15/5/12

Υπογράφοντας “εν λευκώ” στη ζωή

“Όποιος δεν χάνει, δεν βρίσκει”. Φράση με την οποία ξυπνούσα σαν μάντρα με ένα βάρος στο στήθος κάθε πρωί. Κοιμόμουν με το “κανείς δεν φτάνει στην Ανάσταση δίχως να ζήσει τη Σταύρωση”, αλλ' όμως σαν άνθρωπος επιθυμούσα ανάσταση υπογράφοντας ωστόσο “εν λευκώ” κάθε πρωί στη ζωή. Ιούνιος του 2011 και έχουν έρθει ήδη τα πάνω- κάτω. Νέα ήθη και έθιμα, καινούργιοι όροι όπως Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Μηχανισμός Στήριξης στην πολιτική αλλά και μια εφιαλτική καθημερινή πραγματικότητα, νεόπτωχοι, ανεργία που αυξάνεται, επιχειρήσεις που κλείνουν, ανασφάλεια, χρηματιστηριακή φούσκα που σκάει η μέχρι χθες καθημερινή μας ζωή. Και ταυτοχρόνως εγώ στο ταμείο για να πληρώσω και για τη δική μου προσωπική ζωή. Κανάλια κι εφημερίδες που συρρικνώνονται ή κλείνουν και ο μπαμπάς πριν “φύγει” να με ψάχνει τα βράδια, “κυρία, θα μου πείτε πότε θα έρθει και το δικό μου παιδί;” “ήρθα μπαμπά μου, εδώ είμαι, πάμε για ύπνο”, “αχ δεν μ' ακούτε, περιμένω χρόνια αυτή την ώρα την κόρη μου”, ο μπαμπάς να με ψάχνει όπως ήμουνα πριν. Κι ό,τι ξέραμε να φεύγει σαν κινούμενη άμμος. Τίποτε απ' ότι ζούσαμε και ήταν απλώς μέχρι χθες “η ζωή” δεν- είναι- πια- η-δική-μας- ζωή. Να χαθώ ήθελα. Σαν την ωραία κοιμωμένη να πέσω σε νάρκη και να ξυπνήσω στο χθες. Στο σπίτι, στην εφημερίδα, στον κόσμο στο μεταξύ να έχουν αλλάξει ή μάλλον ακόμα χειρότερα να-αλλάζουν-όλα-αυτήν-εδώ-τη-στιγμή. Ήταν Δευτέρα και το μόνο που επιθυμούσα ήταν να το βάλω στα πόδια, αν γίνεται, και από την δική μου ζωή. Στο διάδρομο της εφημερίδας η γνώριμη κατευναστική φωνή του Στράτου (Ταφλαμπάς, υπεύθυνος των πολιτιστικών σελίδων του Έθνους), “Ελένη, μπορώ να σου πω;” “Ξέρω – κανείς πια δεν μπορεί να προσποιηθεί πως δεν ξέρει- αλλά πώς θα σου φαινόταν αστείες ιστορίες στο Έθνος; Μια σελίδα για όσο κρατήσει το καλοκαίρι, από την λογοτεχνία, ξέρεις εσύ”. “Η λογοτεχνία είναι μαύρη, ό,τι φωτεινό απ' το έρεβος βγαίνει, με τα καλά του και στα καλά του δεν γράφει κανείς”, “κι εγώ τώρα θέλω να φύγω”, από μέσα μου το 'πα, γιατί πώς γίνεται να φεύγει κανείς απ' τη δική του ζωή. “Όμως αν είναι Ιστορίες με Καλό Τέλος...” “Και πώς; πού; Μεσ' στο κατακαλόκαιρο ποιοι θα μας γράψουν;” Αλλά τον χαμένο ποτέ δεν τον κόφτει ακόμα αν χάνει με θυμάμαι να λέω “κι ο μπαμπάς μου μάλλον πεθαίνει, όμως απόψε εγώ θα τους πω”. Σ' ένα δίωρο έγιναν όλα. Ο Στράτος πήγε στον Θανάση Τσεκούρα (Διευθυντής), κατεβαίνοντας μου έγνεψε ναι, ρομποτάκι κι αρχίζω, Μάρω Βαμβουνάκη, πρώτα οι φίλοι, “Μάρω, έχεις γράψει Ιστορίες με Καλό Τέλος κι έτσι όπως έγινε η ζωή μας θα γράψεις μια και για μας;” Κι αμέσως... Φωτεινή Τσαλίκογλου, Αντώνης Σουρούνης, Λένα Διβάνη, Βασίλης Βασιλικός, με μάτια που καίνε η επαναλαμβανόμενη φράση “Ιστορία με καλό τέλος”, “μέσα στο έρεβος, ξέρω, ξέρω”, “σε μια εβδομάδα, για το Έθνος, ακριβώς!” Οι ιστορίες γράφτηκαν. Κι ήταν αυτό το καλό “εν λευκώ” μέσα στην Ιστορία και στην προσωπική μας ιστορία που επώδυνα πια αλλάζει πλευρό. Δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα “Το Έθνος” για όλο το καλοκαίρι, κάθε μέρα το πρόβλημα και η λύση, κάθε μέρα η ζωή που σκοντάφτει και η ελπίδα που έρχεται, το καλό που θα βγεί, δεν μπορεί, απ' το κακό... Είχαν προλάβει να δημοσιευθούν δύο, το πολύ, τρεις ιστορίες, όταν μου τηλεφώνησε ο Δημήτρης Ποσάντζης “ο κύριος Καστανιώτης προτείνει να γίνουν βιβλίο”, εγώ φυσικά τι να πω, η- ελένη-της-σιωπής. Έξι μήνες πέρασαν κι εμείς από Μνημόνιο σε Μνημόσυνο. Ο μπαμπάς “έφυγε”, εγώ έμεινα, οι ιστορίες αποφασίζουν να γίνουν βιβλίο, οι καλοκαιρινές μας ιστορίες με το καλό τέλος τώρα “τέλος καλό, όλα καλά”, “εν λευκώ”. Ελένη Γκίκα Φεβρουάριος 2012 αν μου επιτρέπεται, αφιερώνονται στον μπαμπά μου, κι ευχαριστώ τον Στράτο Ταφλαμπά, τον Δημήτρη Ποσάντζη, τον Θανάση Τσεκούρα, τον Θανάση Καστανιώτη κι όλους τους συγγραφείς. ΥΓ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε σήμερα από τις εκδόσεις “Καστανιώτη”.