31/3/12

Το αυριομυστήριο


Γράφει η Λίτσα Ψαραύτη στις “Διαδρομές”


Ελένη Γκίκα

Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας”,

Εικονογράφηση: Αντώνης Ασπρόμουργος

Εκδ. “Καλέντης”, Αθήνα, 2011


Μετά το επιτυχημένο βιβλίο “Η Νεφέλη στο Νησί του Παντός”, δεκαεφτά μαγικές τσαγιέρες φτάνουν στα χέρια της Νεφέλης από διαφορετικές πόλεις. Αλλά τι παράξενο! Η ηρωίδα του βιβλίου, η Νεφέλη, τις έχει κιόλας ζωγραφίσει προτού φτάσουν στα χέρια της! Έχουν ταξιδέψει για να τη συναντήσουν και διαβάζουν τις σκέψεις και τα όνειρα των ανθρώπων. Υπέροχο βιβλίο για μικρούς και μεγάλους, που μιλάει για το θαύμα της Τέχνης και το μυστήριο του Χρόνου.


Λίτσα Ψαραύτη


υγ. στο μεταξύ εμείς ξανατυπώνουμε!

Η συγγραφή της είναι και η δική της «Εδέμ».



15/3/2012

Για το βιβλίο “Η γυναίκα της Βορινής Κουζίνας”

Της Ελένης Γκίκα


από την Χριστίνα Αλεξάκη


Κυρίες και Κύριοι.

Αξίζει να βιώσουμε απόψε την αληθινή τέχνη με συνοδοιπόρο μας τη δημιουργό Ελένη Γκίκα. Το όχημα της πνευματικής μας συνεύρεσης είναι το τελευταίο της βιβλίο: «Η γυναίκα της Βορινής Κουζίνας». Συγγραφέας πολυγραφότατη, πολυδιάστατη, πολυδιαβασμένη και πολύχρωμη όπως τα βιβλία της. Καταφεύγει στη γραφή γιατί πιστεύει ότι λυτρώνεται από βιώματα και προβληματισμούς, αυτοπραγματώνεται μέσα στη ζωή∙ ειδάλλως νιώθει απροστάτευτη και ευάλωτη. Η συγγραφή της είναι και η δική της «Εδέμ».

Είναι γυναίκα και σαν γυναίκα γράφει. Οι ηρωίδες της μία ή πολλές είναι γυναίκες σ’ όλη τη γη, σαν όλες εμάς με κοινούς τόπους στη σκέψη, στα βιώματα, στην ακροβασία ανάμεσα στο όνειρο και στις αλήθειες της ζωής. Γυναίκα που υποφέρει και πονάει, δραπετεύει, βρίσκει υποκατάστατα ζωής και ολοκλήρωσης, αντιστέκεται, παθαίνει, νοσταλγεί, θρηνεί και τελικά ελευθερώνεται. Όμως αυτό δεν είναι το άρωμα της ζωής;

Αν και πολυπράγμων η συγγραφέας μας νέμεται σε πολλά χωρίς όμως να στερεί την αφοσίωσή της σε μία γραφή γεμάτη πάθος. Η ζωή μας κατ’ εκείνη είναι ένας συγκερασμός πραγματικότητας και φαντασίας. Η ίδια ομολογεί ότι μια φωτεινή ανάγκη την κάνει να μοιράζεται ό,τι μαθαίνει και ό,τι αγαπά, με τους συνοδοιπόρους αναγνώστες της.

Το νέο της μυθιστόρημα Η Γυναίκα της Βορινής κουζίνας δομείται πάνω στα πρόσωπα τριών γυναικών σαν αρθρώσεις του ίδιου σώματος, ώστε να γίνονται τρία πρόσωπα της ίδιας γυναίκας – καβαφική έμπνευση – «Όλες οι Βερενίκες και οι Κλεοπάτρες θαυμαστές» του ποιητή. Οι ηρωίδες της δίνονται ευρηματικά σαν γυναίκες μπάμπουσκες η μία μέσα στην άλλη. Με δεξιοτεχνία φωτίζει την εσωτερικότητά τους, ενώ παράλληλα εσωτερικεύει τα γεγονότα του περιβάλλοντος.

Ο λόγος της δημιουργού διεισδυτικός, συναισθηματικά φορτισμένος. Η συγγραφέας είχε πει ότι ένα έργο «παραμένει πάντα ανοιχτό στο ενδεχόμενο» αυτή η ρήση της είναι και το έναυσμα, η πρόκληση να εισχωρήσουμε στους μυστικούς κόσμους των ηρώων της, να απολαύσουμε το αναπάντεχο και να αφεθούμε στην αποκρυπτογράφηση των νοημάτων που περικλείουν οι λέξεις της. Θα έλεγα ότι είναι περίφημη «υφάντρα» μ’ ένα λόγο ρευστό, αλλά και σαφώς φιλοσοφικό με αρμονική συμπύκνωση νοημάτων.

Με το εφεύρημα της συναρμολόγησης των νοημάτων μέσα από τις λέξεις η συγγραφέας σκηνοθετεί εικόνες απαράμιλλης αισθητικής και μας αποκαλύπτει τη διακειμενική συνομιλία της με άλλους σπουδαίους δημιουργούς. Στο κείμενό της ψηλαφούμε την ψυχαναλυτική δυναμική του Φρόιντ, του Γιουνγκ, προσεγγίζουμε σκέψεις του Κάφκα και φτάνουμε στο στοχασμό του Ουγκώ και του Σωκράτη.

Η ίδια αποφαίνεται ότι ανακαλύπτουμε την προσωπική ζωή ενός καλλιτέχνη μέσα από τα γραπτά του, ή τους πίνακές του ή τη μουσική του. Έτσι μας προετοιμάζει για να ανακαλύψουμε το μυστικό κώδικα ανάγνωσης ενός κειμένου δυνατού αλλά και συνάμα εσωστρεφούς. Η τέχνη είναι μία, αδιαίρετη, εκφραζόμενη ποικιλοτρόπως αλλά πάντα ενιαία όπως σ’ όλη τη γη η αλήθεια και η ψυχή. Το βιβλίο της ακροβατώντας ανάμεσα στο πεζογράφημα και στην ποίηση γίνεται δοκίμιο περί τέχνης. Η ποιητική της γλωσσική εκφορά μας αποκαλύπτει το Σεφερικό λόγο.

Στο βιβλίο της απολαμβάνει ο αναγνώστης την πολλαπλότητα των επιπέδων για να αντικρύσει τις γυμνές προσωπικές της αλήθειες, να διεισδύσει στον ιδιαίτερο μικρόκοσμό της και να έρθει μαζί της σε συναισθηματική μέθεξη. Ο αναγνώστης ανακαλύπτει μέσα στα πολυεπίπεδα μονοπάτια του βιβλίου τη δική του ψυχολογική και συναισθηματική του μορφή.

Εξερχόμενος βαδίζει την οδό της καταλυτικής γνώσης του και τακτοποιεί συναισθήματα, αντιδράσεις και αλλότριες διαδρομές. Το βασικό μοτίβο στο βιβλίο της μέσα από τη ροή μιας συγκεκριμένης ιστορίας είναι η αποκορύφωση της αγωνίας της γυναίκας που παραμένει τελικά στο περιθώριο της ζωής. Η ίδια ισχυρίζεται ότι το βιβλίο της θα μπορούσε να τιτλοφορείται «Γυναίκες στο περβάζι της ζωής».

Η Ελένη Γκίκα σηματοδοτεί τον πόνο, την αγωνία, τα μετέωρα όνειρα που ξεθωριάζουν στο περβάζι της ζωής, των γυναικών που αναζητούν την πραγμάτωση, ή την αιτία της μη πραγμάτωσης, το φως και το σκοτάδι της ανατροπής, την αυτογνωσία και τη θυσία για όλα αυτά μέσα σ’ ένα τρίπτυχο συγκερασμού παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.

Η γυναίκα της Βορινής κουζίνας είναι το σύμβολο της γυναίκας ως ιδέα και ως άνθρωπος και το κείμενο αποτελεί εγκώμιο και ύμνο στις γυναίκες όλου του κόσμου. Η ηρωίδα ακροβατεί στις σχέσεις της και ισορροπεί το δικό της «εγώ» μέσα στο εσύ των άλλων γυναικών, αναζητώντας παράλληλες πορείες. Η Ελένη Γκίκα στα βιβλία της δίνει ήρωες και ηρωίδες που μέσα από τις αναζητήσεις του εγώ τους επαναπροσδιορίζουν τη ζωή τους, πραγματοποιούν όνειρα και γεύονται αλήθειες.

Μέσα στις σελίδες του βιβλίου πάσχουμε μαζί με τη συγγραφέα, η οποία με το περίτεχνο βιωματικό φορτίο του λόγου της δείχνει την οδύνη της για τις απώλειες τη τέχνης, της μουσικής για την εξαχρείωση και τη βία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και όλα αυτά τα τόσο σημαντικά τα προσεγγίζει με ευγένεια, με αγνότητα, οδοιπορώντας μοναχική στις διαδρομές στη ζωή της.

Ο μοναχισμός δεν την απογοητεύει, ούτε τη φοβίζει γιατί η ουσιαστική μοναξιά λούζεται από το φως της τέχνης. Και εδώ βρίσκεται το πανανθρώπινο μήνυμά της για μας τους κοινούς θνητούς που παραπαίουμε μέσα στο αδυσώπητο της μοναξιάς, στην απόγνωση της αήθειας, εκούσια αόμματοι στο φως του ανέσπερου πολιτισμού.

Η τέχνη εξυγιαίνει, εξανθρωπίζει, καθαίρει, εξαγιάζει, μεταμορφώνει κάθε ποταπό. Επειδή οι καιροί χαλεποί ας πιστέψουμε ότι είναι το άγγιγμα του Μίδα για το άτομο και για τις ανθρώπινες κοινότητες, η Τέχνη.

Επανέρχομαι στην υπέροχη Ελένη Γκίκα για να δηλώσω το θαυμασμό μου για τη λιτή, αλλά ωστόσο ευθύβολη γραφή της, για τη λογοτεχνική της αυτάρκεια που κάνει το γραπτό της ένα συναισθηματικό κρεσέντο. Τα λόγια της μας προκαλούν, διαβάζοντάς τη σε συναισθηματική ωρίμανση και σε αντιμετώπιση των σύγχρονων κοινωνικών αληθειών.

Συνοψίζοντας θα επισήμανα τον καταγγελτικό χαρακτήρα που έχει το μυθιστόρημα με τον οποίο πετυχαίνει να μεταδώσει τα αντιφατικά προσωπεία της γυναικείας φύσης και την ολοκληρωτική διαμαρτυρία της γυναίκας σε όσα η συνείδησή της δεν μπορεί να αποδεχτεί. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι και στις μέρες μας η κραυγή της γυναίκας μετατρέπεται σε γόνιμο πάθος για τη ζωή, για τον έρωτα, την τέχνη, τις αναγεννησιακές δυνάμεις. Η Ελένη Γκίκα πέτυχε με το βιβλίο της με αρωγούς την επικαιρότητα, την ιστορία, τη λογοτεχνία, να συνθέσει με λόγο λιτό, αφηγηματικό και περίτεχνο τον ύμνο στη γυναίκα ως το εμβληματικό σύμβολο της ζωής και της μητρότητας.

Πολλά χρόνια πριν ο Σολωμός διατράνωσε με τον ποιητικό του οίστρο στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» «θαυμάζω τες γυναίκες μας και στο όνομά τους πνέω». Στην πνευματική ξηρασία των ημερών μας αξίζει η παραμυθία μας και είναι το βιβλίο και η τέχνη που θα μας απογειώσει από την άγονη καθημερινότητα.


Η Χριστίνα Αλεξάκη είναι Φιλόλογος και το κείμενό της διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο μπαρ Ενετικόν στο Ηράκλειο Κρήτης.

26/3/12

Αίνιγμα και θαύμα μαζί...


H συγγραφέας και μεταφράστρια Πέρσα Κουμούτση, για την “Γυναίκα της Βορινής κουζίνας” της Ελένης Γκίκα, Εκδ. Καλέντη.

Σειρήνες, Σκύλλα και Χάρυβδη, Συλφίδες, Σφίγγα. Αρσινόη, Στέλλα, Φρόσω,
Αριάδνη, Δικαία, Θάλεια, Βιολέτα, Χριστίνα και άλλες πολλές. Γυναίκες από
το παρελθόν κι από το παρόν, γυναίκες που αναδύονται από την ιστορία, αλλά
κι από την Αθήνα ...του σήμερα, που φλέγεται.
Ίσως πάλι δεν τις χωρίζει τίποτα, ούτε ο χρόνος, ούτε ο τόπος.
Ίσως να ανήκουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, το οποίο είναι ίδιο με αυτό που
ζούμε, αλλά διαφέρει σε μια ή περισσότερες λεπτομέρειες. Αλλά ακόμα και
έτσι,
το ίδιο αίνιγμα ορθώνεται παντού: Το αίνιγμα της γυναικείας φύσης, της
γυναικείας ψυχής, εσαεί ανεξερεύνητης και εσαεί 'αδιερεύνητης'.
Αίνιγμα και θαύμα μαζί, αλήθεια και ψευδαίσθηση, έρωτας και αυταπάρνηση
μοναξιά, εν μέσω πλήθους, και αυτόβουλη, ενσυνείδητη μοναχικότητα.
Πού βρίσκεται η ευτυχία, η ουσία στη ζωή μιας γυναίκας;
Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας είναι ένα πολυδιάστατο, στοχαστικό, όσο και
ποιητικό έργο,
με άκρως φιλοσοφικό χαρακτήρα πάνω στην ίδια τη ζωή, την ίδια την ύπαρξη
και στην προσπάθεια του ανθρώπου,
ιδιαίτερα της γυναίκας, να συλλάβει το νόημα της ζωής, το μυστήριό της και
να δώσει απάντηση στο προαιώνιο αίνιγμα
του έρωτα και του θανάτου. Ένα έργο μοναδικά δομημένο, όπου όλες οι
παράμετροι (χαρακτήρες καταστάσεις, διάλογοι, ενσωματωμένη ποίηση)
συμπλέκονται αριστοτεχνικά μόνο και μόνο για να μας δώσουν στο
τέλος μια ολότητα, τόσο συναρπαστική, που μόνο η Ελένη Γκίκα μπορεί να μας
δώσει.


υγ. Η Πέρσα είναι φίλη της καρδιάς μου και την ευχαριστώ γι' αυτό ειδικά...

21/3/12

είπες: φυλακισμένος/ κι είπα: μόνη μου

    Σώμα- Δωμάτιο


Είπες: φυλακισμένος

Κι είπα: μόνη μου

Είπες: ασφυκτιώ

Κι είπα: κουράστηκα

Αλλ' όμως συμφωνήσαμε

στο βασικό,

Τίποτε απ' ό,τι γίνεται

δεν μας αρέσει.

Φωτιά

και πάθος

Κάηκα

απ' την επιθυμία,

Θεός

Για κείνο που είναι

και δεν φαίνεται

ποτέ δεν θα φανεί

όσο θα μας βαραίνει

αυτό το σώμα

τα ίδια θα λέμε

αποζητώντας ακριβώς τα ίδια

ξαφνιασμένοι

Μόνοι μας πάντα

Ακόμα και στον Έρωτα

όταν υποτίθεται πως γινόμαστε δυο.

Αλλ' έτσι φθάνει ο καθένας'

Μόνος.

Καληνύχτα,

Καλημέρα,

Φτάνει να σε αναγνωρίζω

κάθε φορά.



Σα. 29 – Κυ. 30 Μαίου Ρόδος, Παλιό Λιμάνι



    Άσπρα, λινά σεντόνια


Όπως ο γάμος μας.

Λευκός κι αμόλυντος

με μυρωδιά

άφτερ σέιβ

και χλωρίνης.

Μυρτώ

με άρωμα λεμονιού

που λούζουν τους

ετοιμοθάνατους.

Εδώ να μείνεις,

ενθάδε κείται η γυναίκα μου”,

το γράφει στο κουδούνι

η απουσία.

Ούτε όνομα

ούτε αύριο

εδώ θα γίνει ο τάφος μας”,

είδες ποτέ πουλί

να δραπετεύει απ' το κλουβί του;

Άσπρα κελιά!

Δες, αγάπη μου,

για σένα τα ετοίμασα,

έτσι σε θέλω,

σαν την Οφηλία,

λευκή κι αμόλυντη,

στους πέντε δρόμους

τρελή.


Κυριακή 16 Αυγούστου 2009


άδεια δωμάτια” πάντα και... προσεχώς.

19/3/12

«είμαστε ό,τι ζήσαμε και ό,τι μάθαμε".


«Τα όνειρα, όπως και το φιλί, και η γραφή, αφήνουν τη δική τους, ολόδική τους υπογραφή. Κάποιοι από μας, στη συνέχεια, είναι πιο ικανοί στην αποκρυπτογράφηση».


Παρουσίαση του νέου βιβλίου της Ελένης Γκίκα στο Ηράκλειο

«Η γυναίκα της βορινής κουζίνας», Εκδόσεις Καλέντη


Γιάννης Φαρσάρης, [ www.open-sesame.me ]


Ενετικό καφέ, 15/3/2012

Διοργάνωση: Βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης


Η συγγραφέας στο νέο της βιβλίο καταθέτει την αγωνιώδη προσπάθεια μιας γυναίκας που αναζητά ταυτότητα μέσα στη ζωή, η οποία φαίνεται να την έχει θέσει στο περιθώριο. Και το περιθώριο της ζωής έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς, όπως διαβάζουμε «αποτελεί κέντρο για του καθένα τη ζωή. Με ανεπίδοτες λαχτάρες και καταχωνιασμένες επιθυμίες, τόσο βαθιά, ώσπου ξεχάστηκαν τελικά». Η Ελένη Γκίκα συνθέτει την εικόνα μιας γυναίκας που αποζητά να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει τα όνειρά της, να τιθασεύσει τις εσωτερικές της φωνές και να κατακτήσει την αυτογνωσία. Μιας γυναίκας που αγωνίζεται να καταλάβει σε τι έσφαλε, και οι σχέσεις που ανέπτυξε με τους άλλους δεν στηρίχθηκαν ποτέ σε στέρεο έδαφος. Μιας γυναίκας που σύμφωνα με τη συγγραφέα, δυσκολεύεται να παραδεχτεί ότι «τις δυστυχίες μας τις δημιουργούμε εμείς και μόνο και ότι επάνω σ’ αυτές μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τα ίδια μας τα δαχτυλικά αποτυπώματα».

Η Ελένη Γκίκα αποδίδει τις σύνθετες ψυχολογικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις της Γυναίκας της Βορινής Κουζίνας, η οποία διχάζεται καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τους πολλαπλούς της ρόλους, με τις αντιφάσεις, τις τραυματικές απώλειες, τις συχνά επιβαλλόμενες δεσμεύσεις και τελικά με τις αλήθειες της ζωής της, τις οποίες δεν κατάφερε να αντικρίσει έως τώρα.

Στο δυτικό καθρέφτη προβάλλονται ενσαρκωμένες σε άλλες γυναίκες όλες οι διαφορετικές πτυχές του εαυτού της. Η Ράνια ή Αριάδνη, η Αρσινόη, η Γερτρούδη, η Ουλρίκα. Ποτέ τους δε συνομιλούν μεταξύ τους. Αρκούνται στις σιωπηλές συναντήσεις μέσα στους χώρους του σπιτιού. Είναι άραγε όλες τους επινοήσεις της φαντασίας της ή μήπως όψεις του πραγματικού της εαυτού, όπως αυτός μετεξελίχθηκε στο χρόνο; «Τα σπέρματα των μελλοντικών γεγονότων τα κουβαλάμε μέσα μας», διαβάζουμε στο βιβλίο. Και λίγο πιο κάτω: «είμαστε ό,τι ζήσαμε και ό,τι μάθαμε. Μ’ αυτά πορευόμαστε και βλέπουμε τα αντίστοιχα γύρω μας – αντικατοπτρισμός σε αινιγματικό καθρέπτη». Όπως και να έχει, το βέβαιο είναι ότι καθεμιά τους αποτελεί μια λογοτεχνική persona αυθύπαρκτη, μιας και η συγγραφέας έχει φροντίσει με ευαισθησία να φωτίσει ολόπλευρα το ήθος και την ψυχοσύνθεσή της.

Η ηρωίδα αρέσκεται να αναπαράγει με τη μνήμη της, στιγμές του παρελθόντος που τη στιγμάτισαν. Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας αναζητά απεγνωσμένα διόδους απόδρασης μέσα από τη λυτρωτική δύναμη της μνήμης. Θα έλεγε κανείς ότι με τον τρόπο αυτό επιχειρεί εναγωνίως να αναπληρώσει τα κενά του παρόντος της. Ο αφηγηματικός χρόνος συχνά ταυτοποιείται με αυτόν της συναισθηματικής μνήμης, καθώς η ηρωίδα ακροβατεί ανάμεσα στο παρόν και σε στιγμές του παρελθόντος της, χαρακτηρισμένες τόσο από δηλώσεις, όσο και από άκρως ενδιαφέρουσες αποσιωπήσεις. Άλλωστε, στο βιβλίο οι διάλογοι τοποθετούνται χρονικά στο παρελθόν. Στο παρόν κυριαρχούν οι σκέψεις και τα παράδοξα επινοήματα του νου.

Διαβάζουμε σχετικά: «Βουτηγμένη στο θαύμα είναι όλη μας η ζωή, αλλά το μεγάλο αγκάθι είναι ο λογισμός. Μεγάλη αρρώστια στην εποχή μας ο λογισμός! Ακόμα και χρυσάφι να βάλεις μέσα του, αν είναι χαλασμένος,… σφαίρες θα βγάλει».

Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας όμως δεν είναι μια ηρωίδα απομονωμένη στον προσωπικό της χώρο, αναζητώντας τις απαντήσεις στα «γιατί» της ζωής της. Ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό. Η ηρωίδα αφουγκράζεται τους κραδασμούς της κοινωνίας και εξεγείρεται ενάντια στις τρομοκρατικές ενέργειες της εξουσίας που ευθύνονται για τον άδικο χαμό του νεαρού αγοριού στα Εξάρχεια.

Η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος είναι μια γυναίκα πολυδιάστατη. Είναι η κόρη που έχασε πρόωρα τη μητέρα της, είναι η μητέρα που αφιερώνεται στην αναζήτηση του αγαπημένου της γιου, είναι η προδομένη σύζυγος, η γυναίκα που αναζητά τον έρωτα, η συνεπής επαγγελματίας μεταφράστρια, η γυναίκα που γράφει και την ίδια στιγμή φτιάχνει μαντλέν για να ξορκίσει τον πόνο. Στο τέλος του βιβλίου η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας σχεδόν συμβολοποιείται, αφού φαίνεται να αντιπροσωπεύει τη γυναίκα ως φύση βιολογική, συναισθηματική, πνευματική και κοινωνική.

Η γλωσσική εκφορά της συγγραφέως είναι λιτή και ταυτοχρόνως περίτεχνη, καθώς η Ελένη Γκίκα επιλέγει λέξεις με έντονη φόρτιση για να αποδώσει τις εκρήξεις και τις απελπισμένες κραυγές του εσωτερικού κόσμου, γεγονός που χαρίζει ιδιαίτερη αισθαντικότητα στο λόγο της. Η γραφή της θα λέγαμε ότι είναι βαθιά υπαινικτική και την ίδια ώρα εξόχως τολμηρή, μαρτυρώντας τη μακρά θητεία της συγγραφέως στο χώρο της ποίησης.

Η Ελένη Γκίκα στο τελευταίο μυθιστόρημά της ενσωματώνει αρμονικά φιλοσοφικούς στοχασμούς πολλών επιφανών ανθρώπων του πνεύματος. Συνομιλεί με ευχέρεια με συγγραφείς, με τους οποίους νιώθει ότι έχει συγγένεια. Εκτός από τον Ντάρελ, η σκέψη του οποίου κυριαρχεί στο κείμενο, ο Μπόρχες, ο Περβέρ, ο Κάφκα, ο Ντίκενς, η Σέξτον, ο Προύστ, ο Γιουνγκ, ο Φρόυντ, ο Ουγκώ, ο Πεσσόα είναι οι συγγραφείς με τους οποίους συνδιαλέγεται, με τρόπο που καταδεικνύει πόσο η ίδια έχει αφομοιώσει το πνεύμα τους. Επιπλέον, η συγγραφέας συνθέτει έξοχες ποιητικές εικόνες εμπνευσμένες από τον Σεφέρη και τον Τζόυς.

Η Ελένη Γκίκα είναι βέβαιο ότι απευθύνεται σε απαιτητικούς αναγνώστες που αναζητούν από ένα βιβλίο να εγείρει ερωτηματικά, παρά να παράσχει έτοιμες απαντήσεις. Οι αναγνώστες καθαίρονται από τη βασανιστική διαδρομή της ηρωίδας σ’ ένα χρόνο άχρονο (η ηρωίδα ταλαντεύεται ανάμεσα σε παρόν και παρελθόν) που αποκαλύπτει ωστόσο σύγχρονες κοινωνικές αλήθειες που πληγώνουν.

«Τα όνειρα, όπως και το φιλί, και η γραφή, αφήνουν τη δική τους, ολόδική τους υπογραφή. Κάποιοι από μας, στη συνέχεια, είναι πιο ικανοί στην αποκρυπτογράφηση».


Υγ. Ευχαριστώ τον Γιάννη Φαρσάρη για το υπέροχο κείμενό του, την Ειρήνη Κριτσοτάκη για την διοργάνωση και επειδή της χρωστώ την φιλία μου με την Κέλλυ, την Κέλλυ Ιωαννίδου Καλέντη για τον τρόπο που εξ αρχής με αγκάλιασε. Γέμισα Κρήτη, δεν ήθελα να γυρίσω, ευχαριστώ όλους, όλους, όλους.

5/3/12

“η ποίηση είναι σχέση ανάμεσα σε δύο μοναξιές: αυτή του ποιητή και εκείνη του αναγνώστη”



Το εργαστήρι του συγγραφέα: Γιάννης Ευσταθιάδης


Γράφει η Ελένη Γκίκα

elgika@pegasus.gr



Με δυο φρεσκοτυπωμένα βιβλία του στις προθήκες “Προσωπολατρίες” και “Άνθρωποι από λέξεις” που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις “Μελάνι” ο συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Ευσταθιάδης αποδέχεται ότι “κάθε συγγραφέας πρέπει να κάνει ασκήσεις ύφους” κατά τα άλλα “όποια κι αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, όπως θα 'λεγε και ο Εμπειρίκος, ο σημαίνων χώρος για τον συγγραφέα είναι τα τετραγωνικά του γραφείου του”.



Ο συγγραφέας, δοκιμιογράφος και ποιητής Γιάννης Ευσταθιάδης, γνωστός μας και με το ψευδώνυμο “Απίκιος”, στυλίστας της μικρής φόρμας και εκφραστής της ψυχής των πραγμάτων (“Καθρέφτες”, “Πορσελάνη”, “Δωμάτιο παντού”), υποστηρίζει ότι δεν έχει έμμονες ιδέες γραφής. “Έχω μόνο εμμονές διαδικασίας”, μας λέει. “Γράφω πάντα σε μεγάλες σελίδες Α3 και πάντα με το χέρι (με μαύρο στυλό-μαρκαδόρο). Περίεργο, βεβαίως, μια και, όταν άρχισα να γράφω, στα 14, χρησιμοποιούσα με άνεση γραφομηχανή! Τώρα, η ιδέα ότι η τεχνολογία θα μεταμορφώσει ως διαμεσολαβητής την εμπειρία μου σε άψογα τυπογραφικά στοιχεία, μου στερεί την αμεσότητα των κατ’ εικόνα της ορνιθοσκαλισμάτων. Το κυριότερο, όμως…Γράφω πάντα βράδυ, σε ημίφωτο δωμάτιο, μόνο με μία παρηγορητική λάμπα κοντά μου, που φωτίζει το χέρι, την κόλλα και τη μνήμη. Ο λαμπτήρας και όχι το φυσικό φως ταιριάζει στην τέχνη της επινόησης”.

Αγαπημένος μας από τα αριστουργηματικά “Γραμμένα φιλιά” και τα ποιητικά του “Το Ασπρόμαυρο”, “Ποίηση Δωματίου”, “Κιβωτός”, μεταξύ πολλών άλλων, αναγνωρίζει πως δεν γίνεται παρά να υπάρχει, τελικά, διαδικασία γραφής: “Υποθέτω, κάθε συγγραφέας έχει τη δική του. Προσωπικά, «γράφω» πρώτα νοερά, ετοιμάζω τη δομή του κειμένου, το επεξεργάζομαι με το μυαλό. Χρησιμοποιώ κατά κόρον την άχρωμη μελάνη της φαντασίας, πριν ενδυθεί τη φαιά του στυλογράφου. Έτσι, όταν αρχίζω να γράφω, συνήθως γράφω γρήγορα και χωρίς μεγάλη εκ των υστέρων επεξεργασία”, αποκαλύπτει. “Επίσης, συχνά ξεκινώ από το τέλος– ίσως γιατί ειδικά στο διήγημα πιστεύω πως η κατάληξη χρειάζεται ειδικές προδιαγραφές κορύφωσης. Με καθοδηγεί, άλλωστε, η δήλωση του Godard: «Κάθε ταινία έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλά όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά». Με τον πιο αλλόκοτο τρόπο, ισχυρίζεται δεν γράφτηκε μεν βιβλίο, αλλά ένα κείμενο, “από τις Προσωπολατρίες: το «Εθισμός στην παρατεταμένη χρήση των θαυμάτων», που αναφέρεται στην ποίηση της Κικής Δημουλά”. “Για να το γράψω, μας λέει, έφυγα από την Ελλάδα, κλείστηκα τέσσερις μέρες μόνος σ’ ένα σπίτι, δεν βγήκα καθόλου σ’ αυτό το διάστημα, έφαγα ελάχιστα. Από το πρωί ώς το βράδυ διάβαζα, σημείωνα, έγραφα, έσβηνα. Ήταν η πιο έντονη επαφή που είχα ποτέ με την ποίηση και, αναρωτιέμαι σήμερα, μήπως αυτός ο ιδιότυπος ασκητισμός αποτελεί ιδανική προϋπόθεση επικοινωνίας με το ποίημα. Άλλωστε, σε ένα άλλο κείμενο του βιβλίου, σημειώνω πως «η ποίηση είναι σχέση ανάμεσα σε δύο μοναξιές: αυτή του ποιητή και εκείνη του αναγνώστη».

Παρ' ό,τι ποιητής ακόμα και στα πεζά αλλά και στα δοκίμιά του, επιμένει: “Δεν πιστεύω πολύ στην έμπνευση (στην ποίηση, ίσως, αλλά στην πεζογραφία, σπανίως). Ή, να το πω αλλιώς, πιστεύω στην ιδέα η οποία είναι αποτέλεσμα μεθοδικότητας, αλλεπάλληλων και αλληλοσυμπληρούμενων διαδικασιών, και σε μια συνεχή άσκηση μοναξιάς του συγγραφέα· όχι στο λευκό χαρτί, αλλά πολύ νωρίτερα (όπως είπα στην αρχή). Για μένα, η ιδέα προσεγγίζεται εγκεφαλικά, σχεδόν ψυχρά και με πολλή δουλειά. Η υλοποίηση, όμως, απαιτεί την εμβάπτισή της σε συναισθηματικό υγρό, όπως η φωτογραφική διαδικασία”.

Αναφερόμενος στα καινούργια βιβλία του, διευκρινίζει:
“Στο
Άνθρωποι από λέξεις περιέχονται τρία διηγήματα. Το πρώτο («Ο Έψιλον έρως») είναι παλαιό (του 1993), αλλά ελάχιστα διαβασμένο, ωσεί ανέκδοτο.

Τα άλλα δύο, «Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα» (2007) και «Δον Ιωάννης» (2010), αποτελούν προϊόν παραγγελίας, ιδανική συνθήκη για έναν πολυδιασπασμένο συγγραφέα όπως η αφεντιά μου. Προϊόν «παραγγελίας», όμως, αποτελούν και οι Προσωπολατρίες (απόπειρες δοκιμίων που ονομάζω «σπουδές»), με κείμενα σε αφιερώματα περιοδικών ή παρουσιάσεις που καλύπτουν μία τουλάχιστον δεκαετία (με την απαραίτητη διευκρίνιση πως ανταποκρίθηκα μόνο σε εκείνες οι οποίες πραγματικά αφορούν πρόσωπα και έργα που πραγματικά αγαπώ).

Θέλω εδώ να προσθέσω πως πρόθεσή μου ήταν να μιλήσω χωρίς αισθητικές και αξιολογικές περιχαρακώσεις και διαχωρισμούς, χωρίς ηλικιακά όρια, χωρίς διακρίσεις μεγάλης τέχνης και τέχνης ταπεινής – γιατί τη μεγάλη τέχνη δεν την ορίζει το είδος, αλλά ο μεγάλος δημιουργός.
Αγαπημένοι συγγραφείς και αγαπημένα βιβλία… “Πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω. Γι’ αυτό, καλύτερα ας τελειώσω! Ο συγγραφέας, πάντως, οφείλει να αγαπά και τα κακά βιβλία, γιατί και από αυτά διδάσκεται ποικιλοτρόπως. Άλλωστε, παραείναι εύκολο να αγαπάμε μόνο τα καλά βιβλία!” υπογραμμίζει.

Και φυσικά όσον αφορά τη γραφή “Κατά τη γνώμη μου, κάθε συγγραφέας πρέπει να κάνει ασκήσεις ύφους – κι ας μην είναι ο Queneau”, ο Γιάννης Ευσταθιάδης μας λέει. “Κατά τα άλλα, «όποια κι αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον» όπως θα ’λεγε ο Εμπειρίκος, ο σημαίνων χώρος για τον συγγραφέα είναι τα τετραγωνικά του γραφείου του”.



Μότο: “Ο συγγραφέας, πάντως, οφείλει να αγαπά και τα κακά βιβλία, γιατί και από αυτά διδάσκεται ποικιλοτρόπως. Άλλωστε, παραείναι εύκολο να αγαπάμε μόνο τα καλά βιβλία!” ή

Η ποίηση είναι σχέση ανάμεσα σε δυο μοναξιές: αυτή του ποιητή και εκείνη του αναγνώστη”.



ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ:


Ο επιθεωρητής Φιν Μακλάουν, επιφορτισμένος ήδη με την έρευνα ενός φόνου που έγινε στο Εδιμβούργο, επιστρέφει ύστερα από δεκαοχτώ χρόνια στη γενέτειρά του, το νησί Λιούις, για να διερευνήσει έναν άλλο φόνο, που ίσως συνδέεται με τον πρώτο. Παραπλανητικές ενδείξεις, παλιά μυστικά και αμφίσημοι διάλογοι, ατμοσφαιρικές, καθημερινές εικόνες από νησιά των Χάιλαντς, επαναφέρουν παλιά τελετουργικά και πλέκουν ένα αφηγηματικό γαιτανάκι το οποίο δεν γίνεται παρά να ακολουθεί ο αναγνώστης με κομμένη ανάσα. Ο Πίτερ Μέι γεννήθηκε στη Σκοτία και ζει στην Γαλλία. Εργάστηκε αρχικά ως δημοσιογράφος και αργότερα εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο αξιόλογους σεναριογράφους της σκοτσέζικης τηλεόρασης.


Οι κυνηγοί των Χάιλαντς” του Πίτερ Μέι

Εκδ. “Κέδρος”, Μετάφραση: Μάρω Φιλίππου, σελ. 464



Μια ανεκτίμητη βυζαντινή εικόνα που γίνεται αντικείμενο κλοπής και η υποψία για την ύπαρξη ενός αμύθητου θησαυρού, με τα ιερότερα κειμήλια της χριστιανοσύνης που χάθηκαν πριν από επτακόσια χρόνια, κινητοποιούν για την εύρεσή τους, ένα πλήθος ανθρώπων. Ανάμεσά τους, ένας Αγιορείτης μοναχός με παράξενες δυνάμεις, μια δαιμόνια ντετέκτιβ, ένας μανιώδης Έλληνας συλλέκτης, ένας γοητευτικός Ιταλός τραπεζίτης της μαφίας, ένα σαγηνευτικό μοντέλο, ο ελληνοαλβανοσερβικός υπόκοσμος με τον αδίστακτο νονό της νύχτας αρχηγό του, ένας συντηρητής έργων τέχνης και ο καλύτερος αστυνόμος της ΕΛΑΣ θα αναμετρηθούν σε ταχύτητα και ευφυία, για το ποιος θα φτάσει πρώτος. Από τον συγγραφέα Νίκο Κ. Κυριαζή που μας έχει δώσει μεταξύ πολλών άλλων και τα μυθιστορήματα: Ο αετός της φωτιάς, Νικομήδης ο Αθηναίος, Η ασπίδα των Θερμοπυλώβ, Μαρία των Γλάρων, Ο Διάβολος στις πέντε ακριβώς κ.α.


Ο κώδικας του αυτοκράτορα” του Νίκου Κ. Κυριαζή,

Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 368



Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής