13/7/10

Το σημειωματάριο του Θεού

Ο προστατευτικός μανδύας των αριθμών...

“Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ” της Γυόκο Ογκάουα. Μετάφραση από τα Ιαπωνικά: Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Εκδ. “Άγρα”, σελ. 304, € 18.50

“Λίγο αφότου άρχισα να πηγαίνω στου καθηγητή ως οικιακή βοηθός μού έγινε σαφές ότι είχε τη συνήθεια, όταν βρισκόταν σε σύγχυση και δεν ήξερε τι να πει, να καταφεύγει αντί για λέξεις σε αριθμούς. Ήταν ο τρόπος που είχε εφεύρει για να επικοινωνεί με τους άλλους. Οι αριθμοί ήταν το δεξί χέρι που έτεινε στον συνομιλητή του αντί χειραψίας και συγχρόνως ο προστατευτικός του μανδύας. Ένας μανδύας τόσο χοντρός και βαρύς που όσο κι αν τον πίεζες δεν μπορούσες να ιχνηλατήσεις τη γραμμή του σώματος, ένας μανδύας που κανείς δεν μπορούσε να τον βγάλει από πάνω του. Όσο τον φορούσε, η ύπαρξή του ήταν ασφαλής”.
Μοναδική στο να αντλεί ποίηση από την καθημερινότητα, μαγεία από την αιώνια επανάληψη, και να αναδεικνύει το θαυμαστό και το αλλόκοτο και στο ελάχιστο, η ιαπωνέζα Γυόκο Ογκάουα ανακαλύπτει με άλλα μάτια και λέξεις και διάθεση την θεική και ποιητική προέλευση των Μαθηματικών. Ακουμπώντας σε επεισόδια ζωής που επιτρέπουν στον καθένα να τα θεωρήσει ως απολύτως εφικτά.
Εκείνος, ένας λαμπρός εξηντάχρονος καθηγητής Μαθηματικών που μετά από ένα ατύχημα διαθέτει πια μια βραχεία μνήμη μόλις ογδόντα λεπτών. Εκείνη, μια ευαίσθητη, ευφυής οικιακή βοηθός με τον δεκάχρονο γιο της. Συναντούνται “τυχαία” - όσο τυχαίο παραμένει το τυχαίο στις ιστορίες της Ογκάουα – στο παράσπιτο μιας έπαυλης που αποτελεί και το σπίτι του καθηγητή, ως η ένατη κατά σειρά οικιακή βοηθός και στο μυθιστόρημα “Ο αγαπημένος μαθηματικός τύπος του καθηγητή”.
Ξανασυστήνονται κάθε πρωί, ξεκινώντας από τα βασικά: τί νούμερο παπούτσια φοράτε, πότε γεννηθήκατε...
Πατώντας στέρεα μονάχα σε αριθμούς, ο Καθηγητής αισθάνεται ασφάλεια. Εξάλλου το μόνο που εξακολουθεί να θυμάται είναι μαθηματικοί τύποι και θεωρήματα, η συνεχής μνήμη του σταματά στο ατύχημα και ακουμπά απολύτως σε αυτά. Τα μοιράζεται μαζί τους, τους φανερώνει την ποίηση, τη μαγεία και τη σοφία τους, τους διδάσκει μέσα από την καθημερινότητα να τα προσεγγίζουν διαισθητικά. Ταυτοχρόνως, συμπληρώνει τα προς το ζην του λύνοντας προβλήματα για διαγωνισμούς με άκρα ταπείνωση, ισχυριζόμενος ότι:
“Εκείνοι που φτιάχνουν τα προβλήματα γνωρίζουν και τις απαντήσεις. Το να λύνει κανείς ένα πρόβλημα του οποίου η λύση υπάρχει εκ των προτέρων είναι λιγάκι σαν να κάνει μια ανάβαση με οδηγό σε ένα βουνό που η κορυφή του είναι ήδη ορατή από κάτω. Η αλήθεια των μαθηματικών κρύβεται διακριτικά, χωρίς να μπορεί να γίνει γνωστή σε κανέναν, στο τέλος ενός δρόμου που όμως δεν είναι δρόμος. Επιπλέον, ο τύπος αυτός δεν είναι αναγκαστικά και μόνο μια κορυφή. Καμιά φορά μπορεί να είναι ένα απόκρημνο φαράγγι ανάμεσα σε δύο βράχια, άλλοτε το βάθος μιας κοιλάδας”.
Ζώντας μαζί του, γίνονται φίλοι του, διαβάζουν αλλιώς τη ζωή, αισθάνονται φιλία και θαλπωρή, προσεγγίζουν το αιώνιο αίνιγμα κι αγγίζουν σχεδόν την αλήθεια παρ' ότι: “Η αιώνια αλήθεια είναι αόρατη, δεν κυβερνιέται από την ύλη, τα φυσικά φαινόμενα ή τις συγκινήσεις. Τα μαθηματικά μπορούν να φωτίσουν αυτό το σχήμα και να το εκφράσουν. Τίποτε δεν μπορεί να τα εμποδίσει”.
Μαζί θα περπατήσουν από τον μαθηματικό τύπο του Όιλερ, μέχρι το Θεώρημα του Φερμά. Θα γοητευθούν από τους τέλειους και τους πρώτους αριθμούς, θα μάθουν να λένε τις λέξεις... ανάποδα, θα αφεθούν στη μαγεία του Ενάτσου, του μπειζμπολ και του νούμερου 28, θα δώσουν υπόσταση στην ανυπαρξία και αξία στην ύπαρξή τους, θ' ανακαλύψουν σε ένα κουτί μπισκότα το παρελθόν και τη μνήμη του Καθηγητή, θα υποδέχονται με άλλα μάτια τη ζωή, κάθε μέρα, κάθε πρωί.
“Είχα πραγματικά ανάγκη να νιώσω πως ένας κόσμος αόρατος στήριζε τον ορατό. Μια ευθεία γραμμή αλήθειας, χωρίς πάχος ούτε επιφάνεια, που εκτείνεται στο άπειρο, διατρυπώντας με μεγαλοπρέπεια τα σκοτάδια. Αυτή η ευθεία μού έφερνε κάποια γαλήνη”.
Θα μάθουν μέσα από τους ουρανούς να διαβάζουν το σημειωματάριο του Θεού:
“Εγώ όμως, ξέρετε, δεν έχω ιδιαίτερη επιθυμία να χαρώ. Το μόνο που έκανα ήταν να ρίξω μια ματιά στο σημειωματάριο του Θεού και να κάνω απλή αντιγραφή...”
Με διάκριση, διακριτικότητα, ταπεινότητα, ευφροσύνη:
“Ναι, ακριβώς, να τις ανακαλύπτω. Όχι να τις εφευρίσκω. Ξεθάβω θεωρήματα που είναι εκεί ήδη πολύ πριν από τη δική μου γέννηση και των οποίων κανείς δεν είχε αντιληφθεί την ύπαρξη. Σαν να αντιγράφω σειρά σειρά την αλήθεια που είναι αποθηκευμένη στο σημειωματάριο του Θεού. Κανείς δεν γνωρίζει πού βρίσκεται αυτό το σημειωματάριο ούτε πότε ανοίγει”.
Θα περάσουν τα δύσκολα, τα όμορφα, θα γιορτάσουν γενέθλια, θα τρομάξουν σε ασθένειες, θα χωρίσουν και θα ξαναβρεθούν, θα μεγαλώσουν κι ο Ρούτ (ο γιος της σαν... τετραγωνική ρίζα) θα σπουδάσει καθηγητής μαθηματικών, θα αποκτήσει νόημα η ζωή διότι θα έχει νόημα ο ένας για τον άλλον...
Μια μαγική ανάγνωση της ζωής μέσα από τη μαγεία και την ποίηση των αριθμών. Ένα βιβλίο σοφό και απολαυστικό και κατευναστικό σαν χάδι θεικό, σαν νανούρισμα για παιδιά που γερνούν κι όλο ψάχνουν. Το μαθηματικό αριθμητάρι – σημειωματάριο του Θεού, της Ζωής, του Άλλου.
Ογκάουα, υπέροχα μαγική.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Η Γυόκο Ογκάουα γεννήθηκε το 1962 στην επαρχία της Οκαγιάμα. Αποφοίτησε το 1984 από το Πανεπιστήμιο Ουασέντα του Τόκυο, όπου σπούδασε λογοτεχνία και τέχνες. Ενώ δούλευε σ ένα ιατρικό Πανεπιστήμιο στην Οκαγιάμα, άρχισε να γράφει νουβέλες. Το 1988 κέρδισε το βραβείο Καϊέν για νέους συγγραφείς με τη νουβέλα της "Όταν σπάζει η πεταλούδα". Η φήμη της μεγάλωσε όταν οι επόμενες δουλειές της - "Ο τέλειος θάλαμος αρρώστων", "Η πισίνα των καταδύσεων", "Το τσάι που δεν κρυώνει" και το "Ημερολόγιο εγκυμοσύνης" - ήταν υποψήφιες η μία μετά την άλλη για το βραβείο Ακουταγκάουα. Το κέρδισε τελικά το 1991, σε ηλικία 29 ετών, για το "Ημερολόγιο εγκυμοσύνης".
Τα αφηγήματα της Ογκάουα χαρακτηρίζουν το βαθύ της ενδιαφέρον για τον κόσμο του πνεύματος -ιδιαίτερα το σημείο συνάντησης των ζωντανών με τους νεκρούς- τα φανταστικά θέματα, ένας αλλόκοτος ερωτισμός και ανομολόγητα συναισθήματα.
Ζει με τον άντρα της και την κόρη της στο Κουράσικι, ιστορική πόλη της επαρχίας Οκαγιάμα.

ΥΓ. Ευγνώμων (για άλλη μια φορά) στον Librofilo που κρατούσε την αναπνοή του σαν το ινδιανάκι μέχρι να την διαβάσω (ε καλά κι εγώ μετά έπεσα με τα μούτρα! Τηλεφωνούσα στις εκδόσεις “πότε θα βγάλετε τον καθηγητή” και “πότε θα βγάλετε τον καθηγητή” ε και τον έβγαλαν!)

12/7/10

Υπάρχουν κι άλλες όψεις αλήθειας εκτός από εκείνη που νομίζουμε πως βλέπουμε. Αλλά δεν θέλουμε να ξέρουμε. Δεν αντέχουμε. Ισως να μην είναι ορατές.

“Ηταν σίγουρος ότι οι καθρέφτες, μπροστά στους οποίους οι γυναίκες στολίζονταν πριν τις φιλήσουν – ή πριν τις δολοφονήσουν-, αποτύπωναν κάτι από το πρόσωπό τους. 'Ομως, σε τούτο τον αδιάφορο κόσμο, κανείς δεν είχε σκεφτεί ν' ασχοληθεί μαζί τους.

“ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ” του Ισμαήλ Κανταρέ. Μετάφραση από τα αλβανικά: Τηλέμαχος Κώτσιας. Εκδ. “Ελληνικά Γράμματα”, σελ. 320, € 18

“Το ερώτημα, τι θα μπορούσαν να ήταν οι δυο κύριοι πρωταγωνιστές, ο Μπεσφόρτ Υ. και η Ροβένα Αγ., προέκυπτε αβίαστα ήδη από το μέσον του φακέλου. Δυο κοινοί άραγε άνθρωποι που έπαιζαν θέατρο, που προσποιούνταν δηλαδή πως ήταν εραστές, σύμφωνα με όλα τα κλισέ, και οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ο πελάτης με την πόρνη του, ή το αντίθετο; δυο εραστές πολυτελείας που, όπως οι αλλοτινοί πρίγκιπες, κυκλοφορούσαν ινκόγκνιτο στην πόλη, σαν κοινοί θνητοί, θέλοντας να κρύψουν τον έρωτά τους, παριστάνοντας εκείνη την πόρνη κι εκείνος τον καρδιοκατακτητή;
Σε μιαν άλλη πιο βαθιά προσέγγιση, ο ερευνητής θεωρούσε ότι ο Μπέσφορτ Υ. και η φίλη του ήταν απλώς δυο άτομα που είχαν παρεκκλίνει από την τάξη των πραγμάτων”...
Στην προκειμένη περίπτωση με μεγίστη δεξιοτεχνία ο Ισμαήλ Κανταρέ υπογράφει ένα μυθιστόρημα που σίγουρα παρεκκλίνει από την τάξη των... ειδών, εφόσον από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει μετά βεβαιότητος αν πρόκειται για μια φλογερή ερωτική ιστορία με μοιραίο τέλος ή για ένα λανθάνον αστυνομικό μυθιστόρημα, εξάλλου ο συγγραφέας μας έχει συνηθίσει σε ένα πάντρεμα ακριβώς των ειδών. Εγκιβωτίζοντας την ιστορία μέσα στην Ιστορία, τον έρωτα και το τυχαίο μέσα στην Πολιτική.
Και φυσικά αναποδογυρίζει ευθύς εξαρχής τα πάντα. Δηλαδή, ξεκινά απ' το τέλος. 'Ενα ταξί στην Αυστρία ξεφεύγοντας από την πορεία, οδηγεί στα τάρταρα και τον θάνατο τους δυο εραστές. Ο επιζήσας οδηγός δε θυμάται παρά το γεγονός ότι “προσπαθούσαν να... φιληθούν” να τον θέτει εκτός πορείας.
Οι ταυτότητες των ηρώων, οδηγούν αναγκαστικά τον ερευνητή και αφηγητή του βιβλίου σε σκέψεις σύνθετες και αινιγματικές:
“Υπάρχουν κι άλλες όψεις της αλήθειας, εκτός από εκείνη που νομίζουμε πως βλέπουμε”, είπε χαμηλόφωνα. “Αλλά δεν τις ξέρουμε. Δεν θέλουμε να τις ξέρουμε. Δεν το αντέχουμε. Ίσως να μην είναι ορατές”.
Και ακολουθώντας τις απαραίτητες αρχετυπικές, κανταρικές αναφορές, επιμένει:
“Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι αρχαίοι υποψιάζονταν πως οι θεοί δεν έδωσαν στους ανθρώπους την υπέρτατη γνώση. Γι' αυτό και συνήθως δεν μπορούμε να διακρίνουμε αυτό που συμβαίνει- είμαστε τυφλοί'.
Για να προσεγγίσει την αλήθεια, καταφεύγει στις μαρτυρίες φίλων, γνωστών. Και συνθέτει το χρονικό ενός έρωτα, με δάνειο την διασωθείσα αλληλογραφία, έτσι ο αναγνώστης διαβάζει εγκιβωτισμένη στην ιστορία και την ερωτική ιστορία των εραστών. Αλλά ο Κανταρέ, αγαπά τα αινίγματα. Εξάλλου και στη ζωή πάντα δεν μένει ένα μισάνοιχτο τέλος; Ανοιχτό στο ενδεχόμενο και στο τυχόν λάθος ανθρώπινο υπολογισμό.
“Τώρα θα μείνει και πάλι μόνος, παρέα με το αίνιγμα των δυο ξένων, τη λύση του οποίου κανείς δεν του την είχε ζητήσει”, θα αποδεχθεί. Ακολουθώντας με τον γρίφο του και την δική του διαδρομή ως το τέλος. Μοναδικός μάρτυρας, ο καθρέφτης, “το πειστήριο”, ε θα τους ζητήσει, λοιπόν, να τον θάψουν μ' αυτόν!
“Ηταν σίγουρος ότι οι καθρέφτες, μπροστά στους οποίους οι γυναίκες στολίζονταν πριν τις φιλήσουν – ή πριν τις δολοφονήσουν-, αποτύπωναν κάτι από το πρόσωπό τους. 'Ομως, σε τούτο τον αδιάφορο κόσμο, κανείς δεν είχε σκεφτεί ν' ασχοληθεί μαζί τους.
Διατηρούσε την ελπίδα πως ό,τι συνέβη στο ταξί που μετέφερε τους δυο εραστές στο αεροδρόμιο, πριν από χίλια χρόνια, θα είχε αφήσει ένα ίχνος, έστω και εντελώς αδιόρατο, στην επιφάνεια του καθρέφτη”...
'Ενα αριστουργηματικό μυθιστόρημα- κομψοτέχνημα, που είναι όλα: ιστορία, έρωτας, κατασκοπεία, αστυνομικός ή υπαρξιακός γρίφος, ψυχολογικό παιχνίδι για γερά νεύρα, σκάκι για παίχτες γερούς, πολιτική, λογική... σπαζοκεφαλιά σαν το θεώρημα του Φερμά ή σαν την εικασία του Γκόλντμπαχ, τόσο φαινομενικά απλή αλλά πάντα, πάντα, για την λύση κάτι θα σου διαφεύγει.
Πολυεπίπεδοι χαρακτήρες, σχιζοφρενικά μεγαλοφυής ο ερευνητής, ερωτική ιστορία σαν κινούμενη άμμος, “έτσι είναι αν έτσι νομίζετε εσείς”, κι ο έρωτας σαν τον Θεό ή σαν την ιδεολογία, μπορεί αλήθεια, αλλά μπορεί και επινόηση. Ίσως ψευδαίσθηση, αλλά μπορεί και όντως ζωή.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο Ισμαήλ Κανταρέ (Ismail Kadare) είναι ένας από τους σημαντικότερους, σύγχρονους, διεθνώς αναγνωρισμένους Αλβανούς συγγραφείς. Γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1936 στο Αργυρόκαστρο της Αλβανίας. Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορικών και Φιλολογικών Σπουδών του Πανεπιστημίου των Τιράνων και στη συνέχεια στο Ινστιτούτο Γκόρκι της Μόσχας.
Οι απόψεις διίστανται ως προς το αν ο συγγραφέας υπήρξε αντιφρονούντας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του κομμουνιστικού καθεστώτος. Κάποια από τα γνωστότερα έργα του, όπως το μυθιστόρημα «Το παλάτι των ονείρων» το οποίο λογοκρίθηκε από την εξουσία, χρησιμοποιούν δυνατούς συμβολισμούς κι έξυπνες αλληγορίες προκειμένου να καταγγείλουν το κλίμα καταπίεσης και ολοκληρωτικής καταπάτησης των πολιτικών δικαιωμάτων που επικρατούσε κατά τη διάρκεια του απολυταρχικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα. Κάποιοι ωστόσο υποστηρίζουν ότι ο Κανταρέ δεν υπήρξε ποτέ αντιφρονούντας. Οι τελευταίοι βασίζουν την άποψή τους στον ισχυρισμό ότι ο συγγραφέας είχε ουσιαστικά την υποστήριξη του Χότζα. Στην πραγματικότητα, έως τη μεταβατική περίοδο που το καθεστώς άρχισε ν' αλλάζει πρόσωπο και να γίνεται αυταρχικό, ο Κανταρέ υπήρξε στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος, έχοντας το προνόμιο να ταξιδεύει σε χώρες του εξωτερικού.
Το 1960 η Αλβανία διακόπτει τις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση και ο συγγραφέας φεύγει από τη Μόσχα κι επιστρέφει στην πατρίδα του. Έχοντας αρχικά συστηθεί στα αλβανικά γράμματα ως ποιητής, το 1963 εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο στρατηγός ενός νεκρού στρατού» με το οποίο καθιερώνεται ως ένας από τους σημαντικότερους Αλβανούς λογοτέχνες της γενιάς του. Από τότε έως τις μέρες μας ο Κανταρέ εξακολουθεί να βρίσκεται ανελλιπώς στην πρωτοπορία της πολιτιστικής ζωής του τόπου του. Κατά τη διάρκεια της τρομοκρατίας που εξαπέλυσε ο Χότζα στους αντιφρονούντες του καθεστώτος, ο συγγραφέας αντιστάθηκε στη σαρωτική επιβολή του ολοκληρωτισμού και τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με την απλότητα, την αμεσότητα και τις δυνατές αλληγορίες της γραφής του. Παράλληλα, υποσκάπτοντας το απολυταρχικό πνεύμα του καθεστώτος, παρέμενε τυπικά στις τάξεις του κόμματος, προκειμένου να μπορεί να εκδίδει ανενόχλητος τα έργα του.
Το 1990, λίγο πριν από την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία, ο Κανταρέ διέφυγε στη Γαλλία αναζητώντας πολιτικό άσυλο, διακηρύσσοντας ότι «η δικτατορία και η αυθεντική λογοτεχνία είναι δύο έννοιες ασυμβίβαστες κι εκ διαμέτρου αντίθετες», καθώς και ότι «ο συγγραφέας είναι από τη φύση του εχθρός της δικτατορίας». Σύντομα ο Κανταρέ αναγνωρίστηκε επισήμως από τον κύκλο των διανοουμένων στη Γαλλία και το εξωτερικό, οι οποίοι εκτίμησαν δεόντως την αξία του συγγραφικού του έργου. Την τελευταία δεκαετία, ο συγγραφέας μοιράζει πλέον το χρόνο του μεταξύ Γαλλίας κι Αλβανίας, έχοντας επιστρέψει στη χώρα του από το 1999, έπειτα από μια μεγάλη περίοδο απουσίας.
Ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα του Ισμαήλ Κανταρέ έχουν εκδοθεί σε περισσότερες από σαράντα χώρες ανά τον κόσμο, ενώ ο ίδιος θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους πεζογράφους του 20ού αιώνα. Το 2005 τιμήθηκε με το πρώτο Διεθνές Βραβείο Μαν Μπούκερ (Man Booker International Prize), ενώ παράλληλα ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Τα κυριότερα μυθιστορήματά του είναι: "Το γεφύρι με τις τρεις κάμαρες", "Το λυκόφως των θεών της στέπας", "Το χρονικό της πέτρινης πόλης", "Τα ταμπούρλα της βροχής", "Το κονσέρτο", “Ρημαγμένος Απρίλης”, "Το τέρας", "Η πυραμίδα", "Ο στρατηγός της στρατιάς των νεκρών", "Ποιος έφερε την Ντορουντίν", "Spiritus", "Φεγγαρόφωτο", "Ο αετός", "Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και άλλες ιστορίες", "Φάκελλος Ο", "Τρία τραγούδια πένθιμα για το Κοσσυφοπέδιο". Επίσης τα δοκίμια: "Αισχύλος ο μεγάλος αδικημένος", "Πρόσκληση στο εργαστήρι του συγγραφέα".

6/7/10

Η νύχτα των Ινδιάνων

“Δεν υπάρχει θάνατος. Μόνο αλλάζει ο κόσμος”

“... Όταν ο τελευταίος ερυθρόδερμος θα έχει εξαφανιστεί από την επιφάνεια αυτής της γης και η ανάμνηση των δικών μου θα έχει γίνει μύθος ανάμεσα στους λευκούς ανθρώπους, αυτές οι όχθες θα μυρμηγκιάζουν από τους αόρατους νεκρούς τη φυλής μου και, όταν τα παιδιά των παιδιών σας θα νομίζουν πως είναι μόνα μέσα στους κάμπους, μέσα στα μαγαζιά, μέσα στα εργαστήρια, στους δρόμους ή στη σιωπή αδιαπέραστων δασών, δεν θα είναι όπως νομίζουν. Σ' όλη τη γη δεν θα υπάρχει μέρος όπου να μπορούν να βρουν τη μοναξιά. Τη νύχτα, όταν στα χωριά μας και στις πόλεις μας θ' απλώνεται σιωπή κι σεις θα τις νομίζετε έρημες, οι δρόμοι θα είναι γεμάτοι από πλήθη νεκρών που θα επιστρέφουν στα ωραία μέρη που κατείχαν άλλοτε και ακόμα συνεχίζουν ν' αγαπούν. Ο λευκός άνθρωπος ποτέ δεν θα είναι μόνος.
Ας είναι δίκαιος λοιπόν ο λευκός άνθρωπος και ας μεταχειριστεί το λαό μου με προσοχή γιατί οι νεκροί δεν έχουν απογυμνωθεί από την εξουσία τους. Οι νεκροί είπα; Δεν υπάρχει θάνατος. Μόνο αλλάζει ο κόσμος”.
Γεννήθηκε το 1788 από μητέρα Duwamish και πατέρα Suqwamish και πέθανε το 1866. Σηάτλ και είναι το πραγματικό όνομα του αρχηγού των Duwamish. Παιδί ακόμα έζησε την άφιξη των πρώτων λευκών εξερευνητών. Η μεγάλη νύχτα των Ινδιάνων άρχιζε και το άνωθεν είναι μικρό απόσπασμα από τον τότε λόγο του που νίκησε χρόνο και θάνατο και έφτασε μέχρις εδώ (“Η νύχτα των Ινδιάνων, ένας λόγος του 1855”, εκδόσεις “Άγρα”, μετάφραση: Αλόη Σιδέρη, στη σειρά “Ο άτακτος λαγός”).
“Ο Σηάτλ ήταν ένας μελαμψός Suqwamish με ρωμαικό παράστημα και μαύρα μαλλιά, ο ωραιότερος Ινδιάνος που έχω δει ποτέ”, “όταν οι Ινδιάνοι Σηάτλ δεν θα υπάρχουν πλέον, ο Αρχηγός τους θα παραμένει στη μνήμη και θα τιμάται από τις ερχόμενες γενιές” (από το ημερολόγιο του χειρουργού της Εταιρείας Hudsin Bay το 1833 και από τον επικήδειο λόγο για τον αρχηγό Σηάτλ που εκφώνησε ο γιος του, στις 7 Ιουνίου του 1866).
Κι ό,τι διαβάσαμε είναι το φως του που έγινε φωτιά για τους ασεβείς. Η ευχή ενός Ινδιάνου που έφτασε πια ως εμάς σαν κατάρα. Επειδή “δεν υπάρχει θάνατος. Μόνο αλλάζει ο κόσμος”. Έτσι όλοι πληρώνουμε τώρα αυτή την αέναη αλλαγή.

5/7/10

“Η πείρα μου με δίδαξε ότι η καλύτερη κρύπτη βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλό μας”, θα μπορούσε και να ήταν έτσι...

“Ο ΦΡΟΥΝΤ ΣΤΟ ΜΑΝΧΑΤΑΝ” του Λυκ Μποσί. Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς. Εκδ. “Καλέντης”, σελ. 447, € 19

“Η ψυχανάλυση είναι θεραπευτική μέθοδος. Δεν είναι για να εξηγεί αινίγματα, ούτε για να βοηθάει στη σύλληψη δολοφόνων. Και δεν μου πέρασα ποτέ από το μυαλό η ιδέα να γίνω αστυνομικός ή δικηγόρος”.
Τάδε έφη Φρόυντ πλην όμως στην συνέχεια του μυθιστορήματος θα αναγκαστεί να το βάλει για τα καλά το... χεράκι του, ή μάλλον την επιστήμη του, θέτοντας στην υπηρεσία της δικαιοσύνης και το περίφημο πια φρουδικό του ντιβάνι.
Ο Λυκ Μποσί, εκμεταλλευόμενος στο έπακρον ένα ιστορικό γεγονός, το φθινόπωρο του 1909 ο Ζίγκμουντ Φρόιντ και ο Καρλ Γιουνγκ επισκέπτονται την Αμερική, με σκοπό τους μια σειρά διαλέξεων στα αμερικανικά πανεπιστήμια για να προωθήσουν την ιδέα της ψυχανάλυσης, στήνει ένα διαστροφικά ευφυές αστυνομικό μυθιστόρημα που περιλαμβάνει τα πάντα: απολαυστικούς ψυχαναλυτικούς διαλόγους και σασπένς, ατμόσφαιρα εποχής και το αμερικανικό αρχιτεκτονικό θαύμα, κλειστά μασονικού τύπου κλαμπ και ψυχαναλυτικές αρχές και τακτικές, ανατροπές, φρουδική θεωρία για τα όνειρα και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, γιουγκική άποψη περί συλλογικού ασυνειδήτου και μνήμης, πολιτική, εξαιρετική συγγραφική αρχιτεκτονική, χιούμορ και τον απόλυτο τρόμο.
Όλα αρχίζουν όταν ένας πλούσιος και διάσημος αρχιτέκτονας δολοφονείται στο σπίτι του στο Μανχάταν. Μοναδική μάρτυρας του φόνου, η μονάκριβη και όμορφη κόρη του η οποία ωστόσο πάσχει από μια ιδιότυπη αμνησία. Την ίδια εποχή, Ζίγκμουντ Φρόιντ και Καρλ Γιουνγκ, καταφθάνουν στην Αμερική με όλα τα μεταξύ τους πάθη, φιλία και διαφορές τους. Και κατά κάποιον τρόπο χωρίς να το επιθυμούν, θα κληθούν να προσφέρουν υπηρεσίες εφαρμόζοντας στη νεαρή γυναίκα τη μέθοδο της ψυχανάλυσης την οποία ο συγγραφέας παρακολουθεί επιστημονικά και ο αναγνώστης απολαμβάνει αναγνωστικά. Ο δε Γιουνγκ θα προσπαθήσει να διεισδύσει στην ψυχή ενός κατά συρροή δολοφόνου. Διότι την ίδια χρονική περίοδο, επιφανείς φίλοι του δολοφονηθέντος αρχιτέκτονα εξαφανίζονται για να βρεθούν νεκροί, δολοφονημένοι τελετουργικά και θαμμένοι στα θεμέλια διαφορετικού ουρανοξύστη της πόλης ο καθένας.
Η μασονία του Κόρντα, μέλη αδελφότητες και οι αρχές της Αλχημίας και των Αλχημιστών, νευρώσεις, συλλογικό ασυνείδητο, συμβολισμός ονείρων, φαντασιώσεις τοκετού, η χρυσή τομή, η έννοια του αχειροποίητου, όλα θα μπουν στο προσκήνιο. Σε ένα μυθιστόρημα υπερπαραγωγή που θα άγγιζε την τελειότητα, εάν δεν ήταν το πρώτο του συγγραφέα, ήτοι δεν επέμενε να βάλει τα πάντα.
Εξαιρετικά συγγραφικά ευρήματα η Γκρέις Κόρντα και η άλλη (η Τζούντιθ η κούκλα της η οποία αναλαμβάνει δράση όταν τα γεγονότα την υπερβαίνουν). Το αρχιτεκτονικό σχέδιο ως ιστός αράχνης και τα χαρακτικά των αλχημιστών που προαναγγέλλουν ή εν είδη αινίγματος εξηγούν κάθε φόνο. Οι προσωπικότητες του Φρόιντ και του Γιουνγκ με στέρεα υλικά σχεδιασμένες και πάνω απ' όλα οι ψυχαναλυτικές μέθοδοι και των δυο, τα κλειδιά που ανοίγουν γρίφους και ξεκλειδώνουν προθέσεις, ψυχές, φόβους και σκοτεινό συνειδητό ή ασυνείδητο. Η βία της αμερικανικής κοινωνίας και η μηδαμινή αξία της ανθρώπινης ζωής. Οι θεατρικού τύπου διάλογοι, το υποδόριο χιούμορ και η συγγραφική αναμφισβήτητα αφηγηματική ευφυία.
Μικρά αποσπάσματα που αποδεικνύουν την μεγάλη προηγηθείσα βιβλιογραφία για τον συγγραφέα:
“Η πείρα μου με δίδαξε”, απάντησε ο Φρόιντ, “ότι η καλύτερη κρύπτη βρίσκεται μέσα στον εγκεφάλό μας. Το ασυνείδητο ιδιαίτερα είναι ένα απαραβίαστο χρηματοκιβώτιο. Δεν καταφέρνουμε ν' αποκτήσουμε κάποια ιδέα γι' αυτά που περιέχει παρά μόνο χάρη στις ανεξέλεγκτες εκδηλώσεις του: τα όνειρα, τα λάθη, τις απροσεξίες, τις αδεξιότητες”.
Και ο Γιουνγκ:
“Αποκλείεται να ήξερε ο Χέρμαν Κόρντα αυτό το μύθο! Αναφέρεται μόνο μια φορά, σ' ένα σπάνιο χειρόγραφο της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης του Βερολίνου. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αυτή η εικόνα του φαλλού του ήλιου είναι ένα πανάρχαιο στοιχείο που το ανθρώπινο πνεύμα αναπαράγει αυθόρμητα ανά τους αιώνες. Με άλλα λόγια, ένας άνθρωπος δεν ανακαλύπτει μια τέτοια εικόνα, την κληρονομεί”.
“Έτσι μπορώ να ερμηνεύσω τώρα το όνειρο που είδα στο υπερωκεάνιο. Το σπίτι στο οποίο διαδραματιζόταν δεν ήταν μια μικροπρεπής αναπαράσταση του εγώ μου. Ήταν μια καθολική εικόνα της ανθρώπινης ιστορίας, όπου κάθε όροφος μας επιτρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός συλλογικού ασυνείδητου, το οποίο αποτελείται από αρχέτυπα και το οποίο μας δομεί στον ίδιο βαθμό με την προσωπική μας διαδρομή!”.
Και όλα αυτά, βεβαίως, είναι και το μεγάλο ατού και κέρδος της λογοτεχνίας.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Λυκ Μποσί γεννήθηκε το 1974 στη Γαλλία.
Εργάζεται στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση ως παραγωγός και σεναριογράφος.
“Ο Φρόυντ στο Μανχάταν” είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε το 2009 και σημείωσε τεράστια εκδοτική επιτυχία.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής