Τζούλιαν Μπαρνς «Τα τρία επίπεδα της ζωής». Μετάφραση:
Θωμάς Σκάσσης. Εκδ. «Μεταίχμιο», σελ. 161
«Όσοι δεν έχουν διασχίσει τον τροπικό της θλίψης δεν είναι
σε θέση να καταλάβουν πως το γεγονός ότι κάποιος είναι νεκρός μπορεί μεν να
σημαίνει ότι δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, δεν σημαίνει όμως και ότι έπαψε να
υπάρχει».
«Τα τρία επίπεδα της ζωής» τα υπογράφει ο συγγραφέας
Τζούλιαν Μπαρνς [«England, England», «Άρθουρ και Τζορτζ», «Ένα
κάποιο τέλος», «Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια», «Ο διανοούμενος στην
κουζίνα», «Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ», «Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια», «Πριν
εκείνη με γνωρίσει»] αλλά τα βιογραφικά είναι διπλά: το δικό του, είθισται να
υπάρχει το βιογραφικό του συγγραφέα, και το δικό της, η Πατ Κάβανα, τον
παντρεύτηκε το 1979 και έζησε μαζί του μέχρι που πέθανε, το 2008. Αλλά και όλα
τα χρόνια μετά. Εκείνο το χρονικό διάστημα που ο χρόνος αρχίζει να μετρά
αντίστροφα, δηλαδή πια ο χρόνος επτά. Θα πρέπει κανείς να έχει βιώσει κάτι
ανάλογο, ειδ’ άλλως, θα πρέπει να αρκεστεί στα μυθιστορηματικά.
«Βάζεις μαζί δυο ανθρώπους που δεν είχαν ξαναβρεθεί ποτέ,
και άλλοτε ο κόσμος αλλάζει, άλλοτε όχι. Μπορεί να συντριβούν και να καούν ή να
καούν και να συντριβούν. Μερικές φορές όμως συμβαίνει κάτι πρωτόφαντο και τότε
ο κόσμος αλλάζει. Μαζί, μες στην πρώτη εκείνη έξαρση, την πρώτη εκείνη φλογερή
αίσθηση ανάτασης, είναι καλύτεροι απ’ ό,τι είναι ο καθένας μόνος του. Βλέπουν
μακρύτερα και βλέπουν καθαρότερα»
Στο βιβλίο που αρχίζει παράδοξα με τις πρώτες πτήσεις του
ανθρώπου, με αερόστατο και με πρόσωπα αναγνωρίσιμα και πραγματικά, συνεχείς με «μοιραίες»
συναντήσεις εδάφους για να καταλήξει «κάτω απ’ τη γη» και με άφατο πόνο,
εντελώς πια ανοιχτά, εξομολογητικά και σπαρακτικά.
«Τα τρία επίπεδα της ζωής» κατά Μπάρνς: «Το αμάρτημα του
ύψους», «Στην επιφάνεια», «Η απώλεια του βάθους». Όλα συγκλίνουν σε εκείνη τη
μια και μοναδική ευλογημένη συνάντηση που έρχεται για να επαληθεύσει την κατά
Κ.Σ.Λιούις «απαρηγόρητη λαχτάρα της ανθρώπινης καρδιάς για κάτι που δεν ξέρουμε».
Κι επειδή κάποιοι είναι τυχεροί από μας. Για να γίνουν, βέβαια, στη συνέχεια οι
μεγάλοι άτυχοι, οι μεγάλοι τραγικοί της ζωής, γιατί μετά απ’ αυτή τη συνάντηση
τίποτε δεν θα είναι το ίδιο πια. Όπως δεν ήταν το ίδιο μετά από την πτήση με
αερόστατο για τον Φρεντ Μπάρναμπι, τον Φελίξ Τουρνασόν και την Σάρα Μπερνάρ! «Όλοι
ήξεραν ότι ήταν επικίνδυνο». Αλλά «η πτήση με αερόστατο αντιπροσώπευε την
ελευθερία», όσο κι αν «το να μπλέξεις με το πέταγμα σήμαινε να τα βάζεις με το
Θεό». Θα πείτε εύλογα ποια η σχέση της πτήσης με την απώλεια και την ανθρώπινη
φύση. Όμως, εκείνοι οι ελάχιστοι της ευλογημένης συνάντησης έτσι ακριβώς την έζησαν’
σα να πετούν. Για χρόνια, ο έρωτας υπήρξε για εκείνους η- πτήση, εκεί «όπου ο
άνθρωπος είναι απρόσβλητος από κάθε ανθρώπινη εξουσία ή από τις δυνάμεις του κακού,
ενώ ο ίδιος αισθάνεται πως ζει σαν να ήταν η πρώτη φορά». Ακόμα και «στην
επιφάνεια» οι βλέψεις τους είναι υψιπετείς. Μέχρι την πτώση. Ακόμα και στην
περίπτωση που αναγνωρίζεις ότι «όλα αυτά είναι απλώς το σύμπαν που κάνει τη
δουλειά του κι εμείς είμαστε το υλικό πάνω στο οποίο γίνεται αυτή η δουλειά»,
τίποτε, ούτε κι εσύ ο ίδιος δεν πρόκειται να γίνεις όπως και πριν. Αναφερόμενος
ο Μπαρνς στον «Ορφέα και την Ευρυδίκη" αποδέχεται ότι ακόμα κι αυτό, την
ελπίδα του Κάτω κόσμου, το βάθος, ο πενθών σύγχρονος άνθρωπος την έχει στερηθεί.
Οι αναμνήσεις που αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, ύπαρξη μπορεί να επανέλθουν
αλλά ο πάσχων αγαπημένος ακόμα και απέναντι σ’ αυτές δυσπιστεί. Ακόμα κι η
μνήμη μοιάζει να έχει καεί. Ωστόσο «Όσοι δεν έχουν διασχίσει τον τροπικό της θλίψης
δεν είναι σε θέση να καταλάβουν πως το γεγονός ότι κάποιος είναι νεκρός μπορεί
μεν να σημαίνει ότι δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, δεν σημαίνει όμως και ότι
έπαψε να υπάρχει», ισχυρίζεται ο Μπαρνς και το γνωρίζει καλά ο κάθε πενθών.
Αφιερώνοντας το τρίτο μέρος του αλλόκοτου και ιδιαίτερου
αυτού βιβλίου που αποτελεί κι ένα δοκίμιο για την ύβρη όσον αφορά την ανθρώπινη
ελευθερία ή την απίστευτα σπάνια σχέση με το άλλο μισό, στην διαχείριση του
πένθους με έναν τρόπο οικουμενικό ακριβώς επειδή επιλέγει με όλη του την
ειλικρίνεια το προσωπικό: «“Σε πονάει όσο αξίζει’ έτσι, νομίζω, απολαμβάνουμε κατά κάποιον τρόπο τον πόνο”. Στο δεύτερο μέρος αυτής της πρότασης είναι που σκόνταψα’ μου φάνηκε ως αχρείαστα μαζοχιστική. Τώρα ξέρω ότι εμπεριέχει αλήθεια. Κι αν δεν απολαμβάνει κανείς επακριβώς τον πόνο, αυτός δεν μοιάζει πια μάταιος. Ο πόνος σου δείχνει ότι δεν έχεις ξεχάσει’ ο πόνος εντείνει τη γεύση της ανάμνησης’ ο πόνος είναι απόδειξη αγάπης. “Αν δεν είχε σημασία, δεν θα μας ένοιαζε”». Αποδέχεται αποκαλύπτοντας τις χρησμικές διαστάσεις της γραφής ή της ψυχής. Πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια προσπάθησε σε ένα μυθιστόρημα να φανταστεί πως θα ένιωθε ένας εξηντάρης που έμεινε χήρος. Η συγγραφική αμφιβολία θα ενσκήψει αργότερα, όταν το μυθιστόρημά του θα επαληθευτεί στη δική του ζωή: «Ίσως, αντί να έχω επινοήσει τη σωστή θλίψη για τον μυθιστορηματικό ήρωά μου, είχα απλώς προβλέψει τα δικά μου πιθανά συναισθήματα- ευκολότερη δουλειά», θα αποδεχθεί.
Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα για την πτήση και για την πτώση, για τον έρωτα και την αιώνια συνάντηση, για την απώλεια, για τον χρόνο, τη μνήμη, την τέχνη και τη ζωή. Για το έσχατο καταφύγιο επειδή «σύμφωνα με τον Τζόνσον, μόνο η εργασία και ο χρόνος αμβλύνουν τη θλίψη» και επειδή «η θλίψη είναι μια μορφή σκουριάς της ψυχής, στην εξάλειψη της οποίας συμβάλει δια της τριβής κάθε νέα ιδέα στο διάβα της». Το μεγάλο ερώτημα ωστόσο θα παραμείνει αναπάντητο: «τι θεωρείται “επιτυχία” στο πένθος; Ή επιτυχία έγκειται στο να θυμάσαι ή στο να ξεχνάς; Στο να μένεις ακίνητος ή να προχωράς;» Η απάντηση είναι του καθενός, μπορεί κι αναπάντητη, το βιβλίο παραμένει όπως ξεκίνησε: ανοιχτό, σα ζωή.