17/1/14

Ο χορός του θανάτου


«Το κλειδί» του Τζουνιτσίρο Τανιζάκι. Μετάφραση από τα Ιαπωνικά: Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Εκδ. «Άγρα», σελ. 237

 «Άρχισε χωρίς ενδοιασμούς να γράφει γι’ αυτό- ή θα ‘πρεπε μάλλον να πω ότι έγραφε πια με μοναδικό του σχεδόν σκοπό να μιλήσει γι’ αυτό- από την πρώτη Ιανουαρίου του φετινού χρόνου. Ταυτόχρονα άρχισα κι εγώ να κρατάω ημερολόγιο απ’ το Γενάρη σαν ένα είδος διαξιφισμού μαζί του. Αρχικά αρκεί νομίζω να αντιπαραθέσω αυτά που λέμε ο καθένας με τη σειρά του, συμπληρώνοντας τα σημεία όπου υπάρχουν κενά, ή μήπως κι έτσι μπορέσω λιγάκι να καταλάβω με ποιους τρόπους αγαπηθήκαμε εμείς οι δυο, πώς δοθήκαμε ολοκληρωτικά ο ένας στον άλλον, πώς κοροιδέψαμε ο ένας τον άλλον, πώς ρίξαμε ο ένας τον άλλον στη λάσπη, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο τέλος ο ένας απ’ τους δυο μας να καταστραφεί».
Κι όμως, κάπως παιχνιδιάρικα, αν και απελπισμένα κατά βάθος απ’ την αρχή, με το κλειδί πεσμένο κατά λάθος μπροστά απ’ τον νάρκισσο στο βάζο της βιβλιοθήκης, ένας άντρας, ο κύριος καθηγητής, θα αρχίσει να κρατά ημερολόγιο σχεδόν φανερά. Για την ακόρεστη λαγνεία της εσωστρεφούς και μυστικοπαθούς, παραδοσιακής συζύγου του. Και για την δική του σταδιακή σεξουαλική και ηλικιακή ανημπόρια. Για εκείνην, για – έναν- άνθρωπο- τόσο- κλειστό «που δεν ανοίγει την καρδιά του στους άλλους, χρειάζεται-  όπως θα πει ή μάλλον θα γράψει-  να μιλάει και ν’ ακούει ο ίδιος τον εαυτό του», θα έρθει κάπως πιο φυσικό.
Σε πρώτο πλάνο, δηλαδή, ο σύζυγος και η σύζυγος, «αγαπημένη μου Ικούκο», της απευθύνεται σχεδόν, και το ημερολόγιο ενός ζευγαριού: Εκείνος που γράφει και το κρύβει για να το αναζητήσει και να το διαβάσει εκείνη, η κοινή τους ερωτική ζωή που είναι απαγορευμένο ζήτημα στην καθωσπρέπει καθημερινή τους ζωή. Κι εκείνη που του απευθύνεται αναλόγως. Με το δικό της κρυφό αλλά και με την ελπίδα να διαβαστεί ημερολόγιο. Ξαναγράφοντας απ’ τη δική του πλευρά και ξεχωριστά ο καθένας αυτό-που-αποτελεί-την-κοινή-ερωτική-τους-ζωής. Σε δεύτερο πλάνο, το ζευγάρι θα γίνει ένα άτυπο κουαρτέτο. Θα προστεθεί ο νεότερος Κιμούρα, φαντασίωση και επιθυμητός κατ’ αρχάς αντίζηλος, ο φίλος της κόρης τους Τοσίκο, η οποία θα παραμείνει ως το τέλος ως πρόσωπο και το πλέον αινιγματικό. Ο ένας πιο κρυψίνους από τον άλλον, σε ένα αδυσώπητο παιχνίδι υψηλών εντάσεων και απίστευτων υπαινιγμών, όπου όλα είναι και δεν είναι, υπονοούνται και σπάνια εκφράζονται, ελκύονται με πάθος και απωθούνται μετά βδελυγμίας. Μυγάκι ο καθένας πιασμένος στο δίκτυ του άλλου οικειοθελώς! Στις σπάνιες στιγμές ειλικρίνειας, θα ακουστούν, θα γραφτούν μάλλον για την ακρίβεια, απίστευτα πράγματα, όπως εκείνη εκεί η παραδοχή του συζύγου και πατρός: «Τι πιο εκπληκτικό απ’ τους τέσσερίς μας συγκεντρωμένους εν σώματι!»

Ο Τανιζάκι (1886-1965) έγραψε «Το κλειδί» το 1956, κι ήταν το προτελευταίο βιβλίο του, επαληθεύοντας πέρα από το ότι ούτως ή άλλως είναι τεράστιος ο ιάπωνας συγγραφέας, και το ότι ο έρωτας είναι τελικά αλληλοσπαραγμός, το ζευγάρι απίστευτο μπέρδεμα, για τους ιάπωνες έρωτας-θάνατος ένα και το αυτό. Κλείνοντας το μάτι, ακόμα κι αθέλητα, σ’ εκείνο το αυτοκαταστροφικό ζευγάρι του Στρίνμπεργκ, στον αιώνιο «Χορό του θανάτου», υπάρχουν στιγμές ανυπέρβλητες, με μια σειρά από εξαιρετικά συγγραφικά ευρήματα, όπως: η διπλωπία εκείνου και η υπέρταση με αποτέλεσμα να την βλέπει διπλή, ούτως ή άλλως η Ικούκο είναι διπρόσωπη αποκρύβοντας εαυτόν ακόμα και από τον ίδιο της τον εαυτό. Η συχνή αναφορά του συζύγου στην σύζυγο, μετατρέποντας αίφνης τις ημερολογιακές σημειώσεις σε επιστολογραφία. Το μυθιστόρημα – κύκλος, όλα κλείνουν και ταυτοχρόνως ανοίγουν, το ιψενικό τρίγωνο με την κόρη πια στη θέση του νεκρού πατρός, και ο θανάσιμος εναγκαλισμός για τους εναπομείναντες φτού κι από την αρχή. Οι δυο διαφορετικές γραφές των ημερολογίων, αλλά που δεν είναι και τόσο ευδιάκριτες στην ελληνική μετάφραση, ο ένας γράφει με παραδοσιακά ιαπωνικά ιδεογράμματα κι ο άλλος σε πιο φιλοδυτικά [θα μπορούσε ελαφρώς τραβηγμένα να είναι τα δικά μας τα γκρίκλις]. Η αμφιθυμία που ενυπάρχει στη ζωή τους και στις ημερολογιακές σημειώσεις, η ερωτική και συζυγική τους ζωή, κινούμενη άμμος, τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται και όπως δηλώνεται, η αμοιβαία προσποίηση, στους βασικούς κανόνες αυτού του αλλόκοτου ερωτικού παιχνιδιού.
Το αποτέλεσμα, ένα μικρό- μεγάλο μυθιστόρημα που κινείται μεταξύ κρεβατοκάμαρας, σαλονιού και γραφείου, αφορά δυο και επηρεάζει και επηρεάζεται από άλλους δυο, εκτυλίσσεται πρωτοπρόσωπα, ημερολογιακά και αυτοαναφορικά αλλά εξαπατά. Το μοναδικό φως του, οι τελευταίες ημερολογιακές σημειώσεις όταν έχει πλέον παύσει να ισχύει το κίνητρο, ή μήπως όχι; Μήπως, τελικά, όλα αρχίζουν ξανά;
Έξι μήνες αρκούν, για την ακρίβεια, τριάντα οκτώ αμοιβαίες ημερολογιακές μέρες, για να βιώσει ο καθένας Κόλαση και Παράδεισο, Καθαρτήριο δεν χρειάζεται, δεν το θέλησε εξάλλου κανείς απ’ τους τρεις. Ο όποιος τρίτος, απαραίτητος για παραμείνει ο καθένας, ο ρόλος του.
Η συνενοχή που υπάρχει αρχικά στους συζύγους, κάπου στη μέση όσον αφορά τον Κιμούρα και την Τοσούκο, θα γίνει στο τέλος και αναγνωστική. Το κλειδί είναι ο άλλος, κι ας φαίνεται ότι είναι εκείνο που φαίνεται: το κλειδί πίσω απ’ το νάρκισσο της βιβλιοθήκης. Ο ρόλος δεν είναι πρόσωπο για να παίζει και μόνο του, απαιτεί συνενοχή, συμμετοχή.