν’ ανασταίνεται ό,τι θεωρούσε ολότελα χαμένο ή πεθαμένο.
Ό,τι κατάλαβε, σε δανεικά κρεβάτια το κατάλαβε. Κι ό,τι κι αν έγραψε, το διάβασε σε ξένα δωμάτια, φλύαρα, σιωπηλά, ελεύθερα, στον φρέσκο αέρα και στο ταβάνι.
Εδώ, σ’ αυτό το άβολο στρώμα, σκέφτεται, απόψε, Σάββατο του Λαζάρου μπορεί και να κοιμηθεί.
Για ν’ αναστηθεί.
Αύριο, Κυριακή των Βαίων.



Κεφάλαιο 2ο:

Γιατί όταν ξεχνάς, συγχωρείς!
 
Τόση σκόνη! Κι όμως σα να μην πέρασε ούτε ώρα, ούτε μέρα. «Δεν υπάρχει χρόνος, ματάκια μου, παρ’ το χαμπάρι», η φωνή του στ’ αυτιά. Στο στερεοφωνικό Καμίγ Σεν – Σανς και «Το καρναβάλι των ζώων». Σε λίγο ο ολοδικός τους μαγικός «Μακάβριος χορός», αυτόν περιμένει. Όλα γύρω αστράφτουν! Τα συνεργεία καθαριότητας κάνουν πάρα πολύ καλή δουλειά. Καθαρίζουν την κάπνα και την ομίχλη μιας ζωής, Τους αρκεί, η Κυριακή των Βαίων.

Με δάφνες, επέστρεψε. Ή μάλλον κρατώντας αγριοβιολέτες και αγριοπασχαλιές για να στολίσει τα βάζα. Άνοιξη. Σα να μην πέρασε απ’ εδώ ο χειμώνας ποτέ. Ζωή. Σα να μην πέρασε ο θάνατος. Φωνές εκεί που, ως χθες, είχε κάνει φωλιά η σιωπή.
«Τον κήπο, πρώτα», ακούει την φωνή της «αρχίστε, σας παρακαλώ, από τον κήπο πρώτα!»
Σαν τον δικό της κήπο, κανείς!
Λεύκες, ευκάλυπτοι, πεύκα και μια σειρά από κυπαρίσσια στο Βοριά. Νοτινά, εσπεριδοειδή, όταν άνθιζαν, ω, πώς μοσχοβολούσαν μανταρίνια, πορτοκάλια! Στα δυτικά, συστάδες με αγριοτριανταφυλλιές. Στον φράχτη αναρριχώμενες άσπρες και ροζ, αγιόκλημα και γιασεμιά, γαζίες στο δρόμο. Και νυχτολούλουδα που να σου κόβουν την ανάσα!
Υπήρχαν και τα εποχιακά: δημητριάτικα, χρυσάνθεμα, ζουμπούλια, φρέζιες, βασιλικά, ντάλιες και παιώνιες. Πανσέδες, μενεξέδες, κρίνοι της Παναγιάς. Και πασχαλιές, αχ αυτές οι δικές της πασχαλιές, πώς σου ραγίζουν την καρδιά, Θεέ μου! Μοβ κι άσπρες, σα σύννεφα μπουμπουκιασμένα, στα λεπτά ανθάκια, μνήμη και λήθη, έρωτας, ύπαρξη, η ομορφιά που πονά, το εφήμερο- αιώνιο. Η δική της αέρινη, βαριά πανταχού- παρούσα, απούσα πια σκιά. Τη θυμάται στο δυτικό παρτέρι να κλαίει. «Με κομματιάζει η τόση ομορφιά». Απ’ αυτήν το κληρονόμησε. Και την Σαβίνα η ομορφιά την πονά.

Στο δυτικό παρτέρι καθόταν ακίνητη’ με τις ώρες. Ήταν εκεί και ταυτοχρόνως αλλού. Η μαμά της Σαβίνας πάντοτε ήταν αλλού’ κι όταν την θήλαζε ή της καθάριζε τ’ αυτιά, κι όταν την έλουζε ή όταν της έπλεκε τα κοτσίδια. Γι’ αυτό και την πονούσε πολύ συχνά. Μ’ αυτά τα τρυφερά της χέρια, ω πόσο την πονούσε. Αλλ’ μπορεί και να τηνε πονούσε όλη αυτή η μεγάλη απουσία. «Παρουσία- απουσία».Έτσι την αποκαλούσε η γιαγιά. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι γιαγιάδες για όλα αυτά τα, εγκαταλειμμένα από μητέρες, παιδιά. Γιατί όσο να ‘ναι, αυτό ένοιωθε η Σαβίνα πάντοτε: ένα εγκαταλειμμένο παιδί.
Και τώρα που ξαναγύρισε, πάλι έναν περίεργο αέρα εγκατάλειψης αναπνέει. Και φυσικά ένα δίλημμα: και στο παλιό της δωμάτιο, η επιστροφή;

Στη μοβ- ροζ παιδική της κρεβατοκάμαρα, όλα σχεδόν παραμένουν τα ίδια: οι μοβ πεταλούδες στον τοίχο, ο ροζ πολυέλαιος και το λιλά δίπλα στο κρεβάτι, επάνω στο κομοδίνο, φωτιστικό. Σε ένα σχήμα φουτουριστικό, κάτι ανάμεσα σε δράκο και σαρανταποδαρούσα που όταν ήταν παιδί την τρόμαζε πολύ.
Την τρόμαζαν και τα περίεργα σχέδια στη μοκέτα. Σε διαρκή ανασχηματισμό, πώς μαύριζε το ροζ όταν φοβόταν και πώς γινόταν σαν αίμα σκούρο το μοβ!
Τα βράδια, ο ουρανός στο κρεβάτι της ανεβοκατέβαινε. Γελούσε ο μπαμπάς: «Μικρή μου Σαβίνα, πάντοτε υπερβολική». Η μαμά της βουβή’ δεν την απασχολούσε καθόλου ο νυχτερινός τρόμος.
Όμως τις νύχτες ήταν, πάντα τις νύχτες που όλα αποκτούσαν πνοή: οι πεταλούδες στον τοίχο, οι ιππόκαμποι στο χαλί και στις κουρτίνες, οι αγριοφραουλιές στο παιδικό παπλωματάκι, οι τσιχλόφουσκες που γίνονταν μπαλόνια, κι όλο μεγάλωναν μέχρι που να την πνίξουν.
Τα έτρεμε τα μπαλόνια. Ακριβώς όπως τα λάτρευαν τα άλλα παιδιά. Κι εκείνος να λείπει, να λείπει και «να θαλασσοπνίγεται», όπως της λέει , μια ζωή, η μαμά της.
Όποτε φανταζόταν τον πατέρα της, έτσι τον φανταζόταν’ σαν τον Ιωνά. Μέσ’ στην κοιλιά ενός προιστορικού κήτους.
Μεσ’ στην κοιλιά της μαμάς.


Την χρονιά που ανακάλυψε το γραφείο του, έπαψαν κι όλοι αυτοί οι ιππόκαμποι να ζωντανεύουν. Τα μπαλόνια ξεφούσκωσαν και οι αγριοφραουλιές πια δεν θα μπορούσαν να της κάνουν κακό.
«Θα έρχεσαι εδώ» της είχε πει, κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του. Ήταν και πάλι Πάσχα, Κυριακή των Βαίων, κι εκείνος είχε έρθει από την θάλασσα, «ειδικά για σένα», της είχε πει. Ειδικά για να την δει.
Της είχε φέρει μια κούκλα με μοβ καπέλο και με μαλλιά αληθινά, που όταν πατούσες την κοιλιά της σε ρωτούσε «μ’ αγαπάς;» ναιαιαιαιαιαι!
Της ούρλιαζε στο άδειο δωμάτιο και όλο της ζουλούσε την κοιλιά. Ένα άσπρο σαν χιόνι παλτό με δυο χιονομπάλες- κουμπιά, ένα βελούδινο φόρεμα με δαντελένια τελειώματα, μια ομπρέλα- πάπια, που όλο της έκανε πα πα πα! Ίσως γι’ αυτό όταν ακούει το τραγούδι του Άσιμου τώρα να κλαίει:
«Έχω ένα παπάκι
που μου κάνει πα πα πα
κι ένα κουνελάκι
που όλο μου
που όλο μου
τραβά τ’ αυτιά!»
Για χρόνια υπήρξε οι εξετάσεις της για τους φίλους: «για άκου αυτό», τους έλεγε. Και κοιτούσε με αγωνία τα μάτια τους.
Αχ, αν δάκρυζαν! Αν….

Της είχε φέρει και μια φωτεινή σφαίρα αυτή τη χρονιά.
«Όλη τη γη σου έχω φέρει, να σε φωτίζει τη νύχτα και ποτέ πια να μη σε φοβίζει η σκοτεινιά», της είπε και την τοποθέτησε στο παιδικό της κομοδίνο.
Της είχε φέρει κι ένα τετράδιο με έναν χάρτη στο εξώφυλλο και μέσα σελίδες λευκές, πολύχρωμα μολύβια, στυλό «για τις δικές σου χρωματιστές ιστορίες». Δεν τον παράκουσε ποτέ. Εξάλλου την ανακούφιζε πάντα όλη αυτή η διαδικασία. Τα χρωματιστά σημαδάκια πάνω στο άσπρο χαρτί.
Σαν ανάσα.
Αλλιώς αισθανότανε να πεθαίνει.
Έτσι συνήθισε ν’ αναπνέει για μια ζωή.

Κι ύστερα την πήρε στην τεράστια αγκαλιά του και την ανέβασε «βασίλισσα» της είπε, «σ’ εκείνο το γραφείο» που ήταν γεμάτο πυξίδες, κλεψύδρες και χάρτες ναυτικούς. Που ήταν γεμάτο βιβλία. Στους τοίχους, πάνω απ’ τις πόρτες, δίπλα στο τζάκι, στις μικρές εσοχές.
Κρυφτό έπαιζαν οι χάρτινοι ήρωές της. Κι αυτοί την μεγάλωσαν. Το άδειο γραφείο του, το καταφύγιό της. Παντοτινό. Το κλειδωμένο δωμάτιο που για το χατίρι της ξεκλειδώθηκε. Η τρύπα που οδήγησε την Αλίκη απέναντι. Για να μην επιστρέψει ποτέ πια. Το παιχνίδι με τους καθρέφτες, αφού όλες οι ηρωίδες είχαν το πρόσωπό της. Η Μοναχούλα στο «Ρήμα Είναι» του χοντρο- Βολλάρ.
Το γραφείο του, θα τους πει, να μην το αγγίξουν. Το μαγικό δωμάτιο θα το φροντίσει αυτή.

Θεραπευτική γαζούλα, η γαλάζια βαλίτσα με τα χειρόγραφα. Τόσο ανοιχτό γαλάζιο σαν πρωινός ουρανός. Και σαν τα μάτια του μπαμπά. Που όταν θόλωναν, σκούραιναν, θάλασσα φουρτουνιασμένη.
Γαλάζια και στο μοβ της πασχαλιάς τα δικά της ντοσιέ. Δίπλα στους σκονισμένους χάρτες του, στις αχρησιμοποίητες για χρόνια κλεψύδρες, στις άχρηστες πυξίδες του που δεν τον έβγαλαν πουθενά.
Αναποδογυρίζει την πρώτη και ασυναίσθητα κοιτά το ρολόι. Την μαγνητίζει από παιδάκι αυτή η κάτασπρη άμμος που καθρεφτίζει, τι;


Θα είμαι όλοι ή κανείς’ θα είμαι ο άλλος

ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ:

Το Ρήμα Είναι

Έτσι λεγόταν το παλαιοβιβλιοπωλείο του βιβλιοπώλη Βολλάρ Ετιέν: Το Ρήμα είναι. Κι αυτός, ολομόναχος μια ζωή κι ανοικονόμητος, κατάπινε λέξεις. Αποστηθίζοντας χωρία ατέλειωτα, καταβροχθίζοντας Γκαίτε, Νίτσε, Μπρετόν, Μπατάιγ, Μπέκετ, Πεσσόα, Μπόρχες, Ναταλί Σαρρώτ και Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Στη «Μοναχούλα» του Πιέρ Πεζύ (Εκδ. «Ποταμός») όπου βλέπουμε την ιαματική δύναμη των τυπωμένων σελίδων. Γαζούλα θεραπευτική, πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο τον Βολλάρ Ετιέν, σ’ αυτά κατέφευγε και άντεχε τα πάντα: «Τι να είχε ζήσει άραγε αυτό το επιβλητικό αγόρι και τι λησμονούσε, τι προσπαθούσε να λησμονήσει διαβάζοντας αδιάκοπα; Ποιο αιματηρό μυστήριο κάτω απ’ τις σελίδες;»
Ποτέ δεν θα το λύσουμε επακριβώς το μυστήριο, αλλά έτσι θα τον βλέπουμε μπουκωμένο πάντοτε με τις λυτρωτικές σελίδες.
Ακόμα κι εκείνο το απόγευμα της σύγκρουσης, εκείνο εκεί το απόγευμα που του έκοψε τη σελίδα της δικής του ζωής στα δυο. Το απόγευμα που αθέλητα έσπασε εκείνο το παιδί με το κόκκινο παλτό, το απόγευμα που έπεσε επάνω του η «μοναχούλα», σαστισμένη. Επειδή «Όλα μπορούν να συμβούν, και το χειρότερο επομένως. Γιατί κι αυτό, επίσης, περιφέρεται μέσα στο πλήθος των πιθανοτήτων. Η ύαινα του χειρότερου χοροπηδάει στην τύχη μέσα στην κοινοτοπία».
Με τα βιβλία θα την γιατρέψει. Γυρίζοντας την πίσω ξανά απ’ εκείνο το ακατανόητο κώμα. Εξοντωμένος δίπλα της, απαγγέλλοντάς της ξανά και ξανά, διαβάζοντας απ’ το αόρατο τυπωμένο χαρτί, πάλι και πάλι: «Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από μια σταγόνα αίμα! Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από ένα πτύελο! Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από ένα λεκέ μελάνι! Θα διαβάζεις και θα διηγείσαι». Άλλον τρόπο, άλλον δρόμο, άλλο ξόρκι, δεν γνωρίζει ο Βολλάρ. Ο Βολλάρ που, με το που βλέπει ένα άσπρο ή χρωματιστό εξώφυλλο, είναι ικανός ν’ αναγνωρίσει, στη στιγμή, μια έκδοση και την πιθανή της ημερομηνία. Ο Βολλάρ μπορεί ν’ αναγνωρίσει οποιοδήποτε βιβλίο, ενώ ο ξεκάθαρος ψίθυρος αρχίζει να αναβλύζει, να απλώνεται, να διογκώνεται, μέχρι που τον κάνει, καμιά φορά, να κινεί σιωπηλά τα χείλη.
Απαγγέλλοντας θα βουτήξει αναζητώντας κάτι, οτιδήποτε, κάποια στιγμή στο κενό. Απαγγέλλοντας θα επιβιώσει και όταν η «μοναχούλα» φύγει, απαγγέλλοντας κι εκείνος θα φύγει. Επιχειρώντας «το τελευταίο του βήμα στο βουερό βάραθρο όλων των πραγμάτων που έχουν γραφτεί, όλων εκείνων που προσφέρονται στην ανάγνωση. Το πρώτο του βήμα στη λήθη των βιβλίων». Διότι εκτός από τα βιβλία, άλλη ζωή και άλλη αιωνιότητα, ο βιβλιοπώλης Βολλάρ δεν γνωρίζει!



Κεφάλαιο 3ο:

Είμαι αντίλαλος, λήθη, τίποτα

Διότι εκτός από τα βιβλία, άλλη ζωή και άλλη αιωνιότητα η Σαβίνα δεν γνωρίζει!

Χαιδεύει τις επιφάνειες της βιβλιοθήκης μ’ ένα νωπό κίτρινο πανί. Τινάζει βιβλία στοργικά σαν παιδική φούστα, χαιδεύει λάμπες, γυαλίζει φωτιστικά. Μετρά τα ασπρόμαυρα πλακάκια σαν σκακιέρα’ Ρουά ματ. Καθαρίζει τα τζάμια μπροστά απ’ τα σπάνια βιβλία, βλέπει τον «Βέρθερό» του, δέρμα καφέ ζεστό μαλακό, τον πρώτο Παπαδιαμάντη της, τον «Χριστό στο Κάστρο», του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Σαν τα ψηλά βουνά», έχει φυλάξει το πρώτο της αναγνωστικό.
Ο Καραγάτσης του όλος, δερματόδετος ομοιόμορφα. Οι λυρικοί. Ο Αριστοτέλης. Οι τραγικοί. Η «Αντιγόνη» της σημειωμένη «Ου τοι συνέχθην αλλά συμφιλείν έφυν», ποιος να την έφερε ως εκεί;

Ήταν μικρό παιδί όταν σηκώθηκαν και έφυγαν άρον- άρον. Ακούει τη βροχή. Σιγανή. Σαν πρωινός θρήνος. Ακριβώς όπως εκείνο εκεί το πρωί. Γιατί την εβδομάδα των Παθών πάντα βρέχει; Απ’ το παράθυρό της κοιτά την βροχούλα να πέφτει’ σιγανή.

«Να φορέσεις το μπλε σου αδιάβροχο», είναι καινούργιο κι είν’ όλη ντυμένη στα μπλε, ακούει τη φωνή της γιαγιάς.
«Μην κλαις, καρδούλα μου, θα έρχομαι συχνά να σε βλέπω», ακούει θρυμματισμένη τη φωνή της γιαγιάς.
Εκείνη, όμως, ήδη γνωρίζει. Δεν θα την ξαναδεί, όπως και τη μαμά τη γιαγιά, μικρό παιδί και όμως το γνωρίζει.
Κρατά σφιχτά απ’ το χέρι εκείνον. Παγωμένος και πελιδνός. Δεν της μιλά. Δεν την κοιτά. Το ξανθό μωρό ούτε που τ’ αναφέρουν. Το ακούει να κλαίει από το επάνω δωμάτιο. Το δικό της δωμάτιο. Έχουν φτάσει στην πόρτα, γυρίζει ολόκληρη πίσω, ένα κοριτσάκι με μπλε σκούρο ανοράκ και ύφος χαμένο, σαν τη γυναίκα του Λωτ.
Κι τότε την είδε. Φορούσε εκείνο το φαρδύ φουστάνι εγκυμοσύνης με τα λιλά λουλούδια κι όλο κατρακυλούσε από τη ξύλινη σκάλα της Σταχτοπούτας, κρατώντας απελπισμένα την κοιλιά της, βουβή. Εκείνος, στο πλάι της, κρύος και πελιδνός. Και ταυτοχρόνως, κρύος και πελιδνός και στην κορφή της σκάλας.
Στην πόλη τους εκείνος δεν ξαναγύρισε ζωντανός αλλ’ ούτε και νεκρός. Κι εκείνη, όμως, την γιαγιά δεν την ξανάδε. Ούτε κι εκείνο το ξανθό παιδί παρά μονάχα την κηδεία του Άγγελου πριν την μοιραία κούρσα, τον Άγγελο της θύμισε περισσότερο, ούτε τη μαμά, ούτε τον μπαμπά. Και ύστερα νεκρό στο δρόμο, μ’ εκείνο το περίεργο σημάδι στον ώμο. Του Άγγελου το σημάδι. Κάτι σκουρόχρωμο, με ουρά και κεντρί, σαν σκορπιός.
Και τώρα που γύρισε, δεν είναι κανένας. Κανέναν δεν βρήκε. Ούτε κι εκείνη με τα λιλά λουλουδάκια στη σκάλα. Παρά μονάχα σκόνη, σκουριά και ερημιά. Κι εκείνη την πανομοιότυπη με τότε βροχή, σιγανή βροχούλα. Σαν τα δάκρυα της μαμάς και του Θεού. Σκουπίζει, σκουπίζει τα δάκρυα στα παλιά ξύλα, και δεν στεγνώνουν.
Μάλλον δεν θα στεγνώσουν ποτέ.
Η κλεψύδρα έχει αδειάσει, πάλι ξέχασε να τον μετρήσει τον χρόνο. Έτσι ξεχνούσε πάντα να τον μετρά και να ‘την τώρα ν’ αναζητά τον χαμένο της χρόνο. Σαν τις μαντλέν του Προυστ, πού τις θυμήθηκε τώρα! Να θυμηθεί αύριο να κάνει μαντλέν! Σαν τις μαντλέν της γυναίκας με τα λιλά ανθάκια στο φόρεμα. Κανένας δεν θα μπορούσε να ξανακάνει τέτοιες μαντλέν.

Μίνι μαντλέν με 3 ντιπ

Τι έχουμε:

Για τις μαντλέν:
100 γραμ. έμμενταλ Entremont, τριμμένο
50 γραμ. έμμενταλ Entremont, κομμένο σε κύβους
200 γραμ. αλεύρι
120 γραμ. μαργαρίνη, λιωμένη
4 αβγά
1 κουταλιά γάλα
1 φακελάκι μαγιά, ξηρή
2 κουταλιές μαργαρίνη για τα φορμάκια
10-12 φορμάκια για μαντλέν

Για τα ντιπ:
200 γραμ. έμμενταλ Entremont, τριμμένο
4 κουταλιές γάλα
4 κουταλιές κρέμα γάλακτος
1 κουταλάκι τοματοπελτέ
1/4 κουταλάκι κάρυ

Τι κάνουμε:
Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180C .
Σε ένα μπολ ανακατεύουμε το αλεύρι με τη μαγιά και κάνουμε μια λακκουβίτσα στη μέση.
Προσθέτουμε τη μαργαρίνη, το τριμμένο έμμενταλ Entremont και ανακατεύουμε, έως ότου γίνουν ομοιογενής ζύμη.
Σε ένα άλλο μπολ χτυπάμε τα αβγά, προσθέτουμε το γάλα, τους κύβους του έμμενταλ Entremont και τα ανακατεύουμε. Προσθέτουμε το μείγμα των αβγών στο μπολ με το αλεύρι και ανακατεύουμε καλά, εως ότου το μείγμα γίνει ομοιογενές.
Αλείφουμε τα ειδικά φορμάκια για μαντλέν με τη μαργαρίνη και μοιράζουμε σε αυτά το μείγμα, γεμίζοντάς τα μέχρι τα 3/4. Βάζουμε τα φορμάκια σε ένα ταψί και ψήνουμε στον προθερμασμένο φούρνο για περίπου 15 λεπτά.
Μόλις ψηθούν οι μαντλέν, βγάζουμε το ταψί από τον φούρνο, αφήνουμε να κρυώσουν λίγο και τις ξεφορμάρουμε προσεκτικά σε μια πιατέλα.
Εν τω μεταξύ, ετοιμάζουμε τα ντιπ.
Σε ένα κατσαρολάκι ζεσταίνουμε την κρέμα γάλακτος σε μέτρια φωτιά, προσθέτουμε το έμμενταλ Entremont και ανακατεύουμε, εως ότου λιώσει.
Προσθέτουμε το γάλα ανακατεύοντας συνεχώς με μια ξύλινη κουτάλα, μέχρι να απορροφηθεί και πήξει το μείγμα.
Κατεβάζουμε το κατσαρολάκι από τη φωτιά και μοιράζουμε το μείγμα σε 3 μικρά μπολ.
Προσθέτουμε στο ένα μπολ τον τοματοπελτέ, στο δεύτερο το κάρυ και το τρίτο το αφήνουμε με το έμμενταλ.
Ανακατεύουμε καλά και σερβίρουμε τις μαντλέν με τα ντιπ.

Συμβουλή
Μπορούμε να συνοδέψουμε με λαχανικά (καρότα, αγγουράκια) κομμένα σε μπαστουνάκια.


Χαιδεύει το κόκκινο καρώ υφασμάτινο κάλυμα. Αγγίζει τα στρογγυλά της γράμματα με το μπλε- γαλάζιο στυλό. Το Μ σαν μίνι οροσειρά, το α σαν αγκαλιά ή στόμα πουλιού που πεινάει. Το ν σαν λίκνος ζεστός. Το τ σαν τραπέζι. Το λ, ανθρωπάκι και της ξεφεύγει. Το ε, σαν ζαρωμένο κουνέλι. Το ν, για να μη της χυθεί η γλύκα απ’ τη ζύμη, η ζεστασιά από την κρύα πια αγκαλιά. Την ανύπαρκτη.

Έξω έχει ήδη σκοτεινιάσει για τα καλά. Τα συνεργεία καθαρισμού έχουν κάνει το σπίτι ν’ αστράφτει, τον κήπο έχει φροντίσει να έχει ξεπλύνει, έχει στολίσει η βροχή. Το γραφείο του το ‘χει χαιδέψει η ίδια πόντο- πόντο. Με αρωματικό λαδάκι και μαλακό πανί. Ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης και ο Μπεράτης στα ράφια. Ο Γκαίτε και ο Σίλλερ, ξεσκονισμένοι, σαν στρατιωτάκια φθαρμένα και νικημένα απ’ τον χρόνο, στη σειρά. Ο δερματόδετος Καραγάτσης του, οι Ρώσοι του, οι «Δαιμονισμένοι», το πρώτο στη σειρά, να κονταροχτυπιέται με τον «Ηλίθιο», ο πρίγκιπας Μίσκιν, το φως, το απόλυτο Καλό. Ο Ντοστογιέφσκι βολόδερνε μια ζωή με τους «Δαίμονές» του, έτσι της έλεγε. Μέσα από την Κόλασή του πέρασε για να βρει τον Χριστό.
Όπως εκείνος μέσ’ απ’ τα κύματα.
Τα κύματα, εξάλλου, της τον πήραν.
Σα να μην ήθελε να ξαναπατήσει στεριά. Αφού όταν σκεφτόταν τον Χριστό να βαδίζει στη θάλασσα, το δικό της πατέρα σκεφτόταν. Να βαδίζει στο φως περνώντας πρώτα απ’ όλο το σκότος αυτής της φιδογυριστής ξύλινης σκάλας.
«Το πιο ωραίο κομμάτι αυτού του σπιτιού» θυμάται, είχε επιμείνει από την πρώτη στιγμή η γιαγιά.
“Το απολύτως Ωραίο που αποβαίνει Μοιραίο”. Της ψιθυρίζει, εκείνη η φωνή μετά από χρόνια σιωπής στο αυτί. Αλλά εκείνη, όμως, δεν την φοβάται πλέον! Εξάλλου, γι’ αυτό τον λόγο και γύρισε. Βρίσκεται εδώ επιτέλους για να τα δει όλα.
Να θυμηθεί!

Τόσα χρόνια, εκεί όπου πήγαν, επιδίωκε να ξεχάσει. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας σαν την τρελή. Έμιλυ Ντίκινσον πρώτα και «Ανεμοδαρμένα ύψη». Σύλβια Πλαθ, Φιτζέραλντ, Ρεμπώ και Τεντ Χιούζ. Γράφοντας και η ίδια «Γράμματα γενεθλίων». Πάσχα είχαν φύγει, θυμάται, με σιγανή βροχούλα, για-μια-ζωή-των-Παθών.
Απ’ το καινούργιο τους μπαλκόνι έβλεπε κάθε πρωί τη θάλασσα. Και απ’ την πίσω βεράντα, το βουνό. Με τη θεία Βιργινία κοιμόταν και ξυπνούσε. Με την θεία Βιργινία έγραφε, διάβαζε, πήγαινε σινεμά. Ο μπαμπάς, από την πρώτη κιόλας βδομάδα, άρχισε τα ταξίδια.
Ουρουγουάη, Παραγουάη, Βραζιλία, Κολομβία, Αργεντινή, Μεξικό. «Όμως, όταν μεγαλώσω θα με πάρεις μαζί;», δεν της απάντησε, αλλ’ ό,τι επιθυμούμε ακούμε, το εξέλαβε λοιπόν και εκείνη σαν «ναι».
Μόνη θα πρέπει να πάει στο Μεξικό. Όπως πήγε και στο Παρίσι μονάχη της, στο Λονδίνο. Σ’ αυτή τη ζωή, όλο μόνη έπρεπε πια να πορευθεί. Εξάλλου μήπως έμαθε κι άλλη ζωή; Παρηγοριά της, πάντα, «η δεσποινίς Σμίλλα» που «διαβάζει το χιόνι». Τα χειρόγραφά της, όλα αυτά τα βιβλία, το άσπρο χαρτί.
Όποτε φοβόταν, έγραφε. Κι όποτε χαιρόταν’ κάπου θα έπρεπε κι αυτή να τα πει. Διάβαζε κι έκλαιγε. Κι ύστερα έγραφε και γελούσε. Την κάθε ώρα, την κάθε στιγμή.
Μόνον όταν την γράφω εγώ την καταλαβαίνω τη ζωή, συνήθιζε να λέει κι ας μην την πίστευε κανείς.
Κι ύστερα έπαψε με τον καιρό και να το λέει.
Αφού, έτσι ή αλλιώς, δεν θα την καταλάβαινε κανείς.
Μονάχα εκείνος ο άντρας έδειξε να την καταλαβαίνει. Εκείνος ο άντρας, στη μέση του πουθενά.
Την κοίταξε κι ήταν σα να γεννήθηκε για να την κοιτάξει. Κι ύστερα γύρισε για να τον κοιτάξει κι αυτή. Όσο ήταν μαζί, είχε λύσει τον γρίφο. Δεν χρειαζόταν καν να του εξηγηθεί, να της εξηγηθεί. Η σκάλα για τον Θεό ανέβαινε μεσ’ από τα σαστισμένα του βήματα. Στα βασιλεμένα του μάτια, βασίλευε κάθε βράδυ κι αυτή.
Θα τον ακολουθούσε παντού, ήταν η πρώτη της σκέψη. Θα την ακολουθούσε κι αυτός, ήταν το πρώτο που της είπε κι εκείνος.
«Προστάτεψέ με απ’ το να είμαι αυτός που ήδη υπήρξα, αυτό που ήδη υπήρξα ανεπανόρθωτα», της είχε πει.
Κι ούτε όνομα, ούτε καταγωγή, ούτε ρίζα, ούτε πατρίδα. Μόνο δυο χέρια, μια ανοιχτή αγκαλιά. Δυο πόδια δυνατά στα πόδια, στην κοιλιά της, κι όλα ο κόσμος μια ζεστή σπηλιά’ να χωθούν, να χαθούν δυο παιδάκια απροστάτευτα, μόνα. Που ήρθαν στον κόσμο ακριβώς για να βρεθούν και ν’ αγαπηθούν. Για ν’ αγαπήσουν το μόνο, τελικά, απαγορευμένο. Διότι «η ζωή είναι αγρίως απίθανη», και το επαναλαμβάνει κι αυτή που πια δεν αγαπά τη ζωή. «Η λέξη Πάντα είναι απαγορευμένη στους ανθρώπους», το επαναλαμβάνει κι αυτή. Αναγνωρίζοντας, όμως, πάντοτε το δικαίωμα στους ανθρώπους να υποσχεθούν. «Γιατί μέσα στην υπόσχεση υπάρχει κάτι της αθανασίας».

Τώρα απομένει πια ένα ήσυχο πιόνι στα χέρια της λογοτεχνίας.
Και με ό,τι έχει, θα πρέπει και να πορευτεί.



Θα είμαι όλοι ή κανείς’ θα είμαι ο άλλος

ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ:

Γράμματα- Μαντλέν: ΔΕΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ. Μ’ ΑΓΑΠΑΣ!


ΥΓ. Βγήκα. Και για μια ακόμα φορά, δεν ξέρω τί να με... κάνω! Ηρθε η Αναστασία στην εφημερίδα κρατώντας τα κλασικά δυο πρώτα βιβλία.
“Εάν σου πω ότι δεν έχω πού να το δώσω αυτό το πρώτο βιβλίο? Τα προηγούμενα χρόνια το έκαιγα, ξέρεις πού, αλλά τώρα δεν είναι αυτό που θέλω να κάνω”.
“Δώσ' το μου! Τί με κοιτάς? Ή δεν θέλεις? Δεν είμαι η φίλη σου? Δώσ' το σε μένα!”
Ναι, ό,τι κάναμε, μαζί τα κάναμε μέχρι εδώ, μαζί μοιραστήκαμε την ίδια συνεπή, σχεδόν ουτοπική πορεία.
Τις πρώτες σελίδες, είπα έτσι να τις... ρίξω στον ωκεανό. Και να 'τες.... Μήπως και φτάσουν. Κάπου. Όπου. Μπορεί και να φτάσουν.
Τα βιβλία, στα βιβλιοπωλεία. Κι εγώ στο θαυμαστό χάος της καινούργιας ζωής, της καινούργιας ιστορίας.

16/6/09

Το φύλλο που έπεσε μπροστά μου/ το σήκωσα και το ξανάδωσα στο δέντρο

Για το βιβλίο της Αδαμαντίνης Κουμιώτου “Σαν τη βροχή στο χώμα”

“Αλλά εκεί με πρόσμενε αυτός που δε με γνώριζε
εκείνος που δε μ' άφηνε να μπω στον εαυτό μου”.
(Νάνος Βαλαωρίτης)

“Σαν το κυπαρίσσι, που χρόνια ονειρεύεται να γίνει κατάρτι σε πλοίο”,
“Ο Αντρέας, σοβαρός, ένας κανονικός Καθηγητής Πανεπιστημίου, ατσαλάκωτος μέσα κι έξω.... που ήταν εύκολο και “να παρασυρθεί κανείς, να το πιστέψει αυτό το ατσαλάκωτο”,
στο καινούργιο μυθιστόρημα της Αδαμαντίνης Κουμιώτου, αισθάνεται εξόριστος από τον Παράδεισο, ρισκάρει στα μέτρα του επιτρεπτού και του ανεπίτρεπτου, μια πρόγευσή του.

Την Αδαμαντίνη, πρώτα την διάβασα και μετά την γνώρισα. Την γνώρισα, μάλιστα, από ένα βιβλίο της αρκετά σιβυλλικό και συμβολικό, “Μετά τη σιωπή”. Κι εκεί η ατσαλάκωτη ηρωίδα της, που τόσο μου έμοιαζε, από τα αρχαία έτη υπήρξα το πιο καλοσιδερωμένο παιδάκι, ήρθε αντιμέτωπη με εκείνο που, πάντοτε υπήρχε καταχωνιασμένο μέσα της. Επειδή, όπως λέει κι ο ποιητής (άλλος αγαπημένος στίχος) “λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ, μα ωστόσο λάμπει”.

Έτσι ακριβώς έλαμπε με την έλλεψή του και στη ζωή του Γνωστού “ατσαλάκωτου” κυρίου Καθηγητή στην καινούργια της ιστορία. Εξάλλου, όπως έχει ήδη προείπει η συγγραφέας και “Στης αγάπης θάλασσα”,

“ο κόσμος μονάχα όταν τον μοιράζεσαι, υπάρχει”.

Ολα σε σχέση, σ' αυτή τη ζωή, και ως Καθηγήτρια η ίδια με εξαιρετικές σχέσεις φαντάζομαι και με τους μαθητές, φαίνεται να το ξέρει:

“Κάθομαι μερικές φορές και σκέφτομαι: να μπορούσα, λέει, να ξαναγυρίσω στο παρελθόν, να τακτοποιήσω μερικά πράγματα, ν' αποτελειώσω κάποια άλλα”... Είχε βάλει ήδη το σημαδάκι της σ' αυτήν την εξαίσια ψυχαναλυτικά συγγραφική εμμονή από το πρώτο της κιόλας βιβλίο.
Και τώρα επιστρέφει με έναν έρωτα σχεδόν αρχετυπικό. Γνωρίζοντας καλά πως μόνο αν χάσεις, έχεις ελπίδα να βρεις την ψυχή σου. Εάν την χάσεις στην άβυσσο ενός έρωτα που θα έρθει απρόσμενα και θα σε βάλει σε κίνδυνο. Θα απαιτήσει από σένα, τον εαυτό σου και τις σταθερές σου. Το έδαφος που πατάς. Τη γαλήνη.

“Γηράσκω αεί αναθεωρών”, ο ήρωάς της. Θα αναγκαστεί να σπάσει τα όρια. Εξάλλου, παρά τα Συνέδρια, τις Δημοσιεύσεις και τις επιτυχίες, πίσω, μια ρημαγμένη ζωή. Το βιβλίο μας εισάγει στον θάνατο προτού μας προσφέρει το ερωτικό ελιξίριο.
Ο νεκρός φίλος του καθόλου τυχαία το ότι είναι από το ίδιο νησί που κατάγεται ο έρωτας, η Ευρυάλη. Η Ευρυάλη που αριστεύει και μαγεμένη τον αναζητά στα έδρανα για να τον ακούσει, μια ζωή για να τον ακολουθήσει.
Η Ευρυάλη που θα τον βγάλει από τη μοναξιά του και θα τον βάλει για πρώτη φορά στον πειρασμό της αφής:

“Η αφή, ο σπινθήρας της αφής, μονάχα η αφή. Η αφή, η πιο ταπεινή απ' όλες, αυτή λυτρώνει”.

Η Ευρυάλη που θα του αποκαλύψει τα όριά του, θα του διδάξει τον κόσμο μέσα από νέες σταθερές, θα του γυρίσει κακό και καλό ανάποδα σαν το πουλόβερ:

“Το βράδυ όταν περνάς απαρατήρητη
γεμίζεις τα δάχτυλά μου με μελάνι
τις αναμνήσεις με εκατό σελίδες
όλες ανάρμοστες”
(Στέφανος Ροζάνης)

Εξάλλου, δεν έχει και τίποτα να χάσει. Παρά τις επιτυχίες, παραμένει με μια συναισθηματικά, άδεια και ρημαγμένη ζωή:

“Η ζωή είναι ένα παιχνίδι επικίνδυνο, ιδιαίτερα όταν το παίζεις με τους άλλους”. Κι απόψε αυτό “το σούρουπο είχε τη θλίψη αιώνων”. Τώρα το ποτάμι δεν δεν γυρνούσε πίσω. Ηταν πολύ αργά πλέον. Τι ν' άλλαζε, από πού ξεκινώντας, τι προλάβαινε; Αν μετακινούσε “μια πέτρα, γκρεμίζονταν το σπίτι”, αν άρθρωνε, όπως ένιωθε, έστω και “μια λέξη, έπεφτε ο ουρανός”. Η ζυγαριά της ζωής του ήταν πια τσακισμένη”.

“Ευχαριστώ”, μονολογούσε πολλές φορές, “αλλά μη μ΄ αγαπάτε, σας παρακαλώ. Σφάξτε με, καλύτερα!” Και να πεις πως δεν τον συμβούλευε η μητέρα του, από μικρό; “Προσοχή να μη σε κάνουν γεφύρι”.

Προσοχή, να μη σε κάνουν γεφύρι!
Κι επιτρέψατέ μου σ' αυτό το σημείο να πω στην Αδαμαντίνη ένα μεγάλο ευχαριστώ, επειδή επιτέλους κατάλαβα τί ήταν εκείνο, τι είναι εκείνο που με μαγεύει μέσ' τα βιβλία της, αυτό ακριβώς “το ατσαλάκωτο” και ενδεχομένως και το ότι μπορεί να έχω ήδη γίνει ”γυναίκα- γεφύρι”.

Η οξυδέρκειά της στο θαυμαστό και στη λεπτομέρεια, πάνω απ' όλα με μαγεύει. Η υποδόρια τρυφερά ποιητική της γλώσσα και μια επί της ουσίας επαναστατική ηθική. Η επισήμανση της λεπτομέρειάς της και η ανάδειξή της σε σημείο κομβικό:

“Η θάλασσα κι η κοινωνία χωνεύουν τα πάντα. Ωστόσο μπορείς να πνιγείς εύκολα από έναν λόγο ή από μια κουταλιά νερό”.

Η ντοστογιεφσκική μοναξιά του ήρωά της:

“Όταν απλώνεις το χέρι κι οι άλλοι κρατάνε το δικό τους στην τσέπη, όταν εκλιπαρείς για μια τους λέξη κι ακούς την ηχώ, την τρομαγμένη ηχώ της δικιάς σου φωνής, κάποιος τότε ξαναστρώνει το μοναχικό σου κρεβάτι με τα κρύα σεντόνια της μοναξιάς”.

Και η αυτοδιάθεση μέχρι αυτοθυσίας της ηρωίδας της, σαν τη Μικρή Γοργόνα του Άντερσεν:

“Η μάγισσα λέει στη Μικρή Γοργόνα:
“Η ουρά σου θα χωρίσει στα δυο και θα μικρύνει
και θα γίνει αυτό που οι άνθρωποι λένε όμορφα πόδια,
αλλά θα πονέσει σαν να περνάει από μέσα σου ένα κοφτερό σπαθί. Κάθε βήμα που θα κάνεις θα είναι σαν να περπατάς πάνω σε ένα μαχαίρι τόσο κοφτερό, που θα κάνει το αίμα σου να τρέχει”. Όταν η Μικρή Γοργόνα στέκεται τελικά μπροστά στον αγαπημένο της πρίγκιπα, τα καινούργια της πόδια, που τα είχε ανταλλάξει με την υπέροχη φωνή της, αιμορραγούν. Ο πρίγκιπας δεν το προσέχει κι εκείνη δεν παραπονιέται”.
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν)

Ο ήρωάς της, όσο κρατά αυτός ο απίστευτα θεικός, αλλόκοτος έρωτας, τον βιώνει διπλά, όπως ξέρει κι όπως δεν ξέρει. Αναζητώντας την αρχικά στο χαρτί, αλλά παρόλα αυτά:

“Η ίδια η ζωή, στα πάνω και στα κάτω, τον αχρηστεύει, τον φιμώνει τον λόγο. Μόνο να κάθεσαι να την κοιτάς μπορείς. Μόνο να την κοιτάς, όχι να την περιγράφεις”.

Θα βιώσει την κόλαση του ανεπίτρεπτου και του επιτρεπτού,
“Όχι! Δεν θα μου πάρετε την αστραπή απ' τα χείλια!”
(Πολ Βαλερί)
θα γίνει ο ερευνητής και το πείραμα, συγχρόνως. Εξάλλου έτσι έχει μάθει, αυτό γνωρίζει, να είναι σκληρός πρώτα με τη δική του ψυχή, με τα δικά του επιθυμώ, λαχταρώ, επιτρέπεται, θέλω:
“Η ψυχή του γινόταν αυστηρός κριτής των ίδιων των αναγκών της. Σαν να ντρεπόταν που τολμούσε ξανά να νιώθει πως υπάρχει ακόμα καιρός. Καιρός για τί ακριβώς; Αυτό ντρεπόταν πολύ, ντρεπόταν στ' αλήθεια να το προσδιορίσει”.

Αλλ' είναι και η έρημος που μια ζωή κουβαλά, όντας έρημος τελικά ο ίδιος:

“Έπειτα, δεν ήταν ο χρόνος που τον βάραινε και τον έθλιβε' ήταν που δεν είχε με ποιόν να μοιραστεί το πέρασμά του, ήταν που δεν είχε τρόπο ουσιαστικά να τον γεμίσει με άυλα, πολύτιμα παραγεμίσματα, πλην αυτών της επιστήμης του”.

Παρ΄ότι διδάσκοντας θα λέει και θα ξαναλέει στους μαθητές:
“Σας παροτρύνω λοιπόν ν' ακολουθήσετε τα όνειρά σας και σας βεβαιώνω πως όλοι μας “έχουμε πινέλα και χρώματα να ζωγραφίσουμε τον Παράδεισο και να πούμε μέσα”.
Στη δική του ζωή, έχει μείνει ο σοφός καθηγητής, μεταξεταστέος.

Η συγγραφέας γνωρίζει καλά κι από ατμόσφαιρα, κι από χαρακτήρες, κι από αντιφάσεις ψυχής, αλλά πάνω απ' όλα γνωρίζει καλά Ποίηση και στήνει μια απίστευτη ιστορία. Σε κάθε της βιβλίο ανοιγοκλείνει κεφάλαια με στίχους ποιητών αλλά σ' αυτό στρώνει ένα θεικά ποιητικό μωσαικό σε όλη την ιστορία.
Πατώντας σε ό,τι άξιζε, σώθηκε, αγάπησε, δίνοντας σε μια ερωτική σχέση σχεδόν υπαρξιακή (κανένας από τους δυο μετά απ' αυτή την Συνάντηση δεν θα παραμείνει ο ίδιος), μια διάσταση αρχετυπική.
Γι' αυτό είναι ο έρωτας, για να γνωρίσει ο καθένας τη ψυχή του.
Και παίζει. Με τον Παράδεισο και την με Κόλαση, με τον Βιτκενστάιν και με τον Μπόρχες, με τον Ελύτη, τον Κάλβο και με τον Σολωμό, με τον Βαλαωρίτη και με τον Δημουλά με...

“Το παρελθόν μιας αυταπάτης! Ο Κάλβος και ο Σολωμός έζησαν είκοσι χρόνια στην ίδια πόλη, χωρίς ποτέ να συναντηθούν. Ο ίδιος έζησε σ' όλη του τη ζωή με τη λαχτάρα και την προσμονή της ευτυχίας και άφιξη δεν του ανακοινώθηκε ποτέ... Στα γράμματα τα πέτυχε όλα. Στη ζωή πού ήταν το λάθος”.

Οροθετώντας αλλού και αλλιώς τώρα πια την ήττα.

Ο ήρωάς της, αναζητώντας στην Ευρυάλη τον Έρωτα και τον Χαμένο Καιρό, ανακαλύπτει τελικά και ξαναγράφει το μισοσβησμένο, χαμένο πρόσωπό του:

“Το κενό του χρόνου, ήταν για να νιώσουμε την ικανοποίηση της εύρεσης, της συνάντησης και στη συνέχεια την απογοήτευση της απώλειας της πρόσκαιρης κτήσης. Ισως συναντάμε τον μίτο και τον χάνουμε σε μια πράξη πίστης, σε μια αρμονία, σ' ένα όνειρο ή πολύ απλά, στην απέριττη ευτυχία” (Μπόρχες).

Θα χτυπηθεί ανελέητα, αμείλικτος με τον ίδιο του τον εαυτό και θα βασανιστεί:

“Πόσο σου ταιριάζει Ιουλιέτα ο στίχος του Σαίξπηρ, μα αλίμονο, κανείς καθρέφτης δεν θα με δείξει Ρωμαίο”.

Απίστευτα γενναίος και γενναιόδωρος, απ' τη ζωή του άλλωστε πια πέρασε η αγάπη:

“Από αύριο θα σαι η επίσημη ξένη των απόκρυφων σελίδων μου. Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ ούτε στον απάνω ούτε στον κάτω κόσμο. Έμπλεος από σένα πώς κι από πού να σε φωνάξω; Χύνεται μέσα μου η φωνή μου και δεν μ' ακούς και δεν μ' ακούω' και σε ζητώ και δε σε βρίσκω γιατί είσαι όπου είμαι κι είμαι όπου είσαι και κανείς μας δεν είναι όπου είναι. Απροσδιόριστοι στον κόσμο”.

Ευγνώμων στον Κόσμο, τελικά, επιτέλους ευγνώμων και στη Ζωή.

“Το φύλλο που έπεσε μπροστά μου
το σήκωσα και το ξανάδωσα στο δέντρο”.
(Βύρων Λεοντάρης)

Διότι, όπως θα πει:

Όμως “εμείς ζήσαμε το θαύμα. Κι ο απόηχος των θαυμάτων ποτέ δεν εκλείπει. Στην ευχή μου, δηλαδή στην αγάπη μου”.

Θα πράξει, όπως πρέπει. Αναγνωρίζοντας πως στη ζωή του έφτασε κάπως αργά. Θα φέρει με ευγνωμοσύνη σχεδόν κι αυτά τα ανεπούλωτα τραύματα:

“Λοιπόν θα ξαναπάρω
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει στην τρύπα του
το πόδι του που του 'κοψε το τραίνο”.
(Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι)

Παρηγορητικός άλλοτε,

“Δεν φοβάμαι τίποτα πια, μη φοβάσαι το παραμικρό. Ό,τι κι αν γίνει, ο δικός μας “ο ουρανός θα το γυρίζει γρήγορα στο γαλάζιο”.

Αστείος, όσο ποτέ (επιτέλους γελά, εκείνη του μαθαίνει και να γελά):

“Θα κάνω παν το δυνατόν δια να σε αποκτήσω και οποιαδήποτε δουλειά να 'ρθω να σε ζητήσω. Μη με ποτίζεις στεναγμοί προ της κλειστής σου θύρας και μου πετάς γι' ανταμοιβή ογκώδεις ποτιστήρας”.

Στη ζωή τους τα πάντα πια αποκτούν συμβολική σημασία:

“Κιμωλία ψάχνετε? Έχω εγώ να σας δώσω!”

Ακρωτηριασμένος, ανεπανόρθωτα:

“Με πέτρινους στίχους χτύπησα το χαρτί
Τινάχτηκε μια θάλασσα μαλλιών
Ψηλά
Άναψαν κυπαρίσσια
Και πώς να γράψω απόψε
Τα χέρια μου έγιναν κλαδιά”.
(Βαγγέλης Δημητριάδης)

δεν πρόκειται ποτέ μα ποτέ να είναι ο ίδιος.

Μια από τις σπάνια σπαρακτικές ερωτικές ιστορίες, που είναι και δοκίμιο αυτογνωσίας για όσους υπήρξαν μόνον πολύ καλοί μαθητές. Για την τσαλακωμένη μας καρδιά που κάποτε γίνεται κλειδί για να περάσει κανείς στον όντως εαυτό, στα ουράνια.

Και σίγουρα, το πιο καλό της βιβλίο. Αυτό το παιχνίδι με την ποίηση και με τις λεπτές αποχρώσεις της ψυχής, έγινε σχεδόν ένα αρχετυπικό ερωτικό παιχνίδι. Με την σπουδαιότητα που αποδίδουν στο παιχνίδι τους τα παιδιά. Και με τις “μοιραίες διαστάσεις” που επιβάλει σχεδόν, ο Θείος Έρως.
Επιτρέψατέ μου να κλείσω καρκινικά, με τους στίχους εκείνους που αποτελούν και το κλειδί της ιστορίας. Κάθε ερωτικής ιστορίας:

“Αλλά εκεί με πρόσμενε αυτός που δεν με γνώριζε,
εκείνος που δε μ' άφηνε να μπω στον εαυτό μου”.

Διότι μονάχα μέσα απ' τον άλλον, μπορώ να είμαι ο ίδιος!

Αδαμαντίνη, γι' αυτό το υπέροχο ταξίδι, στον έρωτα της γλώσσας και της ανθρώπινης ψυχής πάνω απ' όλα, σ' ευχαριστώ.
Σ' ευχαριστώ επίσης για την εμπιστοσύνη και για τη φιλία.

ΥΓ. Αυτά και πολλά άλλα ειπώθηκαν χθες, σε μια κατάμεστη αίθουσα από αγάπη' φοιτήτριές της και φοιτητές της, συμπατριώτες της, φίλοι, συνάδελφοι και συγγενείς. Και η Αδαμαντίνη τόσο οικεία, τόσο ζεστή, τόσο ευγνώμων στους πάντες...
Ξεκινώντας, το πρώτο που είπα είναι ότι δεν υπάρχουν “τυχαία” σ' αυτή τη ζωή. Και πριν φύγω ως το βράδυ ήρθε η ζωή να το επιβεβαιώσει.
Με πλησιάζει μια κοπέλα να την πω? Κυρία? δεν γίνεται να κατατάξω τους ανθρώπους, διότι δεν αισθάνομαι και τον χρόνο που περνά.
“Δεν θα με θυμάστε...” μου λέει.
“Κι όμως, κάτι, κάτι...” (μου θυμίζει πράγματι, δεν την παρηγορώ).
“Είχαμε κάνει κάποτε ένα ταξίδι στο Λεονίδιο, μαζί με τον Μανόλη τον Γλέζο”.
“Α τί μου θυμίσατε! Κι έχω από τότε και μια φωτογραφία εκπληκτική. Από μιαν άγνωστη μέσα στο πούλμαν! Κανένας δεν με έχει δει τόσο πολύ, τόσο βαθιά, όσο αυτή, την βάζω σε αφίσες, σ' αυτιά βιβλίου....”
“Εγώ! Εγώ είμαι αυτή! Εγώ σας είχα στείλει τότε εκείνη τη φωτογραφία! Μου έκανε εντύπωση το βλέμμα σας, σκέφτηκα να μια γυναίκα που θα μπορούσε να σκοτώσει ή να θυσιαστεί. Γι' αυτό σας πλησίασα, έχετε ακόμα το ίδιο βλέμμα”.
Την λένε Άσπα, δουλεύει σε κτηματομεσιτικό γραφείο και δεν φωτογραφίζει πια.

14/6/09

Ισως και μόνο μνήμη να είμαστε...

"Είναι μεγάλος θησαυρός ένας φίλος που υπήρξε μάρτυρας της ζωής σου από τόσο νωρίς. Τέτοιοι φίλοι μάς διαβεβαιώνουν πως υπήρξαμε, πώς ζήσαμε τότε εκείνο το απίστευτο, όταν εμείς, με τα χρόνια αρχίζουμε να έχουμε κάποιες αμφιβολίες για το παρελθόν μας, για τον παρελθόντα εαυτό μας. Χρειαζόμαστε μάρτυρες να μας βεβαιώνουν ότι εκείνο που θυμόμαστε όντως έγινε, δεν το φανταστήκαμε, δεν το ονειρευτήκαμε, τώρα που η μνήμη, τραβώντας πολύ πέρα μακριά, γίνεται πιο γοητευτική αλλά και πιο αναξιόπιστη"...

"Ισως και μόνο μνήμη να είμαστε, και η αιωνιότητα διάσωση μνήμης να είναι"...

Μάρω Βαμβουνάκη "Χορός μεταμφιεσμένων" (Εκδ. "Ψυχογιός)

ΥΓ. Είναι κάποια βιβλία που εξακολουθούν να φωτίζουν τη νύχτα σου σαν φωτεινός τυφλοσούρτης ή σαν το δικό σου αστέρι που ως μάγος χαμένος ακολουθώντας το θα φτάσεις στην φάτνη, ακόμα και αν αναρρωτιέσαι, υπήρξες? Και ούτε που σε πειράζει, τελικά, διότι έτσι ή αλλιώς σου μένει η αγάπη. Σε δυναμώνει, σου ανήκει(απ' τα σπλάχνα σου εκπορεύεται) και μόνον αυτή, σου αρκεί.

8/6/09

Συμπτώματα

ΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ

Και σαν σκιές επιστρέφουμε
μ’ ανείπωτα λόγια
φωνήεντα που διαθέτουν αφή
σύμφωνα, κάψουλες μνήμης
ασήμαντες ιστορίες
δίχως συμπέρασμα
μαχαιράκια που
κόβουν και αιμορραγείς
με διάφανο αίμα
Μονάχα η άνασσα σου λειψή
Το μόνο σύμπτωμα
κι άντε να συνειδητοποιήσεις
πώς φταίνε τα σύμφωνα
και τα φωνήεντα
η σχεδόν αόρατη γραφή
το διάφανο αίμα.
Αλλά το σύμπτωμα το έχεις

Το γράμμα που δεν έχεις

Σε σκοτώνει


Τρίτη 25 Ιουλίου 2006, ALS, 7η μέρα



ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Απ’ το πρωί καθαρίζει
τις τύψεις, πρώτα,
σε βάθος’
Αλλού να πάτε
εδώ στερήσατε μια ζωή.
Τη νοσταλγία, κατόπιν.
με τόσο παρελθόν
πού να προλάβει
το αμήχανο παρόν
να ξεμυτίσει.
Άφησε την ελπίδα
τελευταία.
Την πιο σκληρή.
Αν έλειπε αυτή
δεν θα ‘χε σπάσει
τόσες φορές τα μούτρα της
κάτι θα είχε ζήσει
δεν θ’ άφην’ έτσι τον καιρό
άμμο, νεράκι, αεράκι
να κυλήσει.
Αυτήν θα τιμωρήσει περισσότερο
κρατώντας την φυλακισμένη
ως το τέλος.
Συνήθισε εξάλλου.

Πού να πηγαίνει πια χωρίς αυτήν….

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006



ΓΡΑΜΜΑ- ΚΕΡΑΚΙ

Κερί αναμμένο’
στον πόνο
στον φόβο
στο ποίημα

Φλόγα που σβήνει
στον χρόνο
στον στίχο
στο μνήμα

Στάχτη που μένει
στο άσπρο χαρτί
τώρα που η εικόνα σου χάνεται
τι θ’ απομείνει’

Γράμμα που σβήνει.

Σάββατο 4 Μαρτίου 2006, Β’ Ψυχοσάββατο



ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΔΙ ΜΙΑΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ

Αναβοσβήνει
έξω το φως
σαν αστραπή
σε νηνεμία
κοίτα τι σχήμα
ο ουρανός
χείλη και χέρια
τα δικά σου
αχ και να μ’ άγγιζαν’
πώς να σε φτάσω εκεί
φτάνει το ποίημα;
λέξεις που ξεχειλώνουν
τρίβονται σαν μπισκότα
μάδησαν σαν τα χρόνια
τώρα πρέπει να βρούμε
τη νέα γραφή
και στην ανάγκη
ας την επινοήσουμε κιόλας
ειδ’ άλλως η αστραπή
δεν πρόκειται ποτέ
να μας χαιδέψει.

Για το χάδι μιας αστραπής,
λοιπόν,
ας γίνουν όλα.

Κυριακή 5 Μαρτίου, 2006, πρωί, ώρα οκτώ



ΑΝ ΕΒΡΙΣΚΕ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Να πάει κάπου να χωθεί
μονάχα ετούτο θέλει
χνουδάκι να γίνει
φύκι, όστρακο, ρείκι
χαμομήλι
να την αγγίζουν
να την πατούν
να την αφήνουν ήσυχη
έτσι να τους περνάει
δίπλα σαν φάντασμα
να μη μιλά
να μη γελά
να μην παίζει πια
ρόλο κανένα
Ο εαυτός της
ένα τίποτα ανακουφιστικό
Να πάει κάπου να χωθεί
πετρούλα θέλει να ‘ναι
ένα με την ξερολιθιά
να γκρεμιστεί με τον τοίχο
του αγίου Κάποτε
ή Ποτέ
Ήσυχη θέλει νάναι
δηλαδή Καμία
να μη χρειάζεται να γράφει
ιστορίες αμήχανες για να χάνεται
να μη χρειάζεται
το τραύλισμα στο ποίημα
να την ακούσει ο Θεός
και να την λυπηθεί
δίχως αυτή τη μάταιη
προσευχή της
Ν’ αναπαυτεί
χωρίς χαρτί
και δίχως άχρηστα λόγια
Να καταλάβει τι ψελλίζει
δίχως ποτέ της να το πει
στη νέα γλώσσα
την ανείπωτη
Να δει το γράμμα που αγνοεί
να σχηματίζεται
επάνω στο χαρτί
Αχειροποίητο
Και ας πεθάνει εν ανάγκη
ας στερηθεί τα πάντα
αφού έχει στερηθεί
έτσι φλύαρα βουβή
ήδη τα πάντα.

Αν έβρισκε το γράμμα….


Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006



ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Αχειροποίητο να ‘ναι
το ποίημα
έτσι ήθελε’ σαν εικόνισμα.
Μονάχα που αγνοούσε τι να κάνει.
Αν έκοβε τις φλέβες της;
αν περπατούσε όλη τη νύχτα στο βουνό;
αν σκότωνε έναν άντρα;
αν πέρναγε εκείνο το ποτάμι;
Στην άλλη όχθη
στη στέρηση
στο πέρα απ’ το βουνό
στο επέκεινα
θα έβλεπε το ποίημα;
Σαν πινακίδα από νέον στον ουρανό
Σαν το ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα.
Την καταιγίδα, όμως, θα πρέπει
πρώτα να περάσει’
να διασχίσει αστραπές
να κλείσει στις βροντές
τ’ αυτιά της
ν’ αντέξει τη νεροποντή
Κι έτσι βρεγμένη, τρομαγμένη
και ολόφωτη να δει το γράμμα
Μέσα απ’ το μοβ
το κίτρινο
το ροζ…
Εκείνη στο ροδί πάντα θα ποντάρει
να δει να σκάει η τύχη
μια και δυο φορές
Την τρίτη, θα τα χάσει όλα
αλλά θα ‘χει δει το ποίημα.
Ένα ξένο, τελικά, ποίημα,
εκεί ψηλά στον ουρανό.

Αλλά μήπως και το ουράνιο τόξο
ήτανε δικό της;

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006

ΤΕΛΟΣ

4/6/09

Ο κόσμος έχει πάντα μυστικά. Το θέμα είναι να ξέρεις πού να ψάξεις

“ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΤΑΤΟΥΑΖ” του Στιγκ Λάρσον, Μετάφραση: Γιώργος Μαθόπουλος, Πρόλογος: Μανώλης Πιμπλής, Εκδ. “Ψυχογιός”, σελ. 672, e 22

“Ο Αρμάνσκι δυσκολευόταν να συμφιλιωθεί με τη σκέψη πως το αστέρι των ερευνητών του ήταν ένα χλομό, αδύνατο, ανορεκτικό κορίτσι, με κοντό μαλλί και τρυπημένα φρύδια και μύτη. Είχε ένα τατουάζ δύο εκατοστών στο λαιμό της που παρίστανε μια σφήγκα, άλλο ένα σαν γιρλάντα στο αριστερό της μπράτσο κι ένα γύρω από τον αστράγαλο. Βλέποντάς τη με μια λινή πουκαμίσα, διαπίστωσε πως είχε κι ένα μεγαλύτερο τατουάζ στην ωμοπλάτη της, που παρίστανε ένα δράκο... 'Ηταν είκοσι τεσσάρων χρόνων μα έδειχνε για δεκατεσσάρων”.
Η Λίσμπετ, είναι “το αστέρι των ερευνητών”, “το κορίτσι με το τατουάζ” το κορίτσι του τίτλου.
Η ιστορία, όμως, έχει τις ρίζες της τριαντάξι χρόνια πριν, όταν η Χάριετ Βάνιερ, γόνος μεγαλοβιομηχανικής οικογένειας, εξαφανίζεται μυστηριωδώς σε ένα σουηδικό θέρετρο κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού φεστιβάλ. Τριάντα έξι χρόνια μετά, όλοι έχουν συμφιλιωθεί με το άλυτο αίνιγμα και μοιάζει να έχουν ξεχάσει την απώλεια. Εκτός από το θείο της, Χένρικ Βάνιερ, ηλικιωμένο πια με μοναδικό σκοπό της ζωής του να λύσει αυτό το μυστήριο. Αλλωστε, τα σαράντα τρία κορνιζαρισμένα λουλούδια στο γραφείο του, φαίνεται σα να τον περιγελούν, δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Τα πρώτα επτά ήταν δώρα της ανιψιάς του πριν από την εξαφάνιση. Τα υπόλοιπα έφταναν ανώνυμα κάθε χρονιά στα γενέθλιά του.
Για να λύσει τον γρίφο, απευθύνεται στον Μίκαελ Μπλούμκβιστ, συνεκδότη του περιοδικού Μιλένιουμ, σπουδαίο κι αδέκαστο οικονομικό αναλυτή. Ο οποίος ξαφνικά και ακατανόητα βιώνει το επαγγελματικό βατερλό του καταδικαζόμενος για δυσφήμιση. Ο μοναδικός λόγος που, ο Μίκαελ δέχεται, είναι η υπόσχεση του Βάνιερ ότι γνωρίζει ενοχοποιητικά στοιχεία για τον βιομήχανο Χανς 'Ερικ Βένερστρεμ. Παλιό συνεργάτη του.
Το κορίτσι με το τατουάζ, η αλλόκοτη Λίσμπετ με το μυστηριώδες παρελθόν, θα κληθεί πρώτα για να ερευνήσει για τον Μίκαελ και μετά ως ο προσωπικός του βοηθός. Τα γεγονότα θα ξετυλίγονται, μέσα από λεπτομερείς ευφυιέστατες και αποκαλυπτικές έρευνες, σαν βεντάλια: οικονομικές απάτες και βιομηχανικά σκάνδαλα, υποκλοπές, οικογενειακά μυστικά, σεξουαλικές διαστροφές και ένας κατά συρροή δολοφόνος που τιμωρεί με εδάφια από την βίβλο!
Το ημερολόγιο της εξαφανισμένης Χάριετ, θα σταθεί ο αρχικός οδηγός. Ο Μίκαελ και η Λίσμπετ, θα αναζητήσουν σε χώρο και χρόνο, τα ίχνη.
Παρά τους καταιγιστικούς ρυθμούς δράσης και τις διαρκείς ανατροπές, στην ιστορία αυτό που πρωτίστως σαγηνεύει είναι οι ήρωες: αντιφατικοί, με μυστικά και ψέματα και σκοτεινό παρελθόν, γοητευτικοί μέσα στις λεπτές αποχρώσεις. Εκτός των τριών βασικών, είναι και τα μέλη της οικογένειας Βάνιερ με το σκοτεινό παρελθόν και τις παράξενες συνήθειες. Και η Ερρικα, φίλη, συνεκδότρια και σύντροφος ερωτική του Μίκαελ παρά τον παράλληλο γάμο της. Και η παράδοξη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο Μίκαελ και στην Λίσμπετ. Μια τρυφερή ιστορία ερωτική που μας αφήνει με ορθάνοιχτο τέλος.
Η ατμόσφαιρα της σουηδικής επαρχίας σχεδόν πρωταγωνιστεί. Με τα ξύλινα ή πέτρινα σπίτια, τις παλιές επαύλεις και τα κρυμμένα υπόγεια.
Με τον υφέρπον ρατσισμό, τα παλιά ναζιστικά εγκλήματα και με την γυναίκα να αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο. Ο... βιβλικός τιμωρός εξάλλου “την ανομία των γυναικών” ξόρκιζε κακοποιώντας τελετουργικά τα θύματα. Το αποτέλεσμα, τεράστια έκπληξη και για τον οξυδερκέστερο αναγνώστη.
Ένα βιβλίο, αστυνομικό και ψυχολογικό θρίλερ κατ' αρχάς, που όμως είναι κι ένα απίστευτα ενδιαφέρον ερωτικό τρίγωνο. Μια τοιχογραφία της σύγχρονης πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και συναισθηματικής διαφθοράς. Όταν σε μια κοινωνία νοσεί ένας τομέας, σκοντάφτουν τα πάντα.
Εξαιρετικά τα σχεδόν δοκιμιακά κομμάτια για τον σαδομαζοχισμό και οι ήρωες τόσο απτοί που είναι να λυπάσαι για τον πρόωρο θάνατο του συγγραφέα, ο οποίος δεν πρόλαβε παρά να υπογράψει τρία βιβλία.
Πολυεπίπεδο, με πολυπρισματική αφήγηση και δομή βιβλίο που, παρά το σασπένς, βυθίζεσαι τόσο στα όσα καταγγέλλει κι αναζητά που δεν θέλεις να σου τελειώσει για να μη το αφήσεις από το χέρι.
Ο συγγραφές του, εξάλλου, εκτός από την απίστευτη αφηγηματική του ικανότητα, γενναιόδωρα μας μυεί και στα μυστικά της δουλειάς του. Ο τρόπος που ερευνάται η διαφορά (οικονομική, κοινωνική, προσωπική), σου αλλάζει μεθοδολογία σκέψης.
Η οικογένεια Βάνιερ είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας, με όλα της τα χαρακτηριστικά και την διαφορά. Παρ' όλα αυτά ο αναγνώστης πολλές φορές θα γελάσει και θα αιστανθεί τρυφερά. Το “ανορεκτικό” κορίτσι δε με τα τατουάζ, θα του ανατρέψει όλα τα δεδομένα.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε το 1954 στη Σουηδία.
Υπήρξε οικονομικός αναλυτής, δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης του σουηδικού πολιτικού περιοδικού Expo.
Η τριλογία του με τίτλο “Millenium” αποτέλεσε παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο, αφού πρώτα βρέθηκε στις λίστες ευπωλήτων βιβλίων στη Σκανδιναβία, και στη συνέχεια απογειώθηκε και στις υπόλοιπες χώρες όπου έχει εκδοθεί. Οι πωλήσεις των βιβλίων του έχουν ξεπεράσει τα οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα, τα δικαιώματα της τριλογίας έχουν πουληθεί σε περισσότερες από 38 χώρες και ήδη προβάλλεται η πρώτη κινηματογραφική ταινία της σειράς.
“Το κορίτσι με το τατουάζ” τιμήθηκε το 2005 με το Glasnyckeln, το πιο σημαντικό σκανδιναβικό βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας, και το 2008 με το ITV3 Crime Thriller Award, ενώ το 2009 κέρδισε το βραβείο Que Leer Prize.
Το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας, “Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά”, βραβεύτηκε το 2006 ως το καλύτερο σουηδικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ενώ το τρίτο βιβλίο “Παλάτια στον ουρανό”, τιμήθηκε με το Glasnyckeln το 2008. Δυστυχώς ο συγγραφέας δεν πρόλαβε τον λογοτεχνικό του θρίαμβο, αφού λίγες μέρες μετά την παράδοση των τριών τόμων του χειρογράφου του, πέθανε από καρδιακή ανακοπή. Από τις Εκδόσεις “Ψυχογιός” ετοιμάζονται και τα επόμενα δύο βιβλία της τριλογίας.

2/6/09

Με όσα γράμματα έμαθε κανείς...

ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ

Για τη φωτιά έμαθε από το ραδιόφωνο’
πήρε φωτιά, της είπαν, το βουνό σου
Παιδικά χρόνια,
παραμύθια,
κυνηγητό,
πατό,
νεράιδες και
αράπης,
όλα στάχτη.
Τώρα θα ζει μιαν άλλη εποχή
εξόριστη
σε μια καινούργια
άγνωστή της
χώρα
Για τη φωτιά, μόνο το έμαθε.
το κάψιμο το ένοιωσε
και τώρα έκπληκτη
χαιδεύει τα σημάδια.

ΥΓ: ΤΟ ΑΠΟΝ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ

Πού να χωρέσει σε εικοσιτέσσερα γράμματα
Θάνατος, Έρωτας, Θεός
Το Ενδεχόμενο, απόν
μονάχα πανταχού παρούσα η Απουσία
και η Εξήγηση ακατάδεχτη,
άντε μισή παραπλανητική κουβέντα.
άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε!
Δες την, σφυράει!
Λες κι έχει κι άλλη ζωή
για να εξηγηθεί.

Αλλά με όσα γράμματα έμαθε κανείς
πορεύεται.

1/6/09

Η ζωή τραβάει εκεί όπου την πάμε εμείς

Το δώρο μου (κι άλλο δώρο)

Μερόνυχτα Σαββάτου
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα
Η ζωή τραβάει την κατηφόρα

Συνήθως οι Κυριακές είναι προδιαγεγραμμένες, όμως κάπου κάπου μας κάνουν και την έκπληξη. Εκτός από εκκλησία, βουνό, θάλασσα, σινεμά, τηλεόραση, περίπατος, εστιατόριο, μπαρ, είναι και κάποιοι που ακολουθούν την ίδια την Κυριακή κι όπου τους βγάλει.
Μεσοβδόμαδα μου τηλεφώνησε μια παλιά κι αγαπητή φίλη να με ρωτήσει, αν την ερχόμενη Κυριακή το απόγευμα μπορώ να τη συνοδεύσω σε μια γιορτή που γίνεται προς τιμή της σε κάποιο σχολείο. Διέκρινα στην ερώτησή της περισσότερο απαίτηση και λιγότερο παράκληση, όμως αυτό με ευχαρίστησε, γιατί έτσι πρέπει να γίνεται μεταξύ φίλων. Είπα ναι.
Κυριακή πρωί τηλεφώνησα σε έναν παλιό κι αγαπητό φίλο, τον Νίκο Δήμου, αν μπορεί να ρίξει μια ματιά στο κομπιούτερ μου και παρόλο που είχα να τον δω μερικά χρόνια, είπε ναι, γιατί έτσι πρέπει να γίνεται μεταξύ φίλων. Ο Δήμου προπορεύεται σε μερικά χαρίσματα κι ένα απ’ αυτά είναι και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Το έφτιαξε αμέσως και μετά έβγαλε από την τσάντα του κάτι που έμοιαζε με μικρή αφίσα ή με μικρό πίνακα ζωγραφικής. Μόνο όταν το πήρα στα χέρια διαπίστωσα ότι πρόκειται για βιβλίο, βιβλίο με ποιήματα, ίσως το πιο λεπτό που έπιανα ποτέ, όχι όμως και το πιο ελαφρύ. Πάνω και κάτω στο εξώφυλλο υπήρχαν στη σειρά εννιά πορτρέτα του συγγραφέα, σαν ταινία σινεμά, από νηπιακή ηλικία μέχρι τη σημερινή και στη μέση του εξωφύλλου η λέξη GERONTION γραμμένη εφτά φορές (εβδομήντα χρόνια;) σαν αναποδογυρισμένη πυραμίδα. Ξεκινούσε από κάτω προς τα πάνω, με το πρώτο GERONTION γραμμένο με πολύ μικρά γράμματα και όσο ανέβαινε μεγάλωνε, μεγάλωνε κι άλλο, ώσπου στο έβδομο σκαλοπάτι γινόταν γερό, όμορφο και στέρεο.
“15 ποιήματα της τρίτης ηλικίας” έγραφε από κάτω κι όταν του είπα ότι κι εγώ ανήκω σ’ αυτήν, μου εξήγησε ότι ο τίτλος ανήκει στον Έλιοτ. ‘’Ντρέπομαι να το λέω’’, συνέχισα, ‘’αλλά μέσα μου δεν νιώθω ότι ανήκω σ’ αυτήν, καμιά φορά νομίζω ότι δεν έχω πάει ακόμα στρατιώτης’’. ‘’Το καταλαβαίνω…’’ χαμογέλασε, ‘’Είναι γιατί εμείς ζούμε’’.
Λίγο αργότερα μου τηλεφώνησε η φίλη μου. ‘’Θα περάσω να σε πάρω με το αμάξι στις έξη παρά, καλά είναι; Το σχολείο είναι και κοντά στο σπίτι σου, στην Ιπποκράτους’’. ‘’Έξη παρά είναι ακόμα μεσημέρι’’, απόρησα, ‘’με τον ήλιο θα πάμε;’’ ‘’Για τα νήπια δεν είναι μεσημέρι, είναι ώρα παιχνιδιού’’. Δεν ήξερα για ποια νήπια μιλούσε και θέλησα να το ξεκαθαρίσω. ‘’Για ποια νήπια μιλάς;’’ ‘’Γι’ αυτά που μας περιμένουν’’. ‘’Σε νηπιαγωγείο θα πάμε;’’ τρόμαξα. ‘’Ε, ναι, δεν το’ ξερες; Θα είναι και η βαφτιστήρα μου, την ξέρεις’’. Αυτό με ηρέμησα κάπως. Εκτός από τη φίλη μου, θα ήξερα και κάποιον άλλο εκεί μέσα. Μου άρεζε να το βλέπω αυτό το κοριτσάκι, σε κοίταζε βαθιά και σοβαρά στα μάτια, σαν την Τζοκόντα προτού βρει το βλέμμα της, για να φυτρώσει και το χαμόγελό της.
Σε νηπιαγωγείο δεν είχα μπει ποτέ, εκτός από την αυλή της κυρα Φεβρωνίας τον περασμένο αιώνα, με τα δέκα σκαμνιά ολόγυρα και τη βίτσα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Μαγεύτηκα. Νόμιζα ότι βρισκόμουν σ’ έναν άλλο κόσμο, παραμυθένιο, που οι άνθρωποι ήταν λιλιπούτειοι, εκτός από τη γελαστή βασίλισσα που γύριζε ανάμεσά τους με το μαγικό ραβδί. Και πραγματικά η φίλη μου με τέτοια έμοιαζε. Όσα χρόνια την ξέρω, πάντα σε μαύρα φορέματα τη βλέπω ντυμένη και σήμερα φορούσε ένα μεταξωτό κατακόκκινο φόρεμα φαρδύ και μακρύ, σα να’ ταν περιτυλιγμένη με το ρούχο του ήλιου.
Όσο ανέβαινες τα τρία πατώματα, τόσο μίκραιναν οι άνθρωποι και τα πράγματα. Παντού χρώματα και ζωγραφική. Στους τοίχους, στα πατώματα, τα παιδιά ζωγράφιζαν όπου θέλανε, ο, τι θέλανε, σχέδια και εικόνες και παντού από πάνω τους κρεμασμένοι χρωματιστοί πολυέλαιοι. "Έχει όνομα αυτή η μαγική πόλη;" ρώτησα τη φίλη μου. ‘’Ντόροθυ Σνοτ", είπε σοβαρά. "Ήταν μια κάμπια, που οι φίλοι της την ψάχνανε κι αυτή έγινε πεταλούδα".


Υ.Γ. Καθώς έγραφα το κείμενο, τηλεφώνησε η ιδιοκτήτρια του σπιτιού να μου πει, ότι πουλάει το σπίτι και πρέπει να φύγω. Τώρα που τελείωσα μπορώ να ρωτήσω. ‘’Ξέρει κανείς κανένα ήσυχο σπίτι γύρω από τον Λυκαβηττό;’’

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ
Ελευθεροτυπία 31 Μαίου 2009

ΥΓ. Συνειδητοποιώντας την... αλαζονεία του δικού μου τίτλου (και τη στιγμή που όλα τα αντιμετωπίζω μαγικά και υπερφυσικά) θυμήθηκα δυο στίχους του Σωκράτη (του καινούργιου) που τώρα τελευταία έχουν γίνει και... σουξέ: “Απίστευτος ο κόσμος / κι ο χαρακτήρας μας”.
Διορθώνω, λοιπόν:
Η ζωή μας τραβάει εκεί όπου την οδηγεί ο απίστευτος (και μέγας άγνωστος σε μας) κωλοχαρακτήρας μας.

Καλό Καλοκαίρι να έχουμε κι ας μη καλοαντέχουμε τις ζέστες.