για
«Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ» της Ελένης Γκίκα, εκδόσεις Καλέντη.
Το βιβλίο με τον
ευφάνταστο τίτλο « Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ» αποτελεί το 13 μυθιστόρημα
της συγγραφέως και είναι ένα βιβλίο που κινείται περίτεχνα σε δυο επίπεδα ή
αλλιώς στηρίζεται σε δυο κεντρικούς άξονες. Εκείνο της Ιστορίας με ιώτα
κεφαλαίο, και εκείνο της ιστορίας, ή του μύθου των κεντρικών ηρώων της. Κι
ανάμεσα τους 21 πρόσωπα που δολοφονούνται με ένα περίεργο και επαναλαμβανόμενο
μοτίβο και πάντα σε αρχαιολογικούς χώρους, νεκρομαντεία, αρχαία θέατρα,
ιστορικά μνημεία εκεί ή όπου αλλού «η πύλη του Άδη είναι ανοικτή», όπως
αναφέρει η ίδια. Οι 21 αυτοί φόνοι θα μπορούσαμε να πούμε οτι απαρτίζουν
τους κρίκους της αλυσίδας εκείνης που όχι μόνο συνενώνει τις δυο ιστορίες, τη
μικρή και τη μεγάλη- αλλά τα πρόσωπα με τις καταστάσεις, κυρίως όμως το
παρελθόν με το παρόν, γιατί όπως υποστηρίζει η ίδια στο βιβλίο της, «το
παρελθόν μας ενυπάρχει στο παρόν, και είμαστε ότι αφήνουμε πίσω μας.»
Έτσι, το κάθε
έγκλημα που διαπράττεται στο σήμερα, αντικρίζει σε ένα άλλο που διαπράχθηκε στο
χθες. Μαζί τους και η σφραγίδα ενός παγκόσμιου μουσικού συνθέτη που εμφανίζεται
επίσης με έναν παράδοξο τρόπο: μέσω μιας παρτιτούρας που αφήνει πίσω του ο
δολοφόνος. κατ αυτόν τον τρόπο, ο κάθε φόνος αποτελεί μια τραγική και συνάμα
‘διαφωτιστική’ στιγμή, αφού ο αναγνώστης εκτός από το ειδεχθές του θανάτου,
έρχεται σε επαφή με λαμπρά έργα παγκόσμιων συνθετών της προκλασικής, κλασικής
και της μπαροκ μουσικής. Ακολουθεί για παράδειγμα τις μουσικές του Φιλιπ
Τέλεμαν, Βάγκνερ, Ραβέλ, Μπραμς, Βιβάλντι, Ελίζαμπεθ ντε λα Κλερ, Μότσαρτ,
Σούμαν, Μπραμς , Σούμπερτ Όφενμπαχ, Μιχαήλ Πρετόριους, Χίλντεργκαρντ, Σκαρλάτι
και άλλων. Μέσω των φόνων η Ελένη μας τους ανασυστήνει, αποκαλύπτοντας
σταδιακά, εξελικτικά το πορτραίτο των θυμάτων, αλλά κατά κύριο λόγο εκείνο του
θύτη που είναι ταυτόχρονα και θύμα. Ο καθένας δηλαδή από τους φόνους αποτελεί
ένα μικρό κομμάτι από το μεγαλύτερο παζλ της ιστορίας ή του μύθου αλλά και του
προσώπου που τους διαπράττει.
Ωστόσο στο
βιβλίο της Ελένης οι φόνοι δεν είναι αυτοσκοπός, είναι απλώς η αφορμή για να
στοχαστούμε την αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου. Ούτε έχει στόχο, όπως
ίσως ανέφερα νωρίτερα, να εξιχνιαστούν τα εγκλήματα που παρεμπιπτόντως
παρουσιάζονταν τόσο ποιητικά σαν να ήταν θάνατοι πάνω σε μια οπερατική σκηνή,
οι φόνοι υπάρχουν εκεί ως πλαίσιο της ιστορίας των κεντρικών ηρώων και ως
υπογράμμιση του αξιώματος ή της πεποίθησης, αν θέλετε, ότι η ιστορία μας
ακολουθεί, κι ότι συχνά πληρώνουμε εν αγνοία μας τις αμαρτίες εκείνες που
κουβαλάμε από τους άλλους ή πως οι ζωές μας δε μπορεί παρά να επηρεάζονται τα
μέγιστα από το παρελθόν που μας κληροδοτείται. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να
πούμε ότι οι φόνοι πέρα από την πραγματική τους διάσταση διατηρούν και ένα
συμβολικό ρόλο, υπάρχουν περισσότερο ως ένα τρόπο εξιλέωσης και κάθαρσης, παρά
τιμωρίας.
Και στο
ενδιάμεσο όλων αυτών, οι σκέψεις/ο στοχασμός της ίδιας της συγγραφέως πάνω στη
ζωή και το θάνατο, τη μνήμη και τη λήθη, τον έρωτα και τη δικαίωση ένα τρίπτυχο
που διαρκώς επαναλαμβάνεται στα έργα της – άλλωστε όπως υποστηρίζει η ίδια, «η
μοίρα αρέσκεται στις επαναλήψεις.»
Κι όπως όλα,
διαθέτουν δυο ταυτότητες, την αντικειμενική και την υποκειμενική, ή αλλιώς
εκείνη που μας δίνουν, και εκείνη που επιλέγουμε και που μας καθορίζει ως
συμπεριφορές ή ως ψυχοσύνθεση, το ίδιο συμβαίνει και με το ζευγάρι των βασικών
ηρώων που ακούει σε δυο ονόματα, το πρώτο που αντικρίζει στο πρόσωπο και το
άλλο στο προσωπείο, ή αλλιώς στο ρόλο και την ιδιότητά τους, γιατί , για τη
συγγραφέα όλοι φέρουμε δυο ταυτότητες εκείνη που μας έδωσαν και εκείνη που
επιλέγουμε να γίνουμε, και τίποτα δε συμβαίνει τυχαία. Και η τραγικότητά τους
είναι ότι δεν ξεφεύγουν από την ιστορία, ούτε από τη καταγωγή ή τη μοίρα τους.
Οι κεντρικοί ήρωες, παγιδευμένοι σε ένα ρημαγμένο ξενοδοχείο που ζωντανεύει με
τον καιρό και σε ένα παλιό πυργόσπιτο της Μάνης με γκρεμισμένες τις πολεμίστρες
συναντιούνται για να επιβεβαιώσουν αυτήν την τραγικότητα , δέσμιοι καθώς είναι
της για πάντα και ανίκανοι να ξεφύγουν από τα δίκτυα της.
Το νέο βιβλίο
της πολυγραφότατης Ελένης Γκίκα, καταδύεται στον κόσμο της τέχνης, της ιστορίας
και της μνήμης, σμιλεύοντας περίτεχνα την πραγματική και την ιδεατή τους
διάσταση. Η Ελένη Γκίκα είναι μυθιστοριογράφος η οποία δεν αφήνει τίποτα
στη τύχη του, εξυφαίνει έναν μύθο γοητευτικό για να υπογραμμίσει για άλλη μια φορά
το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου που επωμίζεται την ιστορία, τη δική του αλλά
και των προγόνων του, τη δική του μοίρα αλλά και των συνανθρώπων του, τα δικά
του λάθη του αλλά και εκείνα των προκατόχων του, σαν να μη μπορεί να
αποδεσμευτεί από αυτά, εκτός ίσως με το θάνατο που στο βιβλίο της Ελένης, όπως
προανέφερα, παίζει το ρόλο της κάθαρσης, της λύτρωσης, αλλά συνάμα και μιας
σπουδαίας σύνθεσης. Και βέβαια, όλα αυτά πάντα δοσμένα από μια οπτική ξεχωριστή
και πρωτότυπη, αφήνοντας το αναγνώστη να συμπληρώσει τις ψηφίδες του μωσαϊκού
που δημιουργεί η ίδια για να τον παρακινήσει να λύσει ο ίδιο το μυστήριο, να το
εξιχνιάσει όπως νομίζει ή κρίνει ο ίδιος.
«Το Μπολερό δεν
ήταν του Ραβέλ» είναι ένα ευφάνταστο, στοχαστικό βιβλίο γραμμένο σε γλώσσα
ποιητική, συμβολική, με εικόνες που παρά τη σκοτεινότητα τους κρύβουν πίσω τους
φως και καλαισθησία, αναδεικνύοντας και πάλι το αιώνιο δίπολο της ζωής: τον
έρωτα και τον θάνατο μόνο που στο συγκεκριμένο βιβλίο εμφανίζονται μαζί με δυο
νέους συμπρωταγωνιστές: τη Νέμεση και το Χρέος
Επιστρατεύοντας
τον συμβολισμό, κυρίως στα ονόματα, στους τόπους που επιλέγει ως σκηνικό των
φόνων, τον τρόπο που διαπράττονται δίνει την ολοκληρωμένη εικόνα των
πρωταγωνιστικών μορφών, αλλά και του δικού της πνευματικού κα ψυχικού τοπίου,
αφήνοντας σ’ έναν κάπως πιο θολό ορίζοντα τα υπόλοιπα πρόσωπα και τις πράξεις
του παρελθόντος που δεν έγιναν ποτέ παρελθόν.
Τελειώνοντας,
επιτρέψτε μου να παραθέσω δυο από τις πάμπολλες ρήσεις που ξεχώρισα
/σταχυολόγησα και που με συγκίνησαν, «Να μη μισείς τον εχθρό σου γιατί γίνεσαι
κατά κάποιον τρόπο σκλάβος του. το μίσος σου δε θα σε ικανοποιήσει περισσότερο
από τη γαλήνη σου.» ή «τίποτα δεν χτίζεται πάνω σε πέτρα, όλα πάνω στην άμμο
χτίζονται, όμως το χρέος μας είναι να χτίζουμε σαν να ήταν η άμμος πέτρα.»
Νομίζω πως αυτές
δυο ρήσεις ιδιαίτερα η δεύτερη αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του μυθιστορήματος και
την αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου. είναι όμως αφορμή και για μας να
στοχαστούμε, πού και τι ακριβώς είναι αυτό που κτίζουμε στο διάβα της ζωής μας
και ποιοι θα είναι οι αποδέκτες του, αλλά και οι πληρωτές του χρέους, γιατί η
ψυχή δεν μπορεί να δραπετεύσει από τη μοίρα της και όλα συμβαίνουν μια φορά για
να επαναληφθούν ξανά και ξανά, να μείνουν αιώνια.