27/5/09

“Κυνικός” με καρδιά-τσουρέκι

Του το είχα σχεδόν απαιτήσει: “εξάλλου κάποιος θα πρέπει και να με συνοδεύει!”
Σαστισμένος μου απάντησε “εντάξει!”
Από σαράντα κύματα η σχέση μας. Έτη και έτη εν θυέλλη και ειρήνη. Με την σπάνια τύχη να διαβάζω πρώτη κάθε δικό του χειρόγραφο. Με το ξάφνιασμα μιας καινούργιας αριστουργηματικής ιστορίας προτού γίνει βιβλίο.
Είκοσι χρονών ήμουν όταν τον γνώρισα. Μεγάλος συγγραφέας, αλλιώτικος, αλλά δεν τον καλοήξεραν τότε οι άλλοι. Τον πίστευα, απίστευτα. Με γιάτρευε αυτό το ανοιχτόκαρδο γέλιο. Γελούσα ακόμα και με τους τσακωμούς μας, καθόλου σπάνιοι. Αγάπησα τις γυναίκες του, κάποιες μάλιστα έμειναν φίλες μου. Υπήρξε για μένα παππούς και μπαμπάς, φίλος αλλά και ώρες- ώρες το γκρινιάρικο, ιδιοφυές παιδί μου. Τον άφηνα να τσαντίζεται και να ξετσαντίζεται. Να μου κλείνει το τηλέφωνο φουρκισμένος και να με παίρνει καπάκι για να ακούσω την βροχούλα στο τζάμι.
Όταν έχασα τον δικό μου, έγραφε το βιβλίο του κι είχε διώξει τους πάντες. Δίναμε ραντεβού στο υπόγειο της “Άγκυρας”, δεν άντεχε άνθρωπο. Ερχόταν για μια αγκαλιά, κρατώντας πότε έναν ελέφαντα και πότε τα μοβ αγαπημένα μου αγριολούλουδα.
Μέσ' στη φιλία μας μεγάλωσα. Τι φυσικότερο λοιπόν από το να του απαιτήσω να είναι μαζί μου όταν πάτησα πια τον... μισό αιώνα!
“Μισός αιώνας άνθρωπος” έγινα, του είπα εκείνη την ημέρα, όταν πρώτος μου τηλεφώνησε. Παλιά διαπίστωση δική του και σκάσαμε στα γέλια.
Το ραντεβού μας, ντάλα απόγευμα Κυριακής κοντά στο σπίτι του. “Δε μου λες, κυρά μου, για νάχουμε καλό ρώτημα, και μέρα μεσημέρι πού θα πάμε?” “Στο σπίτι της Ντόροθυ Σνοτ, στο παιδικό σταθμό, δεν είπαμε?”
Φορούσα κοραλιά, μια ζωή μέσα στα μαύρα, τον είδα να με κοιτάζει ξαφνιασμένος.
“Και ποια είναι η Ντόροθι Σνοτ?” “Μια κάμπια που έχει γίνει πεταλούδα! Την έχουν η Ντανιέλα και ο Γιάννης οι κουμπάροι μου, η μαμά και ο μπαμπάς της νουβαντίτσας της Νεφέλης?”
Φτάνοντας στο σταθμό, έβγαλε και το δώρο μου: Roland Jaccard “Το λεξικό του απόλυτου κυνισμού”,γέλασα. Μέσα στα όμοια- αντίθετά- μας μια ζωή δεθήκαμε.
Το βράδυ κοίταξα και την πρώτη του σελίδα: “Στην απόλυτη φίλη μου”. Έτσουξε η μύτη μου απ' τα δάκρυα. Θυμήθηκα την πρώτη αφιέρωση, σε δικό του βιβλίο: “στην καλύτερη συμπαίχτρια της ζωής μου”.
Φιλία σαν πόκα. Φιλία ακριβώς σαν εμένα: κάμπια που μετά από μισόν αιώνα θέλει να γίνει πεταλούδα.

ΥΓ. Είχε και δυο σελιδοδείκτες μέσα το βιβλίο. Δυο αφορισμοί. Τους αντιγράφω:

ΑΡΓΙΑ
“Αργία μήτηρ πάσης κακίας και κορύφωση πάσης αρετής” Franz Kafka

ΑΥΝΑΝΙΣΜΟΣ
“Ο λόγος για τον οποίο είμαι τόσο καλός στο σεξ, είναι γιατί έχω κάνει πολλή προσωπική εξάσκηση” Woody Allen

Αντιγράφω από τα περιεχόμενα και κάτι που χαρακτηρίζει τη φιλία μας:

ΓΕΛΙΟ
“Πρέπει να γελάς, είσαι δεν είσαι ευτυχισμένος, από φόβο μήπως πεθάνεις δίχως να έχεις γελάσει αρκετά” La Bruyere

ΓΕΛΙΟ
“Εάν σου είναι πλέον αδύνατον να γελάσεις με τον εαυτό σου, τότε ήρθε η ώρα να αρχίσουν να γελούν μαζί σου”. Thomas Szasz

ΒΙΒΛΙΟ:
“Τα βιβλία έχουν τους ίδιους εχθρούς με τους ανθρώπους: τη φωτιά, την υγρασία, την ανοησία, το χρόνο, μα κυρίως το ίδιο το περιεχόμενό τους”. Paul Valery

26/5/09

Όταν το αίμα μετατρέπεται σε φλογοβόλο δύναμη, η λογική γίνεται μια πολύ επίπεδη κατάσταση.

“ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΣΠΙΤΙ” του Martin Gayford, Μετάφραση: Δήμητρα Βελισσάριου, Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 320, e 19.40

“Η διπολική ψύχωση είναι μια τρομερή και συχνά, όπως στην περίπτωση του Βίνσεντ, θανατηφόρος ασθένεια... Εκείνοι όμως που ζουν στην κόψη του ξυραφιού έχουν και την ικανότητα να βλέπουν πιο μακριά. Οι γρήγορες σκέψεις, οι συσχετισμοί μεταξύ πραγμάτων που κανένας άνθρωπος σε κανονική πνευματική κατάσταση δεν μπορεί να κάνει, η οξύτητα των συναισθημάτων και των οδυνών- όλα αποτελούν τα καύσιμα για ένα δημιουργικό ταξίδι. Η παράνοια των καλλιτεχνών δεν είναι απόλυτα μυθική”. Βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, ότι με τον μύθο της ζωής του Βίντσεντ Βαν Γκογκ, όσον αφορά αυτή την άποψη, μπαίνουν τα θεμέλια.
Υπάρχουν εποχές που μοιάζουν με συμπυκνωμένη ζωή, εντός των χρονικών ορίων τους, ανθίζουμε και σκορπιζόμαστε στο χάος. Μια τέτοια χρονική περίοδο, εμπεριέχεται στο βιβλίο του Martin Gayford. Ο τίτλος του, από το σπίτι πια μύθο, “Το κίτρινο σπίτι”. Όπως το διαμόρφωσε στην Άρλ, αρχικά ο Βίντσεντ Βαν Γκογκ για να συστεγάσει την πιο δημιουργική (αλλά και ολέθριά του) εποχή, την εποχή της καλλιτεχνικής του συνύπαρξης με τον Πωλ Γκωγκέν, συμπεριλαμβανόμενης – ως γεγονός αναπόσπαστο- και την κατάρρευση.
Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1888 στην γαλλική επαρχιακή πόλη της Άρλ, συνυπήρχαν κάτω απ' την ίδια στέγη αυτοί οι δυο, δυο άγνωστοι αρχικά. Για να γίνει ο ένας εφαλτήριο έμπνευσης αλλά, ταυτόχρονα, και βατερλό για τον άλλον.
Σε εκείνο το, σχεδόν μυθιστορηματικό, πια “Κίτρινο σπίτι” ζωγράφιζαν τις αυτοπροσωπογραφίες τους και τις καρέκλες τους, ο ένας τον άλλον και την καρέκλα του άλλου, την εποχή και την σπορά όπως την έβλεπαν να αλλάζει χρώματα, τα μπορντέλα και τα καφέ, τις γυναίκες του μπαρ και τις γυναίκες στο σπίτι που επισκέπτονταν κάθε τόσο, τα πορτρέτα ανθρώπων της γειτονιάς, τους περίφημους ήλιους, τον μεταφυσικό σπορέα, την ίδια γυναίκα, την αυτή φύση και το ίδιο πορνείο με διαφορετική τεχνική και από άλλη σκοπιά. Κι ο συγγραφέας συλλαμβάνοντας αυτή την εξαιρετική συγκυρία όπου όταν “δυο προσωπικότητες συναντούνται, μεταλλάσσονται κι οι δυο” κατά τον Γιουνγκ, υπογράφει αυτή την περίεργη διπλή βιογραφία. “Το απόλυτο πορτρέτο” της κοινής καλλιτεχνικής τους ζωής, φωτίζοντας τις έντονες διαφορές τους και, πάνω απ' όλα, του Βαν Γκογκ την ταραγμένη ιδιοφυία:
“ Προς τα τέλη του Δεκεμβρίου, ο Βίνσεντ μάλλον έπινε πιο πολύ απ' ό,τι συνήθως, ενώ δούλευε χωρίς σταματημό για αρκετές εβδομάδες. Τον προηγούμενο μήνα είχε ζωγραφίσει είκοσι πέντε πίνακες, αρκετοί από τους οποίους συγκαταλέγονται στους καλύτερους που ζωγράφισε ποτέ”.
Έπινε, δούλευε μανιακά και έτρεμε μήπως και ο Γκωγκέν τον εγκαταλείψει. Προσπαθώντας μέσα από τα Ηλιοτρόπια και τον Σπορέα του να προσεγγίσει τ' απόλυτο, να νικήσει το ανίκητο, να προσεγγίσει μια τέχνη παραμυθητική, ιαματική:
“Αυτό ήταν αναμφίβολα ό,τι ήθελε και ο Βίνσεντ να καταφέρει με τη ζωγραφική του: να ανακαλύψει στην τέχνη μια δύναμη ισχυρότερη από τον νευρωτικό του χαρακτήρα”.
Αλλά κι εκείνο που ομολογούσε άμεσα στον Γκωγκέν:
“Α, καλέ μου φίλε, το να επιτύχει κάποιος στη ζωγραφική αυτό που επιτυγχάνει η μουσική του Μπερλιόζ και του Βάγκνερ... μια τέχνη πού προσφέρει παρηγοριά στους πονεμένους! Υπάρχουν ελάχιστοι που το νοιώθουν αυτό όπως εσύ κι εγώ!!”
Μια διπλή ιστορία απρόσμενη και γοητευτική, που γεφυρώνει την ιστορία της τέχνης με το ψυχολογικό θρίλερ. Με χρώματα, ήχους και με σιωπές, με σκέψεις, φιλία, ασυνήθιστες εξάρσεις και τρόμους. Αποτελώντας ταυτόχρονα και μια καλλιτεχνική τοιχογραφία μιας άκρως ενδιαφέρουσας εποχής. Σκιαγραφώντας αριστοτεχνικά μια ιδιάζουσα φιλία, ακτινογραφώντας μια καλλιτεχνική ιδιοφυία, αγγίζοντας με δέος και σεβασμό έως και αυτόν τον σοκαριστικό, ακόμα ανεξήγητο ακρωτηριασμό (πρόσφατα γράφτηκε ότι ο απόλυτος αίτιος ήταν ο Γκωγκέν, αλλά ποιος είναι εκείνος που με βεβαιότητα μπορεί να το ξέρει).
Με ένθετα έργα για τα ίδια θέματα και της ίδιας εποχής και των δυο, με λεπτομέρειες συγκατοίκησης απίστευτα διαφωτιστικές, με κριτική ματιά επάνω στο έργο αλλά και στην ιδιόμορφη τρέλα. Με την απορία διάχυτη και αναπάντεχη, εξάλλου τα ζητήματα ζωής και τέχνης, αξεδιάλυτα και πάντοτε μόνον υποθετικά, μόνον η ερώτηση, άλλωστε η απάντηση δεν δόθηκε ποτέ μέσα στον χρόνο:
“Αν λοιπόν ο Βίνσεντ είχε εξεταστεί απ' τους γιατρούς μετά από έναν αιώνα, θα υπήρχε έτοιμη διάγνωση. Θα υπήρχε επίσης και θεραπεία. Στα μέσα του εικοστού αιώνα ανακαλύφθηκε πως οι απότομες εναλλαγές της διάθεσης μπορούν να ελεγχθούν με φάρμακα, όπως το λίθιο. Θα δεχόταν, όμως, ο Βίνσεντ μια τέτοια θεραπεία;
Η ερώτηση δεν είναι ρητορική. Τα χάπια θα μείωναν τον ψυχικό του πόνο, αλλά πολλοί διπολικοί συγγραφείς και καλλιτέχνες που έκαναν την θεραπεία, γρήγορα τη σταμάτησαν. Τους έλειπε η έξαψη των “ανεβασμένων” συναισθημάτων όπως το έθεσε ο Hugo Wolf, ένας ακόμη παθών-, όταν “το αίμα μετατρέπεται σε φλογοβόλο δύναμη”. Η λογική ήταν γι' αυτούς μια πολύ επίπεδη κατάσταση”.
Διπλή βιογραφία και βιβλίο τέχνης συνάμα που διαβάζεται με κομμένη ανάσα. Ένα αφήγημα που εξακολουθεί να μας παραξενεύει και να μας καθηλώνει, παρότι όλοι γνωρίζουμε εξ αρχής, το αναπόδραστο τέλος. Μια χρονική περίοδος σε εξέλιξη, τελικά. Σαν την ιστορία της ίδιας της Τέχνης.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο Martin Gayford υπήρξε κριτικός Τέχνης στις εφημερίδες Spectator και Sunday Telegraph.
Σήμερα διατηρεί τη θέση του Διευθυντή Κριτικών Τέχνης στις εκδόσεις Bloomberg.
Έχει συνεργαστεί σε πολλούς καταλόγους εκθέσεων για την Tate Gallery, την Hayward Gallery, την Courtauld Gallery και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού.
Ζει στο Κέιμπριτζ με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά τους.

ΥΓ. Φαντάζεστε το σοκ και τον ενθουσιασμό μου όταν συνειδητοποίησα ότι το νεοδιαμορφωθέν σπίτι μου είναι σχεδόν το... κίτρινο σπίτι του Βαν Γκογκ? Και θα το... κιτρινίσω κι άλλο! (ναι, σιγά τ' αυτί!)

20/5/09

Τα εύθραυστα εκείνα που αντέχουν στον χρόνο


“ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ”

Οπισθόφυλλο:

Επιστρέφει. Μετά από χιλιάδες χρόνια περιήγησης. Στο πατρικό της. Για να βρει «τα εύθραυστα εκείνα που αντέχουν στο χρόνο». Να θυμηθεί, επειδή «όταν ξεχνάς συγχωρείς». Μα πάνω απ’ όλα, για να μπορέσει να καταλάβει. Γιατί σε ένα πεπερασμένο σύμπαν να επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή. Και για να ξανανέβει τη σκάλα. Στο σπίτι εκείνο που ευνοεί τον ολέθριο έρωτα και γεννά το κακό. Να ξανασπάσει τον εαυτό της σαν κούκλα, ανεβαίνοντας πάλι και πάλι. Να κάνει ανάσταση με όλους τους ζώντες και τους νεκρούς, ανεβαίνοντας αυτή τη φορά τον δικό της Γολγοθά, να μπει στο παλιό ρημαγμένο τους κήπο για να τον γεμίσει πασχαλιές και ζουμπούλια.
Μια ιστορία αυτογνωσίας και αναζήτησης με μια σύγχρονη Αλίκη στη χώρα των παιδικών της χρόνων. Με τον χωροχρόνο ως κάτοπτρο πεπρωμένου να κάνει τα παιχνίδια του. Το αποτέλεσμα, μια ιστορία εσωτερικού δρόμου και ενιαίου χρόνου. «Το Χθες είναι Τώρα» και η Σαβίνα σ’ εκείνο το ρημαγμένο σπίτι, το γνωρίζει καλά. Διότι η Σαβίνα σ’ αυτό το σπίτι «πλήθος είναι», γίνεται «οι άλλοι». Ούτε ουράνια, ούτε γήινη. Και ουράνια και γήινη. Ούτε θνητή, ούτε αθάνατη. Και θνητή και αθάνατη. Γίνεται άλεφ. Όπως όλοι.


Όταν ξεχνάς, συγχωρείς.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ – ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

Βιογραφικό:

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Είναι υπεύθυνη των σελίδων βιβλίου στο «Έθνος της Κυριακής» και της ελληνικής πεζογραφίας και της ποίησης στις εκδόσεις «Άγκυρα». Έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι και τη συνέντευξη. Έχουν κυκλοφορήσει 25 βιβλία της. Το «Πλήθος Είμαι» ολοκληρώνει μια άτυπη τετραλογία και είναι το ενδέκατο μυθιστόρημα.
 
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
 
ΠΟΙΗΣΗ:
«Σηματοδότες», 1984
«Δρασκελιές», Θεωρία, 1988
«22 χρωματικές μεταμφιέσεις και 11 αιρετικά ποιήματα», Δωδώνη, 1992
«Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα», Φιλιππότη, 1996
«Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι», Φιλιππότη, 1997
«Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα», Φιλιππότη, 1998
«Θόλωσα, θύελλα, θάμβος, θυμήθηκα», Άγκυρα, 2000
«Άβυσσος, άλγος, άλμα, αρχίζω» Άγκυρα, 2002
«Εν αταξίαις άτακτοι όντες» Άγκυρα, 2006
«Το γράμμα που λείπει» (υπό έκδοση)
 
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:
«Όνειρα από Toplexil», Φιλιππότη, 1997
«Εάν ο Καρυωτάκης παντρευότανε την Πολυδούρη», 1998
«Μια καρδιά στο στομάχι» (υπό έκδοση)
 
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ:
«Αλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου;», Φιλιππότη, 1996
«Αναζητώντας τη Μαρία», Άγκυρα, 1998
«Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;», Άγκυρα, 1999
«Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου», Άγκυρα, 2001
«Το αίνιγμα του Άλλου», Άγκυρα, 2003
«Οι κούκλες δεν κλαίνε», Άγκυρα, 2004
«Χαίρε, παραμύθι μου», Άγκυρα, 2005
«Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς», Άγκυρα, 2006
«Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», Άγκυρα, 2007
«Υγρός Χρόνος», Άγκυρα, 2008
«Πλήθος Είμαι», Άγκυρα, 2009
 
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ:
«Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», Φιλιππότη, 1998
«Άρον, άρον εγέννετο αύριο» (υπό έκδοση)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ:
«Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα», Άγκυρα, 2007
«Η Νεφέλη στο Νησί του Παντός» (υπό έκδοση)

ΥΓ. Θα ρθει κι αυτό. Μαζί με τα χρόνια. Αύριο, μεθαύριο... Στο τέλος του μήνα... Ξαναμαζεύοντας τα σπασμένα, πάλι και πάλι. Καινούργια, ελπίζω, αυτή τη φορά. Αλλά και τόσο παλιά. Αφού αυτή είμαι. Τώρα πια άλεφ αλλά και οι άλλοι. Προ πάντων οι άλλοι. Από επιθυμία, όμως. Και όχι από ανάγκη, όπως παλιά. Κάτι θα λείπει. Θα περισσέψει άλλο. Πού να μαζέψεις τα χίλια κομματάκια σου που άλλα γνωρίζεις και άλλα αγνοείς. Αλλά στο μέλλον πια δεν θα φοβάμαι. Με οδηγεί η Νεφέλη.

ΥΓ2: Η υπέροχη φωτό του εξωφύλλου που όλοι ρωτάτε, είναι ενός πολυαγαπημένου παιδιού. Της Χαράς Μπιρμπίλη- Παπαδημητρίου. Σπάνια ατμόσφαιρα κι ευαισθησία, απίθανα ταλαντούχο παιδί. Η κόρη της φίλης μου που αισθάνομαι κόρη μου. Για τα ιδιαίτερα εξώφυλλά της και για το καινούργιο μου πρόσωπο στις νέες φωτογραφίες, πολύ την ευχαριστώ. Κι όλους εσάς, για την φιλία και την αγάπη σας.

18/5/09

Πρέπει να λησμονήσεις τα πάντα, για να μπορέσεις να τα ξαναδείς

“ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ” του Μιχάλη Μοδινού. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 371, e 16

“Συμφωνώ μ' εκείνη τη ρήση του Σεζάν, πως πρέπει να λησμονήσεις τα πάντα για να μπορέσεις να τα ξαναδείς. Κατά κάποιο τρόπο, η ζωή σε βοηθάει σ' αυτό. Αρκεί να έχεις το προνόμιο της επιστροφής, ώστε αυτό το “ξανά” ν' αποκτάει την πραγματική του υπόσταση. Κάτι σαν αιώνια επιστροφή, αυτό μας χρειάζεται. Εντούτοις, είναι κουραστικό ν' αποφλοιώνεις τα αντικείμενα από τις στρώσεις της ιστορικής σκόνης, στην προσπάθειά σου ν' αποκαλύψεις την πρωταρχική ουσία τους, δηλαδή το πώς πρωτοεκτέθηκαν στα μάτια σου. Εντέλει, ίσως είναι και ανέφικτο. Ειδικά αν έχεις έλθει κι επανέλθει σ' έναν τόπο, διαδοχικά στρώματα σκουριάς θα έχουν καταφάει το αρχικό αντικείμενο. Σκουριά της ψυχής- κάποιος ποιητής το 'λεγε αυτό ή μήπως είναι μια από τις έσχατες ονειροφαντασίες μου; Εντέλει, πολλά απ' όσα αγαπούμε είναι οριστικά θαμμένα- σ' ό,τι αφορά το τοπίο, τουλάχιστον – κάτω από την ταφόπλακα της προόδου. Μια αρχαιολογία της ανάπτυξης μας χρειάζεται- θα συμφωνήσω εδώ μ' εκείνον τον Βόλφρανγκ Σαχς-, κι αν ήμουν νεότερος, θ' ανέσκαπτα συστηματικά το τοπίο της υλικής μας ευμάρειας. Όμως, ποτέ δεν είναι αργά”.
Απ' ότι αποδεικνύεται, ούτε και για τον βετεράνο αρχαιολόγο Απόστολο Ζήρα που επιστρέφει, είναι αργά. Στο προγονικό του σπίτι, στο νότιο Πήλιο, εκεί όπου περνούσε τα καλοκαίρια όταν ήτανε παιδί. Τώρα, τσαλακωμένος και μόνος, με τη γυναίκα του νεκρή, σε σχέση κακή με το γιο του, και τη δημόσια εικόνα του κατακερματισμένη κι αυτή.
Για να την ανασυνθέσει, όχι τόσο την δημόσια πια αλλά την εσωτερική και την προσωπική, θα χρειαστεί εκτός από του να επιστρέψει και το να ξαναθυμηθεί: τον έρωτά του για την Έλενα, την ερωτική του σχέση με την μητέρα της την κυρία Μακρή, τον κοσμοπολίτη θείο του και τα όσα του έμαθε, την ιστορία της χώρας, του τόπου, την δική του ανθρώπινη περιπέτεια και την από αδιαφορία; λάθος εκτίμηση; ανατρεπτική του διαδρομή.
Η αφηγηματική τεχνική, παίζει ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, από το “εγώ πώς αισθάνομαι” και το “πώς με βλέπουν αυτοί”. Κινείται με άνεση ανάμεσα στο παρελθόντα και στον παρόντα χρόνο και προσδίδει σε ό,τι πέρασε όλη τη σοφία της σύγχρονης οπτικής ματιάς. Ακολουθεί όλες τις αλλαγές και ξεφλουδίζει τη σκουριά του χρόνου, αναζητά τα αίτια κάθε λάθους και της όποιας καταστροφής: ιστορικό λάθος και συγκυρία, οικολογική καταστροφή και αδιαφορία, αρχαιολογική ζημιά και ολιγωρία, ψευδαισθησιακή εικόνα των ΜΜΕ. Αλλά πάνω απ' όλα, και εν μέσω μιας άγριας καθημερινότητας, όπου στο ειδυλλιακό τοπίο των παιδικών του χρόνων ένα μετέπειτα λάθος τον ακολουθεί με προεκτάσεις καταστροφικές, η αναζήτηση της χαμένης ή κατακερματισμένης ταυτότητας και του χαμένου παράδεισου, η αέναη επιστροφή στο πιο δικό μας και αληθινό. Με τρόπο ατμοσφαιρικό, τρυφερό, αυτοσαρκαστικό κι ανθρώπινο. Μέσα από το σπίτι που ανασταίνεται, τις βόλτες και την άνοιξη σ' αυτή καθ' εαυτή τη φύση και το χωριό. Την ανάσταση του τόπου και την προσωπική του ανάσταση μετά από την δημόσια σταύρωση (τον σταυρικό θάνατο στην εποχή μας αναλαμβάνει η ΤV), μέσα από τη φυσική συνέχειά του, τον εγγονό του και μια γυναίκα, την τελευταία του σύντροφο, μια αλλοδαπή που συναντά εκεί.
Ενα μυθιστόρημα που μέσα από την περιπέτεια του ενός, αναφέρεται σε όλη την ανθρώπινη περιπέτεια, με διάθεση να τα πει όλα, να ρίξει παντού φως. Με γοητευτικό τον αντιφατικό κεντρικό χαρακτήρα και με τους δεύτερους χαρακτήρες σκιαγραφημένους εξαιρετικά (ουδείς απολύτως καλός ή κακός). Με ενδιαφέροντες διαλόγους και μια υπέροχη φύση που σχεδόν πρωταγωνιστεί. Με φιλοσοφικό στοχασμό επάνω στην ζωή, τη φύση, τον έρωτα, τη μοναξιά και τον θάνατο. Με απόλυτη αποδοχή που χαρίζει αυτή η σοφή και αποκαλυπτική επιστροφή. Διότι, όπως, θα πει ο ήρωας στην κουβέντα με τον σκύλο του: “Ο κόσμος θα συνεχίσει και χωρίς εμάς, Μάγκα. Προς το παρόν, πάντως, συνεχίζει μαζί μας. Δε γνωρίζουμε το τέλος- αν το γνωρίζαμε, δεν θα 'χαμε ξεκινήσει ποτέ αυτό το ταξίδι. Εντέλει, δε θ' απομείνει παρά η μεγάλη ιστορία της φύσης να θυμίζει τη δική μας παράλληλη ιστορία, μια φτωχή και αποτυχημένη απομίμηση. Ας κοιμηθούμε τώρα, ας ονειρευτούμε τα μεγάλα ποτάμια να βρυχώνται στις βαθιές χαράδρες και να σμίγουν και να ξεκολλάνε βράχια και να τα βάζουν με τη θάλασσα και τον άνεμο που λυσσομανάει, γιατί αυτές είναι οι πραγματικές μάχες. Ας ονειρευτούμε σαν παιδιά, γιατί τα παιδικά όνειρα είναι καλά όνειρα, κι αν δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, χαίρομαι που τα 'χω κάνει. Βλέπεις, οι δικές μας μάχες είναι άνανδρες και, σε τελευταία ανάλυση, ασήμαντες”.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950.
Έζησε, δούλεψε και ταξίδεψε στις πέντε ηπείρους ως ερευνητής και συνεργάτης διεθνών οργανισμών.
Ιδρυτής και εκδότης της “Νέας Οικολογίας”, είναι συγγραφέας πολυάριθμων θεωρητικών έργων γύρω από την αναπτυξιακή διαδικασία και την οικολογική προβληματική με γεωγραφική, περιηγητική και λογοτεχνική ματιά.
Υπήρξε από τα πρώτα ενεργά στελέχη του οικολογικού κινήματος και υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων το 1990. Διετέλεσε Πρόεδρος του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών και του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος.
Δίδαξε σε ακαδημαικά ιδρύματα ανά τον κόσμο. Από το 1994 ως το 1999 διηύθυνε την ελληνική έκδοση της “Κατάστασης του Πλανήτη” σε συνεργασία με το Ινστιτούτο World Watch, ενώ από το 1998 διοργανώνει, σε συνεργασία με τον Ηλία Ευθυμιόπουλο, το Θερινό Οικολογικό Πανεπιστήμιο, προιόν του οποίου είναι δέκα συλλογικοί τόμοι.
Κυριότερα έργα του είναι:
“Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς” (1986),
“Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο” (1988),
“Τοπογραφίες” (1990),
“Πού βαδίζει ο κόσμος?(επιμ) (1992),
“Το παιχνίδι της ανάπτυξης” (1993),
“Η αρχαιολογία της ανάπτυξης: Πράσινες προοπτικές” (1996),
“Η οικογεωγραφία της Μεσογείου” (επιμ), (2001),
“Οι δρόμοι της αειφορίας” (επιμ) (2004).
Από τις Εκδόσεις “Καστανιώτη” κυκλοφόρησε το 2005 το μυθιστόρημά του “Χρυσή Ακτή” και το 2007 το μυθιστόρημα “Ο Μεγάλος Αμπάι”.

ΥΓ. Δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής.
Κι εγώ, επέστρεψα, ναι?

13/5/09

Τα όρια της γλώσσας, τα όρια του κόσμου...

«Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» του Κώστα Αρκουδέα, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 573, e 20.

«Αν όντως υπάρχει Θεός, δε θα διαλέξει ένα δάσος για ν’ αφήσει τα ίχνη του, γιατί το δάσος μπορεί να καεί. Δεν θ’ αφήσει τα ίχνη του στις φλόγες, στον άνεμο ή στο νερό, γιατί ο χρόνος θα τα αλλάξει, θα τα κάνει αγνώριστα. Ο Θεός δε θα χρησιμοποιήσει λέξεις ή έννοιες, γιατί κάθε λέξη ή έννοια δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά μόνο σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο. Αν ο Θεός θέλει ν’ αφήσει κάπου τα ίχνη του, θα τα αφήσει σε κάτι αιώνιο κι απαράλλαχτο: στην εξαίσια αφαιρετικότητα της μαθηματικής γλώσσας».
«Ο αριθμός του Θεού» είναι ένα βιβλίο με πολλαπλά πρόσωπα, το «σκληρό» του πρόσωπο το δείχνει στην πρώτη κιόλας σελίδα. Μια ομάδα παιδιών, βασανίζει ανελέητα ένα παιδάκι αλλιώτικο. Ο ιδιοφυής Τζόναθαν όσον αφορά τα μαθηματικά, ιαπωνικής καταγωγής, βασανίζεται από του αμερικανούς νταήδες μέχρι αναπηρίας.
Το σκηνικό στο μεταξύ αλλάζει αυτομάτως, γίνεται χρόνια μετά στο ΜΙΤ της Βοστόνης, όπου οι ερευνητές Ραλφ Άντερχιλ, Χένρυ Σάλμαν και Νέιθαν Λονγκ, έχουν τελειώσει την ανάπτυξη του μοριακού υπολογιστή και ήδη του θέτουν μαθηματικά προβλήματα δοκιμάζοντας πολύπλοκους αλγόριθμους. Τους ενώνει η έρευνα και τους χωρίζουν πολλά, πρώτα απ’ όλα η Έμιλυ. Τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν πριν από χρόνια θα φάνταζαν επιστημονική φαντασία. Ο Ράλφ περιμένοντας την Έμιλυ βλέπει τον Χένρυ αιμόφυρτο, στον υπολογιστή του εργαστηρίου έχει εμφανιστεί ο επόμενος Μεγάλος Πρώτος Αριθμός και ο μόνος που απομένει για να τον επεξεργαστεί είναι ο Νέιθαν. Ο Χένρυ που όλα δείχνουν ότι σε κάποιους προσπάθησε να το πουλήσει, βρίσκεται σε κίνδυνο στο νοσοκομείο, ο Ραλφ με την Έμιλυ εξαφανίζονται με τον αριθμό και την απόδειξη ανά χείρας ενώ πίσω τους ακολουθεί πανικός. Ο Μεγάλος Πρώτος αριθμός ο οποίος παραδόξως αποτελείται από τα ψηφία 4 και 7, φαίνεται να έχει δομή κι ένα κρυμμένο μήνυμα μιας ανώτερης οντότητας ή του Θεού αυτοπροσώπως για τον κόσμο.
Κατά έναν περίεργο τρόπο την ίδια εποχή ο πλανήτης δοκιμάζεται από αλλόκοτα φυσικά φαινόμενα. Ως είναι φυσικό, οι πάντες (και τα πάντα) κινούνται γύρω από εκείνον τον αριθμό, πανεπιστημιακά κέντρα, μυστικές υπηρεσίες κι ένας άκρως φιλόδοξος, αριβίστας δημοσιογράφος. Η είδηση κάνει τον γύρο της γης, και οι πάντες ή περιμένουν την ώρα της Κρίσης ή προσπαθούν να λύσουν τον γρίφο: του αριθμού, της ανθρώπινης ύπαρξης, του Θεού, του παρελθόντος, του εαυτού τους.
Όλα μοιάζουν με σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Τις περισσότερες πιθανότητες διαθέτει ο ιδιοφυής Νέιθαν, ο οποίος χειρίζεται και τον μοναδικό υπολογιστή (έργο του) με υπεράνθρωπες δυνατότητες. Παρ’ όλα αυτά, τον γρίφο θα λύσει ο Ραλφ και ο ιδιοφυής Νέιθαν θα γνωρίσει την απόλυτη άνοδο και πτώση.
Ένα βιβλίο που ως παλίμψηστο είναι ταυτόχρονα μαθηματικό μυθιστόρημα, ιστορία επιστημονικής φαντασίας, ψυχολογικό θρίλερ, το πορτρέτο μιας μεγαλοφυίας, το χρονικό μιας μαζικής υστερίας, η τοιχογραφία της σύγχρονης κοινωνικής μας παράνοιας κι απληστίας.
Με αντιφατικούς και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, κινηματογραφική δράση, αφηγηματικούς τρόπους πολλούς: τριτοπρόσωπες, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, θεατρικούς διαλόγους, σχόλια σε ιστοσελίδες… Στις σελίδες του, μαθηματικά θεωρήματα, φιλοσοφικές και θεολογικές θεωρίες και δοξασίες, παγκόσμια λογοτεχνία και η Κόλαση του Δάντη, σε σημείο- κλειδί. Έτσι ενώ «όλα ξεκίνησαν απ’ το μήνυμα στον αριθμό, ένα μήνυμα που φέρνει τον άνθρωπο μπρος το ανείπωτο και το απερίγραπτο. Μπρος στη μοίρα του και στον προορισμό του», «η ζαριά που καταλύει το τυχαίο», από την άβυσσο του ανθρώπινου νου ξεκινά, καταστρέφοντας τον ίδιο τον μεγαλοφυή παίχτη.
Ένα χορταστικό, απολαυστικό μυθιστόρημα, που διαβάζεται με κομμένη ανάσα κι απεικονίζει το αδιέξοδο και τις πανανθρώπινες, αρχετυπικές ανάγκες μας, τα διλήμματα που εξακολουθούν βασανιστικά να μην έχουν σταθερές απαντήσεις. Το αίνιγμα της ύπαρξης που για τον καθένα μας, διαφορετικά λύνεται. Διότι μπορεί αφ’ ενός μεν «Μέρα με τη μέρα, να μαθαίνουμε πόσο παράξενος είναι στ’ αλήθεια αυτός ο κόσμος» (Ρόμπερτ Οπενχάιμερ), αλλά αφ’ ετέρου και «Τα όρια της γλώσσας μου προσδιορίζουν και τα όρια του κόσμου μου» (Λούντβιχ Βιτγκεστάιν). Και ο συγγραφέας με αριστοτεχνικά… μαθηματικά, το αποδεικνύει αυτό. «Ο αριθμός του Θεού» του είναι «Ο αριθμός του ανθρώπου».


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Κώστας Αρκουδέας εμφανίστηκε στη λογοτεχνία σε ηλικία είκοσι οχτώ ετών με τη συλλογή διηγημάτων «Άσ’ τον Μπομπ Μάρλευ να περιμένει». Η παρουσία του έκτοτε είναι συνεχής, με διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
Στο μυθιστόρημά του «Ο αριθμός του Θεού» καταγράφει την άνοδο και την πτώση μιας ιδιοφυίας στη σύγχρονη εποχή.
Εργογραφία: Διηγήματα:
«Άσ’ τον Μπομπ Μάρλευ να περιμένει» (1986).
«Όλες οι μέρες Κυριακή» (2000),
«Ο τρίτος πελάτης», συμμετοχή (2003).
Νουβέλες:
«Και πρόσεχε να μην πετρώσεις» (1996),
«Αναζητώντας την ιδανική γυναίκα» (2002).
Μυθιστορήματα:
«Η πόλη με τα χίλια πρόσωπα» (1987),
«Το τραγούδι των τροπικών» (1988, 1995),
«Το παλιό δέρμα του φιδιού» (1992),
«Τα κατά Αιγαίον πάθη» (1994),
«Ποτέ τον ίδιο δρόμο» (1999),
«Ο πειρατής» (2003)
«Ο Μεγαλέξανδρος και η σκιά του» (2004),
«Ο αριθμός του Θεού» (2008).

Δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής.

11/5/09

Κάποιος να με πιστέψει (για να μπορέσω ν' ανθίσω)

«ΔΥΟ ΖΩΕΣ: ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ ΚΑΙ ΑΛΙΣ» της Τζάνετ Μάλκομ, Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης, Εκδ. «Scripta», σελ. 165, τιμή: 16 ευρώ.

«Η Στάιν και η Τόκλας είναι στο έλεος των χωρικών, που θα μπορούσαν οποιαδήποτε στιγμή να τις καταδώσουν ως Αμερικανίδες και Εβραίες. Αλλά οι χωρικοί δεν το κάνουν ποτέ αυτό- προφανώς είναι τόσο ερωτευμένοι με την Στάιν όσο και οι στρατιώτες στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που έβαζαν μπροστά το αυτοκίνητό της και άλλαζαν τα λάστιχά της». Το πορτρέτο του θρυλικού ζεύγους που η κοινή τους ζωή φάνταζε και ήταν το πιο ενδιαφέρον, τελικά, μυθιστόρημα, σκιαγραφεί με όλες τις αντιφάσεις του, η συγγραφέας και βιογράφος. Αρχίζοντας κιόλας αντιφατικά από τα… αντιφατικά: πώς δυο ηλικιωμένες εβραίες λεσβίες είχαν γλιτώσει από τους ναζί; Πώς έφτασαν να γίνουν αχώριστες μια από τις κυριότερες εκπροσώπους του μοντερνισμού, η Γερτρούδη Στάιν, με την Άλις Μπ. Τόκλας την οποία αρχικά περιφρονούσε; Ποια από τις δύο εξουσίαζε τη σχέση τους και πώς η «λεπτή, άσχημη, σφιγμένη, ξινισμένη» Άλις Μπ. Τόκλας, καθυπόταξε την Γερτρούδη Στράιν «που η γοητεία της ήταν τόσο έκδηλη όσο και το πάχος της»;
Δεδομένου του ότι «η αστάθεια της ανθρώπινης γνώσης είναι μια από τις ελάχιστες βεβαιότητες», έτσι πορεύεται στο βιβλίο της η Τζάνετ Μάλκομ, σαν την Γερτρούδη Στάιν στη λογοτεχνία, καταρρίπτοντας διαρκώς εκείνες τις βεβαιότητες.
Προχωρώντας ταυτοχρόνως διττά. Βαδίζοντας με την ίδια αντιφατικότητα, στη ζωή και στο έργο της. Επιτρέποντας στο ίδιο το έργο να αποκαλύψει πτυχές της προσωπικής και συντροφικής ζωής της. Έτσι σε πρώτο πλάνο θέτει το «Βιβλίο μαγειρικής» της Άλις Μπ. Τόκλας, διαπιστώνοντας ότι «αναπαύεται κι αυτό σ’ ένα λουτρό αναμνήσεων για τη ζωή της Τόκλας με την Γερτρούδη Στάιν. Δεν είναι απλώς ένα βιβλίο μαγειρικής και απομνημονευμάτων». Ανιχνεύοντας σ’ αυτό ομοιότητες και επιρροές από τον λογοτεχνικό άθλο της Στάιν, την «Αυτοβιογραφία της Άλις Μπ. Τόκλας» που εκδόθηκε το 1933, η Μάλκομ διαπιστώνοντας, αναρωτιέται: «Η ομοιότητα στο ύφος των δύο βιβλίων εντείνει ακόμα περισσότερο το μυστήριο: ποια από τις δυο γυναίκες επηρέασε την άλλη; Άραγε, η Στάιν μιμούνταν την Τόκλας όταν έγραφε με τη φωνή και, εν συνεχεία, η Τόκλας μιμήθηκε την επινόηση της Στάιν όταν έγραφε το Βιβλίο μαγειρικής; Είναι αδύνατον να το καταλάβουμε» και άλλωστε δεν είναι και αυτό η πρόθεσή της.
Επιδιώκοντας να παραθέσει όλες εκείνες τις αινιγματικές αντιφάσεις στη ζωή και στη γραφή της Στάιν, αναφέρεται στο ότι απαρνήθηκαν μιαν ασφαλή αμερικανική ζωή για να ζήσουν επισφαλώς τον ναζισμό στη δύση, με τον ίδιο τρόπο που η Στάιν απαρνήθηκε μια βατή, κερδοφόρα γραφή, για να επινοήσει μια γλώσσα που ακόμα οι μελετητές δεν έχουν βρει τους κωδικούς και τα κλειδιά της.
Χρησιμοποιώντας τον συνειρμικό, αποσπασματικό, κατακερματισμένο και υπαινικτικό λογοτεχνικό τρόπο της Στάιν, χτίζει με τα δικά της συγγραφικά υλικά την βιογραφία της από κοινού ζωής τους. Περνοδιαβαίνοντας από την πραγματικότητα στην τέχνη, από την καθημερινότητα στην γλωσσική υπέρβαση, από την καθαρότητα της σχέσης στην ασάφεια που, έτσι ή αλλιώς, υπάρχει ακόμα και στην πλέον καθαρή σχέση.
«Η Στάιν έγραψε την «Αυτοβιογραφία της Άλις Μπ. Τόκλας» το φθινόπωρο του 1922 σ’ ένα παροξυσμό πόθου για την φήμη και τα χρήματα που έως τότε δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει», μας γνωστοποιεί για το ότι στα πενήντα οχτώ της αποφάσισε «να εκπορνευτεί και να γράψει σε κανονικά αγγλικά ένα βιβλίο που θα γινόταν μπεστ- σέλλερ». Επιλέγοντας την φωνή της συντρόφου της, η Στάιν επιτρέπει στον εαυτό της μια καθαρή αφήγηση, γραμμική και κατανοητή, κάτι που δεν της ταίριαζε καθόλου. Αντιθέτως στο αριστούργημά της (που ουδείς… τέλειωσε, λέμε τώρα) «Η Δημιουργία των Αμερικανών» η Γετρούδη Στάιν αφηγείται με την δική της αινιγματική, κλειδωμένη φωνή: «Η Δημιουργία των Αμερικανών- επισημαίνει η Μάλκομ- ήταν ένα έργο που προφανώς η Στάιν έπρεπε να βγάλει από μέσα της, να το ξεφορτωθεί- σχεδόν σαν άνθρωπος που νιώθει ότι θέλει να κάνει εμετό- προτού μπορέσει να γίνει η Γερτρούδη Στάιν όπως την ξέρουμε. Έπρεπε να υπάρξει ένα μεγάλο ξέσπασμα θλίψης και οργής και λύπης και αμφιβολίας προτού μπορέσουν να εμφανιστούν οι βεβαιότητες και το κέφι της ώριμης συγγραφέας».
Βεβαιότητες που ενδεχομένως και να χρωστά στην Άλις Μπ. Τόκλας.
Στην Τόκλας άρεσε η «Δημιουργία των Αμερικανών» και φαίνεται να είναι η μόνη που κατάλαβε το βιβλίο στην εποχή εκείνη. Αναφερόμενη στο ότι η Τόκλας δακτυλογραφούσε τα χειρόγραφα της Στάιν, γράφει: «Η μεταμόρφωση βρόμικων χαρτιών σε καθαρές δακτυλογραφημένες σελίδες ήταν σίγουρα ένα καθοριστικό γεγονός στη ζωή του βιβλίου, που ίσως διαφορετικά να χανόταν, εξαιτίας της ανησυχίας της Στάιν για το εξαιρετικά σύνθετο έργο που είχε ξεκινήσει και που κόντευε να την τρελάνει. Η πίστη της Τόκλας στη μεγαλοφυία της Στάιν, που εκδηλωνόταν με την ολοένα και μεγαλύτερη στοίβα δακτυλογραφημένων σελίδων, ενθάρρυνε τη Στάιν στη βασανιστική της προσπάθεια. «Έπειτα κάποιος σου λέει ναι σ’ αυτό, σε κάτι που σ’ αρέσει, ή που κάνεις ή που φτιάχνεις κι έπειτα ποτέ πια δεν μπορείς να έχεις απόλυτα ένα τέτοιο αίσθημα ότι φοβάσαι και ντρέπεσαι που είχες όταν έγραφες ή σου άρεσε το πράγμα και κανένας δεν είχε πει ναι για το πράγμα», πανηγυρίζει η Στάιν σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
«Κάποιος λέει ναι σ’ αυτό» και η Τόκλας έλεγε «ναι σ’ αυτό» κι έτσι γεννήθηκε κι ανέπνευσε η μεγαλοφυία της Στάιν.
Μια βιογραφία που αποτελεί ταυτοχρόνως και εργογραφία και κριτικογραφία, εφόσον «ακόμα και τα πιο ερμητικά γραπτά της (της Στάιν) είναι στο βάθος αυτοβιογραφικά έργα». Σε ένα κείμενο που εντέλει θυμίζει τα γραπτά της. Διότι ανατέμνοντας την «Δημιουργία των Αμερικανών», «ένα αριστούργημα μεγαλειώδους ακαταστασίας», η Μάλκομ είναι και διορατική και αποκαλυπτική και απολαυστική.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Ανάμεσα σε άλλα βιβλία, η Τζάνετ Μάλκομ έχει γράψει και τα εξής:
«Η δημοσιογράφος και ο δολοφόνος»,
«Η σιωπηλή γυναίκα: Σίλβια Πλαθ και Τέντ Χιουζ» και
«Διαβάζοντας τον Τσέχοφ».
Αρθρογραφεί στο New York Review of Books και
ζει στη Νέα Υόρκη.

8/5/09

Τον άρτον ημών, τον επιούσιον...

Χαίρε, παραμύθι μου (για να μη ξεχαστεί και ο... Γιεσένιν!)

Του Μάκη,
που ζήσαμε μια ζωή και κάθε χρόνο γιορτάζουμε μαζί τον ίδιο μήνα. Με... έντεκα μέρες διαφορά, γεννημένοι κι οι δυο τον ίδιο χρόνο. (10 του Μάη αυτός, 21 το ούφο, η αφεντιά μου!)

Μπουκίτσες που αγαπήσαμε, σαν τα υπέροχα φαγάκια που μου μαγειρεύεις! Μαγιακόφσκι (κλασικά εικονογραφημένα) και “Η ηδονή της αφής” Μπρούνο Μοντιμπέλι. Αντί για... φοντανάκια! (Να μαγειρεύω δεν μ' άφηνες, μου έμειναν – θέλοντας και μη – οι λέξεις).

«Την ψυχή μου πάνω από την άβυσσο την τέντωσα σαν σκοινί.
Σαν ακροβάτης πέρασα ταχυδακτυλουργώντας με τις λέξεις».

“Τρέμω μην ξεχάσω τ’ όνομά σου
σαν τον ποιητή που τρέμει
μπας και χάσει τη λέξη
που μόλις ανακάλυψε
μια λέξη που η δόξα της συναγωνίζεται τη δόξα
του Θεού!”

“Από τα χείλια μου
παραμορφωμένο - σαν πόρτα που την έγλυψε φωτιά-
ορμάει έξω ένα μικρούλικο φιλί- το τελευταίο μου”...

”Οχι; Δε θέλεις;
Χα!
Αυτό σημαίνει ότι θα περιμαζέψω για μια φορά ακόμα
την καρδιά μου
και θα την κουβαλήσω δακρυχέουσα, μόνος και πάλι,
σαν το σκυλί
που σέρνει το πατημένο απ’ το τρένο
πόδι του”.

“Κάποιος ποιητής τραγουδάει σονάτες στην Τιάνα
τώρα που εγώ
όλος ανθρωπιά,
όλος σάρκα
φτάνω να ζητιανεύω το κορμί σου
σαν Χριστιανός το μάνα:
«Κύριε, δος ημίν
σήμερον,
τον άρτον ημών τον επιούσιον!”

“Άρχισα να την αγγίζω...
Αυτό το σώμα το απαλλαγμένο από κάθε προσποίηση, αυτό το παρθένο, γεμάτο ζωντάνια σώμα, ήταν από μόνο του ένα συμπόσιο. Ακόμα και μπροστά στα πιο εκλεκτά φαγητά, δεν θα ένιωθες καμιά πείνα. Ήταν το σμάλτο του σταφυλιού, το βελούδο του δαμάσκηνου, το ζαχαρωτό του μελιού, η απαλότητα και το τραγανό της αμυγδαλόπαστας, η σφριγηλότητα της ελιάς και η σάρκα του ψωμιού της σίκαλης, ο χυμός των ψητών κρεάτων και η καρδιά των σύκων, το χρυσαφί της τούρτας και το κεχριμπαρένιο του παλιού κρασιού- ήταν το μάνα εξ ουρανού φερμένο απ’ τον Υψιστο στους ανθρώπους σαν ένα είδος πρόγευσης της Εδέμ”.

“Το δέρμα που είχε ψηθεί στον ήλιο σκόρπιζε τώρα γύρω του τα χρώματα και τ’ αρώματά του. Μύριζα κανέλα, πιπέρι και ζιγγίβερι’ γευόμουν με τα μάτια την καφετιά κρέμα με την οποία φαινόταν να έχει αλειφτεί ολόκληρη, τις κιτρινωπές σαν από χρυσόξυλο αποχρώσεις της επιδερμίδας, τις βιολετιές της ανταύγειες, και τους μικρούς της λοφίσκους από μαύρη άμμο όπου σπινθηροβολούσε ένα φίνο μωσαικό από μικροσκοπικούς κρυστάλλους. Αυτό το δέρμα απέπνεε θερμότητα’ κι όμως ήταν γεμάτο δροσιά και τα δάχτυλά μου γλιστρούσαν απρόσκοπτα πάνω στη γυαλιστερή του επιφάνεια. Εργάζονταν με επιδεξιότητα και ευφροσύνη, διαπερνούσαν, χώνονταν μέσα στη σάρκα, ζέσταιναν τα βαθιά νερά- και δέχονταν την απάντηση. Η γυναίκα μάλιστα πήγαινε μπροστά απ’ αυτά, ανασηκώνοντας το σώμα της, τεντώνοντάς το, αργοκουνώντας το κυματιστά για να επισπεύσει την έφοδο της ηδονής.
Γιατί μου χρειάστηκε ο Έζρα για να καταλάβω ότι «αγγίζω» σημαίνει επίσης και «αγγίζομαι»; Ότι δεν υπάρχει άλλη αίσθηση ικανή να δώσει όσο και να πάρει; Ότι δεν υπάρχει ένωση πιο βαθιά από την ένωση της σάρκας των σωμάτων;
Ευλογημένος που μου άνοιξε τα μάτια”...

«Ιδού εγώ/ με τα καρφιά των λέξεων/ σταυρωμένος στο χαρτί».

Αυτά, και
Χρόνια σου Πολλά, ναι?
Αχ! τί ωραία που μεγαλώνουμε και γεμίζουμε τα χρόνια, τη ζωή μας και τον Χρόνο!

7/5/09

Στο παιχνίδι, όπως και στον έρωτα, πρέπει να ξέρεις πότε να φεύγεις.

“ΟΛΑ ΣΤΟ ΜΗΔΕΝ” της Αργυρώς Μαντόγλου, Εκδ. “Ελληνικά Γράμματα, σελ. 384, e 16

“Ο στόχος του, τα συστήματά του, η συνεχής περιφορά του, λες και ήταν ο ίδιος η μπίλια που εκτοξευόταν, από διάθεση σε διάθεση, από όνειρο σε όνειρο, από γυναίκα σε γυναίκα, από εαυτό σε εαυτό, ένας καταδικασμένος που τρέχει ξοπίσω από τις φαντασιώσεις του”.
Καθένας μας είναι ο στόχος! Στη ζωή. Και το αποδεικνύει στο καινούργιο της μυθιστόρημα η Αργυρώ Μαντόγλου “Όλα στο μηδέν”. Όπου όλα είναι περιστροφή, σημαδάκια αυτοσχέδια στην άβυσσο, τύχη, τζόγος, παιχνίδι, ρουλέτα.
Η Αυγή (όχι τυχαία Αυγή, η ζωή της μια σχεδόν αξημέρωτη μέρα) συναντά τον Σταύρο (όχι τυχαία Σταύρος, για την Αυγή, σαν σταυρός) στο καζίνο. Μια νύχτα των 36 γενεθλίων της για τα οποία οι οιωνοί ενός ινδού στο παρελθόν ήταν ολέθριοι! Παρ' όλα αυτά, εκείνη πόνταρε και κέρδισε! Εμμονικά, στα τυφλά! Και όσον αφορά τους αριθμούς και όσον αφορά τον γκρουπιέρη! Εξάλλου ρουλέτα και Σταύρος εκείνη την γενέθλια νύχτα ήταν εκεί για να την επιβεβαιώσουν ότι ακόμα την ευνοούσε η Τύχη. Και ότι “υπήρχε ζωή, υπήρχε χρόνος” Η ακύρωση της πρόβλεψης την κάνει παράτολμη, την εξάπτει. Διότι με τα χρόνια ο χρησμός του ινδού σταθμάρχη “σαν θάνατος” έγινε “θάνατος”, αψηφώντας την οδύνη που εμπερικλύει το “σαν”.
Ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο θα την γονατίσει ένα “σαν” παρασύροντας της σε έναν τοξικό ανεξέλεγκτο έρωτα, απολύτως εξαρτημένη από έναν απολύτως παρόμοια εξαρτημένο, υποταγμένοι ο καθένας στον στον δικό του Θεό και ο Σταύρος στην απόλυτη Θεά Τύχη. Αν και εκείνος επιμένει ότι τα πάντα στη ζωή αυτό είναι, “αρπαγή”: “Κι εσύ, Αυγή μου, χωμένη στις επιφάσεις είσαι, κι εσύ αρπάζεις, αλλά αρνείσαι να το δεις. Όλοι αρπάζουν ό,τι μπορούν. Λεφτά, ανθρώπους, ηδονή, ιδέες, επιβεβαίωση' όλοι”, αυτό θα ήθελε να της πει, αν μπορούσε. Διότι κανείς απ' τους δυο δεν θα πει “αυτά που μπορούσε”. Βυθισμένοι ο καθένας στην δική του εξάρτηση και εξαρτημένοι ανεπανόρθωτα από τα δικά τους μυστικά, θα κάνουν αυτό που λίγο έως πολύ, κάνουμε όλοι, τρέχοντας “απερίσκεπτα προς την άβυσσο έχοντας φροντίσει να βάλουμε κάτι μπροστά μας για να σταματήσουμε να τη βλέπουμε” (Μπλαιζ Πασκάλ- Στοχασμοί, “Αφορισμοί”)
Παρ' ότι: “Στο παιχνίδι, όπως και στον έρωτα, πρέπει να ξέρεις πότε να φεύγεις. Στον έρωτα, όπως και στο παιχνίδι, δύσκολα φεύγεις. Περιμένεις. Περιμένεις την εύνοια της τύχης, την ευφορία που κάποτε απρόσμενα δοκίμασες. Περιμένεις την επανεμφάνισή της- μέχρι να εξαντληθείς και να υποχρεωθείς να φύγεις από εξάντληση”.
Ένα ψυχολογικό θρίλερ για γερά νεύρα, παραβολικό, αλληγορικό και υπαρξιακό, εφόσον όλα στη ζωή, τελικά, είναι ρουλέτα, παιχνίδι.
Η συγγραφέας σκιαγραφεί τους δυο κόσμους (του Σταύρου και της Αυγής) με οξυδέρκεια και ατμοσφαιρικότητα, ξεναγώντας μας ταυτοχρόνως στον φαντασμαγορικό κόσμο του καζίνου αλλά και στην αρχέγονη σχέση μας με την Τύχη.
Με δάνεια από Ντοστογιέφκσι (Παίκτης) και Βιρτζίνια Γουλφ που δεδηλωμένα της έχει αδυναμία, επιτυγχάνει το διπλό πορτρέτο του μέγιστου παίχτη' η εξάρτηση του Σταύρου με τον τζόγο δεν φρενάρει πουθενά αλλά και η Αυγή δεν κάνει άλλο από το να τζογάρει με τη ζωή της. Την ίδια της τη ζωή.
Η δομή του μυθιστορήματος αριστοτεχνική και σε επίπεδο αφήγησης και αρίθμησης των κεφαλαίων. Η Αυγή ταυτοχρόνως γράφει και ζει. Κι έτσι διαβάζουμε τη ζωή της σε τρίτο πρόσωπο και το μυθιστόρημά της στο δεύτερο. Ο,τι δεν αντιλαμβάνεται στη ζωή, αναλαμβάνει να συμπληρώσει το υποσυνείδητο στην γραφή, διότι ακόμα κι αν αγνοούμε, κάτι μέσα μας ξέρει. Τα δε κεφάλαια, ενίοτε με μονάδα μέτρησης το μηδέν (0, 00, 000, 0000...)
Και έτσι από ένα σημείο και μετά, το τραυματισμένο χειρόγραφο θα γίνει η τραυματισμένη ζωή της.
Κατ' αυτό τον τρόπο η διαδικασία (το παιχνίδι και η διαδρομή) θα γίνει τριπλή: η διαδικασία του παιχνιδιού και της γραφής, η διαδικασία αυτής καθ' εαυτής της ζωής. Εξάλλου, είπαμε: “Ο στόχος του, τα συστήματά του, η συνεχής περιφορά του, λες και ήταν ο ίδιος η μπίλια που εκτοξευόταν, από διάθεση σε διάθεση, από όνειρο σε όνειρο, από γυναίκα σε γυναίκα, από εαυτό σε εαυτό, ένας καταδικασμένος που τρέχει ξοπίσω από τις φαντασιώσεις του”.
Η μπίλια πάντα και στα πάντα, είμαστε εμείς!
Ένα απολαυστικό ερωτικό και μυστηριώδες παιχνίδι με ζευγάρι που εναλλάσσεται: η Αυγή και ο Σταύρος, ο Σταύρος και η ρουλέτα, η Αυγή και η γραφή, η Αυγή και η ζωή. Ένα σημαντικό μυθιστόρημα για το παιχνίδι και την τύχη, με ήρωες, αν και τόσο αναγνωρίσιμους, σχεδόν αρχετυπικούς. Οι διάλογοι του βιβλίου, καλοδουλεμένη δαντέλα. Και οι σκέψεις τους, εφάμιλλοι μ' εκείνους που κάνει κανείς στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Αργυρώ Μαντόγλου είναι συγγραφέας τριών μυθιστορημάτων, μιας συλλογής διηγημάτων, μιας νουβέλας και δυο ποιητικών συλλογών.
Σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία, Κριτική Θεωρία και Φιλοσοφία.
Έχει δημοσιεύσει ποιήματα, διηγήματα, κριτικά δοκίμια για θέματα φύλου και λογοτεχνίας, καθώς και βιβλιοκριτικές.
Έχει επίσης μεταφράσει έργα των Τζορτζ Έλιοτ, Βιρτζίνια Γουλφ, Χένρι Τζέιμς, Άντζελα Κάρτερ, Τζιν Ρις, Τζάνετ Γουίντερσον, ΤζόιςΚάρολ Όουτς, Κέιτ Άτκινσον, Πίτερ Κάρει, Άλι Σμιθ, Ουίλιαμ Κάρει, Άλι Σμιθ, Ουίλιαμ Τρέβορ κ.α.
Βιβλία της:
“Κατήχηση της Άνοιξης” (ποίηση, 1992, Γκοβόστης)
“Γενέθλια βροχή” (ποίηση, 1995, Δελφίνι)
“Βιρτζίνια Γουλφ cafe” (μυθιστόρημα, 1999, Απόπειρα)
“Βλέφαρα με τατουάζ” (μυθιστόρημα, 2001, Πατάκης)
“Νύφη από πολυεστέρα” (νουβέλα, 2003, Μεταίχμιο)
“Bodyland- Χωρασωμάτων” (ιστορίες δρόμου+τρόμου), 2005, Κέδρος)
“Όλα στο μηδέν” (μυθιστόρημα, 2009, Ελληνικά Γράμματα).

ΥΓ. Σταυρόλεξο για... δυνατούς λύτες. Το ερωτικόν είναι πρόσχημα (όπως ο έρωτας στη ζωή μας). Το μέσον για την μεγάλη αναμέτρηση. Χάνονται όσοι ποντάρουν εκ του... ασφαλούς. Αλλά ο καθένας μας, ό,τι μπορεί κάνει.
Δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής.

4/5/09

Λευκές νύχτες

Την πλατεία των Δεκεμβριστών την είχα σε καρτ ποστάλ. Τη λεωφόρο Νέβσκι ούτε που ήλπιζα να την διαβώ. Ο Ναός της Αναστάσεως μου άρεσε ακριβώς για τον υπότιτλο: “Σωτηρίας το αίμα”. Αλλά Αγία Πετρούπολη για μένα σήμαινε πάνω απ' όλα Ντοστογιέφσκι και Πούσκιν, ήταν οι εκκλησιές, οι γέφυρες, οι φτωχοί, το πάθος, η ποίηση, η σαλότης και η παραφορά. 'Ηταν εκείνη η καθοριστική μονομαχία, η Άννα Καρένινα ήταν, το τρένο, ο έρως κι ο θάνατος, κι ένα φαινόμενο που δεν συμβαίνει αλλού πουθενά: λευκές νύχτες!
Αλλά επαληθεύει η ζωή, ως φαίνεται, τα πιο βαθιά σου όνειρα. Κι εκεί που ούτε το σκέφτεσαι ξαφνικά λες και ανοίγουν οι ουρανοί.
Αγία Πετρούπολη, η επινοημένη πόλη του Πέτρου, το απόλυτο παραμύθι. Κι εγώ ως Αλίκη σε έναν άλλο αιώνα, κρατώντας τον πρίγκιπα Μίσκιν σε νέα εκδοτική εκδοχή. Κι ακολουθώντας δυο δρόμους, βιώνοντας τα δυο πρόσωπα της Ρωσίας. Του Πούσκιν τον αριστοκρατικά παράφορα ερωτικό και θανατερό και του Ντοστογιέφσκι, τον ταπεινό μετά πάθους και πίστης, που καθαγιάζει μέσα στον χρόνο τον τόσο ιδιαίτερο ρώσικο λαό.
Ξεκινώντας από την έπαυλη της πριγκίπισσας Βολκόσναγια, το τελευταίο σπίτι του Αλεξάνδρου Σεργκέεβιτς Πούσκιν, κάνοντας στάση σε εκείνο το μοιραίο cafe και συνεχίζοντας ως το σημείο της μονομαχίας. Άγγιξα την καρέκλα και το γραφείο του, την τεράστια σπάνια βιβλιοθήκη του, έβαλα τα δάχτυλα στην τρυπίτσα του γιλέκου απ' όπου τον επισκέφτηκε ο θάνατος. Είδα το μπουντουάρ της γυναίκας του, την πίπα και το ρολόι του. Μου έδειξαν που τον απίθωσαν λίγο πριν γίνει αθάνατος.
Στον μεγάλο μου αγαπημένο ανήκε η δεύτερη διαδρομή. Έξω απ' το σπίτι, ένας αστυνομικός χτυπούσε ένα άρρωστο αγόρι. Ανεβαίνοντας τις σκάλες που θύμιζαν έντονα “Έγκλημα και τιμωρία”, το γραφείο του με το πράσινο πανί, το αγαπημένο μπαστούνι του, η τραπεζαρία της οικογένειας, το σαμοβάρι, το φλιτζάνι του, το δωμάτιο των παιδιών. Με εκείνη την χαρακτηριστική παλιά κούκλα και το ξύλινο αλογάκι που τώρα μπορούσα ως και να τα ακουμπώ.
Βγαίνοντας, ο Άγιος Βλαδίμηρος και οι ευσεβείς επαίτες που σταυροκοπιούνται όταν τους ελεείς. Μπορεί και το κεράκι μου να το άναψα εκεί όπου το άναβε κι εκείνος. Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που με μεγάλωσε και η Αγία Πετρούπολη που μου χάρισε την πρώτη λευκή νύχτα της, όλη της την ευσέβεια και την ταπείνωση και όλη την τσαρική μεγαλοπρέπεια και χλιδή. Επέστρεψα εντελώς Άννα Καρένινα, όλα όσα πίστευα παραμύθια ήταν αλήθεια και ήταν εκεί.

ΥΓ. Αλλά μετά γύρισα κι έγιναν πάλι παραμύθια.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής. Σήμερα είναι Δευτέρα.