13/1/14

Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε όλο αυτό τι είναι;


 
«Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» της Κατερίνας Μαλακατέ, εκδ. «Χαραμάδα»

 
Το βιβλίο της Κατερίνας Μαλακατέ με τον υπέροχα νουάρ τίτλο «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» - υπήρξε για μένα, ελπιδοφόρα ωραία Πρωτοχρονιά. Ελπιδοφόρα γιατί το προσέλαβα σαν… υπόσχεση αιωνιότητας. Και ωραία, γιατί έχω αδυναμία στο φανταστικό. Το φανταστικό, ως είδος, είναι εκείνο που σου επιτρέπει να πεις περισσότερα, τα απίστευτα με έναν τρόπο παραμυθητικό, αλληγορικό, παραβολικό. Ο Χριστός ό,τι ήταν να πει με παραβολές δεν μας τα ‘πε; Οι προφήτες, ο Ιωάννης, οι Μπορίς και Αρκάντι Στρουγκάρσιο, ο Στάνισλαβ Λεμ, ο Πόε, ο Κασάρες, ο Μπόρχες, ο Ταρκόφσκι όχι μόνο με τη «Θυσία» αλλά και με όλο του το έργο, επιμένοντας ότι απλώς γράφει για την πραγματικότητα και την αλήθεια, γιατί αυτό το αλλόκοτο ως είδος είναι, τελικά, οπτική. Η συγγραφική ματιά ή ο σκηνοθετικός φακός τού να μπορεί κάποιος να κοιτά τη ζωή. Διότι ο καθένας μας, τελικά, «βλέπει» μια άλλη ζωή. Και η Κατερίνα Μαλακατέ το διαθέτει εγγενώς αυτό! Αυτό, αν δεν το ‘χεις, δεν μπορείς και να το κατασκευάσεις. Αυτού του είδους η λογοτεχνία είναι θέμα, νομίζω,  κατασκευαστικό. Γιατί δεν μιλάμε για μαγικό ρεαλισμό απλώς, αλλά για ένα σύμπαν πίσω από τα φαινόμενα που συνεχίζει να υπάρχει αφανώς και ταυτοχρόνως με τα φαινόμενα. Στην Ελλάδα λίγοι το έχουν και επιτυγχάνουν σ’ αυτό, ο Τάσος Ρούσσος, ο Βασίλης Κυριλλίδης, ο Μάκης Πανώριος κι εν μέρει στο έργο του και ο Νίκος Βλαντής. Με νωπή την Λίζα Πράις και την ανταλλαγή σωμάτων, η Κατερίνα ήρθε για να δώσει σ’ αυτό το μεγάλο φαουστικό ζήτημα, οντολογική και φιλοσοφική προοπτική.

Το βιβλίο με τύλιξε με την ατμόσφαιρα σαν αράχνη από την πρώτη στιγμή: «Ποτέ δεν ξέρεις από ποιον πρέπει να φυλάγεσαι και για πόσο», «στην πατρίδα του δεν θα επέτρεπε να αφήνονταν επάνω του αυτά τα κουρέλια», «Το μοτίβο είναι ο θάνατος» ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου από την Κατερίνα, η ζωή μας – θα σκεφτεί κανείς- αυτήν εδώ τη στιγμή.

Ο Γουικιτάκα που επιμένουν να τον φωνάζουν Τάκη, εδώ που δεν είναι ο Κανένας κι όμως είναι ο γιος του Αρχηγού στη φυλή, Και η Ελίζα ετών 80, με εγκεφαλικό που πεθαίνει. Το καλό που δεν είναι μονάχα το αυτονόητο, η φωτοτυπία της- εγγονή Λένα, ο γιος της Νίκος, η απεχθής νύφη της Ρούλα και η Τάνια, η ουκρανή αλλοδαπή. Η συνείδηση που υπάρχει εκεί όπου όλοι την θεωρούν πως είναι χαμένη, η ψυχή που επιμένει να αντιστέκεται και το σώμα που απομένει ένα άδειο σακί.

Το αλλόκοτο της ανταλλαγής και η ζωή πια στο σώμα μιας άλλης. Η ζωή χωρίς την Ελίζα αλλά με την Ελίζα ως Τάνια σ’ ένα μπορντέλο, η Ελίζα – Τάνια- Άννα στο σπίτι του Ινδού.

Η ζωή της Λένας με τον Γιώργο που θα μπορούσε να την συνδέει με το παρελθόν της γιαγιάς της Ελίζας, η ζωή της με τον Μάνο που την συνδέει, τελικά, και με το παρόν.

Στις σελίδες και στις ζωές τους, άνθρωποι μαζί και στοιχειά: Η Ελίζα, η Λένα και η Τάνια, η Ρούλα και η Άννα, ο Γουικιτάκα κι Γκόπαλ, ο Πέτερ, ο Γιώργος κι ο Νίκος, ο Κώστας. Αλλά κι  η Λίλιθ κι η Εύα, η Σάκτι, η θεά Κάλι [77] και φυσικά ο Αδάμ.

Ένα κλεμμένο μενταγιόν με το μαγικό πράσινο διαμάντι που της χαρίστηκε κάποτε σε μια ερωτική τελετή κι αποτελεί το ζητούμενο γιατί αποτελεί τη ζωή.

Αλλά και η αέναη γέννηση που είναι, τελικά, η ζωή:

 «Δεν είσαι παρά μια μικρή κουκκίδα στον ανθρώπινο χάρτη του κόσμου» της είπε τις προάλλες. Αυτό είχε κάποιο νόημα».

Η εγκυμοσύνη της Λένας [εγκυμοσύνη πραγματική] και μια ζωή σαν παραίσθηση ή σαν όραμα, αλλά εντέλει ζωή:

«Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε τι είναι όλο αυτό, μια παραίσθηση; Μα το ζεις».

Ο άνδρας ωσεί θεός ή ο εκπρόσωπός του, ο ενδιάμεσος, αλλιώς η κουκκίδα πως θα ήταν ζωή;

Το αποτέλεσμα, μια ιστορία που μοιάζει με ουροβόρο όφι, το παρελθόν, η Ελίζα που αναζητά το μέλλον, τη Λένα επειδή αυτή με ό,τι και να σημαίνει εκείνη –τελικά- το- εγκυμονεί. Κι οι άλλοι που κλέβουν ή αναζητάνε τον κλέφτη. Μια περιπέτεια αλλόκοτη, υπαρξιακή και θεοσοφική με μια συζήτηση θνητού- αθάνατου [Λένα- Άννα με Γκόπαλ] που θεολογεί:

«Ο θεός είναι εκεί για να του μεταθέτουμε τις ευθύνες μας, την τύχη ή την κακοτυχία μας. Τι σημασία έχει ένας θεός που δεν ξέρει τις απαντήσεις, που δεν μπορεί να πείσει με τυφλή πίστη κι έχει ανάγκη επιχειρημάτων».

«για κάποιο λόγο με χρειάζεσαι» - φράση κλειδί. Γιατί δεν ξέρεις αν την φράση αυτή την λέει, τελικά, ο Θεός ή ο πιστός του.

Με το μυστήριο που παραμένει, εν τέλει, για όλους η δεδομένη ζωή:  «Πέρασε  χρόνια που μισούσε την άλλοτε πιο αγαπημένη του στιγμή του φεγγαριού. Έφταιγαν τα όνειρα, εκείνα που τον έβγαζαν από την τωρινή του ζωή και τον έβαζαν στην άλλη, αυτή που θα έπρεπε να έχει ζήσει. Ίσως έπρεπε πια να παραδοθεί, να μην αισθάνεται παντού ξένος και προσωρινός».

Δεν είναι ανάγκη να μεταναστεύσεις για να αισθάνεσαι ξένος, μπορεί να είσαι ξένος και στην πατρίδα σου και στην δική σου ζωή.

«Γεννήθηκε και μεγάλωσε με την ελπίδα της αθανασίας, τώρα είχε την αίσθηση αυτού του κορμιού ως δικού του, αυτής της ζωής σαν τη μόνη ευκαιρία». Περί αθανασίας και αυτή η ζωή ως η μόνη ευκαιρία, τι να πούμε, μεγάλη πληγή.

Μεγάλη πληγή κι εκείνο το σκοτάδι που προηγείται, και κρατά την λύση στο αίνιγμα:

«δεν ήταν η Λίλιθ, η θηλυκή δαιμόνισσα που παρατά τα νήπια, θα μπορούσε όμως να είναι η Εύα* υποταγμένη πάντα σε έναν άντρα, έσυρε τη ζωή της από δω κι από κει, από χώρα σε χώρα για να καταλήξει σε ένα άλλο κορμί και μιαν άλλη ζωή»-

O Aδάμ απέθαντος και παρατημένος που έκανε όμως υπομονή-

Η Λίλιθ που οι άγγελοι την πίεσαν κι αυτή ορκίστηκε πως αν την γύριζαν με το ζόρι πίσω θα σκότωνε όλα τα μωρά των άλλων γυναικών όταν μεγάλωναν για να την αφήσουν ήσυχη-

Η αφόρητη ζωή δίπλα στον Αδάμ-

Η προφητεία από την θλίψη της που βγήκε αληθινή πώς όλοι οι άνθρωποι κάποτε θα πέθαιναν-

Η Εύα που πλάστηκε ως συμπληρωματική του Αδάμ και για τούτο υποτακτική-

Η Λίλιθ που δεν ξέχασε, κι έγινε «κακό αδηφάγο δαιμόνιο, και το μόνο που μερικές φορές γλιτώνει κάποιον άνθρωπο από τη μανία της σεξουαλικής μαινάδας της μαύρης πλευράς του φεγγαριού είναι το πράσινο»-

 «Ο καθένας θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος, η κάθε κίνηση να μην είναι παρά αντικατοπτρισμός. Σε αυτή τη φιλοσοφία, πως κάπου αλλού είναι ο πραγματικός κόσμος και τώρα ζούμε μονάχα το ψεύτικο αντιφέγγισμά μου, στηρίχτηκε όλη η Χριστιανική κουλτούρα κι ο Μεσαίωνας»-

«Αν σε μισώ δεν είναι από κάποια άλλη στιγμή στο χρόνο και στο χώρο, είναι για αυτό που κάνεις τώρα»-

«Οι γυναίκες δεν έχουν πολλές αποχρώσεις. Η μία είναι η μάρτυρας που θυσιάζεται για τα παιδιά της, η άλλη η μοιραία γυναίκα. Με λίγα λόγια ή Εύα ή Λίλιθ».

Το αποτέλεσμα, ένα ατμοσφαιρικό βιβλίο, με οντολογικές εμμονές: γέννηση- θάνατος, ύπαρξη- ανυπαρξία, θεός-χάος, έρωτας-θάνατος, πολιτισμός-αρχέτυπα, κάποια απ’ τα δίπολα και το φινάλε εκπληκτικό!

Ο θάνατος που απαιτείται ως στοιχείο για την αναγέννηση, εκείνος ο κύκλος που είναι σχεδόν πόλεμος, η διαίσθηση-τέχνη και ποίηση, η διαίσθηση ζωή και τελικά προσευχή, η διαίσθηση ως υπόσχεση αιωνιότητας και οι κανόνες του σύμπαντος:

«Από σένα θέλω να προσέχεις τον εαυτό σου και την κουκκίδα»

«Χωρίς ζωή δεν υπάρχει αθανασία» και εδώ μπαίνει το μενταγιόν. Τελικά τι ακριβώς είναι το μενταγιόν; Κάτι σαν την στενή πύλη για την Αθανασία;

«Πάνω μου χάνει κάθε χρησιμότητα, πρέπει να είμαστε δυο. Η δυαδικότητα είναι το παιχνίδι του σύμπαντος», τελικά ναι, στην γέννηση πρέπει να είμαστε δυο. Αλλά στις εισόδους και στις εξόδου, στα βασικά και ουσιαστικά του παιχνιδιού, στα μεγάλα μας, μόνοι.

Και στο τελευταίο κεφάλαιο «Το μοτίβο είναι ο θεός», εν τέλει, η όντως ζωή.

Ένα βιβλίο που αποτελεί ήδη εγγύηση για βιβλία πολλά, κι ας τελειώσουμε με την εξήγηση. Για την λογοτεχνία απαιτούνται δυο βασικά: η αφηγηματική άνεση και οι εμμονές, το αίνιγμα. Η σκιά. Δίχως τις εμμονές η αφηγηματική άνεση είναι γκόλεμ νεκρό, χωρίς λόγο, δεν έχει λόγο και διάθεση να γράψει κανείς! Κι η Κατερίνα έχει πολλούς λόγους. Την περιμένει εξάλλου άλυτο κάπου εκεί και αυτό που ρωτά, δηλαδή, «το μεγαλύτερο μυστικό του Κόσμου».