30/10/09

"Τι θα συνέβαινε αν ο Οιδίπους και προ αυτού ο Λάιος υπήκουαν στον χρησμό?"

Είμαστε ό,τι αφήνουμε πίσω μας

Επαναλάμβανα, διαβάζοντας τον υπέροχο τίτλο του Δημήτρη “Ό,τι αγαπήσαμε πίσω έμεινε” κι έμοιαζε αυτή η φραστική εμμονή μου, σαν επιβεβλημένη απάντηση.

Ποιος στη χάρη μου σήμερα, έτσι?
Ανάμεσα σε δυο άντρες, σε δυο συγγραφείς που αποδεδειγμένα αγαπούν τη γυναίκα.
Το υποστηρίζουν με όλους τους τρόπους, με τη ζωή, με το έργο τους.

Φίλος αδελφικός, άνθρωπος του σπιτιού τολμώ να πω ο Δημήτρης, μου έχει ήδη προσφέρει μεγάλες χαρές.
Με την “Υπατία” του αξιώθηκα να ταξιδέψω μιλώντας για το σπουδαίο βιβλίο του αυτό στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Στο “Υστερόγραφο μιας συγγνώμης”, ε πια η αγάπη του στο “δεύτερο φύλλο” που πρώτο το έκανε, ήταν πλέον ολοφάνερη.
Ο Μίμης Ανδρουλάκης, γνωστός σε όλους, και μόνο το να σταθείς στο πλάι του και να μιλάς, καταντά τουλάχιστον αποκοτιά. Αλλά εδώ έχω τολμήσει να μιλήσω για βιβλίο του, τώρα θα κάνω πίσω? Εξάλλου σαν τη Μαρία Ρόζα του Δημήτρη είμαι και λίγο του vivere pericolozamente, τελικά.

Με το καινούργιο του βιβλίο, λοιπόν, ο Δημήτρης Βαρβαρήγος επιστρέφει. Στο ιστορικό μυθιστόρημα που μοιάζει να το κατέχει καλά. Και στην γυναικεία μοίρα σε εποχές που άνδρες νομοθετούν. (Θα μου πείτε και τώρα με την γυναίκα ανδρόγυνη? ας είναι) Επαληθεύοντας εκείνη τη σπουδαία και γενναία ρήση του Μάρκες πως

“την ιστορία μας και την ιστορία της οικογένειάς μας γράφουμε τελικά ξανά και ξανά”. Ακόμα κι όταν μιλάμε για άλλους, για τα δικά του πάλι ο καθένας μιλά.
Τα διλήμματα και τους φόβους μας δανείζουμε στους ήρωες, τις πολυθρόνες που καθήσαμε και τη θάλασσα π' αγαπήσαμε περιγράφουμε θέλοντας και μη στο χαρτί.
Πόσο μάλλον στην παρούσα περίπτωση που κάτι μου λέει πως η Ζωή- Μαρία Μοντανάρη είναι, Δημήτρη μου καλέ, η μαμά?

Ας είναι!
“Ό,τι αγαπήσαμε πίσω έμεινε”,
στο βιβλίο θα παραμείνουμε κι ό,τι αγαπήσαμε γίνεται εμείς.
Επειδή ένα δεν γίνεται να χάσουμε ή πίσω ν' αφήσουμε, τον εαυτό μας, που είναι “ό,τι αγαπήσαμε” και μας ακολουθεί.

“Στον έρωτα πάμε μ' ότι δεν είμαστε κι ό,τι δεν έχουμε”, μου έχει πει η Μαρία Μήτσορα σε συνέντευξη και θυμάμαι είχα ενθουσιαστεί.
Στη μυθιστορία του Δημήτρη, όμως, η Μαρία Ρόζα Καλτσέτι και ο Σαλιβέρι Μοντανάρι ερωτεύθηκαν με ό,τι ήταν, είχαν, και νίκησαν.
Ξεκινώντας από τη Φλωρεντία του 1860, αρχοντοπούλα αυτή, κατώτερος ταξικά ο Σαλιβέρι, πολεμώντας για τον έρωτά τους, δραπέτες της αγάπης στη Ζάκυνθο για να ζήσουν και μια και δυο φορές τον ξεριζωμό με τον μεγάλο σεισμό. Μέχρι να καταλήξουν στην ανοιχτή αγκαλιά της Αθήνας που όλα τα καταπίνει και τα χωρά.

Προτάσσοντας, πρόλογο και καταλήγοντας σε επίλογο ο συγγραφέας, χωρίζει την αφήγησή του σε πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη, αφήνοντας και εκείνο το προσωπικό στοιχείο που ήδη είπαμε να εννοηθεί.
Μια γυναίκα, γυναίκα που του έχει δώσει τα πάντα, θυμάται και αναζητώντας για τον επίγονο ρίζες, αφηγείται την ιστορία της προγιαγιάς.
Η ιστορία της Μαρίας Ρόζας τριτοπρόσωπη εξελίσσεται, όσον αφορά τον χρόνο, γραμμικά. Η ζωή των ηρώων στη Φλωρεντία και ο παράφορος και παράνομος έρωτάς τους, ο εγκλεισμός της ηρωίδας στο σπίτι και η αναγκαστική φυγή. Ακολουθώντας τη γυναικεία μοίρα της μητέρας, αλλά τολμώντας να ζήσει τη ζωή που δεν επέτρεπαν οι καιροί, αλλ' ούτε και τόλμησε να ζήσει κι αυτή. Ο ερχομός του ζευγαριού στη Ζάκυνθο. Ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Η βάφτιση, ο γάμος, η ένταξη. Οι εγκυμοσύνες και τα νεκρά παιδιά. Ο κύκλος της ζωής και η πικρή διαπίστωση “απ' τα λάθη μας” και “υποφέροντας μαθαίνει κανείς”. Η ελπίδα, ο γιος, το σπίτι, ο σεισμός, το παρελθόν και τα κρυμμένα του μυστικά, η ζωή ξανά και ξανά απ' την αρχή, και γέννα και θάνατος και ελπίδα και “χτίζω στην άμμο σα να 'ναι στην πέτρα” και ξανά και ξανά απ' την αρχή, η ζωή με τους αποχαιρετισμούς, ο ερχομός στην Αθήνα και τα “Χρόνια που περνούσαν σαν σελίδες βιβλίου”,
σ' ένα βιβλίο που τα έχει όλα, ευθύς εξαρχής:
Ατμόσφαιρα εποχής, στη Φλωρεντία του 19ου αιώνα, στη Ζάκυνθο και στην Αθήνα της ίδιας σχεδόν εποχής.
Ιστορικό πλαίσιο, η ταξική κοινωνία στην ιταλική κοινωνία που επεμβαίνει στ' ανθρώπινα κι απαγορεύει ή επιτρέπει, υπαγορεύοντας γάμους, συμφέροντα, αγάπες και συμπεριφορές. Η Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα και οι μικροί προσωπικοί αγώνες που καθορίζουν ζωές.
Χαρακτήρες, με βασικούς τη Μαρία Ρόζα και τον Σαλιβέριο, που επαναστατούν, τολμούν και ξεπερνούν τη μοίρα τους, εκείνη τη γυναικεία, κι αυτός τη ταξική, τον σκληρό πατριαρχικό πατέρα, την υποταγμένη αυστηρή κυρία Νίνα- μαμά, τη στοργική, πιστή Φραντζέσκα, την ιδανική αδελφή Οφηλία και τους απλούς ανθρώπους της Ζακύνθου με όλες τις αντιφάσεις που μπορεί ένας άνθρωπος να εμπεριέχει, όλοι μας είμαστε σκοτάδια και φως.

Μια ιστορία που περικλείει όλον τον κύκλο και τη χαρμολύπη της ζωής. Τον άνθρωπο που σηκώνει ανάστημα στο ίδιο του το πεπρωμένο. Την αγάπη που όλα τα νικά. Την Ιστορία και τα Φυσικά Φαινόμενα που υψώνονται πάνω από τη μικρή ιστορία του καθενός και τη σοφή Νομοτέλεια, πως, ό,τι και να γίνει, στην πορεία η ζωή συνεχίζεται: γέννηση, θάνατος, επανάσταση, καταστολή, φόβος, ελπίδα, φως και σκοτάδι, ξανά και ξανά απ' την αρχή.

Επιτρέψατέ μου να τελειώσω με ένα μικρό απόσπασμα που μου επιβάλει το ίδιο το βιβλίο του Δημήτρη, το τόσο απολαυστικό και σπαρακτικό:

“... Τι θα συνέβαινε αν ο Οιδίπους και προ αυτού ο Λάιος υπήκουαν στον χρησμό? Αν δηλαδή και οι δυο δεν σήκωναν κεφάλι στο θείο θέλημα? Βεβαίως δεν θα υπήρχε λόγος να γραφτεί το έργο, θα έλειπε το δράμα απ' τη ζωή. Κι αλλιώς: ο άνθρωπος θα δεχόταν αυτόματα την τάξη των πραγμάτων, όπως ένα μυρμήγκι δέχεται ενστικτωδώς το φυσικό νόμο.
Η τραγωδία αρχίζει με την παρακοή του ανθρώπου στην κοσμική μοίρα, εκείνη των βιβλικών πρωτοπλάστων... Η απουσία του δράματος προυποθέτει παραίτηση από τον ελεύθερο εαυτό, απόλυτη παραδοχή των τεταγμένων γεγονότων. Το δράμα συνιστά εξέγερση, ανατρεπτική προσπάθεια της ιδρυμένης θείας τάξεως, η οποία δεν έχει καμία σχέσην με ηθική κακότητα....”
Στέλιος Ράμφος “Το αίνιγμα κι η μοίρα” (ποιητική τέχνη στον Οιδίποδα Τύραννον).

Δημήτρη μου καλέ, πολύ σ' ευχαριστώ, για την απόλαυση, την φιλία, την τιμή.
Κύριε Ανδρουλάκη μας, χαίρομαι τόσο πολύ που σας ξανασυναντώ.
Αναστασία και Χαρά μου (ε ναι, έχουμε εδώ και την εκδότριες, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη γενιά? Φίλη της καρδιάς μου η Αναστασία και η Χαρά η τελευταία μου αισθητική, με ανέλαβε, να με ντύνει, να με στολίζει, να μου φιλοτεχνεί εξώφυλλα με τις υπέροχες ατμοσφαιρικές της φωτογραφίες, και τη ζωή.

Και αποχαιρετώντας σας να σας αποκαλύψω και ένα δικό μας οικογενειακό μυστικό που μπορεί και να εξηγεί πολλά. Πως η γιαγιά μου η Χρυσούλα, Σάββα, Σαβίνα, αψηφώντας τον πατρικό νόμο έκλεψε τον παππού Γιώργη και αποκληρώθηκε γι' αυτό.

Σας ευχαριστώ.

YΓ. Το... ποίημά μου στον Ιανό χθες για τον Δημήτρη.

29/10/09

H Ασκητική της Αγάπης

"Πόσο μικρός γίνεται ο κόσμος γι' αυτούς που θέλει ο Θεός να συναντηθούν" (γερόντισσα Γαβριηλία, από την "Ασκητική της αγάπης")

ΥΓ. Το ξαναβρήκα στο fb, το διανοείστε? Εντέλει ναι, "παντού μπορεί να αγιάσει κανείς".

26/10/09

ένας καθρέφτης λογοτεχνίας σ' ένα μοναχικό βουνό...

“ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΘΛΙΨΗ” του Γιασουνάρι Καουαμπάτα. Μετάφραση από τα ιαπωνικά: Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 262, € 18

“Αν πέθαινες, δεν θα ζούσε πια κανείς να με θυμάται όπως μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις”, είπε ο Όκι.
“Αν πέθαινε αυτός που αγαπάω, δεν θ' άντεχα να ζω εγώ και να τον θυμάμαι”, η Οτόκο.
Επέζησαν, τελικά, και οι δυο. Στο μυθιστόρημα του μεγάλου Ιάπωνα Γιασουνάρι Καουμπάτα “Ομορφιά και Θλίψη”. Ενός πάθους αλλόκοτου όπως αλλόκοτη μας φαίνεται η σχέση της ιαπωνικής κουλτούρας με έρωτα και θάνατο, κατά συνέπεια και με την μυστική τελετουργία ζωής.
Στην ιστορία όλα αρχίζουν ανάποδα, σχεδόν από το τέλος, αλλά από την αρχή μιας χρονιάς. Ο μεσήλιξ ήδη διάσημος συγγραφέας Όκι αποφασίζει να επιστρέψει στο Κιότι για να ακούσει με μια παλιά του αγαπημένη τις καμπάνες της Πρωτοχρονιάς. Κι ηθελημένα ή αθέλητα, κάνει απολογισμό ζωής: για ένα παιδί που ποτέ δεν γεννήθηκε, για έναν έρωτα που θα μπορούσε ν' ανθίσει στη σκιά, για τη ζωή που δεν έζησε, για τον ήρεμο γάμο του, για τη μετέπειτα μοναχική πορεία- επιβίωσης της Οτόκο μέσα από τη ζωγραφική.
Η Οτόκο θα τον εκπλήξει, επιλέγοντας να φέρει μαζί της και την Κέικο, μαθήτριά της – είπαμε, στο μεταξύ ήδη γνωστή ζωγράφος- και το ιδανικό συμπλήρωμά της. Η νεότης που παρήλθε, παραμερίζοντας στη σαγήνη του χρόνου. Κι οι δυο μαζί, θα αποτελέσουν για τον ευτυχή ή δυστυχή τελικά Όκι, την ιδανική γυναίκα, την τέλεια Ομορφιά.
Διότι “Τα χρόνια περνούσαν και μόνο η μυθιστορηματική ηρωίδα του “Δεκαεξάχρονου κοριτσιού” παρέμεινε αναλλοίωτη”. “Το έργο είχε φύγει από τον συγγραφέα και ζούσε τη δική του ζωή”. Κι ο Όκι το γνώριζε, φλεγόταν από περιέργεια; μεταχρονολογημένη μεταμέλεια; επέστρεψε και όφειλε να πληρώσει το τίμημα της επιστροφής. Επειδή “Η δεκαεπτάχρονη Οτόκο είχε γίνει σαράντα”, αλλά ο Όκι μέσα της παρέμενε αμετακίνητος, σαν χρόνος που λίμναζε στα χρώματα. “Για έναν ζωγράφο είναι αυτονόητο ότι μια νεκρή φύση ή ένα τοπίο, αλλά και κάθε είδους δημιουργία του, δεν είναι παρά το πορτρέτο της ίδιας του της καρδιάς”.
Και κατ' αυτό τον τρόπο- έχοντας δηλαδή τους ήρωές τους δημιουργούς, συγγραφέας ο Όκι, ζωγράφος η Οτόκο αλλά και η Κέικο, ανατέμνει της τέχνης τη μυστική ζωή. Το παράλληλο σύμπαν που, ενίοτε, μας υπερβαίνει σε χρόνο, πάθος, ζωή.
Αλλά ανατέμνει και αυτή καθ' εαυτή ναρκισσιστική φύση του Έρωτα, τον εαυτό μας που αναζητάμε να αγαπήσουμε μέσα απ' τα μάτια του άλλου. Και έτσι, περιπλέκοντας τα πράγματα, εν τέλει, τον ερωτικό γρίφο μας κάνει πιο απτό.
Το αποτέλεσμα, μια ιστορία πάθους με εραστές και ερωμένες που εναλλάσσονται στον βασικό ρόλο και με τον θάνατο ως αντίπαλο δέος, είτε ακολουθεί, είτε έπεται, να καραδοκεί.
Η ατμόσφαιρα σαγήνης, το μεγάλο προσόν όχι μόνο του Καουαμπάτα αλλά γενικότερα των Ιαπώνων συγγραφέων, και η αντιφατικότητα των ηρώων, για εκείνον τον ενδιαφέροντα λαό, εντέλει, σχεδόν φυσική.
Ένα βιβλίο που εμπεριέχει όλο το μεγαλείο του δημιουργού του, το πάθος του για τη γραφή, τη μοναξιά, τον έρωτα για τον θάνατο που τον ακολουθεί.
Ας μη ξεχνάμε ότι το μεταθανάτιο βουδιστικό του όνομα σε μια πρόχειρη απόδοση είναι κάτι σαν “ένας καθρέφτης λογοτεχνίας σ' ένα μοναχικό βουνό”.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1899 στην Οσάκα της Ιαπωνίας.
Ορφανός από μικρός πηγαίνει να ζήσει σε συγγενείς εκ μητρός και μπαίνει εσωτερικός σε σχολείο μέχρι την αποφοίτηση.
Σπουδάζει στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, (τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας). Κατά την διάρκεια των σπουδών μεταπηδά στο τμήμα Ιαπωνικής Φιλολογίας, επανεκδίδει το πανεπιστημιακό περιοδικό “Νέα Γραμμή” όπου και δημοσιεύει την πρώτη του ιστορία “Σκηνή από μια συνεδρία” και κατόπιν το λογοτεχνικό περιοδικό “Η εποχή της τέχνης”.
Το 1926 εκδίδεται “Η χορεύτρια του Ίζου”, έργο που τον κάνει αμέσως γνωστό.
Ακολουθούν: “Η πορφυρή συμμορία της Ασάκουσα”, “Η χώρα του χιονού”,, “Χίλιοι γερανοί”, “ Ο δάσκαλος του Γκο”, “Ο ήχος του βουνού”, “Η λίμνη”, “Οι κοιμισμένες καλλονές”, “Η παλιά πρωτεύουσα”, “Ομορφιά και θλίψη”, “Ένας βραχίονας”...
Το 1961 η Ιαπωνική κυβέρνηση τον τιμά με την υψηλότερη διάκριση, το Μετάλλιο του Πολιτισμού.
Το 1968 γίνεται ο πρώτος Ιάπωνας στον οποίο απονέμεται το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το 1972, στις έξι το απόγευμα της 16ης Απριλίου (και μετά την τελετουργική αυτοκτονία του Γιούκιο Μισίμα, το 1970, ο θάνατος του οποίου τον συγκλόνισε), ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα αυτοκτονεί με γκάζι στο γραφείο του χωρίς να αφήσει κανένα επιθανάτιο σημείωμα.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής (alef- ελένη γκίκα)

ΥΓ. “Τα χρόνια περνούσαν και μόνο η μυθιστορηματική ηρωίδα του... παρέμεινε αναλλοίωτη”.
Και ίσως γι' αυτό και να γράφουμε. Οι ήρωες θα είναι πάντοτε εκεί. Νέοι. Κι αθάνατοι. Και οι καταστάσεις. Και τα αισθήματα. Και οι αγάπες, βέβαια, πως αλλιώς...

21/10/09

“όπως είπε ο Νίτσε, η ύψιστη σοφία είναι να μη φοβάσαι” κι “όπως έγραψε ο Κόνραντ, ο αληθινός τρόμος αγγίζει μόνο τη φαντασία των ανθρώπων”.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

“Μετά τον σεισμό” λέγεται το βιβλίο αλλά δεν ξέρω γιατί συνέχεια διάβαζα “μετά την κρίση”. Άρτι αφιχθέν και από αγαπημένο. Χαρούκι Μουρακάμι και τώρα που το σκέφτομαι “μετά την κρίση” θα μπορούσαν να λέγονται όλα του τα βιβλία.
“Το κουρδιστό πουλί” γιατί ο ήρωας αρχίζει να “βλέπει” όταν θα χάσει τη δουλειά του, τη γάτα και τη γυναίκα του. Το “Νορβηγικό δάσος” επειδή ο φοιτητής θα την θυμηθεί όταν θα είναι πεθαμένη. Το “Σπούτνικ αγαπημένη” επειδή η ηρωίδα χάνεται, σαν γιαπωνέζικο “η Αλίκη στις πόλεις”. Στο καινούργιο που κυκλοφόρησε (“Ωκεανίδα”), όλα είναι σαφή ήδη απ' τον τίτλο: “Μετά τον σεισμό”, έξι ιστορίες με κεντρικό άξονα τη βιβλική καταστροφή απ' τον μεγάλο σεισμό στο Κόμπε. Μένουν, δεν μένουν στο Κόμπε, χάνουν, δε χάνουν δικούς τους!
Όλα ξεκίνησαν ξαφνικά, εκεί που η οικονομία άνθιζε κι ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα απ' όσα μπορούσε να ξοδέψει. Στα καλά- καθούμενα δε μας χτυπά “το κακό”; Η γυναίκα του Κομούρα στο πρώτο διήγημα (“Ούφο στο Κουσίρο” ) έβλεπε τηλεόραση βυθισμένη στα μαξιλάρια. Στην οθόνη, ολόκληρα εμπορικά τετράγωνα στις φλόγες, σιδηροδρομικές γραμμές και λεωφόροι κομμένες στα δύο, αρκούν, στα καλά- καθούμενα για να εγκαταλείψει τον άνδρα της. Στο “Τοπίο με σίδερο ρούχων”, ένας ζωγράφος παίρνει των ομματιών του για ν' ανάβει φωτιές στις παραλίες. Στο “Όλα τα παιδιά του θεού μπορούν να χορέψουν” ο Γιοσίγια, παιδί αγνώστου πατρός μπορεί ως συμπαντικό παιδί να χορέψει. Στην “Ταυλάνδη” μια γιατρός θα αφήσει επιτέλους “την-πέτρα” που στοιχειώνει τη ζωή της. Στο “Σούπερ Βάτραχος σώζει το Τόκιο”, βάτραχος σώζει την Πόλη.
Όπως θα σώσει ο σεισμός την ελευθερία τους. Ανοίγοντας ρωγμές, μαζί με αγνοημένες λεωφόρους. Επειδή c'est la vie και σ' όποιον αρέσει! Κι αρέσει! Γιατί ό,τι επιλέγει κανείς του αρέσει. Αλλά για να επιλέξει θα χρειαστεί να φύγει απ' τα πόδια του η εκ-του-ασφαλούς-δεδομένη-κι-αυτονόητη-επιλογή-του.
Διαπίστωση: Δεν υπάρχει δύσκολο κι εύκολο. Υπάρχει μονάχα-αυτό-που-επιθυμώ-με-τον-πιο-βαθύ-εαυτό-μου.
“Μετά την κρίση” διάβαζα όπου ο Μουρακάμι “μετά τον σεισμό” έγραφε, και αναλογιζόμουν μ' ελπίδα το χαμένο μας μονοπάτι. Ο,τι αξίζει, θα διασωθεί. Τα περιττά, μπελάς και ομίχλη. Εξάλλου “όπως είπε ο Νίτσε, η ύψιστη σοφία είναι να μη φοβάσαι” κι “όπως έγραψε ο Κόνραντ, ο αληθινός τρόμος αγγίζει μόνο τη φαντασία των ανθρώπων”.

19/10/09

“... επειδή μου φαίνεται ότι χορεύουμε εμείς οι δυο στο σκοτάδι”

Ρέκβιεμ για “τα παιδιά του μεσονυχτίου”

“Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΥΚΝΟΣ” του Στέφανου Δάνδολου, Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 243, € 16

“Πολλά καλοκαίρια κύλησαν από τότε και η μοναξιά δεν έπαψε ποτέ να είναι αβάσταχτα τρομερή. Τα ταίρια για κάποιους ήρθαν κι έφυγαν, για άλλους δεν έφτασαν καν, μα όσο καλά φυλαγμένο κι αν έμεινε τα επόμενα χρόνια εκείνο το ημερολόγιο, μόνο ένας δε γέρασε. Όλοι οι υπόλοιποι μεγαλώσαμε και φθαρήκαμε, καταδικασμένοι απ' το είδος της μοναξιάς που μας άξιζε”.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί η ιστορία μιας παρέας ή το χρονικό της εφηβείας το καινούργιο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου “Ο τελευταίος κύκνος”, εάν δεν ήταν κάτι πολύ περισσότερο: η αλυσίδα ζωής που στήνεται από αλήθειες και ψέματα, και μας αλλάζει τα φώτα στο παρόν, αλλά και το πεπρωμένο.
Ξεκινούν όλα μεταχρονολογημένα, σε μια συνάντηση παλιών συμμαθητών. Ο αφηγητής, “το φτερό”, για το οποίο μόλις μετά το ένα τρίτο της ιστορίας μαθαίνουμε τελικά ότι είναι η Ιόλη, δηλαδή, το φύλο, επιστρέφει και αποπειράται να αφηγηθεί. Για εκείνα “τα παιδιά του μεσονυχτίου”. Για “εκείνη τη θολή ύπαρξη που την αποκαλούσαν Φτερό”, για “τη Σου που έκλεινε τα δεκάξι” αναστατώνοντας τους πάντες, για τη “Μάγκυ την κολλητή της” και για τον Σμαρ που “απέπνεε την αύρα ενός σκοτεινού πρίγκιπα”, πριν τους χωρίσει “ο Μεγάλος Θυμός”.
Για την αφήγηση θα χρησιμοποιήσει όλα τα είδη, θα εισχωρήσει σε όλους τους χρόνους, θα αποδώσει σε όλα βαρύτητα σαν σε ψυχαναλυτικό ντιβάνι.
Την ιστορία, παρ' ότι νομίζουμε ότι την ξέρουμε καλά από την αρχή, φτάνοντας στο τέλος της θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν την είχαμε καν φανταστεί, όπως κανένας δεν μπορεί να φανταστεί την άβυσσο της ψυχής του ή το αίνιγμα του άλλου.
Στο μεταξύ, θα δούμε “τα παιδιά του Μεσονυχτίου” να ξεκινούν φίλοι, χαρούμενοι, αγαπημένοι, κολλητοί, να τα φτιάχνουν και να τα χαλούν. Μέσα από μουσική ροκ που συμβαδίζει με διαθέσεις και σχεδόν τους καθορίζει. Η Σου, εξάλλου, η πέτρα του σκανδάλου και βασική πρωταγωνίστρια, ορκίζεται επάνω σε ένα τραγούδι! Κι όταν πατά τον όρκο της, πεθαίνει ο δημιουργός του τραγουδιού!
Αλλ' όλοι με τον τρόπο τους, καταπατούν “όρκους”, προδίδουν ακόμα και οι πλέον προδομένοι. Κι απ' ότι καταμετρούμε στο φινάλε, αυτοί είναι που έχουν προδώσει το πιο πολύ.
Τα ζητήματα, ασήμαντα, ιδωμένα εκ των υστέρων: έρωτες που σηματοδοτούν όμως μια ζωή (στην εφηβεία ερωτευόμαστε με τον πλέον απόλυτο τρόπο), φιλίες που βαδίζουν στο όριο, εικόνα αντιφατική σε σχέση με τον βαθύ εαυτό και παρανοήσεις που λύνονται αργά, πολύ αργά, πάντοτε εκ των υστέρων.
Στο μεταξύ, οι δυο κολλητές θα έχουν σφαχτεί, η Σου θα πατήσει τον όρκο της και θα τα φτιάξει με τον φίλο της φίλης, ο Σμαρ (Σμαραγδόπουλος) αφού αγωνιά εις μάτην για το διαζύγιο των γονιών του, όταν πια ησυχάζει, τους χάνει. Και μετά, χάνει τα πάντα, την ίδια του τη ζωή.
Τους ξανασυναντάμε (όσους επέζησαν, ή εκείνους με τις λιγότερες λαβωματιές), δέκα χρόνια μετά και δεκαπέντε.
Προσπαθώντας να λύσουν τον γρίφο του Ιανουαρίου του 1986 που τους κομπόδεσε τη ζωή, και το Φτερό, η Ιόλη, με παρρησία αφηγούμενη θα προσπαθήσει να τους χαρίσει την χαμένη τους αθωότητα, εφηβεία.
Επιστρατεύοντας ημερολόγια παλιά αλλά και συγγραφικές απόπειρες, αναφερόμενη άλλοτε μέσα από θεατρικούς διαλόγους, άλλοτε μέσα από λεπτομερείς ημερολογιακές σελίδες, τριτοπρόσωπα και πρωτοπρόσωπα, αγγίζοντας σχεδόν τα πάντα: φόβους, αγάπες, διλήμματα, επιθυμίες, ζήλια, ψευδαισθήσεις, λανθασμένες διαπιστώσεις, εφιάλτες και όνειρα, εικασίες και διευκρινιστικές εξηγήσεις στο έλεος του τέλους.
Στα ευφυή συγγραφικά ευρήματα, το φύλο του φτερού, η προσωπικότητα της Σου, η μεγάλη ανατροπή της Μάγκυ, η συνομιλία ζωής και ροκ στίχων, η εποχή που περνά καθοριστικά κι απαλά, σαν ομίχλη.
Ένα σκληρό, αινιγματικό και αποκαλυπτικό τελικά βιβλίο για την ερωτισμό που αποκτά υπαρξιακές προεκτάσεις (φοβούμαι όχι μονάχα στην εφηβεία) και για την ακαμψία και ενίοτε αναλγησία των νέων παιδιών, οι έφηβοι μέσα στην απολυτότητά τους, τελικά, πολλές φορές γίνονται ανελέητοι (καθόλου τυχαίες οι τόσες πολλές αυτοκτονίες).
Με χαρακτήρες αναγνωρίσιμους αν και ακραίους εν πολλοίς, και τον Φιλ Λάινοτ και το “The boys are back in town” να τους διαπερνά, ακολουθώντας τη μοίρα τους, σχεδόν να την καθορίζει. Γιατί ακόμα και ένα τραγούδι, μπορεί να... πεθάνει, καμία φορά! Και τότε δεν απομένει τίποτα για να “μπορούμε να πνίξουμε κάθε σκέψη που μας σκοτώνει”.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα.
Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία το 1996 με το μυθιστόρημα “Υπνοβάτες του Σεπτέμβρη”.
Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα
“Ο περίγελος των αγίων” (1997),
“Και φόρεσαν χειροπέδες στα πουλιά” (2000),
“Νάρκισσοι και Κανίβαλοι” (2002),
“Νέρων- Εγώ, ένας θεός” (2004),
“Το αγόρι στην αποβάθρα” (2007),
καθώς και η συλλογή από νουβέλες και διηγήματα “Αγάπη σε δυο σταγόνες όνειρο” (1999).
Η μυθιστορηματική βιογραφία “Νέρων- Εγώ, ένας θεός”, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε το 2006 στην Ιταλία από τις εκδόσεις E/O.
Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικές επιθεωρήσεις του εξωτερικού, ενώ το 2008 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Young Writers' World Festival, που πραγματοποιήθηκε στη Σεούλ.
Τον Μάιο του 2009 του απονεμήθηκε το Βραβείο Μπότση για το συγγραφικό του έργο, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας.

15/10/09

“Όποιος έχει βγει έξω απ' τον εαυτό του, τίποτε δε σιχαίνεται περισσότερο, παρά να ξαναγυρίσει εκεί όπου βρισκόταν”.

“ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ” του Τόμας Μανν. Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντινίδη. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 176, € 8.95

Γράφτηκε το 1912 και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Μπορεί το αριστούργημα του Τόμας Μανν να παραμένει “Το μαγικό βουνό” και η ωραιότερη ίσως νουβέλα ο “Τόνιο Κραίγκερ” αλλά και λόγω Βισκόντι και κινηματογραφικής μεταφοράς το “Θάνατος στη Βενετία” παραμένει το πιο διάσημό του βιβλίο.
Με έναν Γουστάβο Άσσενμπαχ ή Φον Άσσενμπαχ σχεδόν πια εμβληματικό να συμβολίζει για πάντα τον απόλυτα πνευματικό και “συγκρατημένο” δημιουργό που υποτάσσεται μέχρι θανάτου στην απόλυτη ομορφιά, επιλέγοντας να βγει “εκτός εαυτού” σε μια πανέμορφη επικίνδυνη πόλη. Αλλά “όποιος όμως, έχει βγει έξω απ' τον εαυτό του, τίποτε δε σιχαίνεται περισσότερο, παρά να ξαναγυρίσει εκεί όπου βρισκόταν”.
Άλλωστε “τί μπορούσαν να του χαρίσουν η τέχνη και η αρετή, μπροστά στην ανομολόγητη ευτυχία που του υποσχόταν το χάος;”
Κι όμως, η ευνοούμενη λέξη του μέχρι πρότινος ήταν “συγκρατήσου”. Αλλά πάντοτε παρέμενε “ο ποιητής όλων εκείνων που λυγίζουν”, “που είναι κιόλας τσακισμένοι και στέκουν ωστόσο ορθοί”.
Θα μπορούσε να μείνει στο τακτικό του σπίτι στην Πρίντσεγκεντεστράσσε στο Μόναχο, στην τακτοποιημένη ζωή του. Ωστόσο αποφασίζει να εκτεθεί στο Νότο, να κάνει το μοιραίο, τελικά, ταξίδι στη Βενετία.
“Ήταν λαχτάρα για ταξίδι και τίποτ' άλλο. Και πραγματικά η επιθυμία τούτη τον εκυρίεψε σαν παροξυσμός και σε τέτοιο παθολογικό βαθμό, που έφτανε ίσαμε την αλλοφροσύνη”.
Εξάλλου, παρά το “συγκρατήσου” ο Άσσενμπαχ γνώριζε καλά ότι “σχεδόν κάθε μεγάλο που υπάρχει, το χρωστά σ' ένα “παρά τούτο”, σε μια πρόκληση ενάντια στα βάσανα και τις έγνοιες, τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τη σωματική αδυναμία, τα ελαττώματα, τα πάθη, τις χιλιάδες τα εμπόδια”.
Κι εκείνο το ταξίδι στο Νότο δεν ήταν παρά το δικό του “παρά τούτο”: στη σύνεση, στο “συγκρατήσου”, σε μια απολύτως αποστειρωμένη ζωή.
Αγαπούσε τόσο τη θάλασσα, ίσως “γιατί η λατρεία αυτού του στοιχείου, του ήταν απαγορευμένη”. “Επειδή δε συμβιβαζόταν με την αφοσίωση στη δουλειά του παρά τον αποπλανούσε να τραβήξει στο αδέσμευτο, το άμετρο, το αιώνιο , το άσκοπο”. Κι “η Βενετία ήταν μια εταίρα που ήξερε να σαγηνεύει”. “Η πόλη του παραμυθιού και της απάτης για τους ξένους”.
Εκεί “η φωνή του γονδολιέρη, πότε σαν απειλή και πότε σαν χαιρετισμός”, θα συνενώσει τα αντίθετα: την Ομορφιά και το απόλυτο Τίποτα, τον Έρωτα και το Τέλος. Την θανάσιμή του αιχμαλωσία με την μορφή του πανέμορφου έφηβου Τάτζιο και την αρρώστια που κυκλώνει την πόλη. Αλλ' ούτε απ' το ένα ούτε απ' το άλλο επιθυμεί να ξεφύγει “γιατί το πάθος είναι η εξύψωσή μας και ο έρωτας ο πόθος της ψυχής”, “αυτή είναι η απόλαυση και η ντροπή μας”.
Ένα ατμοσφαιρικό, αλληγορικό, αριστούργημα για την δημιουργία και για την Ομορφιά, για το Απόλυτο και την αιώνια Πόλη, για τον Έρωτα και τον Θάνατο. Για την Δημιουργία που είναι εκεί, “γράφει” και “γράφεται” με τίμημα την ίδια μας τη ζωή. Επανεκδίδεται σχεδόν κάθε χρόνο επιτυχώς από το 1998 κι απ' τις εκδόσεις “Ίνδικτος”.

ΥΓ. Θα τα πάμε ένα – ένα, ναι? Ένα... καινούργιο κι ένα παλιό- ολοκαίνουργιο με τη καινούργια ψυχή μας! Ξαναδιαβάζοντας βιβλία αγαπημένα συνειδητοποιούμε και “πόσο-άλλαξα”. Κι εξάλλου, όλα αλλάζουν, φίλοι, αγάπες, καταστάσεις, η προσωπογεωγραφία των ρυτίδων, το πρόσωπο της ευτυχίας, ο χωροχρόνος και ένα βιβλίο μέσα σ' αυτόν αλλάζει, γίνεται άλλο. Όσο άλλος γινόμαστε 'η γίναμε κι εμείς.
Εξάλλου γίναμε πια όλοι μας αναγνώστες με... ξύλινα πόδια! Διαβάζουμε Ζυράννα αλλά δεν έχουμε διαβάσει Ντίκινσον, Γουλφ ή Ντυράς, γνωρίζουμε τον Ντοστογιέφσκι, αλλ' ούτε “Ηλίθιος” (κι αυτό είναι το “Έγκλημα και τιμωρία” μας να) μιλάμε για τον Προυστ λες κι είναι πρωτοξάδελφός μας αλλά ούτε που έχουμε αντικρίσει ποτέ εκείνο το εμβληματικό έρμο (και που το πιπιλάμε συνέχεια) “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”. Εδώ θα μου πείτε ο... Μπόρχες έγινε ευπώλητος! Αλλά εντάξει, νέα ήθη, πώς να το κάνεις. Πάρε το, ρε παιδί μου, κι αχρείαστο να 'ναι! Εξάλλου η βιβλιοθήκη μας είμαστε εμείς (όπως κι η δισκοθήκη μας, η βιντεοθήκη μας, οι φίλοι μας, το σπίτι μας, η ζωή μας, οι έρωτές μας κι ο... θάνατός μας), ε πού ξέρεις μπορεί κάποια μέρα... να μας πιάσει λαχτάρα για ό,τι αξίζει, για ό,τι κρατά. Για ό,τι επιμένει στον Χρόνο που όλα τα εξαφανίζει. Μπορεί αν υπάρξει χρόνος (και κέφια) να αναφερθούμε και στα αξίζει-να-τα-διαβάζω για να μη γίνω κι εγώ αναγνώστης με... ξύλινα πόδια.
Ωραίο Φθινόπωρο, ε?-

11/10/09

Το γράμμα που λείπει....

Ελένη Γκίκα "Πλήθος είμαι"

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Άγκυρα


Από τον Μάνο Κοντολέων


Μονάχα όσοι από εμάς έχουμε τη λογοτεχνία ως τρόπο ζωής, μονάχα εμείς μπορούμε να κατανοήσουμε απόλυτα αυτό που το τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα θέλει να τονίσει.
Γιατί το "Πλήθος είμαι" μπορεί άνετα να το διαβάσει κανείς ως ένα ενδιαφέρον και ιδιαιτέρως αισθαντικό μυθιστόρημα, μπορεί να το χαρεί ως ένα βαθιά υπαρξιακό κείμενο, μπορεί να φύγει μαζί του σε χώρους όπου ο έρωτας προσπαθεί να ταυτίσει το 'εγώ' με το 'εσύ'... Όλα αυτά ο αναγνώστης του έργου μπορεί να τα βρει, όπως βέβαια και να αναγνωρίσει την απόλυτη λογοτεχνική του ταυτότητα.
Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα -αυτό το κάτι που κατά τη γνώμη μου έκανε τη συγγραφέα να δομίσει με τέτοιο τρόπο το υλικό αφήγησής της. Κι αυτό το κάτι μόνο όσοι έχουν τη λογοτεχνία ως τρόπο ζωής μπορούν να το χαρούνε.
Το έργο αποτελείται στην ουσία από δυο είδη αφηγηματικού λόγου. Στο ένα παρουσιάζεται η ζωή, οι σκέψεις, τα συναισθήματα της ηρωίδας -είναι το κύριο μυθιστορηματικό μέρος. Το άλλο αποτελείται από κριτικές προσεγγίσεις διαφόρων βιβλίων. Είναι τα βιβλία που η ηρωίδα διαβάζει.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η Ελένη Γκίκα αυτές τις κριτικές -ίσως θα ήταν πιο σωστό να τις ανέφερα ως αναγνωστικές- προσεγγίσεις τις μετατρέπει σε στοιχεία της μυθιστορηματικής πλοκής.
Αυτά που διαβάζει η ηρωίδα τη βοηθούν να κατανοήσει τα όσα της συμβαίνουν.
Ή μήπως -και εδώ είναι που οι λάτρεις της λογοτεχνίας χειροκροτούν το συγγραφικό εύρημα- αυτά που διαβάζει είναι και εκείνα που θα καθορίσουν τα όσα θα ζήσει;
Με άλλα λόγια μια αμφίδρομη σχέση ζωής και τέχνης μας παρουσιάζει η Ελένη Γκίκα.
Το έχει κάνει κατά κάποιο τρόπο και σε προηγούμενα έργα της. Μόνο που τώρα αυτή τη συγγραφική της (ίσως και υπαρξιακή της) θέση της υλοποιεί με μαεστρία βιρτουόζου και λεπτομέρεια χειρούργου.
Οι επιλογές των έργων που πάνω τους θα στηριχτεί η ερμηνεία των πράξεων της ηρωίδας ή η εξέληξη των γεγονότων που θα ζήσει (όπως θέλει κανείς ας το δει) δεν ακολουθούν κάποιο κανόνα -δεν είναι όλα τους έργα σύγχρονα, μήτε όλα κλασικά, μήτε όλα ελλήνων συγγραφέων. Κυρίως δεν έιναι όλα της ίδιας λογοτεχνικής αξίας. Αλλά ακριβώς έτσι έπρεπε να ήταν. Γιατί ο μεγάλος λάτρης της λογοτεχνίας, αυτός που την κάνει στάση και τρόπο ζωής, δεν καθορίζει τις επιλογές του σύμφωνα με ψυχρά κριτικά κριτήρια, αλλά με γνώμονα τις εκάστοτε διαθέσεις του, τις ψυχολογικές του καταστάσεις, τα προσωπικά του βιώματα.
Έργο ασυνήθιστο, χαμηλών τόνων και έντονων σιωπών.


Η Ελένη Γκίκα είναι πεζογράφος, ποιήτρια και δημοσιογράφος.
Τη λογοτεχνική γραφή της τη χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερα αισθαντική χρήση των λέξεων, ενώ τα συναισθήματα των ηρώων της συχνά αγγίζουν τα όρια του υποσεινήδητου. Παράλληλα με τη λογοτεχνία εξασκεί και την κριτική, έχοντας την ευθύνη του ειδικού ένθετου της εφημερίδας 'Εθνος".
Με την ιδιότητα της υπεύθυνης της λογοτεχνικής σειράς των Εκδόσεων Άγκυρα, έχει δόσει τη δυνατότητα σε πολλούς νέους έλληνες συγγραφείς να δουν δημοσιευμένο το έργο τους.


Υγ. Το μεσημέρι Σαββάτου πίναμε ρακή όταν μου το είπε. Δεν το είχα πάρει είδηση. Τον Μάνο Κοντολέων (ναι, άκλητος!) θα τον θεωρούσα μέγιστο συγγραφέα και μόνο με την "Ιστορία Ευνούχου", ήταν διαβρωτική καθώς καταλαβαίνετε η παρατήρηση. Ζωή ζώσα και χάρτινη, ένα! Δεν έχω λόγια να τον ευχαριστήσω' πρωτίστως για το ξάφνιασμα. Το ίδιο ακριβώς συζητήσαμε με την Βίκυ Σάββατο μούχρωμα στη Λίμνη Μαραθώνα. Για την ζωή που την αισθάνομαι με γράμματα. Φωνήεντα, σύμφωνα... Γι' αυτά τα σημαδάκια, μπορώ να αντέξω τα πάντα. Κι οι αναγνώσεις μου, ναι Μάνο, περιστατικά ζωής, ηδονικά, οδυνηρά... οι συγγραφείς, η ιδιότυπη οικογένειά μου! Το μόνο που δεν καλοξέρω είναι αν αυτό το επέλεξα, μου επιβλήθηκε ή έτσι γεννήθηκα... Αλλά σε τούτο το ερώτημα όποιος το απαντήσει, μάλλον, καίγεται!
Ευχαριστώ, Μάνο!

8/10/09

“Το ανεκπλήρωτο παραμένει αναπόδραστο” αλλά και η ελευθερία να είμαστε και ό,τι δεν κάναμε...

“ΚΑΦΕ ΚΛΕΜΕΝΤΕ” της Πέρσας Κουμούτση, Εκδ. “Ψυχογιός”, σελ. 336, e 16.60

“Πώς να εγκαταλείψω αυτή την πόλη, /χωρίς ούτε μια πληγή/ στην καρδιά και στην ψυχή...” (“Δυτικά του Νείλου”, Εκδ. “Ψυχογιός”, 2008).
Ποτέ της δεν εγκατέλειψε αυτή την Πόλη, διότι για κείνη δεν υπήρξε απλώς γενέθλια γη αλλά και το κλειδί: για να κατανοήσει τα ακατανόητα, ν' ανοίξει τις θαυματουργικά ιαματική πόρτα της λογοτεχνίας, ν' αντιληφθεί τα ομιχλώδη ιστορικά γυρίσματα, να διασώσει τον χωροχρόνο στο χαώδες εφήμερο, να έχει ήδη μια πρόγευση παράδεισου, ώστε να ξέρει...
Η Πέρσα Κουμούτση ήταν εκείνη που έκανε τον Ναγκίμπ Μαχφούζ γνωστό στη γλώσσα μας και μετάφρασε το Κοράνι. Στο πρώτο της μυθιστόρημα “Αλεξάνδρεια, στο δρόμο των ξένων”, η αφηγηματική της δεινότητα ήταν ήδη ορατή: ατμόσφαιρα, χαρακτήρες με σάρκα και αίμα, στην εποχή των ηρώων- καρτούν, ιστορικοπολιτικό πλαίσιο πασιφανές ακόμα και στα ερωτικά βήματα, στα διλήμματα, στις επιλογές, ακόμα και στο πιο παράδοξο πεπρωμένο.
Στο επόμενο που ακολούθησε “Τα χρόνια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος” όλη η λάμψη της παρακμής στην εποχή την μετά Καβάφη.
Στην Αίγυπτο του εξήντα και του Νάσερ, επανέρχεται πέρυσι με το μυθιστόρημα “Δυτικά του Νείλου”. Και χρησιμοποιώντας ως όχημα μια ερωτική ιστορία, ανατέμνει το κοινωνικό και ταξικό χάσμα, παρακολουθεί ως σχολαστικός εντομολόγος το γύρισμα της Ιστορίας. Και τη φουρτούνα που προξενεί στ' ανθρώπινα.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα η Πέρσα, πηγαίνει ακόμα πιο πέρα, μεταβάλλει τον χαμένο χρόνο σε τέχνη.
Και με τρόπο επιδέξιο, εγκιβωτίζει τη ζωή και την τέχνη. Έτσι που μια ζωή, να φαντάζει σαν ρόλος. Και το δράμα, σαν μια παράσταση που όλο θα παίζεται, ακόμα κι όταν η μνήμη φαίνεται κάπου να εγκαταλείπει στο δρόμο...
Θα μείνουν όμως πάντοτε τα χειρόγραφα να αναπλάθουν τη ζωή που δεν ξέχασε, διότι μπορεί να την διαβάζει (όπως την έπαιζε κάποτε) πάλι και πάλι.
“Το ανεκπλήρωτο παραμένει αναπόδραστο”, είναι το μότο που ορίζει τη ζωή της Ελισσάβετ στο “Καφέ Κλεμέντε”. Σε όλα τα πεδία. Όχι μονάχα σε εκείνο που πρωτοεπίπεδα εκδηλώνεται, το ερωτικό, αλλά και στα άλλα, όσον αφορά την Πόλη που μας ακολουθεί, τον Παράδεισο των παιδικών μας χρόνων, τον τέλειο ρόλο, την Τέχνη.
“Όποιος όμως, έχει βγει έξω απ' τον εαυτό του, τίποτα δε σιχαίνεται περισσότερο, παρά να ξαναγυρίσει εκεί όπου βρισκόταν”. Το είπε ο Άσσενμπαχ του Τόμας Μανν στο “Θάνατος στη Βενετία”. Το ζει η Ελισσάβετ στο Παρίσι, ξεριζωμένη οικειοθελώς απ' ό,τι τη στηρίζει: Το Καφέ Κλεμέντε που την ανάθρεψε, για να βρει καταφύγιο πια σε ένα παρισινό Καφέ Κλεμέντε. Τον άνδρα εκείνο που τη γεμίζει δύναμη και σιγουριά, για την ανομολόγητη ευτυχία του χάους ενός άλλου. Την Τέχνη της, διότι “Τί μπορούν να του χαρίσουν η τέχνη και η αρετή, μπροστά στην ανομολόγητη ευτυχία που του υποσχόταν το χάος;”
Και επειδή για όλους μας “Το πάθος είναι η εξύψωσή μας και ο έρωτας ο πόθος της ψυχής μας- αυτή είναι η απόλαυση και η ντροπή μας”. Ειδικά για τους “ποιητές της ζωής”, όπου δεν παίζουν απλώς, αλλά πρωταγωνιστούν οι ίδιοι στης ζωής τους το έργο.
Έτσι στο “Καφέ Κλεμέντε” η Ελισάβετ που είναι ηθοποιός, θα ξεκινήσει από την Αλεξάνδρεια μεσουρανώντας για να βασιλέψει στο Παρίσι, διχασμένη ανάμεσα σε δυο άντρες: τον ιδεαλιστή Αλέξανδρο που αξίζει την αγάπη της και που την αγαπά με αλήθεια, αλλά και τον ανάξιο Πιέρ, όμως ποιος από μας επιλέγει να αγαπήσει αυτόν που αξίζει; Κι αναζητώντας τον ρόλο της ζωής της και τον μεγάλο ρόλο, θα βρεθεί αντιμέτωπη με το Παρίσι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και με την Ιστορία. Και το σενάριο της πια θα παιχτεί μόνον ιδιωτικά, η ναζιστική Γερμανία θα σαρώσει το Σύμπαν.
'Η Ιστορία, την μικρή της ιστορία, όπως και ο Χρόνος την ίδια της την ψυχή. Κτυπώντας εκεί όπου κατοικεί η Ταυτότητα, στη Μνήμη.
Αλλά, όπως ο γεννημένος συγγραφέας, “Σχεδόν κάθε μεγάλο που υπάρχει το χρωστά στο “παρά τούτο”, σε μια πρόκληση ενάντια στα βάσανα και τις έγνοιες, τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τη σωματική αδυναμία, τα ελαττώματα, τα πάθη, τις χιλιάδες τα εμπόδια”.
Σαν “παρά τούτο” λοιπόν, θα ανακαλύψει και η Ελισσάβετ εκείνο το σενάριο: το έργο που δεν έπαιξε και τη ζωή που ξέχασε. Για να αναπλάθει – και να αναπλάθεται εις το διηνεκές- εκείνος ο δικός της ερωτικός “ηρωισμός αδυναμίας”.
Επειδή “Αν μελετούσε κανείς όλα τούτα τα πεπρωμένα και τόσα άλλα παρόμοια, σίγουρα θα παραδεχόταν πως δεν υπάρχει άλλος ηρωισμός, απ' τον ηρωισμό της αδυναμίας”.
Κι όπως ο Άσσενμπαχ του Τόμας Μανν, έτσι και η Πέρσα γίνεται “ο ποιητής όλων εκείνων που λυγίζουν, που είναι κιόλας τσακισμένοι και στέκουν ωστόσο ορθοί”....
Και τέτοιοι είναι πολλοί και είναι οι ήρωες της κάθε εποχής...
Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα υποδόρια και βαθιά, που τόσα λέει κι άλλα τόσα υπονοεί και σημαίνει, με χαρακτήρες αναγνωρίσιμους και αντιφατικούς, είμαστε όλοι φως και σκοτάδι, η συγγραφέας διασώζει και πάλι δυο πόλεις: την Αλεξάνδρεια και το Παρίσι μιας κομβικής και σημαντικής εποχής. Υπό τη δοκιμασία της βαριάς πατημασιάς, γερμανικής μπότας επί τω προκειμένω, της Ιστορίας. Και μεταπλάθει σε Τέχνη μέσα στην ίδια την ιστορία την Ιστορία, την Εποχή, έναν Έρωτα, τη Ζωή, για να αναψηλαφήσει λάθη και πάθη που αναπαράγονται στις ζωές των ανθρώπων, διότι σε ένα πεπερασμένο Σύμπαν κατά τον Πουανκαρέ, δεν γίνεται παρά να επαναλαμβάνονται οι οδυνηρές και ηδονικές σκηνές μέσα στον Χρόνο.
Το αποτέλεσμα, ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που αντανακλά Εποχή, Χώρο και Χρόνο. Μια ιστορία για το ψευδαισθησιακό του έρωτα και για την μαγική αντανάκλαση ζωής και τέχνης. Σαν διπλό κάτοπτρο: βίος και ρόλος. Μια ελεγειακή ιστορία για τον Χαμένο Χρόνο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Πέρσα Κουμούτση γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου. Σπούδασε αγγλική και αραβική λογοτεχνία στο Αιγυπτιακό Πανεπιστήμιο του Καΐρου, και παρακολούθησε μαθήματα μετάφρασης και διερμηνείας στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου (AUC).
Ήλθε στην Ελλάδα το 1983 και τα πρώτα χρόνια δίδαξε στη μέση και ανώτερη εκπαίδευση. Από το 1992 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από τα αραβικά και τα αγγλικά. Έγινε ιδιαίτερα γνωστή μεταφράζοντας στα ελληνικά το μεγαλύτερο μέρος από το έργο του αιγύπτιου νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ καθώς και έργα άλλων Αράβων συγγραφέων και αραβική ποίηση. Στο μεταφραστικό της έργο συγκαταλέγεται και η μετάφραση του Κορανίου ("Εμπειρία Εκδοτική", 2002).
Το 2001 τιμήθηκε για το σύνολο των μεταφράσεών της με το Διεθνές Βραβείο Κ. Π. Καβάφη, ενώ το 2006 το αιγυπτιακό κράτος της απένειμε τιμητικό μετάλλιο για τη συνεισφορά της στην προώθηση και προβολή της αιγυπτιακής λογοτεχνίας.
Πρωτότυπα έργα της είναι:
"Αλεξάνδρεια, στο δρόμο των ξένων" ("Εμπειρία Εκδοτική", μυθιστόρημα, 2003),
"Τα χρόνια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος" ("Εμπειρία Εκδοτική", μυθιστόρημα, 2004) και "Δυτικά του Νείλου" ("Ψυχογιός", μυθιστόρημα, 2006).
Από τις εκδόσεις “Ψυχογιός” κυκλοφόρησε πρόσφατα το καινούργιο της μυθιστόρημα: “Καφέ Κλεμέντε”.

ΥΓ. Το σκεφτόμουν ετοιμάζοντας το ποστ, δεν είμαστε μονάχα ό,τι επιλέγουμε αλλά και όσα δεν επιλέγουμε, όσα έχουμε το σθένος και τη δύναμη να μην πράξουμε (φτάνει να μη το κάνουμε από φόβο, δειλία, ακηδία). Εξάλλου, φοβούμαι (ή ελπίζω) ότι μάλλον τα “όχι” μας και όχι τα “ναι”, βαραίνουν περισσότερο σ' αυτή τη ζωή. (Μπορεί και να σφάλλω).

alef- ελένη γκίκα
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής.

5/10/09

“Δεν ζει κανείς καλά παρά μόνος!” Το... ορυχείο που πέφτει και σε πλακώνει!

Και το καινούργιο... σοκολατάκι του Μπάμπη!

Πλήθος είμαι

Ένα ακόμη εξαιρετικό μυθιστόρημα της πολυγραφότατης συγγραφέως, όπου το πραγματικό με το μυθιστορηματικό συμπλέκονται αξεδιάλυτα.

Ελένη Γκίκα, Πλήθος είμαι,  Άγκυρα 2009, σελ. 367
  
  Πάλι με ένα προκλητικό, οξύμωρο τίτλο τιτλοφορεί η Ελένη Γκίκα το καινούριο της βιβλίο. Τίτλο οξύμωρο, που ο αναγνώστης καλείται να αποκρυπτογραφήσει, καθώς και το λάιτ  μοτίφ  με το οποίο τελειώνει κάθε κεφάλαιο: θα είμαι όλοι ή κανείς∙ θα είμαι ο άλλος. Αν καταφύγουμε στην ψυχανάλυση, θα μιλήσουμε ή για άρνηση του εγώ, ή για πολυδιάσπασή του, ή για ενδοβολή του άλλου. Αν πάλι το ψάξουμε φιλοσοφικά, μπορεί να καταφύγουμε στον υπαρξισμό του Σαρτρ και στην αντίληψή του ότι «οι πράξεις μας μάς δεσμεύουν», ότι με τις πράξεις μας νομοθετούμε για την ανθρωπότητα, ότι γνώμονας σε κάθε μας πράξη πρέπει να είναι οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, καθώς τους δείχνουμε ένα δρόμο, μια συμπεριφορά, μια στάση ζωής. Βλέποντάς το πάλι από θρησκευτική σκοπιά, θα μιλάγαμε για τη μυστικιστική εμπειρία της εξαφάνισης του εγώ καθώς ταυτίζεται με το σύμπαν. Μπορεί να είναι όλα αυτά ή τίποτα από αυτά, μπορεί να είναι κάτι άλλο, σημασία έχει ότι πρόκειται για ένα τίτλο τον οποίο δεν μπορούμε να προσπεράσουμε χωρίς να τον σκεφτούμε.
  Υφολογικά, είναι η γνωστή μας Ελένη, πυκνή, αφαιρετική, ελλειπτική. Γράφει σαν σε εσωτερικό μονόλογο.  Σύντομοι περίοδοι, όπου το ρήμα συχνά απουσιάζει. Κυριαρχεί η εικόνα, ο στοχασμός πάνω στην εικόνα, και όχι η δράση. Το εφέ της επανάληψης δεν το συναντήσαμε παρά μόνο στην παραπάνω φράση, που, όπως είπαμε, επαναλαμβάνεται σε κάθε κεφάλαιο κλείνοντάς το. Στίχους επίσης συναντήσαμε ελάχιστους. Τους φυλάει μάλλον για το ποιητικό έργο που ετοιμάζει, όπως με πληροφόρησε από το blog της. Διατηρεί όμως τον διάλογο ανάμεσα στα βιβλία που διάβασε και στη ζωή της ηρωίδας της, εδώ με ακόμη πιο πρωτότυπο τρόπο: παραθέτει κομμάτια στα κεφάλαια του έργου (ταυτοποιούνται με αριθμούς) από τα «χειρόγραφα», όπως ονομάζει τις βιβλιοπαρουσιάσεις που παρεμβάλλονται ενδιάμεσα.  Σ'A αυτά μιλάει για τη φίλη μας τη Μάρω (Βαμβουνάκη), για τον Ιβάν Κλίμα, για τον Ντοστογιέφσκι, τον Γιάννη Ξανθούλη, τη Δάφνη ντε Μωριέ, και ένα σωρό άλλους. Ανάμεσά τους και ο άγνωστός μου Helmut Krausser, που η παρουσίαση του έργου του «Έρως» με έβαλε στον πειρασμό να το αγοράσω (έχουμε ήδη γράψει και γι αυτό, αλλά προηγείται η Ελένη).
  Scripta manet έλεγαν οι Ρωμαίοι, τα γραπτά μένουν, όμως υπάρχει διαφορά από γραπτό σε γραπτό. Μια βιβλιοπαρουσίαση θα μείνει με ασφαλέστερο τρόπο στις σελίδες ενός βιβλίου παρά στις σελίδες μιας εφημερίδας, η οποία στη χειρότερη περίπτωση θα καταλήξει στον σκουπιδοτενεκέ την επόμενη μέρα, και στην καλύτερη σε ένα κάδο ανακύκλωσης. Ένα βιβλίο όμως, ακόμη και αν εξαντληθεί και δεν επανατυπωθεί, θεωρητικά είναι προσβάσιμο σε κάποια βιβλιοθήκη για τον μελετητή αλλά και για κάθε απλό αναγνώστη που θα είχε πολύ μεγάλη επιθυμία να το διαβάσει.
  Πολυδιαβασμένη η Ελένη Γκίκα, το βιβλίο αυτό όπως και όλα της τα βιβλία είναι σαν μια εγκυκλοπαίδεια. Διαβάζοντάς το, πέρα από την απόλαυση του κειμένου, αποκομίζει κανείς γνώσεις, αρκετές γνώσεις, από ενδιαφέροντα επεισόδια της ζωής των συγγραφέων (των οποίων τα βιογραφικά παρατίθενται και σε παράρτημα, ξεχωριστά), μέχρι ιστορικά ανέκδοτα και ενδιαφέροντα τσιτάτα. Ας παραθέσουμε κάποια:
  Μοράβια: «Οι άνθρωποι διαιρούνται σε δυο κατηγορίες: σ'A εκείνους που όταν αντιμετωπίζουν ένα μεγάλο πρόβλημα θέλουν να σκοτώσουν και σε εκείνους που θέλουν να σκοτωθούν» (σελ. 264).
  Σωστό. Οι ψυχολόγοι λένε ότι η αυτοκτονία είναι μια πράξη επιθετικότητας που αντί να στραφεί στον άλλο στρέφεται στον εαυτό.
  Βιρτζίνια Γουλφ: «Εάν η γυναίκα είχε ένα δικό της δωμάτιο, θα είχε γεννηθεί η αδελφή του Σαίξπηρ» (σελ. 231). Μα, αν δεν κάνω λάθος, ο Σαίξπηρ είχε αδελφή, οι γονείς του ήταν αρκετά εύποροι, είχαν μεγάλο σπίτι με πολλά δωμάτια, μπορούσαν να κάνουν ακόμη δυο παιδιά χωρίς να τα στριμώξουν όλα στο ίδιο δωμάτιο.  Ή μήπως κάνω λάθος;
  Διονύσιος Σολωμός: «Δεν ζει κανείς καλά παρά μόνος, διότι η μοναξιά είναι το ορυχείο της δύναμης και της αυτογνωσίας» (σελ. 169). Μόνο που αυτό το ορυχείο μπορεί κάποια στιγμή να πέσει να σε πλακώσει.  Διάβασα ότι ο Σολωμός, στις τελευταίες μέρες της ζωής του, αλκοολικός, μη βρίσκοντας ποτό να πιει, ήπιε ένα μπουκάλι κολόνια.
  Το παρακάτω το γράφω για να θυμηθώ να το προσθέσω σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενό μου με τίτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης». Σε δέκα μέτρα απόσταση από το σημείο όπου ο Ταρκόφσκι έστησε την κάμερα στη «Θυσία» για να τραβηχτεί η σκηνή που το πλήθος τρέχει πανικόβλητο μετά από μια καταστροφή, δολοφονήθηκε ο πρωθυπουργός της Σουηδίας Ούλοφ Πάλμε, «ο δε δολοφόνος του είχε διαφύγει μέσω εκείνης της σκάλας απ'A όπου στην ταινία κατέβαινε το τρομαγμένο πλήθος» (σελ. 277).
  Τα υπόλοιπα μπορείτε να τα βρείτε στο βιβλίο. Η ανάγνωσή του θα σας αποζημιώσει παντοιοτρόπως.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

ΥΓ. Ναι, εγώ είμαι αυτή κι αυτός που τα γράφει στο Λέξημα, ο φίλος μου ο Μπάμπης.
Μπάμπη, σ' ευχαριστώ που με βλέπεις έτσι, τ' αξίζω ή δεν τ' αξίζω, μου αρκεί το ότι μ' αγαπάς! Ε θα μ' αγαπήσω κι εγώ, που θα πάει...

1/10/09

Η δική μας αινιγματική, βαμπ και βαμπίρ “Μαύρη Ντάλια”

Εμείς ο καμβάς αλλά και το νυστέρι εμείς! Πινέλο... ο χρόνος ίσως?

“Ο δολοφόνος έπρεπε να κάνει το θάνατό της ασυνήθιστο και εντυπωσιακό και στο σχεδιασμό και στην εκτέλεση. Στο ρόλο του ως σουρεαλιστή καλλιτέχνη αποφάσισε το έργο του να είναι ένα μακάβριο αριστούργημα, ένα έγκλημα τόσο συγκλονιστικό και φρικτό, που θα έμενε, θα απαθανατιζόταν μέσα από τα χρονικά της εγκληματολογικής παράδοσης. Ως εκδικητής θα χρησιμοποιούσε το σώμα της σαν καμβά και το χειρουργικό νυστέρι του σαν πινέλο”. Και τον έκανε.
Δηλαδή, έκανε το μακάβριο αριστούργημά του μετά θάνατον ερωτεύσιμο και αλησμόνητο, ποιος δεν γνωρίζει αφ' ότου δολοφονήθηκε την “Μαύρη Ντάλια”;
Ο Τζέιμς Ελρόυ την έκανε μυθιστόρημα. Ο Ντε Πάλμα, ταινία. Αλλά την μέγιστη, σχεδόν λαγνική σχέση με την “υπόθεση” την είχε έτη και έτη ο Στιβ Χόντελ. Ιδιωτικός ντετέκτιβ που εργάστηκε πάνω από είκοσι χρόνια στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών του Λος Άντζελες.
Αλλά η 22χρονη Ελίζαμπεθ Σορτ από την Μασαχουσέτη που δολοφονήθηκε στο Λος 'Αντζελες τον Ιανουάριο του 1947, του έγινε έμμονη ιδέα. Όπως αποδεικνύεται στο 655 σελίδων βιβλίο του “Ο εκδικητής της Μαύρης Ντάλιας” (Πατάκη). Ο δολοφόνος της, αποδεικνύει και ισχυρίζεται, ήταν ο ίδιος του ο πατέρας. Πρώην αξιωματικός, γνωστός ψυχίατρος, μυστηριώδης και γοητευτικός διανοούμενος, υπήρξε κατά τον συγγραφέα – υιό, και ένας κατά συρροή δολοφόνος!
Για να το αποδείξει, σπατάλησε μετά τον θάνατο του πατρός, μια ζωή. Συλλέγοντας φωτογραφίες και μαρτυρίες. Ψηφίδες από τα παιδικά χρόνια για να ολοκληρώσει το παζλ ενός αινιγματικού και ασύλληπτου κτήνους. Αλλά και ο Ελρόυ, από την προσωπική του μυθολογία ασχολήθηκε με την υπόθεση “Μαύρη Ντάλια”. Ήταν δέκα χρονών όταν η μητέρα του δολοφονήθηκε στις 22 Ιουνίου το 1958. Ανεξιχνίαστη και ατιμώρητη δολοφονία. Κατά συνέπεια και για κείνον ήταν σα να γνώριζε ήδη από τότε, με τον δικό του απόλυτα επώδυνο βιωματικό τρόπο, της ζωής του την “Μαύρη Ντάλια”.
Ο Στιβ Χόντελ, αργοπόρησε κάπως να την γνωρίσει. Την ημέρα που πέθανε ο πατέρας. Όταν στο φωτογραφικό άλμπουμ που η μητριά του, παρακούοντας τις εντολές του εκλιπόντος δεν έκαψε, ανακάλυπτε την γυναίκα του, παλιά ερωμένη του πατέρα, και φωτογραφία νεαρής που όλα έδειχναν πως ήταν η Μαύρη Ντάλια.
Υπόθεση πατρός για τον ένα και μητρός για τον άλλον η Μαύρη Ντάλια. Και το βιβλίο της ζωής τους.
Όπως προσωπική μας υπόθεση είναι, εν γένει, η Τέχνη και εν μέρει η Λογοτεχνία. Με το χέρι στη φωτιά, συνήθως γράφουμε. Ακόμα και όταν αυτό δεν το αντιλαμβάνεται κανένας.

ΥΓ. Κατ' αρχάς θα πρέπει να σας πω ότι λατρεύω τις ντάλιες! Θυμάμαι την πίσω παλιά χωμάτινη αυλή γεμάτη κόκκινες, άσπρες, μπορντό, πορτοκαλιές και ό,τι χρώμα βάλει ο νους σας ντάλιες! Η μαμά μου έχει πάθος με τα λουλούδια, και μετά τις αρχικές κόντρες για το δικό μου... κακτικό πάθος, μεγαλώνοντας μοιραζόμαστε και συμμεριζόμαστε πια τα ίδια (ε ναι! Ντάλιες και ορτανσίες και τριανταφυλλιές και κρεμαστές γαριφαλιές και γιασεμιά και ζουμπούλια εκείνη, κάκτους εγώ! Με κάτι αγκάθια, να!) Βέβαια, τώρα, όχι ότι απαρνήθηκα τους κάκτους, αλλά αγάπησα μετά πάθους ντάλιες, βιολέτες, πασχαλιές και ζουμπούλια. Και τριανταφυλλιές (σε όλες τις εκδοχές: καρφίτσα τριαντάφυλλο με μαύρα κοράλλια, δαχτυλίδι τριαντάφυλλο με πλατίνα και μαργαριτάρια, τριανταφυλλάκια από ύφασμα, από δέρμα, από κρύσταλλο, από κόκκαλο... ως και ένα... χρυσό, ε ναι, μου το χάρισαν και σώθηκε ένεκα άνθους!)
Αλλά με την “Μαύρη Ντάλια” έπαθα... νταλίτιδα λέμε φέτος το Καλοκαίρι! Καλά, την είχα διαβάσει την κλασική (Έλρόυ), του... μπάτσου όμως, παρά το μεγαλειώδες εξώφυλλο θυμάμαι την είχα σνομπάρει! (την χάρισα στη Λένα, άλτερ έγκο μου σε μια ομάδα βιβλίου πια παρελθόν). Την τρικλοποδιά ντάλα Αύγουστο μου την έβαλε ο Ντε Πάλμα (ε ναι, λατρεύω Ταρκόφσκι, Μπέργκμαν, Τρυφώ αλλά μ' αρέσει και ο... Γκοντάρ και ο Ντε Πάλμα! Άβυσσος, ξέρω, άβυσσος ναι, αλλά στα αντίθετά του στηρίζεται σύμπαν και... μικροσύμπαν!)
Διακοπές λοιπόν, ντάλα Αύγουστος λέμε, στο φουλ το κλιματιστικό, και ξαπλωμένη σε πολυθρόνα- ημιανάκλιντρο (της έχω προσθέσει σκαμπό), πάνω από κατακόκκινους δερβίσηδες (ριχτάρια από Καππαδοκία σε κόκκινο και μπλε παντού, πήξαμε φέτος στους δερβίσηδες λέμε, και σε... πιατάκια, πινακάκια, μαγνητάκια, μουσικό κουτί...) έβλεπα “Μαύρη Ντάλια”! Ε μετά πήραν και όλα τ' άλλα σειρά (χούι κακό! Έτσι κι αρχίσω, κάνω... αφιέρωμα σκηνοθέτη ή συγγραφέα, σα να του ψάχνω αχίλλειο πτέρνα και παρελθόν). Ξανά μανά Ελρόυ, και φυσικά και “Ο εκδικητής της Μαύρης Ντάλιας” (και τον αγόρασα παρακαλώ, τον... χαρισμένο τον χάρισα αλλά για όλα – δεν το είπαμε? - έρχεται η ώρα!)
Απολαυστική ώρα! Είχα, το ομολογώ, παθιαστεί!
Αλλά το νόημα το συνέλαβα όπως σε όλα, βραδυφλεγώς και, φυσικά, κατόπιν εορτής!
Φανταστείτε τώρα γιο, μετά από τον θάνατο του πατέρα, να αναλώνεται σε όοοολο το υπόλοιπο της ζωής για ν' αποδείξει ότι ο... αποδημήσας πατήρ είναι κατά συρροή δολοφόνος! (ε εντάξει και της Μαύρης Ντάλιας!) (διότι ναι, πιστεύω τελικά, ότι εδώ είναι το... σασπένς και το ζουμί! Ως περιστατικό, δηλαδή, θα έτριβαν τα χέρια τους όλοι οι ψυχαναλυτές του κόσμου!)
Αλλά μετά ξανασκέφτηκα ότι μήπως κάπως έτσι δεν κάνουμε τέχνη, ή τέλος πάντων ό,τι κάνουμε? Από άλυτους γρίφους, καημούς, εμμονές? Αν το καλοσκεφτούμε, δηλαδή, έχει ο καθένας μας, τελικά, μια δική του, παλιά, κρυμμένη, ανεξιχνίαστη και βασανιστική, αεί υπάρχουσα ως βαμπίρ εξωτικόν και αινιγματικόν, Μαύρη Ντάλια! Ακόμα κι αν ζήσει μια ζωή χωρίς καθόλου να το αντιληφθεί η αποδεχθεί.
Όοοοχι! Δεν θα σας μιλήσω, φυσικά, για την δική μου μαύρη Ντάλια! Για τη δική τους θα σας πω, τί λέω, ήδη σας είπα, ναι?
Για τα δικά μου, το μόνο που έχω να πω είναι ότι αυτή τη βδομάδα φυτέψαμε φρέζες και αγιοδημητριάτικα (ε ναι, σε όλα τα χρώματα, είπαμε, η μάδερ πες, ανθοκόμος! Τους μιλά, τους γελά, τους τραγουδά' και στη βεράντα μου μεγαλώνοντας έχω αρχίσει κι εγώ να κάνω το ίδιο).

Θα υπογράφω... Alef της μαμάς μου, ειδικά γι' αυτό εδώ.