6/1/14

«γίνεται γοερή η απελπισία πριν γίνει σιωπή»

Εύα Μοδινού «Για πάντα», «Οι εκδόσεις των Φίλων», Αθήνα 2012.

«Ίσως και να μην έζησα πραγματικά ποτέ μου
τη νιότη […]
που άδραξε την ψυχή μου
και την πήγε σε θρόνους ζηλευτούς
θεσπέσια ύψη’
… ωστόσο πια γοργά ξεφτίζει
κάτω απ’ αυτό το φίνο πάλλευκο μετάξι
-το σάβανό μου το ακριβό-
που ήδη σαπίζει»
Θα  μπορούσε να είναι και «Το Τραγούδι της Νεκρής Αδελφής» αν δεν είναι κάτι πολύ περισσότερο’ ο Θρήνος του Ανθρώπου. Ποιητικός κύκλος που εκτυλίσσεται ως θεατρικό δρώμενο «σε επτά πράξεις» και παραπέμπει  σε αρχαία τραγωδία, με όλο το δράμα της ανθρώπινης θνητότητας και την κάθαρση’ κι εκείνη την ποιητική υπόνοια ότι ναι, ό,τι υπήρξε μπορεί τελικά «για πάντα» και να υπάρχει.
Με προμετωπίδα τους εξαίσιους στίχους του Γιώργου Χειμωνά από την μετάφραση ή μάλλον την ελεύθερη απόδοση του «Ορέστη» του Ευριπίδη:
«γίνεται γοερή η απελπισία πριν γίνει σιωπή»,
και πάμπολλες διακειμενικές  αναφορές,  η Εύα Μοδινού ψηλαφίζει το αόρατο και το άδηλο ξεκινώντας απ’ αυτό που μας δίδεται∙ απ’ τον ανθρώπινο πόνο και το Πρόσωπο, από τη σιωπή του αγαπημένου ή της αγαπημένης μας και από την άλλη, εκείνη τη σιωπή του Θεού:
«Κρατάς τα σπασμένα ηνία της ζωής σου
και περιμένεις μιαν απόκριση’
τίποτα
Ίσως δεν έφτασε η ερώτησή σου
στον προορισμό της
Ή ετούτη η σιωπή σαν Μέγα Χάσμα
εστήρικται ανάμεσα Θεού κι ανθρώπων
Ο θάνατος ποτέ δεν ψεύδεται
Η νεκρή κείτεται μόνη στο σκοτεινό δωμάτιό της
πάνω στα παγωμένα μάρμαρα του Χρόνου
Και η ζωή όπως παλεύει να την σκεπάσει
με τις προφάσεις της
τις φαντασίες της
τα ψέματά της».
«Ο μύθος του ανθρώπου» στην Πρώτη Πράξη, με τον άνθρωπο όμως ως Σίσυφο- από «τον Αποθέτη της Νιότης» με την «Περσεφόνη», τον «Από Μηχανής Θεό», τα «Είδωλα» ως τον «Απογυμνωμένο» - φτάνει στην Δεύτερη Πράξη, και υπό το κράτος του θανάτου στην «Εξουσία του Σκότους». Για να (ανα)βιώσει «Στους θαλάμους ενός Ψυχιατρείου», την «Καρφωμένη» της στη «Γεθσημανή», τον «Δεσμώτη» και την ιώβεια υπομονή στον «Ιώβ».
Η τραγική Τρίτη Πράξη με την «Αποκαθήλωση» και «Το Δωμάτιο της Νεκρής», μάς παραπέμπει στο «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, όπου νύφη του σκότους, η νεκρή:
«Έλυσες τα δεσμά σου κι ανέβηκες στ’ άλογο το πυρρό
το Χάρο ν’ ανταμώσεις
Άραγε κείνη τη νύχτα ανοίγαν οι ουρανοί;»
και πιο κάτω:
«με τα ψηφιά ενός μύθου στολισμένη
πανάρχαιου
σαν μοίρα σκοτεινή
τρέχεις ελεύθερη σαν πάντα μοναχή σου».
Εξάλλου, σε όλες τις μεγάλες στιγμές μας, έτσι δεν γίνεται; Στη γέννηση, στον έρωτα και στον θάνατο έτσι βαδίζει ο καθένας’ μόνος.
Στην Τέταρτη Πράξη όλα γίνονται «Θρήνος»’ «Στο Κοιμητήρι», «απουσία» και «ξόδι» και «σιωπή» προτού γίνουν «Αγάπη», τελικά, στην Πέμπτη Πράξη, οπότε μπαίνει σε ορθή πορεία επιτέλους η ψυχή. Αυτή η πράξη της «Αγάπης», όπως φαίνεται από το μότο[1] και τη δεύτερη προμετωπίδα του βιβλίου, μάς εισάγει κατά κάποιο τρόπο στο δεύτερο μέρος του έργου.
Η ποιήτρια – αφηγητής ως «Θεατής της Οδύνης» θα αξιωθεί να μας αφηγηθεί «Τ’ Όνειρο της Πεντάμορφης». Κι έτσι θα φθάσει μέσα από όλα τα στάδια της αγάπης επιστρέφοντας πια ως την Έκτη Πράξη και τη Νέμεση που διατρέχει τους αιώνες, πανίσχυρη κι ωστόσο λεπταίσθητη όπως δηλώνεται:
«Αυτή η Νέμεση πούχει ριζώσει στη ζωή μας
σαν τον Τροχό αρχαίας Τραγωδίας
στο ίδιο αλώνι μας γυρνά σαν ένας κύκλος
από γενιά σ’ άλλη γενιά σημαδεμένος
μ’ αίμα νεκρών
Μα  ποιος μπορεί για λίγο έξω από την τροχιά του
να σταθεί να σταματήσει
τη φρενιασμένη δρασκελιά της Μοίρας;»
Η ίδια αυτή Νέμεση που σφραγίζει τη ζωή μας και την πορεία τόσων γενιών, οδηγεί μοιραία στην «Αρχαία Σκηνή»:
«Το ίδιο δράμα αιώνες τώρα στη σκηνή
μονάχα τα πρόσωπα που αλλάζουν ρόλους
Κι εμείς το χέρι υψώνουμε σ’ ένα χαιρετισμό
καθώς μακραίνουν οι νεκροί
βαστώντας τη λιγοστή πραμάτεια τους…»
Ακολουθεί «Το Τέλος του Μεταξοσκώληκα» με την υπόσχεση της αιώνιας μεταμόρφωσης αλλά και τον κίνδυνο που ελλοχεύει μέσα στα κουκούλια των πεποιθήσεών μας, καθώς μπορεί να εγκλωβιστούμε μέσα σ’ αυτά χωρίς να το νιώσουμε και όπως οι μεταξοσκώληκες που
«… ετοιμάζονται ν’ αποκτήσουν φτερά Τότε
για να μη τρυπήσουν τα πολύτιμα μεταξένια κουκούλια
οι σηροτρόφοι πνίγουν τις χρυσαλλίδες».
Κι έτσι στην Έβδομη Πράξη και «Στα Δώματα του Αιώνιου» επώδυνα αλλά και δοξαστικά η «Έξοδος» έχει επιτευχθεί. Λυδία λίθος, το «Γράμμα ενός Αυτόχειρα»:
«… Γιατί αγάπησα με μιαν αγάπη όλο ρωγμές
το βήμα μου στεριώνοντας στις παγωμένες σάρες
του ουρανού»
και «Η Προσευχή του Τυφλού», που θα μπορούσε να είναι η προσευχή του καθενός μας:
«Χλωρή ψυχή ήμουν κάποτε όμως τώρα
με πνίξανε τα χρέη της αγάπης…»
Όπως και «Τ’ Όνειρο της Πεντάμορφης» ακριβώς στο όριο ορατών τε και αοράτων’ άλλωστε απ’ εκείνη ξεκίνησαν όλα.
Κι εδώ αξίζει ν’ αναφερθεί πως «Τ’ Όνειρο της Πεντάμορφης» όπως φαίνεται  από τη δεύτερη προμετωπίδα του βιβλίου και τον υπότιτλο[2] που τη συνοδεύει, είναι εμπνευσμένο από «Το Παραμύθι της Πεντάμορφης» του Γιαννούλη Χαλεπά και παραπέμπει στην «Ωραία Κοιμωμένη» (υπάρχει αναφορά και στις σημειώσεις).  Το έργο αυτό, γύψινο πρόπλασμα του 1918, το έφτιαξε ο Γ. Χαλεπάς μετά από τον μακροχρόνιο εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας (δεκατέσσερα χρόνια), γεγονός που αποδεικνύει τον οριακό αγώνα και την αντοχή ενός γνήσιου δημιουργού και συγχρόνως την λυτρωτική δύναμη της Τέχνης του.
Από αυτό το όριο του «Ονείρου» και της Αγάπης ξεκινούν λοιπόν όλα, μαζί και ο ποιητικός Γολγοθάς:
«… Μη με ξυπνάς!
Δεν είναι η Άβυσσος που με τρομάζει
είναι οι βουερές ωκεάνειες ορμές στο στέρνο
η αιφνίδια Ορογένεση μες στην καρδιά μου
καθώς τινάζεται με βία τρομερή ν’ ανοίξει δρόμο
το μάγμα του ρευστού μου πόθου να κυλήσει
να πάρει σχήμα και μορφή στα ρόδινα ιδανικά
νερά του Χρόνου
Μη με ξυπνάς!
Δεν θέλω να επιστρέψω στο τριβείο της ζωής
τόσους νεκρούς να συναντώ στην άλικη καμπή
της μέρας
φοβάμαι την επώδυνη Κοσμογονία- την Ψυχή μου
που πρέπει να διαβεί τον Άδη
με τη γδαρμένη μου ζωή στους ώμους
φοβάμαι το αίμα
μην τύχει και βαρύνει αιφνίδια και ρουφηχτεί
μέσα σε κάποια σκοτεινή απύθμενη Ρωγμή…»
Ακόμα και η ποιητική έξοδος απ’ τον χώρο και το χρόνο, η μεγάλη έξοδος του Καθενός στο Φως, η κοινή έξοδος που κάνει οικουμενικό τον προσωπικό θρήνο, αιώνιο το προσωρινό αίνιγμα του καθενός. Γιατρεύει, εν τέλει, το τραύμα:
«… έξω από το Χρόνο
στην απεραντοσύνη του αιώνιου
δεν θα κομματιάζεται η σκέψη μου πια
πάνω στα βράχια της τρέλας
κι η Απουσία δεν θάναι μια θάλασσα μαρμαρωμένη
ο Τρόμος με τις υλακές τις σκοτεινές φωνές του δεν θάναι
παρά αδιόρατοι μινυρισμοί των ξωτικών πριν ξημερώσει
Άσε με να φύγω μες στ’ όνειρό μου
Νυχτώνει
κανείς δεν έμεινε σ’ αυτό το ερειπωμένο Κοίλο
οι θεατές πήραν τους ίσκιους τους και φύγαν
τελείωσε η παράσταση από χρόνια
ο κύκλος κλείνει
μείναμε μόνοι εγώ κι εσύ ν’ αναζητούμε
έναν προορισμό χαμένο
Άσε με να φύγω
νυχτώνει…»
Η Εύα Μοδινού που πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 2001 με την ποιητική συλλογή «Στιχομυθία» από τις εκδόσεις Ιδεόγραμμα-Εριφύλη και τα έργα της που ακολούθησαν από τον ίδιο εκδοτικό οίκο είναι: «Το Κοίλο της Σιωπής», 2003 και «Εκεί που Τελειώνει…» Πρώτο Τετράδιο & Δεύτερο Τετράδιο 2005, στο καινούργιο της ποιητικό κύκλο «Για πάντα», Εκδόσεις των Φίλων, 2012, κάτι έχει να μας πει με τρόπο σημαντικό, κάτι πολύ σημαντικό: ότι τίποτε δεν τελειώνει και το άρρητο και το άφατο, αν το αξίζει το βλέμμα σου και το αντέχει η ψυχή, είναι «για πάντα».
Από τους πιο ολοκληρωμένους ποιητικούς κύκλους που έχουμε διαβάσει. Η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου γραμμένη με όλα τα συστατικά και τα μέτρα της αρχαίας τραγωδίας’ καθώς και η αιώνια προοπτική: Η κάθαρση της Ποίησης και της Τέχνης.

[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Ευθύνη», τεύχος 20/ Νοέμβριος- Δεκέμβριος 2013]