«Σύντομα
τα έχασε όλα’ όλα, εκτός από το σημαντικότερο: την ξεχωριστή ψυχή του που
πετούσε ψηλά».
Έτσι «χαμένοι» ξεκινούν στη νουβέλα του Ρωσοπολωνού
Άλεξάντρ Γκριν, όλοι στην αρχή: ο Λόνγκρεν ο ναύτης ο οποίος επιστρέφοντας δεν
βρίσκει πια να τον περιμένει στο κατώφλι η αγαπημένη του Μαίρη, και η μικρή Ασσόλ,
η κόρη του. Και στην άλλη άκρη του ορίζοντα ένας μικρός Γκρέυ, ο οποίος θα
βρίσκει τα πάντα σε έναν πίνακα απ’ όπου έρχεται κατ’ επάνω του ένα ιστιοφόρο
με ολάνοιχτα τα πανιά, κρατώντας μια γεύση απ’ το μέλλον αλλά δεν θα κρατάει
για πάντα όταν είναι τόσο νωρίς.«Πες μου, γιατί δεν μας αγαπάνε;»
«Αχ, Ασσόλ, μήπως ξέρουν ν’ αγαπούν; Πρέπει να ξέρεις ν’ αγαπάς, κι αυτοί δεν μπορούν να το κάνουν».
Ο Λόνγκρεν που φτιάχνει παιχνίδια-καράβια για να ζήσει την Ασσόλ, της οποίας «η πραγματικότητα είχε μπλεχτεί με το υπερφυσικό» εξ’ αρχής, και θα έρθουν γι’ αυτό αντιμέτωποι με όλη την δυσπιστία, την μωρία και την χλεύη του κόσμου.
Αφορμή, η προφητεία του περιηγητή Έγκλ. Ποιητής και μάγος, γνωστός συλλογέας τραγουδιών, μύθων, παραδόσεων και παραμυθιών ο Έγκλ, θα διαβλέψει για την Ασσόλ ένα αλλόκοτα θαυμαστό μέλλον: ένα καράβι με το οποίο θα ‘ρθει για να την πάρει κάποτε ο πρίγκιπάς της και θα ‘χει, σαν το παιχνίδι που πήρε η όχθη μόλις αυτή τη στιγμή, πανιά πορφυρά. Κι απ’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή θ’ αρχίσει για τον μικρή Ασσόλ και «η ασύνειδη προσμονή μιας θαυμάσιας ευλογημένης μοίρας». Ο πατέρας της θα συνηγορήσει στο παραμύθι του Έγκλ, ένας ζητιάνος θα το διαδώσει μετά στο χωριό, με αποτέλεσμα η Ασσόλ να γίνει για όλους και μέχρι να μεγαλώσει «η σαλπαρισμένη Ασσόλ», για να το επαληθεύσει κάποτε, επτά χρόνια μετά, κάποιος καπετάνιος Γκρέυ.
Γιατί την ίδια εποχή, κάπου στον κόσμο και μακριά από την Καπέρνα, ο Γκρέυ, μεγαλώνει στο σκοτεινό και μεγαλοπρεπές πατρικό του και αποφασίζει από έναν πίνακα να γίνει καπετάνιος. Εξάλλου «Του άρεσαν οι πίνακες που δεν συνοδεύονταν από εξηγήσεις και επιγραφές, καθώς η εντύπωση που προκαλούν είναι απαράμιλλα πιο ισχυρή. Το περιεχόμενό τους, απαλλαγμένο από τις λέξεις, γίνεται απέραντο, επιβεβαιώνοντας κάθε εικασία και σκέψη».
Παιδί με δική του έντονη εσωτερική ζωή, αναλαμβάνει κατ’ αρχάς να επαληθεύσει και την προσωπική, οικογενειακή τους προφητεία. Για ένα κρασί εξαιρετικό που περιμένει κάποτε έναν Γκρέυ για να το πιει όταν θα βρεθεί στην παράδεισο. Φεύγει, λοιπόν, στα καράβια σαν ναύτης στην αρχή, αναζητώντας αυτό-που-θα-γίνει-για-κείνον-ο-παράδεισος.
Την Ασσόλ θα την συναντήσει σαν την κοιμωμένη βασιλοπούλα, ακριβώς να κοιμάται, όχι τα επτά χρόνια της προφητείας αλλά εκείνο το πρωί που θα την πρωτοβρεί στο ίδιο σημείο που κάποτε η μικρή Ασσόλ είχε χάσει για λίγο το καραβάκι –με-τα-πορφυρά-πανιά-παιχνίδι. Στο μεταξύ θα έχει γίνει ένα ξεχωριστό πλάσμα που θα αφουγκράζεται τα πουλιά, τα φυτά και τα ζώα στη σιωπή. «Ήξερε και της άρεσε να διαβάζει, αλλά και στα βιβλία, όπως και στη ζωή της, διάβαζε κυρίως ανάμεσα στις γραμμές», όπως θα φροντίσει ο Γκριν να μας πει και ειδικά γι’ αυτό το πρωί, που θα ξυπνήσει σαν την Αλίκη στη χώρα του παραμυθιού, κυριολεκτικά μια άλλη: «Ήταν σαν να ξύπνησε από την χειροπιαστή πραγματικότητα σε μιαν άλλη, ακόμη πιο ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη». Και «Από εκείνη τη στιγμή δεν την άφησε πια καθόλου η αίσθηση μιας θριαμβευτικά πλούσιας συνείδησης του κόσμου».
Στο μεταξύ, υπομονετικά και λες με αόρατη πολύχρωμη κλωστή μοιάζει να έχει ολοκληρωθεί με μικρές σοφές ακριβείς βελονιές το κέντημα του κόσμου.
Ο Γκρέυ που έχει γίνει καπετάνιος στο Σεκρέτ και θ’ ακούσει την προφητεία στην ταβέρνα του χωριού, θα σπεύσει να κάνει το Σεκρέτ πορφυρό, αγοράζοντας δυο χιλιάδες μέτρα μεταξωτό. Η Συνάντηση, εξάλλου, όπως και η αγάπη είναι μεταμορφωτική και για τους δυο, ο συγγραφέας το γράφει και το υπαινίσσεται με άπειρους θαυμαστούς τρόπους:
«Ό,τι περίμενε τόσον καιρό και με τόση θέρμη έπαιρνε σάρκα και οστά εκεί, στην άκρη του κόσμου»-
«Ήταν σαν να τον είχε καλέσει κάποιος, αλλά να είχε ξεχάσει ποιος και πού»-
«Καθώς λοιπόν δεν έχουν όνομα, μένουν για πάντα έξω από τις λέξεις αλλά και πέρα από κάθε έννοια, σαν την αίσθηση ενός αρώματος»-
«Περιμένω, βλέπω και σύντομα θα γνωρίζω»-
«Όλα πάνω της κοιμόνταν: τα σκούρα μαλλιά της κοιμόνταν, η φούστα της κοιμόταν, το ίδιο και οι πιέτες της φούστας της. Ακόμη και το χορτάρι δίπλα στο σώμα της έμοιαζε να λαγοκοιμάται…»-
«Μια έντονη ροπή προς το ασυνήθιστο τον κατέβαλε ξαφνικά»-
«Έβγαλε από το δάχτυλό του το παλιό πολύτιμο δαχτυλίδι, σκεπτόμενος, και όχι αδικαιολόγητα, πώς μπορεί με αυτόν τον τρόπο να υπαγόρευε στη ζωή κάτι σημαντικό, σαν την ορθογραφία, ας πούμε».
Η αφήγηση θα φτάσει, φυσικά, έως εκείνον, στρεβλή:
«Δεν μπορεί να είναι άλλη από τη “Σαλπαρισμένη Aσσόλ»-«Πριν από εφτά χρόνια είχε μιλήσει στην ακροθαλασσιά με έναν άντρα που ήταν συλλογέας παραδοσιακών τραγουδιών»,
αλλά «από τη στιγμή που είδε τα μάτια της Ασσόλ, όλη η στενοκεφαλιά της διήγησης του Μέννερς ξεθώριασε»
Και «από εκείνη τη στιγμή και εξής τον είχε κυριεύσει η
επίγνωση μιας καταπληκτικής ανακάλυψης, σαν τη σπίθα στο γουδί της πυρίτιδας
του Μπέρτολντ- μια από εκείνες τις εκρήξεις της ανθρώπινης ψυχής από τις οποίες
απελευθερώνεται ακτινοβολώντας η φωτιά».
Αλλά την ίδια επίδραση θα έχει η Συνάντηση ή η αναμονή της
και για τους δυο:«Μέσα της, λοιπόν, υπάρχουν δυο κοπέλες, δυο Ασσόλ μπερδεμένες σε μια υπέροχη αταξία. Η μία είναι η κόρη του ναυτικού, του χειροτέχνη που κατασκευάζει παιχνίδια, η άλλη είναι ένα ζωντανό ποίημα με όλα τα θαύματα των παρηχήσεων και των εικόνων του, με μια μυστήρια γειτνίαση λέξεων, στην αλληλεπίδραση του φωτός και της σκιάς, καθώς το ένα χύνεται πάνω στο άλλο»-
«Ό,τι περίμενε τόσον καιρό και με τόση θέρμη έπαιρνε σάρκα και οστά εκεί, στην άκρη του κόσμου».
Το ερωτικό παραμύθι τους θα έχει αίσιο τέλος, άξιο να το τραγουδούν τα παιδιά και οι μεγάλοι στο μέλλον:
«Έτσι τα ‘φερε η τύχη, όπως λένε κι οι άνθρωποι που ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν, και ο Γκρέυ και η Ασσόλ βρήκαν ο ένας τον άλλον, ένα πρωινό μιας ημέρας του καλοκαιριού με τόσα μοιραία γεγονότα».
Η πραγματικότητα θα πάρει άλλη όψη, «ζούσε στο μακάριο ύψος ενός πνευματικού οράματος, από το οποίο μπορούσε σαφώς να αντιληφθεί όλους τους υπαινιγμούς και τα νεύματα της πραγματικότητας». Και θ’ αλλάξει μια για πάντα και η αντίληψη για το πραγματικό: «Αυτό που κάνω υπάρχει, όπως η παλιά αντίληψη για το όμορφο και το άπιαστο, το οποίο στην πραγματικότητα, είναι τόσο χειροπιαστό και πιθανό, όσο μια βόλτα στην εξοχή».
Η ελεύθερη βούληση, - εξάλλου, αυτό δεν λένε και οι γραφές; είμαστε ανελέητα ελεύθεροι να επιλέξουμε και το καλό και το κακό; - θα ωθήσει τον αποφασιστικό Γκρέυ να ολοκληρώσει το θαύμα: «Βλέπετε πόσο στενά δεμένες είναι εδώ η μοίρα, η βούληση και οι ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων; Πηγαίνω σ’ αυτήν που περιμένει και μπορεί να περιμένει μόνο εμένα, ενώ εγώ δεν θέλω καμία άλλη παρά μόνον αυτή, και τούτο ίσως επειδή, χάρη σ’ αυτή, συνειδητοποίησα μιαν απλή αλήθεια, ότι τα λεγόμενα θαύματα πρέπει εμείς οι ίδιοι να τα πραγματοποιούμε».
Κι όσο για όλους εμάς, το θαύμα της αγάπης έχει πολλές μορφές, ο Γκριν μας παρηγορεί: «Όμως υπάρχουν κι άλλα, το ίδιο μεγαλειώδη θαύματα: ένα χαμόγελο, η ευθυμία, η συγχώρεση και.. πού και πού μια σωστή κουβέντα». Το ίδιο θαύμα που μεταμόρφωσε και την μητέρα του Γκρέυ από μια ανόητη πλούσια σε μια γυναίκα σπλαχνική που προσεύχεται έστω και μέσα από το χρυσό κλουβί: «Ευλόγησον του θαλασσοπόρους, τους ταξιδιώτες, τους ασθενείς, τους βασανισμένους, τους αιχμαλώτους, και τ’ αγόρι μου».
Μια ιστορία που είναι αναλόγως με τον αναγνώστη: παραμύθι, ρομαντική, οντολογική, θεολογική, θαλασσινή, μαγική και μαγευτική. Ένα αλλόκοτο φαινομενικά απλό κείμενο 150 σελίδων που συνεχίζεται και πίσω και κάτω από τις γραμμές, υπάρχει πριν από την αρχή και εξακολουθεί να γράφεται και να μας επηρεάζει και πέρα απ’ το τέλος. Καθόλου τυχαίες οι «παρεξηγήσεις» ανάγνωσης που έχουν συμβεί: ταινίες και κριτικές που την κάνουν να γίνεται ο άλλος.
Ο συγγραφέας της, άλλωστε, έχει φροντίσει να την επαληθεύσει με την δική του ζωή: με πολλά βάσανα και διακυμάνσεις, φυγές συνεχείς, από το σχολείο, μέχρι τη φυλακή, απ’ το καράβι και μέχρι το σπίτι των συγγραφέων. Επαληθεύοντας την άρρητη προφητεία να διαβαστεί όπως του αξίζει, αφού πια πεθάνει.
Όμως, όσο ζούσε αξιώθηκε το πιο ουσιαστικό: να συλλάβει
μιαν άλλη πραγματικότητα και να στήσει την δική του «Γκρινλάντια», να φτιάξει
έναν κόσμο που είναι τόσο αληθινός όσο η αγάπη και η αναγνώριση, να στήσει μια
όντως Συνάντηση.
«Τα πορφυρά πανιά» έχουν την δυνατότητα της επαλήθευσης,
σε κάθε παράγραφο, κάθε στιγμή. Κάθε κύμα, κάθε παιχνίδι και κάθε πουλί
διασώζουν κάτι από το άδηλο κι άρρητο της αιώνιας αφήγησης. Ένα αριστούργημα
που παραμένει ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία, μπορεί να σ’ αλλάξει και να σε κυνηγά
για καιρό , να σου υπενθυμίζει του καθενός μας την «ασύνειδη προσμονή μιας
θαυμάσιας ευλογημένης μοίρας» που μπορεί να είναι τόσο απλά και «μια πλούσια
συνείδηση του κόσμου». Και μπορεί ν’ αρχίσει ακριβώς εκεί όπου φαίνεται ότι
τελειώνει κάθε πραγματικό, γιατί υπάρχει εκείνο –που-μπορεί-να-μη-φαίνεται-ωστόσο-είναι-πιο-πραγματικό-απ’-το-πραγματικό:
«Σύντομα τα έχασε όλα’ όλα, εκτός από το σημαντικότερο: την ξεχωριστή ψυχή του
που πετούσε ψηλά». Κι ο Γκριν αυτό το γνωρίζει καλά, στην Γκρινλάντια οι
άνθρωποι πετούν και βαδίζουν επάνω στο νερό, στο δικό του το σύμπαν οι ήρωες βιώνουν
εμπειρικά και καθημερινά, και επειδή το πιστεύουν, το θαύμα. Η εξαιρετική έκδοση συνοδεύεται και με ένα επίμετρο που αστράφτει κι αποτελεί σπουδαίο αναγνωστικό οδηγό. Μας υπογραμμίζει, δηλαδή, το ότι η αφήγηση είναι σε επτά κεφάλαια, επτά χρόνια μέχρι την επαλήθευση της προφητείας που αποτελεί και επαλήθευση της ίδιας της αφήγησης.
Η αφήγηση, όπως και η ποίηση, έχει την δυνατότητα ενίοτε να είναι και χρησμική. Και κάποιοι ποιητές και αφηγητές φαίνεται τούτο να το γνωρίζουν.