26/12/09

"Να μην τρως την καρδιά σου"

αλλά "ό,τι αξίζει πονά κι είναι δύσκολο"...


Ερωτηματολόγιο του Προυστ

Η απόλυτη ευτυχία για σένα είναι;

Η απόλυτη γαλήνη και η απόλυτη επαφή μου- εγκατάλειψη στο Όλον. Όταν διαβάζω, γράφω, προσεύχομαι, φροντίζω τις βιβλιοθήκες και τον κήπο, παρακολουθώ τους ανθρώπους στο δρόμο πίνοντας καφέ, επισκέπτομαι μια άδεια εκκλησία, μια άγνωστη πόλη ή όταν χάνομαι στο πλήθος που διαδηλώνει. Όταν κοιτώ την θάλασσα ή το βουνό.

Τι σε κάνει να σηκώνεσαι το πρωί;

Μια ιστορία που έχει μείνει μισή (σε βιβλίο ή στην άσπρη σελίδα).

Η τελευταία φορά που ξέσπασες σε γέλια;

Με τα χάλια μου, πριν από λίγο.

Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σου είναι;

Η εγγενής προδιάθεση να σώσω, να προστατεύσω, να προλάβω αλλά εις μάτην, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Μόνον όταν είμαι η ενδιάμεση, ίσως κάτι θα κάνω κι εγώ.

Το βασικό ελάττωμά σου;

Ο,τι όλα εξαρτώνται από μένα! Από μένα σώζεται ή καταστρέφεται ο κόσμος, μεγάλη μωρία αλλά και μάταιος μέγας παιδιάστικος εγωισμός.

Σε ποια λάθη δείχνεις τη μεγαλύτερη επιείκεια;

Στα… ερωτικά! Λειτουργεί ο παιδικός, ζαβός, σκοτεινός εαυτός μου. Γενικώς, ως επιρρεπής στα λάθη, έχω μεγάλη ανοχή και συγχωρώ. Με τους αλάθητους αισθάνομαι κάπως.

Η τελευταία φορά που έκλαψες;

Χθες βράδυ, όταν θυμήθηκα ότι τώρα είναι μακριά μου αλλά στον Θεό. Για μένα, πάλι. Την γήινη τόσο…

Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεσαι περισσότερο;

Με την… Ιωάννα της Λωραίνης (ω ναι, ακούω… φωνές) (δεν θα ‘γραφα αλλιώς). Αλλά θα ήθελα να σας απαντούσα Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Ποιοι είναι οι ήρωές σου σήμερα;

‘Οσοι ζουν στον κόσμο τους και την δική τους ζωή. Αυτοί που επιμένουν σε υπαρξιακή κρίση όταν όλοι οι άλλοι την βιώνουν ως οικονομική.

Ποια είναι η ταινία που σε σημάδεψε;

Ο «Στάλκερ» του Ταρκόφσκι, μου όρισε την δική μου Απαγορευμένη Ζώνη Επιθυμιών και την λαχτάρα μου να κατορθώσω να την περάσω (με κάθε τίμημα).

Το αγαπημένο σου ταξίδι;

Θα έλεγα Αγία Πετρούπολη ή Παρίσι, έχω περάσει όμορφα, Αργεντινή που ονειρεύομαι και Μεξικό που μου υποσχέθηκαν αλλά δεν με πήγαν ποτέ, όμως είναι τόση η οικειότητα του Λονδίνου και ειδικά εκείνη της αγγλικής εξοχής, σα να έχω ζήσει εκεί έτη και έτη εν ειρήνη και εν θυέλλη…

Οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;

Μπόρχες, Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Καμύ, Γιουρσενάρ, Εμιλυ Ντίκινσον, Σύλβια Πλάθ, Μαγιακόφσκι, Βιρτζίνια Γουλφ…

Ποια αρετή προτιμάς σε έναν άντρα;

Την εντιμότητα, την καλοσύνη, το χιούμορ. Το τελευταίο, πολύ. Είναι σημάδι ευφυίας. Το να είναι… πατρικός (ή να μου θυμίζει τον μπαμπά μου) γενικώς.

…Και σε μια γυναίκα;

Την καλοσύνη, την ευθύτητα (απεχθάνομαι τα γυναικεία κόλπα και την κλάψα), την… μαμαδίστικη ευθύνη και το χιούμορ (είναι επανάσταση το χιούμορ, ειδικά στην δική μας εποχή, απεχθάνομαι το σοβαροφανές, στερείται σοβαρότητος, νομίζω)

Ο αγαπημένος σου συνθέτης;

Ο Ραχμάνινωφ, ο Χατζιδάκις, η Καραίνδρου.

Το τραγούδι που σφυρίζεις κάνοντας ντους;

Κάτι σαχλά παιδικά τραγουδάκια σοφά που λατρεύω! Περνά- περνά η μέλισσα… Η μικρή ελένη/ κάθεται και κλαίει… και γελώ!

Το βιβλίο που σε σημάδεψε;

Τα «Γράμματα στον πατέρα» του Κάφκα, η «Αννα Καρένινα» του Τολστόι, «Η απορία του Αβερρόη» του Μπόρχες, ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφκσι, «Η Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων» του Λιούις.

Ο αγαπημένος σου ζωγράφος;

Ο Μαrγκρίτ, ασυζητητί. Για το παιχνίδι με τα κάτοπτρα, ένας πίνακας μέσα στον πίνακα μέσα στον πίνακα. Και ο Χόππερ, για τη μελαγχολία και τη μοναξιά. Που υπάρχει στα έπιπλα, στον λιτό ορίζοντα, στο μισοάδειο μπαρ, στο βλέμμα…

Το αγαπημένο σου χρώμα;

Το μαύρο, από παιδί. Μεγάλη γοητεία, παρότι με το κόκκινο πενθώ, ποθώ…

Ποια θεωρείς ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σου;

Το ότι γερνάω επιτυχώς, ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο.

Το αγαπημένο σου ποτό;

Το κονιάκ. Και το νερό (σε απευθείας σύνδεση με τη βρύση ένα πράγμα). Το γάλα (βράδυ, πρωί, σαν μωρό).

Για ποιο πράγμα μετανιώνεις περισσότερο;

Για όσα δεν τόλμησα (ελάχιστα). Για τους μάταιους νεανικούς φόβους.

Τι απεχθάνεσαι περισσότερο απ’ όλα;

Την αχαριστία, τους διπρόσωπους.

Ποια είναι η αγαπημένη σου ασχολία;

Τα βιβλία (θα μπορούσα να γράφω και να διαβάζω μια ζωή κι εδώ και στην άλλη και στην όποια ζωή).

Ο μεγαλύτερος φόβος σου;

Μη μου πονέσουν ή μου φοβηθούνε οι αγαπημένοι. Και ο φόβος του φόβου (πολύ ταπεινός, παντελώς μάταιος και ταπεινωτικός).

Σε ποια περίπτωση επιλέγεις να πεις ψέματα;

Για να μην πληγώσω τον άλλον. Αλλά η αλήθεια, πάντοτε σώζει (νομίζω).

Ποιο είναι το μότο σου;

"Είμαστε σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων που στην ερώτηση της κάμπιας "ποια είσαι;" απαντάει: "Δεν ξέρω, κύριε. Ξέρω τουλάχιστον ποια ήμουν όταν ξύπνησα το πρωί, αλλά νομίζω πως έχω αλλάξει πολλές φορές από τότε" (Χ.Λ. Μπόρχες, σταθερά).

Πώς θα επιθυμούσες να πεθάνεις;

Όπως μου αξίζει! (περίεργη είμαι!)

Εάν συνέβαινε να συναντήσεις το Θεό, τι θα ήθελες να σου πει;

Τίποτε. Μου αρκεί το ότι υπάρχει. Αυτό όλα θα μου τα πει.

Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεσαι αυτόν τον καιρό;

Γαλήνιας ανακατάταξης. Σα να αλλάζω δέρμα ένα πράγμα αλλά μετά πάσης περιεργείας και αποδοχής. Όλα άνω – κάτω και η καρδιά ορθή.

Ευχαριστώ πολύ!

ΥΓ. 'Οταν μου ζητήθηκε από τον διαδικτιακό μου φίλο Αντώνη - Μάριο να απαντήσω, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ναι, τώρα πού να απαντώ! Το δεύτερο, ότι δεν ήθελα να σκαλίσω και πάλι την ψυχή μου (γι' αυτό άλλωστε δεν απέφευγα και τον τελευταίο καιρό να γράψω?) Κι ύστερα ήταν κι εκείνο το "Τρωκτικό", δεν ξέρω γιατί μου θύμησε τον υπέροχο τίτλο στα ποιήματα του Μιχάλη "Να μην τρως την ψυχή σου", αλλά εκείνο που επικράτησε ήταν, μέρες που είναι, τελικά, ας την τρως για να ξέρεις πώς είναι.

Πάντοτε τέτοιες μέρες ο χρόνος μου μπαίνει λες σε καθρέφτες. Οι άλλοι κι εγώ. Εγώ και οι άλλοι. Ε φέτος ας πάω χωρίς αναισθητικό, ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο, όπως μ' αρέσει να υποστηρίζω.

Δεν βρήκα καλύτερο τρόπο να σας ευχηθώ Χρόνια Πολλά, από τον εαυτό μου σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, τη σχέση μαζί του, μαζί σας,

ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο.

Και στην καινούργια χρονιά. Με ό,τι φέρει. Εξάλλου εδώ είμαστε εμείς, να χτίσουμε πάνω σ' αυτά ή να τα τινάξουμε σαν άμμο ενοχλητική ή σκόνη από τα παπούτσια, τα ρούχα και την καρδιά μας. Και ας πονάει. Αλωστε "ό,τι αξίζει πονά, κι είναι δύσκολο" (Μάρω? Διότι μπορεί να το τραγουδούν οι Πυξ Λαξ αλλά τόγραψε η Μάρω. Σαν την τελική υπογραφή - και την αρχική- στα λάθη των άλλων που εμείς επιτρέψαμε να μας πονέσουνε τόσο).

Καλό κι Ευλογημένο 2010 και ας την τρώμε την καρδιά μας, να μη την λερώνουμε όμως...

Χρόνια Πολλά και Συνειδητά διότι υπάρχουν και έτη ως μη βιωμένα... Σας φιλώ στις μουρίτσες σας, έναν ένα, μια μια χωριστά, κι ευχαριστώ για την αγάπη, τη φιλία..

Και την Χαρά Παπαδημητρίου - Μπιρμπίλη ξεχωριστά ευχαριστώ για το εξώφυλλο και τις φωτο - η οποία παίζοντας με τις μάσκες και τους καθρέφτες μου επέτρεψε στο "Γράμμα που λείπει" να ξαναδώ την ψυχή μου. Και να αντεξω το καινούργιο μου πρόσωπο έτσι όπως το είδα και πάλι, ανοιχτό στον κίνδυνο, στην χαρά, στη προδωσία, την προσμονή, στο ενδεχόμενο...
Χαρούλα μου, δεν βρίσκω λόγια (δεν βρήκα κι εκείνο το γράμμα...)

3/12/09

Μονάχα ένας σβώλος χώμα?


Εάν το είχαμε εφεύρει, όλα θα είχαν νόημα. Εάν υπήρχε, θα υπήρχε ελπίδα. Εάν το είχαμε γυρέψει, όλα θα ήταν δρόμος. Και αν το βρίσκαμε, θα λύναμε το αίνιγμα. Θα είχε άρει την θνητότητα, δεν θα βιώναμε την απώλεια στον έρωτα, το απόλυτο θα έβρισκε σχήμα και πρόσωπο και εμείς δεν θα είμαστε μονάχα ένας σβώλος χώμα. «Τ’ απόκρυφο κλειδί των χρόνων που ‘ζησα», «το γράμμα που λείπει» με το τέλειο σχήμα. «Το γράμμα που γνώριζε ο Θεός απ’ την αρχή», το άγνωστο αλλά όντως υπάρχον προαιώνιο γράμμα. Αν το ‘χα βρει, θα σ’ έσωζα. Θα είχα διασώσει έστω το Πρόσωπό σου.
Μετά το Μι που όλα είμαι μέλι και μαχαίρι,
Το Έψιλον που είναι έρως και ερημιά,
Το Σίγμα, σώμα και σταυρώθηκα,
Το Θήτα, θάνατος και θαύμα,
Το Άλφα, άλμα και αρχή αέναη,
«Το γράμμα που λείπει» κι όλοι υποψιαζόμαστε’ αλλά δεν το ψέλλισε κανείς ακόμα.

YΓ. Αλλά με βοήθησε πολύ η Χαρά με τις εικόνες της, και για κάποια εποχή παρηγορηθήκαμε πως κάτι βρήκαμε (λίγο θαρρείτε την ψευδαίσθηση?)

YΓ2. Να σε ξανακερδίσω θέλω’ γι’ αυτό γράφω
1
“Θα μείνω δίπλα”, έτσι μου είπαν. Σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο, εξίσου παλιό. «Καλύτερα» σκέφτηκα “που δεν θα με βαραίνουν κι αναμνήσεις”. Κι ούτε νανάκια μπρελόκ, ούτε φαγάκια, ούτε αρώματα, ούτε αφές.
Αυτή τη φορά θα παραμείνω νηφάλια. Χωρίς μάταιες συγκρούσεις. Και δίχως δεύτερη σκέψη, βουτήχτηκα σε ένα πάπλωμα- σύννεφα, και να ‘μαι που ήρθα.
Είχα πολλά χρόνια να σε δω’ και σε φοβόμουν.
Τον εαυτό μου, δηλαδή, φοβόμουν περισσότερο, με τόσες στρώσεις μαύρης σοκολάτας πάνω, με όλες αυτές τις χρονομετρικές ρυτίδες.
Ξέρεις, εγώ στην Αθήνα το έτρεξα το κοντέρ.
Αλλά φοβόμουν και το πώς θ’ αντιδράσω. Ανάβουν οι στάχτες, συχνά κρύβουνε κάρβουνα. Το νου, να σε προσέχω!
Τρέμαν τα πόδια μου όσο ερχόμουνα. Ποιος μπορεί εύκολα να αναμετρηθεί με τη ζωή του.
Κι εσύ, είσαι τα νιάτα μου. Τι λέω, κι η σκέψη σου, ως τα γεράματα. Με τα χείλη και με τα χέρια σου επιθυμώ να βαδίσω. Από μακριά. Ίσως και να ‘ναι καλύτερα.
Όπως και να ‘ναι, επιστρέφω.

2
Το πρώτο που συνάντησα ήταν το φρούριο. Κατόπιν το χαρούμενο πανηγύρι της πλατείας. Κι ύστερα ο δρόμος μας. Το καινούργιο μου σπίτι ένα παλιό φρεσκοβαμμένο ροζ ξενοδοχείο σαν κουφέτο.
Το δωμάτιο, ειδική παραγγελιά να βλέπει ιππότες. Κάστρα, μπαλόνια, ένα χαρούμενο ανθρωπομάνι, ένα καντούνι, ώχρα, κεραμμοσκεπές. Αφέθηκα. Στις νέες τους φροντίδες παιδικά αφέθηκα. Ό,τι κι αν δω, τ’ ορκίστηκα, δεν θα τρομάξω. Εξάλλου κάπου εκεί στο παρελθόν είσαι κι εσύ.

3
Και στο παρόν μου είσαι. Υπήρξες! Δεν το φαντάστηκα, έτσι? Ούτε «Τα γράμματα στη Λίλια» φαντάστηκα. Και τη συγκίνηση την ένοιωσα στο βλέμμα.
“Το σύννεφο με τα παντελόνια”, εγώ στο έδωσα. Επέμενες. Δεν θα αντιδικήσω. Εσύ μου το ‘στειλες, εγώ το φρόντισα, αυτά “τα γράμματα” στοιχειώσαν τη ζωή μου.
Υπάρχεις!
Υπήρξες και θα υπάρχεις κι ας χάνομαι κι ας χάνεσαι. Όσο θα υπάρχει ανελέητο άσπρο χαρτί για μένα.

4
Το βράδυ στη γιορτή άστραφτες μεσ’ τα μαύρα. Κι εγώ έκλαιγα. Έσβηνε η θάλασσα στο βάθος κι ερχότανε η δύση με όλο της το φέγγος. Εικοσιπέντε χρόνια, μια ζωή, δεν είναι λίγα!
Γράφω για να νικήσω την απώλεια’ κορόιδευα. Τον εαυτό μου πρώτα κι ύστερα τους άλλους.
Να σε ξανακερδίσω θέλω, γι’ αυτό γράφω. Να μη σε χάσω, μη σε ξεχάσω’ να μη χαθώ.
Μόνο κοιτώντας σε βλέπω το πρόσωπό μου.

5
“Ανεπίδοτοι”, λέει. Πώς “αγκαλιάστηκαν λάθος”. Πως θα ‘θελα απόψε να μου κάνεις μιαν αγκαλιά. Όπως και να ‘χει, όσα χρόνια και να περάσουν, πάντοτε Βλαδίμηρο θα σε φωνάζω. Όσο για σένα, φώναζέ με όπως θες.
Αλλ’ επί του παρόντος θα πρέπει κι αυτή τη φορά να σ’ αποχαιρετήσω, χαιρετώντας. Όπως αυτό το “Χαίρε” της Θεοτόκου και των χαιρετισμών. Μ’ ευγνωμοσύνη πάντα που, ως παραμύθι έστω, υπήρξες. Για μια ολόκληρη ζωή’ όπως Παραμυθία Ζωής.

6
Θα φύγω αύριο. Αλλά “τα νέα απ’ το αιώνιο” τα δέχτηκα. Τα φώτα έπεσαν για άλλη μια φορά επάνω σου. Κι ο κεραυνός χτύπησε στο μελάνι γράφοντας τα χέρια σου. Δεν γράφουμε επειδή είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε, αλλά για να τον νικήσουμε τον καιρό, εν τέλει.

7
Και ό,τι και να λέω, όσο να το φοβάμαι κι ας το μετανιώσω, υπήρξες! Και ας αναρωτιέμαι. Έρχομαι εδώ επειδή υπήρξες.
Κι αυτό το ποίημα το γράψαμε εμείς οι δυο.

Κυριακή 4 παρά τέταρτο, Arcadion, Κέρκυρα
9 Απριλίου 2006,
του Μάκη πάλι, όποτε έρχομαι στην Κέρκυρα

1/12/09

Οι σπασμένοι κανόνες

«Τα φιλιά σου είναι φωτιά,

Το κορμί σου, πυρκαγιά,

Μεσ’ τα μάτια σαν με κοιτάς,

Ανάβει ο σεβντάς…»

Γιατί, όταν τ’ ακούω από τον Αγγελόπουλο εκνευρίζομαι, και τώρα ριγώ με την φωνή της κι αυτήν απέναντι;

Γιατί, ενώ μου κατακερματίζει το «Amsterdam” του Ζακ Μπρέλ, είναι σα να τ’ ακούω για πρώτη φορά; Πώς γίνεται, κάθε φορά που την ακούω στο “Gloomy Sunday” να με καθηλώνει;

Είναι Τρίτη βράδυ, πρέπει να έχω πάνω από 38, 39 πυρετό, στο Παλλάς, κι έχει περάσει από την προηγούμενη φορά που την είδα ακριβώς στον ίδιο χώρο, περίπου ένας χρόνος.

Έχει παχύνει εμφανώς. Και κάτι δεν πάει καλά στα ηχητικά εμφανώς, είπε δυο τρεις φορές «φακ» στο πιάνο.

Κι όμως, γιατί όσο κρατά το τραγούδι, εγώ ξεχνάω να βήξω;

Πώς κατορθώνει να σταματά τον χρόνο κι ούτε ένας δεν θέλει να τελειώσει κάποια στιγμή όλο αυτό;

Η Diamanda Galas, με μανιάτικες ρίζες και κανόνες – μετά τον θάνατο του αδελφού της από έιτς- σπασμένους, άρχισε να κάνει πια την δική της προσωπική μουσική, ακολουθώντας έναν μοναχικό και απάτητο δρόμο.

Πριν απ’ αυτό το καθοριστικά μοιραίο γεγονός, ήταν μια από τις σημαντικότερες σολίστες πιάνου στον κόσμο. Με φωνή Θεού ή θηρίου που δεν αρκούσαν για να μετρηθεί όλης της κλίμακας οι οκτάβες.

Μετά απ’ αυτό, η μουσική και η φωνή, ο κόσμος της, τόσο μοναδικά κατακερματισμένος.

Τραγουδούσε μόνον όσα την ενέπνεαν. Μελοποιούσε, όσα την καίνε. Άλλοτε λύκαινα στην αρρένα, κάποτε κόρη φεύγουσα που θρηνεί κι αποχαιρετά: με μανιάτικα μοιρολόγια και με τραγούδια ερωτικά την απώλεια.

Την απώλεια, που η ίδια εδώ στο Παλλάς φαίνεται να έχει υποδεχθεί πριγκιπικά. Κατορθώνοντας το ασύλληπτο, τελικά, στο τραγούδι: μια γυναίκα με μαύρα κι ένα πιάνο με ουρά, να υλοποιεί λέξεις και νότες. Γιατί όταν η Diamanda λέει «καίγομαι» σ΄αγγίζει η φλόγα. Κι ας είναι άγνωστη γλώσσα- λέξη για σένα. Κι όταν τραγουδά «θάλασσα πλατιά», σε παίρνει το κύμα.

Κι όσο περνά ο καιρός, φαίνεται να το κατορθώνει το ακατόρθωτο, τελικά.

Ναι, τώρα που το σκέφτομαι δεν ανάσανα καν, όσο διήρκεσε όλη αυτή η μυσταγωγία. Στο δρόμο για την επιστροφή, έβηχα συνεχώς. Εξόριστη λες από μουσική Κόλαση ή Παράδεισο.

Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής

Υγ. Ντιάκι- Penelope και Ιουστινάκι, σχόλια δεν θέλατε? Ε ανοίξαμε, κάνετε παιχνίδι!
Ριτς??? Κατερίνα? Μόχα, έγραψες χρυσό μου?

30/11/09

Άπτερος έρως....

Αν αγαπάμε την ιδέα, ε μα ναι, μια ιδέα είναι όλα


«Η ΕΒΡΑΙΑ ΝΥΦΗ» του Νίκου Δαββέτα. Εκδ. «Κέδρος», σελ. 231

«Κι όμως, έλεγα ψέματα. Ακόμη και σε μένα. Προπάντων σε μένα. Σήμερα πια το ξέρω, ήμουν ερωτευμένος με την αδυναμία της, την ευθραυστότητά της, μ’ εκείνο το τρομαγμένο παιδί που έκρυβε μέσα της και προκαλούσε τους ενήλικες φορώντας τα μεταξωτά εσώρουχα της μαμάς του. Εξάλλου, ποτέ δεν αγαπάμε κάποιον. Συνήθως αγαπάμε την ιδέα που σχηματίζουμε για κάποιον. Και η ιδέα που είχα σχηματίσει μες στο μυαλό μου για την «άπτερη» Νίκη ήταν περισσότερο ελκυστική από την οποιαδήποτε αρτιμελή εικόνα της». Την ιδέα που σχηματίζουμε για τον άλλον αγαπάμε και με τον πληγωμένο, παιδικό εαυτό μας, μάλιστα. Έτσι αγαπήθηκε η ηρωίδα από τον ήρωα, δυο παρομοίως τραυματισμένα παιδιά από γονείς, όμως τόσο διαφορετικούς εκ πρώτης όψεως. Κι έτσι καθ’ όλη την διάρκεια του βιβλίου, η συνεχής και πυρετώδης μεγάλη αναμέτρηση: εκείνης με τον πατέρα, εκείνου με τον δικό του πατέρα, του εβραίου ψυχαναλυτή με τον πατέρα της και τον πατέρα του. Και με το παρελθόν και την πιο σκοτεινή σελίδα της Ιστορίας διαρκώς παρούσα. Αινιγματική και βουβή σα σφίγγα, σαν την «Εβραία νύφη» στον πίνακα του Ρέμπραντ. Όπως και η χαμένη μητέρα σ’ ένα κατεστραμμένο τάφο. Μικρές ζωές που φέρουν το μεγάλο ιστορικό βάρος. Αβάσταχτο για τους πλέον ευαίσθητους κι ευάλωττους τελικά. Αμαρτίες γονέων που στερούν από τη Νίκη, τα φτερά της.


Υγ. Τα υπόλοιπα, προσεχώς, σαν βγω απ΄τον... τάφο, εντελώς! (να προσέχετε, ναι? Και ποτέ αρκουδίσιον - που λέει κι η Βάλια- όταν είστε ιδρωμένοι, διότι θα πάθετε ό,τι κι εγώ, ήτοι: 40 πυρετό! (δεν σας κολλάω καλέ!)

23/11/09

Μπορεί να χάσω, αλλά δεν θέλω να το βάλω στα πόδια

“Όλοι ανεξαιρέτως είμαστε πλάσματα περιορισμένης διάρκειας: τελικά όλοι θα νικηθούμε. Αλλά όπως είπε τόσο εύστοχα ο Έρνεστ Χέμινγουέι, το αληθινό μεγαλείο της ζωής μας δεν βρίσκεται στον τρόπο που κερδίζουμε, αλλά στον τρόπο που χάνουμε”.

“ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ” του Χαρούκι Μουρακάμι. Μετάφραση από τα αγγλικά: Βασίλης Κιμούλης. Εκδ. “Ωκεανίδα”, σελ. 234, € 16

“Ειλικρινά, κύριε Καταγκίρι, η ιδέα να πολεμήσω το Σκουλήκι στο σκοτάδι με τρομάζει κι εμένα. Εδώ και χρόνια ζω ειρηνικά, αγαπώντας την τέχνη και τη φύση. Δεν μ' αρέσει ο πόλεμος. Θα το κάνω επειδή πρέπει. Κι αυτή ειδικά η μάχη θα είναι λυσσαλέα, είναι βέβαιο. Μπορεί να μη βγω ζωντανός. Μπορεί να χάσω ένα ή δύο μέλη στον αγώνα. Αλλά δεν μπορώ- δεν θέλω- να το βάλω στα πόδια. Όπως είπε ο Νίτσε, η ύψιστη σοφία είναι να μη φοβάσαι. Αυτό που ζητάω από σένα, κύριε Καταγκίρι, είναι να μοιραστείς μαζί μου το κουράγιο σου, να με υποστηρίξεις μ' όλη σου την καρδιά σαν αληθινός φίλος. Καταλαβαίνεις τί σου λέω;”
Και σ' αυτό το βιβλίο με τα διηγήματα του μεγάλου Ιάπωνα συγγραφέα οι ήρωες είναι “φιλήσυχοι άνθρωποι”. Και σ' αυτές τις ιστορίες η μπόρα τους βρίσκει “εν ύπνω”. Όπως τον Τόρου Οκάντα στην κουζίνα του (“Κουρδιστό πουλί”), τον Τόρου Βατανάμπε σε ένα αεροδρόμιο (“Νορβηγικό δάσος”), τη Σουμίρε σε ένα επαγγελματικό ταξίδι ρουτίνας (“Σπούτνικ αγαπημένη”), έτσι θα βρει τους πάντες “το απροσδόκητο” στις ιστορίες του καινούργιου βιβλίου του “Μετά τον σεισμό”: Την γυναίκα του Κομούρα ξαπλωμένη στον καναπέ, βλέποντας τηλεόραση (“Ούφο στο Κουσίρο”), τον Μιγιάκε ζωγραφίζοντας και τη Τζούνκο σιδερώνοντας (“Τοπίο με σίδερο ρούχων”), τον Γιοσίγια ταξιδεύοντας τυχαία με το τρένο της γραμμής (“Όλα τα παιδιά του Θεού μπορούν να χορέψουν”), την Σατσούγκι σε εμμηνόπαυση και ιατρικό συνέδριο (“Ταιλάνδη”), τον Καταγκίρι στο διαμέρισμά του επιστρέφοντας από τη δουλειά (“Σούπερ Βάτραχος σώζει το Τόκιο”) και τον Τζουνπέι και τη Σαγιόκο λέγοντας ιστορίες για αρκούδους στη μικρή Σάλα (“Μελόπιτα”). Σαν αεράκι, σαν εκείνο το σχεδόν μαγικό σημείο μετατροπής του νερού σε πάγο ή υδρατμό, ξαφνικά στη ζωή τους όλα θα γίνουν άλλα:
Η γυναίκα του Κομούρα αναίτια θα φύγει από το σπίτι και τον άνδρα της και θα εξαφανιστεί. Ο Μιγιάκε θ' αρχίσει να ανάβει φωτιές στις παραλίες με την Τζούνκο ν' ανταποκρίνεται κάθε φορά και να τον ακολουθεί. Ο Γιοσίγια μετά από ένα δυνατό χανγκόβερ θ' αναζητά χορεύοντας τον πατέρα. Η Σατσούκι θ' αφήσει στην Ταυλάνδη την πέτρα που της βαραίνει μια ζωή τη Ζωή και την καρδιά. Ο Καταγκίρι σε κωματώδη κατάσταση θα βοηθήσει έναν τεράστιο βάτραχο για να διασωθεί το Τόκιο από το Σεισμοσκουλήκι. Και η Σαγιόκο θα συνειδητοποιήσει ότι τον Τζουνπέι αγαπούσε πάντα, αλλά πρόλαβε ο Τακατσούκι πρώτος να εξομολογηθεί τον έρωτα του!
Κι όμως, λίγα λεπτά πριν από τον “μεγάλο Σεισμό”, η οικονομία άνθιζε, ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα απ' ό,τι μπορούσε να ξοδέψει και οι ήρωες των ιστοριών είχαν την ψευδαισθησιακή εντύπωση ότι ζούσαν τη δική τους ζωή, ως τη στιγμή που ο κίνδυνος, εκείνη η έμπλεη Συνειδητότητας Σημαντική Στιγμή, θα τους αναγκάσει να διαπιστώσουν πως ζούσαν τη ζωή ενός άλλου. Και έτσι ξαφνικά, θ' αλλάξουν ζωή.
Έξι αλλόκοτες, αλληγορικές ιστορίες που όμως απολύτως πατούν αρχικά στο καθημερινό, πραγματικό και ρεαλιστικό και οι οποίες κατορθώνουν να διαστείλουν Επιθυμία, Συνείδηση, Χρόνο. Και σε χρόνο dt εντελώς υπερβατικά θα επιτρέψουν και να συμβούν τα πάντα.
'Ενα βιβλίο με την γνωστή μαγεία του συγγραφέα, να συνενώνει ζωή και όνειρο, αλήθεια και φαντασία, αίνιγμα και καθημερινότητα ταπεινή. Με ήρωες της διπλανής πόρτας αρχικά, που εξελίσσονται σε αρχετυπικούς και μοιραίους. Αναζητώντας σαν υπνοβάτες ένα άγνωστο πεπρωμένο, νόημα, δρόμο που δεν ονομάζεται τελικά, όπως δεν έχει όνομα το άγνωστο, ο γρίφος, το αίνιγμα.
Άλλωστε, όπως θα πει ο Βάτραχος “όλη η φοβερή μάχη έγινε στο χώρο της φαντασίας”. Διότι “Εκεί ακριβώς βρίσκεται το πεδίο των μαχών μας. Εκεί βιώνουμε τις νίκες και τις ήττες μας”. Γνωρίζοντας βεβαίως, βεβαίως πως “Όλοι ανεξαιρέτως είμαστε πλάσματα περιορισμένης διάρκειας: τελικά όλοι θα νικηθούμε. Αλλά όπως είπε τόσο εύστοχα ο Έρνεστ Χέμινγουέι, το αληθινό μεγαλείο της ζωής μας δεν βρίσκεται στον τρόπο που κερδίζουμε, αλλά στον τρόπο που χάνουμε”.
Απολαυστικό βιβλίο, με επίπεδα τόσα πολλά που μπορεί να σ' αλλάξει ως κι οπτική. Διότι το “Μετά το Σεισμό” θα μπορούσε κάλλιστα και να λέγεται “Μετά τη Κρίση”.
Φράση κλειδί, του βιβλίου: “ο ίδιος κρατούσε μόνιμα παθητική στάση... τι είχε απομείνει στον ίδιο ν' αποφασίσει; Κι έτσι συνέχισε ν' αμφιβάλλει. Και να μην αποφασίζει. Και τότε χτύπησε ο σεισμός”. Νικώντας εκείνον τον ακηδέστατο νόμο της Εντροπίας.

Ταυτότητα-
Ποιος είναι:
Ο Χαρούκι Μουρακάμι, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννήθηκε στο Κιότο το 1949. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Waseda.
Τον Απρίλιο του 1974, παρακολουθώντας έναν αγώνα μπέιζ-μπολ, του ήρθε ξαφνικά η έμπνευση να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα.
Το 1974, επίσης, άνοιξε στο Τόκιο μαζί με τη γυναίκα του τη Γιόκο το τζαζ μπαρ “Peter Cat”, το οποίο πούλησε το 1981 για ν' αφοσιωθεί στο γράψιμο.
Το 1986 ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Ελλάδα.
Το 1991 πήγε στις ΗΠΑ, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Princeton και στο William Howard Taft στην Καλιφόρνια κι έγραψε το μυθιστόρημα “Το κουρδιστό πουλί”.
Έργα του: “Hear the wind sing”, “Pinball 1973” και “A wild sheep- chase”, τρία μυθιστορήματα που συνθέτουν την Τριλογία του Αρουραίου' “Hard-boiled wonder-land and the end of the world”, “Νορβηγικό δάσος”, “Dance dance dance”, “South of the border”, west of the sun”, “The elefant vanishes”, διηγήματα, “Το κουρδιστό πουλί”, “Underground”, “Σπούτνικ αγαπημένη”, “Μετά τον σεισμό”, “Kafka on the shore”, “Blind willow, sleepeng woman”, διηγήματα, “After dark”.
Για το έργο του έχει τιμηθεί επανειλημμένα με βραβεία και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες.
Έχει μεταφράσει στα γιαπωνέζικα έργα των Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Τρούμαν Καπότε, Τζον Ίρβινγκ και Ρέιμοντ Κάρβερ.
Από τις εκδόσεις “Ωκεανίδα” κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματά του “Το κουρδιστό πουλί”, “Νορβηγικό δάσος” και “Σπούτνικ αγαπημένη”.

Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής.

17/11/09

Θεέ μου, πού είναι οι λέξεις, πού είναι οι σκέψεις μου?

“ΠΙΚΝΙΚ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ” (Στάλκερ) των Αρκάντι & Μπόρις Στρουγκάτσκι. Μετάφραση: Μανώλης Ασημιάδης. Εκδ. “Αω”, σελ. 233, € 15

“Ένα πικνίκ... Φανταστείτε ένα δάσος, έναν επαρχιακό δρόμο, ένα λιβάδι. Ένα αυτοκίνητο βγαίνει από το δρόμο και μπαίνει στο λιβάδι, μια ομάδα νέων ανθρώπων βγαίνει από το αυτοκίνητο κουβαλώντας μπουκάλια, καλάθια με φαγητό, ραδιοφωνάκια και φωτογραφικές μηχανές. Ανάβουν φωτιές, στήνουν σκηνές, βάζουν μουσική. Το πρωί φεύγουν. Τα ζώα, τα πουλιά και τα έντομα που αγρυπνούσαν με τρόμο τη νύχτα, βγαίνουν από τις φωλιές τους. Και τι βλέπουν; Βενζίνη και λάδια πάνω στη χλόη. Παλιά μπουζί και παλιά φίλτρα διασκορπισμένα κάτω. Κουρέλια, καμένα φλας κι ένα γαλλικό κλειδί, παρατημένα. Κηλίδες λαδιού στη λίμνη. Και φυσικά, το γνωστό χάλι' κουκούτσια μήλων, περιτυλίγματα από καραμέλες, καμένα υπολείμματα από τη φωτιά, τενεκεδάκια, μπουκάλια, το μαντίλι κάποιου, το σουγιαδάκι κάποιου άλλου, σχισμένες εφημερίδες, κέρματα, μαραμένα λουλούδια που είχαν μαζευτεί από ένα άλλο λιβάδι”.
“Κατάλαβα. Ένα πικνίκ δίπλα στο δρόμο”.
“Ακριβώς. 'Ενα πικνίκ δίπλα στο δρόμο, σε κάποια οδό του σύμπαντος....”
Η οδός του Σύμπαντος είναι “το μικρό Χάρμοντ”. “Το πικνίκ” έχει αφήσει υπόλοιπα πίσω του και πάνω απ' όλα την επικίνδυνη άλλα και άκρως κερδοφόρα “Επισκεπτήρια ζώνη”. Το Διεθνές Ινστιτούτο Εξωγήινων Πολιτισμών για να βγάλει μιαν άκρη, κάνει τα πάντα. Αλλά τα πάντα κάνουν, με κίνδυνο και συχνά με κόστος την ίδια τους τη ζωή και οι “κυνηγοί”, οι στάλκερ, οδηγοί μαζί και τελικά χρυσοθήρες.
Στάλκερ και ο ήρωας του βιβλίου, ο Ρέντρικ Σούχαρτ, σε διαφορετικές ηλικίες με άλλες προθέσεις στη κάθε μια και σε διαφορετικές εποχές. Οι συγγραφείς τον παρακολουθούν άγαμο και ετών 23, βοηθό εργαστηρίου στο τμήμα Χάρμοντ του Διεθνούς Ινστιτούτου Εξωγήινων Πολιτισμών, έγγαμο, ετών 28 και δίχως μόνιμη απασχόληση και αποφυλακισθέντα, ετών τριάντα ενός. Παρεμβάλλεται η φωνή του νομπελίστα φυσικού δρ Βαλεντάιν Πίλμαν και η καθημερινότητα του Ρίτσαρντ Χ. Ντούναν, προισταμένου εφοδιασμού ηλεκτρονικού εξοπλισμού για το τμήμα Χάρμοντ.
Στο μεταξύ, δεκάδες, εκατοντάδες “κυνηγοί”, δοκιμάζουν την τύχη τους σ' αυτή τη μαγικά σατανική “Ζώνη των Επιθυμιών”, πλουτίζουν πρόσκαιρα, φυλακίζονται, ακρωτηριάζονται ή γίνονται νεκρές σημαδούρες προς αποφυγή στην ίδια την επικίνδυνη Ζώνη.
Τα πανάκριβα λάφυρά τους, ασήκωτα “κενά”, “δαχτυλίδια”, “μπαταρίες”, “φαγούρια”, “μαύρες σταγόνες”, “αλοιφή των μαγισσών”, “φονικοί λαμπτήρες” και “άλλα τέτοια μπιχλιμπίδια”. Σκουπίδια ενός άλλου, εξωγήινου πολιτισμού, που ήρθε και χτύπησε σ' αυτήν την άκρη της γης, προξενώντας φονικές τρύπες και κινούμενο χώμα, εσκεμμένα ή και τυχαία. Οι επιστήμονες, διακινδυνεύουν φιλοδοξώντας να βγάλουν άκρη και να δοξαστούν. Και οι “κυνηγοί”, να πλουτίσουν ή απλώς και μόνο να επιζήσουν.
Το μήλο της έριδος, “η χρυσή σφαίρα”, για την οποία ο θρύλος επιμένει ότι υλοποιεί την κάθε τους, όσο τρελή και αλλόκοτη να είναι, επιθυμία.
Έτσι ο Ρέντρικ θα ξεκινήσει μαζί με τον Άρθουρ, τον νεαρό γιο ενός παλιού και πανούργου κυνηγού, το τελευταίο του, εν τέλει, μοιραίο ταξίδι. Χρησιμοποιώντας τον Άρθουρ ως αναλώσιμο υλικό όπως είχε κάνει ήδη χρόνια και χρόνια με άλλους ανθρώπους ο ίδιος του ο πατέρας.
Αλλά ο Άρθουρ, ως άλλος αμνός, με χαρά προχωρά και θα θυσιαστεί, προσδοκώντας “ευτυχία για όλους, δίχως αντίτιμο, και κανείς να μη μείνει ανικανοποίητος”, καθαγιάζοντας και τον στάλκερ που τον ακολουθεί.
Μια αριστουργηματική, αλληγορική, θεολογική κατά βάση ιστορία, που έγινε ταινία από τον Ταρκόφσκι (“Στάλκερ”) με σεναριογράφους τους μυθιστοριογράφους του βιβλίου.
Πανανθρώπινα διλήμματα και το αίνιγμα του κόσμου τίθενται επί.. ζώνης ξανά και ξανά, χαρακτήρες που τα παίζουν όλα για όλα για να βγουν στο φως ή στο σκοτάδι. Η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής η οποία μπροστά στα μεγάλα της “επιθυμώ”, γίνεται άλλη. Ο εαυτός και ο άλλος, το σημαντικό και το μάταιο, το γνωστό και το άγνωστο, στο συγγραφικό μικροσκόπιο σχηματίζουν ανείπωτες ερωτήσεις με απάντηση διαφορετική ή και καμία, για τον καθένα.
Μοναδική κραυγή απόγνωσης του Ρέντρικ η τελευταία κραυγή “Θεέ μου, πού είναι οι λέξεις, πού είναι οι σκέψεις μου; Σε όλη μου τη ζωή δεν έχω κάνει μια σκέψη!” να επαληθεύει ότι “εν αρχή ην ο Λόγος”.
Μια βαθύτατα ποιητική, φιλοσοφική, θεολογική, παραβολική, πολυπεπίπεδη ιστορία που όταν γράφτηκε είχε χαρακτηριστεί ως επιστημονική φαντασία, αλλά με τις ραδιενεργές συνέπειες του Τσερνομπίλ και τη “Ζώνη αποκλεισμού”, αποδείχθηκε, τελικά, απλώς προφητεία.
Συγκλονιστική η αναμέτρηση του Στάλκερ με την ίδια του την ψυχή, ήτοι με την... μαγική σφαίρα: “Είμαι ένα κτήνος, το καταλαβαίνεις αυτό. Δεν βρίσκω τις λέξεις, δεν μου έμαθαν τις λέξεις. Δεν ξέρω πώς να σκεφτώ, οι μπάσταρδοι δεν με δίδαξαν πώς να σκέφτομαι. Όμως, αν είσαι πραγματικά... παντοδύναμη... παντογνώστρια... ανακάλυψέ το εσύ! Κοίτα στην καρδιά μου. Ξέρω πως ό,τι χρειάζεσαι βρίσκεται εκεί. Έτσι πρέπει να είναι. Ποτέ δεν πούλησα την ψυχή μου σε κανέναν! Είναι δική μου, είναι ανθρώπινη! Βγάλε από μέσα μου αυτό που θέλω- δεν θα μπορούσα να επιθυμώ κάτι κακό!...”

ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ:
Οι αδελφοί Στρουγκάτσκι είναι οι πλέον γόνιμοι και αγαπητοί Σοβιετικοί συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας των δεκαετιών '60 και '70. Είναι μάλιστα οι μοναδικοί συγγραφείς αυτού του τύπου από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες που, μαζί με τον μεγάλο Πολωνό Στάνισλαβ Λεμ, είδαν διψήφιο αριθμό βιβλίων τους να μεταφράζεται στις δυτικές χώρες.
Ο Αρκάντι Νατάνοβιτς Στρουγκάτσκι (1925- 1991) γεννήθηκε στο Μπατούμι της Γεωργίας και μεγάλωσε στο Λένινγκραντ. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου προσχώρησε στον κόκκινο στρατό από όπου και απέκτησε το πτυχίο διερμηνέα Αγγλικών και Ιαπωνικών (1949). Από τότε μετέφρασε αρκετά βιβλία από τις γλώσσες αυτές. Εργάστηκε ως διερμηνέας και μεταφραστής στη μακρινή Ανατολή μέχρι το 1995, που εγκαταστάθηκε στη Μόσχα όπου και εργάστηκε ως εκδότης.
Από το 1959 άρχισε, σε συνεργασία με τον αδελφό του να γράφει βιβλία. Έχει συμμετάσχει σε πολλές εργασίες άλλων Ρώσων συγγραφέων, έχει προεδρεύσει σε διάφορες λογοτεχνικές επιτροπές, και έχει γράψει διάφορα σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες.
Ο Μπόρις Νατάνοβιτς Στρουγκάτσκι (1931-) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ, όπου και σπούδασε αστρονομία. Μετά την αποφοίτησή του το 1956 εργάστηκε στο αστεροσκοπείο του Πούλκοβο, κοντά στο Λένινγκραντ, μέχρι το 1964.
Τα δύο αδέλφια κατάφεραν να συν-συγγράψουν, ένα μεγάλο αριθμό έργων, τα περισσότερα των οποίων πραγματεύονται σημαντικότατα θέματα, τόσο στον τομέα της ε.φ. όσο και και στους τομείς της ανθρώπινης ψυχολογίας και κοινωνιολογίας.

ΥΓ: Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής και δεν έβρισκα κάτι πιο εύστοχο σήμερα, μέρα που 'ναι!

11/11/09

Στο παιχνίδι, όπως και στον έρωτα, πρέπει να ξέρεις πότε να φεύγεις.

“ΟΛΑ ΣΤΟ ΜΗΔΕΝ” της Αργυρώς Μαντόγλου, Εκδ. “Ελληνικά Γράμματα, σελ. 384, e 16

“Ο στόχος του, τα συστήματά του, η συνεχής περιφορά του, λες και ήταν ο ίδιος η μπίλια που εκτοξευόταν, από διάθεση σε διάθεση, από όνειρο σε όνειρο, από γυναίκα σε γυναίκα, από εαυτό σε εαυτό, ένας καταδικασμένος που τρέχει ξοπίσω από τις φαντασιώσεις του”.
Καθένας μας είναι ο στόχος! Στη ζωή. Και το αποδεικνύει στο καινούργιο της μυθιστόρημα η Αργυρώ Μαντόγλου “Όλα στο μηδέν”. Όπου όλα είναι περιστροφή, σημαδάκια αυτοσχέδια στην άβυσσο, τύχη, τζόγος, παιχνίδι, ρουλέτα.
Η Αυγή (όχι τυχαία Αυγή, η ζωή της μια σχεδόν αξημέρωτη μέρα) συναντά τον Σταύρο (όχι τυχαία Σταύρος, για την Αυγή, σαν σταυρός) στο καζίνο. Μια νύχτα των 36 γενεθλίων της για τα οποία οι οιωνοί ενός ινδού στο παρελθόν ήταν ολέθριοι! Παρ' όλα αυτά, εκείνη πόνταρε και κέρδισε! Εμμονικά, στα τυφλά! Και όσον αφορά τους αριθμούς και όσον αφορά τον γκρουπιέρη! Εξάλλου ρουλέτα και Σταύρος εκείνη την γενέθλια νύχτα ήταν εκεί για να την επιβεβαιώσουν ότι ακόμα την ευνοούσε η Τύχη. Και ό,τι “υπήρχε ζωή, υπήρχε χρόνος” Η ακύρωση της πρόβλεψης την κάνει παράτολμη, την εξάπτει. Διότι με τα χρόνια ο χρησμός του ινδού σταθμάρχη “σαν θάνατος” έγινε “θάνατος”, αψηφώντας την οδύνη που εμπερικλύει το “σαν”.
Ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο θα την γονατίσει ένα “σαν” παρασύροντας της σε έναν τοξικό ανεξέλεγκτο έρωτα, απολύτως εξαρτημένη από έναν απολύτως παρόμοια εξαρτημένο, υποταγμένοι ο καθένας στον στον δικό του Θεό και ο Σταύρος στην απόλυτη Θεά Τύχη. Αν και εκείνος επιμένει ότι τα πάντα στη ζωή αυτό είναι, “αρπαγή”: “Κι εσύ, Αυγή μου, χωμένη στις επιφάσεις είσαι, κι εσύ αρπάζεις, αλλά αρνείσαι να το δεις. Όλοι αρπάζουν ό,τι μπορούν. Λεφτά, ανθρώπους, ηδονή, ιδέες, επιβεβαίωση' όλοι”, αυτό θα ήθελε να της πει, αν μπορούσε. Διότι κανείς απ' τους δυο δεν θα πει “αυτά που μπορούσε”. Βυθισμένοι ο καθένας στην δική του εξάρτηση και εξαρτημένοι ανεπανόρθωτα από τα δικά τους μυστικά, θα κάνουν αυτό που λίγο έως πολύ, κάνουμε όλοι, τρέχοντας “απερίσκεπτα προς την άβυσσο έχοντας φροντίσει να βάλουμε κάτι μπροστά μας για να σταματήσουμε να τη βλέπουμε” (Μπλαιζ Πασκάλ- Στοχασμοί, “Αφορισμοί”)
Παρ' ότι: “Στο παιχνίδι, όπως και στον έρωτα, πρέπει να ξέρεις πότε να φεύγεις. Στον έρωτα, όπως και στο παιχνίδι, δύσκολα φεύγεις. Περιμένεις. Περιμένεις την εύνοια της τύχης, την ευφορία που κάποτε απρόσμενα δοκίμασες. Περιμένεις την επανεμφάνισή της- μέχρι να εξαντληθείς και να υποχρεωθείς να φύγεις από εξάντληση”.
Ένα ψυχολογικό θρίλερ για γερά νεύρα, παραβολικό, αλληγορικό και υπαρξιακό, εφόσον όλα στη ζωή, τελικά, είναι ρουλέτα, παιχνίδι.
Η συγγραφέας σκιαγραφεί τους δυο κόσμους (του Σταύρου και της Αυγής) με οξυδέρκεια και ατμοσφαιρικότητα, ξεναγώντας μας ταυτοχρόνως στον φαντασμαγορικό κόσμο του καζίνου αλλά και στην αρχέγονη σχέση μας με την Τύχη.
Με δάνεια από Ντοστογιέφκσι (Παίκτης) και Βιρτζίνια Γουλφ που δεδηλωμένα της έχει αδυναμία, επιτυγχάνει το διπλό πορτρέτο του μέγιστου παίχτη' η εξάρτηση του Σταύρου με τον τζόγο δεν φρενάρει πουθενά αλλά και η Αυγή δεν κάνει άλλο από το να τζογάρει με τη ζωή της. Την ίδια της τη ζωή.
Η δομή του μυθιστορήματος αριστοτεχνική και σε επίπεδο αφήγησης και αρίθμησης των κεφαλαίων. Η Αυγή ταυτοχρόνως γράφει και ζει. Κι έτσι διαβάζουμε τη ζωή της σε τρίτο πρόσωπο και το μυθιστόρημά της στο δεύτερο. Ο,τι δεν αντιλαμβάνεται στη ζωή, αναλαμβάνει να συμπληρώσει το υποσυνείδητο στην γραφή, διότι ακόμα κι αν αγνοούμε, κάτι μέσα μας ξέρει. Τα δε κεφάλαια, ενίοτε με μονάδα μέτρησης το μηδέν (0, 00, 000, 0000...)
Και έτσι από ένα σημείο και μετά, το τραυματισμένο χειρόγραφο θα γίνει η τραυματισμένη ζωή της.
Κατ' αυτό τον τρόπο η διαδικασία (το παιχνίδι και η διαδρομή) θα γίνει τριπλή: η διαδικασία του παιχνιδιού και της γραφής, η διαδικασία αυτής καθ' εαυτής της ζωής. Εξάλλου, είπαμε: “Ο στόχος του, τα συστήματά του, η συνεχής περιφορά του, λες και ήταν ο ίδιος η μπίλια που εκτοξευόταν, από διάθεση σε διάθεση, από όνειρο σε όνειρο, από γυναίκα σε γυναίκα, από εαυτό σε εαυτό, ένας καταδικασμένος που τρέχει ξοπίσω από τις φαντασιώσεις του”.
Η μπίλια πάντα και στα πάντα, είμαστε εμείς!
Ένα απολαυστικό ερωτικό και μυστηριώδες παιχνίδι με ζευγάρι που εναλλάσσεται: η Αυγή και ο Σταύρος, ο Σταύρος και η ρουλέτα, η Αυγή και η γραφή, η Αυγή και η ζωή. Ένα σημαντικό μυθιστόρημα για το παιχνίδι και την τύχη, με ήρωες, αν και τόσο αναγνωρίσιμους, σχεδόν αρχετυπικούς. Οι διάλογοι του βιβλίου, καλοδουλεμένη δαντέλα. Και οι σκέψεις τους, εφάμιλλοι μ' εκείνους που κάνει κανείς στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Αργυρώ Μαντόγλου είναι συγγραφέας τριών μυθιστορημάτων, μιας συλλογής διηγημάτων, μιας νουβέλας και δυο ποιητικών συλλογών.
Σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία, Κριτική Θεωρία και Φιλοσοφία.
Έχει δημοσιεύσει ποιήματα, διηγήματα, κριτικά δοκίμια για θέματα φύλου και λογοτεχνίας, καθώς και βιβλιοκριτικές.
Έχει επίσης μεταφράσει έργα των Τζορτζ Έλιοτ, Βιρτζίνια Γουλφ, Χένρι Τζέιμς, Άντζελα Κάρτερ, Τζιν Ρις, Τζάνετ Γουίντερσον, ΤζόιςΚάρολ Όουτς, Κέιτ Άτκινσον, Πίτερ Κάρει, Άλι Σμιθ, Ουίλιαμ Κάρει, Άλι Σμιθ, Ουίλιαμ Τρέβορ κ.α.
Βιβλία της:
“Κατήχηση της Άνοιξης” (ποίηση, 1992, Γκοβόστης)
“Γενέθλια βροχή” (ποίηση, 1995, Δελφίνι)
“Βιρτζίνια Γουλφ cafe” (μυθιστόρημα, 1999, Απόπειρα)
“Βλέφαρα με τατουάζ” (μυθιστόρημα, 2001, Πατάκης)
“Νύφη από πολυεστέρα” (νουβέλα, 2003, Μεταίχμιο)
“Bodyland- Χωρασωμάτων” (ιστορίες δρόμου+τρόμου), 2005, Κέδρος)
“Όλα στο μηδέν” (μυθιστόρημα, 2009, Ελληνικά Γράμματα).

ΥΓ. Σταυρόλεξο για... δυνατούς λύτες. Το ερωτικόν είναι πρόσχημα (όπως ο έρωτας στη ζωή μας). Το μέσον για την μεγάλη αναμέτρηση. Χάνονται όσοι ποντάρουν εκ του... ασφαλούς. Αλλά ο καθένας μας, ό,τι μπορεί κάνει.
Δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής.
E ναι, στο μπλογκ, για δικούς μου λόγους, πάλι!

9/11/09

Η Απαγορευμένη Ζώνη

Καλοκαίρι στο Ζέφυρο, το θυμάμαι σαν τώρα.
Μόνη μου. Ούτε ήξερα κατά πού πέφτει ο Ζέφυρος, Κάτω; 'Ανω; Πετράλωνα διάβασα. Τα κατάφερα, όμως. Κι ενώ δεν θυμάμαι σήμερα ούτε πώς έφτασα, ούτε πού πάρκαρα, θυμάμαι τόσο καλά εκείνο το τοξικό έργο.
“Στάλκερ” του Αντρέι Ταρκόφσκι, λέει. Θυμάμαι την μεταδοτική σαν ασθένεια ή θεία Χάρη, όπως το πάρει κανείς, εκείνη τη θαυματουργική “Ζώνη των επιθυμιών”, εκείνους τους τρεις ήταν; στο βιβλίο είναι δυο, που διακινδύνευσαν για να φτάσουν, την ίδια τους τη ζωή. Και έφτασαν, τελικά. Εκεί σε εκείνη την περίεργη “άκρη του κόσμου”. Που είχε τη δύναμη σαν της καλής μάγισσας το ραβδί, να τους υλοποιήσει την κάθε τους, ακόμα και την πιο τρελή, πιο μύχια επιθυμία.
Αλλά ποια είναι η πιο μύχια επιθυμία;
Και τελικά ποιος... φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;
Κι όταν βγήκα από το σινεμά, ήμουν “άλλη”! Αμήχανη και αθώα, θεότυφλη μπροστά τον πραγματικό άγνωστό μου εαυτό, τόσο που να μη ξέρω κατά πού να κάνω. Πού είναι το σπίτι μου, ποιοι οι οικείοι ξένοι και σ' εκείνους να επιστρέψω, τελικά, αν το επιθυμώ. Αν επιθυμώ να επιστρέψω σ' αυτούς ζωντανή ή αν είναι καλύτερα για μένα να χαθώ ή να πεθάνω.
“Πικνίκ δίπλα στο δρόμο” (Στάλκερ) έγραφε το βιβλίο που μου τα θύμισε όλα αυτά (η ζωή που τόλμησα κι έζησα έχει φροντίσει να μην τα ξεχάσω). Το υπογράφουν οι αδελφοί Αρκάντι & Μπόρις Στρουγκάτσκι, επιστημονική φαντασία δηλώνει και είναι οι ίδιοι που υπέγραψαν και το σενάριο της ταινίας.
Στο βιβλίο, κάποιοι που αφήνουν τα απόβλητα, λάφυρα για τους χρυσοθήρες, ενδεχομένως δειπνώντας δίπλα στο χορτάρι. Ο στάλκερ κατά τη διάρκεια του χρόνου, να αναζητά θησαυρό, σωτηρία, την ψυχή και την χαμένη του σκέψη στην αποκλεισμένη επισκέψιμη Ζώνη. Οι κυνηγοί που γίνονται σημαδούρες προς αποφυγή και πληρώνουν με την ίδια τους τη ζωή μιαν επιπόλαιη απληστία. Ο αθώος Άρθουρ, θυσιαζόμενος αμνός, που ανακαλύπτει τις λέξεις, σώζει και σώζεται.
Οι χαμένες μας λέξεις και “εν αρχή ην ο Λόγος”. Ο χαμένος μας Λόγος. Ύπαρξης.
Τελειώνοντας συνειδητοποιούσα για ακόμα μια φορά την ταρκοφσκική εμμονή με τη “Θυσία”. Μια μικρή θυσία πριν τη μεγάλη κινηματογραφική του “Θυσία”, όπου και πάλι ο Λόγος θυσιάζεται για το καλό της ανθρωπότητας. Μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας που αποδείχθηκε, τελικά, προφητεία. Για την “Ζώνη αποκλεισμού” στη μετά Τσερνομπίλ εποχή και για τους ριψοκίνδυνους τυχοδιώκτες που χαιδευτικά “στάλκερ” τους βάφτισαν...

ΥΓ. Δημοσιεύθηκε ως “άποψη” στο 'Έθνος της Κυριακής. Και ναι, αλήθεια είναι, ο ταρκοφσκικός “Στάλκερ” μου άλλαξε τη ζωή.

3/11/09

Μυστικοί δεσμοί αίματος

“Ο ΖΟΦΕΡΟΣ ΟΙΚΟΣ” του Τσαρλς Ντίκενς, Μετάφραση: Κλαίρη Παπαμιχαήλ. Εκδ. “Gutenberg”, σελ. 729 και 676, € 60

Η εφημερίδα Saturday Reviews, το 1858, γράφει για τον Ντίκενς: “Δεν πιστεύουμε ότι η φήμη αυτού του συγγραφέα θα διαρκέσει ακόμα πολύ. Μετά από 50 χρόνια, θα είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος τα κείμενά του και τα παιδιά μας θα αναρωτιούνται τί σκεφτήκαμε όταν τοποθετήσαμε αυτόν τον συγγραφέα μπροστά από τους άλλους συγγραφείς της εποχής του”.
Έχουν περάσει, πόσα χρόνια από τότε; Κοντά τρεις αιώνες! Kαι από τις εκδόσεις “Gutenberg” στην εξαιρετική κλασσική σειρά “Orbis Literae” κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα καθ' ημάς “Ο Ζοφερός Οίκος” του, και όχι απλώς τον δικαιώνει, αλλά αποδεικνύοντας τη συγγραφική μεγαλοφυία του, ακτινογραφεί εις το διηνεκές θεσμούς και ανθρωπογεωγραφία.
Στις 1400 σελίδες του (δίτομο και σε σπουδαία σύγχρονη μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ το έργο), εμπεριέχει σχεδόν τα πάντα: Οικογενειακή σάγκα και μυστικά που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, τα μεγάλα όχι και τόσο απρόσμενα γυρίσματα της Ιστορίας, την παρακμή των αριστοκρατικών οίκων και την υποκρισία της Βικτωριανής εποχής, την ανισότητα, την φτώχεια, την κακοποίηση των παιδιών και των ασθενεστέρων, και πάνω απ' όλα τον φονικό δικαστικό κυκεώνα τον μηχανισμό του οποίου ο συγγραφέας γνώριζε εκ των ένδον και καλά!
Όλα αρχίζουν και τελειώνουν με την υπόθεση Τζάρννταις και Τζαρνντάις. Παιδιά υιοθετούνται και αριστοκράτες ναυαγούν, άνθρωποι ερωτεύονται και μυστικοί δεσμοί αίματος βγαίνουν αλλόκοτα στην επιφάνεια, άνθρωποι αρρωσταίνουν, παραμορφώνονται, πεθαίνουν από φυσικό θάνατο ή αυτοκτονούν, και το μοναδικό στον κόσμο που μοιάζει σχεδόν αμετακίνητο είναι, τελικά εκείνη η υπόδικη περιουσία. Όταν ο χρόνος θέσει ένα τέρμα, στο μεταξύ όλα θα έχουν διπλά και τριπλά χαθεί στους δικηγόρους.
Το απολαυστικό μυθιστόρημα που εναλλάσσεται αφηγηματικά στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση της πεντάρφανης Έστερ και τριτοπρόσωπη του αφηγητή, ξεκινά με την απομάκρυνση της μικρής Έστερ από το σπίτι της πεθαμένης πια θείας.
Στη διαδρομή της, η ομοιότητά της με την λαίδη Ντέντλοκ θα περιπλέξει τα πράγματα, η συγκατοίκησή της με την Έιντα και τον Ρίτσαρντ στο Μπλικ Χάους του κηδεμόνα τους Τζων Τζάρννταις.
“Για όνομα του Θεού, μη βασίζεις τις ελπίδες ή τις προσδοκίες σου στην οικογενειακή κατάρα! Ό,τι κι αν κάνεις όσο ζεις, ποτέ μη ρίξεις ούτε μια ματιά στο φρικτό φάντασμα που τόσα χρόνια μας στοιχειώνει. Καλύτερα να δανειστείς, καλύτερα να ζητιανέψεις, καλύτερα να πεθάνεις!” συμβουλεύει ματαίως τον Ρίτσαρντ – έναν από τους ήρωες και κληρονόμους- ο κηδεμόνας του κύριος Τζάρνντάις.
Με δυο τεράστιες γοητευτικές ηρωίδες, την Έστερ, προσωποποίηση του καλού και την λαίδη Ντέντλοκ, μυστηριώδη και μοιραία, στους βασικούς κόμβους του μύθου, ξεδιπλώνεται απολαυστικά και σπαρταριστά η τοιχογραφία μιας εποχής με έντονες γωνίες και αντιθέσεις.
Ένα πολυεπίπεδο, πολυδαίδαλο, πολυπρόσωπο και άκρως απαιτητικό έργο που διαθέτει σχεδόν τα πάντα: κριτική οξυδέρκεια και ψυχαναλυτικό βάθος, μεγάλα και αιώνια ζητήματα και αφηγηματικό εύρος, ζωντάνια, σπαρταριστό και ευφυές χιούμορ, μυστήριο, δομή και εξαιρετικά καίριους διαλόγους. Χαρακτήρες διαχρονικούς και δομές και θεσμούς που δεν άλλαξαν επειδή παραμένουμε ίδιοι κι εμείς, μέσα στους αιώνες. Τολμώντας να ανοίξει ζητήματα σε μιαν εποχή που ακόμα και στην δική μας εποχή, ταμπού παραμένουν. Όπως αυτό της αυτοανάφλεξης του Κρουκ του παλαιοβιβλιοπώλη.
Συνδυάζοντας έρευνα με απόλαυση, ταλέντο με γνώση, την Ιστορία με Κοινωνική κριτική, κι όλα αυτά – ας μη το ξεχνάμε- τον 19ο αιώνα.


Ταυτότητα-
Ποιος είναι:
Από τους μεγαλύτερους και πιο αγαπημένους κλασσικούς λογοτέχνες της Αγγλίας, το 19ο αιώνα.
Γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812 στο Portsmouth, Hampshire, στην Αγγλία, ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας του John Huffan Dickens.
Η οικογένειά του δεν τα έβγαζε πέρα, καθώς ο πατέρας ήταν αντιμέτωπος με πάρα πολλά χρέη, αποτέλεσμα των οποίων ήταν ο πατέρας να φυλακιστεί στο Λονδίνο κι έτσι ολόκληρη η οικογένεια εγκαθίσταται μαζί του στην ειδική φυλακή Μάρσαλσι. Ο μικρός Τσαρλς βρίσκει δουλειά (σ΄ ένα εργοστάσιο βερνικιών για παπούτσια) και ζει μόνος του σ΄ ένα νοικιασμένο δωμάτιο.
O John Huffan Dickens, αποφυλακίζεται, ο μικρός Τσαρλς αφήνει τη δουλειά και επιστρέφει στο σχολείο.
Δυστυχώς, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια για μια καινούρια αρχή, ο Τσαρλς, μετά από τρία χρόνια φοίτησης στο σχολείο, 15 χρονών, αναγκάζεται να παρατήσει το σχολείο και να ξαναπιάσει δουλειά.
Δούλεψε ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο, ως πρακτικογράφος στη βουλή και ως ρεπόρτερ, όπου έγινε γνωστός για τα ρεπορτάζ του.
Τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία, τα έκανε σε σχετικά μικρή ηλικία. “Τα Σκίτσα του Μποζ” (1833) τον έκαναν ιδιαίτερα γνωστό, ενώ το 1834, στα 22 του χρόνια, έγινε μόνιμος συνεργάτης της εφημερίδας Morning Chronicl. To “Pickwick Papers” (1837), ήταν το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε, το βιβλίο, όμως, που τον έκανε να ξεχωρίσει ήταν ο “Όλιβερ Τουίστ” (1838).
Ακολουθούν, “Το Παλαιοπωλείο” (1838-1839), φτάνοντας τα 100.000 αντίτυπα.
“Τα Αμερικανικά σημειώματα” (1842), αποτέλεσμα ταξιδιού του στην Αμερική.
Το μυθιστόρημα “Μάρτιν Τσάσλουαιτ” (1843-44).
“Τα Χριστουγεννιάτικα βιβλία” (1843), τα οποία έγραψε σε πολύ δύσκολη οικονομική περίοδο με πιο διάσημη την “Χριστουγεννιάτικη ιστορία” (με τον γνωστό μας τσιγκούνη Σκρουτζ).
Από το 1846 έως το 1857, δημοσίευσε πέντε μυθιστορήματα: “Ντόμπι και Υιός”, “Ντέιβιντ Κόπερφιλντ”, “Έρημο Σπίτι”, “Σκληροί καιροί”, “Η μικρή Ντόριτ”. Σπουδαία έργα του, επίσης τα: “Νίκολας Νίκλεμπι” (1839), “Copperfield”(1850), “Ιστορία δύο πόλεων” (1859), “Οι μεγάλες προσδοκίες” (1861),”Ο Κοινός μας Φίλος” (1864).
Το καλοκαίρι του 1870, στο Λονδίνο, καθώς διάβαζε αποσπάσματα έργων του στο κοινό, έπαθε συμφόρηση και την επόμενη μέρα πέθανε, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει το τελευταίο του μυθιστόρημα “Έντουιν Ντρουτ”.

Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής

ΥΓ. Το απέκτησα πρώτη (alef), όμως το διάβασε πρώτος (Librofilo). Του άρεσε η Έσθερ, ταυτίστηκα φυσικά με τη... λαίδη Ντέντλοκ. Απίστευτο χιούμορ και χαρακτήρες με τόσο φως και τόσο σκοτάδι... πανάρχαιες, σημαντικές ψυχές.

2/11/09

Αγαπώ τον... τρόπο που μ' αγαπάς!

'Ερωτας για τον έρωτα

ή άλλως

“με ξετρελαίνει ο τρόπος που μ' αγαπάς”


Τον εαυτό μας στα μάτια του άλλου ερωτευόμαστε, αποκαλύπτει ο Όσκαρ Ουάιλντ με τον μύθο του Νάρκισσου. Εκείνος έβλεπε το όμορφο πρόσωπό του στα κρυστάλλινα νερά της κι εκείνη ούτε και που τον πρόσεχε, διότι η Λίμνη στα δικά του μάτια έβλεπε μοναχά μιαν... όμορφη λίμνη!
Τον έρωτα ερωτευόμαστε, όχι τον άλλον, επιμένει η Ντυράς.
Και η Μαρία Μήτσορα σε συνέντευξη
“ερωτευόμαστε μ' ό,τι δεν έχουμε, ό,τι δεν είμαστε”.

“Ιστορίες ερωτικής τρέλας” ή το χρονικό μιας διαχρονικής ψευδαίσθησης, σχεδόν υπαρξιακής, θα μπορούσε να ονομαστεί του Νίκου αυτό το βιβλίο.
Μετά την “Κρεμάλα”,
το “κρέμασμα” που οικειοθελώς επιχειρούμε στους εαυτούς.

Ο τίτλος σοφός, αλληγορικός και υπαινικτικός, από μια φίνα, γαλλική παροιμία.

“Με τον έρωτα περνάει ο καιρός
με τον καιρό περνάει ο έρωτας”.

Περιλαμβάνει, βεβαίως, τα πάντα:
τον έρωτα απλώς για να περάσουμε τον καιρό,
τον έρωτα του άλλου, που μας βοηθά ν' αντέξουμε το βάρος του χρόνου.

Γουρλίδικο βιβλίο. Ώσπου να τυπωθεί χάρισε και στον συγγραφέα το άλλο μισό του: με κεφαλαία τον Έρωτα.
Και μέχρι να παρουσιαστεί και έτερον έρωτα' ήτοι τις δυο γυναίκες της ζωής του.

Όμως, τέρμα με τα προσωπικά, έχει έρωτες κι έρωτες να σας αφηγηθεί αυτό το βιβλίο: μοιραίους, τυχαίους, καθοριστικούς, καιροσκοπικούς, λαγνικούς, υπολογιστικούς, χλιαρούς, παθιασμένους, ιψενικούς, φιλικούς, εχθρικούς, αντιφατικούς, γειτονικούς, εσπεράντο, καταναγκαστικούς, νοσταλγικούς, μυθιστορηματικούς, αποσπασματικούς, κατακερματισμένους. Καρπερούς, άκαρπους, με καλό και κακό τέλος, σαιξπηρικούς, αθεράπευτους, ηρωικούς, συγγραφικούς, αλλόκοτους, συνηθισμένους...

Για έναν Σάκη και μια Καίτη,
για έναν Πέτρο και μια μυστηριώδη φοιτήτρια στον Παρθενώνα,
για έναν Γιώργο και μια Μαργαρίτα,
για έναν Κώστα και μια Γιώτα,
για έναν Μπάμπη και μια Σβετλάνα,
για έναν Μάνο και έναν Θάνο για μια Νάντια και μια Κάτια,
για μιαν Αφροδίτη και έναν Αλέξη και έναν Σπύρο,
για μιαν Ελένη και έναν Δήμο,
για μια Μαρία, μια Μαργαρίτα και έναν Γιάννη,
για μια Σούζαν και έναν Θωμά,
για έναν Νίκο και μια Σοφία,
για μια Νίκη και έναν Τάκη.......

Ιστορίες μέσα στην ιστορία και εγκιβωτισμένοι έρωτες στην αφήγηση και την καλειδοσκοπική παρατήρηση του ενός.

Ατμοσφαιρικοί, σπαρταριστοί, με αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, προοπτική, ψυχαναλυτική ροπή κι χιούμορ.

Έρωτες αδιέξοδοι ή διεξοδικοί.
Σ' ένα βιβλίο που ανοιγοκλείνει σαν νομοτελειακό περιστατικό ζωής, σαν μαγική βεντάλια.
Με ερωτικά κεφάλαια που
ανοίγουν τσιτάτα σοφά:

“αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν, αλλά επέλεξε τη γειτονιά σου”,

“Η ανάγκη κάνει σοφό ακόμα και τον βλάκα”,

“Στις μέρες μας οι γυναίκες θεωρούν υποχρέωση των αντρών κάτι που για αιώνες ήταν αγγαρεία γι' αυτές”,

“Μερικές φορές οι καλύτερες επενδύσεις είναι εκείνες που δεν έκανες”,

“Εγωιστής είναι αυτός που δεν μπορεί να αντιληφθεί τον εγωισμό των άλλων”,

“Η μητέρα ξέρει καλύτερα αλλά κανείς δεν την ακούει ποτέ”,

“Όχι μόνο παίζει ζάρια ο Θεός, αλλά μερικές φορές τα ρίχνει σε μέρη που δεν μπορούμε να τα δούμε”,

ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι ο έρωτας είναι βάσανο και αίνιγμα, γρίφος μας πρωταρχικός και αρχετυπικός, υπαρξιακός και διαχρονικός.
Και μελετώντας τον καλά έγραψε ένα “περί έρωτος” σπαρταριστό και απολαυστικό, σχεδόν δοκιμιακή σπουδή επ' αυτού, βιβλίο. Και κατέστη άξιος
να δει κατά πού τα ρίχνει
γι' αυτόν ο Θεός τα ζάρια.

Στο μυθιστόρημα του Νίκου “Με τον έρωτα περνάει ο καιρός/ με τον καιρό περνάει ο έρωτας”
δεν υπάρχει μορφή έρωτα
που να μην αναπτυχθεί, αναλυθεί, απλωθεί, εξελιχθεί,

αλλά τον όντως έρωτα,
τον λένε Δήμητρα
και θα τον βρείτε στη ζωή του!

Ευχαριστώ,

Νίκο μου καλέ,
πολλά όμορφα βιβλία σου εύχομαι και έναν Έρωτα, αυτόν που έχεις, αιώνιο και καθοριστικό.

Να είσαι καλά.


ΥΓ. Για το βιβλίο του Νίκου Παργινού το Σάββατο στη Στοά του Βιβλίου, μετά της Ρίτσας Μασούρα, η έτερη αδελφή Τατά (ήτοι alef).
Ριτσάκι, μας κλείσανε για... περιοδεία λέει?

30/10/09

"Τι θα συνέβαινε αν ο Οιδίπους και προ αυτού ο Λάιος υπήκουαν στον χρησμό?"

Είμαστε ό,τι αφήνουμε πίσω μας

Επαναλάμβανα, διαβάζοντας τον υπέροχο τίτλο του Δημήτρη “Ό,τι αγαπήσαμε πίσω έμεινε” κι έμοιαζε αυτή η φραστική εμμονή μου, σαν επιβεβλημένη απάντηση.

Ποιος στη χάρη μου σήμερα, έτσι?
Ανάμεσα σε δυο άντρες, σε δυο συγγραφείς που αποδεδειγμένα αγαπούν τη γυναίκα.
Το υποστηρίζουν με όλους τους τρόπους, με τη ζωή, με το έργο τους.

Φίλος αδελφικός, άνθρωπος του σπιτιού τολμώ να πω ο Δημήτρης, μου έχει ήδη προσφέρει μεγάλες χαρές.
Με την “Υπατία” του αξιώθηκα να ταξιδέψω μιλώντας για το σπουδαίο βιβλίο του αυτό στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Στο “Υστερόγραφο μιας συγγνώμης”, ε πια η αγάπη του στο “δεύτερο φύλλο” που πρώτο το έκανε, ήταν πλέον ολοφάνερη.
Ο Μίμης Ανδρουλάκης, γνωστός σε όλους, και μόνο το να σταθείς στο πλάι του και να μιλάς, καταντά τουλάχιστον αποκοτιά. Αλλά εδώ έχω τολμήσει να μιλήσω για βιβλίο του, τώρα θα κάνω πίσω? Εξάλλου σαν τη Μαρία Ρόζα του Δημήτρη είμαι και λίγο του vivere pericolozamente, τελικά.

Με το καινούργιο του βιβλίο, λοιπόν, ο Δημήτρης Βαρβαρήγος επιστρέφει. Στο ιστορικό μυθιστόρημα που μοιάζει να το κατέχει καλά. Και στην γυναικεία μοίρα σε εποχές που άνδρες νομοθετούν. (Θα μου πείτε και τώρα με την γυναίκα ανδρόγυνη? ας είναι) Επαληθεύοντας εκείνη τη σπουδαία και γενναία ρήση του Μάρκες πως

“την ιστορία μας και την ιστορία της οικογένειάς μας γράφουμε τελικά ξανά και ξανά”. Ακόμα κι όταν μιλάμε για άλλους, για τα δικά του πάλι ο καθένας μιλά.
Τα διλήμματα και τους φόβους μας δανείζουμε στους ήρωες, τις πολυθρόνες που καθήσαμε και τη θάλασσα π' αγαπήσαμε περιγράφουμε θέλοντας και μη στο χαρτί.
Πόσο μάλλον στην παρούσα περίπτωση που κάτι μου λέει πως η Ζωή- Μαρία Μοντανάρη είναι, Δημήτρη μου καλέ, η μαμά?

Ας είναι!
“Ό,τι αγαπήσαμε πίσω έμεινε”,
στο βιβλίο θα παραμείνουμε κι ό,τι αγαπήσαμε γίνεται εμείς.
Επειδή ένα δεν γίνεται να χάσουμε ή πίσω ν' αφήσουμε, τον εαυτό μας, που είναι “ό,τι αγαπήσαμε” και μας ακολουθεί.

“Στον έρωτα πάμε μ' ότι δεν είμαστε κι ό,τι δεν έχουμε”, μου έχει πει η Μαρία Μήτσορα σε συνέντευξη και θυμάμαι είχα ενθουσιαστεί.
Στη μυθιστορία του Δημήτρη, όμως, η Μαρία Ρόζα Καλτσέτι και ο Σαλιβέρι Μοντανάρι ερωτεύθηκαν με ό,τι ήταν, είχαν, και νίκησαν.
Ξεκινώντας από τη Φλωρεντία του 1860, αρχοντοπούλα αυτή, κατώτερος ταξικά ο Σαλιβέρι, πολεμώντας για τον έρωτά τους, δραπέτες της αγάπης στη Ζάκυνθο για να ζήσουν και μια και δυο φορές τον ξεριζωμό με τον μεγάλο σεισμό. Μέχρι να καταλήξουν στην ανοιχτή αγκαλιά της Αθήνας που όλα τα καταπίνει και τα χωρά.

Προτάσσοντας, πρόλογο και καταλήγοντας σε επίλογο ο συγγραφέας, χωρίζει την αφήγησή του σε πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη, αφήνοντας και εκείνο το προσωπικό στοιχείο που ήδη είπαμε να εννοηθεί.
Μια γυναίκα, γυναίκα που του έχει δώσει τα πάντα, θυμάται και αναζητώντας για τον επίγονο ρίζες, αφηγείται την ιστορία της προγιαγιάς.
Η ιστορία της Μαρίας Ρόζας τριτοπρόσωπη εξελίσσεται, όσον αφορά τον χρόνο, γραμμικά. Η ζωή των ηρώων στη Φλωρεντία και ο παράφορος και παράνομος έρωτάς τους, ο εγκλεισμός της ηρωίδας στο σπίτι και η αναγκαστική φυγή. Ακολουθώντας τη γυναικεία μοίρα της μητέρας, αλλά τολμώντας να ζήσει τη ζωή που δεν επέτρεπαν οι καιροί, αλλ' ούτε και τόλμησε να ζήσει κι αυτή. Ο ερχομός του ζευγαριού στη Ζάκυνθο. Ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Η βάφτιση, ο γάμος, η ένταξη. Οι εγκυμοσύνες και τα νεκρά παιδιά. Ο κύκλος της ζωής και η πικρή διαπίστωση “απ' τα λάθη μας” και “υποφέροντας μαθαίνει κανείς”. Η ελπίδα, ο γιος, το σπίτι, ο σεισμός, το παρελθόν και τα κρυμμένα του μυστικά, η ζωή ξανά και ξανά απ' την αρχή, και γέννα και θάνατος και ελπίδα και “χτίζω στην άμμο σα να 'ναι στην πέτρα” και ξανά και ξανά απ' την αρχή, η ζωή με τους αποχαιρετισμούς, ο ερχομός στην Αθήνα και τα “Χρόνια που περνούσαν σαν σελίδες βιβλίου”,
σ' ένα βιβλίο που τα έχει όλα, ευθύς εξαρχής:
Ατμόσφαιρα εποχής, στη Φλωρεντία του 19ου αιώνα, στη Ζάκυνθο και στην Αθήνα της ίδιας σχεδόν εποχής.
Ιστορικό πλαίσιο, η ταξική κοινωνία στην ιταλική κοινωνία που επεμβαίνει στ' ανθρώπινα κι απαγορεύει ή επιτρέπει, υπαγορεύοντας γάμους, συμφέροντα, αγάπες και συμπεριφορές. Η Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα και οι μικροί προσωπικοί αγώνες που καθορίζουν ζωές.
Χαρακτήρες, με βασικούς τη Μαρία Ρόζα και τον Σαλιβέριο, που επαναστατούν, τολμούν και ξεπερνούν τη μοίρα τους, εκείνη τη γυναικεία, κι αυτός τη ταξική, τον σκληρό πατριαρχικό πατέρα, την υποταγμένη αυστηρή κυρία Νίνα- μαμά, τη στοργική, πιστή Φραντζέσκα, την ιδανική αδελφή Οφηλία και τους απλούς ανθρώπους της Ζακύνθου με όλες τις αντιφάσεις που μπορεί ένας άνθρωπος να εμπεριέχει, όλοι μας είμαστε σκοτάδια και φως.

Μια ιστορία που περικλείει όλον τον κύκλο και τη χαρμολύπη της ζωής. Τον άνθρωπο που σηκώνει ανάστημα στο ίδιο του το πεπρωμένο. Την αγάπη που όλα τα νικά. Την Ιστορία και τα Φυσικά Φαινόμενα που υψώνονται πάνω από τη μικρή ιστορία του καθενός και τη σοφή Νομοτέλεια, πως, ό,τι και να γίνει, στην πορεία η ζωή συνεχίζεται: γέννηση, θάνατος, επανάσταση, καταστολή, φόβος, ελπίδα, φως και σκοτάδι, ξανά και ξανά απ' την αρχή.

Επιτρέψατέ μου να τελειώσω με ένα μικρό απόσπασμα που μου επιβάλει το ίδιο το βιβλίο του Δημήτρη, το τόσο απολαυστικό και σπαρακτικό:

“... Τι θα συνέβαινε αν ο Οιδίπους και προ αυτού ο Λάιος υπήκουαν στον χρησμό? Αν δηλαδή και οι δυο δεν σήκωναν κεφάλι στο θείο θέλημα? Βεβαίως δεν θα υπήρχε λόγος να γραφτεί το έργο, θα έλειπε το δράμα απ' τη ζωή. Κι αλλιώς: ο άνθρωπος θα δεχόταν αυτόματα την τάξη των πραγμάτων, όπως ένα μυρμήγκι δέχεται ενστικτωδώς το φυσικό νόμο.
Η τραγωδία αρχίζει με την παρακοή του ανθρώπου στην κοσμική μοίρα, εκείνη των βιβλικών πρωτοπλάστων... Η απουσία του δράματος προυποθέτει παραίτηση από τον ελεύθερο εαυτό, απόλυτη παραδοχή των τεταγμένων γεγονότων. Το δράμα συνιστά εξέγερση, ανατρεπτική προσπάθεια της ιδρυμένης θείας τάξεως, η οποία δεν έχει καμία σχέσην με ηθική κακότητα....”
Στέλιος Ράμφος “Το αίνιγμα κι η μοίρα” (ποιητική τέχνη στον Οιδίποδα Τύραννον).

Δημήτρη μου καλέ, πολύ σ' ευχαριστώ, για την απόλαυση, την φιλία, την τιμή.
Κύριε Ανδρουλάκη μας, χαίρομαι τόσο πολύ που σας ξανασυναντώ.
Αναστασία και Χαρά μου (ε ναι, έχουμε εδώ και την εκδότριες, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη γενιά? Φίλη της καρδιάς μου η Αναστασία και η Χαρά η τελευταία μου αισθητική, με ανέλαβε, να με ντύνει, να με στολίζει, να μου φιλοτεχνεί εξώφυλλα με τις υπέροχες ατμοσφαιρικές της φωτογραφίες, και τη ζωή.

Και αποχαιρετώντας σας να σας αποκαλύψω και ένα δικό μας οικογενειακό μυστικό που μπορεί και να εξηγεί πολλά. Πως η γιαγιά μου η Χρυσούλα, Σάββα, Σαβίνα, αψηφώντας τον πατρικό νόμο έκλεψε τον παππού Γιώργη και αποκληρώθηκε γι' αυτό.

Σας ευχαριστώ.

YΓ. Το... ποίημά μου στον Ιανό χθες για τον Δημήτρη.

29/10/09

H Ασκητική της Αγάπης

"Πόσο μικρός γίνεται ο κόσμος γι' αυτούς που θέλει ο Θεός να συναντηθούν" (γερόντισσα Γαβριηλία, από την "Ασκητική της αγάπης")

ΥΓ. Το ξαναβρήκα στο fb, το διανοείστε? Εντέλει ναι, "παντού μπορεί να αγιάσει κανείς".

26/10/09

ένας καθρέφτης λογοτεχνίας σ' ένα μοναχικό βουνό...

“ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΘΛΙΨΗ” του Γιασουνάρι Καουαμπάτα. Μετάφραση από τα ιαπωνικά: Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 262, € 18

“Αν πέθαινες, δεν θα ζούσε πια κανείς να με θυμάται όπως μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις”, είπε ο Όκι.
“Αν πέθαινε αυτός που αγαπάω, δεν θ' άντεχα να ζω εγώ και να τον θυμάμαι”, η Οτόκο.
Επέζησαν, τελικά, και οι δυο. Στο μυθιστόρημα του μεγάλου Ιάπωνα Γιασουνάρι Καουμπάτα “Ομορφιά και Θλίψη”. Ενός πάθους αλλόκοτου όπως αλλόκοτη μας φαίνεται η σχέση της ιαπωνικής κουλτούρας με έρωτα και θάνατο, κατά συνέπεια και με την μυστική τελετουργία ζωής.
Στην ιστορία όλα αρχίζουν ανάποδα, σχεδόν από το τέλος, αλλά από την αρχή μιας χρονιάς. Ο μεσήλιξ ήδη διάσημος συγγραφέας Όκι αποφασίζει να επιστρέψει στο Κιότι για να ακούσει με μια παλιά του αγαπημένη τις καμπάνες της Πρωτοχρονιάς. Κι ηθελημένα ή αθέλητα, κάνει απολογισμό ζωής: για ένα παιδί που ποτέ δεν γεννήθηκε, για έναν έρωτα που θα μπορούσε ν' ανθίσει στη σκιά, για τη ζωή που δεν έζησε, για τον ήρεμο γάμο του, για τη μετέπειτα μοναχική πορεία- επιβίωσης της Οτόκο μέσα από τη ζωγραφική.
Η Οτόκο θα τον εκπλήξει, επιλέγοντας να φέρει μαζί της και την Κέικο, μαθήτριά της – είπαμε, στο μεταξύ ήδη γνωστή ζωγράφος- και το ιδανικό συμπλήρωμά της. Η νεότης που παρήλθε, παραμερίζοντας στη σαγήνη του χρόνου. Κι οι δυο μαζί, θα αποτελέσουν για τον ευτυχή ή δυστυχή τελικά Όκι, την ιδανική γυναίκα, την τέλεια Ομορφιά.
Διότι “Τα χρόνια περνούσαν και μόνο η μυθιστορηματική ηρωίδα του “Δεκαεξάχρονου κοριτσιού” παρέμεινε αναλλοίωτη”. “Το έργο είχε φύγει από τον συγγραφέα και ζούσε τη δική του ζωή”. Κι ο Όκι το γνώριζε, φλεγόταν από περιέργεια; μεταχρονολογημένη μεταμέλεια; επέστρεψε και όφειλε να πληρώσει το τίμημα της επιστροφής. Επειδή “Η δεκαεπτάχρονη Οτόκο είχε γίνει σαράντα”, αλλά ο Όκι μέσα της παρέμενε αμετακίνητος, σαν χρόνος που λίμναζε στα χρώματα. “Για έναν ζωγράφο είναι αυτονόητο ότι μια νεκρή φύση ή ένα τοπίο, αλλά και κάθε είδους δημιουργία του, δεν είναι παρά το πορτρέτο της ίδιας του της καρδιάς”.
Και κατ' αυτό τον τρόπο- έχοντας δηλαδή τους ήρωές τους δημιουργούς, συγγραφέας ο Όκι, ζωγράφος η Οτόκο αλλά και η Κέικο, ανατέμνει της τέχνης τη μυστική ζωή. Το παράλληλο σύμπαν που, ενίοτε, μας υπερβαίνει σε χρόνο, πάθος, ζωή.
Αλλά ανατέμνει και αυτή καθ' εαυτή ναρκισσιστική φύση του Έρωτα, τον εαυτό μας που αναζητάμε να αγαπήσουμε μέσα απ' τα μάτια του άλλου. Και έτσι, περιπλέκοντας τα πράγματα, εν τέλει, τον ερωτικό γρίφο μας κάνει πιο απτό.
Το αποτέλεσμα, μια ιστορία πάθους με εραστές και ερωμένες που εναλλάσσονται στον βασικό ρόλο και με τον θάνατο ως αντίπαλο δέος, είτε ακολουθεί, είτε έπεται, να καραδοκεί.
Η ατμόσφαιρα σαγήνης, το μεγάλο προσόν όχι μόνο του Καουαμπάτα αλλά γενικότερα των Ιαπώνων συγγραφέων, και η αντιφατικότητα των ηρώων, για εκείνον τον ενδιαφέροντα λαό, εντέλει, σχεδόν φυσική.
Ένα βιβλίο που εμπεριέχει όλο το μεγαλείο του δημιουργού του, το πάθος του για τη γραφή, τη μοναξιά, τον έρωτα για τον θάνατο που τον ακολουθεί.
Ας μη ξεχνάμε ότι το μεταθανάτιο βουδιστικό του όνομα σε μια πρόχειρη απόδοση είναι κάτι σαν “ένας καθρέφτης λογοτεχνίας σ' ένα μοναχικό βουνό”.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1899 στην Οσάκα της Ιαπωνίας.
Ορφανός από μικρός πηγαίνει να ζήσει σε συγγενείς εκ μητρός και μπαίνει εσωτερικός σε σχολείο μέχρι την αποφοίτηση.
Σπουδάζει στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, (τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας). Κατά την διάρκεια των σπουδών μεταπηδά στο τμήμα Ιαπωνικής Φιλολογίας, επανεκδίδει το πανεπιστημιακό περιοδικό “Νέα Γραμμή” όπου και δημοσιεύει την πρώτη του ιστορία “Σκηνή από μια συνεδρία” και κατόπιν το λογοτεχνικό περιοδικό “Η εποχή της τέχνης”.
Το 1926 εκδίδεται “Η χορεύτρια του Ίζου”, έργο που τον κάνει αμέσως γνωστό.
Ακολουθούν: “Η πορφυρή συμμορία της Ασάκουσα”, “Η χώρα του χιονού”,, “Χίλιοι γερανοί”, “ Ο δάσκαλος του Γκο”, “Ο ήχος του βουνού”, “Η λίμνη”, “Οι κοιμισμένες καλλονές”, “Η παλιά πρωτεύουσα”, “Ομορφιά και θλίψη”, “Ένας βραχίονας”...
Το 1961 η Ιαπωνική κυβέρνηση τον τιμά με την υψηλότερη διάκριση, το Μετάλλιο του Πολιτισμού.
Το 1968 γίνεται ο πρώτος Ιάπωνας στον οποίο απονέμεται το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το 1972, στις έξι το απόγευμα της 16ης Απριλίου (και μετά την τελετουργική αυτοκτονία του Γιούκιο Μισίμα, το 1970, ο θάνατος του οποίου τον συγκλόνισε), ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα αυτοκτονεί με γκάζι στο γραφείο του χωρίς να αφήσει κανένα επιθανάτιο σημείωμα.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής (alef- ελένη γκίκα)

ΥΓ. “Τα χρόνια περνούσαν και μόνο η μυθιστορηματική ηρωίδα του... παρέμεινε αναλλοίωτη”.
Και ίσως γι' αυτό και να γράφουμε. Οι ήρωες θα είναι πάντοτε εκεί. Νέοι. Κι αθάνατοι. Και οι καταστάσεις. Και τα αισθήματα. Και οι αγάπες, βέβαια, πως αλλιώς...

21/10/09

“όπως είπε ο Νίτσε, η ύψιστη σοφία είναι να μη φοβάσαι” κι “όπως έγραψε ο Κόνραντ, ο αληθινός τρόμος αγγίζει μόνο τη φαντασία των ανθρώπων”.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

“Μετά τον σεισμό” λέγεται το βιβλίο αλλά δεν ξέρω γιατί συνέχεια διάβαζα “μετά την κρίση”. Άρτι αφιχθέν και από αγαπημένο. Χαρούκι Μουρακάμι και τώρα που το σκέφτομαι “μετά την κρίση” θα μπορούσαν να λέγονται όλα του τα βιβλία.
“Το κουρδιστό πουλί” γιατί ο ήρωας αρχίζει να “βλέπει” όταν θα χάσει τη δουλειά του, τη γάτα και τη γυναίκα του. Το “Νορβηγικό δάσος” επειδή ο φοιτητής θα την θυμηθεί όταν θα είναι πεθαμένη. Το “Σπούτνικ αγαπημένη” επειδή η ηρωίδα χάνεται, σαν γιαπωνέζικο “η Αλίκη στις πόλεις”. Στο καινούργιο που κυκλοφόρησε (“Ωκεανίδα”), όλα είναι σαφή ήδη απ' τον τίτλο: “Μετά τον σεισμό”, έξι ιστορίες με κεντρικό άξονα τη βιβλική καταστροφή απ' τον μεγάλο σεισμό στο Κόμπε. Μένουν, δεν μένουν στο Κόμπε, χάνουν, δε χάνουν δικούς τους!
Όλα ξεκίνησαν ξαφνικά, εκεί που η οικονομία άνθιζε κι ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα απ' όσα μπορούσε να ξοδέψει. Στα καλά- καθούμενα δε μας χτυπά “το κακό”; Η γυναίκα του Κομούρα στο πρώτο διήγημα (“Ούφο στο Κουσίρο” ) έβλεπε τηλεόραση βυθισμένη στα μαξιλάρια. Στην οθόνη, ολόκληρα εμπορικά τετράγωνα στις φλόγες, σιδηροδρομικές γραμμές και λεωφόροι κομμένες στα δύο, αρκούν, στα καλά- καθούμενα για να εγκαταλείψει τον άνδρα της. Στο “Τοπίο με σίδερο ρούχων”, ένας ζωγράφος παίρνει των ομματιών του για ν' ανάβει φωτιές στις παραλίες. Στο “Όλα τα παιδιά του θεού μπορούν να χορέψουν” ο Γιοσίγια, παιδί αγνώστου πατρός μπορεί ως συμπαντικό παιδί να χορέψει. Στην “Ταυλάνδη” μια γιατρός θα αφήσει επιτέλους “την-πέτρα” που στοιχειώνει τη ζωή της. Στο “Σούπερ Βάτραχος σώζει το Τόκιο”, βάτραχος σώζει την Πόλη.
Όπως θα σώσει ο σεισμός την ελευθερία τους. Ανοίγοντας ρωγμές, μαζί με αγνοημένες λεωφόρους. Επειδή c'est la vie και σ' όποιον αρέσει! Κι αρέσει! Γιατί ό,τι επιλέγει κανείς του αρέσει. Αλλά για να επιλέξει θα χρειαστεί να φύγει απ' τα πόδια του η εκ-του-ασφαλούς-δεδομένη-κι-αυτονόητη-επιλογή-του.
Διαπίστωση: Δεν υπάρχει δύσκολο κι εύκολο. Υπάρχει μονάχα-αυτό-που-επιθυμώ-με-τον-πιο-βαθύ-εαυτό-μου.
“Μετά την κρίση” διάβαζα όπου ο Μουρακάμι “μετά τον σεισμό” έγραφε, και αναλογιζόμουν μ' ελπίδα το χαμένο μας μονοπάτι. Ο,τι αξίζει, θα διασωθεί. Τα περιττά, μπελάς και ομίχλη. Εξάλλου “όπως είπε ο Νίτσε, η ύψιστη σοφία είναι να μη φοβάσαι” κι “όπως έγραψε ο Κόνραντ, ο αληθινός τρόμος αγγίζει μόνο τη φαντασία των ανθρώπων”.

19/10/09

“... επειδή μου φαίνεται ότι χορεύουμε εμείς οι δυο στο σκοτάδι”

Ρέκβιεμ για “τα παιδιά του μεσονυχτίου”

“Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΥΚΝΟΣ” του Στέφανου Δάνδολου, Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 243, € 16

“Πολλά καλοκαίρια κύλησαν από τότε και η μοναξιά δεν έπαψε ποτέ να είναι αβάσταχτα τρομερή. Τα ταίρια για κάποιους ήρθαν κι έφυγαν, για άλλους δεν έφτασαν καν, μα όσο καλά φυλαγμένο κι αν έμεινε τα επόμενα χρόνια εκείνο το ημερολόγιο, μόνο ένας δε γέρασε. Όλοι οι υπόλοιποι μεγαλώσαμε και φθαρήκαμε, καταδικασμένοι απ' το είδος της μοναξιάς που μας άξιζε”.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί η ιστορία μιας παρέας ή το χρονικό της εφηβείας το καινούργιο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου “Ο τελευταίος κύκνος”, εάν δεν ήταν κάτι πολύ περισσότερο: η αλυσίδα ζωής που στήνεται από αλήθειες και ψέματα, και μας αλλάζει τα φώτα στο παρόν, αλλά και το πεπρωμένο.
Ξεκινούν όλα μεταχρονολογημένα, σε μια συνάντηση παλιών συμμαθητών. Ο αφηγητής, “το φτερό”, για το οποίο μόλις μετά το ένα τρίτο της ιστορίας μαθαίνουμε τελικά ότι είναι η Ιόλη, δηλαδή, το φύλο, επιστρέφει και αποπειράται να αφηγηθεί. Για εκείνα “τα παιδιά του μεσονυχτίου”. Για “εκείνη τη θολή ύπαρξη που την αποκαλούσαν Φτερό”, για “τη Σου που έκλεινε τα δεκάξι” αναστατώνοντας τους πάντες, για τη “Μάγκυ την κολλητή της” και για τον Σμαρ που “απέπνεε την αύρα ενός σκοτεινού πρίγκιπα”, πριν τους χωρίσει “ο Μεγάλος Θυμός”.
Για την αφήγηση θα χρησιμοποιήσει όλα τα είδη, θα εισχωρήσει σε όλους τους χρόνους, θα αποδώσει σε όλα βαρύτητα σαν σε ψυχαναλυτικό ντιβάνι.
Την ιστορία, παρ' ότι νομίζουμε ότι την ξέρουμε καλά από την αρχή, φτάνοντας στο τέλος της θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν την είχαμε καν φανταστεί, όπως κανένας δεν μπορεί να φανταστεί την άβυσσο της ψυχής του ή το αίνιγμα του άλλου.
Στο μεταξύ, θα δούμε “τα παιδιά του Μεσονυχτίου” να ξεκινούν φίλοι, χαρούμενοι, αγαπημένοι, κολλητοί, να τα φτιάχνουν και να τα χαλούν. Μέσα από μουσική ροκ που συμβαδίζει με διαθέσεις και σχεδόν τους καθορίζει. Η Σου, εξάλλου, η πέτρα του σκανδάλου και βασική πρωταγωνίστρια, ορκίζεται επάνω σε ένα τραγούδι! Κι όταν πατά τον όρκο της, πεθαίνει ο δημιουργός του τραγουδιού!
Αλλ' όλοι με τον τρόπο τους, καταπατούν “όρκους”, προδίδουν ακόμα και οι πλέον προδομένοι. Κι απ' ότι καταμετρούμε στο φινάλε, αυτοί είναι που έχουν προδώσει το πιο πολύ.
Τα ζητήματα, ασήμαντα, ιδωμένα εκ των υστέρων: έρωτες που σηματοδοτούν όμως μια ζωή (στην εφηβεία ερωτευόμαστε με τον πλέον απόλυτο τρόπο), φιλίες που βαδίζουν στο όριο, εικόνα αντιφατική σε σχέση με τον βαθύ εαυτό και παρανοήσεις που λύνονται αργά, πολύ αργά, πάντοτε εκ των υστέρων.
Στο μεταξύ, οι δυο κολλητές θα έχουν σφαχτεί, η Σου θα πατήσει τον όρκο της και θα τα φτιάξει με τον φίλο της φίλης, ο Σμαρ (Σμαραγδόπουλος) αφού αγωνιά εις μάτην για το διαζύγιο των γονιών του, όταν πια ησυχάζει, τους χάνει. Και μετά, χάνει τα πάντα, την ίδια του τη ζωή.
Τους ξανασυναντάμε (όσους επέζησαν, ή εκείνους με τις λιγότερες λαβωματιές), δέκα χρόνια μετά και δεκαπέντε.
Προσπαθώντας να λύσουν τον γρίφο του Ιανουαρίου του 1986 που τους κομπόδεσε τη ζωή, και το Φτερό, η Ιόλη, με παρρησία αφηγούμενη θα προσπαθήσει να τους χαρίσει την χαμένη τους αθωότητα, εφηβεία.
Επιστρατεύοντας ημερολόγια παλιά αλλά και συγγραφικές απόπειρες, αναφερόμενη άλλοτε μέσα από θεατρικούς διαλόγους, άλλοτε μέσα από λεπτομερείς ημερολογιακές σελίδες, τριτοπρόσωπα και πρωτοπρόσωπα, αγγίζοντας σχεδόν τα πάντα: φόβους, αγάπες, διλήμματα, επιθυμίες, ζήλια, ψευδαισθήσεις, λανθασμένες διαπιστώσεις, εφιάλτες και όνειρα, εικασίες και διευκρινιστικές εξηγήσεις στο έλεος του τέλους.
Στα ευφυή συγγραφικά ευρήματα, το φύλο του φτερού, η προσωπικότητα της Σου, η μεγάλη ανατροπή της Μάγκυ, η συνομιλία ζωής και ροκ στίχων, η εποχή που περνά καθοριστικά κι απαλά, σαν ομίχλη.
Ένα σκληρό, αινιγματικό και αποκαλυπτικό τελικά βιβλίο για την ερωτισμό που αποκτά υπαρξιακές προεκτάσεις (φοβούμαι όχι μονάχα στην εφηβεία) και για την ακαμψία και ενίοτε αναλγησία των νέων παιδιών, οι έφηβοι μέσα στην απολυτότητά τους, τελικά, πολλές φορές γίνονται ανελέητοι (καθόλου τυχαίες οι τόσες πολλές αυτοκτονίες).
Με χαρακτήρες αναγνωρίσιμους αν και ακραίους εν πολλοίς, και τον Φιλ Λάινοτ και το “The boys are back in town” να τους διαπερνά, ακολουθώντας τη μοίρα τους, σχεδόν να την καθορίζει. Γιατί ακόμα και ένα τραγούδι, μπορεί να... πεθάνει, καμία φορά! Και τότε δεν απομένει τίποτα για να “μπορούμε να πνίξουμε κάθε σκέψη που μας σκοτώνει”.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα.
Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία το 1996 με το μυθιστόρημα “Υπνοβάτες του Σεπτέμβρη”.
Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα
“Ο περίγελος των αγίων” (1997),
“Και φόρεσαν χειροπέδες στα πουλιά” (2000),
“Νάρκισσοι και Κανίβαλοι” (2002),
“Νέρων- Εγώ, ένας θεός” (2004),
“Το αγόρι στην αποβάθρα” (2007),
καθώς και η συλλογή από νουβέλες και διηγήματα “Αγάπη σε δυο σταγόνες όνειρο” (1999).
Η μυθιστορηματική βιογραφία “Νέρων- Εγώ, ένας θεός”, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε το 2006 στην Ιταλία από τις εκδόσεις E/O.
Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικές επιθεωρήσεις του εξωτερικού, ενώ το 2008 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Young Writers' World Festival, που πραγματοποιήθηκε στη Σεούλ.
Τον Μάιο του 2009 του απονεμήθηκε το Βραβείο Μπότση για το συγγραφικό του έργο, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας.

15/10/09

“Όποιος έχει βγει έξω απ' τον εαυτό του, τίποτε δε σιχαίνεται περισσότερο, παρά να ξαναγυρίσει εκεί όπου βρισκόταν”.

“ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ” του Τόμας Μανν. Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντινίδη. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 176, € 8.95

Γράφτηκε το 1912 και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Μπορεί το αριστούργημα του Τόμας Μανν να παραμένει “Το μαγικό βουνό” και η ωραιότερη ίσως νουβέλα ο “Τόνιο Κραίγκερ” αλλά και λόγω Βισκόντι και κινηματογραφικής μεταφοράς το “Θάνατος στη Βενετία” παραμένει το πιο διάσημό του βιβλίο.
Με έναν Γουστάβο Άσσενμπαχ ή Φον Άσσενμπαχ σχεδόν πια εμβληματικό να συμβολίζει για πάντα τον απόλυτα πνευματικό και “συγκρατημένο” δημιουργό που υποτάσσεται μέχρι θανάτου στην απόλυτη ομορφιά, επιλέγοντας να βγει “εκτός εαυτού” σε μια πανέμορφη επικίνδυνη πόλη. Αλλά “όποιος όμως, έχει βγει έξω απ' τον εαυτό του, τίποτε δε σιχαίνεται περισσότερο, παρά να ξαναγυρίσει εκεί όπου βρισκόταν”.
Άλλωστε “τί μπορούσαν να του χαρίσουν η τέχνη και η αρετή, μπροστά στην ανομολόγητη ευτυχία που του υποσχόταν το χάος;”
Κι όμως, η ευνοούμενη λέξη του μέχρι πρότινος ήταν “συγκρατήσου”. Αλλά πάντοτε παρέμενε “ο ποιητής όλων εκείνων που λυγίζουν”, “που είναι κιόλας τσακισμένοι και στέκουν ωστόσο ορθοί”.
Θα μπορούσε να μείνει στο τακτικό του σπίτι στην Πρίντσεγκεντεστράσσε στο Μόναχο, στην τακτοποιημένη ζωή του. Ωστόσο αποφασίζει να εκτεθεί στο Νότο, να κάνει το μοιραίο, τελικά, ταξίδι στη Βενετία.
“Ήταν λαχτάρα για ταξίδι και τίποτ' άλλο. Και πραγματικά η επιθυμία τούτη τον εκυρίεψε σαν παροξυσμός και σε τέτοιο παθολογικό βαθμό, που έφτανε ίσαμε την αλλοφροσύνη”.
Εξάλλου, παρά το “συγκρατήσου” ο Άσσενμπαχ γνώριζε καλά ότι “σχεδόν κάθε μεγάλο που υπάρχει, το χρωστά σ' ένα “παρά τούτο”, σε μια πρόκληση ενάντια στα βάσανα και τις έγνοιες, τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τη σωματική αδυναμία, τα ελαττώματα, τα πάθη, τις χιλιάδες τα εμπόδια”.
Κι εκείνο το ταξίδι στο Νότο δεν ήταν παρά το δικό του “παρά τούτο”: στη σύνεση, στο “συγκρατήσου”, σε μια απολύτως αποστειρωμένη ζωή.
Αγαπούσε τόσο τη θάλασσα, ίσως “γιατί η λατρεία αυτού του στοιχείου, του ήταν απαγορευμένη”. “Επειδή δε συμβιβαζόταν με την αφοσίωση στη δουλειά του παρά τον αποπλανούσε να τραβήξει στο αδέσμευτο, το άμετρο, το αιώνιο , το άσκοπο”. Κι “η Βενετία ήταν μια εταίρα που ήξερε να σαγηνεύει”. “Η πόλη του παραμυθιού και της απάτης για τους ξένους”.
Εκεί “η φωνή του γονδολιέρη, πότε σαν απειλή και πότε σαν χαιρετισμός”, θα συνενώσει τα αντίθετα: την Ομορφιά και το απόλυτο Τίποτα, τον Έρωτα και το Τέλος. Την θανάσιμή του αιχμαλωσία με την μορφή του πανέμορφου έφηβου Τάτζιο και την αρρώστια που κυκλώνει την πόλη. Αλλ' ούτε απ' το ένα ούτε απ' το άλλο επιθυμεί να ξεφύγει “γιατί το πάθος είναι η εξύψωσή μας και ο έρωτας ο πόθος της ψυχής”, “αυτή είναι η απόλαυση και η ντροπή μας”.
Ένα ατμοσφαιρικό, αλληγορικό, αριστούργημα για την δημιουργία και για την Ομορφιά, για το Απόλυτο και την αιώνια Πόλη, για τον Έρωτα και τον Θάνατο. Για την Δημιουργία που είναι εκεί, “γράφει” και “γράφεται” με τίμημα την ίδια μας τη ζωή. Επανεκδίδεται σχεδόν κάθε χρόνο επιτυχώς από το 1998 κι απ' τις εκδόσεις “Ίνδικτος”.

ΥΓ. Θα τα πάμε ένα – ένα, ναι? Ένα... καινούργιο κι ένα παλιό- ολοκαίνουργιο με τη καινούργια ψυχή μας! Ξαναδιαβάζοντας βιβλία αγαπημένα συνειδητοποιούμε και “πόσο-άλλαξα”. Κι εξάλλου, όλα αλλάζουν, φίλοι, αγάπες, καταστάσεις, η προσωπογεωγραφία των ρυτίδων, το πρόσωπο της ευτυχίας, ο χωροχρόνος και ένα βιβλίο μέσα σ' αυτόν αλλάζει, γίνεται άλλο. Όσο άλλος γινόμαστε 'η γίναμε κι εμείς.
Εξάλλου γίναμε πια όλοι μας αναγνώστες με... ξύλινα πόδια! Διαβάζουμε Ζυράννα αλλά δεν έχουμε διαβάσει Ντίκινσον, Γουλφ ή Ντυράς, γνωρίζουμε τον Ντοστογιέφσκι, αλλ' ούτε “Ηλίθιος” (κι αυτό είναι το “Έγκλημα και τιμωρία” μας να) μιλάμε για τον Προυστ λες κι είναι πρωτοξάδελφός μας αλλά ούτε που έχουμε αντικρίσει ποτέ εκείνο το εμβληματικό έρμο (και που το πιπιλάμε συνέχεια) “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”. Εδώ θα μου πείτε ο... Μπόρχες έγινε ευπώλητος! Αλλά εντάξει, νέα ήθη, πώς να το κάνεις. Πάρε το, ρε παιδί μου, κι αχρείαστο να 'ναι! Εξάλλου η βιβλιοθήκη μας είμαστε εμείς (όπως κι η δισκοθήκη μας, η βιντεοθήκη μας, οι φίλοι μας, το σπίτι μας, η ζωή μας, οι έρωτές μας κι ο... θάνατός μας), ε πού ξέρεις μπορεί κάποια μέρα... να μας πιάσει λαχτάρα για ό,τι αξίζει, για ό,τι κρατά. Για ό,τι επιμένει στον Χρόνο που όλα τα εξαφανίζει. Μπορεί αν υπάρξει χρόνος (και κέφια) να αναφερθούμε και στα αξίζει-να-τα-διαβάζω για να μη γίνω κι εγώ αναγνώστης με... ξύλινα πόδια.
Ωραίο Φθινόπωρο, ε?-

11/10/09

Το γράμμα που λείπει....

Ελένη Γκίκα "Πλήθος είμαι"

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Άγκυρα


Από τον Μάνο Κοντολέων


Μονάχα όσοι από εμάς έχουμε τη λογοτεχνία ως τρόπο ζωής, μονάχα εμείς μπορούμε να κατανοήσουμε απόλυτα αυτό που το τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα θέλει να τονίσει.
Γιατί το "Πλήθος είμαι" μπορεί άνετα να το διαβάσει κανείς ως ένα ενδιαφέρον και ιδιαιτέρως αισθαντικό μυθιστόρημα, μπορεί να το χαρεί ως ένα βαθιά υπαρξιακό κείμενο, μπορεί να φύγει μαζί του σε χώρους όπου ο έρωτας προσπαθεί να ταυτίσει το 'εγώ' με το 'εσύ'... Όλα αυτά ο αναγνώστης του έργου μπορεί να τα βρει, όπως βέβαια και να αναγνωρίσει την απόλυτη λογοτεχνική του ταυτότητα.
Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα -αυτό το κάτι που κατά τη γνώμη μου έκανε τη συγγραφέα να δομίσει με τέτοιο τρόπο το υλικό αφήγησής της. Κι αυτό το κάτι μόνο όσοι έχουν τη λογοτεχνία ως τρόπο ζωής μπορούν να το χαρούνε.
Το έργο αποτελείται στην ουσία από δυο είδη αφηγηματικού λόγου. Στο ένα παρουσιάζεται η ζωή, οι σκέψεις, τα συναισθήματα της ηρωίδας -είναι το κύριο μυθιστορηματικό μέρος. Το άλλο αποτελείται από κριτικές προσεγγίσεις διαφόρων βιβλίων. Είναι τα βιβλία που η ηρωίδα διαβάζει.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η Ελένη Γκίκα αυτές τις κριτικές -ίσως θα ήταν πιο σωστό να τις ανέφερα ως αναγνωστικές- προσεγγίσεις τις μετατρέπει σε στοιχεία της μυθιστορηματικής πλοκής.
Αυτά που διαβάζει η ηρωίδα τη βοηθούν να κατανοήσει τα όσα της συμβαίνουν.
Ή μήπως -και εδώ είναι που οι λάτρεις της λογοτεχνίας χειροκροτούν το συγγραφικό εύρημα- αυτά που διαβάζει είναι και εκείνα που θα καθορίσουν τα όσα θα ζήσει;
Με άλλα λόγια μια αμφίδρομη σχέση ζωής και τέχνης μας παρουσιάζει η Ελένη Γκίκα.
Το έχει κάνει κατά κάποιο τρόπο και σε προηγούμενα έργα της. Μόνο που τώρα αυτή τη συγγραφική της (ίσως και υπαρξιακή της) θέση της υλοποιεί με μαεστρία βιρτουόζου και λεπτομέρεια χειρούργου.
Οι επιλογές των έργων που πάνω τους θα στηριχτεί η ερμηνεία των πράξεων της ηρωίδας ή η εξέληξη των γεγονότων που θα ζήσει (όπως θέλει κανείς ας το δει) δεν ακολουθούν κάποιο κανόνα -δεν είναι όλα τους έργα σύγχρονα, μήτε όλα κλασικά, μήτε όλα ελλήνων συγγραφέων. Κυρίως δεν έιναι όλα της ίδιας λογοτεχνικής αξίας. Αλλά ακριβώς έτσι έπρεπε να ήταν. Γιατί ο μεγάλος λάτρης της λογοτεχνίας, αυτός που την κάνει στάση και τρόπο ζωής, δεν καθορίζει τις επιλογές του σύμφωνα με ψυχρά κριτικά κριτήρια, αλλά με γνώμονα τις εκάστοτε διαθέσεις του, τις ψυχολογικές του καταστάσεις, τα προσωπικά του βιώματα.
Έργο ασυνήθιστο, χαμηλών τόνων και έντονων σιωπών.


Η Ελένη Γκίκα είναι πεζογράφος, ποιήτρια και δημοσιογράφος.
Τη λογοτεχνική γραφή της τη χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερα αισθαντική χρήση των λέξεων, ενώ τα συναισθήματα των ηρώων της συχνά αγγίζουν τα όρια του υποσεινήδητου. Παράλληλα με τη λογοτεχνία εξασκεί και την κριτική, έχοντας την ευθύνη του ειδικού ένθετου της εφημερίδας 'Εθνος".
Με την ιδιότητα της υπεύθυνης της λογοτεχνικής σειράς των Εκδόσεων Άγκυρα, έχει δόσει τη δυνατότητα σε πολλούς νέους έλληνες συγγραφείς να δουν δημοσιευμένο το έργο τους.


Υγ. Το μεσημέρι Σαββάτου πίναμε ρακή όταν μου το είπε. Δεν το είχα πάρει είδηση. Τον Μάνο Κοντολέων (ναι, άκλητος!) θα τον θεωρούσα μέγιστο συγγραφέα και μόνο με την "Ιστορία Ευνούχου", ήταν διαβρωτική καθώς καταλαβαίνετε η παρατήρηση. Ζωή ζώσα και χάρτινη, ένα! Δεν έχω λόγια να τον ευχαριστήσω' πρωτίστως για το ξάφνιασμα. Το ίδιο ακριβώς συζητήσαμε με την Βίκυ Σάββατο μούχρωμα στη Λίμνη Μαραθώνα. Για την ζωή που την αισθάνομαι με γράμματα. Φωνήεντα, σύμφωνα... Γι' αυτά τα σημαδάκια, μπορώ να αντέξω τα πάντα. Κι οι αναγνώσεις μου, ναι Μάνο, περιστατικά ζωής, ηδονικά, οδυνηρά... οι συγγραφείς, η ιδιότυπη οικογένειά μου! Το μόνο που δεν καλοξέρω είναι αν αυτό το επέλεξα, μου επιβλήθηκε ή έτσι γεννήθηκα... Αλλά σε τούτο το ερώτημα όποιος το απαντήσει, μάλλον, καίγεται!
Ευχαριστώ, Μάνο!

8/10/09

“Το ανεκπλήρωτο παραμένει αναπόδραστο” αλλά και η ελευθερία να είμαστε και ό,τι δεν κάναμε...

“ΚΑΦΕ ΚΛΕΜΕΝΤΕ” της Πέρσας Κουμούτση, Εκδ. “Ψυχογιός”, σελ. 336, e 16.60

“Πώς να εγκαταλείψω αυτή την πόλη, /χωρίς ούτε μια πληγή/ στην καρδιά και στην ψυχή...” (“Δυτικά του Νείλου”, Εκδ. “Ψυχογιός”, 2008).
Ποτέ της δεν εγκατέλειψε αυτή την Πόλη, διότι για κείνη δεν υπήρξε απλώς γενέθλια γη αλλά και το κλειδί: για να κατανοήσει τα ακατανόητα, ν' ανοίξει τις θαυματουργικά ιαματική πόρτα της λογοτεχνίας, ν' αντιληφθεί τα ομιχλώδη ιστορικά γυρίσματα, να διασώσει τον χωροχρόνο στο χαώδες εφήμερο, να έχει ήδη μια πρόγευση παράδεισου, ώστε να ξέρει...
Η Πέρσα Κουμούτση ήταν εκείνη που έκανε τον Ναγκίμπ Μαχφούζ γνωστό στη γλώσσα μας και μετάφρασε το Κοράνι. Στο πρώτο της μυθιστόρημα “Αλεξάνδρεια, στο δρόμο των ξένων”, η αφηγηματική της δεινότητα ήταν ήδη ορατή: ατμόσφαιρα, χαρακτήρες με σάρκα και αίμα, στην εποχή των ηρώων- καρτούν, ιστορικοπολιτικό πλαίσιο πασιφανές ακόμα και στα ερωτικά βήματα, στα διλήμματα, στις επιλογές, ακόμα και στο πιο παράδοξο πεπρωμένο.
Στο επόμενο που ακολούθησε “Τα χρόνια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος” όλη η λάμψη της παρακμής στην εποχή την μετά Καβάφη.
Στην Αίγυπτο του εξήντα και του Νάσερ, επανέρχεται πέρυσι με το μυθιστόρημα “Δυτικά του Νείλου”. Και χρησιμοποιώντας ως όχημα μια ερωτική ιστορία, ανατέμνει το κοινωνικό και ταξικό χάσμα, παρακολουθεί ως σχολαστικός εντομολόγος το γύρισμα της Ιστορίας. Και τη φουρτούνα που προξενεί στ' ανθρώπινα.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα η Πέρσα, πηγαίνει ακόμα πιο πέρα, μεταβάλλει τον χαμένο χρόνο σε τέχνη.
Και με τρόπο επιδέξιο, εγκιβωτίζει τη ζωή και την τέχνη. Έτσι που μια ζωή, να φαντάζει σαν ρόλος. Και το δράμα, σαν μια παράσταση που όλο θα παίζεται, ακόμα κι όταν η μνήμη φαίνεται κάπου να εγκαταλείπει στο δρόμο...
Θα μείνουν όμως πάντοτε τα χειρόγραφα να αναπλάθουν τη ζωή που δεν ξέχασε, διότι μπορεί να την διαβάζει (όπως την έπαιζε κάποτε) πάλι και πάλι.
“Το ανεκπλήρωτο παραμένει αναπόδραστο”, είναι το μότο που ορίζει τη ζωή της Ελισσάβετ στο “Καφέ Κλεμέντε”. Σε όλα τα πεδία. Όχι μονάχα σε εκείνο που πρωτοεπίπεδα εκδηλώνεται, το ερωτικό, αλλά και στα άλλα, όσον αφορά την Πόλη που μας ακολουθεί, τον Παράδεισο των παιδικών μας χρόνων, τον τέλειο ρόλο, την Τέχνη.
“Όποιος όμως, έχει βγει έξω απ' τον εαυτό του, τίποτα δε σιχαίνεται περισσότερο, παρά να ξαναγυρίσει εκεί όπου βρισκόταν”. Το είπε ο Άσσενμπαχ του Τόμας Μανν στο “Θάνατος στη Βενετία”. Το ζει η Ελισσάβετ στο Παρίσι, ξεριζωμένη οικειοθελώς απ' ό,τι τη στηρίζει: Το Καφέ Κλεμέντε που την ανάθρεψε, για να βρει καταφύγιο πια σε ένα παρισινό Καφέ Κλεμέντε. Τον άνδρα εκείνο που τη γεμίζει δύναμη και σιγουριά, για την ανομολόγητη ευτυχία του χάους ενός άλλου. Την Τέχνη της, διότι “Τί μπορούν να του χαρίσουν η τέχνη και η αρετή, μπροστά στην ανομολόγητη ευτυχία που του υποσχόταν το χάος;”
Και επειδή για όλους μας “Το πάθος είναι η εξύψωσή μας και ο έρωτας ο πόθος της ψυχής μας- αυτή είναι η απόλαυση και η ντροπή μας”. Ειδικά για τους “ποιητές της ζωής”, όπου δεν παίζουν απλώς, αλλά πρωταγωνιστούν οι ίδιοι στης ζωής τους το έργο.
Έτσι στο “Καφέ Κλεμέντε” η Ελισάβετ που είναι ηθοποιός, θα ξεκινήσει από την Αλεξάνδρεια μεσουρανώντας για να βασιλέψει στο Παρίσι, διχασμένη ανάμεσα σε δυο άντρες: τον ιδεαλιστή Αλέξανδρο που αξίζει την αγάπη της και που την αγαπά με αλήθεια, αλλά και τον ανάξιο Πιέρ, όμως ποιος από μας επιλέγει να αγαπήσει αυτόν που αξίζει; Κι αναζητώντας τον ρόλο της ζωής της και τον μεγάλο ρόλο, θα βρεθεί αντιμέτωπη με το Παρίσι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και με την Ιστορία. Και το σενάριο της πια θα παιχτεί μόνον ιδιωτικά, η ναζιστική Γερμανία θα σαρώσει το Σύμπαν.
'Η Ιστορία, την μικρή της ιστορία, όπως και ο Χρόνος την ίδια της την ψυχή. Κτυπώντας εκεί όπου κατοικεί η Ταυτότητα, στη Μνήμη.
Αλλά, όπως ο γεννημένος συγγραφέας, “Σχεδόν κάθε μεγάλο που υπάρχει το χρωστά στο “παρά τούτο”, σε μια πρόκληση ενάντια στα βάσανα και τις έγνοιες, τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τη σωματική αδυναμία, τα ελαττώματα, τα πάθη, τις χιλιάδες τα εμπόδια”.
Σαν “παρά τούτο” λοιπόν, θα ανακαλύψει και η Ελισσάβετ εκείνο το σενάριο: το έργο που δεν έπαιξε και τη ζωή που ξέχασε. Για να αναπλάθει – και να αναπλάθεται εις το διηνεκές- εκείνος ο δικός της ερωτικός “ηρωισμός αδυναμίας”.
Επειδή “Αν μελετούσε κανείς όλα τούτα τα πεπρωμένα και τόσα άλλα παρόμοια, σίγουρα θα παραδεχόταν πως δεν υπάρχει άλλος ηρωισμός, απ' τον ηρωισμό της αδυναμίας”.
Κι όπως ο Άσσενμπαχ του Τόμας Μανν, έτσι και η Πέρσα γίνεται “ο ποιητής όλων εκείνων που λυγίζουν, που είναι κιόλας τσακισμένοι και στέκουν ωστόσο ορθοί”....
Και τέτοιοι είναι πολλοί και είναι οι ήρωες της κάθε εποχής...
Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα υποδόρια και βαθιά, που τόσα λέει κι άλλα τόσα υπονοεί και σημαίνει, με χαρακτήρες αναγνωρίσιμους και αντιφατικούς, είμαστε όλοι φως και σκοτάδι, η συγγραφέας διασώζει και πάλι δυο πόλεις: την Αλεξάνδρεια και το Παρίσι μιας κομβικής και σημαντικής εποχής. Υπό τη δοκιμασία της βαριάς πατημασιάς, γερμανικής μπότας επί τω προκειμένω, της Ιστορίας. Και μεταπλάθει σε Τέχνη μέσα στην ίδια την ιστορία την Ιστορία, την Εποχή, έναν Έρωτα, τη Ζωή, για να αναψηλαφήσει λάθη και πάθη που αναπαράγονται στις ζωές των ανθρώπων, διότι σε ένα πεπερασμένο Σύμπαν κατά τον Πουανκαρέ, δεν γίνεται παρά να επαναλαμβάνονται οι οδυνηρές και ηδονικές σκηνές μέσα στον Χρόνο.
Το αποτέλεσμα, ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που αντανακλά Εποχή, Χώρο και Χρόνο. Μια ιστορία για το ψευδαισθησιακό του έρωτα και για την μαγική αντανάκλαση ζωής και τέχνης. Σαν διπλό κάτοπτρο: βίος και ρόλος. Μια ελεγειακή ιστορία για τον Χαμένο Χρόνο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Πέρσα Κουμούτση γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου. Σπούδασε αγγλική και αραβική λογοτεχνία στο Αιγυπτιακό Πανεπιστήμιο του Καΐρου, και παρακολούθησε μαθήματα μετάφρασης και διερμηνείας στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου (AUC).
Ήλθε στην Ελλάδα το 1983 και τα πρώτα χρόνια δίδαξε στη μέση και ανώτερη εκπαίδευση. Από το 1992 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από τα αραβικά και τα αγγλικά. Έγινε ιδιαίτερα γνωστή μεταφράζοντας στα ελληνικά το μεγαλύτερο μέρος από το έργο του αιγύπτιου νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ καθώς και έργα άλλων Αράβων συγγραφέων και αραβική ποίηση. Στο μεταφραστικό της έργο συγκαταλέγεται και η μετάφραση του Κορανίου ("Εμπειρία Εκδοτική", 2002).
Το 2001 τιμήθηκε για το σύνολο των μεταφράσεών της με το Διεθνές Βραβείο Κ. Π. Καβάφη, ενώ το 2006 το αιγυπτιακό κράτος της απένειμε τιμητικό μετάλλιο για τη συνεισφορά της στην προώθηση και προβολή της αιγυπτιακής λογοτεχνίας.
Πρωτότυπα έργα της είναι:
"Αλεξάνδρεια, στο δρόμο των ξένων" ("Εμπειρία Εκδοτική", μυθιστόρημα, 2003),
"Τα χρόνια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος" ("Εμπειρία Εκδοτική", μυθιστόρημα, 2004) και "Δυτικά του Νείλου" ("Ψυχογιός", μυθιστόρημα, 2006).
Από τις εκδόσεις “Ψυχογιός” κυκλοφόρησε πρόσφατα το καινούργιο της μυθιστόρημα: “Καφέ Κλεμέντε”.

ΥΓ. Το σκεφτόμουν ετοιμάζοντας το ποστ, δεν είμαστε μονάχα ό,τι επιλέγουμε αλλά και όσα δεν επιλέγουμε, όσα έχουμε το σθένος και τη δύναμη να μην πράξουμε (φτάνει να μη το κάνουμε από φόβο, δειλία, ακηδία). Εξάλλου, φοβούμαι (ή ελπίζω) ότι μάλλον τα “όχι” μας και όχι τα “ναι”, βαραίνουν περισσότερο σ' αυτή τη ζωή. (Μπορεί και να σφάλλω).

alef- ελένη γκίκα
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής.

5/10/09

“Δεν ζει κανείς καλά παρά μόνος!” Το... ορυχείο που πέφτει και σε πλακώνει!

Και το καινούργιο... σοκολατάκι του Μπάμπη!

Πλήθος είμαι

Ένα ακόμη εξαιρετικό μυθιστόρημα της πολυγραφότατης συγγραφέως, όπου το πραγματικό με το μυθιστορηματικό συμπλέκονται αξεδιάλυτα.

Ελένη Γκίκα, Πλήθος είμαι,  Άγκυρα 2009, σελ. 367
  
  Πάλι με ένα προκλητικό, οξύμωρο τίτλο τιτλοφορεί η Ελένη Γκίκα το καινούριο της βιβλίο. Τίτλο οξύμωρο, που ο αναγνώστης καλείται να αποκρυπτογραφήσει, καθώς και το λάιτ  μοτίφ  με το οποίο τελειώνει κάθε κεφάλαιο: θα είμαι όλοι ή κανείς∙ θα είμαι ο άλλος. Αν καταφύγουμε στην ψυχανάλυση, θα μιλήσουμε ή για άρνηση του εγώ, ή για πολυδιάσπασή του, ή για ενδοβολή του άλλου. Αν πάλι το ψάξουμε φιλοσοφικά, μπορεί να καταφύγουμε στον υπαρξισμό του Σαρτρ και στην αντίληψή του ότι «οι πράξεις μας μάς δεσμεύουν», ότι με τις πράξεις μας νομοθετούμε για την ανθρωπότητα, ότι γνώμονας σε κάθε μας πράξη πρέπει να είναι οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, καθώς τους δείχνουμε ένα δρόμο, μια συμπεριφορά, μια στάση ζωής. Βλέποντάς το πάλι από θρησκευτική σκοπιά, θα μιλάγαμε για τη μυστικιστική εμπειρία της εξαφάνισης του εγώ καθώς ταυτίζεται με το σύμπαν. Μπορεί να είναι όλα αυτά ή τίποτα από αυτά, μπορεί να είναι κάτι άλλο, σημασία έχει ότι πρόκειται για ένα τίτλο τον οποίο δεν μπορούμε να προσπεράσουμε χωρίς να τον σκεφτούμε.
  Υφολογικά, είναι η γνωστή μας Ελένη, πυκνή, αφαιρετική, ελλειπτική. Γράφει σαν σε εσωτερικό μονόλογο.  Σύντομοι περίοδοι, όπου το ρήμα συχνά απουσιάζει. Κυριαρχεί η εικόνα, ο στοχασμός πάνω στην εικόνα, και όχι η δράση. Το εφέ της επανάληψης δεν το συναντήσαμε παρά μόνο στην παραπάνω φράση, που, όπως είπαμε, επαναλαμβάνεται σε κάθε κεφάλαιο κλείνοντάς το. Στίχους επίσης συναντήσαμε ελάχιστους. Τους φυλάει μάλλον για το ποιητικό έργο που ετοιμάζει, όπως με πληροφόρησε από το blog της. Διατηρεί όμως τον διάλογο ανάμεσα στα βιβλία που διάβασε και στη ζωή της ηρωίδας της, εδώ με ακόμη πιο πρωτότυπο τρόπο: παραθέτει κομμάτια στα κεφάλαια του έργου (ταυτοποιούνται με αριθμούς) από τα «χειρόγραφα», όπως ονομάζει τις βιβλιοπαρουσιάσεις που παρεμβάλλονται ενδιάμεσα.  Σ'A αυτά μιλάει για τη φίλη μας τη Μάρω (Βαμβουνάκη), για τον Ιβάν Κλίμα, για τον Ντοστογιέφσκι, τον Γιάννη Ξανθούλη, τη Δάφνη ντε Μωριέ, και ένα σωρό άλλους. Ανάμεσά τους και ο άγνωστός μου Helmut Krausser, που η παρουσίαση του έργου του «Έρως» με έβαλε στον πειρασμό να το αγοράσω (έχουμε ήδη γράψει και γι αυτό, αλλά προηγείται η Ελένη).
  Scripta manet έλεγαν οι Ρωμαίοι, τα γραπτά μένουν, όμως υπάρχει διαφορά από γραπτό σε γραπτό. Μια βιβλιοπαρουσίαση θα μείνει με ασφαλέστερο τρόπο στις σελίδες ενός βιβλίου παρά στις σελίδες μιας εφημερίδας, η οποία στη χειρότερη περίπτωση θα καταλήξει στον σκουπιδοτενεκέ την επόμενη μέρα, και στην καλύτερη σε ένα κάδο ανακύκλωσης. Ένα βιβλίο όμως, ακόμη και αν εξαντληθεί και δεν επανατυπωθεί, θεωρητικά είναι προσβάσιμο σε κάποια βιβλιοθήκη για τον μελετητή αλλά και για κάθε απλό αναγνώστη που θα είχε πολύ μεγάλη επιθυμία να το διαβάσει.
  Πολυδιαβασμένη η Ελένη Γκίκα, το βιβλίο αυτό όπως και όλα της τα βιβλία είναι σαν μια εγκυκλοπαίδεια. Διαβάζοντάς το, πέρα από την απόλαυση του κειμένου, αποκομίζει κανείς γνώσεις, αρκετές γνώσεις, από ενδιαφέροντα επεισόδια της ζωής των συγγραφέων (των οποίων τα βιογραφικά παρατίθενται και σε παράρτημα, ξεχωριστά), μέχρι ιστορικά ανέκδοτα και ενδιαφέροντα τσιτάτα. Ας παραθέσουμε κάποια:
  Μοράβια: «Οι άνθρωποι διαιρούνται σε δυο κατηγορίες: σ'A εκείνους που όταν αντιμετωπίζουν ένα μεγάλο πρόβλημα θέλουν να σκοτώσουν και σε εκείνους που θέλουν να σκοτωθούν» (σελ. 264).
  Σωστό. Οι ψυχολόγοι λένε ότι η αυτοκτονία είναι μια πράξη επιθετικότητας που αντί να στραφεί στον άλλο στρέφεται στον εαυτό.
  Βιρτζίνια Γουλφ: «Εάν η γυναίκα είχε ένα δικό της δωμάτιο, θα είχε γεννηθεί η αδελφή του Σαίξπηρ» (σελ. 231). Μα, αν δεν κάνω λάθος, ο Σαίξπηρ είχε αδελφή, οι γονείς του ήταν αρκετά εύποροι, είχαν μεγάλο σπίτι με πολλά δωμάτια, μπορούσαν να κάνουν ακόμη δυο παιδιά χωρίς να τα στριμώξουν όλα στο ίδιο δωμάτιο.  Ή μήπως κάνω λάθος;
  Διονύσιος Σολωμός: «Δεν ζει κανείς καλά παρά μόνος, διότι η μοναξιά είναι το ορυχείο της δύναμης και της αυτογνωσίας» (σελ. 169). Μόνο που αυτό το ορυχείο μπορεί κάποια στιγμή να πέσει να σε πλακώσει.  Διάβασα ότι ο Σολωμός, στις τελευταίες μέρες της ζωής του, αλκοολικός, μη βρίσκοντας ποτό να πιει, ήπιε ένα μπουκάλι κολόνια.
  Το παρακάτω το γράφω για να θυμηθώ να το προσθέσω σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενό μου με τίτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης». Σε δέκα μέτρα απόσταση από το σημείο όπου ο Ταρκόφσκι έστησε την κάμερα στη «Θυσία» για να τραβηχτεί η σκηνή που το πλήθος τρέχει πανικόβλητο μετά από μια καταστροφή, δολοφονήθηκε ο πρωθυπουργός της Σουηδίας Ούλοφ Πάλμε, «ο δε δολοφόνος του είχε διαφύγει μέσω εκείνης της σκάλας απ'A όπου στην ταινία κατέβαινε το τρομαγμένο πλήθος» (σελ. 277).
  Τα υπόλοιπα μπορείτε να τα βρείτε στο βιβλίο. Η ανάγνωσή του θα σας αποζημιώσει παντοιοτρόπως.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

ΥΓ. Ναι, εγώ είμαι αυτή κι αυτός που τα γράφει στο Λέξημα, ο φίλος μου ο Μπάμπης.
Μπάμπη, σ' ευχαριστώ που με βλέπεις έτσι, τ' αξίζω ή δεν τ' αξίζω, μου αρκεί το ότι μ' αγαπάς! Ε θα μ' αγαπήσω κι εγώ, που θα πάει...

1/10/09

Η δική μας αινιγματική, βαμπ και βαμπίρ “Μαύρη Ντάλια”

Εμείς ο καμβάς αλλά και το νυστέρι εμείς! Πινέλο... ο χρόνος ίσως?

“Ο δολοφόνος έπρεπε να κάνει το θάνατό της ασυνήθιστο και εντυπωσιακό και στο σχεδιασμό και στην εκτέλεση. Στο ρόλο του ως σουρεαλιστή καλλιτέχνη αποφάσισε το έργο του να είναι ένα μακάβριο αριστούργημα, ένα έγκλημα τόσο συγκλονιστικό και φρικτό, που θα έμενε, θα απαθανατιζόταν μέσα από τα χρονικά της εγκληματολογικής παράδοσης. Ως εκδικητής θα χρησιμοποιούσε το σώμα της σαν καμβά και το χειρουργικό νυστέρι του σαν πινέλο”. Και τον έκανε.
Δηλαδή, έκανε το μακάβριο αριστούργημά του μετά θάνατον ερωτεύσιμο και αλησμόνητο, ποιος δεν γνωρίζει αφ' ότου δολοφονήθηκε την “Μαύρη Ντάλια”;
Ο Τζέιμς Ελρόυ την έκανε μυθιστόρημα. Ο Ντε Πάλμα, ταινία. Αλλά την μέγιστη, σχεδόν λαγνική σχέση με την “υπόθεση” την είχε έτη και έτη ο Στιβ Χόντελ. Ιδιωτικός ντετέκτιβ που εργάστηκε πάνω από είκοσι χρόνια στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών του Λος Άντζελες.
Αλλά η 22χρονη Ελίζαμπεθ Σορτ από την Μασαχουσέτη που δολοφονήθηκε στο Λος 'Αντζελες τον Ιανουάριο του 1947, του έγινε έμμονη ιδέα. Όπως αποδεικνύεται στο 655 σελίδων βιβλίο του “Ο εκδικητής της Μαύρης Ντάλιας” (Πατάκη). Ο δολοφόνος της, αποδεικνύει και ισχυρίζεται, ήταν ο ίδιος του ο πατέρας. Πρώην αξιωματικός, γνωστός ψυχίατρος, μυστηριώδης και γοητευτικός διανοούμενος, υπήρξε κατά τον συγγραφέα – υιό, και ένας κατά συρροή δολοφόνος!
Για να το αποδείξει, σπατάλησε μετά τον θάνατο του πατρός, μια ζωή. Συλλέγοντας φωτογραφίες και μαρτυρίες. Ψηφίδες από τα παιδικά χρόνια για να ολοκληρώσει το παζλ ενός αινιγματικού και ασύλληπτου κτήνους. Αλλά και ο Ελρόυ, από την προσωπική του μυθολογία ασχολήθηκε με την υπόθεση “Μαύρη Ντάλια”. Ήταν δέκα χρονών όταν η μητέρα του δολοφονήθηκε στις 22 Ιουνίου το 1958. Ανεξιχνίαστη και ατιμώρητη δολοφονία. Κατά συνέπεια και για κείνον ήταν σα να γνώριζε ήδη από τότε, με τον δικό του απόλυτα επώδυνο βιωματικό τρόπο, της ζωής του την “Μαύρη Ντάλια”.
Ο Στιβ Χόντελ, αργοπόρησε κάπως να την γνωρίσει. Την ημέρα που πέθανε ο πατέρας. Όταν στο φωτογραφικό άλμπουμ που η μητριά του, παρακούοντας τις εντολές του εκλιπόντος δεν έκαψε, ανακάλυπτε την γυναίκα του, παλιά ερωμένη του πατέρα, και φωτογραφία νεαρής που όλα έδειχναν πως ήταν η Μαύρη Ντάλια.
Υπόθεση πατρός για τον ένα και μητρός για τον άλλον η Μαύρη Ντάλια. Και το βιβλίο της ζωής τους.
Όπως προσωπική μας υπόθεση είναι, εν γένει, η Τέχνη και εν μέρει η Λογοτεχνία. Με το χέρι στη φωτιά, συνήθως γράφουμε. Ακόμα και όταν αυτό δεν το αντιλαμβάνεται κανένας.

ΥΓ. Κατ' αρχάς θα πρέπει να σας πω ότι λατρεύω τις ντάλιες! Θυμάμαι την πίσω παλιά χωμάτινη αυλή γεμάτη κόκκινες, άσπρες, μπορντό, πορτοκαλιές και ό,τι χρώμα βάλει ο νους σας ντάλιες! Η μαμά μου έχει πάθος με τα λουλούδια, και μετά τις αρχικές κόντρες για το δικό μου... κακτικό πάθος, μεγαλώνοντας μοιραζόμαστε και συμμεριζόμαστε πια τα ίδια (ε ναι! Ντάλιες και ορτανσίες και τριανταφυλλιές και κρεμαστές γαριφαλιές και γιασεμιά και ζουμπούλια εκείνη, κάκτους εγώ! Με κάτι αγκάθια, να!) Βέβαια, τώρα, όχι ότι απαρνήθηκα τους κάκτους, αλλά αγάπησα μετά πάθους ντάλιες, βιολέτες, πασχαλιές και ζουμπούλια. Και τριανταφυλλιές (σε όλες τις εκδοχές: καρφίτσα τριαντάφυλλο με μαύρα κοράλλια, δαχτυλίδι τριαντάφυλλο με πλατίνα και μαργαριτάρια, τριανταφυλλάκια από ύφασμα, από δέρμα, από κρύσταλλο, από κόκκαλο... ως και ένα... χρυσό, ε ναι, μου το χάρισαν και σώθηκε ένεκα άνθους!)
Αλλά με την “Μαύρη Ντάλια” έπαθα... νταλίτιδα λέμε φέτος το Καλοκαίρι! Καλά, την είχα διαβάσει την κλασική (Έλρόυ), του... μπάτσου όμως, παρά το μεγαλειώδες εξώφυλλο θυμάμαι την είχα σνομπάρει! (την χάρισα στη Λένα, άλτερ έγκο μου σε μια ομάδα βιβλίου πια παρελθόν). Την τρικλοποδιά ντάλα Αύγουστο μου την έβαλε ο Ντε Πάλμα (ε ναι, λατρεύω Ταρκόφσκι, Μπέργκμαν, Τρυφώ αλλά μ' αρέσει και ο... Γκοντάρ και ο Ντε Πάλμα! Άβυσσος, ξέρω, άβυσσος ναι, αλλά στα αντίθετά του στηρίζεται σύμπαν και... μικροσύμπαν!)
Διακοπές λοιπόν, ντάλα Αύγουστος λέμε, στο φουλ το κλιματιστικό, και ξαπλωμένη σε πολυθρόνα- ημιανάκλιντρο (της έχω προσθέσει σκαμπό), πάνω από κατακόκκινους δερβίσηδες (ριχτάρια από Καππαδοκία σε κόκκινο και μπλε παντού, πήξαμε φέτος στους δερβίσηδες λέμε, και σε... πιατάκια, πινακάκια, μαγνητάκια, μουσικό κουτί...) έβλεπα “Μαύρη Ντάλια”! Ε μετά πήραν και όλα τ' άλλα σειρά (χούι κακό! Έτσι κι αρχίσω, κάνω... αφιέρωμα σκηνοθέτη ή συγγραφέα, σα να του ψάχνω αχίλλειο πτέρνα και παρελθόν). Ξανά μανά Ελρόυ, και φυσικά και “Ο εκδικητής της Μαύρης Ντάλιας” (και τον αγόρασα παρακαλώ, τον... χαρισμένο τον χάρισα αλλά για όλα – δεν το είπαμε? - έρχεται η ώρα!)
Απολαυστική ώρα! Είχα, το ομολογώ, παθιαστεί!
Αλλά το νόημα το συνέλαβα όπως σε όλα, βραδυφλεγώς και, φυσικά, κατόπιν εορτής!
Φανταστείτε τώρα γιο, μετά από τον θάνατο του πατέρα, να αναλώνεται σε όοοολο το υπόλοιπο της ζωής για ν' αποδείξει ότι ο... αποδημήσας πατήρ είναι κατά συρροή δολοφόνος! (ε εντάξει και της Μαύρης Ντάλιας!) (διότι ναι, πιστεύω τελικά, ότι εδώ είναι το... σασπένς και το ζουμί! Ως περιστατικό, δηλαδή, θα έτριβαν τα χέρια τους όλοι οι ψυχαναλυτές του κόσμου!)
Αλλά μετά ξανασκέφτηκα ότι μήπως κάπως έτσι δεν κάνουμε τέχνη, ή τέλος πάντων ό,τι κάνουμε? Από άλυτους γρίφους, καημούς, εμμονές? Αν το καλοσκεφτούμε, δηλαδή, έχει ο καθένας μας, τελικά, μια δική του, παλιά, κρυμμένη, ανεξιχνίαστη και βασανιστική, αεί υπάρχουσα ως βαμπίρ εξωτικόν και αινιγματικόν, Μαύρη Ντάλια! Ακόμα κι αν ζήσει μια ζωή χωρίς καθόλου να το αντιληφθεί η αποδεχθεί.
Όοοοχι! Δεν θα σας μιλήσω, φυσικά, για την δική μου μαύρη Ντάλια! Για τη δική τους θα σας πω, τί λέω, ήδη σας είπα, ναι?
Για τα δικά μου, το μόνο που έχω να πω είναι ότι αυτή τη βδομάδα φυτέψαμε φρέζες και αγιοδημητριάτικα (ε ναι, σε όλα τα χρώματα, είπαμε, η μάδερ πες, ανθοκόμος! Τους μιλά, τους γελά, τους τραγουδά' και στη βεράντα μου μεγαλώνοντας έχω αρχίσει κι εγώ να κάνω το ίδιο).

Θα υπογράφω... Alef της μαμάς μου, ειδικά γι' αυτό εδώ.

28/9/09

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι “η αγάπη που διαρκεί είναι μια πράξη θέλησης”.

“OI MAYTREES” της Annie Dillard. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 275, € 17.40

“Ίσως έχει διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει κανονική διαδρομή για να βγει κανείς από την αγάπη όπως υπάρχει για να μπει”. “Αν και γνώριζε πόσο έντονα θα της έλειπε οποιοδήποτε μπορεί να εξαφανιζόταν, δεν σκέφτηκε ποτέ να αγαπά λιγότερο”... Η Λού. Μια γυναίκα νεράιδα, ξωτικό, στο μυθιστόρημα της Annie Dillard “Oi Maytrees”.
Ο Τόμπι Μέιτρι την είδε για πρώτη φορά επάνω σε ένα ποδήλατο, στο μεταπολεμικό Προβινστάουν της Μασαχουσέτης. Αμέσως την ερωτεύτηκε, μαγνητισμένος απ' τη γαλήνη της. Για δεκατέσσερα χρόνια, ζούνε μαζί στους αμμόλοφους. Εκείνος γράφει ποιήματα, αυτή ζωγραφίζει, γεννά έναν γιο, τον Πίτι. Τους βοηθά η μποέμ φίλη της Ντίρι. Μέχρι που ο Τόμπι Μέιτρι θα ερωτευθεί και θα φύγει με την Ντίρι.
Θα ζήσουν άλλη ζωή, κτίζοντας σπίτια, συσσωρεύοντας αντικείμενα, πλούτη και μεταξωτές ρόμπες.
Η Λου, θα μείνει και τα συνεχίσει ακριβώς τα ίδια: βόλτες στους αμμόλοφους, τα καλοκαίρια της στην καλύβα. Τον πρώτο καιρό, θα πονά. Ήσυχα, θεωρώντας “τα δράματα, εσωτερικά και εξωτερικά, τουλάχιστον κακογουστιά”, σιγά- σιγά θα αρχίζει και να ξαναζωγραφίζει.
Μια ιστορία έρωτα και προδοσίας, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί, εάν η συγγραφέας δεν του έστηνε στην συνέχεια μια μικρή παγίδα. Σαν τις παγίδες που μας στήνει η ίδια ζωή, όταν αντικρίζουμε το τραύμα μας, ή τη ρωγμή, σε βάθος χρόνου. Τί είναι μια ιστορία απιστίας μπρος την αιωνιότητα, για μια γυναίκα – ξωτικό όπως η ηρωίδα στην ιστορία; Μέσα σε ένα μήνα η Λου είχε ήδη καταλάβει ότι “αν δεχόταν πως δεν είναι η ίδια το κέντρο του κόσμου, δεν υπήρχε αδικία ή προδοσία... Γιατί να προσβληθεί προσωπικά επειδή δυο άτομα ερωτεύτηκαν; Τί σημασία θα είχαν όλα αυτά μετά από διακόσια χρόνια;”
Και στο μυθιστόρημα, όντως, τα χρόνια περνούν και η Ντίρι πολύ βαριά αρρωσταίνει. Αλλά κι ο Μέιτρι, πηγαίνοντας την στο γιατρό, πέφτει και κατασπάζεται, χτυπά τόσο πολύ που έχει απόλυτη ανάγκη κι αυτός, όπως κι η Ντίρι, από φροντίδα.
Το τελευταίο που θα σκεφτόταν ένας άνθρωπος “λογικός” και “δυτικός” σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν η Λου! Κι όμως ήταν η Λου εκείνη που ανέλαβε την φροντίδα. Και δεν αισθανόμαστε καθόλου σαν τον κακό του σινεμά που βγαίνοντας αποκαλύπτει σε εκείνους που μπαίνουν τον δολοφόνο. Διότι σ' αυτή την ιστορία το πρωτεύον είναι η φύση, οι χαρακτήρες, η γλώσσα, το νόημα, η διαπίστωση, η αναζήτηση, ο θάνατος, η πικρή ή γλυκόπικρη σοφία.
Η ιστορία, λίγο έως πολύ, μέσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, η ίδια: ένας αγάπησε μια και μετά την πρόδωσε και αγάπησε μιαν άλλη.
Το σπάνιο είναι η αγάπη των δυο να μη καταλαγιάζει ποτέ. Το σπανιότερο να νικά η αγάπη, το έλεος, η φιλία.
Το ακόμα σπανιότερο, αυτό που επιτυγχάνει η συγγραφέας: μια σπλαχνική αρχετυπική σύζευξη ζωής, ωραίους έρωτες κι ωραίους θανάτους. Το μωρό του Πίτι να μπουσουλά στο ρημαγμένο κορμί της ετοιμοθάνατης Ντίρι. Τα αστέρια να λάμπουν στον καλοκαιρινό ουρανό πάνω από το νεκροκρέβατο του Μέιτρι. Την ευλογία να ανακαλύπτεις εγκαίρως τα περιττά και περνοδιαβαίνοντας τους αμμόλοφους να συλλαμβάνεις “το νόημα”: “Μπορεί κανείς να κρατήσει στην αντίληψή του όλους τους ανθρώπους του παρελθόντος και του παρόντος; Αναρωτιόταν επιπλέον μήπως το να το κάνεις αυτό ήταν, κατά κάποιο απίθανο ενδεχόμενο, ο σκοπός- για ποιον τελικό λόγο δεν είχε ιδέα. Όχι ότι η ζωή χρειαζόταν σκοπό. Αλλά έπιανε τον εαυτό της να αρχίζει να κλίνει προς το να εξετάσει τελικά το ενδεχόμενο να υπάρχει. Σκοπός. Οποιοσδήποτε σκοπός. Τα βιβλία πρέπει να ξέρουν κάτι”.
Ενδεχομένως και γι' αυτό από πάντα ο Μέιτρι και η Λου να διάβαζαν σαν μανιακοί. Όπως διαβάζουν και πριν απ' το τέλος. Μαστορεύουν ράφια και μπαλώνουν τις τρύπες στην καλύβα, διαβάζουν βιβλία ο ένας στον άλλον και ατενίζουν τ' αστέρια στον ουρανό και τον ωκεανό, περπατούν χωρίς σκέψεις βαρύγδουπες στους αμμόλοφους μέχρι το τέλος.
Ο επίλογος, θα γραφτεί “φυσικά”, με στοργή, έξω στην ανοιχτή φύση, κάτω απ' τα αστέρια. Διότι παρά τα “υπέρτατα ερωτήματα” και τα “υπαρξιακά μυστικά”, μοιάζει η Λου να έχει αποδεχθεί ότι “οι πάπιες δεν μπορούν να πετάξουν, απλώς κάνουν τεράστια άλματα”. Και πως, όλα μπορεί και να είναι όπως πολύ νεαρή είχε υποπτευθεί, όταν του ζητούσε να υποκριθούν τους γέρους. “Ότι είναι όλα ένα μεγάλο αστείο”. Και “ότι μπορείς να πεθάνεις από τα γέλια”. Αφού “θα πεθάνεις έτσι ή αλλιώς”.
Ζωές ανθρώπων στους αμμόλοφους, λοιπόν, σαν παγανιστική τελετή, χορευτική τελετουργία. Με τη φύση πανταχού παρούσα να θεραπεύει, να καθορίζει αποκαλυπτική, να κάνει το νόημα τόσο απτό κι απλό, σε ένα βαθύτατα υπαρξιακό, ποιητικό, ατμοσφαιρικό, μυθιστόρημα.
Με αξιολάτρευτους ήρωες. Είτε για την τεράστια και ελεήμονα Λου μιλάμε, είτε για τον Μέιτρι που αναζητά στη ζωή ό,τι στο ποίημα: τον αιώνιο έρωτα που ξαναβρίσκει στα άστρα και στην αγάπη.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι “η αγάπη που διαρκεί είναι μια πράξη θέλησης”. Και πώς όλα, και τα πιο δύσκολα “είναι μέρος της ζωής”, όπως κάποτε εκείνο το ναυάγιο που ανήμπορος παρακολούθησε παιδί ο Μέιτρι. Μπορεί όλα να κρύβονταν σε εκείνο το παλιό βιβλίο των Μάγια:
“Τα πρώτα όντα απηύθυναν ευχαριστίες στους θεούς:
Αληθινά τώρα, διπλές ευχαριστίες, τριπλές ευχαριστείς
που σχημαστήκαμε. Μας δόθηκαν
τα στόματά μας, τα πρόσωπά μας.
Μιλάμε, ακούμε, αναρωτιόμαστε,
κινούμαστε... κάτω από τον ουρανό”.
Μπορώ να βλέπω το πρόσωπό Σου κάτω από τον ουρανό, “το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου”, λίγο είναι; Μια ερωτική ιστορία με θείο έρωτα ζωής και για την ζωή την ίδια, σχεδόν θεολογικής σημασίας.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Annie Dillard έχει γράψει έντεκα βιβλία, ανάμεσά τους και τα απομνημονεύματα των γονιών της, “ An American Childhood”, το έπος των πιονιέρων των βορειοδυτικών πολιτειών “The Living”.
Και το μη μυθιστορηματικό αφηγηματικό έργο “Pilgrim at Tinker Creek”.
Κοινωνική αλλά συνάμα αναχωρήτρια, είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.

ΥΓ. Δημοσιεύτηκε στο 'Εθνος της Κυριακής (27/9/2009)
άλεφ- ελένη γκίκα