29/7/09

Φαίνομαι ευτυχισμένη?

"Το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από το να είναι κανείς τυφλός είναι να έχει όραση μα όχι όραμα” (Ε.Κ)


Η φτώχεια τού να νιώθει κανείς ανεπιθύμητος” (Μ.Τ)


Η μόδα είναι στον ουρανό” (Κ.Σ)



Φαίνομαι ευτυχισμένη; Θα έπρεπε- γιατί ήμουν ένα παιδί που κανένας δεν το ήθελε. Ένα κορίτσι μόνο του με ένα όνειρο- που ξύπνησε ένα πρωί και είδε ότι το όνειρό του βγήκε αληθινό.

Είμαι η Μέριλυν Μονρόε. Διαβάστε την ιστορία μου”.

Μέριλυν Μονρόε.

'Ηταν μόλις 36 ετών. Ήταν ό,τι πιο όμορφο, ό,τι πιο αισθησιακό ζούσε στα όνειρα κάθε άντρα. Και όμως ήταν νεκρή μέσα στο διαμέρισμά της. Μεγάλη δόση βαρβιτουρικών, είπαν οι ιατροδικαστές. Απόπειρα, ίσως; Ατυχία; Ό,τι και να ήταν, η Νόρμα Μπέηκερ πλέον είχε φύγει και όλα μαρτυρούσαν ότι η ζωή της μπορεί να ήταν λαμπερή, αλλά για την ίδια έκρυβε μόνο θλίψη....

Πιστεύουμε, μερικές φορές, ότι φτώχεια είναι μονάχα το να πεινάς, να είσαι γυμνός και άστεγος. Η φτώχεια τού να νιώθει κανείς ανεπιθύμητος, χωρίς αγάπη και χωρίς φροντίδα είναι η μεγαλύτερη φτώχεια. Ας ξεκινήσουμε μέσα από το ίδιο μας το σπιτικό, για να εξαλείψουμε αυτού του είδους τη φτώχεια”

Μητέρα Τερέζα


Η ειρήνη βρίσκεται μόνο στην άκρη μιας λόγχης”

Ιωάννα της Λωραίνης (Γαλλίδα Στρατηγός)

(“Μέσα σε όλα τα παράδοξα της ιστορίας της, η Ιωάννα ήταν ίσως ο μόνος στρατιωτικός ηγέτης που δεν είχε ποτέ σκοτώσει άνθρωπο' στη μάχη ορμούσε μπροστά με το λάβαρο στο ένα χέρι και το σπαθί στο άλλο, αλλά ποτέ δεν χτυπούσε με την κόψη. Αν και ανελέητη στη στρατηγική της, έκλαιγε ύστερα από κάθε μάχη για την απώλεια τόσων ζωών. Λέγεται επίσης πως, βλέποντας ένα στρατιώτη της να χτυπά θανάσιμα έναν Άγγλο αιχμάλωτο, άφησε το άλογό της, πήρε τον ετοιμοθάνατο άντρα στην αγκαλιά της, τον παρηγόρησε και άκουσε την εξομολόγησή του. Είναι παράδοξο, αλλά το ιδανικό της ιπποσύνης φαίνεται να βρήκε καλύτερη έκφραση στη δεκαεπτάχρονη βοσκό από ό,τι σε αυτούς που γεννήθηκαν ιππότες. Σύμφωνα με τους συμπολεμιστές της, η δύναμή της ήταν στη στρατηγική: ήξερε πού να τοποθετηθεί, πώς να αποφύγει τα χειρότερα χτυπήματα, πώς να ψυχολογήσει τις κινήσεις του αντιπάλου. Πολλές φορές προειδοποιούσε ακριβώς πού θα έπεφταν οι μπάλες των κανονιών ή μια πληθώρα από βέλη. Η ικανότητά της αυτή έμοιαζε να έχει έρθει από το πουθενά, αλλά είτε ήταν θεόσταλτη είτε απλώς αποτέλεσμα ενός ιδιαίτερα κοφτερού μυαλού, κανείς Γάλλος στρατιωτικός δεν υπήρξε καλύτερος σε θέματα τακτικής από την Ιωάννα της Λωραίνης”).


Κερδίστε τη μάχη ή αφανιστείτε”

Βασίλισσα Μπούντικα (Βρεταννίδα Κέλτισσα, Φύλαρχος και Επαναστάτρια).


Ήταν εκείνη που αγαπούσε περισσότερο από τους Αποστόλους”

Για τη Μαρία Μαγδαληνή (Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Φιλίππου)


Το μόνο που χρειάζεσαι είναι η θέληση να αγαπήσεις”

Τερέζα της Αβίλα (Ισπανίδα Θεολόγος).


Αν δεν έχω ποίηση, μπορώ τουλάχιστον να έχω ποιητική επιστήμη”

Άντα Λάβλεης (Αγγλίδα Εφευρέτρια και Μαθηματικός)


Οφείλουμε να ελευθερώσουμε το μισό ανθρώπινο πληθυσμό, τις γυναίκες, έτσι ώστε αυτές με τη σειρά τους να μπορέσουν να ελευθερώσουν τον υπόλοιπο μισό”

Έμελιν Πάνκχερστ (Αγγλίδα Σουφραζέτα)


Η ζωή δεν είναι εύκολη για κανέναν από εμάς. Αλλά και τι μ' αυτό; Πρέπει να έχουμε επιμονή και πάνω απ' όλα εμπιστοσύνη στους εαυτούς μας. Πρέπει να πιστεύουμε ότι έχουμε κάποιο χάρισμα και ότι αυτό πρέπει να διατηρηθεί μ' οποιοδήποτε κόστος”

Μαρία Κιουρί (Πολωνή Επιστήμονας)


Τα παιδιά είναι οι πνευματικοί “χτίστες” της ανθρωπότητας και τα εμπόδια στην ελεύθερη ανάπτυξή τους γίνονται πέτρες στους τοίχους πίσω από τους οποίους έχει φυλακιστεί η ψυχή του σημερινού ανθρώπου”

Μαρία Μοντεσσόρι (Ιταλίδα Εκπαιδευτικός) (δική της έμπνευση το “μάθημα της σιωπής”)


Η ελευθερία είναι πάντα η ελευθερία αυτού που σκέφτεται διαφορετικά”

Ρόζα Λούξεμπουργκ (Πολωνή Οικονομολόγος και ναι, η Κόκκινη Ρόζα)


Μόδα δεν είναι κάτι το οποίο υπάρχει μόνο σε φορέματα. Η μόδα είναι στον ουρανό, στους δρόμους, η μόδα έχει να κάνει με τις ιδέες, με τον τρόπο που ζούμε, με ό,τι συμβαίνει γύρω μας”

Κοκό Σανέλ (Γαλλίδα Σχεδιάστρια)


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια όμορφη κοπέλα...”

Σταχτοπούτα (αιγύπτια ηρωίδα παραμυθιού).


Μια γυναίκα πρέπει να έχει χρήματα και δωμάτιο δικά της, αν είναι να γράψει λογοτεχνία”.

Βιρτζίνια Γουλφ

Για τους Κινέζους, η φράση “μακάρι να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς” αποτελεί κατάρα. Η Βιρτζίνια Γουλφ υπήρξε θύμα της: γεννημένη στα τέλη της Βικτωριανής εποχής, ανήκε στη γενιά που εισήγαγε το μοντερνισμό έχοντας πρώτα αντιπαλέψει ένα καλά εδραιωμένο κατεστημένο. Κορυφαία λογοτέχνις, κατάφερε να αποδώσει όπως λίγοι την ανθρώπινη κατάσταση ζώντας η ίδια ανάμεσα σε δυο κόσμους: την μποέμ πραγματικότητα του “Κύκλου Μπλούσμπερυ” και τον δικό της εσωτερικό, σκοτεινό κόσμο. Το αποτέλεσμα είναι μια από τις δυνατότερες φωνές της λογοτεχνίας και της κοινωνίας”.

Αυτό, όμως, καθόλου δεν την εμπόδισε από του να γεμίσει τις τσέπες της πέτρες, και να χαθεί στα νερά του ποταμού.

Το σώμα της βρέθηκε ύστερα από τρεις εβδομάδες.


Ξεκινώντας να γράφω γι' αυτό το υπέροχο βιβλίο που, μόλις απόψε έφτασε στα χέρια μου: “50 ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ” της Δήμητρας Νικολαίδου και της Γεωργίας Παναγιωτίδου (Εκδ. “Αρχέτυπο”),

η Βιρτζίνια Γουλφ πρώτα μου ήρθε στο νου.

Κι αυτό το απίθανο “Ένα δικό σου δωμάτιο” που μού είχε αλλάξει τα φώτα στα νιάτα μου. “Αν η γυναίκα είχε ένα δικό της δωμάτιο, τότε θα είχε γεννηθεί και η αδελφή του Σαίξπηρ”.

Ξεφυλλίζοντας όμως αυτό το βιβλίο συνειδητοποιούσα ότι “η αδελφή του Σαίξπηρ” γεννήθηκε ακριβώς επειδή δεν είχε δικό της δωμάτιο! (και τώρα που αποκτήσαμε δηλαδή? Τι καταλάβαμε? Γίναμε καλύτερες συγγραφείς???)

Και οι γυναίκες που άλλαξαν τον κόσμο, τον άλλαξαν ακριβώς διότι έπρεπε να αλλάξουν τη δική τους ζωή!

Δεν χωρούσαν σ' αυτή, πώς να το πω? Δεν βολεύονταν!

Μόνο αυτό μπορεί να μας κάνει να θέλουμε, ή να μπορούμε, ν' αλλάξουμε τον κόσμο, αφού προηγουμένως αλλάξουμε τη δική μας ζωή.

Γι' αυτό το λόγο, επιτρέψατέ μου και να τελειώσω με ένα κραυγαλέο παράδειγμα.


Το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από το να είναι κανείς τυφλός είναι να έχει όραση μα όχι όραμα”.

Έλεν Κέλερ

Στους δεκαεννέα μήνες της ζωής της μια απρόσμενη οστρακιά αφαίρεσε από την Έλεν Κέλερ, δύο από τις σημαντικότερες αισθήσεις κάθε ανθρώπου, την όραση αλλά και την ακοή. Οι γονείς της άργησαν να καταλάβουν το αποτέλεσμα αυτής της ασθένειας στο μωρό ακόμα παιδί τους. Η μητέρα της μια μέρα συνειδητοποίησε έντρομη ότι το παιδί δεν αντιδρούσε στον ήχο του κουδουνίσματος ούτε στις κινήσεις των χεριών της. Η παιδική της ηλικία ήταν ένα μαρτύριο για την οικογένεια, καθώς η μικρή Έλεν μέσα στην απέλπιδα προσπάθειά της να εκφραστεί είχε μετατραπεί σε ένα μικρό τύραννο. Ούρλιαζε ασταμάτητα, έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά της, έτρωγε με τα χέρια και ήταν επιθετική στους άλλους ανθρώπους. Οι συγγενείς της οικογένειάς της την αποκαλούσαν τέρας και τη φοβόντουσαν...

Ο ερχομός της Ανν Σάλιβαν θα της ανοίξει ένα παράθυρο επικοινωνίας στον κόσμο. Οι λέξεις πλέον θα αποκτήσουν για την Έλεν μορφή, άρωμα, γεύση κι αφή. Και συλλαμβάνοντας όλο το μυστήριο της γλώσσας, έμαθε μέθοδο Tadoma, Μπράιγ, τέσσερις διαφορετικές γλώσσες, σπούδασε, έγραψε, υπήρξε ακτιβίστρια και ασχολήθηκε και με την πολιτική (γνωστή και για τις σοσιαλιστικές θέσεις της)....

Το φαινόμενο Κέλερ θα αποτελεί για πάντα το πιο φωτεινό παράδειγμα ανθρώπου που κατάφερε το ακατόρθωτο με την ανεξάντλητη δύναμη της θέλησής του”.


ΥΓ1: Εντάξει, είναι και άλλες πολλές (Κλεοπάτρα, Σαπφώ, Υπατία, Ισαβέλλα της Γαλλίας, Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, Ελισάβετ της Αγγλίας, Αικατερίνη η Μεγάλη, Μαίρη Σέλλευ, Άννα Φρανκ, Μάργκαρετ Θάτσερ, Αλεξάντρα Κολλαντάι, Φρίντα Κάλο...

ε ναι, ήθελα την Μέριλυν Μονρόε, τη Μητέρα Τερέζα, την Κόκκινη Ρόζα, την Βιρτζίνια Γουλφ, την Έλεν Κέλερ, την Ιωάννα της Λωραίνης, τη Σταχτοπούτα και την Κοκό Σανέλ! (Γιατρέ μου, ξέρω, καίτοι γνωρίζετε την περίπτωσή μου, εσείς με αγαπάτε γι' αυτήν ακριβώς!)


ΥΓ2: (αντιγράφω):

Αν δεν υπήρχε η Σανέλ, σήμερα δεν θα γνωρίζαμε:

Τα παντελόνια καμπάνες

Το μαύρισμα από τον ήλιο

Το μικρό μαύρο φόρεμα

Το άρωμα Νο 5 (το καλοκαίρι, αυτό φορώ) (όχι το χειμώνα άλλο)

Το ταγιέρ Chanel

Τις δίχρωμες γόβες (απίστευτες)

Τα παπούτσια μπαλαρίνες (τώρα, τέτοια φορώ)

Τις καπιτονέ τσάντες με την αλυσίδα

Τα μικρά καπέλα (είπατε τίποτα?)

Τα total look της μονοχρωμίας

Το etnhic ντύσιμο

Τη γυναικεία πυτζάμα

Τα κοσμήματα με τις ψεύτικες πέτρες

Τα γυναικεία πουλόβερ

Τα γυναικεία παντελόνια

Τα γυναικεία κοστούμια

Τις γυναικείες γραβάτες

Τις καμπαρντίνες (μέεεεγα πάθος!)

Τα strapless φουστάνια

Τις πλισέ φούστες (που λάτρευα όταν ήμουν 47 κιλά) (δε με πιστεύετε ε? Ε, δεν σας αδικώ...)

Τις πλεχτές ζακέτες

Τη ζώνη- αλυσίδα


Και τί θα φορούσαμε τώρα εμείς????


27/7/09

Σαν έγκυος από ένα σκοτεινό Θεό


Τί σας έκανε να χαθείτε, τη στιγμή που εδώ παιζόταν όλο σας το παρελθόν; Και μια δική σας κίνηση αρκούσε για να κάμει το μέλλον σας να ξαναρχίσει”.

Θυμάμαι”, ψέλλισα. “Μα, θαρρώ, αν δε χαθεί κανείς, πώς θα ξανάβρει ένα κάτι απ' αυτό που υπήρξε;”

Στιχομυθία από το μόλις δισέλιδο “Ορφανοτροφείο” του, που όμως περικλύει όλη την ποιητική τέχνη. Την ύπαρξή της και την αγωνία της, τη διαδικασία και την αθέατη αλλά τόσο υπαρκτή πλευρά της.

Μια εντυπωσιακά ποιητική και ψυχαναλυτική συλλογή αφηγημάτων από τον βραβευμένο ποιητή και ψυχίατρο Μανόλη Πρατικάκη μόλις κυκλοφόρησε κομίζοντας νέα ήθη και άλλες αισθητικές στον πεζό λόγο.

Στις μόλις εκατό σελίδες του βιβλίου, δέκα ποιητικά, αλληγορικά, παραβολικά, ψυχαναλυτικά αφηγήματα. Με κεντρικό τους άξονα, τα φωτεινά σκοτάδια της ψυχής μας. Ανεξερεύνητες περιοχές που αγγίζει μονάχα η προσευχή, η ψυχανάλυση και η ποίηση. Ερωτηματικά ζωής που ούτε καν διατυπώνονται, πόσο μάλλον και να απαντηθούν. Παρεκκλίσεις της ανθρώπινης ψυχής και “θεικές νόσοι”, παραθυράκια στο άδηλο και στο αθέατο, στα όποια πρόσβαση έχουν μόνον ο ποιητής, ο ιατρός κι ο πάσχων. Στο πρώτο της συλλογής, “Η αμνησία της Θείας Πρόνοιας” είναι η άνοια. Αυτή η αμεριμνησία του απόλυτου χαμού της Μνήμης. Παιχνίδι με το προσωνύμι της ασθενούς, ως “Θεία Πρόνοια”, ειρωνική μπηχτή και για την άλλη, που ίσως μας λησμονεί από... παθογένεια.

Στο δεύτερο αφήγημα “Η αύρα” είναι ενδεχομένως αυτό που αποκαλούμε “θεία νόσος”. Η επιληψία ως πρόβα τζενεράλε θανάτου, οι “δαιμονισμένοι” εν ζωή, άγιοι.

Το πηγάδι- κάτοπτρο” ένα ποιητικό διήγημα, είναι όλη μας η ζωή σε παντομίμα.

Η αόρατη μεμβράνη” είναι ακριβώς αυτό το σχεδόν αόρατο όριο, “μια πλήρης χάλαση του συνειρμού” που “πάει να πει ψύχωση”. Η απόδραση του πνεύματος από το ίδιο του το κέλυφος.

Η “Μικρή παραλλαγή σ' ένα κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν πάνω στον πίνακα του Κλεέ Angelus novus” αποδεικνύει και υποδεικνύει την ενότητα: στις τέχνες, στη ζωή, στον χρόνο.

Στο “Ορφανοτροφείο” η εσαεί ορφάνια μας.

Η γυναίκα της θάλασσας”, η πανταχού παρούσα μάνα, η φιγούρα της μητέρας που όλο έρχεται, από το πουθενά, απ' τη θάλασσα, απ' τα πάντα. Διότι “Είναι η ίδια, βλέπεις, σκάλα που την ανεβαίνεις και που την κατεβαίνεις. Ο ίδιος δρόμος ο πάνω και ο κάτω. Μια αδιόρατη εναλλαγή' ίσως κάτι ανεπαίσθητο, μια που ο καιρός αναπληρώνει της φύσης τις αδιάκοπες αποδημίες”.

Μια μορφή ποιητικής αυτοκτονίας” και του Τραιανού η αναχώρηση. Το “καπάκι της νύχτας” που ενδεχομένως ν' ανοίγει κι αντίστροφα. Τα “επικίνδυνα παιχνίδια” με το απρόσμενο κι απρόβλεπτο τέλος.

Το αφήγημα “Τελευταίος σταθμός ή Τα χειρόγραφα του χειρουργείου” αφορά τις τελευταίες μέρες του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη. Εκείνο το “ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής” που ψηλαφούσε χρόνια ως βόμβα ή ως άστρο. “Σαν έγκυος από ένα σκοτεινό Θεό”.

Και “Το Σοφάκι” όπως μας λέει ο ίδιος ο ποιητής “ένα μικρό φωτεινό παράθυρο στη μεγάλη νύχτα των ανθρώπων”.

Όπως και όλα, εξάλλου, και τα δέκα αφηγήματα, αυτού του εξαίσια ποιητικού τόμου. Με μουσικότητα που παρασύρει, με τοξίνη που σε σημαδεύει και σε ταρακουνά, με ποιητικό έλεος που σε καταπραύνει, με ψυχαναλυτική οξυδέρκεια που σου καθιστά τα αόρατα, ορατά, με ατμοσφαιρικότητα που από αποδέκτη σε κάνει συνένοχο και συμμέτοχο. Με παραβολικότητα που σε καθιστά συνδημιουργό. Με ήρωες μισούς ανθρώπους μισούς θεάνθρωπους, νεράιδες, ξωτικά κι ημίθεους. Με ασθένειες που σε βγάζουν κατ' ευθείαν προς το θείο φως. Μια χορογραφία στις αγεωγράφητες σκοτεινιές της ανθρώπινης φύσης. Δέκα αφηγήματα- μίτος του λαβυρίνθου που αποτελεί ο καθένας: Αριάδνη μαζί, Θησέας, και Μινώταυρος.

Μόνη θεραπευτική διέξοδος, ενδεχόμενα, η Τέχνη.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

Ο Μανόλης Πρατικάκης κατάγεται από το Μύρτος, χωριό του Λιβυκού πελάγους, όπου και μεγάλωσε.

Σπούδασε Ιατρική και πήρε την ειδικότητα του νευρολόγου- ψυχιάτρου.

Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθύνει την ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.

Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα γύρω στο 1970. Έχει γράψει δεκαέξι ποιητικές συλλογές (οι περισσότερες συνθετικά έργα), καθώς επίσης δοκίμια, πεζά, σενάρια και τραγούδια.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαικές γλώσσες. Περιλαμβάνεται σε πολλές ξένες ανθολογίες και κυκλοφορούν έξι αυτόνομα βιβλία του στα αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά.

Ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος δημιούργησε συμφωνικό έργο του που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής, καθώς και ένα cd με τίτλο “Αθέατος Συρμός” με κύριο κορμό το βιβλίο του “Λιβιδώ”.

Επίσης η συνθέτρια Χαρά Παλαιολόγου δημιούργησε έναν κύκλο δώδεκα τραγουδιών, που παρουσιάστηκαν στα Χανιά και στον Ιανό, ενώ ο συνθέτης Κώστας Στεφάνου συνέθεσε ένα μεγάλο κονσέρτο της φύσης, βασισμένο στα “φυσικά του” ποιήματα.

Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Εκπροσώπησε την Ελλάδα για το Ευρωπαικό Αριστείο Λογοτεχνίας 1999 με το έργο του “Η κοίμηση και η ανάσταση των σωμάτων του Δομήνικου”.

Το 2003 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο για το έργο του “Το νερό”. Από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” κυκλοφορούν τρία έργα του: “Η μαγεία της μη διεκδίκησης”, “Το αόρατο πλήθος” και “Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου”.



24/7/09

Κανένα οίκτο, αγάπη μου. Κανένα. Μ' ακούς; Σκλάβα. Ελεύθερη. Επιτέλους.


" Βλέπεις; Έχεις δίκιο. Και η μίνια μάε το ίδιο. Έχω γίνει άγρια αλλά είμαι επίσης η Φλόρενς. Ολόκληρη. Που δεν την συγχωρούν. Που δεν συγχωρεί. Κανένα οίκο, αγάπη μου. Κανένα. Μ' ακούς; Σκλάβα. Ελεύθερη. Επιτέλους".

"Δεν ήταν θαύμα σταλμένο απ' το Θεό. Ήταν έλεος. Δοσμένο από έναν άνθρωπο. Έμεινα γονατισμένη. Μέσα στη σκόνη όπου στέκεται η καρδιά μου κάθε νύχτα και κάθε μέρα, ώσπου να καταλάβεις τι είναι αυτό που ξέρω και λαχταράω να σου πω: το να σου έχει δοθεί εξουσία πάνω σ' έναν άλλο είναι σκληρό' το να επιβάλεις με τη βία την εξουσία σ' έναν άλλο είναι λάθος' το να παραχωρείς την εξουσία του εαυτού σου σ' έναν άλλο είναι συμφορά".

Από το "Έλεος" της Τόνι Μόρρισον.

Και υστερόγραφο, δεν έχει.

13/7/09

Δεν σκέφτηκε ποτέ να αγαπά λιγότερο....

ΤΟ ΑΣΤΕΙΟ

“Μπορεί κανείς να κρατήσει στην αντίληψή του όλους τους ανθρώπους του παρελθόντος και του παρόντος; Αναρωτιόταν επιπλέον μήπως το να το κάνεις αυτό ήταν, κατά κάποιο απίθανο ενδεχόμενο, ο σκοπός- για ποιον τελικό λόγο δεν είχε ιδέα. Όχι ότι η ζωή χρειαζόταν σκοπό. Αλλά έπιανε τον εαυτό της να αρχίζει να κλίνει προς το να εξετάσει τελικά το ενδεχόμενο να υπάρχει. Σκοπός. Οποιοσδήποτε σκοπός”.
Θα μπορούσα και να είχα φωνάξει “εύρηκα” ως άλλος Αρχιμήδης. Ξεκίνησα να διαβάζω τους “Maytrees” της Annie Dillard ως μυθιστόρημα ερωτικό, μια ιστορία πάθους και προδοσίας. Αυτό ακριβώς πίστευα διαβάζοντας το μισό, ένας που αγάπησε μία και ζούσαν ευτυχισμένοι μεσ' στους αμμόλοφους σε κάποια καλύβα. Ο Μέιτρι που έφυγε μετά με την φίλη της τη Ντίρι. Κι η Λου που έμεινε σαν καλαμιά, δέντρο, πάπια σοφή “για άλματα μόνο”, να θεραπεύει.
Ως τη σελίδα 240, είχε για τα καλά περάσει ο καιρός. Η ελεήμων Λού είχε αναλάβει να “θεραπεύσει” και τον σπασμένο Μέιτρι και την Ντίρι. Κι ο χρόνος είχε βαλθεί να τα κάνει όλα “κουκκίδα άμμου”, σημαδάκι ασήμαντο μέσ' στην αιωνιότητα, σχεδόν λησμονιά. Έως αυτό τον χειμώνα που αποκαλύφθηκε στον αναγνώστη τί γύρευε επιτέλους παρατηρώντας την θάλασσα, τους αμμόλοφους και τον ουρανό, και διαβάζοντας το ένα μετά το άλλο βιβλίο, η Λου. Το Νόημα!
Ενδεχομένως αυτό που συνειδητά ή υποσυνείδητα γυρεύει γράφοντας ή διαβάζοντας κάθε συγγραφέας, κάθε άνθρωπος, σπουδάζοντας, κτίζοντας, θησαυρίζοντας, αγαπώντας, κάνοντας τέχνη ή γεννώντας παιδιά. Ενδεχομένως ένα νόημα άλλο!
“Έσκαβε προς κάθε κατεύθυνση. Το γενναιότερο εγχείρημα θα ήταν να το δοκιμάσει, να κρατήσει όλη την ανθρώπινη συνειδητότητα, παρελθούσα ή παρούσα, στην αντίληψή της... Η παραδοχή ότι μπορεί να υπάρχει ένας σκοπός- απλώς το να το δεχθεί σαν μια απίθανη περίπτωση- μπορεί να οδηγούσε σε μπλέξιμο. Και το μπροστινό και το πίσω τείχος του χρόνου άνοιγαν. Ως βάλτος για να κυλιστείς μέσα, οι δουλειές του νοικοκυριού δεν έπιαναν μια μπροστά του”.
Τα αγκάθια της καθημερινότητας δεν πιάνουν μια μπροστά του! Φτάνει να υποψιαστούμε πως κάπου – μπορεί- υπάρχει- μπορεί να υπάρχει- ένας σκοπός!
“Τα βιβλία πρέπει να ξέρουν κάτι”.
Το σκέφτηκε η Λου η σοφή και στωική, που έκανε απόσβεση στα πάντα, εκτός από το έλεος και την αγάπη. Που είπε, επίσης, “ότι είναι όλα ένα μεγάλο αστείο”. “Κι ότι μπορείς να πεθάνεις από τα γέλια”. Αφού “θα πεθάνεις έτσι ή αλλιώς”.

ΥΓ1. “Oi Maytrees” της Annie Dillard (Ίνδικτος).
Ένα ακόμα βιβλίο που χρωστώ στον καλό μου φίλο Librofilo, “καλά, εσύ θα ξετρελαθείς”! Έτσι απόλυτα, απόλυτος πάντα, αυτός ξέρει! Ε και ξετρελάθηκα! Υπόψιν, δεν ξετρελαίνομαι κι εύκολα! Ακολουθεί κειμενάκι για το βιβλίο. Και καλή μας εβδομάδα, ναι?

ΥΓ2: Αχ πόσο θάθελα μεγαλώνοντας και μεγαλώνοντας και μεγαλώνοντας, σαν την Λου να γίνω!


Αφού θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, ε ας πεθάνουμε λοιπόν στα γέλια!


OI MAYTREES” της Annie Dillard. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 275, € 17.40

“Ίσως έχει διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει κανονική διαδρομή για να βγει κανείς από την αγάπη όπως υπάρχει για να μπει”. “Αν και γνώριζε πόσο έντονα θα της έλειπε οποιοδήποτε μπορεί να εξαφανιζόταν, δεν σκέφτηκε ποτέ να αγαπά λιγότερο”... Η Λού. Μια γυναίκα νεράιδα, ξωτικό, στο μυθιστόρημα της Annie Dillard “Oi Maytrees”.
Ο Τόμπι Μέιτρι την είδε για πρώτη φορά επάνω σε ένα ποδήλατο, στο μεταπολεμικό Προβινστάουν της Μασαχουσέτης. Αμέσως την ερωτεύτηκε, μαγνητισμένος απ' τη γαλήνη της. Για δεκατέσσερα χρόνια, ζούνε μαζί στους αμμόλοφους. Εκείνος γράφει ποιήματα, αυτή ζωγραφίζει, γεννά έναν γιο, τον Πίτι. Τους βοηθά η μποέμ φίλη της Ντίρι. Μέχρι που ο Τόμπι Μέιτρι θα ερωτευθεί και θα φύγει με την Ντίρι.
Θα ζήσουν άλλη ζωή, κτίζοντας σπίτια, συσσωρεύοντας αντικείμενα, πλούτη και μεταξωτές ρόμπες.
Η Λου, θα μείνει και τα συνεχίσει ακριβώς τα ίδια: βόλτες στους αμμόλοφους, τα καλοκαίρια της στην καλύβα. Τον πρώτο καιρό, θα πονά. Ήσυχα, θεωρώντας “τα δράματα, εσωτερικά και εξωτερικά, τουλάχιστον κακογουστιά”, σιγά- σιγά θα αρχίζει και να ξαναζωγραφίζει.
Μια ιστορία έρωτα και προδοσίας, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί, εάν η συγγραφέας δεν του έστηνε στην συνέχεια μια μικρή παγίδα. Σαν τις παγίδες που μας στήνει η ίδια ζωή, όταν αντικρίζουμε το τραύμα μας, ή τη ρωγμή, σε βάθος χρόνου. Τί είναι μια ιστορία απιστίας μπρος την αιωνιότητα, για μια γυναίκα – ξωτικό όπως η ηρωίδα στην ιστορία; Μέσα σε ένα μήνα η Λου είχε ήδη καταλάβει ότι “αν δεχόταν πως δεν είναι η ίδια το κέντρο του κόσμου, δεν υπήρχε αδικία ή προδοσία... Γιατί να προσβληθεί προσωπικά επειδή δυο άτομα ερωτεύτηκαν; Τί σημασία θα είχαν όλα αυτά μετά από διακόσια χρόνια;”
Και στο μυθιστόρημα, όντως, τα χρόνια περνούν και η Ντίρι πολύ βαριά αρρωσταίνει. Αλλά κι ο Μέιτρι, πηγαίνοντας την στο γιατρό, πέφτει και κατασπάζεται, χτυπά τόσο πολύ που έχει απόλυτη ανάγκη κι αυτός, όπως κι η Ντίρι, από φροντίδα.
Το τελευταίο που θα σκεφτόταν ένας άνθρωπος “λογικός” και “δυτικός” σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν η Λου! Κι όμως ήταν η Λου εκείνη που ανέλαβε την φροντίδα. Και δεν αισθανόμαστε καθόλου σαν τον κακό του σινεμά που βγαίνοντας αποκαλύπτει σε εκείνους που μπαίνουν τον δολοφόνο. Διότι σ' αυτή την ιστορία το πρωτεύον είναι η φύση, οι χαρακτήρες, η γλώσσα, το νόημα, η διαπίστωση, η αναζήτηση, ο θάνατος, η πικρή ή γλυκόπικρη σοφία.
Η ιστορία, λίγο έως πολύ, μέσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, η ίδια: ένας αγάπησε μια και μετά την πρόδωσε και αγάπησε μιαν άλλη.
Το σπάνιο είναι η αγάπη των δυο να μη καταλαγιάζει ποτέ. Το σπανιότερο να νικά η αγάπη, το έλεος, η φιλία.
Το ακόμα σπανιότερο, αυτό που επιτυγχάνει η συγγραφέας: μια σπλαχνική αρχετυπική σύζευξη ζωής, ωραίους έρωτες κι ωραίους θανάτους. Το μωρό του Πίτι να μπουσουλά στο ρημαγμένο κορμί της ετοιμοθάνατης Ντίρι. Τα αστέρια να λάμπουν στον καλοκαιρινό ουρανό πάνω από το νεκροκρέβατο του Μέιτρι. Την ευλογία να ανακαλύπτεις εγκαίρως τα περιττά και περνοδιαβαίνοντας τους αμμόλοφους να συλλαμβάνεις “το νόημα”: “Μπορεί κανείς να κρατήσει στην αντίληψή του όλους τους ανθρώπους του παρελθόντος και του παρόντος; Αναρωτιόταν επιπλέον μήπως το να το κάνεις αυτό ήταν, κατά κάποιο απίθανο ενδεχόμενο, ο σκοπός- για ποιον τελικό λόγο δεν είχε ιδέα. Όχι ότι η ζωή χρειαζόταν σκοπό. Αλλά έπιανε τον εαυτό της να αρχίζει να κλίνει προς το να εξετάσει τελικά το ενδεχόμενο να υπάρχει. Σκοπός. Οποιοσδήποτε σκοπός. Τα βιβλία πρέπει να ξέρουν κάτι”.
Ενδεχομένως και γι' αυτό από πάντα ο Μέιτρι και η Λου να διάβαζαν σαν μανιακοί. Όπως διαβάζουν και πριν απ' το τέλος. Μαστορεύουν ράφια και μπαλώνουν τις τρύπες στην καλύβα, διαβάζουν βιβλία ο ένας στον άλλον και ατενίζουν τ' αστέρια στον ουρανό και τον ωκεανό, περπατούν χωρίς σκέψεις βαρύγδουπες στους αμμόλοφους μέχρι το τέλος.
Ο επίλογος, θα γραφτεί “φυσικά”, με στοργή, έξω στην ανοιχτή φύση, κάτω απ' τα αστέρια. Διότι παρά τα “υπέρτατα ερωτήματα” και τα “υπαρξιακά μυστικά”, μοιάζει η Λου να έχει αποδεχθεί ότι “οι πάπιες δεν μπορούν να πετάξουν, απλώς κάνουν τεράστια άλματα”. Και πως, όλα μπορεί και να είναι όπως πολύ νεαρή είχε υποπτευθεί, όταν του ζητούσε να υποκριθούν τους γέρους. “Ότι είναι όλα ένα μεγάλο αστείο”. Και “ότι μπορείς να πεθάνεις από τα γέλια”. Αφού “θα πεθάνεις έτσι ή αλλιώς”.
Ζωές ανθρώπων στους αμμόλοφους, λοιπόν, σαν παγανιστική τελετή, χορευτική τελετουργία. Με τη φύση πανταχού παρούσα να θεραπεύει, να καθορίζει αποκαλυπτική, να κάνει το νόημα τόσο απτό κι απλό, σε ένα βαθύτατα υπαρξιακό, ποιητικό, ατμοσφαιρικό, μυθιστόρημα.
Με αξιολάτρευτους ήρωες. Είτε για την τεράστια και ελεήμονα Λου μιλάμε, είτε για τον Μέιτρι που αναζητά στη ζωή ό,τι στο ποίημα: τον αιώνιο έρωτα που ξαναβρίσκει στα άστρα και στην αγάπη.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι “η αγάπη που διαρκεί είναι μια πράξη θέλησης”. Και πώς όλα, και τα πιο δύσκολα “είναι μέρος της ζωής”, όπως κάποτε εκείνο το ναυάγιο που ανήμπορος παρακολούθησε παιδί ο Μέιτρι. Μπορεί όλα να κρύβονταν σε εκείνο το παλιό βιβλίο των Μάγια:
“Τα πρώτα όντα απηύθυναν ευχαριστίες στους θεούς:
Αληθινά τώρα, διπλές ευχαριστίες, τριπλές ευχαριστείες
που σχημαστήκαμε. Μας δόθηκαν
τα στόματά μας, τα πρόσωπά μας.
Μιλάμε, ακούμε, αναρωτιόμαστε,
κινούμαστε... κάτω από τον ουρανό”.
Μπορώ να βλέπω το πρόσωπό Σου κάτω από τον ουρανό, “το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου”, λίγο είναι; Μια ερωτική ιστορία με θείο έρωτα ζωής και για την ζωή την ίδια, σχεδόν θεολογικής σημασίας.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Annie Dillard έχει γράψει έντεκα βιβλία, ανάμεσά τους και τα απομνημονεύματα των γονιών της, “ An American Childhood”, το έπος των πιονιέρων των βορειοδυτικών πολιτειών “The Living”.
Και το μη μυθιστορηματικό αφηγηματικό έργο “Pilgrim at Tinker Creek”.
Κοινωνική αλλά συνάμα αναχωρήτρια, είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.

8/7/09

Το μπλε που δεν ξέχασα

Το ζητούσα διακαώς. Ήξερα τί ζητούσα. Το είχα στα μάτια μου. Αλλά δεν το έβλεπα πουθενά στην παλέτα των χρωμάτων. Χρόνια ονειρευόμουν το ταβάνι επάνω από το κρεβάτι, μπλε. Σ' αυτό το μπλε το ανύπαρκτο. Μπλε, ονειρευόμουν, και τον απέναντι τοίχο.
Την Καππαδοκία, όχι, παρά την προγιαγιά Άννα δεν την ονειρευόμουν ποτέ. Για την αγάπη της ξαδέλφης μου της Χρυσούλας αποδέχθηκα εκείνο το ταξίδι.
Αλλά ποτέ δεν ξέρεις πώς θα σε βγάλει ένα ταξίδι.
Το πρώτο που αντίκρισα ήταν εκείνοι οι αλλόκοτοι βράχοι. Νεραιδοκαμινάδες, μου είπαν. Σε ένα τοπίο “ουκ εκ του κόσμου τούτου”. Βράχοι σαν τους δερβίσηδες σ' αυτή την ατέρμονη περιστροφή, υπόμνηση των κύκλων ζωής, της διαρκούς πρόβας θανάτου. Βράχοι που υπήρξαν σπίτια, στάβλοι, μοναστήρια, ναοί. Πόλεις μέσα στους βράχους και κάτω απ' τη γη. Μνήμες και μουσικές, γεύσεις και άγιες εικόνες που νίκησαν τον χρόνο.
Φτάσαμε αργά τ' απόγευμα στο Ουσχισάρ. Στο βάθος το Κόραμα και η Σκοτεινή Εκκλησιά. Τα στοιχειωμένα φουγάρα κι οι λαξευμένες εκκλησίες. Το αλλόκοτο εκείνο γλυπτό της φύσης που αλλάζει σχήμα με τον αέρα. Ποτέ η Καππαδοκία δεν είναι η ίδια, σαν τους ανθρώπους, αλλάζει αναλόγως με την πνοή. Χρόνο το χρόνο γίνεται άλλη, αλλά τόσο ίδια!
Παντού οι πρόγονοι, κι ας έφυγαν πια. Κάποιος από μας ψάλλει, οι Ιάπωνες μας φωτογραφίζουν και μας κοιτάζουν λοξά. Πρώτα στην εκκλησία του Μήλου. Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ή του φιδιού, μετά. Και στην Κρυφή εκκλησία. Στην εκκλησία των Στεφάνων.
Κι εκεί το βρήκα. Αυτό που μάλλον πρωτόδα στα υφαντά, που τόσο καλά ήξερε να βάφει ο παππούς μου ο Γιώργης “ο βαφέας”. Το μπλε που γύρευα και που δεν το συνάντησα αλλού πουθενά. Παρά μόνον τώρα στα υφαντά. Και στην εκκλησία “Tokali”, την εκκλησία των Στεφάνων.
Κι όλα έγιναν Μνήμη, Μήτρα, Κοιτίδα, Θάνατος, Θαύμα, Ζωή, Θεός, προγιαγιά Άννα. Το μπλε που δεν ξέχασα και που δεν είχα ποτέ ξαναδεί. Γιατί δεν είχα καν γεννηθεί όταν έβαζε αυτό το μπλε ο παππούς ο Γιώργης “ο βαφέας”.
Όλα έγιναν Νύσσα, Νεάπολη, Σινασσός, Αβάνισσος, Προκόπι, Μαλακοπή, Αρχελαίδα, Αραβησσός, Βάνησα, Καρβάλη. Αυτοί οι ηφαιστειογενείς βράχοι και “οι στοιχειωμένες γωνιές”, κατέχουν το άδηλο κι αθέατο μυστικό να λύνουν τον γρίφο και να υπερβαίνουν το χρόνο. Αφού για κλάσματα χρόνου, κοιτώντας εκείνο το μπλε, σα να το είδα κι εγώ. Αλλά δεν το θυμάμαι καθόλου.

Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής

6/7/09

Ακόμα και μιλώντας για άλλους, τους δικούς μας γρίφους λύνουμε κάθε φορά

Οι θαρραλέοι, ρωτούν. Οι απαντήσεις, είναι για τους ανασφαλείς.

Η Ελένη Γκίκα είναι “πολύ". Πολυγραφότατη, πολυδιάστατη, πολυδιαβασμένη, πολύχρωμη. Το ίδιο είναι και τα βιβλία της. Η άφιξη του νέου βιβλίου της “Πλήθος είμαι” από τις εκδόσεις “Άγκυρα” ήταν η αφορμή “να τα πούμε” ξανά.

- Γιατί γράφεις; Ποια ανάγκη σε ωθεί;
 
Αν δεν τα γράψω, δεν τα καταλαβαίνω όσα ζω. Άσε που όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντοτε με κυνηγούσε μια ιστορία. Μια ιστορία με τραβάει απ' το μανίκι, εάν δεν την ακολουθήσω, αισθάνομαι ότι δεν ζω, απροστάτευτη, και τόσο ευάλωτη! Μόνο μέσα σε μια ιστορία μου, αισθάνομαι καλά.
 
- Πότε γράφεις; Η συγγραφή απαιτεί αφοσίωση. Εσύ μοιράζεσαι σε πολλά. Πώς τα καταφέρνεις;
 
Καθόλου δεν αισθάνομαι ότι μοιράζομαι, είναι όλα τόσο μα τόσο ίδια! Διαβάζω και γράφω για τα βιβλία που αγαπώ και από δίψα ανάγνωσης ακριβώς γράφω και ιστορίες. Το ένα τροφοδοτεί και συμπληρώνει το άλλο, τα δυο μαζί, η απόλυτη ευτυχία, η δική μου Εδέμ. Δεν προσδοκώ τίποτε άλλο απ' τη ζωή. Μονάχα ένα καλό, που μου υπόσχεται, βιβλίο και μια ιστορία που μου λύνει τους γρίφους μου, γράφοντάς την και με κάνει διαρκώς να εκπλήσσομαι, ευτυχή. Έτερον, ουδέν!
 
- Είσαι τελικά όλοι, κανείς ή ο άλλος;
 
Είμαι όλοι επειδή με μόχθο πολύ τολμώ να πω πως πια είμαι... εγώ. Η ίδια κι απαράλλαχτη σε χαρά και λύπη, σε επιτυχία και αποτυχία και πάντα "σε σχέση". Έχω ανάγκη να μ' αγαπούν και αγαπώ. Περισσότερο, όμως, να αγαπώ. Βοηθά η ανάγνωση στην κατανόηση και στην αγάπη των άλλων. Τα βιβλία σε στέλνουν στην αγκαλιά του κόσμου, σε κάνουν καλύτερο, πιο ανοιχτό, αν και φαινομενικά όλο αυτό δείχνει κάπως... μοναχικό, μοναστικό!
 
- Καλύτερα αγάπη ή πάθος;
 
Πάθος που οδηγεί στην αγάπη! Νεώτερη θα σου έλεγα Πάθος, Πάθος, Πάθος! Μεγαλώνοντας ανακάλυψα ότι η αγάπη είναι κάτι τόσο αποκαλυπτικό! Το Φως είναι στο σκότος του εγωισμού μας, η ταπείνωση που μας οδηγεί στην υπέρβαση και σε ό,τι μεγάλο. Αλλά μονάχα με πάθος, δυστυχώς ή ευτυχώς, έχω μάθει να διαβάζω, να γράφω, να ερωτεύομαι, να ζω.
 
- Καλύτερα μαζί ή μόνοι;
 
Καλύτερα... μόνη, με εκείνον και μια ιστορία που γράφεται στην καρδιά και στο... κεφάλι μου! Δεν είμαι πολύ επιδέξια στις σχέσεις! Αγαπώ δυνατά αλλά δεν ξέρω να ζω! Αγαπώ τον άλλον πολύ αλλά δεν γνωρίζω σχεδόν καθόλου αυτό το... μαζί! Μοναχοπαίδι και αρκετά μοναχική γαρ! Ίσως και γι' αυτό από παιδάκι είχα τόσο πολύ μεγάλη ανάγκη τις ιστορίες! Αλλά και πάλι τί να πω... Ίσως και το άλλο μισό μου να το προσπέρασα, να το έχασα, να ήμουν βυθισμένη σε μια ιστορία που σκάρωνα και να μην το είδα, να το φοβήθηκα ή και να μη με έπεισε μέχρι τώρα κανείς! Αλλά ποιος ξέρει! Όμως, ούτε συζήτηση, σε όλα τα μεγάλα, βαδίζουμε Μόνοι! Γέννηση, Δημιουργία, Θάνατος, Θεός... Ακόμα και στον έρωτα, την ίδια ιστορία, τον ίδιο καημό, αλλιώτικα το βιώνει ο καθένας! Εάν ζητήσεις από δυο εραστές να σου αφηγηθούν την ιστορία τους, ο καθένας να σου αφηγηθεί μια εντελώς δική του, διαφορετική ιστορία.
 
- Καλύτερα πραγματικότητα ή φαντασία;
 
Δεν τα ξεχωρίζω αυτά τα δυο. Είμαστε φτιαγμένοι από την ύλη που είναι τα όνειρα, Σαίξπηρ αυτό. Η μισή ζωή μας είναι όνειρο, σκέψεις, συναισθήματα, συνειρμοί, σχέδια... Η δική μου, ολόκληρη η ζωή είναι ιστορίες, αυτές που διαβάζω, εκείνες που γράφω και οι άλλες τις οποίες σκαρώνω και ζω! Αλλά γερνώντας συνειδητοποιώ πως η πραγματικότητα είναι περισσότερο... αλλόκοτη και η ζωή ένας σκηνοθέτης απρόσμενος και μαγικός! Αλλά είναι όλα μαζί, δεν τα κομματιάζω. Απλώς τα ζω.
 
- Υπάρχουν απαντήσεις ή μόνο ερωτήματα;
 
Στην ερώτηση να φτάσουμε παραμένει η βασική επιδίωξη. Οι απαντήσεις είναι για τους ανασφαλείς και τους δειλούς. Οι θαρραλέοι, ρωτούν. Κι αμφισβητούν. Μετακινούνται. Δεν φοβούνται την κίνηση. Η ερώτηση είναι φυγόκεντρη δύναμη, μπορεί να σε βγάλει παντού. Κεντρομόλα η απάντηση, σε καθηλώνει στο ήδη γνωστό. Και ευτυχώς ή δυστυχώς εγώ φλέγομαι για να μάθω, όχι για ν' απαντώ. Είμαι από την στόφα της μαθήτριας. Και λέω να παραμείνω. Ναι?
 
- Νομίζω ή πράγματι πίσω από την αναφορά σου σε άλλους συγγραφείς υπάρχει ένα σκοτεινό σχέδιο; να μας "υποχρεώσεις" να διαβάσουμε περισσότερο;
 
Πάνω απ' όλα η φωτεινή ανάγκη μου να μοιράζομαι ό,τι μαθαίνω και ό,τι αγαπώ! Θεωρώ κάποιους συγγραφείς σχεδόν συγγενείς μου, οικογένειά μου! Πώς γίνεται λοιπόν να μη σας μιλήσω γι' αυτούς? Σαν αδελφάκι σας μαγεμένο σας αφηγούμαι τις ιστορίες τους, ποτέ σαν... κυρά δασκάλα να σας καθοδηγώ! Κι αν ξέρατε πόση ανάγκη έχω από τις δικές σας τις ιστορίες! Είμαι λιγάκι περίεργο τρένο, ενώ τόσο μα τόσο μοναχική (ερωτευμένη με τη μοναξιά εντελώς, με μαγεύουν τα ταξίδια που κάνω μόνη μου, οι ατέλειωτες ώρες που ενώ διαβάζω ή ποτίζω τα λουλούδια είμαι ο εαυτός μου και η απόλυτη σιωπή, οι νυχτερινές βόλτες μου ολομόναχη στο βουνό) εν τούτοις αισθάνομαι τόσο κοντά με όλο τον κόσμο, φλέγομαι να μοιράζομαι ό,τι αγαπώ, έχω απίστευτη ανάγκη να μ' αγαπούν και ν' αγαπώ. Ίσως και γι' αυτό το λόγο να γράφω και ιστορίες. Για να ρθω σαν συμμαθήτριά σας καλή να σας χαρίσω μια! Σαν δώρο, σοκολάτα, φιλί, το τετραδιάκι με τις λυμμένες ασκήσεις, την αγαπημένη μου κούκλα, το μουσικό μου κουτί,  μπισκότο βουτύρου ή λουλούδι. Αυτά.

ΥΓ. Η κουβέντα έγινε με την Τάνια Μαρκουτσά, στο Ένθετο για το Βιβλίο (ε εντάξει, Έθνος) όπου το Τανιάκι κάνει αρχισυνταξία. Και δεν το κρύβω με την Τάνια, τα λέμε συχνά, συναντιόμαστε τα μεσημέρια στο μπαρ. Για καφέ, άλλοτε. Τώρα, η αφεντιά μου, τουλάχιστον, μόνο νερό. Στο ίδιο ένθετο και μια έξοχη μικρή συζήτηση (Συγγραφικές Συζητήσεις) όπου ο συγγραφέας Δημήτρης Μαμαλούκας ρωτά και ο συγγραφέας Νίκος Παργινός απαντά. Νίκο μου, καλοτάξιδο το καινούργιο σου βιβλίο “Με τον έρωτα περνάει ο καιρός με τον καιρό περνάει ο έρωτας”. Στις Προθήκες των βιβλιοπωλείων (και στο προσεχές αφιέρωμά μου στα αστυνομικά) το τελευταίο και σπουδαίο βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα “Η μοναξιά της ασφάλτου”. Άθελά μου θυμήθηκα την Κέρκυρα, είναι ωραίο τελικά να είσαι άνθρωπος- γέφυρα. Είσαι πέρασμα, χρήσιμη, βοηθά όλο αυτό σε ό,τι ισχυρίζεται ο μέγας Μπόρχες, στη μοναξιά, στην ταπείνωση, στην συντριβή, άρα και στη συγγραφή. Αλλά φέτος τον Ιούλιο λέω να επιστρέψω στον τόπο του εγκλήματος ως “ο Κανένας”, αυτό κι αν είναι ανακουφιστικό, δημιουργικό, φωτεινό. Είναι από την ύλη που είναι πλασμένα τα όνειρα. Φυσικά κι εμείς. Δείτε τη κουβέντα μου με το Τανιάκι, σαν μπισκοτάκι βουτύρου. Που μ' αρέσει κι εμένα. Πολύ.

4/7/09

Το καλό που χρωστάω στους ουρανούς

"Θέλω να ζήσω με τον εαυτό μου,
να χαρώ το καλό που χρωστάω στους ουρανούς,
μόνος, χωρίς κανένα μάρτυρα,
απαλλαγμένος από αγάπη, από ζήλια,
από μίσος, από ελπίδα, από την έγνοια"...

... Ένας συγγραφέας, αλλά και κάθε άνθρωπος, πρέπει να πιστεύει πως ό,τι και να του συμβεί, είναι ένα εργαλείο: καθετί μας δίνεται για ένα σκοπό, κι αυτό ισχύει πολλώ μάλλον προκειμένου για έναν καλλιτέχνη. Ο,τι του συμβαίνει, και δεν εξαιρώ και τις ταπεινώσεις, ούτε τις ντροπές, ούτε τις κακοτυχίες, ό,τι του συμβαίνει, λοιπόν, του προσφέρεται σαν πηλός, σαν πρώτη ύλη για την τέχνη του. Πρέπει να το δεχτεί. Να για ποιο λόγο μιλώ σ' ένα ποίημα για την αρχαία τροφή των ηρώων: ταπείνωση, δυστυχία, διχόνοια. Όλα αυτά μας δίνονται για να τα μεταπλάσουμε, για να μεταμορφώσουμε τις άθλιες περιστάσεις της ζωής μας σε κάτι που είναι- ή φιλοδοξεί να είναι- αιώνιο"....

"Η τυφλότητα" από τις "Εφτά νύχτες", "Δοκίμια" του Χ.Λ.Μπόρχες

2/7/09

Όποιος φοβάται την πυρκαγιά, δε θα έχει ποτέ του μια φωτιά να ζεσταθεί

Χωρίς το βιολοντσέλο θα είναι έρημος


“ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΕΡΑΣΤΕΣ” του Θοδωρή Καλλιφατίδη, Εκδ. “Γαβριηλίδης”, σελ. 311, e 16

“Ποιος μπορεί να καταλάβει τους ανθρώπους;”
“Ποια αγάπη τα αντέχει αυτά;”
“Και η δυστυχία γίνεται ρουτίνα”.
“Το παρελθόν δεν παίζει ρόλο για το σώμα. Διαφορετικά είναι με την ψυχή μας. Εκείνη μόνο το παρελθόν έχει”.
Στη καινούργια ιστορία του Θοδωρή Καλλιφατίδη όλα αρχίζουν ένα απόγευμα Φεβρουαρίου στη Στοκχόλμη, το 2006. Ο Γκεόργκ Αντρέασον, διευθυντής του Γραφείου Πολιτισμού με μια ξεχασμένη ποιητική συλλογή στο ενεργητικό του, έχει να αντιμετωπίσει καινούργιες συνθήκες, είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει έναν καινούργιο κύκλο ζωής. Η αγαπημένη σύντροφος της ζωής του, στο νοσοκομείο, ξαφνικά τον εγκαταλείπει. “Την είχε δει αυτή τη σκηνή πολλές φορές, αν και αντίστροφα. Εκείνος θα πέθαινε κι εκείνη θα του κρατούσε το χέρι”. Σύντροφός του στον πόνο, ο συνεργάτης και φίλος του Μίλαν απ' τη Τσεχία, κι εκείνος με το δικό του βεβαρυμένο παρελθόν: “Ο θάνατος πρέπει να πάρει τη θέση του στη ζωή μας, αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα”. “Με λίγα λόγια, χωρίς το θάνατο η ζωή δεν έχει νόημα”. Θα αντέξει και θα ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά: “Έτσι παρέμεινε στη δουλειά του και στην πόλη του. Η λύπη δε θα τον έδιωχνε από το σπίτι του, αντίθετα θα της άνοιγε το σπίτι του, θα γινόταν φίλος της. Τελικά αυτή η λύπη ήταν το τελευταίο δώρο της Μάργιας”. Εξάλλου “Η σημασία του αποχωρισμού δεν είναι να γυρίσεις τη σελίδα του βιβλίου της ζωής, αλλά να την ξαναδιαβάσεις”. Οι διαπιστώσεις, πικρές: “Στην αρχή του έλειπε η Μάργια, μετά έλειπε κάτι από τη ζωή του και τελικά του έλειπε η ίδια του η ζωή. Ήταν ώρα να την ξεθάψει”.
Και την ξεθάβει. Βιαίως. Αν και ο Μίλαν θα επιμείνει: “Δεν ανοίγουμε το κουτί της Πανδώρας”. “Και τι θα κάνω; Θα ζήσω με αυτό το κουτί πάνω από το κεφάλι μου σαν το σπαθί του Δαμοκλή;” δεν το αντέχει αυτός.
Εκείνο που τον περιμένει, τον κατακερματίζει για δεύτερη φορά. Ναι, ένα μυστήριο ο άλλος, ποτέ δεν μπορείς εξολοκλήρου να τον γνωρίσεις. Ένα αποξεχασμένο γράμμα της Μάργιας στον άγνωστο εραστή της θα του αποδείξει πως μπορεί να τον πονούσε αλλά δεν τον ερωτεύτηκε με πάθος ποτέ. Όμως εκείνος, “Δεν ήθελε τη συμπάθειά της αλλά τον απεριόριστο πόθο της, ήθελε την κόκκινη καρδιά της όχι ένα φλιτζάνι τσάι τ' απογεύματα”.
Η υγεία του θα μπει σε δοκιμασία, η συμπεριφορά του θα γεμίσει οργή κι αποκοτιά, αλλά και πάλι θα σταθεί τυχερός, διότι η ζωή μας δίνει και μια δεύτερη και μια τρίτη και μια πολλοστή ευκαιρία. Θα είναι εκεί για να τον σώσει “O άγγελος με τα ξυλοπάπουτσα”. Ενα αλλόκοτο πλάσμα που συνδυάζει “Το πιο ουράνιο με το πιο γήινο. Αιωνιότητα στην ψυχή και κοπριά στα πόδια”. “Μια απ' τις γυναίκες που τις ερωτεύεσαι αμέσως... ή ποτέ”. “Έτσι ήταν η Μάργια. Και τελικά παντρευτήκαμε,- θα παραδεχθεί.- Υπάρχει και άλλη μια ακόμα. Την είδα να κατεβαίνει μια σκάλα. Ήμουν βέβαιος ότι, αν την κοίταζα δέκα δευτερόλεπτα παραπάνω, θα την ερωτευόμουν”.
Και έτσι ξαφνικά με φόβο και απίστευτη δειλία, ξαναερωτεύεται. Γνωρίζοντας όμως ήδη καλά πως “Ο έρωτας έχει και τις καθημερινές του... Εμπιστοσύνη, σύμπνοια, χιούμορ. Έρωτας που δε γελάει πάντα, τελειώνει γρήγορα”. Όμως, ελπίζει γιατί: “Μόλις κοιταχτήκαμε, ξέραμε”.
Στο μεταξύ θα του γίνει μανία ο κρυφός εραστής. Θα βρεθούν. Και “Όταν ο Μελενστέιν έφυγε γύρω στις εννιά το βράδυ, είχαν συμφιλιωθεί εντελώς, και κάτι παραπάνω. Ο ένας είχε γίνει η παρηγοριά του άλλου και φύλακας των αναμνήσεων”.
Πηγαίνοντας να τον δει στο κοντσέρτο του θα συναντήσει και πάλι “τον άγγελο με τα ξυλοπάπουτσα”:
“Λοιπόν, τί γνώμη έχει η Ντιμιτρέσκου για τον Μελενστέιν;” με αγωνία θα της πει.
“Ούτε καν το σκέφτηκα ότι είναι άντρας. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η μοναξιά του, που φαινόταν από μακριά. Χωρίς το βιολοντσέλο θα είναι έρημος”. Θα τον αποστομώσει. Αφήνοντας τον αντιμέτωπο με τη νέα κατάσταση: “Ο ίδιος κόσμος, μα χωρίς τη Μάργια είχε άλλη γεύση. Έπρεπε να συνηθίσει αυτή τη νέα γεύση”. Εξάλλου είναι και ο άγγελος με τα ξυλοπάπουτσα, αυτή η όμορφη νεαρή τσέχα αλλά “Γιατί να είχε όρεξη να μιλήσει μαζί του; Έναν βαρετό, κρυφοχοντρούλη, χαμηλοκώλη, υπερώριμο, σοσιαλδημοκράτη, κουλτουριάρη παράγοντα;” Και όμως, όπως θα αποδειχθεί και από τον Μίλαν “Μπορεί να βρεις την ευτυχία εκεί που δεν το περιμένεις. Αυτό ήταν το νόημα. Πρέπει όμως να τολμήσεις να τη δεχθείς- σακατεμένος ή όχι”. Αλλά και πάλι, για μια στιγμή, πολλές στιγμές, θα φοβηθεί: “Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη ακεραιότητα προδίδει μια αίσθηση μοναξιάς. Η τελευταία συνήθως είναι η τιμή της πρώτης. Εν συντομία, καλύτερα μια ήττα με αξιοπρέπεια παρά μια νίκη χωρίς”. Θα τριγυρίσει στους σουηδικούς δρόμους και θα αντικρίσει για πρώτη φορά την αλήθεια, “Ρώσοι, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Αζερμπαιτζανοί συγκεντρώνονταν εκεί κι έπαιζαν σκάκι. Είχαν χάσει τα πάντα στη ζωή τους, το σκάκι όμως το κουβαλούσαν παντού”. Θα αναμετρηθεί με το παρελθόν του και με το παρελθόν της αλλά και πάλι θα τον παρηγορήσει αυτή: “Όσο υπάρχει αγάπη στην καρδιά σου, κάτι θα περισσεύει και για μένα. Καλύτερα να αγαπάς δυο γυναίκες παρά να μην αγαπάς καμία. Οι ανέραστοι άνθρωποι με τρομάζουν. Είναι το μόνο που με τρομάζει”. Θα μεσολαβήσουν στιγμές ποιητικές και απρόσμενες για το βλέμμα της Φάμπια και μόνο. Θα εγκιβωτιστεί σχεδόν δοκιμιακά το πώς περιγράφεται μια ερωτική σκηνή: Ο σεμνός, ο πορνογραφικός, ο ευλαβής, ο ριζικός συγγραφέας, αλλά και εκείνοι οι δύο, που είναι η ζωή, είναι πραγματικοί. Θα παρεξηγηθούν με τις σιωπές και με τις φράσεις, εξάλλου “Αθώες φράσεις όμως δεν υπάρχουν ανάμεσα σε ανθρώπους που αρχίζουν να ερωτεύονται”. Θα δειλιάζει διαρκώς έως ότου εκείνη αναγκαστεί να του πει: “Δεν θέλω έναν κύριο δίπλα μου. Θέλω έναν άντρα που με σκέπτεται, που θυμώνει μαζί μου, που θέλει κάτι από μένα. Αλλά όλα αυτά παίρνουν χρόνο. Λοιπόν, ας τους δώσουμε αυτόν το χρόνο”. Θα βιώσει, θέλει δεν θέλει, τον ενιαίο χρόνο κι ό,τι αυτός συνεπάγεται: “Άρχισαν να μαζεύονται φαντάσματα στο δώμα του. Οι σκοτεινές πλευρές της Μάργιας, το πάθος του Μελενστέιν, ο μυστικός εραστής της Φάμπιας. Ίσως αυτό να ήταν το γήρας. Τα νιάτα έχουν όνειρα και τα γηρατειά φαντάσματα”. Θα φοβηθεί, θα ξεφοβηθεί διότι 'Όποιος φοβάται την πυρκαγιά, δε θα έχει ποτέ του μια φωτιά να ζεσταθεί”. Θα συνεχίσει σπασμένος, με ό,τι πια διαθέτει, ό,τι του απομένει. Εξάλλου “Μα τι άλλες επιλογές υπήρχαν; Αυτή είναι η ζωή. Δεν μπορείς ν' αρχίσεις από την αρχή. Οι άνθρωποι έχουν τα μπαγκάζια τους”. Θα παρηγορηθεί από φράσεις αρχαίες “Καμία από τις ελπίδες μου δε βγήκε αληθινή, αλλά ποτέ δε σταμάτησα να ελπίζω”. Θα ταξιδέψει μαζί της στο δικό της επώδυνο παρελθόν και θα αναμετρηθεί. Με τον νόστο, την μνήμη, μια τεράστια μητέρα που επιμένει “Μόνο εδώ μπορώ να ζήσω και μόνο εδώ μπορώ να πεθάνω”. Κι εκεί που πιστεύει ό,τι όλα τα χάνει, εκεί θα τα βρει: “Η πραγματική εξορία είναι να ζεις χωρίς αγάπη”, ο σοφός άγγελός του με τα ξυλοπάπουτσα θα του πει.
Ένας ύμνος για τη ζωή, τη φιλία, τον λαβωμένο απρόσμενο έρωτα, μέσα από την προδοσία, την αρρώστια, τη μοναξιά, την εξορία, τον θάνατο. Μια ιστορία αγάπης, δειλή. Σαν το πιο σκοτεινό κομμάτι μιας νύχτας ανοιξιάτικης. Μια δική μας πατρίδα σε μια ξένη πατρίδα, ένας κόσμος- κουβάρι που ξεμπερδεύει ο συγγραφέας με ηπιότητα, οξυδέρκεια, χιούμορ, σαφήνεια, τρυφερότητα απίστευτη, ανθρωπιά. Με εκείνα τα αξιολάτρευτα ελληνικά του που τα κουβαλά όπου κι αν πάει, όσα χρόνια κι αν βρίσκεται μακριά. Διότι ίσως και η όντως πατρίδα μας να είναι η γλώσσα. Και άλλο, ουδέν. Ένα βιβλίο απολύτως αληθινό, ιαματικό.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας το 1938.
Γιος δασκάλου από τον Πόντο, μετακόμισε στην Αθήνα το 1946 και αποφοίτησε από το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων.
Φοίτησε στη σχολή του Καρόλου Κουν και μετά τη στρατιωτική του θητεία, το 1964, εγκαταστάθηκε στη Σουηδία, όπου σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης.
Αργότερα δίδαξε φιλοσοφία στο ίδιο πανεπιστήμιο.
Επί τέσσερα χρόνια διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Μπόνιερς Λιτερέρα Μαγκαζίν.
Άρχισε να γράφει στα σουηδικά το 1969 και από το 1994 γράφει τα βιβλία του και στα ελληνικά.
Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια, θεατρικά έργα' έχει γράψει κινηματογραφικά σενάρια και έχει σκηνοθετήσει μια ταινία. Έχει τιμηθεί με σημαντικά διεθνή λογοτεχνικά βραβεία για το έργο του και σχεδόν όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν σε είκοσι γλώσσες.
Βιβλία του στα ελληνικά, από τις εκδόσεις “Γαβριηλίδη”:
“Τιμάνδρα”, “Το τελευταίο τριαντάφυλλο”, “Ποια είναι η Γαβριέλα Όρλοβα”, “Αγάπη”, “Οι εφτά ώρες στον Παράδεισο”, “Το φως του Βορρά”, “Μια νέα πατρίδα έξω από το παράθυρό μου”, “Ένα απλό έγκλημα”, “Ο έκτος επιβάτης”, “Η Όλγα της αγάπης”, “Στο βλέμμα της”, “Μητέρες και γιοι”, “Φίλοι και εραστές”.

ΥΓ. Και το όλον, επειδή σας το είχα υποσχεθεί. Και όπως γνωρίζετε, τις υποσχέσεις μου πασχίζω να τις κρατώ.

1/7/09

Η πραγματική εξορία είναι να ζεις χωρίς αγάπη

“Δεν ήθελε τη συμπάθειά της αλλά τον απεριόριστο πόθο της, ήθελε την κόκκινη καρδιά της όχι ένα φλιτζάνι τσάι τ' απογεύματα”.

Θοδωρής Καλλιφατίδης "Φίλοι και εραστές" (Εκδ. "Γαβριηλίδης")

ΥΓ1. “Η σημασία του αποχωρισμού δεν είναι να γυρίσεις τη σελίδα του βιβλίου της ζωής, αλλά να την ξαναδιαβάσεις”.

ΥΓ2: “Ποιος μπορεί να καταλάβει τους ανθρώπους;”
“Ποια αγάπη τα αντέχει αυτά;”
“Και η δυστυχία γίνεται ρουτίνα”.

ΥΓ3: “Το παρελθόν δεν παίζει ρόλο για το σώμα. Διαφορετικά είναι με την ψυχή μας. Εκείνη μόνο το παρελθόν έχει”.

ΥΓ4: “Ο θάνατος πρέπει να πάρει τη θέση του στη ζωή μας, αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα”. “Με λίγα λόγια, χωρίς το θάνατο η ζωή δεν έχει νόημα”.

ΥΓ5: "Αθώες φράσεις όμως δεν υπάρχουν ανάμεσα σε ανθρώπους που αρχίζουν να ερωτεύονται".

Προσεχώς κι άλλα. Κι άλλα.

Καλό μήνα, ναι?