27/5/11

“Μέρες καλές και μέρες κακές, γίνανε πέντε χρόνια”



Ο ΚΑΜΠΟΣ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ” του Χουάν Ρούλφο. Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 211, € 16


Δεκαεπτά διηγήματα και ένα μυθιστόρημα ωστόσο αρκούν στον συγγραφέα που τα έγραψε να γίνει θρύλος.

Το “Πέδρο Πάραμο”, ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα στο οποίο κατόρθωσε ο συγγραφέας του, Χουάν Ρούλφο, να κλείσει όλη την ιστορία του Μεξικού και όλη την άβυσσο της ανθρώπινης ύπαρξης, έχει ως προάγγελλό του την συλλογή διηγημάτων (μοναδική στη συγγραφική διαδρομή του) “Ο κάμπος στις φλόγες”.

Δεκαεπτά ιστορίες, επίσης ολιγοσέλιδες, που περικλείουν όλους τους τόπους και όλες τις θεματικές συγγραφικά που τον στοιχειώνουν. Άγονη γη και ανθρώπους αφημένους σε μια αλλόκοτη, παράλογη και άσπλαχνη μοίρα. Ταραχώδη ιστορία που συμπαρασύρει και όλα τα κάνει κονιορτό:

Γιατί εμάς μας έδωσαν να σπείρουμε αυτό το στρώμα από χαλίκια;”

Έτσι μας έδωσαν αυτήν τη γη. Σ' ετούτο το καυτό καμίνι θέλουν να σπείρουμε σπόρους, μήπως και κάτι πιάσει και φυτρώσει”. Διασαφηνίζει από τις πρώτες κιόλας σελίδες στο “Μας δώσανε τη γη”. Κάτι που συνεχίζεται ως φόντο από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα. Στο “Μονοπάτι του Θεού” και στον ατέλειωτο Κάμπο όλα είναι θάνατος και ενέδρα τυφλή:

Κάποιοι φτάσαμε στο Μεγάλο Ύψωμα και σούρνοντας σαν τις οχιές περνούσαμε τις μέρες μας κοιτάζοντας τον Κάμπο, αυτό τον τόπο εκεί κάτω όπου είχαμε γεννηθεί κι είχαμε ζήσει και όπου τώρα μας περίμεναν να μας σκοτώσουν”. Αντάρτες κι εκπρόσωποι του νόμου, ταπεινοί και καταφρονεμένοι, νέοι που ελπίζουν παράλογα σε μιαν αλλιώτικη ζωή αλλά και πρόωρα αποκαμωμένοι γέροι. Στο διήγημα που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή, ο τόπος που τους έμελλε να ζήσουν φαντάζει ως ου – τόπος. Σαν δαντική κόλαση ή στην καλύτερη περίπτωση, τελικά, Καθαρτήριο:

Έτσι δεν έμενε πια τόπος για μας. Ίσως να μη μας έμενε ούτε καν εκείνο το κομμάτι γης που κάποτε θα χρειαζόμασταν για να μας θάψουν”. Χώρος που συμπαρασύρει στην ίδια άβυσσο, φυσικά, και τον Χρόνο: “Μέρες καλές και μέρες κακές, γίνανε πέντε χρόνια”.

Ποιητικότροπα, με μουσικές μετρημένες σιωπές και γλώσσα βαθιά σαν την ανάσα ρυθμική, με ζώντες και κεκοιμημένους να αποτελούν από κοινού “όλο το ανθρώπινο κοπάδι”. Την ανθρωπογεωγραφία ενιαία και αδιάσπαστη:

Από το πρόσωπό της τρέχουνε ρυάκια βρόμικο νερό λες κι έχει περάσει το ποτάμι από μέσα της”.

Η επαρχία του Χαλίσκο, ο εμφύλιος, φτωχοί αγρότες και οικογενειακά μίση και πάθη που φτάνουν στην αιμομιξία, ο θάνατος, η αγωνία και η ανθρώπινη οδύνη, η συλλογική φωνή της κοινότητας και η υπόκωφη κραυγή της ιστορίας, κατορθώνουν μέσα από την απόλυτα λιτή και κοφτή, ποιητική και βαθύτατη ανθρώπινη αρμονία και ομορφιά, να κάνουν το καθαρτήριο να λάμψει σαν γλωσσικός παράδεισος, ο ήλιος της πιο σκοτεινής μας απελπισίας:

Κάποτε θα ΄ρθει η νύχτα. Αυτό σκεφτόμασταν. Θα έρθει η νύχτα και θα μπορέσουμε να αναπαυτούμε. Τώρα πρέπει να διασχίσουμε τη μέρα, να τη διασχίσουμε όπως όπως για να γλιτώσουμε απ' τη ζέστη και τον ήλιο. Μετά θα σταματήσουμε. Μετά. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε προς το παρόν είναι να προσπαθούμε ξανά και ξανά να προχωράμε βιαστικά πίσω από τόσους άλλους σαν κι εμάς και μπροστά από άλλους τόσους. Αυτό είναι το θέμα....”

Η Παναγιά στην Τάλπα και η λαχτάρα να φτάσει κανείς “πριν της τελειώσουνε τα θαύματα” στην “Τάλπα” καταλύουν τα σύνορα ηθικού και ανήθικου, της πραγματικής και της ασύλληπτης και ανείπωτης, πέραν του κόσμου τύπου αλλόκοτης αλλ' υπαρκτής ωστόσο ζωής, με τους νεκρούς να ακούν, να κατανοούν και να κυριαρχούν σε μια πυρετική, κληρονομημένη ως προπατορικό αμάρτημα θανάσιμη ζωή, όπου και η παραμικρή στιγμή συγκίνησης που είναι επαναλαμβανόμενη και διαρκής, απομένει όπως είπε και ο Γκυστάβ Λε Κλεζιό “τη μόνη μας ελπίδα σωτηρίας”.

Ένα βιβλίο που αποτελεί ένα αυτοτελές συγγραφικό σύμπαν αλλά ταυτοχρόνως και ζωή σπαρταριστή. Που αναφέρεται στο Μεξικό και στην Λατινική Αμερική αλλά και σε όλη την ανθρώπινη Ιστορία και μοίρα. Συγγραφέας που σε στοιχειώνει, ασυζητητί. Σε μια μετάφραση απολύτως εναρμονισμένη στη συγγραφική μουσική. Η Έφη Γιαννοπούλου και στο “Ο κάμπος στις φλόγες” όπως και στο “Πέδρο Πάραμο” έχει επιτελέσει – εκ του αποτελέσματος κρίνοντας – ένα μεταφραστικό θαύμα.

Οι επί μέρους τίτλοι των διηγημάτων: Μας δώσανε τη γη. Κουέστρα δε λας Κομάδρες. Είναι που είμαστε φτωχοί. Ο άντρας. Το χάραμα. Τάλπα. Μακάριο. Ο κάμπος στις φλόγες. Πες τους να μη με σκοτώσουν. Λουβίνα. Η νύχτα που τον άφησαν μόνο. Πέρασμα του Βορρά. Θυμήσου. Δεν ακούς να γαβγίζουν τα σκυλιά. Η μέρα της κατάρρευσης. Η κληρονομιά της Ματίλντε Αρκάνχελ. Ανακλέτο Μορόνες, αποτελούν, όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά, ακόμα και η κάθε γραμμή χωριστά, μια βαθιά νυχιά στα σπλάχνα.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

Ο Χουάν Ρούλφο γεννήθηκε στις 16 Μαίου 1917 στη μεξικανική επαρχία του Χαλίσκο, όπου και έζησε τα πρώτα του χρόνια.

Μέχρι τα δέκα του χρόνια έχει χάσει και τους δυο γονείς του.

Το 1932 αποφασίζει να ξεκινήσει νομικές σπουδές στην Γκουανταλαχάρα, αναγκάζεται όμως να διακόψει λόγω μιας απεργίας διαρκείας στο πανεπιστήμιο.

Το 1935 μετοικεί στην Πόλη του Μεξικού, όπου προσπαθεί να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά χωρίς επιτυχία. Σχετίζεται με λογοτεχνικούς κύκλους και αρχίζει να δημοσιεύει σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά τα διηγήματά του, δεκαπέντε από τα οποία θα εκδοθούν το 1953 σε μια συλλογή με τον τίτλο “Ο κάμπος στις φλόγες”, στην οποία θα προστεθούν αργότερα άλλα δύο.

Το διάστημα αυτό είναι υπότροφος του Κέντρου για τους Μεξικανούς συγγραφείς και ετοιμάζει το μυθιστόρημά του, που αρχικά επρόκειτο να έχει τον τίτλο “Τα μουρμουρητά”, αλλά θα εκδοθεί το 1955 με τον τίτλο “Πέδρο Πάραμο”.

Και τα δύο βιβλία του έχουν άμεσο και σημαντικό αντίκτυπο στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία επηρεάζουν πολλούς νεότερους συγγραφείς. Ωστόσο δε θα εκδώσει τίποτα άλλο μέχρι τον θάνατό του. Στη διάρκεια της ζωής του θα βραβευτεί πολλές φορές για το λογοτεχνικό του έργο.

Πεθαίνει στις 7 Ιανουαρίου 1986. Το συγγραφικό του έργο, παρά τη μικρή του έκταση, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, έχει υμνηθεί από πολλούς σημαντικούς συγγραφείς και τον κατατάσσει μεταξύ των σημαντικότερων συγγραφέων του 20ου αιώνα.


Δημοσιεύεται στο Έθνος της Κυριακής

24/5/11

τα αγάλματα φορούν κάποτε τα καλά τους και μας επισκέπτονται...


Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ” του Νίκου Διακογιάννη. Εκδ. “Καλέντης”, σελ. 266, € 15


Νομίζαμε πως ελέγχουμε τα πράγματα...”

Ακριβώς! Νομίζαμε!”

Έτσι αρχίζουν όλα σ' αυτό το σημειολογικό μυθιστόρημα, από τον ψευδαισθησιακά θεωρούμενο “απόλυτο έλεγχο”. Ο Μάνος, ήρωας του βιβλίου και μεταφραστής στο “Γάλα των αγαλμάτων” του Σαραμάγκου επισκέπτεται το Μουσείο της Ακρόπολης, όταν η ανθρωπότητα μοιάζει να ζει έναν απίστευτο εφιαλτικό παραβολικό ολέθριο θρήνο. Διότι στο καινούργιο του μυθιστόρημα “Ο ύπνος των αγαλμάτων” ο Νίκος Διακογιάννης αποφασίζει και τολμά να καταλύσει τον χωροχρόνο στην τέχνη και να αγγίξει την ουσία και το χρέος της Μνήμης.

Χρησιμοποιώντας ως μεταχρονολογημένο μότο, φράση του Ζοζέ Σαραμάγκου και πάλι “Αυτό που είναι να γίνει θα γίνει και δεν αλλάζει, μη στρώνεις τραπέζι με το πεπρωμένο, γιατί τρώει τα γινωμένα και σου δίνει τα άγουρα”, αναφέρεται στην προφητική δύναμη της τέχνης, στην υπερβατική δύναμη των ονείρων και στην δυναμική της γραφής.

Η ιστορία επί τω προκειμένω, και όσον αφορά την καθημερινότητα ξαφνικά αρχίζει να γίνεται εφιαλτική. Τα αγάλματα σε όλα τα μεγάλα μουσεία του κόσμου αρχίζουν ξαφνικά να ραγίζουν, να θρυμματίζονται και να αποτελούν απειλή. Λες και κάποια αόρατη τρομοκρατική οργάνωση έχει βάλει στο στόχο της την Ιστορία και τον ανθρώπινο πολιτισμό, αυτή καθ' εαυτή την ανθρώπινη μνήμη.

Ό,τι είχε καταγράψει το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης δεν έδειχνε ανθρώπινη παρουσία στο χώρο. Η εικόνα των αρχικώς άθικτων γλυπτών άλλαζε σε χρόνο έξι δευτερολέπτων”.

Ο συγγραφέας, με επίκεντρο την παρέα του Μάνου, την κοπέλα του Όλγα, τον Τίμο, τον Κώστα, την Αλίκη, τον εκδότη του και την ανταγωνίστριά του Στέλλα στο εκδοτικό, μεταφέρει την συγγραφική σκυτάλη με σημειολογικά μότος από χώρα σε χώρα. Κάποιος φύλακας, αρχαιολόγος, τουρίστας, τυχαίος, θα βρεθεί εκεί αντιμετωπίζοντας την απολύτως ακατανόητη μεν αλλά και άκρως ρεαλιστική καταστροφή. Ο Σαραμάγκου και “Το γάλα των αγαλμάτων” που μεταφράστηκε στο εξής, παίρνει πια διαστάσεις προφητείας: “Αλήθεια, αν ποτέ ζωντάνευαν αυτά τα αγάλματα, ποιο δρόμο θα έπαιρναν; Και τι θα είχαν να ομολογήσουν ή να μοιραστούν με τους περαστικούς; Μήπως είναι επιλογή τους τούτη η σιωπή, η ακινησία;”

Στο μεταξύ, τα δεδομένα ανταλλάσσουν την μοίρα των αγαλμάτων με το ανθρώπινο πεπρωμένο και μια ζοφερή, αλλόκοτη νόσος αρχίζει να πλήγει τον κόσμο. Ενώ τα αγάλματα κονιορτοποιούνται, οι άνθρωποι που υποπίπτουν σ' αυτήν... αγαλματοποιούνται! Υποφέρουν από φοβερούς πυρετούς στην αρχή, παγώνουν μετά και πέφτουν ωσεί νεκροί σε χειμέρια νάρκη! Ο κόσμος όλος γεμίζει τρόμο, απόγνωση, εγκλείστους, ασθενείς σε γκέτο, και το μόνο που φαίνεται πια να λειτουργεί είναι η διαδικτυακή επικοινωνία.

Ο Νίκος Διακογιάννης για να φτάσει στη λύση και να λύσει τον γρίφο καταφεύγει σε όλα τα αφηγηματικά μέσα, πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, αλληλογραφία, μέιλς, περιγραφή, και αναφέρεται σε κάθε θρησκευτική, φιλοσοφική και μυθολογική δοξασία. Ο καινούργιος ακίνητος, αμίλητος, άβουλος, άγευστος, ακίνδυνος, αμνήμων άνθρωπος – αλήθεια μήπως μας θυμίζει κάτι όλο αυτό;- μοιάζει πια παγκόσμιο εφιαλτικό γεγονός, και εδώ έρχεται η συγγραφική τεχνική να εγκιβωτίζει την Ιστορία μέσα στην ιστορία, το όνειρο μέσα στο όνειρο και ένα βιβλίο μέσα σε ένα άλλο βιβλίο. Αφήνοντας ορθάνοιχτα βέβαια τα σύνορα τέχνης – ζωής και τα ερωτηματικά, το τί προηγείται στην όντως ζωή τελικά, και αν είχε δίκιο ο Πούσκιν που ισχυρίστηκε ότι ο κάθε ποιητής δεν μπορεί παρά να είναι προφήτης.

Παγκόσμιες λέσχες που ελέγχουν τον κόσμο, νέα τάξη πραγμάτων, η ελπίδα του Προμηθέα και το μαρτύριο του Σισύφου ενσκήπτουν και πάλι και είναι παντού, αναδεικνύοντας το παγκόσμιο πρόβλημα ως πνευματικό πρόβλημα, πρωτίστως.

Με γλώσσα ατμοσφαιρική, ποιητική, ενίοτε ρεαλιστική και με γρήγορη και απολύτως κινηματογραφική πλοκή, το μυθιστόρημα φλερτάρει με πολλά είδη: αστυνομικό, θρίλερ, υπαρξιακό και φιλοσοφικό, αλληγορικό...

Το αποτέλεσμα, διαφορετικό, όπως το αντέχει αναγνωστικά ο καθένας. Επειδή “τα αγάλματα μιλούν στους ποιητές, αφουγκράζονται την ανάσα των απελπισμένων, μικραίνουν, ταπεινώνονται, μένουν αιώνες στη βροχή, το κρύο. Ριγούν στη σκιά βέβηλων χεριών που ήρθαν με λοστούς να τα πάρουν μακριά”. Και διότι “τα αγάλματα φορούν κάποτε τα καλά τους και μας επισκέπτονται. Μας παίρνουν από το χέρι, ή φορές πάλι, μας ανεβάζουν στους δυνατούς ώμους τους. Έπειτα εμείς μικραίνουμε, γινόμαστε μια σταλιά, κομμάτια μαρμάρου, κομμάτια ακατέργαστων εμβρύων. Στον ύπνο μας φτάνουν τραγούδια αρχαίων μελωδιών, ήχοι βαρείς, πλάγιοι. Θηλάζουμε αθανασία”.

Ένα βιβλίο για την Μνήμη, την Τέχνη, τον Χρόνο. Με πολλαπλές αναγνώσεις και μεγάλες ρωγμές στον ξανακερδισμένο, τελικά, Χρόνο.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

Γεννήθηκε στη Νίσυρο της Δωδεκανήσου το 1974 και είναι εκπαιδευτικός. Αφού εργάστηκε για ένα διάστημα ως ξεναγός, επέστρεψε στο γενέθλιο τόπο του.

Εμφανίστηκε στα γράμματα το 2007 με το μυθιστόρημα “Τέρα Άμου” (εκδόσεις Αρμός), το οποίο προτάθηκε για το Athens prize for literature του περιοδικού (δε)κατα.

Ακολούθησε το 2009 το μυθιστόρημα “Καθρέφτες στο χώμα” από τις ίδιες εκδόσεις.

Κατά περιόδους αρθρογραφεί στο περιοδικό “Ο Διαβάτης της Νισύρου”, ενώ συνεργάζεται με το λογοτεχνικό περιοδικό “Νησίδες”. Στην κινηματογραφική ταινία “Η Νοσταλγός”, που βασίζεται σε διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, συνεργάστηκε στη διασκευή του σεναρίου στο νισύρικο ιδίωμα.

Ο ύπνος των αγαλμάτων” είναι το τρίτο του μυθιστόρημα.

20/5/11

“ Έχε τέρμενο το ροδί σεντόνι θα γίνει λευκό κι όλα θα τα ξαναδείς στον αρράγιστο καθρέφτη...”


όσο βάζεις στόχους και σκοπούς τόσο ξανανιώνεις τόσο μακραίνεις τον χρόνο της ζωής πιστεύοντας πώς δεν γίνεται να φύγεις πρέπει πρώτα να τελειώσεις...”


ΛΟΞΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ” του Παναγιώτη Κουσαθανά. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 149, €


- Ναι, η ανθρωπότητα είναι πιασμένη στη φάκα αλλά πάλι για σκέψου να ζούσαμε για πάντα πάντα πάντα να 'ρχόταν λέει η ώρα που θα εκλιπαρούσαμε τον Χρόνο- Μόρο να μας λυτρώσει να κοιμηθούμε να ησυχάσομε κι αυτός να μη μας κάνει αφτιά' α όχι όχι όχι ο Χρόνος πρέπει να 'ναι μακρύς αλλά η ζωή σύντομη ίσως σ' αυτή την παραδοξότητα να κρύβεται το βαθύ αξεδιάλυτο νόημα εκείνου που μ' εξοργιστική ευήθεια οι άνθρωποι λένε “προορισμό”...

Ένα παιχνίδι με την Ύπαρξη και τον Χρόνο, με το Νόημα και με τον Προορισμό, σε μια διαρκή εναλλαγή αφηγηματικού ύφους, αλλού τραγικό, σκωπτικό, σουρεαλιστικό, νοσταλγικό, ονειρικό, αλληγορικό, σε ένα βιβλίο- έκπληξη επί των ημερών μας!

Με οξείες, βαρείες και περισπωμένες, με γλώσσα δόκιμη, λαική, της μάνας και της γιαγιάς μας, ντοπιολαλιά, ποιητική, ο ποιητής και συγγραφέας είκοσι δύο ήδη βιβλίων, Παναγιώτης Κουσοθανάς, αναζητά μέσα από το ιερό ζυμάρι της γλώσσας, την πεμπτουσία και τους αρμούς της ζωής.

Ξεκινώντας με... οικοδομικούς αρμούς, εφόσον στο πρώτο διήγημα της συλλογής (σύνολον, 17 διηγήματα) “Τα εγκαίνια”, η αρχαιολόγος Δ. αντιμετωπίζει την ακμή και την παρακμή, το αίνιγμα του χρόνου και το μυστήριο της φθοράς μέσα στο ολοφώτεινο, ολοκαίνουργιο σπίτι της. Το μισοτελειωμένο, όσο να 'ναι, κι αυτό το γνωρίζει ο κάθε δημιουργός, ήταν μια κάποια παρηγοριά (αποφεύγω να πω, σιγουριά): “Θυμάται πώς όσο έχτιζε ένιωθε άτρωτη σχεδόν αθάνατη παρά τις έγνοιες και την κούρασή της ίσως γιατί είχε μπροστά της να επιτελέσει “έργο” που απομάκρυνε σαν φυλαχτό κάθε συμφορά “-; Μήπως τώρα που τέλειωσα τα χτισίματα πρέπει ν' αρχίσω μιαν άλλη οικοδομή για να ξορκίσω το κακό που πλανιέται τριγύρω; Τι σκαρφίζεται τελοσπάντων το μυαλό του ανθρώπου με τι παραμυθιάζεται' απορεί σαστισμένη “όσο βάζεις στόχους και σκοπούς τόσο ξανανιώνεις τόσο μακραίνεις τον χρόνο της ζωής πιστεύοντας πώς δεν γίνεται να φύγεις πρέπει πρώτα να τελειώσεις...”

Και τα υπόλοιπα δεκαέξι διηγήματα “μυθ- ιστορίες”, ξεκινούν με ποιητικές αναφορές και έχουν σαν αντικείμενό τους πάντα την φθορά και τον χρόνο. Αντιμετωπίζοντας πότε μετωπικά μια καθ' αυτή “λοξή ιστορία” (“Το βάραθρο”), ατενίζοντας άλλοτε “τα λοξά συμβάντα” ενός άκρως επεισοδιακού “Γάμου” και απευθυνόμενα πρωτοπρόσωπα ενίοτε σε έναν “λοξό Θεό” (“Τα εγκαίνια”) (πώς θα μπορούσε κανείς να τον αντικρίσει, εξάλλου, ευθέως!)

Η πατρίδα των παιδικών μας χρόνων και το σεπτό πρόσωπο της μητέρας, οι κεκοιμημένοι, ο γενέθλιος τόπος, η δημιουργία, η ποιητικότητα της καθημερινότητας και το όνειρο, αποτελούν το συγγραφικό όχημα για να φτάσει ο αφηγητής, εν τέλει, στο προορισμό και στο νόημα. Επώδυνα, άλλοτε:

- Δηλαδή ; ύστερα τι; τί ύστερα;” επιμένω μες στον λυτρωτικό λυγμό μου που ΄ρθε σαν ευλογημένο πρωτοβρόχι να ποτίσει τη στέγνια “αν και αναβλέψας ;είμαι άραγε τυφλός χαμένος;” Μια διάφωτη σκιά περνά ξυστά δίπλα μου ψιθυρίζοντας (ένεκα η “τρυφερότη” που έλεγα) “- Έχε τέρμενο το ροδί σεντόνι θα γίνει λευκό κι όλα θα τα ξαναδείς στον αρράγιστο καθρέφτη εγώ θα 'μαι κοντά σου να ξεμπλέκω το κουβάρι του Χρόνου να μερεύω τον σάλο των ημερών γλυκαίνοντας το όξος και τη χολή του κόσμου”. Αν κι έχω πενήντα χρόνια ν' ακούσω τη φωνή της αυτοστιγμεί την αναγνωρίζω να επανακυρώνει το γλυκόπικρο μυστήριο της Ζωής κι αυτομάτως οι ερωτήσεις βρίσκουν την απάντησή τους απόψε την αφέγγαρη τη σκοτεινότερη νύχτα του χρόνου ; ποιος θα το 'λεγε;”

Και κάποιες άλλες φορές με οχηματαγωγό τη νοσταλγία και τη μνήμη: “λένε λοιπόν ότι οι άνθρωποι ζουν τόσο όσο τους θυμούνται οι ζωντανοί και μνημονεύουν τα ονόματά τους ίσως να είναι έτσι εγώ όμως άλλα πιστεύω οι άνθρωποι παύουν να ζουν από τη στιγμή που κλείνουν τα μάτια τους και δεν βλέπουν δεν μυρίζουν δεν λυπούνται ούτε χαίρονται ;ήλθαμε άρα για να παρέλθομε; ;για να σβήσουμε αθόρυβα σαν φωτοαντίγραφα σ' ένα σκοτεινό συρτάρι;”

Το αποτέλεσμα, ένα άκρως μαγικό, απαλό, γλωσσικό ατένισμα στο ανείδωτο και στο ανείπωτο, με τρόπο “τόσο όσο” ώστε να είναι και αληθινό και θαυματουργικό, ταυτοχρόνως.

Ένα βιβλίο- έκπληξη σε μια εποχή που όλα αποτελούν μια ευθεία. Με στίξη, αίσθημα, βάθος κι ανάστημα, και για τον συγγραφέα του μια έντιμη, συνεπής, αριστουργηματική “έκθεση ιδεών” διαρκείας. Μια αέναη επιστροφή σε ό,τι δεν χάνεται, στα θολά βασικά μας τα μοναδικά που μπορούν να αποκαταστήσουν την χαμένη μας γεύση και όραση, την χαμένη επαφή με τον έσω εαυτό μας και την όντως ζωή μας.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς είναι φιλόλογος, ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε το 1945 στη Μύκονο, όπου και διαμένει. Σπούδασε αγγλική και ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε επί μια εικοσαετία ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση.

Έχει εκδώσει είκοσι δύο βιβλία με ποιήματα, διηγήματα, κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία του γενέθλιου τόπου του και έχει μεταφράσει αγγλόφωνη ποίηση.

Το πρώτο βιβλίο του “Συρραφή ονείρων” (ποιήματα, 1980), έχει τιμηθεί με το Βραβείο Μαρίας Περ. Ράλλη και τα “Παραμιλητά Α' και Β'”, Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου” (Ίνδικτος, 2002) με το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Χρονικού- Μαρτυρίας.

Τελευταία του βιβλία:

Μικρό τρίπτυχο του νόστου” (Ίνδικτος 2006) και

Λουδοβίκου Ρουσέλ, Παραμύθια της Μυκόνου” (Ίνδικτος και Δήμος Μυκόνου 2007).

Οι “Λοξές ιστορίες” (διηγήματα από την Ίνδικτο, επίσης) τιμήθηκαν με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2010.


Επειδή με “Λοξές ιστορίες” ήθελα να αλλάξω τον χρόνο


Δημοσιεύεται και στο Έθνος της Κυριακής.

16/5/11

Ζωγραφίζει τον εαυτό της γιατί είναι μόνη

Πικρό και τρυφερό, σκληρό σαν ατσάλι και εύθραυστο και φίνο σαν τα φτερά μιας πεταλούδας, αξιαγάπητο σαν όμορφο χαμόγελο και γλυκόπικρο σαν τη ζωή: αυτό είναι το έργο της. Δεν σας τα γράφω αυτά επειδή είμαι ο άντρας της, αλλά επειδή είμαι φανατικός θαυμαστής της ζωγραφικής της”.


ΦΡΙΝΤΑ ΚΑΛΟ Η ζωή μιας αδάμαστης γυναίκας” της Λίντε Ζάκμπερ. Μετάφραση: Σίσσυ Παπαδάκη. Εκδ. “Μελάνι”, σελ. 168, € 16


Τι τα χρειάζομαι τα πόδια, όταν μπορώ να πετάω;”

Σαν κορδέλα τυλιγμένη γύρω από μια βόμβα” την χαρακτήρισε ο Μπρετόν γυναίκα που έκανε τη ζωγραφική της, φως στο ερεβώδες σκοτάδι της ζωής.

Δεν είμαι άρρωστη. Είμαι σπασμένη. Αλλά είμαι ευτυχισμένη όσο μπορώ να ζωγραφίζω”, υποστήριζε η Φρίντα Κάλο στην ταραχώδη κι επώδυνη σύντομή της διαδρομή, εξάλλου γιατρός ήθελε να γίνει προτού κομματιάσει το τραμ τη ζωή της για πάντα.

Στην βιογραφία της Λίντε Ζάκμπερ (που ήδη γνωρίζουμε απ' την βιογραφία της Λου Σολομέ), με τον τίτλο “Φρίντα Κάλο Η ζωή μιας αδάμαστης γυναίκας”, η προσωπικότητα της Μεξικάνας ζωγράφου παρουσιάζεται πολυεπίπεδα, ψυχαναλυτικά και αισθητικά. Η βιογράφος την παρακολουθεί από την ώρα της γέννησης (στις 6 Ιουλίου του 1907 στο Κογιοακάν), την πρώτη ατυχία της με την πολυομελίτιδα στα έξι της χρόνια, το τραυματικό της ατύχημα στα δεκαεφτά της με το τραμ (είχε επιστρέψει για να πάρει το ξεχασμένο ομπρελίνο), την συνάντησή της με τον μεγάλο μεξικανό ζωγράφο Ντιέγο Ριμπιέρα τον οποίο παντρεύτηκε δυο φορές και της καθόρισε τη ζωή, το μεγάλο της πάθος για τη ζωγραφική, το σύντομο πάθος της για τον Τρότσκι και την διαρκή αγάπη της για την Μεξικάνικη παράδοση κι επανάσταση.

Την ακολουθεί στα ταξίδια της στη Νέα Υόρκη, στο Σαν Φρανσίσκο και στην Ευρώπη, με τον Ντιέγο για τις δουλειές του αλλά και δίχως αυτόν, για τη δική της δουλειά και τις αλλεπάλληλες εγχειρήσεις της.

Φωτίζει τα έργα της ένα – ένα, αυτοπροσωπογραφίες και απολύτως αυτοβιογραφικά τα πιο πολλά, με έντονα στοιχεία υπερρεαλισμού που αποτελούσαν, όμως, για εκείνην την ίδια την πραγματικότητα της ζωής:

Αυτοπροσωπογραφία σε βελούδινο φόρεμα”, “Φρίντα Κάλο και Ντιέγο Ριμπέρα”, “Νοσοκομείο Χένρυ Φορντ”, “Η γέννησή μου”, “Η Φρίντα και η καισαρική τομή”, “Ρίζες”, “Αυτοπροσωπογραφία σε σύνορα Μεξικού”, “Μερικά μαχαιρώματα”, “Το φουστάνι μου κρέμεται εκεί πέρα ή Νέα Υόρκη”, “Αυτοπροσωπογραφία αφιερωμένη στο Λέοντα Τρότσκι”, “Εγώ κι η κούκλα μου”, “Η νταντά μου κι εγώ”, “Το όνειρο ή Το κρεβάτι”, “Οι δυο Φρίντες” και “Τι είδα στο νερό”, “Η αυτοκτονία της Ντόροθι Χέιλ”, “Κομματιασμένη στήλη” και “Το αγκάλιασμα του σύμπαντος, η γη (Μεξικό), εγώ, ο Ντιέγκο κι ο κύριος Ξόλοτλ”, “Ο Μωυσής ή Ο πυρήνας της δημιουργίας” και “Αυτοπροσωπογραφία Ο κύκλος”, όλα γίνονται ταυτόχρονα δημιουργία αλλά και αυτή καθ' εαυτή η δική της ζωή. Με πάθος και χρώμα, ταλέντο τεράστιο και δύναμη υπεράνθρωπη. “Στο φόντο – βεβαίως- πάντοτε πικρία, εκκεντρικότητα, εντιμότητα, πόνος”.

Κι όμως, αν όλα είχαν πάει καλά, μπορεί και τίποτε απ' όλα αυτά να μην είχε συμβεί, διότι: “Η μικρή Φρίντα με τα μαύρα φρύδια ντρεπόταν μέχρι σήμερα να δείξει το έργο της' ζωγραφίζει όμως από το 1926, όταν ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα την ανάγκασε να μείνει στο γύψο και να “βαριέται μέχρι θανάτου”, όπως λέει η ίδια”.

Όπως και να 'χει στην 46χρονη ζωή της η φράση του Μπρετόν “χρωματιστή κορδέλα γύρω από μια βόμβα” θα βρίσκεται στα στόματα όλων. Κι η τέχνη θα γίνει το συνώνυμο αυτής καθ' εαυτής της ζωής. Εξάλλου ήδη “Η τέχνη για τον Ντιέγο Ριμπέρα είναι μια από τις βασικές λειτουργίες του ανθρώπου, “μια οργανική λειτουργία... Η τέχνη είναι χρήσιμη και αναγκαία για τη ζωή του ανθρώπου όπως το ψωμί, το κρέας, τα φρούτα, το νερό κι ο αέρας”. Και “Ενώ ο Ριμπέρα θέλει να ενισχύσει με τη ζωγραφική του το αίσθημα συλλογικότητας των ανθρώπων, η Φρίντα προσπαθεί να αποτυπώσει με σαφήνεια την ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση ενός μόνο ανθρώπου”...

Η ζωή της Φρίντα ήταν η ζωή με τα χειρουργεία, τον Ντιέγο, η ζωή με τη ζωγραφική. Ταραχώδης, παθιασμένη και ατυχής, όπως την έβρισκε η ίδια: “Στη ζωή μου είχα δυο ατυχήματα. Στο πρώτο με χτύπησε ένα τραμ' το άλλο είναι ο Ντιέγο”.

Ακόμα και σαν δασκάλα η Φρίντα υπήρξε πρωτοποριακή, έκαναν σχεδόν κίνημα οι μαθητές της. Η φράση της “Αλλά εγώ είμαι εγώ κι εσύ είσαι εσύ. Αυτή είναι η γνώμη μου, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Αν σε βοηθήσουν αυτά που σου είπα, ακολούθησέ τα την επόμενη φορά' αν όχι, μην τους δίνεις σημασία”, θα μείνει ιστορική.

Η βιογράφος, και ψυχαναλύτρια ανατέμνει ταυτοχρόνως τις συγκυρίες, την εποχή, την προσωπικότητα και το έργο της, αναφερόμενη και στα ζωγραφικά κινήματα ως ζωγράφος η ίδια:

Είναι αδύνατον, στο περιορισμένο διάστημα μιας ζωής, να γίνουν πραγματικότητα όλα όσα έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν. Στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μοντέρνου ανήκει και ο πόνος γι' αυτό που δεν πραγματοποιήθηκε”.

Οξυδερκής όσο δεν γίνεται, ο Ντιέγο για το έργο της Φρίντα θα πει:“Πικρό και τρυφερό, σκληρό σαν ατσάλι και εύθραυστο και φίνο σαν τα φτερά μιας πεταλούδας, αξιαγάπητο σαν όμορφο χαμόγελο και γλυκόπικρο σαν τη ζωή: αυτό είναι το έργο της. Δεν σας τα γράφω αυτά επειδή είμαι ο άντρας της, αλλά επειδή είμαι φανατικός θαυμαστής της ζωγραφικής της”.

Το αποτέλεσμα, η τέχνη – σωτηρία και καταφύγιο, η τέχνη, μοναχική και θαυματουργή: “Ζωγραφίζει τον εαυτό της γιατί είναι μόνη, είχε πει κάποτε η Φρίντα”. Κι ένα βιβλίο συναρπαστικό σαν το μυθιστόρημα της πολυκύμαντης και ευφάνταστης, πολυμήχανης, αντιφατικής ζωής. Σε αισθητικά ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση (με φωτογραφικό ένθετο) από την Πόπη Γκανά. Μοναδικά εύστοχη για την Φρίντα και το βιβλίο, του Βίλαντ Σμιντ η κριτική: “Στο κέντρο του κόσμου - ο πόνος. Στο κέντρο του κόσμου- ο έρωτας. Γνώρισε τον εαυτό της μέσω του πόνου και με επίκεντρο το φύλο της. Ο πόνος και το φύλο της ήταν οι πηγές της τέχνης της... Η ποίησή της είναι η αμεσότητα των έργων της και η αλήθεια της αναδύεται από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις μεταφορές σαν κυριολεξίες, κάτι που κάνει, συχνά, την αλήθεια αυτή να μοιάζει σουρεαλιστική”...


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:


Η Λίντε Ζάλμπερ διδάκτωρ Ψυχολογίας και ψυχοθεραπεύτρια, γεννήθηκε το 1944 στο Τυτζ της Πομερανίας και εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Ειδικότης της: η σχέση ανάμεσα στη ζωή και το έργο ενός καλλιτέχνη.

Από το 1983 ζωγραφίζει.

Συγγραφέας των μονογραφιών: “Αναίς Νιν” (1992) και

Μάρλεν Ντήντριχ” (2001) και της βιογραφίας

Χίλιες και μία γυναίκες. Η ιστορία της Αναίς Νιν”.


Δημοσιεύθηκε στο Εθνος της Κυριακής


12/5/11

Αυτό είναι το θέμα...


Κάποτε θα ΄ρθει η νύχτα. Αυτό σκεφτόμασταν. Θα έρθει η νύχτα και θα μπορέσουμε να αναπαυτούμε. Τώρα πρέπει να διασχίσουμε τη μέρα, να τη διασχίσουμε όπως όπως για να γλιτώσουμε απ' τη ζέστη και τον ήλιο. Μετά θα σταματήσουμε. Μετά. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε προς το παρόν είναι να προσπαθούμε ξανά και ξανά να προχωράμε βιαστικά πίσω από τόσους άλλους σαν κι εμάς και μπροστά από άλλους τόσους. Αυτό είναι το θέμα...

Έτσι σκεφτόμασταν η Νατάλια κι εγώ, ίσως και ο Τανίλο, όταν πηγαίναμε στη δημοσιά της Τάλπα, μες στην πομπή' με τη λαχτάρα να φτάσουμε πρώτοι στην Παναγία, πριν της τελειώσουνε τα θαύματα....”


Τάλπα” από τη συλλογή διηγημάτων “Ο Κάμπος στις φλόγες”, εκδ. Πατάκη. Χουάν Ρούλφο σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου.

Ακόμα συνέρχομαι (και δεν ξέρω και αν το θέλω!)


Η ωραία κραυγή της σιωπής


Με τον ίδιο τρόπο, σου είχα ξαναπεί στις 10/5/2007, ευτυχισμένα γενέθλια.

Του Μάκη, με παρόμοιο, για να μην πω με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και πάλι.


ΤΑ ΣΑΝΔΑΛΙΑ» του Χόρχε Σεμπρούν, Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Εκδ. «Εξάντας», σελ 61, τιμή: 6 ευρώ.

«… τυχαίο, ακόμη μια φορά, και το ταλέντο δύο υπάρξεων υποφερτά φρικαλέων σημαδεύουν το πεδίο όπου παίζονται η κωμωδία, η ιλαροτραγωδία του ερωτισμού. Καληνύχτα, miss F. Θα διαλέξεις τη σειρά αύριο: talk or sex». Β.
Και καταλήγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το φαξ που στέλνει ο άγνωστος για την ώρα εραστής που μονογράφει ως Β. στην άρτι αφιχθείσα σε εκείνο το πολυτελές ξενοδοχείο στη Βενετία άγνωστη, είναι σαν να οροθετεί το αίνιγμα αλλά και την λύση του, αυτής της φαινομενικά σύντομης, αλλά που κρατά όσο και η ιστορία του κόσμου, ερωτικής ιστορίας.
Και για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές διαθέτει είκοσι χρόνια βάθος. Διότι στα «Σανδάλια» του ο Χόρχε Σεμπρούν επέλεξε να συμπυκνώσει την αιώνια ιστορία ενός παράνομου έρωτα σε δυο βράδια, ήτοι εξήντα μία μόλις σελίδες.
Μια γυναίκα «με ωραιότητα εσωτερική και απαστράπτουσα», «διαθέσιμη και συγκρατημένη», με «κάποιες ρυτίδες γύρω από το βλέμμα, λεπτομέρειες μηδαμινές μα κραυγαλέες- ή μάλλον ικετευτικές» οι οποίες θα κάνουν τον πορτιέρη (και τον αναγνώστη) να καταλάβει ότι έχει σίγουρα πατήσει τα σαράντα, φορώντας ακόμα τα εκδρομικά παπούτσια του τένις, φτάνει και περιμένει έναν άντρα.
Είναι η Φρανς Μπάμπελσον, δικηγόρος, κάτοικος Νέας Υόρκης. Και περιμένει τον Μπερνάρ Μπορίς, δημοσιογράφο σε έρευνες και μεγάλα ρεπορτάζ, με ειδικότητα στα ντοκιμαντέρ να έρθει από το Παρίσι.
Από τις σκέψεις της Φρανς μαθαίνουμε ότι γνωρίστηκαν είκοσι χρόνια πριν, μια νύχτα του Αυγούστου. Βιώνοντας μαζί – και με τη μια- το απόλυτο παρόν «στην εφήμερη, άχρονη και ακόρεστη σχισμή του πόθου». Κατά κάποιον τρόπο «ανώνυμοι ο ένας για τον άλλο».
«Ποτέ στη διάρκεια εκείνων των ημερών της ερωτικής αγρύπνιας» «δεν είχε τεθεί μεταξύ τους ζήτημα μέλλοντος. Κανένα σχέδιο, κανένας ορίζοντας, καμία ψευδαίσθηση». Και έτσι κύλησε η ζωή τους. Με εκείνον στον γάμο του (εκείνη δεν τον διεκδίκησε), με εκείνη σε έναν άλλο γάμο (και μετά έξω απ’ αυτόν) και τώρα σε μια από τις κατά περιόδους παθιασμένες συναντήσεις τους, με σκοπό αυτή τη φορά να τον αποχαιρετήσει. Να του δώσει τα… σανδάλια στο χέρι.
Τα δικά της σανδάλια τα θυμήθηκε με το δεύτερο φαξ του πως φθάνει, «εκλεπτυσμένα σανδάλια, με τακούνι και κορδόνια, που έδιναν αξία στους φινετσάτους αστραγάλους, στις λεπτές, τορνευτές γάμπες, τις απαλά γραμμωμένες».
Έτσι ανάμεσα στα… παπούτσια θα παιχτεί η ιστορία και υπό τους στίχους του Ρενέ Σαρ: «Ομορφιά, απόλυτή μου ευθεία, μέσ’ από τέτοιους άθλιους δρόμους, στο κατάλυμα μιας λάμπας κι ενός κλειστού κουράγιου, να ξεπαγιάζω, κι εσύ να ‘σαι η γυναίκα μου τον Δεκέμβρη. Η ζωή που μου μέλλει είν’ η όψη σου την ώρα που κοιμάσαι». Όταν άρχισαν όλα. Αλλά και τώρα δα: «Πόσο ωραία είναι η κραυγή σου που μου χαρίζει τη σιωπή σου!», που θα τελειώσουν και όλα.
Θα σημάνει φινάλε από εκείνα τα μοιραία σανδάλια, συγκεκριμένα «το τακούνι του όμορφου δεξιού σανδαλιού». Και η κραυγή που θα ακουστεί αυτή την φορά δεν θα είναι η συνήθης ηδονική κραυγή της και ναι, αυτός ο άντρας που έτρεξε να προυπαντήσει στο ταξί, ήταν ο Μπερνάρ.
Ο Μπερνάρ που απ’ ότι θα μάθουμε είχε τον Σαρ, ερωτικό άσσο στο μανίκι.
Μια σύντομη, βίαιη, παθιασμένη ερωτική ιστορία από έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του κόσμου. Βαθύτατα υπαρξιακή και αποκαλυπτική: για την ψυχοσύνθεση της γυναίκας και του άντρα, για την φύση αυτής καθ’ εαυτής της επιθυμίας, για το ψέμα και την αλήθεια του έρωτα, για το βάσανό του, την κωμωδία του και την ιλαροτραγωδία. Για τον ερωτισμό του «μιλώ» ειδικά όταν τα μισά απ’ όσα λέω είναι ποίηση. Για όλη αυτή την «εγκεφαλική ηδονή» που μπορεί να κρατήσει εξίσου τους εραστές μια ζωή, όσο και όπως «η απόλυτη υποδούλωση στη σάρκα».
Μια σύντομη ιστορία που αποδεικνύει πόσο ερωτικός συγγραφέας είναι ο συνήθως πολιτικός Σεμπρούν.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:Ο Χόρχε Σεμπρούν γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1923. Η οικογένειά του έφυγε στο εξωτερικό το 1937 και από το 1937 και από το 1939 έζησε στο Παρίσι, όπου έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και πήρε μέρος στην Αντίσταση κατά των Ναζί.
Το 1943 συνελήφθη από την Γκεστάπο και κρατήθηκε επί δύο χρόνια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ.
Μετά την απελευθέρωσή του, την άνοιξη του 1945, γίνεται υπεύθυνος της παράνομης δουλειάς του Κομμουνιστικού Κόμματος και πολύ γρήγορα μέλος της Κ.Ε.
Τον Απρίλη του 1964 διαγράφεται από το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα μαζί με τον Φερνάντο Κλαουδίν μετά από εισήγηση του Σαντιάγο Καρίγιο και της Ντολόρες Ιμπάρουρι, της θρυλικής «Πασιονάριας».
Από τότε αφιερώνεται στη Λογοτεχνία και τον Κινηματογράφο.
Υπήρξε, επίσης, για μεγάλο διάστημα, υπουργός Πολιτισμού στην Κυβέρνηση Φελίπε Γκονθάλεθ.
Παράλληλα η συγγραφική του δραστηριότητα τον αναγορεύει σε έναν από τους πλέον σημαντικούς, πολυδιαβασμένους και βραβευμένους συγγραφείς των τελευταίων χρόνων (Βραβείο Φορμεντόρ 1964, Βραβείο της Ειρήνης 1994, Φέμινα 1995, Βραβείο Ιερουσαλήμ 1996).
Το «Είκοσι χρόνια και μια μέρα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα που γράφει στα ισπανικά, τη γενέθλια γλώσσα του, αποσπώντας ομόφωνα το Βραβείο του Ιδρύματος Λάρα 2003, που απονέμουν οι εκδότες της Ισπανίας στο καλύτερο λογοτεχνικό έργο της χρονιάς.
Από τις εκδόσεις «Εξάντας» έχουν κυκλοφορήσει: «Το μεγάλο ταξίδι», «Το Λευκό Ορος», «Η αυτοβιογραφία του Φεδερίκο Σάντσεθ», «Τι ωραία Κυριακή!», «Η επιστροφή του Νετσάγιεφ», «Χαιρετίσματα από τον Φεδερίκο Σάντσεθ», «Γραφή η ζωή», «Αντίο φως της νιότης», «Τα σανδάλια», «Είκοσι χρόνια και μια μέρα», «Ο νεκρός που μας χρειάζεται»…।


Υγ: ευτυχώς που υπάρχει και η φιλία, αυτή η φιλία, και η ποίηση που δεν σ' αφήνει να πεθάνεις από αηδία! Ξεγυμνωτική εποχή! Θα τα δούμε όλα και όλους στις πραγματικές τους διαστάσεις και με το πραγματικό τους πρόσωπο, τελικά, θέλοντας και μη! Γιατί όχι; Από την τυφλότητα, καλύτερο το ξάφνιασμα, στο φινάλε το περάσμά τους το επέτρεψε από τη ζωή μας και ο αφελής εαυτός μας και η ζωή! Αλλά η Κέρκυρα, όλα κιόλα, κουκλίτσα πάντοτε! Νάμαστε καλά βρε να θυμόμαστε την εποχή της άκρατης αφέλειας!


10/5/11

“Το αν θα λάβεις ποτέ αυτήν την επιστολή έχει μικρή μονάχα σημασία, αφού την έγραψα αποκλειστικά για δική μου ευχαρίστηση”



ΈΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ: 21 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ “ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ”. Ανθολόγηση- Μετάφραση- Σημειώσεις: Κατερίνα Σχινά. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 425, € 22


Είναι αλήθεια ότι μπορεί να μη βρω ποτέ την ευκαιρία να διοχετεύσω τα γραπτά μου στον κόσμο, όμως δεν θα εγκαταλείψω την προσπάθεια. Την τελευταία στιγμή θα εσωκλείσω το χειρόγραφο σ' ένα μπουκάλι και θα το πετάξω στη θάλασσα”.

Σαν μπουκάλι στη θάλασσα, έτσι έγραφε, εξάλλου στα “Μέλλοντα ταύτα” και το έλεγε: “Το αν θα λάβεις ποτέ αυτήν την επιστολή έχει μικρή μονάχα σημασία, αφού την έγραψα αποκλειστικά για δική μου ευχαρίστηση” πριν από δύο αιώνες ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, αντιμετωπίζοντας αντίξοες συνθήκες ζωής, χαρακτήρα, εποχής. Δύο αιώνες μετά, σε έναν τόμο που κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο, με εξαιρετική ανθολόγηση, μετάφραση και σημειώσεις Κατερίνας Σχινά, ο σύγχρονος αναγνώστης μένει άναυδος για το πόσο μπροστά, τελικά, υπήρξε ο ποιητής και πεζογράφος Άλαν Πόε για την λογοτεχνία και για την εποχή του.

Στην ανθολογία, εντασσόμενα στις ενότητες Τρόμος, Φανταστικό, Μυστήριο, Περιπέτεια και Σάτιρα και εμπεριέχοντας και το πανδιάσημό του “Το Κοράκι” με κατατοπιστικές εισηγήσεις ξεδιπλώνεται το τεράστιο εύρος του αμερικανού ποιητή. Αλλά και οι βάσεις για τα πιο πάνω λογοτεχνικά είδη που εν αγνοία του έβαζε.

Οι άνθρωποι με λένε τρελό, αλλά το ζήτημα παραμένει ακόμη άλυτο: Είναι ή δεν είναι η τρέλα η υπέρτατη ευφυία;” αναρωτιόταν μέσα απ' τον ήρωα στην “Λιγεία” του, αποκαλύπτοντας τον πυρήνα της έμπνευσης: “Στα θαμπά τους οράματα συλλαμβάνουν μια φευγαλέα αναλαμπή αιωνιότητας και ξυπνώντας αναριγούν, έχοντας την αίσθηση ότι μόλις βρέθηκαν στα πρόθυρα ενός μεγάλου μυστικού”.

Εξάλλου “Δεν υπάρχει θεσπέσια ομορφιά” λέει ο Μπέικον, ο λόρδος Βίρουλαμ, “χωρίς κάποια παραδοξότητα στις αναλογίες”.

Η ζωή του, φαντάσματα και σπαράγματα στο αλλόκοτο έργο του άφηνε περιθώρια στους συγχρόνους του που δεν τον καταλάβαιναν, όπως ο Χένρι Τζέιμς να δηλώνουν: “Όποιος τον πάρει στα σοβαρά δείχνει ότι δεν είναι ο ίδιος σοβαρός”.

Στις “21 ιστορίες και Το κοράκι” εντούτοις ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τον “σωσία” του Ντοστογιέφσκι και του Μπόρχες στον δικό του “Γουίλιαμ Γουίλσον”, τη “Λιγεία” του Λαμπεντούζα στην “Λιγεία” του, τον εγκλεισμό του Κάφκα στο “Προσωπείο του κόκκινου θανάτου”. Τους μαθηματικούς συνειρμούς στις “Δολοφονίες της οδού Μοργκ” και στο “Κλεμμένο γράμμα” του, την ψυχανάλυση, τον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό στη “Βεατρίκη”, την “Ελεονόρα” και την “Πτώση του Άσερ”. Την υπαρξιακή και μεταφυσική αναζήτηση σε κάθε γραμμή του:

Οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας συνδέονται μ' αυτήν την αίθουσα και με τους τόμους της- για τους οποίους δεν θα πω περισσότερα. Εδώ μέσα πέθανε η μητέρα μου. Εδώ μέσα γεννήθηκα. Όμως θα ήταν καθαρή ανοησία να πω ότι δεν είχα ζήσει και πιο πριν- ότι η ψυχή δεν έχει προηγούμενη ύπαρξη. Το αρνείστε; Ας μην το συζητήσουμε λοιπόν. Πεπεισμένος καθώς είμαι, δεν επιζητώ να πείσω και τους άλλους” (Βερενίκη).

Οι πραγματικότητες του κόσμου μού φαίνονταν οράματα και μόνο οράματα, ενώ, αντίστροφα, οι εξωφρενικές ιδέες της χώρας των ονείρων έγιναν όχι απλώς το υλικό της καθημερινής μου ύπαρξης αλλά, ουσιαστικά, απόλυτα και αποκλειστικά, η ίδια μου η ύπαρξη”.

Η ζωή του, ταυτόσημη με το έργο του “Εγώ, ζώντας μέσα στον εαυτό μου, εθισμένος, ψυχή και σώμα, στον πιο έντονο και οδυνηρό διαλογισμό”, έβλεπε αλλιώτικα την ίδια πραγματικότητα απ' οποιοσδήποτε άλλον: “Και ύστερα- ύστερα όλα είναι μυστήριο και φρίκη, και μια ιστορία που θα 'πρεπε να μείνει ανείπωτη”.

Στην Ευρώπη, “ευτυχώς που υπήρξε ένας Μποντλέρ που τον ανακάλυψε”, τον “μόνο συγγραφέα – όπως έλεγε ο Πολ Βαλερί- χωρίς κανένα ψεγάδι”. “Δεν είναι ένας ζωγράφος της ζωής, αλλά ένας χτίστης, ένας εφευρέτης των μορφών, ένας εξερευνητής των πιο διαφορετικών ειδών” όπως έγραφε ο Τοντορόφ, έτσι που να αναρωτιέται ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ “πού θα ήταν το αστυνομικό μυθιστόρημα πριν ο Πόε του εμφυσήσει την πνοή της ζωής;” Κάνοντας τον Ντοστογιέφσκι ν' αναγνωρίζει “αυτό που είναι εκπληκτικό στον Πόε είναι η ρώμη της φαντασίας του, η ακρίβεια της εύγλωττης λεπτομέρειας. Έτσι, επιτυγχάνει ένα αποτέλεσμα παραδόξως αληθοφανές και πειστικό”. Με πρωτοστατούντα, βέβαια, τον σύγχρονό του Μποντλέρ που επέμενε “Η ποίηση του Έντγκαρ Άλαν Πόε είναι βαθιά και στιλπνή σαν όνειρο, μυστηριακή και τέλεια σαν κρύσταλλο”, επιμένοντας πως είναι περισσότερο Γάλλος απ' όσο θα έπρεπε για τα αμερικάνικα γράμματα. Ένας τόμος όπου πραγματικά η Κατερίνα Σχινά και από άποψη σχολίων αλλά και μετάφρασης, “κεντάει”. Όλο το αλλόκοτο μεγαλείο του Πόε σε ένα βιβλίο: “21 ιστορίας και “Το κοράκι”, που επιμένει διακόσια χρόνια πριν ότι “για τον Θεό τα πάντα είναι τώρα”.




ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε γεννήθηκε το 1809 στη Βοστόνη από γονείς πλανόδιους ηθοποιούς. Ορφάνεψε και από τους δύο νήπιο ακόμη, και την κηδεμονία του ανέλαβε ο εύπορος έμπορος από το Ρίτσμοντ Τζον Άλαν, στον οποίο ο συγγραφέας οφείλει το μεσαίο του όνομα.

Η ποίηση τον σαγήνευσε από τα πρώτα παιδικά του χρόνια· μόλις πέντε ετών, έγραφε στίχους «μεγάλης πρωτοτυπίας», σύμφωνα με έναν δάσκαλό του. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στην Αγγλία, όπου και τελείωσε το σχολείο. Επιστρέφοντας στην Αμερική παρακολούθησε για λίγο μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνιας, αλλά σύντομα το εγκατέλειψε. Υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό, συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες ως ρεπόρτερ και δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή αφηγημάτων το 1840.

Τα πεζογραφήματά του εκπλήσσουν με την ποικιλία τους. Πλάι στα διάσημα φανταστικά του διηγήματα, στοιχίζονται εντελώς διαφορετικά γραπτά, που ο ίδιος χαρακτήριζε «έργα λογικής επαγωγής», οι ιστορίες καθαρού τρόμου συμβαδίζουν με άλλες καθαρά φανταστικές, τα γνήσια περιπετειώδη αφηγήματα εκβάλλουν στους προδρόμους των αστυνομικών κι ανάμεσά τους παρεμβάλλονται κάποια κείμενα περιγραφικά και στατικά, φιλοσοφικοί διάλογοι και αλληγορίες.

Έγραψε δοκίμια ποιητικής (Ποιητική αρχή και Φιλοσοφία της σύνθεσης) και πολλά λυρικά ποιήματα. Κατεξοχήν συγγραφέας του «αλλόκοτου», παραδομένος στη σαγήνη του αφανισμού, έζησε όπως έγραψε: οριακά. Συνδέθηκε με γυναίκες που ακροβατούσαν στο κατώφλι του θανάτου· η πρώτη, η νεαρή εξαδέλφη του Βιρτζίνια Κλιμ, την οποία και παντρεύτηκε, φυματική· η δεύτερη, η ποιήτρια και πνευματίστρια Σάρα Έλεν Γουίτμαν επίσης· η τρίτη καρδιακή και νευρωτική. Αφέθηκε σε καταχρήσεις – πρώτα στα τυχερά παιχνίδια και ύστερα στο ποτό. Ερωτοτροπώντας συνεχώς με την κατάθλιψη και την τρέλα, προσπάθησε να αυτοκτονήσει το 1848 και, έναν χρόνο αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου, πέθανε μέσα σ' έναν παροξυσμό αλκοολικού παραληρήματος.


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

9/5/11

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος: πρέπει να τα έχει κανείς ή όλα ή τίποτα



Ο άνθρωπος που έκλεψε με σκοπό να μην ξανακλέψει άλλη φορά παραμένει κλέφτης. Όποιος προδίδει τις αρχές του δεν μπορεί ποτέ πια να έχει αγνή σχέση με τη ζωή.

Συνεπώς, όταν ένας σκηνοθέτης λέει ότι θα φτιάξει μια εμπορική “σούπα” για να έχει μετά τη δύναμη και τα μέσα να γυρίσει την ταινία των ονείρων του απατάται οικτρά, ή κάτι χειρότερο: αυταπατάται.

Ποτέ δεν θα κάνει την ταινία του”.


Αντρέι Ταρκόφσκι “Σμιλεύοντας τον Χρόνο”, Μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας, Εκδ. “Νεφέλη”...


ΥΓ1. Το πρωί ξύπνησα με ένα περίεργο όνειρο, από έναν κολιέ με κοράλλια που πολύ αγαπώ, είχαν σπάσει τα δυο. Για να με παρηγορήσουν, μου πρότειναν να τα αντικαταστήσω με κάτι ασυγκρίτως πιο φανταχτερό. Με όλη μου την λαχτάρα μάζεψα τον σπασμένο κολιέ μου, όχι, είπα, αρκεί έτσι, σπασμένο, αυτό αγαπώ...


ΥΓ2. “Ο Μπούνιν, που ένιωθε απεριόριστο σεβασμό για τον Τολστόι, θεωρούσε την Άννα Καρένινα απαίσια γραμμένη και, όπως γνωρίζουμε, προσπάθησε να την ξαναγράψει, χωρίς καμιά επιτυχία. Τα έργα τέχνης σχηματίζονται θαρρείς από μια οργανική διαδικασία' είτε καλά τα θεωρούμε είτε κακά, είναι ζωντανοί οργανισμοί με το δικό τους κυκλοφοριακό σύστημα, που δεν πρέπει να το διαταράσσει κανείς”.


ΥΓ3. Ο τίτλος του ποστ καθώς και το ΥΓ2, είναι Ταρκόφσκι και πάλι. Καθώς και το απόσπασμα που ακολουθεί:

Εάν οι άνθρωποι καταφέρουν να ανυψωθούν πάνω από τη δυνατότητα του ζειν, με άλλα λόγια αν συνειδητοποιήσουν την προσωρινότητά τους, τη θνητότητά τους εν ονόματι του μέλλοντος, της αθανασίας, τότε δεν θα έχουν χαθεί τα πάντα. Τότε υπάρχει ακόμη μια ευκαιρία”.

Αντρέι Ταρκόφσκι “Μαρτυρολόγιο”, Πρόλογος- Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης, Εκδ. “Ίνδικτος”, Ευαγγέλιό μου σχεδόν.

Και όσον αφορά την έκδοση, τί να σας πω, ο Μανώλης Βελιτζανίδης έχει σεβαστεί εκτός από τη λαχταριστή περισπωμένη ακόμα και την... βαρεία! Γιατί κάποιες φορές, ακόμα και τώρα, και σήμερα, συμβαίνει κι αυτό!

2/5/11

Στη ζωή όλοι πρέπει να πουν το ποίημά τους



ΤΑ ΣΑΚΙΑ” της Ιωάννας Καρυστιάνη. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 356, € 9.90


Στη ζωή όλοι πρέπει να πουν το ποίημά τους. Και η Βιβή το 'λεγε το δικό της, αυτό που της κλήρωσε από γεννησιμιού κι έπρεπε να πει και το παρακάτω, όλες τις στροφές, μέχρι και τον τελευταίο στίχο”.

Η Βιβή Χολέβα, πενήντα δύο χρονών, φοιτήτρια της ιατρικής κάποτε, που ήλπισε να ξεφύγει από το χωριό, τη μοίρα και την σχεδόν βουβή μάνα της, πρώην πωλήτρια και καταστηματάρχης καταστήματος που πουλά μπαλαρίνες και είδη χορού, νυν νοσοκόμα και μάνα ενός γιου, που αποτελεί το δικό της σακί και το ολοδικό της αναπόφευκτο πεπρωμένο. Η ηρωίδα στο καινούργιο μυθιστόρημα της Ιωάννης Καρυστιάνη “Τα σακιά” η οποία “μικρή δεν έλεγε το ρω, ως τα έξι της, αγόλι και κολίτσι, καλάβι και τλένο, δλόμος και φεγγάλι” και τώρα σπέρνει τα ρω του τρόπου σε φράσεις απόλυτης ταραχής, “έξω, ήρλθιος πίσω από σύρνεφα, μια πεταρλούδα”, και μάνα του Λίνου, ενός μονάκριβου γιου, κατά συρροήν βιαστή και δολοφόνου.

Τελικά οι τραγωδίες δεν είναι περαστικές, κατακυριεύουν τα μερόνυχτα και δαμάζουν το μέλλον”, επιμένει να σκέφτεται σε μια σύγχρονη τραγωδία που όλα αρχίζουν από την πρώτη του έξοδο από την φυλακή. Έχουν μπροστά τους τέσσερις μέρες κοινής, ελεύθερης ζωής, μετά από είκοσι χρόνια συνύπαρξης και σιωπής, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια φυλακής, κι όλα αρχίζουν στο θεικό παρόν, αλλά και πάλι από την αρχή. Από την εποχή της σιωπής, εφόσον ο Λίνος “Σε όλη του τη ζωή έκανε ησυχία, αυτό του ζητούσαν ο πατέρας του κι η μάνα του, τον μεγάλωναν με νεύματα σιωπής, όχι για να μιλούν μεταξύ τους, να για να σκέφτονται ο καθένας τους μόνος τα όσα είχε φυλαγμένα για τον άλλον...”

Αλλά όπως και να 'χει, με τα χούγια που έμαθε στη ζωή ο καθείς και η Βιβή “Στα δεκατέσσερά της έλαβε την απόφαση ότι, αφού ως παιδί δεν της ήρθαν έτσι τα πράματα που ν' ακούσει άφθονα και χορταστικά σ' αγαπώ κι αφού στα μάγουλά της δεν πέσανε στρώμα τα φιλιά και τα χάδια, δεν τς περίσσευαν να τα μοιράσει με τη σειρά της σε άλλους”. Εξάλλου, “Όσα δεν λέγονται, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν κιόλας. Ο καθείς δίνει κι έναν αγώνα σιωπής”.

Το μυθιστόρημα αρχίζει από το μαύρο παρόν, από τη στιγμή που όλα μοιάζουν (και είναι) δεδικασμένα και τετελειωμένα:

Ακούμπησε την παλάμη στην κρύα κοιλιά της και αγωνίστηκε να καταλάβει τι πήγε στραβά μ' αυτό το παιδί εξαρχής, από την εγκυμοσύνη της, η κοιλιά της μάνας είναι η κούνια κάθε καλού, η σπηλιά κάθε κακού, η γιάφκα κάθε μελλοντικού ξεσηκωμού, το σεντούκι που φυλάει το θησαυρό ή τους άνθρακες, η φωλιά με τις κλωστούλες και τα κλαράκια που γίνονται κουβαρίστρες και υφαίνουν σιγά σιγά το σακί του παιδιού που μεγαλώνει”.

Το αφηγηματικό νήμα, πηγαινόερχεται στα βασανιστικό παρελθόν. Τότε που η Βιβή άρχισε να υποψιάζεται τον ίδιο της τον γιο: “Αμμουδιές και βοτσαλάκια, κατρουλιά και λουλουδάκια, παπαδιές και λεμονάκια, μα τι άλλο να σκαρφιζόταν πια για να διώξει από το μυαλό της το κορδόνι που έλειπε από τα αθλητικά παπούτσια του γιου της;” Και ο Λίνος τριγυρνούσε στους δρόμους “Πιο βαθιά χωμένος και χαμένος στην αχανή έρημο των αγνώστων, παράσιτα στ' αφτιά, μυγάκια στα μάτια, μυρμήγκια στο δέρμα, σφήκες στα σωθικά, φίδια στο μυαλό”.

Σήμερα, τώρα, δέκα χρόνια μετά “Πίνοντας το πρώτο καφεδάκι στην γκαρσονιέρα της, η Βιβή ανέλυσε το προσφιλές σχήμα λόγου και αποφάνθηκε ότι κανείς δεν μπορεί να αποδράσει από τον προηγούμενο βίο του και κυρίως από τον εαυτό του, το πετσί του χαρακώνουν ορατές και αόρατες ουλές, τον ώμο του πληγιάζει το σακί του με τα άπλυτα και τα βάσανα”...

Και με την σιγουριά ότι “πάει τελείωσε, τη μάχη της ζωής την κερδίζουν οι εμπνευσμένοι. Όλα θέλουν έμπνευση, η άσκηση του επαγγέλματος, η κίνηση του λογαριασμού, μεγάλου ή μικρού, στην Τράπεζα, το στέριωμα μιας σχέσης, το στήσιμο ενός σπιτιού, η ανατροφή ενός παιδιού, το στρογγύλεμα του παρελθόντος, η ενορχήστρωση των φίλων, το Σαββατοκύριακο, το Πάσχα, το κάθε τηλεφώνημα, το πώς θα βγάλεις παλικαρίσια τη μέρα σου, το πως θα κάνεις έναν ωραίο ύπνο.

Κι εκείνη δεν ανήκε σ' αυτούς”, ξαναγνωρίζει τον Λίνο ολοκληρωτικά εξ αρχής, αναλαμβάνοντας λάθη και προσδοκώντας αν όχι μια μέλλουσα ζωή, ένα ανεκτό κάπως φωτεινό- ανοιχτό γκρίζο παρόν, διότι “ναι, μιλάνε τα έργα, αλλά ο άνθρωπος δεν είναι μόνον οι πράξεις του, είναι και οι σκέψεις του, ιδίως όσες κολλάνε σαν στρείδια στις μέσα εσοχές του κεφαλιού του και δεν ξεμυτίζουν από κει να συμπληρωθεί το σταυρόλεξο”.

Η αφήγηση τριτοπρόσωπη με μονολόγους εσωτερικούς και σπαρακτικούς, με χαρακτήρες σχεδόν αρχετυπικούς, όλοι θύτες και θύματα, και με έναν Λίνο καθαρά ντοστογιεφσκικό, εδώ το έγκλημά του αλλά και η εσαεί τιμωρία.

Με γλώσσα που γδέρνει κι αγγίζει συναισθήματα ανείπωτα και μιαν άφατη λογική, με εμφανή την πικρή ποιητική της ζωής εφόσον “όλη η ποίηση είναι μια μετάνοια, αυτό βρήκε να πει μετά από ολιγόλεπτη σιωπή”.... Η Ιωάννα Καρυστιάνη στο συγκλονιστικότερο και καλύτερό της, ίσως, βιβλίο. Για “το αναπάντεχο θαύμα” που μπορεί ακόμα και στα έσχατα αυτά να βρεθεί....


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΗΣ:

Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στα Χανιά το 1952 από Μικρασιάτες γονείς.

Σπούδασε νομικά. Δούλεψε ως σκιτσογράφος.

Βιβλία της: “Με γκρί και γκρίζο”, σκίτσα (Εκδ. Αίολος, 1985),

Ένα σκίτσο στο τσεπάκι” (Εκδ. Αίολος, 1987),

Η κυρία Κατάκη” (Εκδ. Καστανιώτη, 1995),

Μικρά Αγγλία” (Εκδ. Καστανιώτη, 1997),

Κουστούμι στο χώμα” (Εκδ. Καστανιώτη, 2000),

Ο άγιος της μοναξιάς” (Εκδ. Καστανιώτη, 2003),

Σουέλ” (Εκδ. Καστανιώτη, 2006).

Έχει επίσης γράψει το σενάριο της ταινίας “Νύφες” του Παντελή Βούλγαρη (Εκδ. Καστανιώτη, 2004) και συνεργάστηκε στο σενάριο της ταινίας “Ψυχή βαθιά” του ίδιου σκηνοθέτη (Εκδ. Καστανιώτη, 2009).


Νεκραναστάσιμο βιβλίο, λογοτεχνία εξαιρετική.


Καλό Μάη να έχουμε


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής