21/1/14

το μυστικό ήταν στο παγωτό και στην αρχιτεκτονική


«Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ»

 
Πάντα όταν είναι να μιλάω για κάτι δικό μου είμαι αμήχανη. Ίσως γι’ αυτό και να γράφω. Για να πω εκείνα που με βαραίνουν αλλά περισσότερο για να τα βρω.

Θα ορκιζόμουν ότι αυτό εδώ το βιβλίο υπήρξε παιχνίδι.
Ένα παιχνίδι αλλόκοτο ή μάλλον ένα βιβλίο- παιχνίδι, εξάλλου από παιδάκι έτσι το έμαθα το παιχνίδι, σαν διάβασμα. Θέλω να πω ότι θέλοντας και μη, με απίστευτη έκπληξη, με χαρά παιδική, ήταν σα να το διάβαζα από κάπου αράδα – αράδα, με την πρώτη του αράδα τόσο αλλόκοτα απολαυστική.
Έντεκα χρόνια πριν και στην παλιά πόλη της Ρόδου, ντάλα Ιούλης, - ο μήνας που φοβάμαι κι ωστόσο επάνω του πάω όπως συνηθίζουμε να πηγαίνουμε κατά πάνω στον χαμό,- περίμενα έναν φίλο. Και μ’ έστησε. Για να σπρώξω τον χρόνο στο καφενείο όπου ήμουν είπα να κάνω αυτό που ξέρω από παιδί για τα δύσκολα και τις ώρες της αμηχανίας, να φάω δηλαδή παγωτό. Κι έτσι βρέθηκα – στημένη κατ’ αρχάς από το ραντεβού μου- να τρώω ένα απίστευτα σοροπιασμένο μπολερό! Και ακριβώς την ώρα που με πλησίαζε το ραντεβού μου, σημείωνα στην χαρτοπετσέτα, έτσι για να μη το ξεχάσω σαν γεύση, «Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ».
Εάν δεν με είχε στήσει το ραντεβού μου, εάν είχα παραγγείλει καφέ και όχι το καταπραυντικό παιδικό παγωτό, δεν θα είχα πέσει ποτέ πάνω στο μπολερό. Και φυσικά δεν θα είχα συναντηθεί ποτέ με την ιστορία- μπολερό.
Αλλά και όσα ακολούθησαν ήταν ομοίως νομοτελειακώς αλλόκοτα.
Η ιστορία ήρθε αργά, καταδεχτικά.
Εξάλλου ήδη το κρατούμενο ήταν ένας τίτλος. Και η μουσική σιγουριά. Καθώς και μια νουάρ υπόσχεση από κάπου μακριά.
Τα υπόλοιπα, ήταν ο τόπος. Χαρισμένος κι αυτός.

Δεν το θυμάμαι ποιο καλοκαίρι μετά, βρέθηκα με τον Κώστα τον Μουρσελά στην Πάρο, και για μια μέρα στο ξενοδοχείο που είχε στήσει με την πρώτη γυναίκα του «πέθανε γι’ αυτό το ξενοδοχείο», μου είπε χαρακτηριστικά. Ένα κτήριο λαβυρινθώδους και μπορχικής ομορφιάς. Με μια φύση μακριά από τους τουρίστες. Έχω μανία με τα αναστημένα κτήρια, το κατάλαβα αμέσως πως αυτό το ξεχασμένο ξενοδοχείο θα με στοιχειώσει, όπως κατάλαβα ότι εδώ ακούγεται καλά και καθαρά εκείνο το μπολερό.
Κι έτσι ένα χρόνο προτού φύγει ο πατέρας μου, βρέθηκα μαζί με την Πέρσα στα Χαριά. Χρόνια το έψαχνα το πυργόσπιτο. Αλλά εκείνο με καταδέχτηκε ουρανοκατέβατο με ενδιάμεσο την Σοφία την Ταράντου, για χρόνια η διπλανή μου στο γραφείο, δεν είναι πια, κανένας δεν είναι πια.
«Λενάκι, σου βρήκα εκείνο που ψάχνεις! Το πυργόσπιτο! Μόλις άνοιξε, δηλαδή παρανόμως αλλά μίλησα και μπορείς να πας και να μείνεις!» όταν κάτι είναι δικό σου ή ήρθε η ώρα του, είναι σα ν’ ανοίγουνε ξαφνικά οι ουρανοί. Ε και πήγαμε. Με την Πέρσα. Κι είδα και το δεύτερο χώρο. Είδα το σπίτι του Σεμπάστιαν. Έχοντας επίγνωση όμως ότι θα είναι και το τελευταίο ταξίδι. Το διαισθανόμουν. Μετά άρχισαν τα όργανα’ επώδυνα! Και ο οικειοθελής εγκλεισμός.

Έτσι το επόμενο Καλοκαίρι και αφού είχε φύγει ο μπαμπάς μου, είπα να φύγω κι εγώ από τη ζωή μου, όσο πιο μακριά. Και όσο να ‘ναι, το μπολερό εκείνο βοήθησε. Είχα τον τίτλο, δηλαδή το βιβλίο, το μόνο που έμενε ήταν να το ξεθάψω ή να… συντονιστώ. Είχα ήδη τον τόπο, ένα πυργόσπιτο με γκρεμισμένες τις πολεμίστρες και ένα μισοκατεστραμμένο ξενοδοχείο, Είχα τα πρόσωπα, ένα τετράδιο με τα διπλά ονόματα, προσωπεία και πρόσωπα, και με τις συγγένειες, οικογενειακά δέντρα, όλα άσχετα από τα προσωπικά, Είχα τις μουσικές, άλλο τετράδιο, συνθέτες και παρτιτούρες, Βρήκα και όλα τα αρχαιολογικά, νεκρομαντεία πιο πολύ με δέος για τα αρχιτεκτονικά. Είχα και έναν εμφύλιο μέσα μου, κι ακόμα ερωτηματικά «ποιος έκαψε τότε το Κορωπί», είχα νεκρούς και την γιαγιά μου με το πρώτο ηλεκτροσόκ αναγνωρίζοντας τον σκοτωμένο αδελφό της σε ομαδικό τάφο. Είχα και εκείνη την βεβαιότητα πως όλα είναι αλυσίδα, δεν σπάει ακόμα και όταν σπάμε, στρώθηκα λοιπόν σα να παίζω επιτραπέζιο ή σκάκι, οι κινήσεις σαν από μόνες τους, δικό μου τίποτα, ούτε καρδιά, ούτε προσωπικά.
Εκείνη έφτιαχνε κόσμους ολόκληρους με τα χέρια της. Εκείνος, μουσικές. Εκείνη είχε κόκκινα μαλλιά. Αυτός, χρέος και βάρος. Εγώ, τίποτα απ’ αυτά.
Το μόνο δικό μου ήταν η μανία μου με τον Μπόρχες. Σα να τον είχα καταπιεί.
Το δύσκολο ήταν να γραφτούν τα τετράδια. Η ιστορία μετά ήταν εύκολο να ζωντανέψει ή να γραφτεί. Τρία κεφάλαια πριν το τέλος, κατάλαβα ότι όλα έπρεπε να ξαναγίνουν απ’ την αρχή. Το μυστικό ήταν εντέλει στην Αρχιτεκτονική. Ο παλιός πύργος και το ρημαγμένο ξενοδοχείο έπρεπε να είναι νεκρομαναντεία, Αχέροντας, νεκρός χωροχρόνος που έπρεπε να αναστηθεί από τον Μπόρχες και από την Μουσική. Έζησα μια νύχτα απόλυτου τρόμου. Άχρηστος κόπος, φοβόμουν. Για να αξιωθώ κατόπιν το απόλυτο δέος. Ήταν αρχιτεκτονικά νεκρομαντεία που είχαν περιγραφεί σαν πύργος και σαν ξενοδοχείο στην αρχή.
Φυσικά, η εκδίκησή του που υπήρξε το μπολερό του Ραβέλ έγινε παγωτό της άφεσης στην πόλη των ιπποτών. Είμαι τους ελέους και όχι της δικαιοσύνης, το έχω ξαναπεί.
Έτσι, όταν το τέλειωσα «έπαιξα», είπα της Αρετής. Η Αρετή Κολλάτου είναι η επιμελήτριά μου, «και όμως εσύ είσαι αυτή», επέμενε όταν το διάβασε η Αρετή.
Είμαι δεν είμαι, αυτό που θέλω να πω είναι ότι είναι ένα βιβλίο που μου χαρίστηκε. Μαζί με τους εκδότες μου, εκείνη την δύσκολη, ανυπόφορα επώδυνη εποχή. Ο μπαμπάς μου φεύγοντας μου έστειλε τον Αλέξανδρο και την Κέλλυ ως αδελφή. Τα υπόλοιπα, ήταν πια ο δρόμος μου κι ήταν εύκολα.
Έτσι σήμερα, είναι μια βραδιά που στήθηκε με αγάπη αλλά πάνω απ’ όλα με εκτίμηση, η Πέρσα και η Χρύσα είναι αιώνες τώρα στη ζωή μου, η Αγγέλα, από την πρώτη στιγμή, σπαθί. Κι ο Μήτσος, Δημήτρη μ’ αρέσει το Μήτσος, δεν τα μασάει τα λόγια του, μου έβγαλε μια απόκρυφη οικειότητα από την πρώτη στιγμή.
Η Μηλίτσα συνειδητοποίησε πως πέρσι επίσης στις 20 του Γενάρη και πάλι χωρίς επιδίωξη, είχε γίνει εκείνη η αποκαλυπτική συνάντηση- παρουσίαση για την Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας στο Κορωπί. Κι εγώ ως δεισιδαίμων γνήσια τσογαδόρος ζωής, χαιρόμουν μια ήδη προκαθορισμένη συνάντηση. Ο μπαμπάς και εκείνος που έφυγε κάποιο Γενάρη- είμαι σχεδόν σίγουρη, έχουν φροντίσει γι’ αυτήν.
Πολλά είπα.
Θα ‘θελα μόνο να σας ευχαριστήσω για την αγάπη και πάνω απ’ όλα για το ότι μου επιτρέπετε την εκτίμηση τόσα χρόνια σ’ αυτήν την αλλόκοτα μίζερη ξαφνικά ζωή.

Αγγέλα, Πέρσα, Δημήτρη, Χρύσα,
Αλέξανδρε, Κέλλυ, Αρετή, Βασιλική, Βίκυ, Δήμητρα,
Ευγνώμων!

Σας ευχαριστώ όλους, πολύ. Είμαι αργόστροφη και θέλω χρόνο, εσείς οι φίλοι μου είστε ο χρόνος μου, και σας ευχαριστώ πάρα πολύ!