27/12/10

Φωτιά στο Χαρτί


«Πάνε τρεις μήνες που ξυπνήσαμε κι η τέχνη ήταν νεκρή... Τώρα οι καμβάδες ήταν στη θέση τους, αλλά τα λουλούδια είχαν μαραθεί και τα τοπία ήταν μουντά, πάντως εμείς πήγαμε κανονικά στις δουλειές μας, δεν ήταν καιροί ν’ ασχολούμαστε με φιλοσοφίες πρωινιάτικα».

Είναι είκοσι κάτι χρόνων η Ιφιγένεια Ανδρεδάκη και υπήρξε το πρώτο βραβείο ενός διαδικτυακού διαγωνισμού που οργάνωσε το περιοδικό «Λόγω Τέχνης». Η προσέλευση υπήρξε εντυπωσιακά ενθαρρυντική. Κείμενα δροσερά και με χιούμορ, άποψη και αισθητική. Λόγια κρυστάλλινα, σαφή.

Από τη γενιά της Κρίσης, που διαθέτει και φαντασία και κρίση, αλλά πάνω απ’ όλα Μνήμη, για να τα ξαναχτίσει όλα από την αρχή: «Αλλά εγώ θυμάμαι τότε που οι άνθρωποι διάβαζαν στα τρένα, τότε που τα κορίτσια ξεχνούσαν πως φορούν ακουστικά και περπατούσαν στα πεζοδρόμια με ρυθμό, τότε που κρατιόμασταν χέρι χέρι στα σινεμά και μερικές φορές τα ζευγάρια την Πρωτοχρονιά χορεύανε τανγκό κι έτσι έχω κρύψει μια πένα κάτω απ’ το στρώμα μου και κάθε φορά που νιώθω γκρι, αρπάζω ένα χαρτί και γράφω, αλλά ξέρω πως τίποτα δεν καταφέρνω, γιατί το χαρτί ποτέ δεν παίρνει φωτιά».

Αλλά όσο υπάρχει μια Ιφιγένεια, υπάρχει ελπίδα, και το χαρτί θα πιάνει φωτιά. Καλά Χριστούγεννα!



Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής



ΥΓ. Όλο το κείμενο της Ιφιγένειας:

sic transit

Πάνε τρεις μήνες που ξυπνήσαμε κι η τέχνη ήταν νεκρή.

Δεν είναι πως βρήκαμε κανένα πτώμα ή πως τ' αγάλματα άρχισαν να σαπίζουν στους δρόμους, μόνο που, εκείνο το πρωί, την ώρα που πλέναμε τα δόντια μας, ρίξαμε μια πεταχτή ματιά κι οι πίνακες στους τοίχους ήταν νεκροί, ακόμα κι οι μέτριας αισθητικής πίνακες που μας δωρίζουν παλιοί συμμαθητές στα γενέθλιά μας ή αυτοί που είχαμε στο πρώτο μας δωμάτιο και τους φυλάμε για να θυμόμαστε τον καιρό που καθόμασταν στο πάτωμα και μυρίζαμε το ξύλο. Τώρα οι καμβάδες ήταν στη θέση τους, αλλά τα λουλούδια είχαν μαραθεί και τα τοπία ήταν μουντά, πάντως εμείς πήγαμε κανονικά στις δουλειές μας, δεν ήταν καιροί ν' ασχολούμαστε με φιλοσοφίες πρωινιάτικα. Κι είπαμε καλημέρα στα γραφεία και τις οικοδομές, μιλήσαμε για τον καιρό, που τίποτα το ιδιαίτερο δεν είχε, και, με τον ήλιο πια στη θέση του, οι σκέψεις για πεθαμένους πίνακες φάνταζαν πια γελοίες και ξεχαστήκαμε, δεν κάναμε κουβέντα, δεν είμαστε δα και γκαλερίστες.

Κι ύστερα, κατά το μεσημέρι, μάθαμε πως αυτοκτόνησε ο κύριος Τάδε, ηθοποιός προχωρημένης ηλικίας, που, ανίκανος ν' απαγγείλει το μεσημεριανό του μονόλογο, απέδωσε τον αποτυχία στην άνοια, την οποία απ' τα 50 του έτρεμε, ξεκρέμασε απ' τον τοίχο μια μάσκα τραγωδού, φόρεσε ένα ζευγάρι φτερά που είχε στην ντουλάπα, σκέφθηκε αν είχε κάποιον ν' αφήσει δυο λόγια αποχαιρετισμού σ' ένα χαρτί, απεφάνθη πως δεν είχε και βούτηξε απ' το παράθυρο χωρίς άλλες φανφάρες, τη στιγμή ακριβώς που χτυπούσε το τηλέφωνο που θα του ανακοίνωνε πως το θέατρο είχε πεθάνει νωρίτερα το πρωί.

Η χώρα θρήνησε, εξάλλου ο κύριος Τάδε υπήρξε το σύμβολο μιας εποχής, οι κυρίες θυμήθηκαν τις πρώτες του ταινίες, τις φωτογραφίες στα περιοδικά, τους αναστεναγμούς κι η φασαρία κράτησε μέχρι το επόμενο απόγευμα, όταν ο άνθρωπος βρισκόταν πια ξαπλωμένος αναπαυτικά στον τάφο του κι οι κυρίες έκλεισαν την τηλεόραση, κατά τη συμβουλή των συζύγων, που ήθελαν να φάνε ένα πιάτο φαΐ με την ησυχία τους. Και φαίνεται πως η τέχνη της μαγειρικής δεν είχε υποστεί πλήγμα, διότι το φαΐ ήταν νόστιμο όπως πάντα, πράγμα το οποίο μας κάνει ν' αμφιβάλλουμε για τη θέση της μαγειρικής στις υψηλές τέχνες, αν και τέτοιοι διαχωρισμοί κανονικά δεν πρέπει να γίνονται, ειδικά σε μια κοινωνία που έχει χάσει τις βασικές τις τέχνες και κάπως πρέπει ν' απασχοληθεί.

Κι όταν βράδιασε η χώρα στήθηκε να δει ειδήσεις κι έμαθε πως η τέχνη ήταν νεκρή, οι ειδικοί βγήκαν στα παράθυρα κι εξήγησαν με λεπτομέρειες τι σήμαινε αυτό κι ένας πανεπιστημιακός καθησύχασε τον κόσμο μιλώντας γλυκά, εξήγησε πως η κοινωνία μας δεν είναι μια κοινωνία βασισμένη στην τέχνη, πως μπορεί κάποια πράγματα να μας λείψουν, πως η ζωή ίσως να είναι πιο μονότονη χωρίς το σινεμαδάκι και τη μουσική στο ασανσέρ, αλλά η ανθρωπότητα έχει επιβιώσει από μεγαλύτερες καταστροφές και δεν συντρέχει λόγος πανικού. Κι ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης δήλωσε πως σχηματίσθηκαν ήδη επιτροπές που ασχολούνται αποκλειστικά με το θέμα και πως είναι θέμα χρόνου να βρεθεί λύση, αφού πρώτα, βεβαίως, καθοριστούν οι λόγοι του θανάτου.

Κι η χώρα ηρέμησε, όχι τόσο απ' τα λόγια, μα γιατί είδε πως οι κάμερες δούλευαν κανονικά κι έτσι το μεσημεριανό σίριαλ ήταν εξασφαλισμένο. Αλλά το επόμενο πρωί αποκαλύφθηκε πως ένας μεγάλος σκηνοθέτης νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με τρομερά εγκαύματα κι όταν μπόρεσε να μιλήσει δήλωσε πως ξύπνησε πολύ νωρίς, πλησίασε στο παράθυρο κι ο ήλιος ίσα που φαινόταν κι άρπαξε την κάμερα να αιχμαλωτίσει, ως άνθρωπος της τέχνης, την τόση ομορφιά κι όλα πήγαιναν καλά, ο ήλιος ανέβαινε αργά και ξαφνικά άρχισε να φλέγεται κι ο σκηνοθέτης έβγαλε μικρές κραυγές, χρόνια είχε να δει κάτι τόσο μαγευτικό, μόνο που τελικά ήταν η κάμερα που είχε πάρει φωτιά κι ο σκηνοθέτης μόλις το κατάλαβε έβγαλε κραυγές κανονικές και σύντομα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.

Κι από τότε όλοι φοβόμαστε, αναγκαστήκαμε να ξεφορτωθούμε όλα τα επικίνδυνα αντικείμενα, φυσαρμόνικες γυαλίζουν στις χωματερές, τα πιάνα έγιναν ντουλάπες κι όσοι είχαν βιολιά τα έκαψαν στα τζάκια, εξάλλου κι αν δεν είναι επικίνδυνα πια δε χρησιμεύουν πουθενά κι έχει πιάσει ένας βαρύς χειμώνας φέτος. Κι έτσι μάθαμε να ζούμε λίγο πιο μόνοι, λίγο πιο γκρίζα κι όσο περνάει ο καιρός δεν προσέχουμε πια τα χρώματα και μερικοί λένε μήπως είναι καλύτερα, πάνε τρεις μήνες τώρα που δουλεύουμε πιο σκληρά, η χώρα ευημερεί κι οι δείκτες όλο ανεβαίνουν.

Αλλά εγώ θυμάμαι τότε που οι άνθρωποι διάβαζαν στα τρένα, τότε που τα κορίτσια ξεχνούσαν πως φορούν ακουστικά και περπατούσαν στα πεζοδρόμια με ρυθμό, τότε που κρατιόμασταν χέρι χέρι στα σινεμά και μερικές φορές τα ζευγάρια την Πρωτοχρονιά χορεύανε τανγκό κι έτσι έχω κρύψει μια πένα κάτω απ' το στρώμα μου και κάθε φορά που νιώθω γκρι αρπάζω ένα χαρτί και γράφω, αλλά ξέρω πως τίποτα δεν καταφέρνω, γιατί το χαρτί ποτέ δεν παίρνει φωτιά.



21/12/10

Είμαι αισιόδοξη όσον αφορά το βιβλίο


Της Ειρήνης Σπυριδάκη

Συνέντευξη στο art.mag

Διαβάζει ακατάπαυστα, σχεδόν όπως αναπνέει. Γράφει με πάθος, ξορκίζοντας τη μοναξιά της, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Ο λόγος για την Ελένη Γκίκα, την καταξιωμένη στο χώρο του βιβλίου συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, η Ελένη Γκίκα αποκαλύπτει την ιδιαίτερη σχέση της με τη συγγραφή, καθώς και τα χαρακτηριστικά της γραφής ενός συγγραφέα, τα οποία αναγνωρίζει ως θετικά. Αναφέρεται στη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία, στο μέλλον της ψηφιακής ανάγνωσης, ενώ για το τέλος, η συγγραφέας προτείνει βιβλία που άφησαν το στίγμα τους στην προσωπική λογοτεχνική της υπόσταση.

- Ποιος άνθρωπος ή ποιο γεγονός σάς έδωσε το έναυσμα να ασχοληθείτε ενεργά με το χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας;

H... μοναξιά μου ως παιδί (μοναχοπαίδι και ευπαθές γαρ), οι γονείς μου οι οποίοι ήταν όλο με ένα βιβλίο στο χέρι, οι ιστορίες που με κυνηγούσαν και οι χάρτινοι ήρωες τους οποίους εξ αρχής λάτρεψα. Ταυτίστηκα, πόνεσα, έκλαψα, γέλασα, έμαθα να ζω πια μαζί τους.
Όσο για το... επαγγελματικό του θέματος, τι να πω, υπήρξα από τους τυχερούς να γίνει δουλειά μου το πάθος μου! Θα πλήρωνα για ό,τι κάνω! Και είμαι ευτυχής. Μόνο να γράφω και να διαβάζω θέλησα σ' αυτή τη ζωή. Μου αρκεί. Με κάνει να αισθάνομαι ευλογημένη, ευτυχισμένη.

- Το νέο βιβλίο σας με τίτλο «Αιώνια επιστροφή» πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Μιλήστε μας για το πώς γεννήθηκε η ιδέα και πώς αυτή εν συνεχεία μετεξελίχθηκε σε μυθιστόρημα.

Μια νύχτα διαβάζοντας το σενάριο της “Θυσίας” του Ταρκόφσκι κι ενώ έγραφα ήδη άλλο! Καρφώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ως εμμονή αυτό με την νιτσεική “αιώνια επιστροφή” και άρχισα χωρίς να το θέλω, σαν υπνοβάτης να ακολουθώ μια άκρως ερωτική και πολιτική ιστορία. Που περιείχε ταυτόχρονα και όλα μου τα υπαρξιακά. Δυο γυναίκες στα ίδια χνάρια, δυο άντρες στα βήματα του περαματάρη Στάλκερ και μια ταινία του Ταρκόφσκι να αποτελεί το κλειδί. Όσο κρατούσε αυτή η ιστορία με έκανε τόσο μα τόσο... ευτυχισμένη να το πω; Βυθισμένη σε έναν κόσμο που εμπεριείχα και αγνοούσα. Η “αιώνια επιστροφή” υπήρξε μεγάλη έκπληξη και ως σύλληψη και ως θεματογραφία αλλά και ως έκδοση στην τελική. Μεγάλη ευλογία ο Θάνος ο Ψυχογιός στη ζωή μου. Ο οποίος μου έπεσε και ουρανοκατέβατος! Κυριολεκτικά! Και πάντοτε θα το λέω.

- Είστε συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, ενώ έχετε διατελέσει υπεύθυνη έκδοσης σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Πώς καταφέρνετε αλήθεια να συνδυάζετε όλες τις παραπάνω ιδιότητες;

Όλα αυτά εν τέλει είναι το... εξής ένα: διαβάζω. Με πάθος, με απόλαυση, με... ψυχαναγκασμό πολλές φορές (αν δεν τελειώσω το βιβλίο δεν κοιμάμαι) και για τους ίδιους λόγους γράφω κιόλας! Από περιέργεια για την ιστορία που μου αποκαλύπτεται σιγά σιγά μαγικά και μυστηριωδώς στα σωθικά μου, στο κεφάλι μου ή κάπου στο σύμπαν!

- Πόσο αυστηρός μπορεί να είναι ένας κριτικός λογοτεχνίας – συγγραφέας έναντι του λογοτεχνικού του έργου;

Α, έχει μαύρα μεσάνυχτα, Ειρήνη μου, σε διαβεβαιώ! Ενώ αισθάνομαι να είμαι στο κεφάλι του καθενός όταν διαβάζω βιβλία, όσον αφορά τα δικά μου είναι σαν ξένα! Άλλα, δεν αντέχω ούτε που να τα δω! Κάποια άλλα με ξαφνιάζουν, υπάρχουν ιστορίες που ανακαλύπτω με τον καιρό, μεγαλώνουν κι αλλάζουν μαζί με μένα.

- Ποια είναι τα ειδικά χαρακτηριστικά της γραφής ενός συγγραφέα, τα οποία αξιολογείτε θετικά, ως κριτικός;

Ατμόσφαιρα (πολύ σημαντικό, άνευ ατμόσφαιρας...), συγγραφικό αποτύπωμα (πείτε το ιδιαίτερο τρόπο γραφής; στυλ;), τόλμη (όσον αφορά τη γραφή γιατί στη ζωή συνήθως είναι δειλοί οι συγγραφείς), βαριά σκιά (να φλέγονται για κείνο που κάνουν, να θέλουν να τα πουν οπωσδήποτε γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς), και φυσικά συγκρότηση και... κουπί! Θέλει δουλειά όλο αυτό αλλά αν είναι για σένα ανάσα, ζωή, όλα είναι αλλιώς και το αντιλαμβάνονται οι πάντες. Και ως αναγνώστρια τα ίδια θα έλεγα. Νομίζω την έχω διατηρήσει την αθωότητα και την δίψα του αναγνώστη ειδ' άλλως θα ήμουν δυστυχής!

- Πιστεύετε ότι η σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία έχει αποκρυσταλλώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ή θεωρείτε ότι ακόμη τα αναζητεί;

Έχω την εντύπωση ότι στην εποχή μας- παρά την κρίση, στη λογοτεχνία ευτυχώς λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα- έχει αρχίσει να τα βρίσκει σιγά – σιγά. Δεν είμαι απ' αυτούς που γκρινιάζουν, έχουμε αρκετούς συγγραφείς και γράφουν καλά! Όσο για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε μια μπερδεμένη εποχή, καθρέφτης είναι, δεν γίνεται παρά και η λογοτεχνία να είναι μπερδεμένη. Αλλά την ποίηση την έχουμε στις φλέβες μας, στο DNA μας ως λαός.

- Γίνεται συχνά λόγος για βιβλία – “best-seller”, γεγονός που επηρεάζει την αναγνωστική συμπεριφορά του κοινού. Σύμφωνα με την προσωπική σας άποψη, όσα βιβλία χαρακτηρίζονται ευπώλητα είναι ταυτοχρόνως και ποιοτικά;

Πρώτα- πρώτα θα πρέπει να πούμε ότι ένα βιβλίο που αρέσει, σίγουρα κάτι θα έχει, κάτι εκφράζει, τα μπεστ - σέλλερ δεν είναι τυχαία. Ανεξαρτήτως αν εμείς συμφωνούμε ή όχι. Είναι και αναλόγως του προσωπικού γούστου του καθενός. Τώρα, αν κοιτάξετε τα ευπώλητα θα βρείτε και Μπόρχες (ναι, υπήρξε κάποια εποχή) και Έκο και Ροθ και Γιόκο Ογκάουα και Μουρακάμι αλλά και έλληνες συγγραφείς που μας βάζουν δύσκολα, πώς το εξηγείτε αυτό; Στο φινάλε ο καθένας διαβάζει με ό,τι έχει, ό,τι είναι, αυτό που του μοιάζει και του ταιριάζει! Γιατί όχι;

- Ο χώρος των εκδόσεων διέρχεται στις μέρες μας κρίση. Ολοένα και λιγότερα βιβλία εκδίδονται ετησίως, ενώ οι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς είναι πλέον ελάχιστοι. Πώς αντικρίζετε το παρόν και το μέλλον των εκδόσεων στην Ελλάδα;

Πάντα η όποιας μορφής κρίση ωφελούσε την λογοτεχνία. Κάποτε οι εκδότες εξέδιδαν βιβλία σχεδόν στα τυφλά. Ε, ας προσέξουμε περισσότερο όλοι! Δεν συμφωνώ ότι δεν βγαίνουνε νέοι συγγραφείς, ίσα – ίσα και βγαίνουν και αντιμετωπίζονται πολύ πιο ευνοικά απ' ό,τι ένας ήδη δοκιμασμένος. Απλώς χρειάζεται προσπάθεια και επιμονή. Να μη μπορεί να κάνεις αλλιώς παρά να γράφεις, σε εκδίδουν δεν σε εκδίδουν! Θα εκδοθείς κάποια στιγμή, ό,τι αξίζει έρχεται η ώρα που τον βρίσκει τον δρόμο. Είμαι αισιόδοξη όσον αφορά το βιβλίο! Όσο απαισιόδοξη είμαι για την οικονομία, τόσο αισιοδοξώ για το μέλλον της λογοτεχνίας και για την Τέχνη. Αλλιώς δεν αντέχεται ετούτη η ζωή!

- Πολλοί κάνουν λόγο για τα ψηφιακά βιβλία, θεωρώντας ότι αποτελούν το μέλλον της λογοτεχνικής ανάγνωσης. Ποια είναι η προσωπική σας εκτίμηση έναντι μιας τέτοιας πραγματικότητας;

Καθόλου δεν με τρομάζει! Αντιθέτως με κάνει περίεργη και ευτυχή! Οι ιστορίες πάντα θα υπάρχουν όπως και οι αφηγητές, τώρα το μέσον ε ας αλλάζει! Πάντοτε θα υπάρχουν και οι φετιχιστές του χαρτιού, το βιβλίο ως μαγικό αντικείμενο αφ' εαυτού του κάτι μου λέει ότι παράλληλα με την ψηφιακή μορφή, σαν αισθητική, τέχνη, θα είναι όλο και πιο καλό, πιο θελκτικό. Αλλά και τα e-books που επιτρέπουν ειδικά στους νεαρούς αναγνώστες και διάδραση και συμμετοχή, να σας πω την αλήθεια μου και μένα μαγεύουν! Όλα για το καλό της λογοτεχνίας είναι, το μέσον επικοινωνίας αλλάζει. Αλλά τίποτα δεν ακυρώνει αυτό που υπάρχει, έχει μεγάλη δύναμη και η λογοτεχνία και το χαρτί!

- Ποια πέντε βιβλία θεωρείτε ότι θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην προσωπική βιβλιοθήκη κάθε αναγνώστη;

Μου βάζετε δύσκολα, δεν θέλω ακατάσχετα να φλυαρώ ούτε και να απαντήσω για όλους. Θα μιλήσω προσωπικά. Χωρίς εκείνα, ενδεχομένως δεν κάνω. Άπαντα Μπόρχες, Αγία Γραφή, Προυστ “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”, “Ο ηλίθιος” του Ντοστογιέφσκι, και επαναλαμβάνω, επειδή εγώ δεν θα άντεχα δίχως αυτά, “Η Αλίκη στη Χώρα των θαμάτων” ναι, το υπέροχο παραμύθι αυτό και “Η ασκητική της αγάπης” της γερόντισσας Γαβριηλίας. Βιβλία που αλλάζουν μαζί μου καθ' οδόν, η δύναμή μου, η απάντηση στην ερώτηση που δεν θα γίνει ποτέ, η παρηγορία μου.

Κυρία Σπυριδάκη, σας ευχαριστώ πολύ για τις υπέροχες ερωτήσεις. Ανακάλυψα μέσα μου πράγματα κι εγώ.

Το τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα με τίτλο "Αιώνια επιστροφή" κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός


7/12/10

Αιώνια Επιστροφή: το trailer

Η ζωντανή έρημος


Ο κόσμος μας είναι ακριβώς ίδιος. Πέφτει βροχή κι ανθίζουν τα λουλούδια. Δεν βρέχει, μαραίνονται. Τα έντομα τα τρώνε οι σαύρες, τις σαύρες τις τρώνε τα πουλιά. Στο τέλος όμως όλα πεθαίνουν. Πεθαίνουν και ξεραίνονται. Η γενιά μας πεθαίνει κι έρχεται η επόμενη. Έτσι πάει. Χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να ζήσεις. Και χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να πεθάνεις. Στο τέλος όμως δεν έχει και τόση σημασία. Το μόνο που μένει είναι η έρημος”.


ΝΟΤΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ, ΔΥΤΙΚΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ” του Χαρούκι Μουρακάμι. Μετάφραση: Βασίλης Κιμούλης. Εκδ. “Ωκεανίδα”, σελ. 298, € 14


Δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ, μόνο στις αναμνήσεις. Ήταν εδώ και τώρα έφυγε. Δεν υπάρχει μέση λύση. Το μάλλον είναι μια λέξη που μπορεί να τη βρει νότια των συνόρων. Αλλά ποτέ, μα ποτέ, δυτικά του ήλιου”.

Με διαβρωτική ροκ, τζαζ και κλασική μουσική να διατρέχουν ως συνήθως και αυτό το βιβλίο, με έρωτα και θάνατο πανταχού παρόντα εξ αρχής, ο μεγάλος Ιάπωνας συγγραφέας γνωστός μας από το “Κουρδιστό πουλί” κι αγαπημένος απ' το “Νορβικό δάσος”, συμπυκνώνει σε ένα απόλυτης ποιητικής απλότητας μυθιστόρημα, όλο το μυστήριο του έρωτα και της ζωής.

Ως συνήθως ο ήρωάς του, ο Χατζίμε, είναι ένας απολύτως συνηθισμένος άνθρωπος. Μοναχοπαίδι τραγικό, ούτε θηρίο, ούτε θεός, ερωτεύεται πλατωνικά τη Σιμαμότο στα δώδεκά του, την χάνει και το ελαφρώς κουτσό πόδι της το κάνει φετίχ.

Στην εφηβεία του, ερωτευμένος με την Ιζούμι θα την πληγώσει με το χειρότερο τρόπο. Θα φύγει για Τόκιο, θα σπουδάσει, θα πιάσει δουλειά ως επιμελητής που δεν τον αφορά, θα μετρά νεκρές σχέσεις, άδειες ημέρες, τον παντελώς χαμένο καιρό:

Μου έμεναν τριάντα τρία χρόνια μέχρι τη σύνταξη, να σέρνω καθημερινά τις αλυσίδες μου σ' ένα γραφείο, κοιτάζοντας τυπογραφικά δοκίμια, μετρώντας αράδες, διορθώνοντας λάθη. Θα παντρευόμουν ένα καλό κορίτσι, θα κάναμε μερικά παιδιά, θα παίρναμε δυο φορές το χρόνο το δώρο- η μόνη φωτεινή στιγμή μιας κατά τα άλλα πληκτικής ύπαρξης”.

Αλλά δεν θα πάψει να επαναλαμβάνει: “Δεν είν' αυτό που ψάχνω”. Και να γνωρίζει καλά: “Χρόνια απογοήτευσης και μοναξιάς. Και σιωπής. Παγωμένα χρόνια, όπου τα αισθήματα βρίσκονταν κλειδωμένα μέσα μου”.

Η ζωντανή έρημος” του Ντίκενς κι ένας συμφοιτητής θα του προσφέρει το μελλοντικό πλάνο:

Ο κόσμος μας είναι ακριβώς ίδιος. Πέφτει βροχή κι ανθίζουν τα λουλούδια. Δεν βρέχει, μαραίνονται. Τα έντομα τα τρώνε οι σαύρες, τις σαύρες τις τρώνε τα πουλιά. Στο τέλος όμως όλα πεθαίνουν. Πεθαίνουν και ξεραίνονται. Η γενιά μας πεθαίνει κι έρχεται η επόμενη. Έτσι πάει. Χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να ζήσεις. Και χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να πεθάνεις. Στο τέλος όμως δεν έχει και τόση σημασία. Το μόνο που μένει είναι η έρημος”. Και τότε στη ζωή του απρόσμενα σε μια νεροποντή θα εμφανιστεί η Γιουκίκο. Και θα την παντρευτεί. Ο πεθερός του θα τον βοηθήσει να γίνει ο ιδιοκτήτης σε δυο τζαζ μπαρ, θα κάνουν δυο παιδιά, η ζωή φαίνεται πια ό,τι επιτυχημένα κι ευτυχισμένα κυλά.

Μέχρι εκείνο το βροχερό βράδυ που η Σιμαμότο, επιστρέφει. Για να του αναποδογυρίσει σαν το πουλόβερ όλη του τη ζωή. Μυστηριώδης, σπαραγμένη και σπαρακτική, γοητευτική. Θα δείξει ότι προτίθεται να την ακολουθήσει έως την άκρη της γης. Στο ποτάμι, για να σκορπίσει τις στάχτες του πεθαμένου μωρού της, στο εξοχικό όπου θα κάνουν έρωτα σαν μελλοθάνατοι ή ως τρελοί. Για να την χάσει για πάντα, κατόπιν. Χωρίς να μπορέσει να λύσει το αίνιγμά της ποτέ.

Το φάντασμά του, κάποια στιγμή επιστρέφει, αλλά ο Χατζίμε το ξέρει ότι “Κάτι πολύ ουσιώδες είχε χαθεί”. Γνωρίζει ακόμα και ότι “Η ζωή δεν είναι τόσο εύκολη και δεν πιστεύει ότι πρέπει να είναι”.

Αγκαθάκι στο χρόνο το τραγούδι τους εκείνο της βροχής.

Star – Crossed Lovers”. Ο Ντιουκ Έλινγκτον κι ο Μπίλι Στρέιχορν το έγραψαν πριν από πολλά χρόνια. Αλλά παρ' όλα αυτά, μιλάει γι' αυτούς: “Εραστές που γεννήθηκαν κάτω από άτυχο άστρο. Άτυχοι εραστές”.

Και η ζωή τους, αντανάκλαση σε ένα υπαρκτό ανύπαρκτο χρόνο, επειδή “Μπορεί το αστέρι να μην υπάρχει πια. Κι όμως μερικές φορές αυτό το φως μού φαίνεται πιο αληθινό απ' οτιδήποτε άλλο”. Σαν τον Χατζίμε, την Σιμαμότο: “Τουλάχιστον φαίνεται να είσ' εδώ. Μπορεί όμως και να μην είσαι. Μπορεί να είναι απλώς η σκιά σου. Ο αληθινός εαυτός σου μπορεί να βρίσκεται κάπου αλλού”.

Ένα αγρίως ερωτικό, υπαρξιακό μυθιστόρημα, για την αντανάκλαση της ζωής και τον πόνο του έρωτα, για τον θάνατο που γεννιέται ταυτοχρόνως με την ίδια πράξη την ερωτική. Ονειρικό, παραληρηματικό, απλό αλλά αφάνταστα σύνθετο. Υφασμένο με εκείνο το πυκνό υλικό των ονείρων και της ζωής.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Ο Χαρούκι Μουρακάμι, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννήθηκε στο Κιότο το 1949. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Waseda.

Τον Απρίλιο του 1974, παρακολουθώντας έναν αγώνα μπέιζμπολ, του ήρθε ξαφνικά η έμπνευση να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα. Tο 1974, επίσης, άνοιξε στο Τόκιο μαζί με τη γυναίκα του τη Γιόκο το τζαζ μπαρ «Peter Cat», το οποίο πούλησε το 1981 για ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο. Tο 1986 ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Tο 1991 πήγε στις HΠA, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Princeton και στο William Howard Taft στην Καλιφόρνια κι έγραψε το μυθιστόρημα “Το κουρδιστό πουλί”.

Έργα του: “Hear the wind sing, Pindall”, 1973, και “A wild sheep chase”,τρία μυθιστορήματα που συνθέτουν την Τριλογία του Αρουραίου, “Hard -boiled wonderland and the enti of the world”, “Νορβηγικό δάσος”, “Dance dance dance”, “South of the border”, “The elephant vanishes”,“Undergraund”, “Σπούτνικ αγαπημένη”, “After the quake” “Kafka on the shore”, “Blind willow, sleeping woman” “After dark”.

Για το έργο του έχει τιμηθεί επανειλημμένα με βραβεία και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες. Έχει μεταφράσει στα γιαπωνέζικα έργα των Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Tρούμαν Kαπότε, Tζον Ίρβινγκ και Pέιμοντ Kάρβερ. “Είναι απλώς ένα χόμπι”, λέει, “όχι δουλειά”. Από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του “Το κουρδιστό πουλί”, “Νορβηγικό δάσος”, “Σπούτνικ αγαπημένη” και “Μετά το σεισμό”.



Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής


24/11/10

“ο αγέρωχος, πλην τώρα σιωπών Καθηγητής −πατέρας-Στάλκερ και θεός-τιμωρός”

Για μιαν αγραμμική ανάγνωση του βιβλίου

Γράφει η Αρετή Κολλάτου:

Όταν έπιανα στα χέρια μου το βιβλίο της Ελένης Γκίκα, δεν μπορούσα να φανταστώ το δέος που αρχικά θα βίωνα μπροστά στις απαιτήσεις μιας τέτοιας επιμέλειας. Δέος, που σταδιακά −πρωτεϊκά θα έλεγα− έπαιρνε τη μορφή έκπληξης.
«Έκρηξη» θα το έλεγα.
Τώρα, καθώς βρισκόμαστε στο τέλος αυτής της πορείας, μπορώ να το πω: Η Ελένη Γκίκα δεν είναι συνηθισμένη συγγραφέας· και δεν μπορείς να τη δεις μονοσήμαντα. Αυτό τουλάχιστον δείχνει το βιβλίο της Αιώνια επιστροφή.
Έχοντας όραμα ζωής υψηλό, η Γκίκα τολμά να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο μέσα από τριτοπρόσωπη γραφή, να αγγίξει και να φανερώσει πτυχές του ψυχισμού της, να αφεθεί στα χέρια του Στάλκερ-καθοδηγητή −πατέρα, ή εραστή θα τον πει−, να ζήσει τη «χάρτινη», όπως τη λέει, ζωή αλαφροπερπατώντας στα μονοπάτια του βιβλίου· των βιβλίων που την περιτριγυρίζουν και της δίνουν πνοή. Τολμά, κυρίως, να περάσει μέσα από τη φωτιά της «διαρκούς και προδομένης» επανάστασης, και να σωθεί!
Οι ήρωες του βιβλίου της είναι κομμάτια του εαυτού της. Η ίδια είναι και η «ατσαλάκωτη» και ρομαντική Όλγα, και η οραματίστρια Μαρίλη, και ο αγέρωχος, πλην τώρα σιωπών Καθηγητής −πατέρας-Στάλκερ και θεός-τιμωρός−, και η εύθραυστη «Κόκκινη Άννα»-μητέρα, και ο Ορέστης − Στάλκερ κι αυτός, ή «Ορέστης από το πουθενά». Θα κρύβεται στην αγκαλιά της γιαγιάς Όλγας και θα γίνεται «άλλη», θα υποκύπτει καθημερινά στην Γκλόρια και θα «πεθαίνει», θα ονειρεύεται μέσα από τις νότες της μαντάμ Ζιλιέτ και θα ταξιδεύει, θα μεταμορφώνεται συχνά σε Αλίκη, για να φτάσει εκεί που οι φόβοι της δεν της ανοίγουν το δρόμο να τον διαβεί…
Διαβάζοντας το βιβλίο, συνειδητοποίησα ότι προσφέρεται για περισσότερες της μιας αναγνώσεις: και με πορεία γραμμική −η ιστορία, με τα παρένθετα πρόσωπα, με τις αναφορές-κριτικές βιβλίου−, αλλά και ακολουθώντας τους ήρωες στην επώδυνη πορεία τους προς την αυτογνωσία, στους έρωτές τους, στα ένοχα μυστικά τους, στην ανομολόγητη δράση τους.
Πώς θα βιώσει η Όλγα τον έρωτα, χωρίς τον Ορέστη και τη Μαρίλη;
Κι αν έχει χαθεί εκείνος ο Ορέστης, θα βρεθεί ο άλλος, ο «Ορέστης από το πουθενά», για να την κάνει και πάλι να ανθίσει, «σαν αρχαία πληγή» που πονά…
Τα πρόσωπα χάνονται μέσα στην αχλή του χρόνου, ο χώρος σαλεύει, οι ήρωες ταξιδεύουν και ξεπερνούν τα όρια, η κοινωνική αποσύνθεση οδηγεί σε «διαρκή και προδομένη» δράση, η μητέρα προδίδει και προδίδεται, ο πατέρας πριν «φύγει» μιλά!
Και ο έρωτας έρχεται ξανά και ξανά…

Αρετή Κολλάτου, η επιμελήτριά μου, κεραυνοβόλα φιλία, συνεργασία, περίπτωση, όπως και όλα μου όσον αφορά τον υπέροχο κύριο Ψυχογιό...

Και τους ευχαριστώ τόσο πολύ... Όλους...

YG. Εχθές ήταν ένα ουσιαστικό βράδυ στο Θεμιστοκλέους 104 του Καστανιώτη. Η Μαρία Μπέικου σε κάνει να αιθάνεσαι ευλογημένη και τυχερή που υπάρχει και στη δική σου ζωή. Σε μιαν εποχή που όλα είναι και δεν είναι, όλοι είναι εδώ και ταυτοχρόνως εκεί, Αυτή η Γυναίκα στέκει Εδώ αλώβητη από το αβάσταχτο τίποτα της εποχής. Ένα κομμάτι, κυριολεκτικά, Ποίησης και Ιστορίας, Αυτοθυσίας και Γενναιοδωρίας. Μια ανοιχτή αγκαλιά- καρδιά...
Μαρία Μπέικου, μη την ξεχάσετε ποτέ. "Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ..." διαβάστε το! Μας επαναπροσδιορίζει σ' αυτή την ομιχλώδη ζωή.

22/11/10

“Μόνο την Κυριακή μπορούσα να κλάψω”...

Τρίτη 23 Νοεμβρίου, 7.00 μ.μ.
104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης των Εκδόσεων Καστανιώτη
Θεμιστοκλέους 104, Αθήνα,
Τηλ. 210-3826185

Το 104 Κέντρο Λόγου και Τέχνη των Εκδόσεων Καστανιώτη σας προσκαλεί στην παρουσίαση του νέου βιβλίου της Μαρίας Μπέικου Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ...
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Τασούλα Βερβενιώτη, ιστορικός, Ελένη Γκίκα, δημοσιογράφος-συγγραφέας, Μάνος Ζαχαρίας, σκηνοθέτης, Άλκη Ζέη, συγγραφέας, Θόδωρος Τερζόπουλος, σκηνοθέτης. Αποσπάσματα θα διαβάσει η Κάτια Δανδουλάκη.


ΖΩΗ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ

“Μόνο την Κυριακή μπορούσα να κλάψω”...
Στα 17 της από την Ιστιαία της Εύβοιας και φοιτήτρια της Ιατρικής βρέθηκε στο βουνό. Στο ΕΛΑΣ για να σώσει την χώρα της από τον κατακτητή.
Μετά την Βάρκιζα, ξανανέβηκε για να σωθεί. “Ξέρω ότι αμύνομαι, δεν θέλω να κάνω κακό σε κανένα”. Στον Δημοκρατικό Στρατό αυτή τη φορά.
Ο άντρας της- νιόπαντρη τότε, για κείμενα στην Αυγή- φυλακισμένος πρώτα κι ύστερα μελλοθάνατος.
Στην Τασκένδη κατόπιν και για 24 χρόνια στη Μόσχα. Δεκατέσσερα χρόνια έκανε να τον δει. Δεκατέσσερα χρόνια έζησε και μαζί του.
Μια ζωή στο βουνό, στο ραδιόφωνο, σε πορεία, “μόνο την Κυριακή μπορούσα να κλάψω”.
Γύρισε, σαν την Ηλέκτρα, με τις στάχτες του άντρα της στις αποσκευές. Η Μαρία Μπέικου, σύζυγος Γεωργούλα, παρτιζάνα και αξιωματικός του ΕΛΑΣ πρώτα κι ύστερα του Δημοκρατικού Στρατού, συμφοιτήτρια και επιστήθια φίλη του Αντρέι Ταρκόφσκι και νονά του γιου του Αρσένι. Η συγγραφέας μιας βιογραφίας που είναι ακριβή λογοτεχνία ζωής: “Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ...”
Θυμάται, λοιπόν, και ευχαρίστως θα ξανάκανε την ίδια ακριβώς ηρωικά επώδυνη διαδρομή. Και με τον δικό της μαγικό, κινηματογραφικό, δωρικά απέριττο τρόπο, μας λέει. “Γιατί η ζωή, είναι ζωή...”

Ελένη Γκίκα, Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

19/11/10

Μια ιστορία μέσα στην Ιστορία...

Από το μπλογκ της Πέρσας Κουμούτση...
Η Πέρσα, λοιπόν, για την “Αιώνια Επιστροφή”

Στο προηγούμενο βιβλίο της Ελένης Γκίκα, Πλήθος Είμαι, η βασική ηρωίδα της φαινομενικά εύθραυστη αλλά με την αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου που θέλει να εξορκίσει το παρελθόν του, επιχειρεί μια περιπλάνηση στους σκοτεινούς λαβυρίνθους της μνήμης. Αναδιφά σε αυτήν γυρεύοντας τραύματα και θραύσματα του παρελθόντος, ελπίζοντας, ότι με αυτή την αναδίφηση θα απολυτρωθεί από το τυραννικό της παρελθόν.
Στην "Αιώνια επιστροφή" η Ελένη Γκίκα επιστρέφει. Επιστρέφει με ένα ακόμα εκπληκτικό ταξίδι της, στο χωροχρόνο, μόνο που ετούτη η επιστροφή δεν επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσα από τη διαδικασία της επαναφοράς της μνήμης, ή από ένα πλέγμα αναπολήσεων ή αναμνήσεων, αλλά με το σθένος και τη δύναμη εκείνου που τολμά να ανασύρει την αλήθεια, να την αποκαλύψει και έπειτα να την εκθέσει γυμνή μπροστά στα μάτια των άλλων. Και όχι μόνον αυτό, αλλά είναι έτοιμη κάθε στιγμή να αναμετρηθεί μαζί της, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Η ιστορία της Ελένης είναι μια ιστορία μέσα στην Ιστορία, όπως λέει και η ίδια. Οι δυο αυτές ιστορίες άλλοτε τέμνονται και συναντιούνται και άλλοτε συγκρούονται και απομακρύνονται η μια από την άλλη, όπως συμβαίνει με όλες τις σχέσεις στη ζωή. Αλλά σε κάθε περίπτωση αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοϋποστηρίζονται με ένα μοναδικό τρόπο. Το ίδιο συμβαίνει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και ανάμεσα στους ήρωες της κάθε ιστορίας.
Ανάμεσα, σε εκείνους τους ‘αληθινούς’ τους απτούς που πλαισιώνουν τη ζωή της κεντρικής ηρωίδας της, αλλά και τους άλλους, τους χάρτινους που ξεπηδούν μέσα από τα βιβλία και τα ‘θραύσματα’ που η δημιουργός επιλέγει να μας παραθέσει. Μόνο που εδώ, ακόμα και οι ‘χάρτινοι ήρωες’ αποκτούν υπόσταση, ανάσα και πνοή. Περνοδιαβαίνουν, έξω από τα όρια της ιστορίας της με σκοπό να μας φέρουν αντιμέτωπους με τα γεγονότα τις αλήθειες, που ενώ οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε, συχνά στρέφουμε μακριά το πρόσωπό μας.
Η βασική ηρωίδα του βιβλίου Όλγα, ζει μια παράδοξη ζωή, σχεδόν σιωπηλή, ώσπου αποφασίζει να κάνει εκείνο το βήμα που η ίδια αργότερα θα προσδιορίσει ως Αιώνια Επιστροφή. Όλη της τη ζωή περιμένει ετούτη τη στιγμή, όπου θα κάνει αυτό το τολμηρό δρασκέλισμα. Έτσι κάπου ανάμεσα στα ασαφή και θολά όρια του δρόμου που επιλέγει να διανύσει, θα συναντήσει τρία ‘πρόσωπα,’ καθοριστικά και ολέθρια. Αλλά μόνο για την ίδια; Έρωτας, Λογοτεχνία, Πολιτική. Τρία πρόσωπα, τρεις βασικές πτυχές της ιστορίας που συμπλέκονται με ένα εξαιρετικό και πάντα μοναδικό τρόπο, από εκείνους που μας έχει συνηθίσει η Ελένη Γκίκα. Αλλά πάντα και σε κάθε περίπτωση ανοίγει τα μάτια μας για δούμε τα πράγματα καθαρότερα.
Το είχα πει από την αρχή, και το ξαναλέω, ελάχιστες φορές ο συμβολισμός και ο ρεαλισμός έχουν ζυμωθεί με τόση μαεστρία στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία όσο στα βιβλία της Ελένης. Και μοιάζει να το πετυχαίνει πάντα με ένα τρόπο τόσο φυσικό.
Ελένη, καλή επιτυχία σου εύχομαι, ολόψυχα, και πάντα να επιστρέφεις με συγκλονιστικά βιβλία.

Yg Δεν το αρνούμαι, η Πέρσα είναι φίλη μου καλή (και εξαιρετική συγγραφέας και μεταφράστρια). Για την φιλία της πρώτα απ' όλα, μια ζωή (όση ζωή) θα την ευχαριστώ...

15/11/10

“Ετοιμαστείτε και Κοντεύουμε και Τέρμα η διαδρομή, δεν πάει άλλο”...

“ΚΩΜΩΔΙΑ” του Αχιλλέα Κυριακίδη. Εκδ. “Πόλις”, σελ. 63, € 9

“Είστε ο κύριος Δ.Χ; Υπό άλλες συνθήκες, θ' απαντούσε αμέσως, η ερώτηση ήταν εύκολη, εντός ύλης, την είχε διδαχθεί' τώρα, όμως, σαν να 'χε υποστεί μιαν ακραία κρίση ταυτότητας, έδωσε λίγο χρόνο στο μυαλό του να κοντοσταθεί, να συγκαλέσει τους νευρώνες του, να εντείλει μιαν εξίσου άγνωστη φωνή να πει Ναι”.
“Ζούμε ένα όνειρο μέσα σε όνειρο”, σαιξπηρικός, μπορχικός, καφκικός μα πάνω απ' όλα απαράμιλλα... Κυριακιδικός, ο Αχιλλέας Κυριακίδης, μεγάλος στυλίστας, στη καινούργια του νουβέλα “Κωμωδία” συγκεντρώνει όλη την ανθρώπινη κωμωδία μέσα σε ένα λογοτεχνικό παιχνίδι που θυμίζει την Αλίκη και τους Καθρέφτες.
Ο ήρωάς του Δ.Χ. Δημόσιος υπάλληλος άχρωμος κι άοσμος κατ' αρχάς, διανοούμενος χωμένος στα βραβειάκια του και στις κρυφές προδοσίες του κατόπιν, βαλκανιολόγος που μασά τα λόγια του και άλλα λέει κι άλλα εννοεί στη συνέχεια και μετανάστης φυγάς εκ Πρεμετής τελικά, ζει όπου ζούμε αλλά με την δυνατότητα των πολλαπλών διαδρομών που εξασφαλίζει για τους ήρωες, τον συγγραφέα αλλά και για τον αναγνώστη η λογοτεχνία.
“Αυτό, λοιπόν, είναι η λογοτεχνία, αν θες να μάθεις: το αίμα των γεγονότων, είπε ο Δ.Χ. κι έφερε το χέρι δίπλα στο δεξί του φρύδι, εκεί όπου θα μπορούσε να είναι μια μικρή ουλή αλλά δεν ήταν”.
Τα σταθερά, σ' αυτήν την ως κινούμενο άμμο, τελικά, ιστορία του κόσμου, μια ουλή στο πρόσωπο, ένα αμάξι που καίγεται, ο Παπαδημητρακόπουλος άλλοτε άνθρωπος κι άλλοτε δρόμος, φυσικά ο Δ.Χ. που αλλάζει πρόσωπο και προσωπείο σαν το φίδι τα πουκάμισα και βεβαίως ο τηλεφωνητής. Απειλητικός στην αρχή, ως το άγνωστο που πάντα τρομάζει και ενοχλεί και άκρως γελοίος και σαρκαστικός στο φινάλε.
Το μεγάλο ζητούμενο, οι χρόνοι του ρήματος ζω, “θέλεις να ζήσεις” και “αν θέλεις να έχεις ζήσει” όπου και βρίσκεται το... κουμπί και το κλειδί και ο όντος χρόνος. Πάντα αεί υπάρχον και αενάως κινούμενο παρελθόν, μέλλον ως χαμαιλέων, Αλλά ποτέ θεικό ή έστω ανθρώπινο, στο φινάλε, παρόν. Παρά μόνον, στον χάρτινο ήρωα ή στην χάρτινη ιστορία.
“Δεν θα μάθουμε ποτέ τι σκατά νομίζουμε ότι κάναμε κοιτάζοντας μπροστά, τι σόι ζωή πιστέψαμε ότι έστρωναν για μας τόσες επαναστάσεις, τόσοι θάνατοι, πολλοί νεκροί ρε φίλε, όποιος πρόλαβε έζησε, αυτά έλεγε ο καθηγητής Φιλοσοφίας της Ιστορίας μια νύχτα που ο Δ.Χ. τον κοίταζε από τα ρηχά μιας ήπιας μέθης και σώπαινε σιωπή μεγάλη, τη νύχτα που απ' το διπλανό δωμάτιο η Αριάδνη τον κρυφάκουσε να λέει Κι αυτή η συνείδηση να θέλει να πει όχι, μια φορά να πει όχι αλλά πού, έρχεται αυτό το γαμημένο ναι που δεν το καταδέχονται ούτε οι υποσημειώσεις, κι ύστερα τη φωνή του Δ.Χ. Που δεν την είχε ξανακούσει έτσι απότομα νηφάλια, Ναι αλλά η μεγάλη λογοτεχνία γράφτηκε με τα ναι,...”
Κινηματογραφικός, παιγνιώδης, είρων, σαρκαστικός και αυτοσαρκαστικός, ατμοσφαιρικός, αινιγματικός, ανατρεπτικός, αλληγορικός, ο συγγραφέας κατορθώνει μέσα σε μόλις 61 σελίδες να περικλείσει όλη την ανθρώπινη παρελθούσα και πρόσφατη, κοινωνική, ψυχολογική και υπαρξιακή μας ιστορία. Την πεμπτουσία της λογοτεχνικής ικανότητας να δίνει σχήμα και υπόσταση στην άβυσσο, να βάζει σε τάξη το χάος.
Μια ιστορία που γίνεται η ιστορία που θέλετε. Με αίνιγμα που απαιτεί την... λυτική, μορφοποιητική, καταλυτική, ματιά του εκάστοτε αναγνώστη του.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γεννήθηκε το 1946 στο Κάιρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει δώδεκα βιβλία με διηγήματα, μικρά πεζά και δοκίμια (κινηματογραφικά και φιλολογικά), έχει γράψει τρία σενάρια που γυρίστηκαν σε ισάριθμες κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους, και έχει σκηνοθετήσει επτά ταινίες μικρού μήκους σε δικά του σενάρια.
Το 2004 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τις “Τεχνητές αναπνοές”, το 2007 με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης, για τη μετάφραση των πεζογραφικών “Απάντων” του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (στην οριστική έκδοση των Ελληνικών Γραμμάτων) και με το “Διεθνές Βραβείο Καβάφη Μετάφρασης, στο πλαίσιο των Καβάφειων 2007, και το 2009 με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ, για τη μετάφραση του μυθιστορήματος “Στο cafe της χαμένης νιότης” του Πατρίκ Μοντιανό.
Κυκλοφορούν πάνω από σαράντα πέντε μεταφράσεις του έργων συγγραφέων όπως οι Μπόρχες, ο Περέκ, Ροθ, Σεπούλβεδα, Φουέντες, Κενό, Φραμπέτι κ.ά.
Έχει γράψει τα βιβλία: “Τεχνητές αναπνοές”, “Ο καθρέφτης του τυφλού”, “Μικρή περιοχή”, “Διαφάνεια”,
“Ο Ναπολέων Αστός σε νέες περιπέτειες”,
“Στοιχεία ταυτότητος”, “Η συνέχεια επί της οθόνης”,
“Ο πληθυντικός μονόλογος”, “Διεστραμμένες ιστορίες”¨,
“Μουσική” και “Ψευδομαρτυρίες”.

2/11/10

Αιώνια Επιστροφή

Ένα σημάδι τού ζητούσε. Πάντα ψηλά στο μηρό. Που να το βλέπει μόνο εκείνη. Που να τον έχει παρόντα, όταν θα λείπει...
Έτσι συνήθιζε να ζει και να μεγαλώνει η Όλγα. Μια ζωή με τον βουβό πατέρα, με το μυστικό της νεκρής μητέρας, με τον απόντα εραστή. Μια ζωή με τα βιβλία, μια ζωή με Χάρτινη Ζωή. Έκανε χρόνια να περάσει τη δική της Ζώνη των Επιθυμιών. Όμως, ο περαματάρης Στάλκερ υπήρχε. Έτσι η Όλγα, μισό γατί, μισό αρνί επιστρέφει στο σταυροδρόμι του Φoνιά, στο σπίτι του Καθηγητή. Αιώνια Επιστροφή θα το πει.
Το απόλυτο, αλλόκοτο, ολέθριο πρόσωπο της Τρομοκρατίας στον Έρωτα, στη Λογοτεχνία, στην Πολιτική. Ο Στάλκερ που γίνεται ολοκαύτωμα και ο Καθηγητής, μπροστά στη Θυσία βουβός. Η ιστορία της Όλγας, του Ορέστη που όλο χάνεται και επιστρέφει, της Μαρίλης, του άλλου μισού της, και του Καθηγητή. Η ζωή που δεν ήταν παρά μια προσδοκία, μια αναμονή ετούτης ακριβώς της στιγμής. Το ατελεύτητο της προσδοκίας και μιας σχέσης.
Μια ιστορία μέσα στην Ιστορία, και οι παράλληλοι κόσμοι της τέχνης και της ζωής. Οι χάρτινοι ήρωες που αποκτούν υπόσταση έξω από το βιβλίο και οι άνθρωποι που θα γίνουν σελίδα, γκρο πλαν, υστερόγραφο, τελεία και παύλα, χαμένος χρόνος· και για τούτο, Αιώνια Επιστροφή.

Υγ. Ε ναι, βγήκαμε. Αύριο θα μας δω, από 12 Νοεμβρίου στα βιβλιοπωλεία τα πρώτα δειλά βήματα. Με ευχές φίλων στις φτερούγες, στ' αυτιά!

“Με σπάνια για τα ελληνικά γράμματα ευχέρεια, η Ελένη Γκίκα μπορεί να διατρέχει άνετα τόσες περιοχές της πολυδαίδαλης ανθρώπινης ύπαρξης. Να ανεβοκατεβαίνει από τον υγρό βυθό στην επιφάνεια και τον αέρα- σύμβολα του ψυχισμού και του πνεύματος- με ευλυγισία δελφινιού.
Και το σώμα ανάμεσα, ενστικτώδες και επιτακτικό, όσο απροκάλυπτα και αν εκφράζεται, καταφέρνει να αθωώνεται με την αγνότητα των αγριμιών του δάσους.
Ο ρεαλισμός βαφτίζεται στη μοναδική ποιητικότητα του λόγου της και του κλίματός της. Μια ποιητικότητα ζόφου, παθών, υποσυνείδητου εαυτού, και μεταφυσικής δίψας για ζωή και θάνατο, σμιλεύοντας ένα έργο από σάρκα, αίμα και πνεύμα. Όπου όλα μπερδεύονται γλυκά όσο και επώδυνα σε μουσική συμφωνία αντιθέτων. Σε αρχέγονα ραντεβού ανάστροφων προορισμών που ακαταπόνητα παλεύουν και αλληλοερωτεύονται”.
Μάρω Βαμβουνάκη


“Η «Αιώνια Επιστροφή» είναι ένα πόνημα που αποκαλύπτει τη συγγραφέα του Ελένη Γκίκα στην απώτατη στιγμή της συγγραφικής της ωριμότητας. Η εγκεφαλικότητα της γραφής έχει υποχωρήσει μπροστά στην ωμότητα του ερωτικού πάθους. Το κείμενο γλυστράει σαν πεζοποίημα με ένθετα κομμάτια του παρελθόντος αλλά και σύγχρονου λογοτεχνικού γίγνεσθαι.
Μέσα απο την ερωτική ιστορία της φοβισμένης γυναίκας με τον καθηγητή, μέσα απο τα στοιχεία της προβοκατόρικης σύγχρονης ιντερνετικής εποχής, αποκαλύπτεται πάλι και πάλι πως η συγγραφέας ζεί με τις λογοτεχνικές εμμονές της, τους ήρωες των βιβλίων που διαβάζει με μανία και πάθος, προσπαθώντας να ταυτίσει στιγμές της ζωής της , κομμάτια του εαυτού της.
Οπως γράφει και πάντα θα γράφει με πιστότητα στο πνευματικό της DNA:
Δες με, μπαμπά, δες, ανεβαίνω ψηλά, ως τους πλανήτες, μπαμπά, κοίτα, πετάω!”
“Μόνο με τα βιβλία ανεβαίνεις ψηλά!”
“Δηλαδή, άμα διαβάζω, θα πετάω;”
Ο αναγνώστης απολαμβάνει ένα ερωτικό θρίλλερ αναμεμειγμένο με κριτική λογοτεχνίας και ατόφια αποσπάσματα εκπληκτικής πεζογραφίας. Πραγματικό καλλιτέχνημα , ένα βήμα πέρα από το λογοτέχνημα.
Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη


“…Το λογοτεχνικό σύμπαν της Ελένης Γκίκα δεν είναι ενιαίο αλλά είναι ευδιάκριτο και (ίσως) μοναδικό. Το συνιστούν παιχνίδια της μνήμης, ποιητικός λόγος, αναφορές σε βιβλία, λόγια που δεν βρήκαν διέξοδο, γράμματα ανεπίδοτα…”
Librofilo


“Έρωτας τρομοκράτης ή μήπως η τρομοκρατία του έρωτα; Η Ελένη Γκίκα, παίζοντας με το χρόνο σε ένα λογοτεχνικό ταίρι του ’’Μη αναστρέψιμος’’ κτίζει λέξη-λέξη, πρόταση-πρόταση ένα ψηφιδωτό έρωτα, τρομοκρατίας, βιβλιοφιλίας σε ένα απαράμιλλο καμβά για απαιτητικούς αναγνώστες”.
Reader's – diggest

ΥΓ. Αυτό θα το ξέχναγα, απόκτησα κι άλλο blog, βουαλά:

http://elenigika.psichogios.gr/

25/10/10

“Eκείνα που δεν έχεις είναι κατά βάθος εκείνα που δε χρειάζεσαι...

... Παντού και πάντα εμείς επιλέγουμε, ακόμη και όταν δε μας είναι συνειδητό”.

“ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ ΓΕΜΙΖΕΙ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ” της Μάρως Βαμβουνάκη. Εκδ. “Ψυχογιός”, σελ. 307, € 16

“Το ζήτημα της ευθύνης, στα περισσότερα ανθρώπινα, είναι το μεγαλύτερο φιλοσοφικό ερώτημα του κόσμου. Σχολές της ψυχιατρικής τείνουν να θεωρούν τον άνθρωπο έρμαιο των τραυμάτων του και Σχολές κοινωνιολογίας τον συμπονούν ως έρμαιο των κοινωνικών συνθηκών. Άλλες, πάλι, συγκεράζουν τα αίτια σε διαφορετικές αναλογίες η καθεμία. Προτιμώ τη χριστιανική γενναία αλλά και, ως εκ τούτου, ελπιδοφόρα θέση, την πιο αξιοπρεπή για το ανθρώπινο πρόσωπο: πως τίποτα δεν εξουδετερώνει την ελευθερία”.
Σε μιαν εποχή όπου αβεβαιότητα, ανασφάλεια, αναξιοπιστία, τσακίζουν ζωές και ψυχές και ταλανίζουν τ' ανθρώπινα, η συγγραφέας της ανθρώπινης ψυχής έρχεται να επαναφέρει τα βασικά της: ελευθερία, πίστη και νόημα. Εφόσον ο φόβος μπροστά στην ελευθερία, στον θάνατο, και η έλλειψη νοήματος είναι η βασική αιτία της μαζική μας καταθλιπτικής υστερίας.
Βηματίζοντας με διάκριση επάνω σε Ψυχολογία, Φιλοσοφία, Κοινωνιολογία, Λογοτεχνία, Ποίηση, Καθημερινότητα και Πατερικά Κείμενα, η Μάρω Βαμβουνάκη στο τέταρτο αυτό βιβλίο της σειράς που ξεκίνησε με το “Ο Παλιάτσος και η Άνιμα”, συνεχίστηκε με “Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης” και τον “Χορό Μεταμφιεσμένων” έρχεται τώρα σε εποχές ομιχλώδεις και δύσκολες με το βιβλίο της “Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα” να μας επαναφέρει αξιολογικά στα βασικά μας. Σε εκείνα που δίχως εκείνα μια καρδιά δεν γεμίζει με τίποτα! Σε όσα κατακτιούνται, αλλά ούτε αγοράζονται, ούτε πουλιούνται.
Επιστρατεύοντας παραδείγματα από την ιστορία, τη μυθολογία και την λογοτεχνία, όπως αυτό με τον Διογένη και τον Αλέξανδρο που το μόνο που ζήτησε ήταν να κάνει πιο κει για να μην του κρύβει τον ήλιο, μας υπενθυμίζει με τρόπο ιαματικό τον “ήλιο” που χάσαμε και ξεχάσαμε, την καθαρή μας ψυχή που μας εκδικείται τώρα που την λερώσαμε, την διαρκή σύγκρουσή μας με το καλό και κακό εαυτό μας. Υπενθυμίζοντάς μας την Κόλαση και τον Παράδεισο που κρύβεται μέσα μας, σαν τον Θεό και το θαύμα, πότε φωτιά και πότε φως, αναλόγως.
Αποδεικνύοντας – από τις πρώτες κιόλας σελίδες ότι “Το θαύμα είναι η πιο ρεαλιστική κατάσταση της αληθινής ζωής”, μας καθαρίζει τα μάτια μέσα από κείμενα σαν ψυχικό... κολλύριο, υποδεικνύοντάς μας πάθη και λάθη καλά κρυμμένα, μασκαρεμένα.
Βαδίζοντας με βελούδινο βήμα σε ζητήματα αντιφατικά και ευαίσθητα, αγγίζει με ποιητικότητα, λεπτότητα και ψυχική οξυδέρκεια, την μεταμορφωτική αγάπη (το τριαντάφυλλο στον Μικρό πρίγκιπα του αεροπόρου), τη σιωπή του μεγάλου αισθήματος, την μεγάλη ελευθερία της τόλμης. Τη βουλιμία της ψυχής, και την αντιφατική εσωστρέφεια, την καταστροφική και για τον ίδιο τον φέροντα ζήλια, το έλεος που είναι κι απ' τη δικαιοσύνη, το δικαιότερο. Την πληρότητα που θα έρθει μέσα από την φώτιση ή την συνειδητοποίηση και την αυτογνωσία. Επικαλούμενη την αυτοτιμωρία του Οιδίποδα και τον ανθρωπισμό του Ιεροεξεταστή στους ντοστογιεφσκικούς “Αδελφούς Καραμάζοφ”, αποκαλύπτει την αναγκαιότητα της ελευθερίας ακόμα και για την χριστιανική αγάπη. Και ξεφυλλίζοντας τα μύχια της ψυχής, ξαναφέρει στο φως εκείνο το ξεχασμένο λόγω ακηδίας: “εκείνα που δεν έχεις είναι κατά βάθος εκείνα που δε χρειάζεσαι. Παντού και πάντα εμείς επιλέγουμε, ακόμη και όταν δε μας είναι συνειδητό”.
Με τίτλο μιαν υπέρτατη αλήθεια, η συγγραφέας Μάρω Βαμβουνάκη σε ένα βιβλίο που είναι μαζί φιλοσοφικό και ψυχολογικό δοκίμιο, καθημερινή μαγεία και ποίηση μας προσφέρει όλα τα εχέγγυα για μια μεγάλη καρδιά, γεμάτη. Ας μη ξεχνάμε εξάλλου ότι το θαύμα είναι η ρεαλιστική της πραγματικότητα και ότι μόνο μια μεγάλη καρδιά (συγγραφικά κι ανθρώπινα) είναι σε θέση όλα αυτά να τα συλλάβει.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Η Μάρω Βαμβουνάκη γεννήθηκε στα Χανιά όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια. Από εννέα χρόνων ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα.
Σπούδασε νομικά και ψυχολογία.
Από το 1972 και για έντεκα χρόνια έζησε στη Ρόδο, όπου εργάστηκε ως συμβολαιογράφος. Σήμερα ζει στην Αθήνα.
Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της:
“Ο παλιάτσος και η άνιμα”,
“Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης”,
“Χορός μεταμφιεσμένων”,
“Αυτή η σκάλα δεν κατεβαίνει”
και σε κοινό τόμο,
“Το χρονικό μιας μοιχείας”, “Ντούλια” και “Ο πιανίστας και ο θάνατος”.
Κυκλοφορούν σύνολο, τριάντα δικά της βιβλία (μυθιστορήματα, θεατρικά, δοκίμια, παραμύθι, διηγήματα).
Το 1988 με το μυθιστόρημά της “Η μοναξιά είναι από χώμα” (εκδ. “Φιλιππότη”) βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.

Ελένη Γκίκα
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

19/10/10

Τα χρυσόψαρα της Ιστορίας

Η ζωή είναι μικρή, η τέχνη μακρά...

“ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ” του Λόρενς Ντάρελ. Μετάφραση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 997, € 32

“Τα χρυσόψαρα γράφουν τους νωθρούς νοσταλγικούς τους κύκλους μέσα στη μεγάλη φωτεινή τους γυάλα- χωρίς καθόλου ν' αντιλαμβάνονται πως ο κόσμος τους, το πεδίο των διαδρομών τους, είναι καμπύλο...” Με ήρωες- γοητευτικά χρυσόψαρα και συγγραφέα πότε Θεό και πότε Δαίμονα, πότε Προμηθέα και πότε Σίσυφο, εναλλάσσοντας είδη (ημερολογιακές σημειώσεις, αποσπάσματα βιβλίου, δοκιμιακές σελίδες, νατουραλισμό και μαγικό ρεαλισμό, διαλόγους και μονολόγους) ο Λόρενς Ντάρελ στο “Αλεξανδρινό Κουαρτέτο” υπογράφει ένα μυθιστόρημα έπος και θρύλο.
Με κέντρο πάντοτε την μυθική Αλεξάνδρεια, τον καιρό της ακμής και της παρακμής της και με κεντρικό αφηγητή τον Βρετανό συγγραφέα Ντάρλι (καθόλου τυχαίο), πότε από την ίδια την Αλεξάνδρεια και πότε από ένα νησί του Αιγαίου, σκιαγραφεί την ανθρώπινη άβυσσο, την πολλαπλότητα της αλήθειας, έναν αιώνα και τα θαυμαστά και ανατρεπτικά γυρίσματα της Ιστορίας.
Πρωταγωνιστές και κομπάρσοι κατ' αρχάς οι τέσσερις βασικοί ήρωες που βαφτίζουν με τ' όνομά τους και τα τέσσερα επί μέρους μυθιστορήματα της τετραλογίας: “Τζαστίν”, “Μπαλτάσαρ”, “Μαουντολίβ” και “Κλέα”.
Στο πρώτο μυθιστόρημα (διαβάζονται κι αυτόνομα παρότι το ένα μπαίνει κι ανατρέπει το άλλο) ο αφηγητής – συγγραφέας Ντάρλι περιγράφει τον έρωτά του για την αινιγματική Τζαστίν, σύζυγο του Ντεσίμ, τη ζωή του με τη Μελίσσα και τον γοητευτικά σκοτεινό κόσμο της Αλεξάνδρειας: τον αριστοκράτη Ντεσίμ, τον αντιφατικό γιατρό Μπαλτάσαρ και δάσκαλο της Καμπάλα, την ζωγράφο Κλέα, την εύθραυστη χορεύτρια Μελίσσα, τον επιθεωρητή Σκόμπι... Παρεμβάλλοντας αποσπάσματα από το βιβλίο του πρώτου συζύγου της Τζαστίν για να φωτίζει τη ζωή και το αίνιγμά της.
Στο “Μπαλτάσαρ” ο ομώνυμος ήρωας με τις σημειώσεις του θα ανατρέψει όλες τις σταθερές του βιβλίου και της ζωής του. Αποδεικνύοντας ότι “η αλήθεια είναι πιο αντιφατική απ' όλες τις έννοιες” αλλά “ο καλλιτέχνης πρέπει να πιάνει και το ελάχιστο ψίχουλο του ανέμου”.
Στο “Μπαουντολίβ” ξεδιπλώνεται η ζωή του ομώνυμου διπλωμάτη και η ερωτική του ιστορία με την Λαιλά, την μητέρα του Νεσίμ και του Ναρούζ. Και αναδεικνύεται και η προσωπικότητα του συγγραφέα Περσγουόρντεν ο οποίος με την αυτοκτονία και με το έργο του ανατρέπει και καθορίζει ζωές, τις ζωές τους.
Στην “Κλέα” και μέσα από την ομώνυμη ηρωίδα, η Αλεξάνδρεια παρουσιάζεται παρακμιακή και φθίνουσα. Οι ήρωες πια διαφορετικοί, άλλοι νεκροί και άλλοι σπαραγμένοι. Το πρωταρχικό κείμενο – εργόχειρο σαν παλίμψηστο, γράφεται πάλι κι ενίοτε αλλάζει: ύφος κι αλήθεια, πλάνες και σταθερές, σαρώνοντας τα πάντα μέσα στον χρόνο.
“Υποθέτω (γράφει ο Μπαλτάζαρ) ότι, αν θέλετε να ενσωματώσετε, κατά μιαν έννοια, όσα σας αφηγούμαι στο δικό σας χειρόγραφο τη Τζαστίν, τώρα θα καταλάβετε πως γράφετε ένα παράξενο είδος βιβλίου- η ιστορία σας θα υποχρεωθεί να ξετυλίγεται, ας το πω έτσι, σε επάλληλα στρώματα. Χωρίς να το θέλω ίσως σας εφοδίασα με μια δομή που δεν είναι και τόσο μέσα στην πεπατημένη οδό! Όχι πολύ διαφορετική από την ιδέα του Περσγουόρντεν για μια σειρά “μυθιστορημάτων με συρταρωτά επίπεδα”, όπως τα έλεγε. Ή άλλως, αν το προτιμάτε, σαν τα μεσαιωνικά παλίμψηστα, όπου διαφορετικές όψεις της αλήθειας συμφύρονται η μία πάνω στην άλλη και η μία είτε αποκλείει είτε συμπληρώνει εφοδιάζοντας με υλικό την άλλη. Ο φιλόπονος μοναχός ξύνει μια ελεγεία για να δημιουργηθεί χώρος για έναν στίχο της Αγίας Γραφής”.
Κι αυτό ακριβώς πράττει ο Ντάρελ. Επιτρέποντας τις ζωές και την Ιστορία να αναπνέει. Επειδή “Παρόλο που γνωρίζει πολύ καλά τη δυσαρμονία και την κάθε συμφορά για την οποία η ίδια η φύση του ανθρώπου είναι υπεύθυνη, ωστόσο είναι ανήμπορος να προειδοποιήσει τους φίλους του, να δείξει, να βάλει τις φωνές την ώρα που πρέπει και να αγωνιστεί να τους σώσει. Γιατί θα ήταν μάταιο. Γιατί μόνοι τους καταντούν εθελούσιοι παράγοντες τη δυστυχίας τους. Το μόνο που μπορεί ν' αρθρώσει ένας καλλιτέχνης στην προστακτική είναι: “Στοχαστείτε και θρηνήστε”.
Εξάλλου “ “Κανείς δεν ψιθυρίζει όσο ο ακροβάτης βρίσκεται πάνω στο τεντωμένο σκοινί- απλώς κάθονται και απολαμβάνουν το θέαμα”. Και άλλωστε “αληθινό δεν είναι μόνο ό,τι αρθρώνεται με πλήρη συνείδηση. Είναι, αντίθετα, αυτό που “διέλαθε της προσοχής”- το τυπογραφικό λάθος που σαρώνει όλο το θέαμα”.
Η λύτρωση, εσωτερική ή μακροχρόνια: “Η αλήθεια είναι μεγάλη και θα θριαμβεύσει/ Ακόμα κι όταν πια κανείς δεν θα 'ναι εκεί για να ρωτά/ Αν έλαμψε η αλήθεια ή αν εχάθη”.
Και η διαπίστωση, ίδια ανά τους αιώνες: “Η ζωή είναι μικρή, η τέχνη μακρά”. Χαμένος Χρόνος για την Τέχνη, δεν υπάρχει. Το καταφύγιο της Ιστορίας βρίσκεται εκεί. Ένα ακατάταχτο και ανυπέρβλητο μυθιστόρημα, που αλλάζει σημαντικότητα και πρόσωπο μέσα στον χρόνο: “Ακριβώς όπως η ζωή ακουμπά στο πρόσωπο του καθενός μας, στρώμα σαν τον χρωστήρα, τις ρυτίδες της εμπειρίας στις οποίες γέλιο και δάκρυα είναι ενωμένα αδιακρίτως – και μάλιστα με ακραίο τρόπο. Τα εκκρίματα που άφησε η εμπειρία σαν την κάμπια, πάνω στην άμμο της ζωής...”.

Εξαιρετικό Κουαρτέτο και Ντάρελ και από Librofilo, ομολογουμένως έξοχη ανάγνωση.


TAYTOTHTA:
Ο Lawrence Durrell γεννήθηκε στην Ινδία το 1912 από γονείς Βρετανούς. Στην πατρίδα του βρέθηκε μόνο για τις πανεπιστημιακές του σπουδές, τις οποίες γρήγορα εγκατέλειψε για να αρχίσει μια ζωή περιπλανήσεων με επίκεντρο τη λεκάνη της Μεσογείου. Αφού γεύθηκε τη μποέμικη ζωή των καλλιτεχνών στο Παρίσι, εγκαταστάθηκε από το 1934 ως το 1940 στην Ελλάδα, χώρα που γνώρισε κι αγάπησε βαθιά.
Στα χρόνια του πολέμου υπηρέτησε στο Κάιρο ενώ αργότερα εργάστηκε στη Ρόδο, στην Κύπρο και στην Αργεντινή. Από το 1957 ως τον θάνατό του, το Νοέμβριο του 1990, έζησε στη νότια Γαλλία όπου αφοσιώθηκε στο γράψιμο.
Το έργο του, που ο ίδιος χαρακτηρίζει "σπουδή του έρωτα στη σύγχρονη εποχή", μελετά την ανθρώπινη ψυχή με κλειδιά τον έρωτα, το πάθος και τη ζήλια. Η πλούσια και αισθησιακή γραφή του βρήκε μεγάλη απήχηση στην Ευρώπη και πολύ μικρότερη στην Αγγλία. Από το έργο του που περιλαμβάνει μυθιστορήματα, διηγήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις ξεχωρίζουν: "Το αλεξανδρινό κουαρτέτο", "Πικρολέμονα", "Το κουιντέτο της Αβινιόν", "Tune", "Nunquam". Πεθαίνει το 1990.

18/10/10

Το θαύμα είναι η πιο ρεαλιστική κατάσταση της αληθινής ζωής

ΣΕ ΔΙΑΡΚΕΣ ΘΑΥΜΑ

“Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα” (εννοώντας βέβαια ελευθερία, νόημα φώτιση) η συγγραφέας, φίλη μου και το βιβλίο της μου έφτασε σαν δώρο. Ο τίτλος, φωτισμένος στίχος του Πόρσια με μια εισαγωγή που παραπέμπει σε Ντοστογιέφσκι: “Το θαύμα είναι η πιο ρεαλιστική κατάσταση της αληθινής ζωής”, η κατάληξη.
Σε ζοφερές μέρες υπάρχουν βιβλία που φέγγουν. Επιχειρώντας να επανεξετάσει τα βασικά και το νόημα, η Μάρω Βαμβουνάκη καταφεύγει σε φιλοσοφία, ψυχολογία, λογοτεχνία, ποίηση και πατερικό θαύμα. Αρκεί ένα μικρό ταπεινό απόσπασμα από τον Ιωάννη της Κλίμακος, που εμπεριέχει με θαυμαστό τρόπο τα πάντα:
“Όλα όσα μας συμβαίνουν, είτε ορατά είναι αυτά, είτε αόρατα, μπορούμε να τα δεχθούμε και με καλό τρόπο και με εμπαθή και με μεσαίο. Είδα τρεις αδελφούς που έπαθαν κάποιο ατύχημα' ο πρώτος αγανάκτησε, ο δεύτερος δεν ελυπήθηκε και ο τρίτος αισθάνθηκε πολλή χαρά.
Είδα γεωργούς που έσπερναν τον ίδιο σπόρο, αλλά με διαφορετικό σκοπό ο καθένας. Ο ένας, για να ξοφλήση τα χρέη του. Ο άλλος, για να αποκτήση πλούτο. Ο άλλος, για να προσφέρει δώρα στον δεσπότη Χριστό. Ο άλλος, για να θηρεύει έπαινο από τους διαβάτες που θα έβλεπαν την καλλιέργειά του. Ο άλλος, για να προξενήση θλίψη στον εχθρό του, κάνοντάς τον να ζηλεύη. Και ο άλλος για να μην ονειδίζεται από τους ανθρώπους ως αργός...
Μερικές φορές, καθώς αντλούσαμε νερό από τις πηγές, αντλήσαμε μαζί με αυτό, χωρίς να το καταλάβωμε, και έναν βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθώς καλλιεργούμε τις αρετές, υπηρετούμε και τις κακίες που χωρίς να φαίνονται είναι συμπεπλεγμένες μαζί τους. Επί παραδείγματα με τη φρόνησι συμπλέκεται η πονηρία, με την πραότητα η υπουλότης και η νωθρότης, η οκνηρία, η αντιλογία, η ιδιορρυθμία και η ανυπακοή. Με τη σιωπή η διδασκαλική υπεροψία, με την χαρά η οίησης, με την ελπίδα η οκνηρία, με την αγνότητα η πικρή συμπεριφορά, με την ταπεινοφροσύνη η παρρησία...
Ας μη λυπούμεθα, όταν επί πολλά έτη ζητούμε κάτι από τον Κύριον, και δεν μας εισακούη... Όλοι όσοι προσεύχονται και δεν εισακούονται από τον Θεόν τα αιτήματά τους, οπωσδήποτε για κάποια από τις εξής αιτίες δεν εισακούονται: 'Η διότι ζητούν προ της ώρας ή διότι ζητούν με αναξιότητα και κενοδοξία ή διότι, εάν εισακούονταν, επρόκειτο να υπερηφανευτούν”.
Κουβέντες που ρίχνουν φως στην ανθρώπινη ψυχική άβυσσο και υπενθυμίζουν τον Διογένη προς τον Αλέξανδρο: το μόνο που σου ζητώ είναι να μη μου κρύβεις τον ήλιο...

Ελένη Γκίκα
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής


ΥΓ. Το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης και οι εκδόσεις Κέδρος σάς προσκαλούν

στην παρουσίαση του βιβλίου της Κανής Καραβά,

Ένας αιώνας… μια στιγμή,

τη Δευτέρα 18 Οκτωβρίου και ώρα 19.00

Για το βιβλίο θα μιλήσουν:

Ελένη Γκίκα,

Ζέτα Κουντούρη, συγγραφέας


Ελευθερουδάκης

Πανεπιστημίου 17, 6ος όροφος

8/10/10

Στο τέρμα της πλάνης

Άβυσσος ως ιμάτιον

Σε φόρεσα να κρύψω την ερήμωση.
Σαν αποφόρι ακόμη σε φορώ.

Υγ. Χριστόφορος Λιοντάκης "Στο τέρμα της πλάνης" (Καστανιώτη).
Έξοχος!

4/10/10

Η "γοητεία" της Ιστορίας

“Πιστεύω πως όλοι οι αληθινοί συγγραφείς έχουν μια σχέση με τη μνήμη και συνεπώς με το παρελθόν. Η μνήμη είναι ό,τι πιο δημιουργικό διαθέτει ένας συγγραφέας”.


“ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ” του Χόρχε Έδουαρτς. Μετάφραση: Σαπφώ Διαμάντη. Εκδ. “Εξάντας”, σελ. 488,


“Γοητεία είναι αυτό που δεν λέγεται, αυτό που δεν φαίνεται, αυτό που υπονοείται, αυτό που υπαινίσσεται χωρίς να θέλεις να υπαινιχθείς τίποτα” λέει ο Ζαν Μποντριγιάρ. Και παρ' ότι στο “Όνειρο της Ιστορίας” πολλά και λέγονται, και φαίνονται, και υπονοούνται και υπαινίσσονται, δι' εσόπτρου εν αινίγματι, σαν κάτοπτρο μέσα σε κάτοπτρο, σαν ιστορία μέσα στην Ιστορία, εν τούτους παραμένει στη βάση του (και στην απόλαυση της ανάγνωσης) κατά βάση ένα γοητευτικό βιβλίο.

Η Μάγδα Κοτζιά εξάλλου αυτό το συνηθίζει, αυτό είναι: η εκδότρια σημαντικών διαχρονικών γοητευτικών βιβλίων. Επιλεκτικά αριστοκρατική, έχει χαρίσει στην ελληνική γραμματολογία μια σειρά με πεζογραφήματα κλασικά που αγγίζουν και την αισθητική αρτιότητα, Μαν, Φώκνερ, Θερβάντες, Σταντάλ, Μπέκετ, Μουζίλ, Χάντκε, Ντυράς, Μάριο Βάργκας Γιόσα, Αναίς Νιν, Σεμπρούν... και τώρα, πριν από μια πενταετία, - στις εκδόσεις Εξάντας μετρά διαφορετικά ο χρόνος,- το απόλυτο σχεδόν βιβλίο για την Ιστορία.

“Πιστεύω πως όλοι οι αληθινοί συγγραφείς έχουν μια σχέση με τη μνήμη και συνεπώς με το παρελθόν. Η μνήμη είναι ό,τι πιο δημιουργικό διαθέτει ένας συγγραφέας. Διότι όταν κάποιος μπαίνει στο πετσί του φανταστικού ήρωά του, τι κάνει αυτός ο ήρωας; Διηγείται τα όσα του έχουν συμβεί, μιλά δηλαδή για το παρελθόν του. Ή ο αφηγητής διηγείται τα του παρελθόντος του ήρωά του. Κάνει το χρόνο να κυλά. Ένα μυθιστόρημα είναι ένα κείμενο όπου ο κεντρικός ήρωας είναι ο χρόνος”.

Έχει πει ο Χόρχε Έδουαρτς σε συνέντευξή του, την εποχή που του απένειμαν το βραβείο Θερβάντες.
Για το βιβλίο του “Το όνειρο της Ιστορίας” στο οποίο ως Προυστ αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, Ιστορικό και Προσωπικό, τελικά και τον κατακτά. Μετατρέποντάς τον σε ξανακερδισμένο Χρόνο. Ο αφηγητής του, στο ρόλο αντιστοίχως του Μαρσέλ που επιθυμεί να γράψει ένα μυθιστόρημα, επιστρέφοντας επιχειρεί και επιτυγχάνει ένα ταξίδι διπλό: στον χρόνο, παρελθόντα και παρόντα, στον χώρο, στην Χιλή κάποτε, στην Χιλή της εποχής. Στον έσω Χρόνο και στον Έξω Χρόνο. Χαρίζοντας μιαν πολυπρισματική εικόνα μιας χώρας, μιας εποχής, ένα αριστοτεχνικό μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα. Επιτρέποντας στον αφηγητή να είναι ταυτοχρόνως ο ιστορικογράφος και ο χρονικογράφος της εποχής, αλλά και ο αυτοαναλυόμενος, - το αυτοαναλυόμενο πρόσωπο-εφόσον δεν γίνεται παρά να μπαίνει πάντα η ιστορία μας μέσα στην Ιστορία και τ' αντίθετο, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στην πλέον απλή.

Εξάλλου η ζωή του, οι σπουδές του, τα ταξίδια του και οι επιστροφές του, όλα αυτά του τα επιτρέπουν. Πολίτης του Κόσμου, διπλωμάτης για χρόνια αλλά και χιλιανός στην καταγωγή.
Ο αφηγητής του στο μυθιστόρημα ως Οδυσσέας και ως ήρωας που πολλών ανθρώπων οίδε άστεα, επιστρέφει. Για να δει καλύτερα εξάλλου κατ' αυτόν τον τρόπο και τον τόπο της ίδιας του της καταγωγής. Για να δούμε ευρινέστερα εκείνο που βρίσκεται κάτω απ' τη μύτη μας, όλοι γνωρίζουμε πως θα πρέπει νωρίτερα να έχουμε φτάσει ως την άκρη της γης.
Μετά από χρόνια εξορίας, λοιπόν, ο αφηγητής της ιστορίας επιστρέφει στην Χιλή και τα βρίσκει όλα εκεί: το παρελθόν και την Ιστορία μέσα από τα αρχεία του προηγούμενου νεκρού πια ιστορικού ενοικιαστή. Το παρόν έξω απ' την πόρτα του, στις σιωπηλές νύχτες της απαγορευμένης κυκλοφορίας. Τον πολυτάραχο βίο του βλοσυρού Χοακίν Τσέσκλα και την ζωηρή Μανουελίτα Φερντάντες δε Ρεμπολιέδο, την γοητευτική. Την πρώην σύζυγό του, τους παλιούς φίλους, την καινούργια ζωή.
Για να ξεκινήσει ταυτοχρόνως ως Ιστορικός και ως Χρονικογράφος το δικό του διπλό ιστορικό και ζωής ταξίδι, χαρίζοντας στον αναγνώστη μια ιστορία μέσα στην Ιστορία με πανταχού παρόντα τον Χρόνο, βασικό πρωταγωνιστή.
“Σε έναν κόκκο άμμου, πιασμένο στο στρίφωμα ενός χειμερινού φορέματος της Εμμά Μποβαρύ, ο Φλωμπέρ είχε αντικρίσει ολόκληρη τη Σαχάρα, και κάθε μόριο σκόνης ζύγιζε για τον ίδιο όσο η οροσειρά τον 'Άτλαντα”. Γράφει ο Ζέμπαλντ στους “Δακτύλιους του Κρόνου” και ο Χόρχε Έδουαρτς με την γραφή του, το επιτυγχάνει αριστοτεχνικά όλο αυτό: στην επιστροφή του αφηγητή- ασώτου, ο αναγνώστης αντικρίζει και κάθε επιστροφή εντός εισαγωγικών “ασώτου”, από την ευαγγελική παραβολή μέχρι την πρόσφατη ιστορία της Χιλής. Στο σκονισμένο διαμέρισμα του βιβλιοφάγου, μανιακού γραφομανούς καθηγητή, όλη την σκόνη και την βαριά σκιά της Ιστορίας. Στις νυχτερινές δραπετεύσεις της ζωηρής Μανουελίτας, όλο τον έρωτα και την λαγνεία της ζωής. Και στην αποθηκούλα των θαυμάτων, τον προθάλαμο του παρελθόντος, χαμένο παράδεισο αλλά και καλειδοσκοπικά όλη την κόλαση την σημερινή.

Μυθιστόρημα, χρονικό, ιστορία, διήγηση, τα βαριά ή αλαφροπάτητα βήματα μιας εποχής, μια ζωή που συμβολίζει και κάθε ζωή, και εκείνο το σαιξπηρικό “ζούμε ένα όνειρο μέσα σε όνειρο” ή “ποιος απ' τους δυο μας ονειρεύεται τον άλλον” κατά Μπόρχες, στο “Όνειρο της Ιστορίας” του Χόρχε Έδουαρτς μοιάζει να βρίσκει την τέλεια, γοητευτική του εφαρμογή.

Ένα βιβλίο που δεν ήθελες να αφήσεις από τα χέρια. Ανοιχτό στο τέλος, μια ιστορία με αναπνοή.
Βασικός συντελεστής σ' αυτό η Σαπφώ Διαμάντη με την εξαιρετική της μετάφραση που επιτρέπει σε κάθε κόμμα, σε κάθε τελεία, σε κάθε παύση, στην ιστορία να ψιθυρίζει και ν' ανασαίνει.

“Ο Αφηγητής, εάν βρισκόταν ακόμη ανάμεσά μας, εάν δεν είχε αποφασίσει σε κάποια από τις τελευταίες σελίδες να μπει σε τάξη, θα μπορούσε να τραγανίζει ένα ξεροκόμματο και να κοιτάζει απ' το παράθυρό του. Πόσες ιστορίες! Θα έλεγε χαμηλόφωνα, κι εμείς μαζί του. Θα σκεφτόταν τους νεκρούς και τους ζωντανούς, τις μνήμες που περισώθηκαν κι αυτές που χάθηκαν διαπαντός. Τα όσα είχαν συμβεί. Τον πόνο που έκρυβαν μέσα τους, δίχως πλέον επιστροφή! Δίχως πιθανότητα λυτρωμού!”
Έτσι τελειώνει ένα βιβλίο που συνεχίζει να γράφεται, μια ιστορία που γίνεται άλλη αναλόγως τον αναγνώστη της, διασώζοντας ακόμα κι εκείνες τις μνήμες που χάθηκαν δια παντός. Πώς;
“Γοητεία είναι αυτό που δεν λέγεται, αυτό που δεν φαίνεται, αυτό που υπονοείται, αυτό που υπαινίσσεται χωρίς να θέλεις να υπαινιχθείς τίποτα” λέει ο Ζαν Μποντριγιάρ. Και στο “Όνειρο της Ιστορίας” μονάχα η γοητευτική γραφή του Χόρχε Έδουαρτς το γνωρίζει. Ίσως μπορεί να μας το αποκαλύψει ο ίδιος ο κύριος Έδουαρτς που το γνωρίζει καλά...

ΥΓ. Το κείμενό μου για τον Χιλιανό συγγραφέα και πρέσβη της Χιλής στη Γαλλία, Χόρχε 'Εδουαρτς, το Σάββατο βράδυ στο Γκάζι. Ο κύριος Έδουαρτς υπήρξε απολαυστικός. Με χιούμορ, αμεσότητα, μπαινόβγαινε στον χρόνο και στην Ιστορία, δεν τέλειωνε αλλά και από μας δεν ήθελε να τελειώσει κανείς. Μετά, μουσική από το Μεξικό, μαγική... Όμορφα. Η Αντριάννα Μαρτίνες είχε κάνει θαύματα.
Ελένη Γκίκα

28/9/10

Το όνειρο της Ιστορίας (Χόρχε Εδουαρντς)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

2ο Ιβηροαμερικάνικο Φεστιβάλ ΛΕΑ : Λογοτεχνία εν Αθήναις

«Για ένα καλύτερο κόσμο στα χέρια μας»

29/9 έως 3/10 2010 στην «Τεχνόπολις» Δήμου Αθηναίων (Πειραιώς 100, Γκάζι)

Σας προσκαλούμε στη συνέντευξη τύπου στις 29 Σεπτεμβρίου στις 12.00 στην αίθουσα ”Γιάννης Ρίτσος”- Αμφιθέατρο Ρ/Σ Αθήνα 9,84 στην οποία θα παρευρεθούν οι επίσημοι καλεσμένοι του Φεστιβάλ μας.

Οι χώρες της Ιβηρικής και της Λατινικής Αμερικής είναι αγαπητές στην Ελλάδα, αλλά οι γνώσεις που έχουμε γι’ αυτές είναι αποσπασματικές.

Φλαμένκο, Μάρκες, Τεκίλα, Κολόμβος, Μπόσα Νόβα, Ταγκό, Σάμπα, Φάντο, Σαραμάγκου, Μπολίβαρ, Πεσόα, Νερούντα, Πελέ, Λόρκα, Τάκος….λέξεις γνωστές στον Έλληνα, ονόματα πασίγνωστα…..

Το ευρύ, όμως, αθηναϊκό κοινό, μέχρι πρόσφατα, δεν είχε ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς ικανό να συνδέσει όλες τις εκφάνσεις του μεγάλου ιβηροαμερικανικού πολιτισμού, από την ιστορία μέχρι το χορό, από την ποίηση μέχρι τη γαστρονομία, από το κόμικ μέχρι τη μουσική, από το μυθιστόρημα μέχρι τη ζωγραφική.

Μετά την επιτυχία του 1ου Φεστιβάλ ΛΕΑ 2009 και με αφορμή την έκδοση του πεντηκοστού (50ου) τεύχους του, το πολιτιστικό περιοδικό Sol Latino σε συνεργασία με το Διαπολιτισμικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, το Ιnstituto Cervantes, το Κέντρο Γλώσσας και Πολιτισμού Abanico και την «Τεχνόπολις» Δήμου Αθηναίων (Πειραιώς 100, Γκάζι), διοργανώνουν για δεύτερη φορά το Φεστιβάλ ΛΕΑ 2010: Ιβηροαμερικανική Λογοτεχνία εν Αθήναις στην «Τεχνόπολις» του Δήμου Αθηναίων, από 29 Σεπτεμβρίου μέχρι 3 Οκτωβρίου (ελεύθερη ανεξαιρέτως είσοδος σε όλες τις δραστηριότητες).

Στη δεύτερη κατά σειρά διοργάνωσή του το λογοτεχνικό αυτό δρώμενο, τις πέντε ημέρες που θα διαρκέσει, θα προσφέρει ένα πλούσιο φάσμα δραστηριοτήτων επικεντρωμένων ως επί το πλείστον στην ισπανική και πορτογαλόφωνη λογοτεχνία (ομιλίες, συζητήσεις, εργαστήρια, στρογγυλά τραπέζια, παρουσιάσεις βιβλίων, ντοκυμαντέρ...), αλλά και στην ιστορία (διαλέξεις, ντοκυμαντέρ...), τις πλαστικές τέχνες (εκθέσεις εικονογραφίας, ζωγραφικής και γελοιογραφίας), τη γαστρονομία και τη μουσική (παραδοσιακοί και λαϊκοί χοροί, συναυλίες και εμφανίσεις διαφόρων dj´s) από χώρες όπου ομιλούνται τα ισπανικά και τα πορτογαλικά. Επίσης, τα μικρά παιδιά θα βρούνε δραστηριότητες που απευθύνονται σ’ αυτά (εργαστήρια, αφηγήσεις παραμυθιών, κουκλοθέατρο...). Καθημερινά θα προσφέρονται λιχουδιές απ τις χώρες που συμμετέχουν και άλλα πολλά. Σημειωτέον, θα υπάρχει ταυτόχρονη διερμηνεία σε όσες δραστηριότητες το απαιτούν.

Προσκεκλημένοι τού Φεστιβάλ, λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές προσωπικότητες του ιβηροαμερικανικού κόσμου όπως οι: Χόρχε Έντουαρντς, Τομάς Σεγκόβια, Ρόσα Μαρία Μπρίττον, Λουίς Εντουάρντο Άουτε, Φερνάντο Ιγουασάκι, Χεσούς Αγκουάδο, Μπλάνκα Αντρέου, Γιούρι ντε Γκορτάρι, Εντμούντο Εσκαμίγια, Μαρία Λουίσα Καπέγια, Ομάρ Φιγκερόα Τούρσιος, Αντριάνα Μοσκέρα και η θεατρική ομάδα τού κουκλοθέατρου Bambalina. Θα συμμετάσχουν επίσης οι έλληνες συγγραφείς Πέρσα Κουμούτση, Ελένη Γκίκα, Κωνσταντίνος Βαδραχάνης και Θάνος Χατζόπουλος, καθώς επίσης και εκπρόσωποι του πορτογαλικού και ισπανικού πολιτιστικού εν ελλάδι κύκλου (Χουάν Βιθέντε Πικέρας, Πέδρο Ολάγια, Βίκτορ Ιβάνοβιτς, Δημήτρης Δρόσσος, Γιώργος Ρούβαλης και Σίλβα Πάντου μεταξύ άλλων). Όλοι αυτοί καθιστούν το Φεστιβάλ ΛΕΑ ένα άνευ προηγουμένου πολιτιστικό γεγονός για τα ελληνικά δεδομένα.

Το Φεστιβάλ τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών και του Υπουργείου Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας και την υποστήριξη των πρεσβειών της Αργεντινής, Βενεζουέλας, Βραζιλίας, Κούβας, Ισπανίας, Μεξικού, Ουρουγουάης, Παναμά, Περού, Πορτογαλίας και Χιλής και το Προξενείο της Κολομβίας.

Χώρος

«Τεχνόπολις» Δήμου Αθηναίων (Πειραιώς 100, Γκάζι)

Αίθουσες “Κωστής Παλαμάς” και ”Γιάννης Ρίτσος”- Αμφιθέατρο Ρ/Σ Αθήνα 9,84

Ωράριο – Horarios

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου, 19:00 - 23:00.

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου και Παρασκευή 1 Οκτωβρίου, 14:00 - 23:00.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου, 11:00 – 23.00

Κυριακή 3 Οκτωβρίου, 11:00 - 23:00.

Είσοδος Ελεύθερη

Χορηγοί,

Ίδρυμα Μαρία Τσάκος

Ρ/Σ Αθήνα 9,84

Enzzo de Cuba

Teleperformance Hellas



Έκθεση Ιβηροαμερικάνικου Βιβλίου,

Εκδόσεις Πάπυρος

Εκδόσεις Opera

Εκδόσεις Ekati

Εκδόσεις Klett



Eleftheroudakis (Βιβλ’ια και στα Ισπανικά)

Εκδόσεις Livanis

Εκδόσεις Stochastis

Εκδόσεις Exandas

Εκδόσεις Okeanida



Βιβλιοπαρουσίαση,

1. Παρουσίαση του βιβλίου «ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ» του συγγραφέα Alan Pauls . Εκδόσεις Πάπυρος. Βασικός ομιλητής θα είναι η μεταφράστρια του βιβλίου κυρία Έφη Γιαννοπούλου. Μαζί της θα είναι και ο κύριος Θεόφιλος Τραμπούλης κριτικός τέχνης και μεταφραστής. Παρασκευή 1 Οκτωβρίου στις 18.30.

2. Παρουσίαση του βιβλίου Γλυκιά Πατρίδα του Ραμόν Λόπες Βελάρδε, Εκδόσεις Εκάτη. Με τους: Πέδρο Λάστρα, ανθολόγηση, και Ρήγα Καππάτο, μεταφραστή.

Σε συνεργασία με τις Πρεσβείες τής Χιλής και του Μεξικού στην Ελλάδα.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010 στις 15.30



3. Παρουσίαση πρώτης έκδοσης ποιημάτων του Tomás Segovia στα ελληνικά. Παρουσιάζουν και συντονίζουν οι μεταφραστές τού ποιητή: Νίκος Πρατσίνης, Κώστας Παλαιολόγος, Ελένη Χαρατσή, Βίκτωρ Ιβάνοβιτς.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010 στις 20.10


Επίσης, Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010 στις 21.00
Jorge Edwards, συνάντηση με το έργο του. Με τη μεταφράστρια Σαπφώ Διαμάντη και την Μάγδα Κοτζιά, διευθύντρια του εκδοτικοί οίκου Εξάντας. Μιλά για τον συγγραφέα και συντονίζει η δημοσιογράφος και συγγραφέας Ελένη Γκίκα
Σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Χιλής.
Χ'ωρος: Αίθουσα "Γιάννης Ρίτσος" Αμφιθέαατρο Ρ/Σ "Αθήνα 9.84"



Μουσική και Χορό,

Latin Club Enzzo de Cuba presents: Live Manolo Vega y amigos

Latin Club Fuego presents: Old Memories, Best Dj’s of Latin Music

Restaurant Oro Toro presents: Live Ramon y La Cucaracha

Embassy of Mexico presents: Live Martha Moreleon

Restaurant Pasional presents: Live Stella Chroneoy y tango Pasional.

Και…

Flamenco Sentimientos

Brasil Dance Group “Beijaflor”

Dance from Colombia “Walter Quinones y su grupo”



Γευσιγνωσία,

Εστιατόριο El Salero (tapas from Spain)

Εστιατόριο Oro Toro (meat grill)

Εστιατόριο El Rincon Mexicano & company El Sabor

Εστιατόριο Pasional (argentinian food)





Έκθεση Ζωγραφική,

- Γελοιογραφίες του Omar Figueroa Turcios

- Ομαδική έκθεση «Φεστιβάλ ΛΕΑ 2010»

Βραζιλία

Λουίς Κάρλος Αγιάλα Ρεταμόσο

- Ananda

– Paris Bogea

Χιλή

- Jorja

- Victoria Stambolis

Κολομβία

- Julia Guerrero

- Alejandro Méndez

Κούβα

- Manolo Vega

Ισπανία

- Blanca Tiana Mas (ζωγραφιστές βεντάλιες και χαρακτική)

: Μεξικό

- Melina Moisidelis

- Saúl Miranda (φωτογραφία)

Παναμάς

- Γιάννης Τζωρτζής (φωτογραφία)

Ουρουγουάη

- Estela Carballo

• Galeria de Arte Las Flores Art Collection

Ανάμεσα στα έργα που θα παρουσιαστούν, ένα εξ αυτών έχει δωρηθεί στην Ύπατη Αρμοστεία τού ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα (UNHCR-Greece), με σκοπό να συμβάλλει στην ανθρωπιστική προσπάθεια υπέρ των προσφύγων.

www.lasfloresartcollection.com





Για περισσότερες πληροφορίες,

Adriana Martinez

Διευθύντρια του Φεστιβάλ ΛΕΑ 2010

Revista Cultural Sol Latino

Director-Editor

Teléfono: 210 9859682 - 6936797754

E-mail: info@solatino.gr

http://www.solatino.gr

http://www.lea-festival.com

24/9/10

“Οιδίποδα να σε πω/ ή Θόδωρο;”

Αν βγω στο δρόμο, έχω συμφωνήσει ν' ακούω στα ονόματα...

“ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1073-2008” του Γιώργου Χρονά. Εκδ. “Οδός Πανός”, σελ. 278, € 18

“Σ' αυτή την κλινική / που βλέπει τη θάλασσα/ γεννήθηκα./ Πρωί Σαββάτου ένα πλοίο έφευγε/ για τη Σαλαμίνα,/ δρόμοι και κτίρια μέσα στον άνεμο/ η σκόνη που φιλούσε τα μέτωπα/ των εργατών της προκυμαίας./ Τώρα μπορείς να δεις τον κόσμο,/ μου είπε η μάνα μου./ Τα πάντα είσαι να κάνεις,/ κανένα πρόβλημα./ Μόνο να μην καπνίζεις” (Διαθήκη, Α).
Βαθύς, κινηματογραφικός, εντόνως υπαρξιακός, μελαγχολικός, με μια χριστιανική σχεδόν χαρμολύπη, ο ποιητής Γιώργος Χρονάς είναι ο ποιητής της μαγικής καθαγιασμένης καθημερινότητας και του ανθρώπου.
“Γεννήθηκες 3 κιλά και 50 γραμμάρια
Ψηλά σε σήκωσαν οι νοσοκόμες/ να δεις τη θάλασσα./
Όταν ήρθες πάλι δίπλα μου/ ίσα που ανέπνεες./ Σε πήρα στο στήθος μου./ Οιδίποδα να σε πω/ ή Θόδωρο;” (Διαθήκη, Β)
Άμεσος, συνήθως πρωτοπρόσωπος και προσωπικός, εκείνος που αφηγείται, εντούτους οικουμενικός, όλα είναι εδώ και είναι δίπλα, φως και σκοτάδι. Το όλον στο ελάχιστο, πώς αλλιώς...
“Τώρα πια τ' απογεύματα δεν έχω όνομα
Αν βγω στο δρόμο, έχω συμφωνήσει ν' ακούω στα ονόματα
Αλέξανδρος, Αλέξιος, Αλέξης, Βασίλειος, Γεράσιμος,
Γρηγόρης, Ραχήλ, Δημήτριος, Γιάννης, Λεωνίδας,
Νίκος, Μιχάλης, Μάρθα, Κωνσταντίνος, Μανώλης” (Απαγορευμένο ερωτικό τραγούδι Χριστουγέννων).
Στο συγκεντρωτικό τόμο “Τα ποιήματα 1973- 2008” περιλαμβάνονται οι συλλογές: “Βιβλίο 1 (1973), “Οι λάμπες” (Πολύτροπον 1974), “Τα μαύρα τακούνια” Εγνατία – Τραμ, 1979), “Ο αναιδής θρίαμβος” (Οδός Πανός, 1984), “Κατάστημα νεωτερισμών” (Οδός Πανός 1997) και αδέσποτα συλλογών (1997-2008).
Αλεξάνδρεια, Πέραμα, οι εβραίοι της Νέας Υόρκης και ο οξυγονοκολλητής από την Βηρυττό, τα χωριά της Μακεδονίας, η Γένοβα, το χαμάμι του Μουχτάρ Πασά και η Μαίριλιν Μονρόε, ο ποταμός ο Λούσιος και οι άνεμοι των Ινδιών, η Αφροδίτη. Μια Λόλα, ο Λουκάς, ο Γιάννης, Αιγύπτιοι, στρατιώτες των Θηβών συναντιούνται σε κατάστημα νεωτερισμών, στο αστυνομικό δελτίο και στο Χριστό στα Σπάτα. Ο Άγγελος της Εσπέρας και ο Παζολίνι στην Αθήνα.
Ποίηση σπαρακτική, ιαματική, έπλεη συναισθήματα, ποιητική αισθητική, εικόνες. Μαγικές μέσ' στην κρυστάλλινη καθαρότητα του βλέμματος και των αισθημάτων. Φιλόστοργες και για τούτο αναστάσιμες ακόμα και “στο πάλκο του θανάτου”.
Πόρνες, άνθρωποι της βιοπάλης και της διπλανής πόρτας, λαικά παιδιά, καλλιτέχνες που κάηκαν απ' τα πολλά τους ταλέντα, συναντιούνται στους στίχους του αβίαστα, σαν ανάσα, εν τούτοις, δοξαστικά. Εν πλήρη δόξη, με το φωτοστέφανου ενός μοναχικού καθημερινού αγίου.
“Εκείνοι που γεννήθηκαν για ν' ανήκουν στον Κάτω Κόσμο
δε θ' αγαπηθούν όσο και να το γυρεύουν, δε θα υπάρξουν ποτέ
παρά σε κάτι μικρές στο χρόνο ιστορίες ασήμαντες.
Ένα πρωί θ' ακουστεί ο δικός τους θρήνος στο δρόμο
με τα κόκκινα ρόδα θα φύγουν για τον Κεραμεικό- μάνες μαύρες,
φίλοι μαύροι, τυφλοί οργανοπαίχτες”,
ανασταίνονται στις σελίδες τους με το αρχετυπικό τους πρόσωπο εν πλήρη καθημερινή δόξη, στη ποιητική δουλειά του Χρονά που έτσι δημιουργεί ποίηση: καθώς ανασαίνει και σ' όλες του τις εκφράσεις.
Άλλοτε σε μικρή φόρμα και κάποιες φορές με μορφή πεζογράγουδου ή σε μεγάλα ποιήματα, σα μαχαιράκι ο ρυθμός και οι λέξεις του, οι έννοιες, καθαρτήριο όπου πονά ο θεάνθρωπος στον πτωτικό μόχθο της ημέρας.
Επειδή: “Έτσι μας θέλουν οι Μούσες/ μόνους με άστοχες κινήσεις/ βλέψεις νεκρές/ επιθυμίες, βροχές/ ομίχλες που δεν μας καλύπτουν/ Με καμπαρντίνες παλιές/ παλτά που μυρίζουν ναφθαλίνη/ Με περασμένες μουσικές”...
Σαν μουσική τη νύχτα, όλος ο τόμος. Με εκείνο το “Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε/ πριν από τη δύση του ήλιου” να έρχεται από μακριά. “Στην αίθουσα των κατόπτρων” Οι γυναίκες στα ποιήματα (Ρόζα, Ρέα, Βιολέτα) θα πρέπει να του χρωστούν ευγνωμοσύνη.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

Ο Γιώργος Χρονάς γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1948 στον Πειραιά.
Από το 1973, που εμφανίστηκε στα γράμματα, έχει εκδώσει δεκαοχτώ βιβλία με ποιήματα, πεζά, θέατρο.
Ξεκίνησε από το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, επί Μάνου Χατζιδάκι, το 1979, παρουσιάζοντας την εκπομπή “Οδός Πανός 17”, έως σήμερα που παρουσιάζει το “Ξενοδοχείο Βαλκάνια”.
Εργάστηκε επίσης στο Πρώτο και το Δεύτερο Πρόγραμμα.
Ποιήματα και πεζά έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Εκατό τραγούδια του έχουν μελοποιηθεί από Έλληνες συνθέτες.
Εκδίδει από τον Φεβρουάριο του 1981 το περιοδικό “Οδός Πανός”, τις ομώνυμες εκδόσεις, καθώς και τις Εκδόσεις “Σιγαρέτα”.
Δημοσιογραφεί κατά καιρούς σε περιοδικά κι εφημερίδες,
την χρονιά που μας πέρασε ανέβηκε (και συνεχίζεται) με τεράστια επιτυχία το θεατρικό του “Η γυναίκα της Πάτρας”.
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

15/9/10

Αιώνια Επιστροφή

ΑΙΩΝΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, μυθιστόρημα

Ένα σημάδι του ζητούσε. Πάντα ψηλά' στο μηρό. Που να το βλέπει μόνο εκείνη. Που να τον έχει παρόντα, όταν θα λείπει...
Έκανε χρόνια να περάσει τη δική της “Ζώνη των Επιθυμιών”. Όμως, ο Στάλκερ υπήρχε. “Ένα τυχαίο περιστατικό” είχε πει. Αλλ' ήρθε η ζωή να τα γυρίσει ανάποδα όλα σαν το πουλόβερ. Τώρα, ο πατέρας βουβός. Και τα βιβλία να κραυγάζουν πάντοτε εκεί. Εκείνη η νέα γυναίκα τόσο όμοια μ' αυτήν. Κι εκείνος ο άντρας, λες κι είναι “ο ίδιος- άντρας- ακριβώς”.Κι η Όλγα, “μισό γατί, μισό αρνί” να επιστρέφει. “Στο σταυροδρόμι του Φoνιά”, “στο σπίτι του Καθηγητή”. Απελπισμένη, αγαπημένη, επιτέλους για να τους ξαναβρεί. “Αιώνια Επιστροφή” θα το πει. Όλη η Ζωή, στην Ζώνη των Επιθυμιών, μια Στιγμή.
Το απόλυτο, αλλόκοτο, ολέθριο πρόσωπο της Τρομοκρατίας στον Έρωτα, στη Λογοτεχνία, στην Πολιτική. Ο Στάλκερ που γίνεται Ολοκαύτωμα και ο Καθηγητής, μπροστά στη Θυσία βουβός. Η ιστορία της Όλγας, του Ορέστη που όλο χάνεται κι επιστρέφει, της Μαρίλιας και του Καθηγητή. Η ζωή που δεν ήταν παρά μια προσδοκία, μια αναμονή ετούτης ακριβώς της Στιγμής. Και η αγάπη που είναι σαν τον Θεό, πάντα εκεί- ειδικά όταν δεν είναι ορατή. Το ατελεύτητο της προσδοκίας και μιας σχέσης.
Μια ιστορία μέσα στην Ιστορία και οι παράλληλοι κόσμοι της τέχνης και της ζωής. Οι χάρτινοι ήρωες που αποκτούν σάρκα και αίμα, υπόσταση έξω από το βιβλίο και οι άνθρωποι που θα γίνουν σελίδα, γκρο πλαν, υστερόγραφο, τελεία και παύλα, χαμένος χρόνος και για τούτο, Αιώνια Επιστροφή.

Ελένη Γκίκα
Θα βγούμε στο φως Νοέ, πρώτα ο Θεός.
Από τις εκδόσεις "Ψυχογιός", αυτή τη φορά.


ΥΓ. ΌΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ...

Πλησίαζε του Σταυρού κι επειγόμουν. Σκεφτόμουν, όλα τα σημαντικά, ΕΚΕΙ. Η γιαγιά που με μεγάλωσε και αναπαύτηκε τη μέρα αυτή. Με έναν αλλόκοτο τρόπο, την ίδια μέρα, αναπαύτηκαν και οι δυο παππούδες και ο αγαπημένος μου θειός. Ό,τι καλό με βρήκε, έκδοση, είδηση, έρωτας, εκεί.
Εκεί και η καινούργια υπογραφή. Για το βιβλίο. Που μου έβαζε δύσκολα, μου άλλαζε, θα μου άλλαζε την ζωή.
Όμως, “Αιώνια Επιστροφή”, όνομα και πράγμα.
Ξεκίνησα αχάραγα με κίνηση, μαζί μου και όλα τα πρωτάκια, για να είμαι εγκαίρως εκεί. Ο κύριος Ψυχογιός με περίμενε στην είσοδο, με αγάπη πατρική.
Με το ίδιο ταξί, “δεύτερο νεκροταφείο” λέω στον Κώστα- έτσι τον έλεγαν, μου είπε- τον ταξιτζή. Στο τηλέφωνο η φίλη μου η Λίτσα, “αναπαύθηκε ο Σταμάτης” μου είχε πει.
Έφτασα εγκαίρως κι εκεί. Μπήκα στο νεκροθάλαμο, κάθησα στην καρέκλα και περίμενα τους άλλους, βουβή. Σκεφτόμουν το καινούργιο βιβλίο, την πραγματικά πριγκιπική υποδοχή, τον υπέροχο Σταμάτη Ψαραύτη, μπροστά μου ακριβώς ένα σφραγισμένο κουτί. Αισθήματα, ακριβώς Χαρμολύπη. Όλα είναι εδώ κι όλα αλλού, θα χαθούν.
“Υπέγραψα”, ψιθύρισα στο αυτί της Λίτσας. “Και μη λυπάσαι, τώρα θα είναι πιο καλά, πιο κοντά σου, διαρκώς κοντά σου, θα πας στο σπίτι και ο Σταμάτης επιτέλους θα είναι εκεί”.
Το βράδυ, επιστρέφοντας σπίτι τον άκουσα απ' την εξώπορτα που φώναζε: “Μην κλείσεις, θα έρθει, όπου νάναι φτάνει το παιδί, μ' ακούς, μην κλειδώσεις, περιμένω το παιδί!”.
Με λαχτάρα έτρεξα, τον αγκάλιασα, μια μέρα τόσο μεστή. Όλα ήταν εκεί. Τον βλέπω τραβιέται. Δεν το πιστεύω στ' αυτιά μου, αλλά τον ακούω, εφιάλτης και τον ακούω: “Ποια είσαι εσύ; Περιμένω το παιδί!
“Μπαμπά μου! Εγώ, εγώ, εγώ είμαι το παιδί! Το παιδάκι σου;”
Αργά το βράδυ, πονούσα, συνήλθε. Αιώνια Επιστροφή. Και πονά. Πολύ. Στο βιβλίο, ο Βουβός Καθηγητής. Κι η κόρη να ουρλιάζει άφωνη: εγώ είμαι εδώ, με γνωρίζεις έτσι δεν είναι; Μόνο να ήξερα αν με γνωρίζεις” εφιάλτης και ξόρκι μαζί.
Αλλά τώρα είναι εδώ. Κι είναι Ζωή. Θα πρέπει να το αποδεχθώ, δεν είναι ιστορία, παράλληλο σύμπαν. Θα είναι η Δική μου Ζωή! Η ζωή με τον Πατέρα. Η ζωή με τη Ζωή.

14/9/10

Μάθε να ξεχνάς

“ΠΕΙΡΑΜΑ ΜΝΗΜΗΣ” του Σεμπάστιαν Φίτσεκ. Μετάφραση: Αλέξης Γραμματικός. Εκδ. “Διήγηση”, σελ. 326, € 16

“Είστε ο κύριος Μαρκ Λούκας, δικηγόρος και κοινωνικός λειτουργός, τριάντα δυο χρονών, μένετε στη Στάινμετστράσε, στο Σένεμπεργκ. Χήρος, παλιότερα παντρεμένος με τη Σάντρα Ζένερ, τριάντα τριών ετών. Έχασε τη ζωή της σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Και...”
“...και δεν πρέπει να καλέσετε την αστυνομία, υπό τις παρούσες συνθήκες”.
Όλα γυρίζουν γύρω από μια αλλόκοτη αγγελία, χρήσιμη τις εποχές που περνάμε:“Μάθε να ξεχνάς”.
Και κάτω από αυτόν τον τίτλο μια ομάδα αυτοβελτίωσης υπόσχεται να απαλείψει απ' τη μνήμη, ό,τι στοιχειώνει τη ζωή μας. Οι πρώτες σελίδες ενδεικτικές και σε προιδεάζουν: ένα ζευγάρι μπροστά σε μια αποκρουστική λάμπα- δελφίνι υπόσχεται να την ανάψει όποιος θα “φύγει” πρώτος.
Κι από την αρχή σου γίνεται γνωστό στο καινούργιο ψυχολογικό θρίλερ του Σεμπάστιαν Φίτσεκ “Πείραμα Μνήμης” πως ο Μαρκ Λούκας είναι εκείνος που απέμεινε, η Σάντρα, η σύντροφός του, στο ατύχημα το οποίο θέλει και να εξαφανίσει από τη μνήμη του, μαζί με το αγέννητο παιδί του, έχει “φύγει”.
Την παρεμβολή του ως βαρύτατα τραυματισμένου την προσπερνάς, εξάλλου ο ψυχίατρος του λέει ότι εκείνο που δεν αντέχει είναι η μνήμη. Και υποθέτοντας ότι απλώς αυτοτραυματίζεται διότι αμφιβάλει για αυτή καθ' εαυτή του την ύπαρξη, το ξεχνάς. Η καταιγιστική δράση που ακολουθεί, στο επιβάλει.
Στις σελίδες που ακολουθούν, ο Μαρκ, αναζητά τα χνάρια της ζωής του εις μάτην: στο σπίτι του η... νεκρή γυναίκα του απαγορεύει την είσοδο, εξάλλου όπως πληροφορείται από την ίδια, δεν τον γνωρίζει! Στην Ακτή, στο γραφείο του όπου καταφεύγουν συνήθως ναυαγισμένοι έφηβοι, ιδιοκτήτης άλλος, τον διώχνει! Και σα να μην έφταναν αυτά, η κλινική που υποσχόταν το Πείραμα, δεν υπάρχει! Στο σκάμα που συναντά, μια γυναίκα που δείχνει να γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν, αγνοώντας όμως όλα όσα αφορούν την ζωή της, του καταγγέλλει μια συνωμοσία ασύλληπτη: είναι ήδη στο Πείραμα κι έχει αρχίσει να ξεχνά σχεδόν τα πάντα.
Στο μεταξύ, ο συγγραφέας όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, θέτει μεγάλα ψυχιατρικά προβλήματα.
Κατ' αρχάς, τα στάδια του πένθους. Όπου αρνείται τον θάνατο της Σάντρας.
Αμέσως μετά, σε κομβικό σημείο, το Σύνδρομο Αρωγής γνωστό ως ΑΥΑ, και αφορά τα “άτομα υπεραισθητηριακής αντίληψης”, όπως είναι ο Μαρκ και ο αδελφός του Μπένι. Ο οποίος μετά από μια αποτυχημένη αυτοκτονική απόπειρα νοσηλεύτηκε και βγήκε από την ψυχιατρική κλινική προσφάτως.
Τα πράγματα θα μπερδευτούν ακόμα περισσότερο όταν οι δρόμοι τους διασταυρωθούν, μυστικά και ψέματα του παρελθόντος θα έρθουν στο φως και ένα σενάριο της Σάντρα που θεωρεί νεκρή περιγράφει την αλλόκοτη αμνησιακή του περιπέτεια. Το κουβάρι θα ξετυλιχτεί, τελικά, με έναν ασύλληπτο τρόπο.
Πρόθεση, εξάλλου, του συγγραφέα δεν είναι η μεταφυσική αλλά ο ρεαλισμός. Και τα θρίλερ που αγαπά να γράφει ο Φίτσερ στηρίζονται στην ψυχική παθολογία.
Ο ψυχίατρος αδελφός του παρέχει όλα τα γνωσιακά εφόδια, όπως την διαστολή του χρόνου σε περίπτωση θανάτου ή κινδύνου, και το ταλέντο του στην ζοφερή ατμόσφαιρα δημιουργεί μικρά θαύματα.
Ένα ψυχολογικό θρίλερ που διαβάζεται απνευστί και δεν σταματά να σε ξαφνιάζει: με τις διαρκείς ανατροπές του και το απρόσμενο φινάλε. Με τους αντιφατικούς χαρακτήρες και τις απίστευτες ψυχικές νόσους. Με το μεγάλο ζήτημα της μνήμης, ας μη ξεχνάμε εξάλλου και την επινόηση. Με το μαχαιράκι της γλώσσας που τοξικά χρησιμοποιεί για να εξαφανίζει τις σταθερές σου. Μα πάνω απ' όλα, με την υποκειμενικότητα του χρόνου.
Για να υποστηρίξει το θέμα του ο συγγραφέας χρησιμοποιεί θεατρικούς διαλόγους, αγγελίες και άρθρα, σενάρια και χρονική ανατροπή γεγονότων.
Στον επίλογο απίστευτα γενναιόδωρος μας χαρίζει τις πηγές της έμπνευσης. Τι ήταν εκείνο που τον έφερε αντιμέτωπο με την τραυματική ανάμνηση ώστε τον ώθησε να αναφερθεί με τόσο ακραίο τρόπο στην αμνησία. Κι όσο για την αληθοφάνεια του θέματος “ίσως να νομίζετε ότι το πείραμα μνήμης ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Μην απατάσθε όμως, Οι επιστήμονες (το ίδιο και οι εγκληματίες, αλίμονο) έχουν από παλιά πρόσβαση σε ουσίες που μπορούν να ξεριζώσουν αναμνήσεις από την πρόσφατη μνήμη μας.- μας λέει- Και δεν μιλάω απλά για διαλείψεις που προκαλούνται από υπερβολική δόση αλκοόλ' θα αναφέρω για παράδειγμα τη φλουτιντραζεπάμη, η οποία δυστυχώς έγινε διαβόητη ως το “χάπι βιασμού κατά το πρώτο ραντεβού”. Σε συνδυασμό με άλλα ναρκωτικά, καθιστά τα θύματα βιασμού ανίκανα να θυμηθούν το τρομερό έγκλημα που διαπράχθηκε σε βάρος τους”.
Διότι το κλειδί της ιστορίας δεν είναι το “μάθε να ξεχνάς”, ούτε και το ότι ο ήρωας ξέχασε, αλλά, τελικά, τί είναι εκείνο που επιθυμούν διακαώς να ξεχάσει!


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Σεμπάστιαν Φίτσεκ γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1971 και είναι πτυχιούχος της Νομικής.
Το βιογραφικό του έχει να επιδείξει πλούσια δραστηριότητα στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Από τις εκδόσεις “Διήγηση” κυκλοφορούν:
“Η θεραπεία” και
“Το πείραμα”.


Ελένη Γκίκα

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

8/9/10

“Ήταν όλα τυχαία, Τζέρι...”

“Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ” του Φίλιπ Ροθ. Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά. Εκδ. “Πόλις”, σελ. 170, € 15

“Όλα τα θεωρούσε ασκήσεις χωρίς νόημα. Αυτό που εξακολουθούσε να τον φοβίζει, καθώς πλησίαζε η μέρα του εξιτηρίου, ήταν το γεγονός ότι τίποτα από όσα του είχαν συμβεί δεν φαινόταν να συνδέεται με κάτι άλλο”...
“Δεν υπάρχει σοβαρός λόγος για οτιδήποτε συμβαίνει, είπε στον γιατρό αργότερα, την ίδια μέρα. “Χάνεις, κερδίζεις- όλα είναι ένα καπρίτσιο της τύχης. Η παντοδυναμία του καπρίτσιου. Η πιθανότητα της ανατροπής. Ναι, η απρόβλεπτη ανατροπή και η εξουσία της”.
Και το “αγκάθι” στο καινούργιο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ είναι ακριβώς σ' αυτό το σημείο: Το τυχαίο, το Χωρίς νόημα. Το αντιλαμβάνεται ο ήρωάς του, ηθοποιός διάσημος και σπουδαίος, την κορυφαία στιγμή. Εκεί που τελειώνει, μοιραία, η κορύφωση κι αρχίζει η πτώση, ξαφνικά στη σκηνή, σ' ένα ρόλο: “Είχε χάσει τη δύναμη να σαγηνεύει. Η ορμή του είχε ξοδευτεί”, το σημειώνει ο σπουδαίος αμερικανός συγγραφέας από την πρώτη στιγμή, στην πρώτη γραμμή.
Βαθύτατα υπαρξιακός και σε αυτό το καινούργιο βιβλίο, φλερτάροντας με το θάνατο τα τελευταία χρόνια στο “Κανένας” και “Φεύγει το φάντασμα”, παρακολουθεί το ταλέντο- νόημα να χάνεται σε ένα ψυχολογικό θρίλερ μέχρι τη ύστατη στιγμή.
Ηθοποιός ο Σάιμον Άξλερ, κατά συνέπεια “όλα είναι ρόλος”. Αρχίζει με “Πρόσπερο” Σαίξπηρ και τελειώνει με “Γλάρο” του Τσέχωφ, ολόκληρη η ζωή του- σκηνή.
“Τα γλεντοκόπια μας τέλειωσαν πια. Οι θεατρίνοι μας ετοούτοι/ όπως σας είχα προμαντέψει, πνεύματα ήταν όλοι/ κι έλειωσαν, γίναν άνεμος, διάφανος άνεμος”. Στον “διάφανο άνεμο” (τίτλος του πρώτου κεφαλαίου) λοιπόν, κι αυτός, συνειδητοποιεί επί σκηνής, ό,τι έχει τελειώσει, αδειάσει, κάλπης πια, όλα είναι ένα ψέμα, και παρακολουθεί ως ψέμα και τον “ρόλο του” στην όντως ζωή. Αντιστέκεται όσο μπορεί στην αυτοκτονική του διάθεση, νοσηλεύεται, παρακολουθεί εικαστική θεραπεία, γνωρίζει κι ακούει συνασθενείς, επιστρέφει κι απομονώνεται, συναντιέται με τον ατζέντη του, αρνείται την όποια “μέτρια” πια επιστροφή. Την συμβουλή του για διδασκαλία και “το από στιγμή σε στιγμή”, θυμίζοντάς μας εκείνο “το θεικό παρόν” της Φιλοκαλίας και της Γερόντισσας Γαβριηλίας και ενώ επαναλαμβάνεται η λέξη “ταπείνωση” εμείς διαπιστώνουμε ότι μιλά για “εγωισμό” για “τσαλακωμένο εγωισμό” εν πολλοίς. Αυτό που μας γονατίζει, μας κάνει το- απόλυτο- τίποτα απ' εκεί που είμαστε “το- κέντρο- του- κόσμου”, παρ' όλα αυτά ακόμα αντιστέκεται, με λάθος τρόπο, πηγαίνοντας κατ' ευθείαν στα δύσκολα έως αδύνατα, ακριβώς για να καταρρακωθεί. Ερωτεύεται με γνήσιο υποκριτικό πάθος ως “Τον- Ρόλο”, την λεσβία κόρη των φίλων του, που την έχει δει να γεννιέται, την πλάθει και πλάθεται, ηττάται κατά κράτος, εξάλλου γι' αυτό είναι εκεί, ακριβώς για να ηττηθεί.
Ο συγγραφέας τον παρακολουθεί τριτοπρόσωπα με ακρίβεια εντομολόγου και ωμότητα ιατροδικαστή, ερμηνεύοντας συναισθήματα, φόβους, διλήμματα, άγχη, με ρόλους, αναζητώντας μέσα από αυτόχειρες ήρωες την απαραίτητη δύναμη ή ερμηνεία για την ύστατη έξοδο- στιγμή.
Η κατάρρευση θα ρθεί με την τελική, ερωτική αποτυχία-αφορμή. Η σαραντάχρονη Πεγκίην τον εγκαταλείπει για το “ερωτικό παιχνίδι” την Τρέισι που “της χάρισε” ο ίδιος κάποια στιγμή. Αλλά και πάλι, για να επιτύχει την έξοδο, γίνεται “ο ρόλος”. Ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς Τρέπλιεφ, ο τσεχοφικός αποτυχημένος κι απελπισμένος συγγραφέας του “Γλάρου” που του χάρισε τον αρχικό θρίαμβο, ως κύκνειο άσμα του, αυτή την ύστατη στιγμή. Ξαναγίνεται ο ρόλος. Και με ένα σημείωμα με εφτά λέξεις, με απόλυτη επιτυχία, κάνει φινάλε σ'- αυτή- τη – σκηνή: “Γεγονός είναι ότι ο Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς αυτοπυροβολήθηκε”. Με την τελευταία αράδα του “Γλάρου”.
Σε ένα σύντομο, μεστό, “ρωμαλαίο και πετυχημένο” δυνατό μυθιστόρημα που μπορεί να αποτελεί και το κάποια στιγμή, “αναπόφευκτο” υπαρξιακό δράμα για κάθε οπαδό του Τυχαίου, εφόσον “όλα είναι καπρίτσιο της Τύχης” και ουδεμία σημασία έχει το αν παίζουμε ή δεν παίζουμε εμείς!
Αρχετυπικός ο χαρακτήρας του Σάιμον Άξλερ, ενσαρκώνει τον κάθε δημιουργό “σε κρίση” που θα περάσει ούτως ή άλλως, ο Φρόυντ δεν τόπε; έχουμε έρθει για τα χάσουμε όλα σ' αυτή τη ζωή. Αλλά άλλο “Ταπείνωση” άλλο “Ταπεινότητα”. Η ταπείνωση έρχεται εκ των έξω και η μόνη αντίδραση είναι η πτώση ή η προσαρμογή.
Η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου σε αριστουργηματική μετάφραση της Κατερίνας Σχινά (ούτε συγγραφική ανάσα δεν πάει χαμένη).
“Ήταν όλα τυχαία, Τζέρι, τυχαίο που μου δόθηκε ένα κάποιο ταλέντο, τυχαίο που μου αφαιρέθηκε. Η ίδια η ζωή είναι τυχαία, από την αρχή ως το τέλος”, ε ναι Σάιμον Άξλερ, Φίλιπ Ροθ, έχετε δίκιο, δεν αντέχεται τελικά όλο αυτό! (το κενό) σ' αυτή τη ζωή.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Φίλιπ Ροθ γεννήθηκε το 1933 στο Νιούαρκ του Νιού Τζέρσεϊ. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στα πανεπιστήμια του Bucknell και του Σικάγου. Διετέλεσε καθηγητής της συγκριτικής λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια του Πρίνστον, της Νέας Υόρκης (Hunter College) και της Πενσυλβανίας. Διηύθυνε τη σειρά "Συγγραφείς της άλλης Ευρώπης" στις εκδόσεις Penguin και γνώρισε στο αμερικανικό κοινό συγγραφείς όπως ο Bruno Schulz και ο Μίλαν Κούντερα. Ο Φίλιπ Ροθ έχει τιμηθεί με τα βραβεία National Book Award, Pulitzer, PEN/Faulkner, National Book Critics Circle Award, National Medal of Arts και με το Gold Medal in Fiction της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.
Έργα του: “Η ταπείνωση”, “Αγανάκτηση”,
“Φεύγει το φάντασμα”, “Επιχείρηση Σάυλωκ”, “Η αντιζωή”, “Το σύνδρομο του Πόρτνοι”,
“Το ανθρώπινο στίγμα”, “Καθένας”,
“Το ζώο που ξεψυχά”, “
“Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής”,
“Κι ό,τι θέλει ας γίνει”,
“Κουβέντες του σιναφιού”,
“Αντίο Κολόμπους”, “Ζούκερμαν”,
“Δεσμώτης”, “Η ζωή μου ως άντρα”, “Πατρική κληρονομιά”, “Απάτη”, “Το βυζί”,
“Η νόσος του Πορτνόυ”...

Για τους φίλους που υπήρξαν “τυχαία”...

ΥΓ1: Τυχαίες συναντήσεις

“Όταν σχολάω καταφεύγω στην πεζογραφία για να σωθώ, σαν να' ταν νησί. Όλη μέρα την περνάω μέσα σ' ένα θορυβώδες ποτάμι στη σύνταξη της εφημερίδας, όμως το απόγευμα μεταφέρομαι ψηλά πάνω σ' ένα νησί, και μόλις αρχίζω να διαβάζω τις πρώτες λέξεις, νιώθω κάθε φορά λες και κωπηλατώ και φεύγω μακριά μες στο νερό. Μονάχα χάρη σε αυτή την καθημερινή ανάγνωση έχω σήμερα ακόμη τα λογικά μου”.
Φτάνοντας Βιέννη φέτος το καλοκαίρι για να βρω... δροσιά, ανάμεσα στα βιβλία που κρατούσα, ήταν κι ο Ζέμπαλντ, κεραυνοβόλος έρως που διαρκεί. Από το “Αίσθημα ιλίγγου” είχα διαβάσει μόνο το πρώτο μέρος. “Μπελ ή Το παράξενο γεγονός του έρωτα”. Με τρόπο αλλόκοτα μαγικό, ο Ζέμπαλντ ένωνε ως συνήθως ταξίδι, ιστορία, αίσθημα, φιλοσοφία, λογοτεχνία. Εκλεκτικές συγγένειες, επί τω προκειμένω με τους ιλίγγους του Φλωμπέρ.
Εκείνο που ακολουθεί θα μπορούσα να το είχα γράψει κι εγώ: “Ξεκινούσα νωρίς το πρωί και έκανα βόλτες στη Λέοπολντστατ, στο κέντρο της πόλης και στη Γιόζεφστατ, προφανώς δίχως σκοπό και προορισμό, από τις οποίες καμία, όπως διαπίστωσα αργότερα ρίχνοντας μια ματιά στο χάρτη, δεν ξέφευγε από ένα σχήμα δρεπανιού ή το πολύ μισοφέγγαρου...”. “Στις περίπου δέκα ημέρες που πέρασα στη Βιέννη δεν είδα τίποτα, δεν μπήκα πουθενά, παρά μόνο σε καφενεία και εστιατόρια...” Εάν δεν με είχε ξαφνιάσει εκείνος στα μισά της διαμονής. Μέρος δεύτερο και οι τυχαίες του συναντήσεις με τον Καζανόβα και με τον Κάφκα, πέφτοντας επάνω σε φοιτητές που τους μοιάζουν και διαβάζοντας για κείνους, όλως τυχαία αλλά χρονικώς επετειακά. Περπατώντας στους ίδιους ακριβώς δρόμους, που περπατούσα και τον διάβαζα:
“Στην αρχή δεν κατάφερνα να κουνηθώ από τη θέση μου, τόσο βαρύνουσα σημασία απέδιδα σ' αυτές τις προφανώς απολύτως τυχαίες συναντήσεις”. Ζέμπαλντ, σελ. 67.
Στην τελευταία του ιστορία, κι άλλα τυχαία: “Il ritorno in patria”(Επιστροφή στην πατρίδα), σελ. 152: “Σε μια αλάνα με μπάζα, δίπλα στη γέφυρα, όπου φύτρωναν ιτιές, μπελαντόνες, κολλητσίδες, φλόμοι, βερβένες και αρτεμισίες, τα καλοκαίρια των πρώτων χρόνων μετά τον πόλεμο έστηναν εδώ τα τσαντίρι τους οι Τσιγγάνοι”. Με τσιγγανάκια μεγάλωσα παίζοντας στην αλάνα στο πατρικό της μαμάς. Αλλά κι ο φόβος για το σκοτάδι του Ζέελος, τελευταία και του δικού μου μπαμπά. Το αίσθημα ιλίγγου πού και πού και οι τυχαίες παρατηρήσεις με συγγραφικά πεπρωμένα, βήματα, πάθη, λάθη, διαδρομές...

30/8/10

Δεν υπάρχει τίποτα πιο απατηλό από τις προφανείς εξηγήσεις. Τίποτα πιο μυστηριώδες από την διαύγεια...

“ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΘΑΣ” της Φωτεινής Τσαλίκογλου, Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. € 16
“Μη βιαστείς να με συμπονέσεις. Δε χρειάζομαι τον οίκτο. Έχω κάτι που οι άλλοι δεν έχουν: Έχω το “Χάρισμα”. Με το “Χάρισμα” βλέπω πίσω από το παραβάν. Ένας άλλος κόσμος απλώνεται εκεί. Πίστεψέ με, λέω την αλήθεια. Μαντεύω αυτό που κάποτε θα γίνει. Και θυμάμαι πράγματα που έχουν από καιρό ξεχαστεί. Η μνήμη είναι εξίσου θαυμαστή με την πρόβλεψη του μέλλοντος”.
Η Βέρθα κατάλαβε τον εαυτό της με έναν θάνατο. Σε ηλικία επτά χρονών. Μαζί με τον εαυτό της, κατάλαβε και το χάρισμα. Ονειρεύτηκε τον εαυτό της, τον Ιωακείμ και δεν ησύχασε παρά όταν ορθώς διαπίστωσε, πώς ήταν νεκρός. Στη συνέχεια θα έπρεπε και να μάθει να ζει με μια παγωμένη, νεκροζώντανη μητέρα. Και με το Χάρισμα. Και με τη μοναξιά. Και με τα όνειρα. Και με τα χρώματα.
Στο καινούργιο της μυθιστόρημα η Φωτεινή Τσαλίκογλου αγγίζει ποιητικά, ψυχολογικά, μαγικά και πάλι, πολλά: την απούσα- παρούσα μητέρα, την αγάπη- παντοτινή λαχτάρα ενός παιδιού να αγαπηθεί αλλά
“Ουκ αν λάβοις παρά της θλιμμένης μητρός”. Και ευτυχώς και υπάρχει και η τέχνη. Επί τω προκειμένω η ζωγραφική και η κυρία Μιράζ.
Κι έτσι μέσα από οκτώ μαθήματα Ζωγραφικής η μικρή Βέθρα “ξαναδιαβάζει” την ψυχή της και τον κόσμο. Αρχίζοντας πρώτα απ' όλα από τη ζωή (και τη σκοτεινιά), από τις εμμονές (και τα πάθη) των ζωγράφων:
Μπαλτίς και “Η κούπα του καφέ”.
Κάσπαρ Φρίντριχ και “Η Παγωμένη θάλασσα”.
Ρενέ Μαγκρίτ και “Οι Εραστές”.
Λεονάρντο ντα Βίντσι και Η Τζοκόντα.
Καραβάτζιο και “Η Κοίμηση της Θεοτόκου”.
Αλοίζ Κορμπάζ και “Εσμεράλδα”.
Χένρυ Ντάργκερ και “Όταν η Τζένυ Ρίτσυ απελευθερώνει ταυτόχρονα κι άλλα φυλακισμένα παιδιά”.
Και τέλος Σίμεον Σόλομον “Το φεγγάρι και ο ύπνος”.
Επειδή, όπως θα πει η Βέθρα στους μονολόγους της:
“Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου. Δεν έχω φίλες. Μετά το μάθημα γυρνώ εκεί που δεν θέλω να είμαι. Αν τύχει και γνωρίσω έναν άνθρωπο, φοβάμαι πως θα με εγκαταλείψει. Αφού εκείνη δε με θέλει, η μάνα μου δηλαδή, γιατί να με θελήσει μια δασκάλα ζωγραφικής; Δεν πιστεύω στον εαυτό μου. Υπάρχουν άνθρωποι που ορκίζονται στο όνομα του εαυτού τους και τον προσκυνούν σαν να είναι Θεός. Θέλω να μ' αγαπούν, αυτό μόνο θέλω. Αγάπη ζητούσαν και οι καλεσμένοι στο σπίτι της κυρίας Ελέσσας. Όμως, τι να την κάνω μια τέτοια αγάπη; Γιατί και ποιος να με θελήσει; Σκοτάδι. Για ποιανού χάρη να βγω στο φως;”
Θα βρει, όμως, τρόπο και μέσα από τα όνειρα, τους πίνακες, τον νεκρό αδελφό, την δασκάλα της και τις λέξεις, τις ιστορίες της να ξαναβγεί στο φως. Ο Ιωακείμ βρίσκεται πάντοτε εκεί με το αγαπημένο του κόκκινο μπουφάν που μεγαλώνει μαζί του σε έναν χρόνο άλλον:
“Πεθαίνω σημαίνει μαθαίνω τα μυστικά των ξένων θανάτων”.
“Πες μου, ονειρεύτηκα;”
“Μόνο οι σκέψεις μας είναι αληθινές”.
“Ονειρεύτηκα;”
“Οι αληθινές σκέψεις έρχονται μέσα στα όνειρα”.
“Ονειρεύτηκα;”
“Σου δάνεισα τη σκέψη μου. Έγινα δικός σου”.
Επειδή: “Όταν πεθαίνεις, παύεις να είσαι ένας, αδελφούλα μου, γίνεσαι πολλοί. Η φωνή σου γίνεται πολλές φωνές”.
Και η παρότρυνσή του, τελικά, σωτηριολογική:
“Μην αφήσεις ποτέ τα όνειρα να σε αφήσουν”.
“Μην ξεχάσεις ποτέ να επιθυμήσεις κάτι, Βέρθα. Επιθυμίες, αυτές δεν πρέπει να τις εγκαταλείπει ποτέ κανείς”.
Εξάλλου, ό,τι έχει γίνει, από τα όνειρα, από τις επιθυμίες, απ' την ανάγκη των άλλων και τα σκοτάδια, από την απώλεια έχει γίνει:
“Οι μεγάλοι ζωγράφοι αφήνουν την υπογραφή τους στο κενό. Κάποιοι από εσάς είναι πιο ικανοί από άλλους στην αποκρυπτογράφηση”.
Ψαχτά, λοιπόν, και η Βέθρα, μέσα από έργα που την καλούν και ιστορίες που βρίσκονται κάπου εκεί έξω και την περιμένουν, προσεγγίζει το αίνιγμα αδυνατώντας να προσεγγίσει της μαμάς της την παγωμένη ψυχή:
“... αγνοημένα πράγματα, έρχονται στο φως και φανερώνουν ότι η ευτυχία μας εξαρτάται και αυτή από ένα αίνιγμα δεμένο με τον άνθρωπο και ότι μοναδικό μας καθήκον είναι να προσπαθήσουμε να το γνωρίσουμε”.
Ένα βιβλίο που μεταλλάσσεται σαν Χώρα Θαυμάτων με μια Βέρθα – Αλίκη που ακολουθεί τα χρώματα και τη ζωγραφική για να λύσει το αίνιγμα με ένα αίνιγμα με ένα αίνιγμα διότι εν τέλει, αυτό είναι η ζωή “αυτό που δεν φαντάζομαι”. Και επειδή “δεν υπάρχει τίποτα πιο απατηλό από τις προφανείς εξηγήσεις. Τίποτα πιο μυστηριώδες από την διαύγεια”.
Ένα μυθιστόρημα που παίζει με τις τέχνες, τα είδη, τη μουσική, τη ζωγραφική, αποκαλυπτικό και καθηλωτικό. Ποιητικό και, τελικά, λυτρωτικό.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
H Φωτεινή Τσαλίκογλου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και ειδικεύτηκε στην Κλινική Ψυχολογία. Eίναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου διευθύνει το Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ψυχολογία και ΜΜΕ». Είναι επίσης τακτική συνεργάτις στην εφημερίδα Τα Νέα και έχει επιμεληθεί σειρές εκπομπών στην κρατική τηλεόραση γύρω από θέματα ψυχικής διαταραχής και αποκλεισμού.
Έχει εκδώσει τα επιστημονικά έργα και δοκίμια: “Σχιζοφρένεια και φόνος” (Αναζητώντας τον χαμένο παράδεισο), “Μυθολογίες βίας και καταστολής”, “Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή”, “Ψυχολογικά, Ψυχο-λογικά” (Οι παγίδες του αυτονόητου), “Η ψυχολογία στην Ελλαδα σήμερα”, “Στην άλλη όχθη” (επιμ.) και “Μήπως;” (διάλογοι με τη Μαργαρίτα Καραπάνου). Επίσης το παραμύθι “Η νεράιδα της Γης” (με εικονογράφηση του Αλέξη Κυριτσόπουλου).
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της:
“Η κόρη της Ανθής Αλκαίου”, 1996
“Έρως φαρμακοποιός”, 1997
“Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά”, 2004
“Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ”, 2000 και
“Tο χάρισμα της Bέρθας”, 2010
η νουβέλα “Όλα τα ναι του κόσμου” 2008,
καθώς και τα βιβλία
“Ψυχολογία της καθημερινής ζωής”, (Η κουλτούρα του εφήμερου), 2008
“Η ψυχή στη χώρα των πραγμάτων”, 2003 και
“Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς” 2008 (Τα παράξενα της μητρικής αγάπης – Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου), 2008.

Ελένη Γκίκα, Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

27/8/10

“πρώτα κοιτάς που χύθηκε το αίμα σου και ύστερα διαλέγεις πλευρά”

δυστυχώς...

“ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΦΙΛΟΥΣ” της Σοφίας Νικολαίδου. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 272, € 15

“Κυρία Νίνα, της είχε πει περνώντας για μια καλημέρα από την αυλή της, άτιμο πράγμα η Ιστορία. Πέφτει επάνω στη ζωή και την πλακώνει”.
Με τον τίτλο “Απόψε δεν έχουμε φίλους”, ειρωνική φοιτητική κραυγή από τη νύχτα της μεγάλης Φωτιάς, η Σοφία Νικολαίδου επιχειρεί ένα τολμηρό εγχείρημα, ν' αγγίξει την νεώτερη ιστορία και να τα πει με-τ' όνομά τους τα γεγονότα, με ονόματα, και όσο γίνεται αντικειμενικά. Εξάλλου, ακόμα, συνέπειες πληρώνουμε, έστω κι αν έχει ξεθωριάσει τόσο μέχρι που να είναι πια αόρατη και η αιτία και η αφορμή.
Θεσσαλονίκη και ο χρόνος πηγαινοέρχεται. Σπαράγματα πεμπτουσίας του αρχίζοντας από το παρόν. Δεκέμβριος 2008, φωτιά και συνθήματα σε μια μεγάλη πανεπιστημιακή σχολή. “Κουβάλα τον προτζέκτορα/ να σε κάνουν λέκτορα”, το μόνο σταθερό μέσα στον χρόνο. Εξάλλου:
“Για τον Μαρίνο η Ιστορία δε φορούσε εσθήτα και δάφνινο στεφάνι, όπως την απεικόνιζαν οι πίνακες. Δεν έγραφε με φτερό από αγριόχηνα. Τη φανταζόταν πιο πολύ σαν μια γιαγιά με ρόμπα και στραβοπατημένες παντόφλες, που έλεγε ιστορίες στα εγγόνια της, την ώρα που τηγάνιζε πατάτες”.
Και το άλμα του χρόνου, εκτινάζεται αντί για το μέλλον πρώτα στο πρόσφατο παρελθόν. Σιγά- σιγά κανείς επιστρέφει πίσω, ναρκοθετημένο το χθες αλλάζει αναλόγως με το παρόν. Η γνώση (και η επίγνωση) το κάνει ν' αλλάζει.
Οκτώβριος 1081- 1989. Ανυποψίαστος αλλά αποφασισμένος ιστορικός αποφασίζει να θέσει τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων, το διδακτορικό του απαγορευμένο, δωσίλογοι και γερμανοφασιστικές οργανώσεις στην πόλη κατά την κατοχή. Ο καθηγητής του προοδευτικός και αυτοδημιούργητος. Τον παροτρύνει, τον πιστεύει, τον εμπιστεύεται, τον προδίδει. Το “προοδευτικό” έχει όριο. Αλλά στο μεταξύ εκείνος γυρίζει πίσω, σε επικίνδυνες, επώδυνες ιστορικές σελίδες, θαμμένες, και ξεχασμένες, παλιές.
Θεσσαλονίκη 1934- 1944, Ναζιστική Γερμανία, εβραίοι, διώξεις, κι ένας καθηγητής φιλοναζιστής. Ποτέ του δεν γνώρισε την αποκαθήλωση. Τριγύρω γονείς, φοιτητές, προδότες και πατριώτες, μικρές και μεγάλες ζωές. Επιζήσαντες κάποιοι. Επιλήσμονες οι περισσότεροι. Προδότες εκόντες άκοντες οι πιο πολλοί. Προδομένοι οι περισσότεροι. Τα διλήμματα εδώ, βασανιστικά, διαρκή: η σωστή και η λάθος πλευρά. Αλλά και πάλι κατά πόσον επιλέγει κάποιος πλευρά;
“Θέλω να πω, σχολίασε κοιτώντας στα μάτια το φοιτητή του, εγώ, παιδί μου, δεν μπορώ να γίνω κομμουνιστής. Αδύνατον. Μου σκότωσαν τη μάνα.
Έσφιξε τα χείλη και συμπλήρωσε πικρά:
Όπως καταλαβαίνεις, παιδί μου, η Ιστορία είναι υπόθεση προσωπική. Πρώτα κοιτάς που χύθηκε το αίμα σου και ύστερα διαλέγεις πλευρά”.
'Ενα μεταμοντέρνο κατακερματισμένο μυθιστόρημα για ένα κλασικό, παραδοσιακά κλασικό, επώδυνο και απαγορευμένο ζήτημα. Οι καζαντζακικοί αδελφοφάδες σε ένα πανεπιστημιακό μυθιστόρημα διότι η καρδιά της μάχης – και μάλιστα με χίλιους τρόπους- δίνεται εκεί.
Χαρακτήρες αναγνωρίσιμοι και ταυτοχρόνως αρχετυπικοί, προδοσίες και καταστροφές που βαραίνουν ακόμα και φράσεις που κόβουν σαν μαχαιράκι, εικόνες αναλλοίωτες που ακόμα μας κυνηγούν, για πάντα θα μας κυνηγούν και “φωτεινά μυαλά” που σκορπίζουν στον άνεμο διότι “η ζωή δεν είναι δίκαια” εκτός και αν η δικαιοσύνη της είναι “κάπως αλλιώς” ή “αλλού”.
Ελλειπτική γραφή, κατακερματισμένη αφήγηση, αυτό που απομένει εξάλλου δεν είναι... πιλάφι, αλλά αποξεχασμένες νάρκες που ωστόσο ακόμα μας καθορίζουν, σαφώς πονούν.
Η Σοφία Νικολαίδου αποφασίζει να θυμηθεί. Και να ψάξει. Και να τα πει. Και το κάνει τολμηρά, ποιητικά, δραματικά, αλλά μετ' αποδοχής. “Έτσι είναι” και “Αυτά”. Δεν γυρίζει αλλιώς η σελίδα διαφορετικά. Αποφασίζει λοιπόν και κάνει αριστοτεχνικά και την βρόμικη δουλειά. Μυθιστόρημα που δεν αγαπήθηκε τυχαία που συνδυάζει πολλά: ιστορία, ψυχολογία, πολιτική, πανεπιστημιακό καθεστώς, κοινωνιολογία, μια καθημερινότητα ποιητικά επώδυνη, μαγική, σοφή. Και με λόγο, “άνευ λόγου” ποτέ.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Η Σοφία Νικολαΐδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1968. Σπούδασε κλασική φιλολογία (μεταπτυχιακό δίπλωμα Κλασικών Σπουδών Α.Π.Θ.). Έχει μεταπτυχιακή εξειδίκευση στην παιδαγωγική αξιοποίηση των υπολογιστικών και δικτυακών τεχνολογιών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συμμετείχε στην ερευνητική ομάδα που συγκρότησε το Υπουργείο Παιδείας για τη μελέτη των προβλημάτων, τα οποία παρουσίαζε το ισχύον πρόγραμμα διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο (1994-5). Εργάζεται στη μέση εκπαίδευση ως επιμορφώτρια στις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας. Της ιδίας: -"Η διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας από μετάφραση στη Μέση Εκπαίδευση", Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων-Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη, 1998 (συμμετοχή στην ερευνητική και συγγραφιική ομάδα) -"Ξανθιά πατημένη", διηγήματα, Κέδρος, 1997, 2η έκδοση 1998 -"Ο φόβος θα σε βρει και θα 'σαι μόνος", διηγήματα, Κέδρος, 1999 -"Πλανήτης Πρέσπα", μυθιστόρημα, Κέδρος, 2002 -"Ο μωβ μαέστρος", μυθιστόρημα, Κέδρος, 2006.

Ελένη Γκίκα, Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής