7/12/11

Η γυναίκα της βορινής κουζίνας


Το βιβλίο: “Η γυναίκα της βορινής κουζίνας”

Οι εκδόσεις: “Καλέντης” αυτή τη φορά

Το εξώφυλλο και τα σχέδια του βιβλίου: Αντώνης Ασπρόμουργος


Το οπισθόφυλλο:


Από παιδί περπατά χωρίς να κοιτά. «Άνοιξε επιτέλους τα μάτια, παιδί μου!» την ακούει − η πανταχού παρούσα μαμά!

Βηματίζει αργά, μηχανικά… Κοιτάζοντας αφηρημένα, με εκείνη τη διαρκή έσωθεν όραση, στραμμένη λες στα σπλάχνα…

Βαδίζει αργά, σταθερά, πριγκιπικά − όπως εκείνη της έχει μάθει να περπατά. Έστω και κάπως πυρετικά. Σαν υπνοβάτης, δηλαδή, χωρίς να κοιτά.


Εκείνη και η Άλλη. Ο εαυτός και το ψεύδος…

Τέσσερα τετράγωνα τις χωρίζουν. Τόσο κοντά, και ταυτόχρονα τόσο πολύ μακριά…

Την ίδια θάλασσα βλέπουν. Το ίδιο βουνό, από την πίσω πλευρά.

Δε συναντήθηκαν ποτέ. Μονάχα στον καθρέφτη.

Τώρα, πώς γίνεται; Τα κάνει αυτά τα μαγικά ο καθρέφτης!

Οι δυο μαζί θα έκαναν την τέλεια εικόνα. Μυστηριώδεις μες στη διαύγεια, και γι’ αυτό φωτεινά σκοτεινές…

Κι ανάμεσά τους εγώ, που τις βλέπω· που με επινόησαν εκείνες − ή που υπήρξα εγώ εκείνη που τις επινοώ.

Η Αρσινόη −πρόσωπο ή προσωπείο, Ράνια ή Αριάδνη, και Γερτρούδη, και Ουλρίκα− ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και στην αληθινή ζωή: υποφέρει και πονάει, φοβάται και φεύγει, γράφει για να ξεχάσει, μαγειρεύει για να υπάρξει, νοσταλγεί και θρηνεί, ελευθερώνεται και ζει!

Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας, αυτή!



Το σημείωμα στη φτερούγα θέλετε; αυτάκι;


Φοράει φόρεμα πράσινο βαθύ, λαδί, γόβα και καμπαρντίνα λεπτή, στο ίδιο χρώμα − ετοιμάζεται σήμερα για σπλαχνική βροχή.

Βαδίζει με απλωμένα τα χέρια σαν σπασμένα φτερά. Με αυτόβουλα πόδια − όπου θέλουν αυτά.

Επιμένει.

Και κατεβαίνει αργά, αν και με εσωτερική βιασύνη, τα σκαλιά.

Κατεβαίνει στις αναμνήσεις της…

Στη μοναξιά του «εγώ», το «εσύ» γίνεται μια προσευχή.

Εκείνη, κινούμενη άμμος. Ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο.

Κάτι είναι εκεί, και την περιμένει, σ’ ένα ρόλο που πρώτη φορά ετοιμάζεται να υποδυθεί, και αγνοεί.


Το δικό της «εσύ» είναι σαν το «εγώ». Αλλάζει πρόσωπα…

Μονάχα το ψευδώνυμο θυμάται, το κέλυφος, το προστατευτικό της προσωπείο στον άλλο της ρόλο… και δεν ξεχνά να το πάρει απ’ την κρεμάστρα κάθε φορά που θα βγει…

Με έναν έρωτα ξεπλυμένο από ενοχές και αναστολές, που θύμωσε το νερό της λησμονιάς στην αρχή και αργότερα το κέρας της Αμάλθειας, γεννήθηκε σ’ αυτή τη ζωή.

Γυρίζει ανύπαρκτη στους δρόμους…

Τώρα, ακόμα και τα πιο τρομαγμένα της βήματα δεν είναι τίποτε άλλο από μια αδιάλειπτη συμπαντική προσευχή.


Οι δυο μαζί θα έκαναν την τέλεια εικόνα. Μυστηριώδεις μες στη διαύγεια, και γι’ αυτό φωτεινά σκοτεινές…


Η γυναίκα, οι αγωνίες της, τα όνειρά της, ο πόνος και οι ωδίνες της, οι ενοχές, το φως και το σκοτάδι, το χθες, πάλι το χθες, οι χάρτινοι κόσμοι και οι καινούργιοι δρόμοι −αλήθεια, πόσο παλιοί!− η αυτογνωσία, η θυσία, η συμφιλίωση… Και η ελπίδα.

Μέσα απ’ αυτόν το μικρόκοσμο, μέσα από το χάος και το έρεβος, εντέλει μέσα από την ανάταση της ψυχής, η Ελένη Γκίκα, με μια αξιοθαύμαστη παραπαίουσα ισορροπία, συνθέτει τον ύμνο στη μία γυναίκα, τη δική της, αυτήν της Βορινής της Κουζίνας, και ταυτόχρονα σε όλες τις γυναίκες του κόσμου που ξυπνούν μέσα της και την κάνουν να ριζώνει στη γη και ταυτόχρονα να διαλύεται στο σύμπαν.

Με ένα λόγο άκρως ποιητικό, με μια ματιά διεισδυτική και μοναδικά τρυφερή, μας χαρίζει την ηρωίδα της − κομμάτι δικό μας, ακόμα κι αν το αγνοούμε.

Αρετή Κολλάτου, επιμελήτρια του βιβλίου Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας




Το δελτίο τύπου:


Η γυναίκα που ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και στην αληθινή ζωή - πονάει, υποφέρει, ερωτεύεται, φοβάται, φεύγει, νοσταλγεί, θρηνεί, ελευθερώνεται και ζει. Μια γυναίκα που αλλάζει πρόσωπα, η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας. Η συγγραφέας Ελένη Γκίκα δομεί το νέο μυθιστόρημά της πάνω στα πρόσωπα τριών γυναικών σαν αρθρώσεις του ίδιου σώματος - ώσπου γίνονται τρία πρόσωπα της ίδιας γυναίκας, όπως οι ετερώνυμοι του Πεσσόα, όπως "όλες η Βερενίκες κ' η Κλεοπάτρες θαυμαστές" του Καβάφη, όπως οι πολλοί εαυτοί του Παλαμά. Οι ηρωίδες της παρουσιάζονται ευρηματικά σαν γυναίκες-μπάμπουσκες, η μια μέσα στην άλλη, και η συγγραφέας με χαρακτηριστική επιδεξιότητα καταφέρνει να φωτίσει την εσωτερικότητά τους, αποδίδοντας παράλληλα στον εξωτερικό κόσμο και στα γεγονότα του μία εσωτερική υπόσταση. Διατρέχοντας την επικαιρότητα, την ιστορία αλλά και τη λογοτεχνία, με λόγο ποιητικό, που διεισδύει βαθιά στην ψυχή, η Ελένη Γκίκα συνθέτει τον ύμνο στη γυναίκα ως το εμβληματικό σύμβολο της ζωής και της μητρότητας.



Το δικό μου υστερόγραφο:

αυτό το βιβλίο χωρίς την Κέλλυ και τον Αλέξανδρο που με φρόντισαν, την Αρετή που με επιμελήθηκε και μάζεψε κυριολεκτικά τα κομματάκια μου, τον Γιάννη (Θηβαίο) που μου δάνεισε τον μεταφρασμένο Πρεβέρ του, τον Αντώνη με τις υπέροχες ζωγραφιές του και την Βάσω που μας φρόντισε, δεν θα ήταν εδώ.

Κάτι σαν θαύμα μου φαίνεται! (και είναι) Και τους ευχαριστώ! Μέσα από την καρδιά μου,

ελένη γκίκα










5/12/11

Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας, Εκδ. Καλέντης

Η Νεφέλη λατρεύει τις τσαγιέρες। Δεν έχει μία, ούτε δύο, αλλά δεκαεφτά διαφορετικές, πανέμορφες, μαγικές τσαγιέρες. Ταξιδεύουν για να τη βρουν από μακριά, παίρνουν χρώμα και σχήμα και άρωμα στο χαρτί, διασχίζουν χρόνο και χώρο με την Αλίκη. Και διαβάζουν τις σκέψεις και τα όνειρα των ανθρώπων.
Ένα παραμύθι για το θαύμα της Τέχνης και το μυστήριο του Χρόνου।

Ευχαριστώ τον Αντώνη Ασπρόμουργο για τη γνωριμία, την διαρκή έκπληξη, τις μαγικές του εικόνες, την Κέλλυ Ιωαννίδου- Καλέντη για την αγάπη και την στοργή της, τον Αλέξανδρο Καλέντη για την διαρκή παρουσία του στα δύσκολα, την Αρετή που δεν με εγκατέλειψε ποτέ, την Βάσω που τόσο με φρόντισε και τα παραμύθια που μου υποδεικνύουν τα ουσιαστικά στην ζωή, την Νεφέλη που σαρωτικά μπήκε στη ζωή μου και την άλλαξε। Την Έλενα με την φρέσκια φιλία της και το μυστικό με τις κούκλες μας, εσείς, θα το μάθετε πέρα την άνοιξη...
όλους σας ευχαριστώ, πολύ।
ελένη γκίκα

18/11/11

Αυτό μόνο...

... Αν κάποιος ρωτήσει
"Με τί μοιάζει να πεθαίνεις από αγάπη;"
Κλείσε τα μάτια
και σκίσε το πουκάμισο στο στήθος σου
Με αυτό...

Τζ. Ρουμί "Στον κήπο του αγαπημένου", απόδοση Καδιώς Κολύμβα, Αρμός

7/11/11

Το μυθιστόρημα της εμμονής...




Φωτεινή Τσαλίκογλου “Έρως Φαρμακοποιός”


Το μυθιστόρημα και η εποχή:


Το μυθιστόρημα αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί το μυθιστόρημα της εμμονής. Όλα τα πρόσωπα βασανίζονται ανελέητα από εμμονές… Τελικά, δεν ξέρουμε τίποτε για τα πρόσωπα και τις πραγματικές προθέσεις τους. Και όσο προχωράει το μυθιστόρημα, ξέρουμε όλο και λιγότερα. Μεγάλη μαστοριά της συγγραφέως…” έγραφε για τον μυθιστόρημα της Φωτεινής Τσαλίκογλου, η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου, όταν πρωτοκυκλοφορούσε από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” το 1997, κι έρχεται δεκατρία χρόνια μετά για να την δικαιώσει, σαν κινούμενη άμμος, η εποχή:
“Το μυθιστόρημα αυτό μου θυμίζει δύο συγκλονιστικά μυθιστορήματα: "The comfort of strangers" του Ιαν Μακ Γιούαν και "The driver's seat" της Μύριελ Σπαρκ. Η Φωτεινή Τσαλίκογλου ίσως δεν τα έχει διαβάσει, άρα δεν μπορούμε να μιλήσουμε για επιρροές. Αλλά συγγένειες μεταξύ συγγραφέων υπάρχουν και ανά τους αιώνες και ανά την υφήλιο χωρίς να έχει διαβάσει ο ένας τον άλλον. Τα δύο αυτά μυθιστορήματα έχουν επίσης ήρωες διφορούμενους, γεμάτους εμμονές, όπου τα σύνορα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας είναι αχνά. Έχουν ακόμη πολύ μεγάλη βία, εσωτερική βία. Τολμώ να πω ότι το μυθιστόρημα της Φωτεινής Τσαλίκογλου κρύβει μια μεγάλη βία και στη γραφή και στην ουσία. Μια βία κάθαρσης, όπως και η βία που υπάρχει στα δύο μυθιστορήματα των ξένων συγγραφέων…” ολοκλήρωνε η Μαργαρίτα Καραπάνου την συλλογιστική. Κι έρχεται για να την δικαιώσει, “μια μεγάλη βία” στην κοινωνία, την ουσία και την ψυχολογία της εποχής.

Ο “Έρως Φαρμακοποιός”, το δεύτερο μυθιστόρημα της συγγραφέως και Καθηγήτριας Ψυχολογίας Φωτεινής Τσαλίκογλου που επανεκδίδεται ειδικά για τους αναγνώστες του “Έθνους της Κυριακής” από την εφημερίδα και τις εκδόσεις “Καστανιώτη”, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, αντιμετωπίστηκε όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Είχε ήδη εκδοθεί το μυθιστόρημά της “Η κόρης της Ανθής Αλκαίου” και η κριτική μιλούσε για ένα καινούργιο είδος λογοτεχνικής γραφής. Για την ψυχολογία που προσφέρεται δάνειο ακριβό στην μυθοπλασία.

Ο έρως φαρμακοποιός είναι μια ιστορία απλή, θα έλεγες μονόχορδη. Σαν περιπέτεια ψυχής, ωστόσο, καθόλου απλή, διότι πρέπει να συμπέσουν αποφασιστικές απουσίες, πολλά κενά στη ζωή σου, ώστε ν' αρχίσεις να γεμίζεις τις τρύπες με καλπάζουσα φαντασίωση, παραλήρημα και ψευδαίσθηση”, υποστήριζε στην δική του κριτική ο Μάριος Μαρκίδης, επιμένοντας στο λυρικό πυρήνα του βιβλίου, εξάλλου πια δεν μιλάμε για ψυχανάλυση και ψυχιατρική, αλλά αμιγώς για ακριβή, καινούργια, λογοτεχνία: “Δεν πρόκειται φυσικά να αποπειραθώ να διαβάσω την φαρμακεία της Φ. Τσαλίκογλου με όρους τυπικής ψυχοπαθολογίας. Και θα ήταν λάθος να συγκαταλεχθεί στα "ψυχαναλυτικά μυθιστορήματα". Είναι, αν μπορεί να σταθεί στο μυθιστόρημα η χρήση όρων από άλλο είδος, ένα "λυρικό" πεζό που καθοδηγεί την ψυχολογία παρά καθοδηγείται απ' αυτήν. Ο ατομικός μύθος της ηρωίδας, της Ελένης, υποστυλώνεται σε μιαν ασταθή ισορροπία από δύο μόνο πρόσωπα, συν ένα "σχεδόν δικό της σπίτι", συν μια παιδική ηλικία που ίσως δεν υπήρξε, που εν πάση περιπτώσει δεν θυμάται. Και τα δύο πρόσωπα, μάνα και πατέρας, φευγάτα, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο: την απόδραση, το θάνατο ή την αξεπέραστη θλίψη, το σβησμένο βλέμμα, τη "φυσική φθίνουσα πορεία"…”


Η συγγραφέας για το μυθιστόρημα:


Η Φωτεινή Τσαλίκογλου, για τις προυποθέσεις κάτω από τις οποίες γράφτηκε ο “Έρως φαρμακοποιός”, θα μας πει:

Άλλες εποχές, άλλες καταστάσεις. Τρομάζω να το ξαναδιαβάσω. Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι δυο σημαντικά πρόσωπα που έγραψαν γιαυτό το βιβλίο, ο Μάριος Μαρκίδης και η Μαργαρίτα Καραπάνου, δεν είναι πια εδώ. Ο,τι έγραψαν με διακινεί βαθιά, αλλά και το βιβλίο αυτό με τρομάζει. Ίσως είναι το πιο σκοτεινό από όλα μου τα βιβλία. Νεώτερη κατά δεκαπέντε τότε χρόνια ίσως είχα πιο θάρρος, θράσος?, να διαπραγματευτώ την αρρώστια, την κατάρρευση, την άνοια, την εγκατάλειψη όχι μόνο των ψυχικών, αλλά και των σωματικών δυνάμεων. Ο πατέρας της Ελένης πάσχει από άνοια. Η μητέρα έχει εδώ και καιρό φύγει. Όμως η Ελένη θέλει να ζήσει, να ερωτευτεί, να αντιτάξει τον έρωτα στο θάνατο, τον πόθο, στην παρακμή, στην απουσία”.

Τώρα, για το κατά πόσο είναι ο έρωτας- φαρμακοποιός στις μέρες μας, η συγγραφέας, αποκωδικοποιεί. Και το συνδέει με την εποχή, αποδεικνύοντας το ότι, τελικά, η λογοτεχνία, δεν γίνεται παρά να ανήκει στο μέλλον:

Ο έρωτας φαρμακοποιός είναι και μια κυριολεξία. Η Ελένη ερωτεύεται παράφορα τον Δημήτριο , τον φαρμακοποιό της γειτονιάς της. Το φάρμακο είναι δηλητήριο μαζί και γιατρειά. Ανέκαθεν αυτό που προτάσσεται ως γιατρειά ενδέχεται να είναι και αυτό που μας οδηγεί στο θάνατο. Η αναλογία με ότι συμβαίνει στην μνημονιακή πολυπαθή χώρα μας είναι νομίζω εμφανής. Πάμε να σωθούμε και βυθιζόμαστε κάθε τόσο και σε μεγαλύτερη απόγνωση….”

Αλλά “Το μέλλον ανήκει στην έκπληξη”, όπως παρηγορητικά με το τελευταίο της δοκιμιακό βιβλίο ήδη μας έχει πει. Αυτό που μένει για μας διευκρινίσει είναι αν και ο έρωτας είναι έκπληξη κι αν μάς αφορά όλους:

‘’To love is nothing, to be loved is something, to love and beloved Is everything’’ O Σαίξπηρ επιμένει διαχρονικά να είναι πατέρας της σκέψης και των συναισθημάτων μας, Κι εμείς ριγμένοι –εδώ- σε αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς παλεύουμε ανάμεσα στο τίποτα και στα πάντα. Αλίμονο όμως αν τα παρατήσουμε. Οι δραματικοί καιροί είναι και οι πιο ενδιαφέροντες. Άλλωστε το πιστεύω ακράδαντα, αλίμονο μου αν δεν το πίστευα, ‘’το μέλλον ανήκει στην έκπληξη”.


Η συγγραφέας:


Η Φωτεινή Τσαλίκογλου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και ειδικεύτηκε στην Κλινική Ψυχολογία. Eίναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Έχει εκδώσει τα επιστημονικά έργα και δοκίμια: “Σχιζοφρένεια και φόνος (Αναζητώντας τον χαμένο παράδεισο)”, “Μυθολογίες βίας και καταστολής”, “Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή”, “Ψυχολογικά, Ψυχο-λογικά (Οι παγίδες του αυτονόητου)”, “Η ψυχολογία στην Ελλάδα σήμερα”, “Στην άλλη όχθη” (επιμ.) και “Μήπως;” (διάλογοι με τη Μαργαρίτα Καραπάνου). Επίσης το παραμύθι “Η νεράιδα της Γης” (με εικονογράφηση του Αλέξη Κυριτσόπουλου).

Από τις Εκδόσεις “Καστανιώτη” κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της “Η κόρη της Ανθής Αλκαίου”, “Έρως φαρμακοποιός”, “Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά”, “Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ” και “Tο χάρισμα της Bέρθας” (υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών 2010 του ΕΚΕΒΙ), η νουβέλα” Όλα τα ναι του κόσμου”, καθώς και τα βιβλία “Ψυχολογία της καθημερινής ζωής (Η κουλτούρα του εφήμερου)”, “Η ψυχή στη χώρα των πραγμάτων”, “Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς (Τα παράξενα της μητρικής αγάπης – Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου)” και “Το μέλλον ανήκει στην έκπληξη (34 σχόλια για την κρίση και ένα υστερόγραφο)”.



Δημοσιεύθηκε την Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011 στο Έθνος της Κυριακής










24/10/11

Ό,τι ξέραμε και αναγνωρίζαμε ως δικό μας φαντάζει πια ξένο...


'Οσες φορές αντέξεις” της Αμάντα Μιχαλοπούλου


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής (23 Οκτ. 2011)


Ύστερα από μια ιλιγγιώδη ερωτική εβδομάδα που περνά στην Αθήνα με έναν Τσέχο τουριστικό πράκτορα, η ηρωίδα ξεκινά μιαν ατέλειωτη περιπλάνηση σε διάφορες ευρωπαικές πόλεις προκειμένου να τον βρει: Πράγα, Μόναχο, Γενεύη, Μαδέρα είναι οι σταθμοί της σε αυτή τη διαδρομή, στην οποία η ηρωίδα θα διαπιστώσει ότι αυτό που εν τέλει ψάχνει δεν είναι η φευγαλέα μορφή του αγαπημένου της, το ζητούμενο αντιθέτως φαίνεται να είναι η ίδια η περιπλάνηση...” έγραφε για το μυθιστόρημα “Όσες φορές αντέξεις” της Αμάντας Μιχαλοπούλου η Ελισσάβετ Κοτζιά όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1998 κι η συγγραφέας έχει πολλές φορές αλλάξει από τότε, παραμένοντας στα βασικά και ουσιαστικά της η ίδια.

Το ιδιαίτερο ύφος της, το καυστικό χιούμορ, η εσωτερική και εξωτερική έννοια της Περιπλάνησης, η ταυτότητα, η διεισδυτική οξυδέρκεια και η αφηγηματική της δεινότητα, εξακολουθούν να υφίστανται, να εξελίσσονται και να ξεπερνούν τα... χωρικά ύδατα, αποδεικνύοντας ότι στα βασικά, τα ανθρώπινα πάθη και λάθη, πέρα από γεωγραφικά, γλωσσικά και πολιτιστικά σύνορα και εμπόδια, παραμένουν ουσιαστικά τα ίδια.

Για το μυθιστόρημα, “'Οσες φορές αντέξεις”, θα πει η συγγραφέας: “Ο τίτλος του θα μπορούσε να είναι ένα επίκαιρο σύνθημα στην Ελλάδα του Μνημονίου, η πλοκή επίσης: η ηρωίδα, μια απολυμένη υπάλληλος της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, αλυσοδένεται με τους υπόλοιπους απολυμένους συναδέλφους της έξω από το Υπουργείο Προεδρίας. Κι αφήνει τους δρόμους και τις πορείες για τον έρωτα του Ιβο, ενός μυστηριώδους Τσέχου που μιλάει σπαστά Γερμανικά και μοιάζει με τον Φράντς Κάφκα. Τον ακολουθεί από την πλατεία Ομονοίας ως την Πράγα και το Μόναχο, κι από εκεί στη Γενεύη και στη Μαδέρα, το νοτιότερο άκρο της Ευρώπης. Η παθιασμένη ερωτική τους ιστορία διαβάζεται και ως αλληγορία της νεοελληνικής προσδοκίας από την Ευρώπη, της συλλογικής μας, ερωτικής σχεδόν, εμμονής με την ευρωπαική ολοκλήρωση. Τώρα που το σκέφτομαι ο όρος “ολοκλήρωση” παραπέμπει ευθέως στην ερωτική πράξη και στη δεκαετία του '90 η “ενωμένη” Ευρώπη ήταν για τους Έλληνες το πιο ισχυρό αφροδισιακό- το απόλυτο όνειρο οικονομικής και κοινωνικής αναβάθμισης. Το ζοφερό ειδύλλιο της ηρωίδας μου με τον Ιβο αποδείχτηκε προφητικό. Η Ευρώπη δεν είναι μικρή, όπως μας έμαθαν. Είναι αχανής, γεμάτη από ταυτότητες που συγκρούονται λυσσαλέα”.


Η Αμάντα Μιχαλοπούλου πρωτομπήκε στη ζωή μας με ένα βραβείο σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού “Ρεύματα” και η συλλογή που ακολούθησε το 1994 μας υπενθύμιζε εκείνο που όλοι ξεχνούσαμε πως 'Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη”, με την συγγραφική της συνέχεια να παραμένει το ίδιο δυνατή και ενθουσιώδης. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Γιάντες” το 1996 απέσπασε το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού “Διαβάζω”. Ακολουθούν τα μυθιστορήματα “Παλιόκαιρος” (2001), “Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη” (2003), “Θα ήθελα” (2005) για το οποίο της απονεμήθηκε το Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών και υπήρξε υποψήφιο για το βραβείο Best Book in Translation του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ, η συμμετοχή της στο “Ερωτικό των τεσσάρων”, τα μυθιστορήματα “Πριγκίπισσα Σαύρα” (2007), “Πώς να κρυφτείς” (2010), η συμμετοχή της στα “Ελληνικά εγκλήματα” (2008 και 2011), τα παιδικά βιβλία “Η εγγονή του Αι- Βασίλη” (2007), “Η εγγονή του Αι- Βασίλη και τα μπισκότα της αγάπης” (2009) και “Η εγγονή του Αι- Βασίλη και η εξαφάνιση των ξωτικών” (2011), όλα από τις εκδόσεις “Καστανιώτη”. Η σειρά “Οικογενειακή Πινακοθήκη”, επίσης, φέρει την υπογραφή της, καθώς και “Το σπίτι που πετάει”.

Έργα της έχουν μεταφραστεί σε εννιά γλώσσες δικαιώνοντας όσον αφορά το σύνολο του έργου της αυτά που έγραφε το 1997 για το “Γιάντες” η Σώτη Τριανταφύλλου: “το μυθιστόρημα μοιάζει γραμμένο από κάποιον που διασχίζει τον κόσμο, τις γλώσσες, τις κουλτούρες και τις εποχές”.

Με απασχολούσαν ανέκαθεν τα ζητήματα ταυτότητας: ποιοι είμαστε και πώς μάς διαμορφώνουν οι προσδοκίες των άλλων γύρω μας, ατομικά και συλλογικά”- υποστηρίζει η Αμάντα Μιχαλοπούλου. -“Αυτό που με ενδιαφέρει μυθοπλαστικά είναι κατά πόσο ο τρόπος που μάς μεγαλώνουν επηρεάζει τον χαρακτήρα μας και αντικατοπτρίζεται στη συλλογική μας συνείδηση. Τι σημαίνει δηλαδή να είσαι Έλληνας σήμερα, ή Ευρωπαίος. Ζούμε σε μια εποχή που οι ταυτότητες αλλάζουν άρδην ξανά. Ό,τι ξέραμε και αναγνωρίζαμε ως δικό μας φαντάζει πια ξένο”.

Η λογοτεχνία, κατά τη γνώμη της “άσκηση στη δυνατότητα, στην πιθανότητα- και γι αυτό ένα είδος σωτηρίας. Διαβάζουμε για ήρωες που μάς μοιάζουν, ή που δεν μάς μοιάζουν καθόλου, γινόμαστε πιο διαλλακτικοί και καταλαβαίνουμε καλύτερα τον κόσμο. Σαν ηθοποιοί ζούμε στο πετσί του ενός ή του άλλου ήρωα, της μιας ή της άλλης ενδύναμης κατάστασης. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο μάθημα δημοκρατίας”, υποστηρίζει.

Αλλά και με το πλέον πρόσφατό της μυθιστόρημα “Πώς να κρυφτείς”, αυτό ακριβώς η Αμάντα Μιχαλοπούλου μάς υπενθυμίζει: “Στο “Πώς να κρυφτείς”, ο Στέφανος, δάσκαλος στο Ελληνικό Σχολείο του Βερολίνου, αναμετριέται με το σκοτεινό μυστικό της παιδικής του ηλικίας. Την απαγωγή του από ένα ζευγάρι Γερμανών που είχαν χάσει το παιδί τους, τη γερμανική του ανατροφή και την επιστροφή του στην Ελλάδα, στα χρόνια της εφηβείας. Με το μετεωρισμό του ανάμεσα σε δύο χώρες προσπάθησα να περιγράψω το αίσθημα κάθε ανθρώπου που αναζητά την αλήθεια, την ταυτότητα, την έννοια της πατρίδας μέσα του”.

8/10/11

Η Νεφέλη στο νησί του Παντός

Με τις κούκλες της και μέσα από τις ζωγραφιές της η Νεφέλη ταξιδεύει παντού। Από τη Χώρα του Ποτέ ως το Νησί του Παντός। Εκεί, συναντά τους ήρωες των παραμυθιών, παίζει και ανακαλύπτει τον Αχιλλέα και την δική της καλή νεράιδα, ανεβαίνει βουνά, σχεδιάζει κι αλλάζει μαζί τους το μέλλον। Γιατί το Θαύμα της Τέχνης κάνει ως και αυτά τα γοβάκια της Σταχτοπούτας αληθινά।
Ένα παραμυθένιο ταξίδι στις ιστορίες, στο χρόνο και στα ζωγραφισμένα μας όνειρα, που επαληθεύονται πάντα। Αρκεί να τα πιστέψουμε εμείς!
Μια ιστορία που αφιερώνεται στη Νεφέλη, την εικονογράφησε μαγικά ο Θανάσης Τσίτσικας και κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Ψυχογιός।

19/9/11

Γράφω για να βρίσκω αιτίες να ζω

Στο εργαστήρι του συγγραφέα: ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ


Έγινε συγγραφέας “από ένα στοίχημα” και από “το σύνδρομο διασκεδαστή” που τον κατείχε. Επειδή είχαν πάντα μεταμεσονύκτιους επισκέπτες και επιθυμούσε να γράψει κάτι μεγάλο, για να τους κρατά ξύπνιους, σαν την Χαλιμά.

Ε κάπως έτσι ο Γιάννης Ξανθούλης έγραψε πάνω από είκοσι βιβλία. Μυθιστορήματα, θεατρικά έργα για παιδιά, θέατρο και ταξιδιωτικά.

Το εργαστήρι- διαμέρισμά του στο Κέντρο της Αθήνας, διαθέτει ό,τι αγαπά. Το ιστορικό κέντρο που λάτρεψε όταν ήρθε από την Αλεξανδρούπολη με τη μία, βιβλία, μολύβια, μελάνια, φωτογραφίες και πίνακες ζωγραφικής. Τις ιστορίες του βασικά που αιωρούνται κάπου εκεί γύρω, παντού: “Για μένα τα βιβλία, οι ιστορίες μου και η ήρωές μου αποτελούν… ίσως το μοναδικό μέσον επικοινωνίας. Είναι το… κινητό μου, ο υπολογιστής μου, το αυτοκίνητο, όλα όσα πεισματικά αρνούμαι να υιοθετήσω από μια έμφυτη περιφρόνηση στα τεχνολογικά θαύματα. Χωρίς να σημαίνει ότι φλέγομαι για επικοινωνία, βρήκα μέσω γραφής μια δικαιολογία να ψευτοσυντηρώ την κοινωνικότητά μου. Ακούγεται ψεύτικο αλλά είναι… αληθινό”, αποκαλύπτει και μας αφήνει άναυδους όσους γνωρίζουμε εκείνο το-κοκαλάκι-της-νυχτερίδας, που διαθέτει στην επικοινωνία. Την ικανότητά του, κυριολεκτικά, να μαγεύει ως αφηγητής το κοινό.

Στο μυθιστόρημα – επιμένει- οδηγήθηκα ενστικτωδώς, κατάπληκτος πόσο αποκαλυπτικές μπορούσαν να είναι οι λέξεις με προορισμό την ανάγνωση”.

Τα παιδικά του χρόνια, διάσπαρτα, σε όλα του τα βιβλία, αλλά και στο “Μενού των φαντασμάτων” που είναι και το κατ' εξοχήν αυτοβιογραφικό. Και μια σπαρακτική μνήμη συναισθημάτων, με το γνωστό του ξανθούλειο φλέγμα κι εκείνη την υπέροχη ειρωνεία:

Ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της φαντασίας μου, η πιο αντικειμενικά αμείλικτη. Παρακολουθούσα ψύχραιμα τη ζωή και το θάνατο, δυσπιστούσα στα καμώματα των μεγάλων, αγανακτούσα που δεν ανήκα στην ταχυδακτυλουργικού ήθους οικογένεια του Χριστού, αξιολογούσα λεπτομερειακά τις ώρες, τις εποχές...”

Κι όσο για εκείνο το “αυτοβιογραφικό”, “Αυτοβιογραφικό είναι το συναίσθημα, που διοχετεύω στα πρόσωπα κάποιες φορές, και η ηδονοβλεπτική μου συμπεριφορά σε σχέση με τα πάθη τους. Αυτοβιογραφική είναι η χρονογραφική περιγραφή και η αρωματική της γεωγραφία. Έχοντας ακόμη την αίσθηση – ψευδαίσθηση πως οι συγγραφείς είναι μεσίτες για την αθανασία, περιγράφω άτομα που γνώρισα και δεν θέλω να ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου, εγκλωβίζοντάς τα σε μια ιστορία. Πρόκειται για ανόητη παρηγοριά αλλά το κάνω απολύτως συνειδητά. Το έκανα όσο μ’ έπαιρνε και στον ”Θείο Τάκη”.

Γράφει εύκολα, το ύφος του, εκείνο το γνωστό και ιδιαίτερο, περίτεχνο εν τέλει κι ας μοιάζει προφορικό. Αυτοσαρκασμός, ευστροφία και χιούμορ σχεδόν μαύρο κάποιες φορές, της ζωής οι αδιάκοπες φάρσες και ανατροπές, ειδικά στο τελευταίο του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Τόπος”, “Δεσποινίς Πελαγία”:

Το χιούμορ είναι η ηχώ του δράματος μεταλλαγμένη, διευκρινίζει. Στη ζωή μου υπάρχει αφθονία τέτοιας παρήχησης. Μου αρέσει να τσαλακώνω την σοβαροφάνεια της πραγματικότητας έχοντας κανόνα ότι ο κόσμος είναι αντίφαση και παραλογισμός. Τελικά, νομίζω, ότι το χιούμορ είναι συνυφασμένο με το αμυντικό σύστημα του οργανισμού. Δυστυχώς μπορεί να έχω χιούμορ αλλά έχω και χοληστερίνη. Άλλοι πάλι ακριβώς το αντίθετο…”

Συλλέκτης ενοχών” όπως αναγνωρίζει, “Γράφω – εξομολογείται- για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων”.


ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ

Τα “καλά” βιβλία ήταν πάντα με σκληρό εξώφυλλο. Τα άλλα τα θεωρούσαμε του πεταματού, εκτός από τα κλασσικά εικονογραφημένα. Μου άρεσαν οι Αδελφοί Γκριμ και ο Άντερσεν, που διαισθανόμουν ότι ήταν αντιπαιδαγωγικοί συγγραφείς. Απ' τον Άντερσεν με συγκινούσε η “βασίλισσα του χιονιού”, που κρατούσε τον μικρό ήρωα στο παγωμένο μπλε της βασίλειο, αντάξιο του δωματίου “υποδοχής” του σπιτιού μας, που ήταν βορινό και σπάνια θερμαινόταν. Απ' τον Ιούλιο Βερν διασκεδάζω με το “Καίσαρ Κασκαμπέλ”. Πάνω απ' όλα ταυτιζόμουν με τους “Άθλιους” του Ουγκώ. Υπήρχε όμως κι ένα “αστραπιαίο” βαλκανικό παραμύθι που με προβλημάτιζε με τη φρίκη του. “Η Γιλού”. Έτσι ονομαζόταν. Η Γιλού, λοιπόν, υπήρξε τόσο κακιά κι ελεεινή, που μόλις γεννήθηκε κατασπάραξε τη μάνα της και την έφαγε!... Σκέψου!”



ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΜΜΟΝΕΣ

Αναγνωρίζει πως γράφουμε για τις εμμονές μας. Η βαριά σκιά είναι εκείνη που δημιουργεί έργο και καθορίζει την γραφή:

Άθελά μας γράφουμε για τις εμμονές μας, ακόμη κι όταν ορκιζόμαστε ότι αλλάξαμε πλώρη”, αποκαλύπτει. “Τριγυρνώ πολλά χρόνια στα ίδια τοπία, φωτισμένα διαφορετικά, οι ήρωές μου βυθίζονται σε ωκεανούς με γλυκό νερό που μυρίζει αλάτι. Παίζω μαζί τους, τους μεταχειρίζομαι με αδεξιότητα Θεού, τους αγαπώ σαδιστικά και συμπάσχω με τις αγωνίες τους. Στήνω δηλαδή κανονικά παγίδες στον εαυτό μου. Αυτό είναι όλο. Για άλλοθι έχω την πεποίθηση πως το πειραματόζωο είμαι εγώ. Είναι αρκετά κομπλικέ υπόθεση”. Γι' αυτό κι εκείνη η φράση “μνήμη μίλησε” που χρησιμοποίησε κατά κόρον: “Να που φτάσαμε στον αγαπητό Ναμπόκοβ. Το θέμα μας είναι αν θα ‘πρεπε να μιλά ή όχι. Αν θα ‘πρεπε να είμαστε φειδωλοί στο δημόσιο γύμνωμα προς χάριν τίνος; Αν θα ‘πρεπε να αποσπούμε τη μνήμη απ’ την ιδιωτική της σιωπή. Για τον περισσότερο κόσμο ευτυχώς δεν υφίσταται λόγος. Οι συγγραφείς όμως είθισται να εκβιάζουν πρόθυμα τη μνήμη τους μεγεθύνοντας τις εντυπώσεις κάποιων στιγμών με επιχειρηματολογία ειλικρίνειας. Λες και η ειλικρίνεια ποιεί συγγραφικό ήθος. Τέλος πάντων, ας πούμε ότι είναι έτσι”.



Λεζάντες:

  1. Μολύβια, κοντύλια, μεγάλη αδυναμία.

  2. Ανάπαυλα. Εδώ μέσα, εξάλλου, ο Γιάννης Ξανθούλης περνά ώρες πολλές.

  3. Τα χειρόγραφα που λατρεύει.

  4. Και οι φωτό, επίσης.

  5. Το γραφείο και... πανοραμικά.


Μότο:

Γράφω για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων”.


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

24/8/11

Το ποίημα είναι, κατά βάθος, το αυθεντικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας



Μανώλης Πρατικάκης


Η συνέντευξη δημοσιεύεται στο Index


Αναγνωρίζοντας ότι “το ποίημα είναι, κατά βάθος, το αυθεντικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας”, “υλικό ονείρων”, “κόσμος” αφ' εαυτού του, ο άνθρωπος που έγινε ψυχίατρος από τον Ντοστογιέφσκι και ποιητής από την θάλασσα του Λυβικού που τον ανάθρεψε, δέχθηκε να ξανακάνει μαζί μας τα βασικά βήματα της ζωής του। Ανακαλώντας εικόνες, αρώματα, φράσεις, λησμονημένες εμπειρίες και επιθυμίες που τον έφεραν – μετά από Κρατικά Βραβεία και πάνω από δέκα ποιητικές συλλογές- στα “Αφηγήματα ενός Ψυχιάτρου”

Κατόπιν τούτου θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιστρέφοντας κάπως τα δεδομένα επιδιώξαμε και τελικά βρέθηκε ένας ψυχίατρος- ποιητής στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Πρόθυμος να απαντήσει σε όλα. Να αναζητήσει τραύματα και οράματα, εφόσον “Κάθε μου τραύμα ένας καινούργιος οφθαλμός”.

Το αποτέλεσμα, ο πιο αποκαλυπτικός, ποιητικός κι ανθρώπινος, μαγεμένος και μαγικός Μανόλης Πρατικάκης.


Τι είναι εκείνο κ. Πρατικάκη που κάνει τελικά ένα ψυχίατρο ποιητή;


Είναι δύσκολο να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα. Γιατί πρωτίστως πρέπει να υπάρχει η συναισθηματική θερμοκρασία, ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο και προσπαθούμε να τον ερμηνεύσουμε αξιακά. Εργαλειακά, με νοησιαρχία, ή στο κάθε τι να βλέπουμε πως υπάρχει μια αύρα ενός παράλληλου άλλου. Ένα παλιό ψήγμα ονείρου. Μια ουτοπική νότα που υπονομεύει τα «συντελεσμένα» που αρνείται το Είναι γιατί βλέπει τον κόσμο ως ένα διαρκές γίγνεσθαι. Ο ποιητής θέλει να βγάλει το φυτίλι από μια πέτρα ή έναν σπινθήρα που είναι το κρυμμένο άστρο του.

Όταν υπάρχει αυτή η υποδομή η ψυχιατρική, καθώς φωτίζει σκοτεινές περιοχές του ανθρώπινου ψυχισμού, απωθημένους φόβους, ενοχές, λησμονημένες τραυματικές εμπειρίες, ξεχασμένες ματαιώσεις, ένα τέλος πάντων υλικό έντονα φορτισμένο και άγνωστο, που συχνά ανεβάζει ένα λεπτό ηθικό μαρτύριο, άγνωστης προέλευσης, αλλάζει η εικόνα που είχαμε για τον εαυτό μας, απαλλασσόμαστε από συγκαλήψεις και νοσηρές άμυνες και η εικόνα του εαυτού μας γίνεται πιο γνήσια και αυθεντική. Αυτό το ασυνείδητο υλικό που έρχεται στο φως είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ως ποιητική ύλη. Είναι ένας άγνωστος ορυκτός πλούτος, που, γνωρίζοντάς τον μας μεταμορφώνει και παράλληλα ζητά να μπει σε μια αισθητική τάξη. Να αποκτήσει ρυθμό να μας κάνει να δούμε την έκπληξη ή τον θρίαμβο που κρύβει το ευτελές ή το τετριμμένο. Η ψυχιατρική λοιπόν από μόνη της δεν μπορεί να κάνει κάποιον ποιητή. Αλλά να δώσει βάθος αποκαλυπτικό και ευρύτητα στην εποπτεία του ορόντος νου.


Γεννηθήκατε στο Μύρτος, χωριό του Λιβυκού πελάγους, ποιόν μήνα; Η πρώτη εικόνα της ζωής.


Το πατρικό μου σπίτι ήταν χτισμένο πάνω στη θάλασσα του Λιβυκού. Η θάλασσα μπαινόβγαινε στο παιδικό μας δωμάτιο και τη μικρή αυλή. Γι’ αυτό αν θυμάστε η Παραλοϊσμένη αρχίζει: «Στο σπίτι πέφτανε τα κύματα. Στο σπίτι μπαίνανε τα φύκια κάτω απ’ το κρεβάτι. Κι ως τον ύπνο. κι ως τα όνειρα μια θάλασσα.» Κάθε πρωΐ η Μητέρα μου έβγαζε τους σωρούς την άμμο και τα φύκια με μια σκούπα από βούρλα του ποταμού. Γεννήθηκα 6 Σεπτεμβρίου. Η πρώτη εικόνα: Ανοίγοντας την πόρτα και παράθυρο να βλέπω τη θάλασσα ν’ αστράφτει σαν αιωνιότητα. Να λαμπυρίζει από χιλιάδες «καθρεφτάκια» κι εκεί να λικνίζονται ψαρόβαρκες και σφουγγαράδικα από την Κάλυμνο με υπέροχα λεπτά σκαριά σαν τριήρεις.


16 ποιητικές συλλογές. Η πρώτη; Πως είναι όταν έρχεται το ποίημα. Το πρώτο

Η πρώτη, πρέπει να σας αποκαλύψω, αν δεν το ξέρετε, είναι σαν πρόωρο παιδί. Ένα πρωτόλειο που παρασιωπώ. Λέγεται «θαλασσινές φωνές». Είναι τα πρώτα άγουρα ποιητικά σκιρτήματα ενός νέου που δεν έχει διαβάσει απολύτως τίποτα. Το πρώτο ποίημα που γράφτηκε λέγεται «το νησί της αβύσσου» Όταν έρχεται το ποίημα πηγαία είναι σαν μια διανοητική αύρα. Σαν αόριστη μουσική που αποκτά υπόσταση, την παρτιτούρα. Σαν πέτρες που ξαφνικά μπαίνουν σε τάξη και χτίζεται ο τοίχος του κειμένου.



Τι ήταν εκείνο που σας έκανε να πείτε, “εγώ θ’ ακολουθήσω την ψυχιατρική”;


Το ανειρήνευτο πνεύμα μου, από κάποια περίοδο και μετά. Ίσως τα αντιφατικά παιδικά μου βιώματα: παραδείσιος χώρος του Λιβυκού από τη μια και ένας καμένος ερειπωμένος μετακατοχικός κόσμος από την άλλη. Το θαύμα και ο θάνατος. Ίσως μια θεία μου, που «παραληρούσε» από εγκεφαλικό τύφο, και μες στο παραλήρημά της έλεγε φωτεινές ανομολόγητες κουβέντες, χωρίς λογοκρισία, όταν ήμουν 3-4 ετών και έβλεπα με δέος «τις σκηνές» από το παράθυρο, μαζί με πολύ κόσμο. Αλλά περισσότερο η ανάγκη μου να κατέβω κάτω από το φαίνεσθαι. Στους ασυνείδητους μηχανισμούς που μας προσδιορίζουν, και φωτίζουν τις αυταπάτες μας και εξιδανικεύουν ανοήτως την εικόνα μας. Επίσης τα έργα του Ντοστογιέφσκι άσκησαν μια τεράστια γοητεία πάνω μου. Θεωρώ ότι είναι ο πρώτος μεγάλος ψυχαναλυτής.


«Η Συμφωνία της Ίασης», η ποίηση κ. Πρατικάκη, είναι Ιαματική;


Ασφαλώς θα αναφέρεστε στο σημερινό έργο που δημιούργησε ο μεγάλος μας συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, πάνω στην ποίησή μου (εναρμονίζοντας Ήχο και Λόγο με εμπνευσμένο μεγαλόπνοο τρόπο) που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής. Ναι, κατά κάποιον τρόπο πιστεύω πως είναι για το μυημένο κοινό. Θα σας αναφέρω μια μικρή εμπειρία. Πριν χρόνια έλαβα ένα βάζο με πέτρες από τη Σάμο, και μια λεία επίπεδη πέτρα, που έγραφε πάνω ένα στίχο μου, με σινική μελάνι, που έλεγε: «Κάθε μου τραύμα ένας καινούργιος οφθαλμός».

Όλα αυτά από μια άγνωστη καθηγήτρια, που κάτω από το βάρος τραυματικών οικογενειακών εμπειριών είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει όπως μου έγραψε σε μακροσκελές γράμμα. Και όταν διάβασε τον παραπάνω στίχο άλλαξε γνώμη. Ήθελε από κάπου να πιαστεί. Και βρήκε αυτήν την αισιόδοξη σανίδα. Σήμερα διδάσκει και είναι ευτυχισμένη.

Γενικά η ποίηση, ακόμα και η απαισιόδοξη, όπως και η μουσική, κρούει χορδές και πιστεύω ξυπνάει αρμονία. κάποια χαμένη παιδική αθωότητα. Στερείται ιδιοτέλειας. Είναι γλωσσικά ανυπάκουη. Περνά πράγματα καθημερινά, πληκτικά, σε μια αισθητική τάξη. Ένα ασήμαντο γεγονός μπορεί ν’ αποκτήσει οικουμενικότητα. Ή χτίζει μια ουτοπική ήπειρο, όπως τα όνειρα, που δεν είναι άσχετα από την πραγματική μας ζωή.

Ο ποιητής, δηλ. ψυχικά σώζεται απριόρι; Γιατί γνωρίζουμε ποιητές που έχουν καταστραφεί; Γιατί υπάρχει αυτοκαταστροφικότητα;


Σε καμιά περίπτωση δεν σώζεται ψυχικά και μάλιστα a priori. Αντιθέτως πιστεύω ότι είναι πιο ευάλωτος από τον κοινό μέσο άνθρωπο, και περισσότερο από τον πρακτικό άνθρωπο τον αφομοιωμένο απόλυτα στο σύστημα, το οποίο υπηρετεί ενσυνείδητα και αποτελεί χωρίς να το ξέρει γρανάζι του. Είναι σαν να έχει πάρει μια χρόνια δόση αναισθητικού, σαν άμυνα από τα τόσα γύρω του δεινά. Αντίθετα ο ποιητής συμμετέχει, έστω και μόνο συναισθηματικά, στα δρώμενα, στα κοινωνικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, στη βαρβαρότητα, τον κυνισμό, την μοναξιά, την απώλειά της επαφής και την αποξένωση. Επίσης διαθέτει πιο αυστηρό Υπερεγώ (συνειδησιακό έλεγχο δηλ.), που σημαίνει τύψεις, ενοχές, αυτομομφές. Έχει μεγαλύτερη αυτοσυνειδησία για την μηδαμινότητά του, την αδυναμία του. Στέκεται, μπροστά στην ύπαρξη και το εφήμερο, με τρόμο, με δέος, γιατί εκτός των άλλων έχει πολλά ναρκισσιστικά στοιχεία. Είναι πιο τρωτός. Και συχνά είναι πιο έντονη εκείνη η παράδοξη απέχθεια που έχουμε για τον εαυτό μας.


Ένας ψυχίατρος είναι από χέρι σωσμένος; Υπάρχουν για σας γρίφοι ζωής, όσον αφορά τη δική σας


Εδώ τα πράγματα μπλέκονται λίγο, κυρία Γκίκα γιατί τυχαίνει να είμαι και ποιητής και ψυχίατρος. Και όλα όσα είπα για τους ποιητές ισχύουν στο ακέραιο και για τη δική μου περίπτωση. Ούτε ο ψυχίατρος είναι από χέρι σωσμένος, όταν μάλιστα τυχαίνει να συγκατοικεί με τον ποιητή. Αυτή η συνύπαρξη δημιουργεί μεγάλη φόρτιση, σπινθήρες, καυτή λάβα που χρειάζεται σωστή διαχείριση και οργάνωση. Εδώ θάλεγα πως η ψυχιατρική συχνά δρα ψυχοθεραπευτικά, στον μεγάλο ασθενή, που είναι ο ποιητής, όπως έχει λεχτεί. Γιατί ερμηνεύει, διαλύει, φωτίζει, αποκαλύπτει π.χ. ότι ένα λεπτό ηθικό μαρτύριο, οφείλεται συχνά σε έναν φανταστικό φόβο. Κάνει πιο οικείο τον φόβο, ελέγχει καλλίτερα τις παρορμήσεις, την άκρατη επιθετικότητα. Ξέρει πως από τις εκατό φορές που θυμώνουμε με κάποιον στην πραγματικότητα θυμώνουμε με τον εαυτό μας. Πως τα συμπλέγματα, τις μικρότητές μας, τις ματαιώσεις και τις αποτυχίες μας τα βιώνουν όλοι οι άνθρωποι. Ξέρει πως όλοι είναι τρωτοί και αδύναμοι, ανεξάρτητα τι παριστάνουν. Ο χρόνος, η μοναξιά, ο φόβος του θανάτου είναι οικουμενικά και πανανθρώπινα. Ίσως ένας έμπειρος ψυχίατρος ξέρει να διαχειρίζεται με μικρότερο κόστος τις αναποδιές και τραυματικές εμπειρίες της ζωής. Αλλά για τα μεγάλα μεταφυσικά ή οντολογικά ζητήματα, θα σας απαντήσω με δύο στίχους του σπουδαίου φίλου ποιητή Ν. Καρούζου: «Τι να σου κάνουν τα βατραχοπέδιλα της επιστήμης όταν ανοίγεσαι στο πέλαγος της μεγάλης Αγωνίας»


Ποια από τις πέντε αισθήσεις θεωρείτε ότι είναι πιο αποκαλυπτική για την ανθρώπινη ψυχή. Πιο κοντά στην ποίηση;


Είναι μια δύσκολη ερώτηση. Η αφαίρεση έστω και μίας θα έμοιαζε σαν ακρωτηριασμός. Θα δημιουργούσε ένα ρήγμα στην επαφή μας με τον κόσμο. Αλλά πιστεύω ότι η όραση είναι η πιο αποκαλυπτική. Χωρίς αυτήν θα μας περιέβαλε το απόλυτο σκοτάδι. Θα μυρίζαμε θ’ ακούγαμε, θα θωπεύαμε, θα οσφριζόμασταν στα σκοτεινά. Και ο οπτικός μας φλοιός θα ήταν κενός από εικόνες. Δεν θα γνωρίζαμε τ’ αγαπημένα μας πρόσωπα. Δεν θα υπήρχε η θεμελειώδης γνώση του «Ορόντος νου» Ο Ηράκλειτος έλεγε «Αψεδέστεροι μάρτυρες ώτων, οφθαλμοί»


Η έκτη αίσθηση; Υπάρχει για την ποίηση; Για την ψυχιατρική


Θα έλεγα πως είναι μια ακόμα ανεξερεύνητη, ήπειρος. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα απέραντο πολύπλοκο σύμπαν που έχει διερευνηθεί ελάχιστα. Γίνονται σημαντικές έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση. Ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων έχει πολύ ανεπτυγμένη την έκτη αίσθηση. Θυμάμαι μια καθ’ όλα σοβαρή και αξιόπιστη κυρία που «είδε» ότι καίγεται παραλιακή καφετέρια, κοντά στο εξοχικό τους. Τηλεφώνησε και όντως καιγόταν, και μια άλλη φορά είδε γνωστό της ηλικιωμένο γλύπτη να γέρνει και να πέφτει καταγής. Πήρε αμέσως ταξί και όντως ήταν νεκρός.

Για την ποίηση δεν ξέρω αν υπάρχει έκτη αίσθηση θα σας διηγηθώ όμως παρακάτω ένα περιστατικό και θα βγάλετε εσείς κ. Γκίκα τα συμπεράσματά σας. Όσο για την ψυχιατρική νομίζω ότι η μεγάλη εμπειρία, η ένταση της προσοχής στις λεπτομέρειες και η περιρρέουσα κατάσταση στην όλη εικόνα του ασθενούς, είναι εκείνα τα στοιχεία που επιτρέπουν στο γιατρό να βλέπει παραπέρα. Ν’ ακούσει «τον ήχο των πλησιαζόντων γεγονότων (συμπτωμάτων) Είχα έναν τέτοιο δάσκαλο στην Παν/μιακή κλινική του Αιγινητείου.

Και μια και μιλάμε για αισθήσεις. Εικόνα που έχει για πάντα μέσα σας χαραχτεί, ο ήχος, η αφή.


Η ξαφνική εικόνα ενός τεράστιου δελφινιού που είχε ξεβράσει η θάλασσα μακριά από το χωριό, σε ηλικία τριών ετών. Τα μεγάλα τροπικά αποδημητικά πουλιά που έρχονταν κι έφευγαν με τις εποχές σε ένα παιδικό πτυσσόμενο σύμπαν. (Ακόμη φτερουγίζουν μέσα μου) Η αστραφτερή θάλασσα, ο ήλιος γεμάτος σταγόνες ν’ ανατέλλει μέσα από το πέλαγος. Τα φύκια και το αλάτι στο παιδικό δωμάτιο. Η φωνή του πατέρα μου που ανήγγειλε τηλεφωνικά από την Κρήτη, ότι φέρνουν τη Μητέρα μου στην Αθήνα βαριά άρρωστη.

Το άρωμα και ο ήχος: Οι ευωδιές του επιταφίου στον Άγιο Αντώνιο, όταν είμαστε παιδιά (από λεμονανθούς, ρόδα, δυόσμο, μαντζουράνα)

Και ο ήχος: Τα εγκώμια της Θεοτόκου από παιδική χορωδία. Το μητρικό χάδι και το πλατσούρισμα στο κυμοθάλασσο.


Υπάρχουν στίχοι που αποδεικνύονται προφητικοί;


Οι μεγάλοι διαχρονικοί, οικουμενικοί ποιητές έχουν γράψει τέτοιους στίχους, αφού αντέχουν στο χρόνο, εξακολουθούν να μας συγκινούν και τα έργα τους εξακολουθούν να διαβάζονται και να παίζονται μέσα στη σύγχρονη συνθήκη, ανέγγιχτα από τη φθορά. Προσωπικά δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη προφητικοί. Ο Δημόκριτος και ο Ηράκλειτος έγραψαν στίχους που επαλήθευσε η σύγχρονη Φυσική.


Ο ποιητής γεννιέται ή γίνεται;


Οι μεγάλοι αυθεντικοί ποιητές νομίζω γεννιούνται. Όπως οι μεγάλοι εφευρέτες οι μεγάλοι συνθέτες, ζωγράφοι. Πρέπει μα συνδυάζεις πολλά προσόντα: όραμα, γλωσσικό πλούτο, ευφυΐα, ευαισθησία, ακουστική φαντασία, εκφραστική τόλμη, καινοτόμες συλλήψεις και πηγαία έμπνευση. Μπορεί κανείς να γίνει ποιητής αν συνδυάζει μερικά από τα παραπάνω προσόντα, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει Σολωμός ή Πάουντ. Φυσικά και οι μεγάλοι ποιητές χρειάζονται να διαθέτουν εργατικότητα και άοκνο Πάθος. Αλλά οι ιδιότητες αυτές ενυπάρχουν σ’ αυτούς τους προικισμένους δημιουργούς. Η ίδια η ποιητική ύλη τους σπρώχνει, τους βασανίζει τους παροτρύνει να σκάβουν, ακόμα και στον ύπνο τους. Το αγώϊ κινεί τον αγωγιάτη. Τελευταία η ψυχολογία διατείνεται ότι η θέληση είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ευφυΐας. Υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν ατέλειωτα και με μεγάλο πάθος. Μπορεί να γίνουν μέτριοι ποιητές ποτέ μεγάλοι.

Ποιητής συνεπάγεται αναγκαστικά και ποιητική ζωή;


Όχι απαραίτητα. Γνωρίζω ποιητές που ζουν μια πεζή, τετριμμένη καθημερινή ζωή που δεν τους ξεχωρίζεις από τους άλλους αν δεν ξέρεις πως είναι ποιητές. Εσωτερικά όμως η ποιητική ουσία τους προσδιορίζει. Βασανίζονται για μία λέξη, μια μεταφορά για ένα σύμβολο, τη στιγμή π.χ. που ψωνίζουν από το Super Market ή βάφουν ένα παράθυρο. Υπάρχουν αρκετοί στους οποίους υπάρχει ταύτιση έργου και ζωής. Είναι ποιητές κάθε στιγμή. (Λειβαδίτης, Καρούζος, Σικελιανός, Σαραντάρης, Καζαντζάκης, και τόσοι άλλοι).

Παλιότερα οι ποιητές ξεχώριζαν περισσότερο. Στο ντύσιμο, στους τρόπους στην ομιλία, στα μακριά αχτένιστα μαλλιά. Ο παλιός εκείνος κομφορμισμός τείνει να εκλείψει.


«Το νερό» πανταχού παρόν στην ποίησή σας. Λόγω καταγωγής;


Πιστεύω πως ναι. Το σπίτι μας χτισμένο όπως σας είπα πάνω στο Λιβυκό. Ο ήχος των κυμάτων ήταν οι πρώτοι ρυθμοί. Τα πρώτα μουσικά σύνολα, κάθε ώρα και διαφορετικά. Αυτό το φλοίσβο, σαν απαλό τσέλο έως τα πνευστά με το σιρόκο πάνω στα καμπύλα κύματα και τα κρουστά με τα μεγάλα χαλίκια χτυπώντας το ένα στο άλλο, κατεβαίνοντας στην άμπωτη, και ως την φουρτούνα που με γέμιζε φόβο δέος. Ή Δίπλα η λίμνη ένα απάνεμο κοινόβιο αλληλεγγύης και κοινοκτημοσύνης. Μια παραδείσια παιδική χαρά και πιο κει το ποτάμι που πάντα ρει πάντα χωρεί και ουδέν μένει. Αλλά πέρα από αυτά το νερό είναι οντολογικό στοιχείο. Πρωταρχική πηγή ζωής. Σύμβολο αδιάκοπης μεταμόρφωσης. Όλοι από εκεί ερχόμαστε.

Υπάρχουν εμμονές στη γραφή σας;


Πιστεύω πως ναι. Ορισμένα σύμβολα έρχονται κι επανέρχονται: Η μήτρα, η γέννα, η παιδική αμεριμνησία και ο τρόπος που αυτά τα τρυφερά πλάσματα μπαίνουν και χάνονται «μέσα σε σκοτεινούς και κουρασμένους άντρες». Ακόμα η εμμονή μου να κάνω ποίηση με τα φυσικά όντα, με την πρώτη πατημασιά, με κάθε τι αρχέγονο και ανεξερεύνητο. Προσεγγίζω τη γλώσσα ως πνευματικό οικοσύστημα και όχι ως απλό όχημα νοημάτων. Επιμένω να συνδυάζω το λυρισμό με τη στοχαστικότητα. Τους προσωκρατικούς με την ανατολική φιλοσοφία. την ψυχιατρική με το όνειρο και τη διασαλευμένη συμπεριφορά των «ασθενών» σε αντίστιξη με τη ζοφερή και απέραντη υποκρισία των λογικών ανθρώπων, των τόσο αφομοιωμένων στη σύγχρονη θεσμοθετημένη συνθήκη, που σχεδόν «απουσιάζουν δια της παρουσίας τους»

Υπάρχει κάτι που να φοβάται ένας ψυχίατρος;


Δεν υπάρχει κάποια πανοπλία που είναι προνόμιο των ψυχιάτρων. Μπορεί τις απλές καθημερινές νευρώσεις και αντιξοότητες να τις αντιμετωπίζει με μικρότερο κόστος και να τις ελέγχει καλύτερα, ξέροντας π.χ. ότι μια φοβία είναι φανταστική γιατί συχνά γνωρίζει το συμβολισμό που κρύβεται πίσω της. Αλλά στα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα, έρωτας, θάνατος, χωρισμός, γηρατειά, αποξένωση, αλλοτρίωση, εικονική πραγματικότητα, κυνισμός, βία, κ.τ.λ. παραμένει το ίδιο ευάλωτος. Εδώ υπάρχει οικουμενική κοινοκτημοσύνη στον φόβο.

Πέντε σταθμοί ζωής;


  1. Ο πρόωρος θάνατος της μητέρας μου

  2. Η δικτατορία των συνταγματαρχών

  3. Η γέννηση του πρώτου μου παιδιού

  4. Η εκπροσώπηση βιβλίου μου για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας και το Κρατικό βραβείο ποίησης

  5. Η δημιουργία Συμφωνητικού έργου από τον μεγάλο Συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, πάνω σε τρία μου βιβλία, που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής με μεγάλη επιτυχία.



Μπορεί ένα βιβλίο να μας αλλάξει τη ζωή; Υπήρξε για σας τέτοιο βιβλίο; Συγγραφέας;

Μέχρι τα πρώτα φοιτητικά χρόνια, μέσα στο νωχελικό και ηδονικό τοπίο του Λιβυκού, δεν είχα διαβάσει σχεδόν κανένα βιβλίο. Και ξαφνικά πέφτει στα χέρια μου η «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη. Ένοιωσα εκμηδενισμένος, κενός, κούφιος, ένα άθυρμα. Με συγκλόνισε τόσο που έκανα μέρες να κοιμηθώ. Αυτή ήταν η αρχή της περιπλάνησης. Αργότερα σε μεγαλύτερο εύρος και βάθος, παρ’ ότι ήμουν υποψιασμένος, με αναστάτωσε ο Ντοστογιέφσκι, και ειδικά το Έγκλημα και Τιμωρία, οι Δαιμονισμένοι και Αδερφοί Καραμαζώφ. Αυτός ο «ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής» με άφησε άφωνο, δηλ. με άλλαξε. Επίσης με επηρέασε να γίνω ψυχίατρος.


Ψυχιατρικό περιστατικό;


Μια παρατεταμένη ψυχική τύφλωση μηνών μετά από τραυματικό γεγονός (το περιστατικό αυτό έγινε αφήγημα και περιέχεται στα Αφηγήματα ενός Ψυχιάτρου).Ένα ψυχικό ραιβόκρανο. Μερικά «Αποκαλυπτικά» παραληρήματα με κοσμογονικό περιεχόμενο. Το καταθλιπτικό και το κατατονικό Stupor, με την κηρώδη ευκαμψία και «το κατατονικό προσκεφάλαιο».


Τα Αφηγήματα ή τα ποιήματα θεωρείτε ότι είναι πιο κοντά στην ψυχιατρική;


Τα αφηγήματα προσφέρονται περισσότερο γιατί χρειάζεται ανάλυση, πλοκή, εκτενέστερος αφηγηματικός λόγος, μεγαλύτερη ευκρίνεια για την πρόσληψη, πιο απλή γραφή χωρίς μεγάλες αφαιρέσεις και ελλειπτικότητες. Στην ποίηση συνήθως προσλαμβάνονται οι γενικές αρχές της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής. Στην πρόζα συνήθως οι συγκεκριμένες με χαλαρότερο αφηγηματικό ιστό.


Κάθε περιστατικό είναι για σας και μία συνάντηση;


Όχι. Εξαρτάται από το περιστατικό. Αν πρόκειται δηλ. για μια απλή κρίση άγχους, μια κλειστοφοβία, μια ελαφριά κατάθλιψη, ή μια αϋπνία. Αυτά είναι περιστατικά ρουτίνας, καθημερινά. Είναι η μεγάλη πλειοψηφία των περιστατικών. Είναι οι προβλεπόμενες καθημερινές συναντήσεις, χωρίς ιδιαίτερο συγκινησιακό φορτίο. Αλλά μια ακραία κρίση πανικού με αίσθημα ασφυξίας και θανάτου, μια βαριά κατάθλιψη, μια παρανοϊκή σχιζοφρένεια με διέγερση ένα βαρύ στερητικό σύνδρομο ηρωϊνομανούς, ένα Deliriumtremens” ένα κακόηθες νευρολειωτικό σύνδρομο, ή μια εμβροντησία, είναι πραγματικές συναντήσεις που παρά τις εμπειρίες, μας γεμίζουν δέος, εγρήγορση. Είναι άτομα που βρίσκονται σε ακραία διασάλευση. Πρέπει να τα συγκρατήσουμε από το γκρεμό. Γιατί πέραν των άλλων ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι μεγάλος. κινητοποιείται όλος ο μηχανισμός της ομάδας, σωστή θεραπεία και αντιμετώπιση, περιφρούρηση και επαγρύπνηση. Οι περισσότεροι ψυχίατροι είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι.


Και τα «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου» Τι είναι τελικά; Μια σειρά από τέτοιες συναντήσεις;


Τα «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου» είναι συνέχεια της ποίησής μου. Εξ’ άλλου προηγήθηκαν «Η Παραλοϊσμένη» (1980) και η «Γενεαλογία» (1984) που είναι συνθετικά κείμενα πρόζας και γράφτηκαν σε έναν ευρύ χρονικό ορίζοντα. Γι’ αυτό και τα εκφραστικά μέσα και το όλο ύφος δεν είναι ενιαία, όπως ήταν φυσικό, αλλά παρουσιάζουν τεράστιες γλωσσικές και υφολογικές διαφορές. Όλα όμως έχουν ένα ενιαίο άξονα: Είναι μια σειρά από τέτοιες «συναντήσεις» όπως λέτε. Είναι βιωμένες εμπειρίες που μεταπλάστηκαν σε αφηγήματα (καμία φορά θεραπεύεις ένα κείμενο όπως θεραπεύεις ένα άνθρωπο). Είναι πρόσωπα ποικίλλων ψυχικών εκτροπών που με τη στάση τους καταγράφουν μια αίρεση βίου, μια ανατροπή των κανόνων, που τα κάνει ελπίζω, ενδιαφέροντα. Μετά από τα συχνά φωτεινά τους παραληρήματα λάμπει ο υπαρξιακός τους πυρήνας, αυθεντικός και ανεπιτήδευτος, αβυσσαλέος ή τρυφερός, σπαρακτικός συχνά και ανθρώπινος μέσα στα πολύπλοκα διανοητικά και άλλα αδιέξοδα που δημιουργούν μια Σχάση. Έναν ανεξέλεγκτο τρόμο. Μπορεί να μοιάζουν παράλογα και εξωπραγματικά. Αλλά συμβαίνουν σε ανθρώπους σαν κι εμάς και ότι έχει συμβεί σ’ εκείνους μπορεί κάλλιστα να συμβεί και σε εμάς, μια που όλοι είμαστε εν δυνάμει ασθενείς. Όπως στο περίφημο διήγημα του Τσέχωφ «θάλαμος 6», όπου ο αδιάφορος και υπεροπτικός θεράπων δεν φαντάζεται πως υπάρχουν θεμελιώδεις ανατροπές. Καθώς γίνεται αιφνίδια ο ίδιος δεσμώτης – θεραπευόμενος, για να αποκτήσει για πρώτη φορά συνείδηση της μοίρας των ασθενών του και τους κατανοήσει, κάτι που μέχρι τότε φάνταζε αδιανόητο, και γι’ αυτό τους φερόταν με τέτοια αδιαφορία.


Βλέπουμε λοιπόν κ. Πρατικάκη πως υπάρχουν κοινοί δεσμοί και κοινές ευαισθησίες ποίησης και ψυχιατρικής προς όφελος της δημιουργικής γραφής.


Πράγματι υπάρχει συνάφεια δεσμών. Είναι λειτουργίες παράλληλες. Και οι δυο δουλεύουν κυρίως με τα ασυνείδητα περιεχόμενα και τους άγνωστους μηχανισμούς. Παίζουν γλωσσικά ή διανοητικά με την παραδοξότητα. Τα υλικά αυτά μοιάζουν ξεκομμένα από την ανθρώπινη λογική, παρ’ ότι αυτά κυρίως μας προσδιορίζουν. Γιατί ο ανθρώπινος νους είναι υποχείριο του θεσμοθετημένου λόγου και του κυρίαρχου τρόπου σκέψης.. Έχουν στόχο έναν επαναπροσδιορισμό, μια ανανέωση, μια ανατροπή με νέους συνδυασμούς, από μια θεμελιώδη και παγιωμένη καθήλωση. Υπάρχει μια ολόκληρη εποποιΐα προβολών, απωθήσεων, μετουσιώσεων, εξιδανικεύσεων που συσκοτίζει την διάνοια και την όλη μας ύπαρξη. Και η ποίηση και η ψυχιατρική δουλεύουν, εν πολλοίς με τα όνειρα, τους απρόβλεπτους συνειρμούς, τις παραδρομές της γλώσσας, τα λάψους κ.τ.λ. που συχνά εκπέμπουν μια κρυμμένη αλήθεια ή έναν καινοφανή ποιητικό σπινθήρα (σύμφωνα με το «γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει»

Και με ποιο εργαλείο δουλεύουν. Που τέμνονται και που διαφέρουν.


Εργαλείο πρωταρχικό και για τις δυο είναι η γλώσσα που ανεβάζει στο φως της συνείδησης μπερδεμένα συναισθήματα. Και οι δύο λειτουργίες είναι ιαματικές. Η ποίηση βάζει μουσική στον τρόμο. Είναι «εγχειρίδιο ευθανασίας» τρόπος έκφρασης ότι βαθύτερο μας παιδεύει και μας συνιστά. Το ίδιο και η ψυχιατρική. Προσπαθεί να μας απαλλάξει από φοβίες και φανταστικές απειλές, το να αναλύσει με τους πιο πάνω μηχανισμούς άμυνας και μέσω αυτών να βρει τους κρυμμένους συμβολισμούς, απ’ όπου εκπορεύεται το παραλήρημα ή ο τρόμος. Κάπου γράφω: «Γιατί τα συμπτώματα είναι τα φυσιολογικά γνωρίσματα των ανθρώπων».


Ακούγεται παράξενο κ. Πρατικάκη, πως το εννοείτε;


Το σύμπτωμα είναι μια μεταγλώσσα του σώματος ή της ψυχής. Είναι ένα φυσικό ανθρώπινο ράγισμα, προς τη συνωμοσία της άκαμπτης και αδιάλλακτης «πανοπλίας του «Εγώ». Το σύμπτωμα είναι η κατακραυγή της απονενοημένης μας μέριμνας για εξιδανίκευση. Είναι η «αλήθεια» που διαφεύγει από τους ελεγκτικούς μας μηχανισμούς (εσωτερικούς και εξωτερικούς). Είναι η αποκάλυψη της πλαστογραφίας, του ψεύδους και της υποκρισίας του καθενός μας, για να χτίσουμε το θλιβερό μας πορτρέτο. Αυτά τα μικρά ραγίσματα φωτίζει η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση. Και από το φορτίο τους αυτό εμπνέεται η ποίηση. Το ποίημα είναι, κατά βάθος, το αυθεντικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας. Είναι υλικό ονείρων. Εκεί που διαφέρουν οι δύο λειτουργίες είναι ότι η ψυχανάλυση αναλύει, ερμηνεύει, απομαγεύει. Τείνει στην επίγνωση, στην εναισθησία, για να βρει ο ασθενής τη συνοχή του, το βηματισμό του. Δεν την αφορά η αισθητική. Ενώ η ποίηση παραμένει μαγική, αρχέγονη, με πολυσημίες και ελειπτικότητες. Είναι αλλιώς ανατρεπτική. Απευθύνεται σε ολόκληρη την ύπαρξη, στην οντική της διάσταση και προβληματική και όχι μόνο στη γνώση. Προσπαθεί να αποσπάσει ένα μικρό κλαδάκι από το ανέκφραστο. Δεν είναι ενεργούμενο κανενός συστήματος. Δεν προσπαθεί να περιγράψει ή να αναλύσει τον κόσμο. Αποτελεί κόσμο. Ένα δικό της αισθητικό σύμπαν. Ο ποιητής συχνά από την πέτρα που του εμπιστεύθηκαν προσπαθεί να βγάλει το άστρο της. Από την κάθε δίψα το ποτάμι της. Από μια ανθρώπινη κραυγή τη νύχτα, την οικουμενική μοίρα του Ανθρώπου. Κάθε κραυγή κρύβει τη χαράδρα της..

22/8/11

"Όπως αυτή η σημύδα... Κάθε μέρα πέρναγα και δεν την πρόσεχα. Μα όταν ξέρεις πως δεν θα την ξαναδείς ορθώνεται μπροστά σου"

Επειδή “ξεχνούν εύκολα οι άνθρωποι σήμερα” και επειδή ήδη έχω αρχίσει να ξεχνάω...

«Είναι κεντρικό υπαρξιακό ζήτημα για τον καθένα, το ποιος είναι». Με κεντρικό άξονα το ζήτημα της ταυτότητας και την αμείωτη όπως αποδέχεται αγωνία για την επίγεια δικαιοσύνη, ο συγγραφέας Νίκος Θέμελης, ατμοσφαιρικός, ειρωνικός, ιστορικά τεκμηριωμένος, ίδιος αλλά και ολότελα άλλος, παρέδωσε πρόσφατα στο αναγνωστικό κοινό και το έβδομο μυθιστόρημα. “Η συμφωνία των ονείρων” (Εκδ. “Μεταίχμιο”, αυτή τη φορά, τα προηγούμενα ήταν “Κέδρος”), με μια Μαριάνθη πανταχού παρούσα τεράστια, που όλα τα ερμηνεύει κατά το δοκούν και τα διαφεντεύει:

Η γιαγιά Μαριάνθη πίστευε στα όνειρα. Στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι της είχε εκτός από την Αγία Γραφή και το Πηδάλιον, τον Προφητικό Ονειροκρίτη του Παζίνη. Ζούσε με τα νοήματα και τις αμφισημίες τους, τα σύμβολα, τα προμηνύματα και τα απόνερά τους. Μονολογούσε σιωπηλά ψάχνοντάς τα, ψηλαφώντας τα και θρυψαλιάζοντάς τα. Τα έξανε επίμονα με τα νύχια του μυαλού της, λες κι ήταν μαινάδα μπροστά σε αινιγματικές κατάλευκες δαντέλες ή μαύρα αποτρόπαια τούλια που έκρυβαν την αλήθεια. Άλλοτε πάλι τα μετάγγιζε μουρμουριστά σε κάποιον της εμπιστοσύνης της αόρατο παρόντα”. Ο,τι χαλά την επιφάνεια, διαστρέφεται και εξαφανίζεται σαν σκουπιδάκι κάτω από το χαλί της:

Το ζήτημα έπρεπε να ξεχαστεί πάση θυσία και η οικογένεια να έρθει πάλι στα συγκαλά της. Πέρασε από την αγορά και ψώνισε δυο τρία πράγματα που θυμόταν ότι έλειπαν από το ολοκαίνουργιο ηλεκτρικό ψυγείο της”...

Αλλά παρ' όλα αυτά, ο γιος της ο αντάρτης, η κόρη της Νίκη, η εγγονή της Μυρσίνη, ο παπα- Μιχάλης, η ίδια η... Ιστορία, όλο και της ξεφεύγει! Δεν γίνεται, δεν μπορεί να συμβεί διαφορετικά.

Είναι σίγουρο ότι οι περισσότεροι χαρακτήρες των βιβλίων μου είναι ήρωες που φεύγουν. Τουλάχιστον, στην συντριπτική τους πλειοψηφία. Και οι δευτεραγωνιστές, ακόμα κι εκείνοι που δεν κάνουν μεγάλες επαναστάσεις. Κυνηγώντας αλλού οι ίδιοι τη θέση τους στην ιστορία. Κι αλλού, είναι η ίδια η ιστορία που θα τους αναγκάσει να πάρουν θέση.

Στις δικές μου μυθοπλασίες είναι έντονο το στοιχείο της κινητικότητας των Ελλήνων. Μιας κινητικότητας που προσδιορίζει την ανάγκη τους για περισσότερες δυνατότητες, για ελευθερία, για ανοιχτούς ορίζοντες, για υπέρβαση καταστάσεων...”

Ο Νίκος Θέμελης υπήρξε για την ελληνική λογοτεχνία μια περίπτωση ιδιάζουσα και κεραυνοβόλα. Σύμβουλος επί σειρά ετών του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ξαφνικά ταράζει τα εκδοτικά ύδατα με έναν διαφορετικό τρόπο ανάγνωσης της Ιστορίας. Με τον αντίκτυπο και με τη δράση των απλών, καθημερινών ανθρώπων.

Αναγνωρίζοντας ότι η “Αναζήτηση” και η “Ανατροπή”, “ναι, είναι οι εμμονές μου”, ξεκινούσε το 1998 και εν πλήρη πολιτική δράση ακριβώς από τις εμμονές του.

Αναζήτηση” το πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφορούσε από τον “Κέδρο” και μας έφερνε σ' επαφή με το κλασικό ευρωπαικό μυθιστόρημα, ένα είδος που στην χώρα μας, ουδέποτε ευδοκίμησε.

Στόχος του – και στα επτά μέχρι σήμερα μυθιστορήματα- είναι πρωτίστως η Ιστορία. Και η μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια.

Ιστορικά δεδομένα, ήρωες ολοζώντανοι, εποχές ατμοσφαιρικές, η τοιχογραφία ενός αιώνα που “αναζητούσε” πρώτα, και κατόπιν, συνεχίζοντας, βίωνε “ανατροπές”. Με την “αναλαμπή” του διαφωτισμού ίσα που να τον αγγίζει.

Στην “Αναζήτηση” η αφήγηση πήγαινε “σκυταλοδρομία”, μέσα από τρεις άντρες. Ξεκινώντας από τον “Νικολή εφέντη” (με ρίζες στην οικογενειακή ιστορία), συνέχιζε από πατέρα σε γιο και εγγονό.

Στην “Ανατροπή” το κεντρικό πρόσωπο ήταν μια γυναίκα, η Ελένη. Η οποία και ζώντας λίγο πριν από το γύρισμα του αιώνα, βίωνε μέσα απ' εκείνον και όλες τις μεγάλες ανατροπές: βιομηχανική και σοσιαλιστική επανάσταση, τον αγώνα των γυναικών για φεμινισμό.

Στην “Αναλαμπή” όλα περιστρέφονταν γύρω από μια τυπικά αστική οικογένεια, στις αρχές του εικοστού αιώνα και φτάνοντας και μέχρι τον μεσοπόλεμο. Στις σελίδες της, η βιομηχανική επανάσταση και η αυγή του διαφωτισμού.


Η τριλογία και συγκεκριμένα το δεύτερό της βιβλίο η “Ανατροπή”, του χάρισε και το πρώτο Κρατικό Βραβείο. Συνηθίσαμε μαζί του να μετρούμε τους σφυγμούς της εποχής.


Έτσι όταν το 2005 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα “Για μια συντροφιά ανάμεσά μας” τα δεδομένα ελαφρώς τροποποιούνταν. Ο χρόνος γινόταν “ο απόηχος της Γαλλικής Επανάστασης” και η δική μας η ελληνική που καραδοκούσε. Η ιστορία διαδραματιζόταν το 1794 στη Στεφανούπολη, και εμπεριείχε όλη την “αγωνία ενός εθνικού αυτοπροσδιορισμού” σε μια περίοδο και πάλι μεγάλων ανατροπών. Αλλά η οικογένεια ισχυρή, μοναδική συντροφιά, ακόμα υποσχόταν.

Το 2007 με το μυθιστόρημα “Μια ζωή δυο ζωές” ο συγγραφέας έθετε τα θεμέλια στο όνειρο. Στον παρόντα χρόνο πια και οι μεγάλες ανατροπές, εσωτερικής φύσης. Ο Οδυσσέας Πολίτης, συγγραφέας και πανεπιστημιακός, ανιχνεύοντας τον καιρό μας αρχίζει να γράφει. Η αφήγηση πρωτοπρόσωπη και τα διλήμματα, σισύφεια. Επιχειρώντας να χωρέσει με την γραφή, δυο ζωές μέσα σε μια ζωή.

Με τις “Αλήθειες των άλλων” το 2008 ο Νίκος Θέμελης κατά κάποιον τρόπο, επέστρεφε. Και μέσα από μια οικογενειακή σάγκα μιλούσε για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά για την μικρασιατική καταστροφή, και τις αλήθειες που αλλάζουν όψη κατά το δοκούν. Είναι και θέμα οπτικής και θέσης η αλήθεια. Θέτοντας, όμως, και πάλι επί τάπητος το ζήτημα της ταυτότητας και της αέναης συνέχειας του Ελληνισμού.


Με το καινούργιο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πρόσφατα και με τον τίτλο “Η Συμφωνία των ονείρων”, ο συγγραφέας Θέμελης μοιάζει ν' αλλάζει.

Διατηρώντας τα βασικά- το ιστορικό πλάνο, τη σχέση της Ιστορίας με τις μικρές ιστορίες των ηρώων και το ζήτημα της ταυτότητας- προχωρεί ακόμα πιο πέρα. Στην πικρότατη αίσθηση ότι στην Μεταπολεμική Ελλάδα κάτι δεν πάει καλά με την απόδοση δικαιοσύνης.

Και πάλι, η Ιστορία, κυρίαρχος. Κι αυτή τη φορά, ο πυρήνας μια κλασική, ελληνική οικογένεια. Και με πλοκή που ξεκινά λίγο πριν απ' τον πόλεμο, συμπεριλαμβάνοντας μέσα, μαυραγορίτες, εμφύλιο, εσωτερικά οικογενειακά δράματα- αγγίζει την εποχή μας. Μοναξιά, οικογενειακή βία, ναρκωτικά, ψυχολογική καταπίεση, όλα στο μικροσκόπιο με ακρίβεια εντομολόγου.

Με διαφωτιστικό μότο την σαιξπηρική φράση “Είμαστε όλοι φτιαγμένοι από υλικά ονείρων”, στο καινούργιο του σπονδυλωτό μυθιστόρημα αναδεικνύει και αποδεικνύει την διπλή όψη της ονειρικής μας φύσης που ενίοτε γίνεται και εφιαλτική. Φως και σκοτάδι.

Οι τέσσερις ιστορίες που αποτελούν, τελικά, την εκδοχή της μιας οικογένειας, η αφήγηση- οπτική πηγαίνει από τα μαντικά και χειριστικά όνειρα της γιαγιάς Μαριάνθης, στα μεσοαστικά όνειρα για προκοπή της κόρης της Νίκης και του εγγονού της Γιάννη, το ιδιοτελές όνειρο του γιου της Άγη και το συλλογικό όνειρο που επανέρχεται ως άγραφος νόμος στη ζωή της εγγονής της Μυρσίνης η οποία λειτουργεί και ως σύγχρονη Αντιγόνη.

Ντοστογιεφσκικής υπαρξιακής ηθικής το καινούργιο μυθιστόρημα του Νίκου Θέμελη, αναδεικνύει όπως ο ίδιος αναγνωρίζει τον πλέον αθώο και έντιμο, τον παπά- Μιχάλη ως άγγελο τιμωρό όσον αφορά τους ατιμώρητους έμπορους του θανάτου.

Άθελά μου τον θυμάμαι σε προηγούμενη συνάντηση να ταίζουμε στο μπαλκόνι τα περιστέρια. Να ξαναλέμε τα ίδια, για το πόσο “αποκαλυπτική είναι η ήττα,- τελικά,- για τον ήρωα”:

Η ήττα απογυμνώνει από εξωτερικά, κυρίως, στοιχεία δύναμης. Κι αν είναι και εσωτερικά, σίγουρα γονατίζει. Και το ερώτημα που γεννιέται είναι με τι δυνάμεις έχει την δυνατότητα κανείς να ξανασταθεί στα πόδια του. Τι μέσα έχει για να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί την ήττα”.

Αφάνταστα και επώδυνα επίκαιρος, επανέρχεται με το φως του ερέβους όσον αφορά την λογοτεχνία, στη Μνήμη. Σε μιαν εποχή που αναμφισβήτητα “οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ευάλωτοι σε μια καθημερινότητα που καταβροχθίζει”. Θύματα και οι ίδιοι που “καταναλώνουν και αυτοκαταναλώνονται. Αλλά “όσο αυτοκαταναλώνονται, τόσο περισσότερο η μνήμη πάει περίπατο, μαζί και η ταυτότητα και πολιτισμός της”.


Περιοδικό Εικόνες, τον Νοέμβριο που μας πέρασε, με αφορμή το τελευταίο βιβλίο, η τελευταία μας συνέντευξη

*"Όπως αυτή η σημύδα... Κάθε μέρα πέρναγα και δεν την πρόσεχα। Μα όταν ξέρεις πως δεν θα την ξαναδείς ορθώνεται μπροστά σου" (Ντανίλα στον Αντρέι Ρουμπλιόφ του Αντρέι Ταρκόφσκι, εκδ। Καθρέφτης)





19/7/11

Αιώνια Τιποτένια Στιγμή



Αιώνες πριν

κύτταρο- κύτταρο

χρόνια και μήνες και μέρες

ετούτο το λεπτό

προετοιμάζουν που

πίνοντας κρύο τσάι

στις Εκατό Χουρμαδιές

δεν γίνεται παρά να σε θυμάμαι

αφού σε γνώρισα αιώνες πριν

και ούτε ξέρω

μετά από πόσους αιώνες μετά

θα σε ξανασυναντήσω

φτάνει να ζήσω σωστά

αυτήν εδώ την σπάνια

αιώνια τιποτένια στιγμή

φτάνει το τσάι μου να πιω σωστά

και να θυμάμαι να σου

γνέφω στο χαρτί

Γι αυτό σου γράφω--------


Πε. 20 Ιουλίου 2006

πίνοντας παγωμένο τσάι στο Φιλανδικό

στις Εκατό Χουρμαδιές

ημέρα δεύτερη