24/12/12

To bolero του Ραβέλ για την αιώνια επανάληψη

H ζωή σε 40 ερωτήσεις: Ελένη Γκίκα
Η συγγραφέας απαντάει στο ερωτηματολόγιο του Προυστ για το Lifo.gr. Επιμέλεια: Μίνα Καλογερά. Πηγή: www.lifo.gr


οια είναι η εικόνα που έχετε για την απόλυτη ευτυχία;
 
Όλος ο κόσμος μια τεράστια βιβλιοθήκη που υπόσχεται…


- Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;

Ο φόβος του Φόβου. Δευτερότριτο, μάταιο συναίσθημα. Και το να μη φοβούνται και να πονούν τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, και – είναι πολλοί- αυτοί που αγαπάω.

- Ποιο εν ζωή πρόσωπο εκτιμάτε περισσότερο;

Την υπέροχα γενναία μαμά μου. Άργησα να την γνωρίσω μέσα στις απίστευτες κόντρες μας, αλλά είμαι πια τόσο υπερήφανη.
 
- Σε ποιο πράγμα προδώσατε τον εαυτό σας και μετανιώνετε περισσότερο γι’ αυτό;

Στο ότι δεν φεύγω εγκαίρως! Αφήνω περιθώρια και περιθώρια και περιθώρια, ελπίζοντας. Αφού ό,τι είναι για να φανεί, συνήθως απ’ την αρχή φαίνεται, προς τι ο μάταιος μόχθος;

- Για ποια προδοσία του εαυτού τους οικτίρετε τους άλλους;.

Για το ότι ζουν από την ατολμία τους, ζωή ερήμην. Το να ζεις την ζωή ενός άλλου επειδή φοβήθηκες, είναι σχεδόν κατάρα.

- Ποιο εν ζωή πρόσωπο σιχαίνεστε περισσότερο;

Είμαι του οίκτου και όχι της απέχθειας. Έχω βέβαια πολλούς να λυπάμαι.

- Ποιο είναι το αγαπημένο σας απόφθεγμα;

Ήμουν ο Όμηρος, σε λίγο θα είμαι Κανένας σαν τον Οδυσσέα. Μπόρχες, κανείς άλλος δεν περιγράφει τόσο σοφά έναν κύκλο ζωής.

- Τι νοσταλγείτε περισσότερο;

Τις στιγμές με τους αγαπημένους μου που έφυγαν και δεν τις χόρτασα, και δεν τους χόρτασα. Αυτό το «έχουμε καιρό», μεγάλη βλακεία.

- Ποιο είναι το πιο εξωφρενικό πράγμα που έχετε κάνει;

Άφησα ό,τι είχα και δεν είχα και έφυγα με ένα εικοσάρικο στη τσέπη στα είκοσι πέντε μου (γάμο, δουλειά, βιβλιοπωλείο). Κι αυτά δεν τα κάνουν «τα κορίτσια από σπίτι», το τελευταίο αυτό για να διαφανεί η δυσκολία. Φαίνομαι άνθρωπος- δέντρο, αλλ’ είμαι της φυγής μέσα μου- μέσα μου.

- Ποιο είναι το αγαπημένο σας ταξίδι;

Στην Αγία Πετρούπολη. Για τον Ντοστογιέφσκι. Κλείνω τα μάτια κι είμαι στην τραπεζαρία, στο γραφείο. Σχεδόν αγγίζω την κούκλα και το αλογάκι των παιδιών, βλέπω το χαλί, τις σκάλες, τον δρόμο…

- Ποια θεωρείτε την πιο υπερεκτιμημένη αρετή;

Την επιδεξιότητα. Σχεδόν την απεχθάνομαι. Με ενοχλούν οι άνθρωποι που τα πολυκαταφέρνουν. Έχω μεγάλη αδυναμία στους αδέξιους.

- Ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σας;

Η τεράστια υπομονή και η ανοχή, «άσε, θα δείξει», ακόμα.

- Ποιο χαρακτηριστικό προτιμάτε περισσότερο σε κάποιον;

Την καλοσύνη από επιλογή. Την γενναιοδωρία.

- Τι θεωρείτε πιο σημαντικό στους φίλους σας;

Το ένα τους πρόσωπο. Το ότι είναι αυτό που είναι. Θεωρώ δευτερότριτο τα πολλά πρόσωπα.

-Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που σας έχουν δώσει;

«Να είσαι ευαίσθητη με τους άλλους και όχι με την πάρτη σου» της μάνας μου. Κι εκείνο το αλησμόνητο «ε και;» ενός άντρα.

- Πότε κλάψατε για τελευταία φορά;

Προχθές, που πέθανε ο μπαμπάς του Χρήστου. Γελάω πολύ κι ίσως γι’ αυτό και να είμαι κλαψιάρα.

- Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για τη διασημότητα;

Η ευτυχία. Είναι περίεργο τρένο, όποτε θέλει σε καταδέχεται.

- Διαλέξτε πέντε λέξεις που περιγράφουν τον εαυτό σας;

Εύπιστη, βιβλιομανής, καθηκοντόπληκτη, υπερβολική, σπάταλη μέχρι αμαρτίας σε όλα (και στα συναισθήματα).

- Ποιοι είναι οι δύο καλύτεροί σας φίλοι;

Η Μάρω κι ο Γιάννης. Μ’ αγαπούν κι είναι στο πλάι μου όσο ζαβή και να είμαι. Να πω τρεις; Και η Αρετή. Είναι μεσ’ στο κεφάλι μου και έτσι μπορεί κι επιμελείται τις ιστορίες.

- Ποια μουσική θα θέλατε να παίξουν στην κηδεία σας;

Το Bolero του Ραβέλ γι’ αυτή την αιώνια επανάληψη που ανεβοκατεβαίνει. Ή κάποια από τις μουσικές της Καραίνδρου που είναι ένας διαρκής αποχαιρετισμός. Μαχαιράκια που σφάζουν και αγαλλιάζουν.

- Τι θεωρείτε ως έσχατο βαθμό δυστυχίας;

Τους άφιλους. Τους πραγματικούς φίλους μας τους αξίζουμε ή δεν τους αξίζουμε, είναι ο καθρέφτης μας. Χωρίς αυτούς είμαι η Καμία.

- Πού θα θέλατε να ζείτε;

Είμαι άνθρωπος… δωματίου. Κι αυτό το δωμάτιο θα μπορούσε να είναι παντού. Καλά είναι κι εδώ όπου είναι. Αλλ’ έτσι ή αλλιώς χρειάζομαι ελάχιστα. Που όσο περνούν τα χρόνια, όλο και λιγοστεύουν.

- Ποια είναι η αγαπημένη σας απασχόληση;

Ε, το διάβασμα. Μέχρι τελικής πτώσης! Δλδ σχεδόν γίνομαι γραμματοσειρά και μπαίνω στη σελίδα.

- Σε ποιες περιπτώσεις λέτε ψέματα;

Για να μη πονέσω τον άλλον, σταθερά. Σε περίπτωση αρρώστιας, στο φινάλε δεν ξέρεις!

- Τι απεχθάνεστε περισσότερο στην εμφάνισή σας;

Το ό,τι εκείνο που αισθάνομαι φαίνεται! Κοκκινίζω, πρασινίζω, μαυρίζω… δεν μπορώ να κρύψω πια τίποτε. Αλλ’ όσο περνά ο καιρός κι αυτό πια δεν με νοιάζει. Και την τάση μου να αυξομειώνονται τα κιλά μου. Αλλά τώρα ούτε κι αυτό με πειράζει.

- Ποιες λέξεις ή φράσεις χρησιμοποιείτε υπερβολικά;

«Υπέροχο», «μάτια μου», «εντελώς μυθιστορηματικό»… αλλ΄ έτσι είναι. Δεν είναι;

- Τι ή ποιον αγαπάτε περισσότερο στη ζωή σας;

Την Νεφέλη τη βαφτιστήρα μου. Για κείνη θα έδινα και τη ζωή μου.

- Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;

Για τα ταξίδια που δεν έκανα μ’ έναν άντρα που πέθανε. Για τις βόλτες που δεν τις χόρτασα όσο θα ήθελα με τον μπαμπά μου.
 
- Πότε και πού υπήρξατε ευτυχισμένη;

Όταν κρατώ στην αγκαλιά μου την κοιμισμένη Νεφέλη. Όταν διαβάζω. Δλδ είμαι ακόμα και μάλλον έχω βρει και τον τρόπο να υπάρξω σ’ αυτή τη ζωή ευτυχισμένη.

- Ποιο ταλέντο θα θέλατε να είχατε;

Επιδέξια χέρια! Εκτιμώ πολύ αυτούς που πιάνουν τα χέρια τους! Δλδ ζυμώνουν, φυτεύουν, κουρεύουν, ζωγραφίζουν, κάνουν ρούχα, κοσμήματα… προσπαθώ βέβαια…

- Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ντοστογιέφσκι, Μπόρχες, Τόμας Μαν, Κάφκα, Μαγιακόφσκι, Έμιλυ Ντίκινσον, Κάρεν Μπλίξεν, Βιρτζίνια Γουλφ, Γιόκο Ογκάουα, Πρεβέρ για την ποίηση της καθημερινότητας. Ειδικά οι δυο πρώτοι είναι η ζωή μου, Τους χρωστώ, πώς το λένε.

- Ποιος είναι ο αγαπημένος σας φανταστικός ήρωας;
    Ο πρίγκιπας Μίσκιν από τον «Ηλίθιο». Μου προκαλεί δέος η απόλυτη καλοσύνη. Κι ο Καθηγητής στη «Θυσία» του Ταρκόφσκι.

- Ποιοι είναι οι πραγματικοί ήρωες σας;

Εκείνοι «που δημιουργούν στα όρια της εξάντλησης, αυτοί που λυγίζουν κάτω απ’ το βαρύ μόχθο, που είναι κιόλας τσακισμένοι και στέκουν, ωστόσο, ορθοί» όπως υποστηρίζει ο Άσσενμπαχ στον «Θάνατο στη Βενετία». Εκείνοι που «παρά τούτο» σχεδόν αγγίζουν το μεγάλο.
- Ποια είναι τα αγαπημένα σας ονόματα;

Όλγα, Αντιγόνη, Αριάδνη κι Ορέστης. Τα πρώτα, δυνατά, ο τελευταίος ευάλωτος. Αλλά το εθνικά οικογενειακό μας όνομα είναι Σπυρίδων. Για άπειρους λόγους κι ανεξερεύνητους.

- Τι απεχθάνεστε περισσότερο;

Την αλαζονεία και την κακία, τα θεωρώ βλακεία. Κανείς δεν ξέρει πότε σώζεται το καντήλι του και τι τον περιμένει στη γωνία, κι όσο για την κακία, ε αρκεί ο προσωπικός σταυρός μας, έτσι δεν είναι;

- Ποια είναι η παρούσα διανοητική σας κατάσταση;
Χαρμολύπη. Σα να περνάμε καθαρτήριο. Η αίσθηση ότι ζούμε σε σημαντικότατη εποχή που απευχόμαστε.

- Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον εαυτό σας, τι θα ήταν αυτό;
Αυτή την αίσθηση της βαθύτατης λύπης που ώρες- ώρες αγγίζει τα όρια της μελαγχολίας. Να πίστευα περισσότερο. Να, αυτό θ’ άλλαζα. Την πίστη. Θα’ θελα να ‘ταν ακλόνητη.
 
- Aν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στην οικογένεια σας, τι θα ήταν αυτό;
Θα εξαφάνιζα και την ελάχιστη αίσθηση φόβου. Μάταιο συναίσθημα, ποτέ δεν συνέβη ό,τι φοβήθηκα, και εκείνο που δεν αντέχω, θα το ξαναπώ, είναι τους αγαπημένους μου, φοβισμένους.

- Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερή σας επιτυχία;
Τους φίλους μου. Το ό,τι έζησα και ζω όπως μου πάει. Την δική μου ζωή, γι’ αυτό και φτάνω χωρίς να βαρυγκομώ στο ταμείο.

- Αν μπορούσατε να διαλέξετε πώς να επιστρέψετε στη ζωή, τι θα θέλετε να είστε;

Βιβλιοθηκονόμος σε μια βιβλιοθήκη μικρής πόλης. Για τα βιβλία και τους ανθρώπους της πόλης.


H Ελένη Γκίκα είναι συγγραφέας δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός. Μέσα στο 2013 θα κυκλοφορήσουν ,το μυθιστόρημα «Το bolero δεν ήταν του Ravel» και το παραμύθι «Η ζωγραφιά που ταξιδεύει» από τις εκδόσεις «Καλέντη». Πηγή: www.lifo.gr

18/12/12

θεριστές της νοθείας μας



Για τους ήρωες της Λείας Βιτάλη στην “Ιερή Παγίδα”.

Το παρελθόν είναι κατ’ ανάγκην ατελές, κατ’ ανάγκην ανασυγκροτημένο, επινοημένο εκ νέου. Συλλέγουμε απ’ αυτό μόνο τις αλήθειες του σήμερα. Αν το παρόν μας είναι το παιδί του παρελθόντος, το παρελθόν μας είναι το παιδί του παρόντος. Και το μέλλον θα είναι ο θεριστής της νοθείας μας”.
Μααλούφ άκρως… ψυχαναλυτικός και πικρός (και δανεικός) και η κυρία Λεία Βιτάλη λόγω ιδιοσυγκρασίας της αλλά και ειδικών σπουδών τα συλλαμβάνει όλα αυτά σε κάθε της ιστορία. Ακόμα και όταν αφορά την Ιστορία. Με γιώτα κεφαλαίο που εν πολλοίς και για πολλούς θεωρείται δεδομένη.

Αλλά όπως η μια παρεισφρύει στην άλλη και η Ιστορία η κεφαλαίο έρχεται και θερίζει και καθορίζει τις μικρές ιστορίες- ζωές, έτσι κι εμείς έχουμε κόψει και ράψει στα μέτρα μας την Ιστορία. Την Ιστορία, επιμένουν πολλοί, την ιφίστανται οι ηττημένοι και την γράφουν οι νικητές.
Και εδώ έρχεται η Λεία – καινοτόπο παλιόπαιδο και εξαιρετική συγγραφέας και ως συνήθως και επιχειρεί μια μικρή ανατροπή, ή μάλλον μια πολύ μεγάλη ανατροπή.
Διότι όπως έχει πει σε συνέντευξή μας “ο ξεριζωμός κληροδοτείται”.
Και σας διαβάσω τα λόγια της ακριβώς:
Υπάρχει κάποια στιγμή στη ζωή του συγγραφέα που νιώθει ότι θέλει να φύγει από τα στενά όρια του εαυτού του. Να εκπληρώσει, ας υποθέσουμε, ένα χρέος προς τους άλλους. Να μιλήσει, αν θέλετε, για τα κοινά. Γι’ αυτά που ταλανίζουν τον άνθρωπο σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Ο πόλεμος, η ήττα, ο φόβος, η εκμετάλλευση των αδύναμων από τους ισχυρούς, η αλαζονεία της εξουσίας – είτε πολιτικής είτε εκκλησιαστικής- είναι θέματα που καίνε δίπλα μας. Ήθελα να μιλήσω γι’ αυτά. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης τα εμπεριέχει όλα. Και κάτι παραπάνω. Την αλλαγή του ρου της ιστορίας στα Βαλκάνια. Μας αφορά και σαν ανθρώπους αλλά και σαν κατοίκους της περιοχής. Όπως καταλάβατε τη χρησιμοποίησα ασύστολα για να μιλήσω για όλα αυτά που καίνε. Και όχι μόνον γι’ αυτά. Επειδή κατάγομαι από την Κωνσταντινούπολη είχα ακόμη έναν λόγο. Τον ξεριζωμό! Που σφραγίζει εφόρου ζωής αυτούς που τον ένιωσαν στο κορμί και την ψυχή τους και- να σας πω και κάτι που ανακάλυψα- κληροδοτείται. Ο ξεριζωμός κληροδοτείται. Είναι απίστευτο. Αλλά συμβαίνει”.
Και επειδή και σε μένα αρέσουν οι ξεριζωμοί, σε αυτούς τους μικρούς, προσωπικούς ξεριζωμούς, για λίγο θα σταθώ.
Διότι αυτοί οι μικροί ξεριζωμοί αρέσουν και στην κυρία Βιτάλη.

Ξεριζωμοί από την πατρίδα τους, όσον αφορά τους ήρωες, Κυριολεκτικοί, η Ιουστίνη ξεριζωμένη από την Κωνσταντινούπολη στην Βενετία μας αφηγείται.
Ξεριζωμοί από την θρησκεία και την ιδεολογία τους, εφόσον με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, εν τέλει, προδόθηκαν ή απελπίστηκαν όλοι.
Ξεριζωμοί απ’ ό,τι αγάπησαν διότι ή ανήκει αλλού ή αδυνατούν πια να το διεκδικήσουν.
Ξεριζωμοί από το φύλο και από το ίδιο τους το κορμί, διότι συμβαίνει κάποιες φορές στη ζωή κι άλλος να αποφασίζει ή να μας ορίζει.
Ξεριζωμοί από την ίδια την αλήθεια, το αρχικό γεγονός, διότι έτσι όπως μέσα στον χρόνο γίνονται όλα τόσο ρευστά, ουδείς ξεχωρίζει τον προδότη από τον προδομένο: τα κάστρα εξάλλου πατιούνται από μέσα.
Ξεριζωμοί από την βούλησή μας την ίδια.

Διότι η εξουσία ενυπάρχει παντού: στην πολιτική, στον Θεό, στα καθημερινά, στα μικρά οικογενειακά, στη σχέση συγγραφέα – ηρώων, και στον έρωτα ακόμα. Εκεί κι αν παίζεται πια το παιχνίδι εξουσιαζομένου- εξουσιαστή. Με θύμα που μπορεί να μεταβληθεί μέσα σε μια στιγμή σε θύτη: ο οθωμανός ως θύμα μαγεύεται και ως θύτης σακατεύει το αντικείμενο του πόθου του.
Ο Ιάκωβος ως θύτης φέρων την απόλυτη ομορφιά γίνεται θύμα αυτής ακριβώς της σχεδόν υπερβολής της φύσης.
Το υπερβολικό εντέλει σκοτώνει τους ανθρώπους. Λες και το μεγάλο ταλέντο, η απόλυτη ομορφιά να είναι ύβρις προς τους Θεούς ή τη ζωή και να απαιτεί από τον φέροντα στο ακέραιο το τίμημά του.

Και εδώ έρχεται μια Λεία Βιτάλη σχεδόν ταχυδακτυλουργική και στήνει το σκηνικό της ήττας με τους σκοτεινούς και αντιφατικούς ήρωές της.
Με αφηγήτρια την Ιουστίνη που ντυνόταν αγορίστικα ως παιδί – διότι αγόρι την επιθύμησαν οι γονείς της και η οποία ταυτίζεται τόσο με τον Ιάκωβο που ώρες – ώρες γίνεται αυτός: “Άκουγα μέσα μου τους χτύπους της καρδιάς του, λαχταρούσα με τις επιθυμίες του, έβλεπα ακόμη και τα όνειρά του, κι όλα αυτά μ’ έναν τρόπο μαγικό, που ούτε εγώ η ίδια μπορώ ακόμη να εξηγήσω. Χωρίς να το επιδιώκω, μπορούσα ξαφνικά να βυθίζομαι ολόκληρη μέσα του, να γίνομαι αυτός ο ίδιος, κι αυτό με χαροποιούσε τόσο πολύ, που δεν ζητούσα να ζήσω άλλη ζωή, παρά μόνο τη δική του”.
Κι αυτό κάνει.
Βυθίζεται μέσα του και γράφει γι’ αυτόν. Περνά μέσα απ’ αυτόν τα δεινά της ζωής της και τα δεινά όλων των άλλων.
Εξάλλου για την συγγραφέα “ο μοχλός της ιστορίας είναι ο ήρωας. Αυτός διαμορφώνει τις καταστάσεις, την ιστορία, την πλοκή, την ανατροπή, την έκβαση του τέλους, έστω άθελά του. Αυτός αγαπά, μισεί, φοβάται, επιθυμεί, εκδικείται, κάνει έρωτα με ό,τι τον διεγείρει, πεθαίνει. Είμαι ανθρωποκεντρική στον τρόπο που φτιάχνω τις ιστορίες μου- θα παραδεχτεί- διότι ψάχνοντας τους ανθρώπους ανακαλύπτεις πόσο υπέροχα μοναδικοί είναι. Ο καθένας και μια συναρπαστική ιστορία”.

Και όλοι μέσα σε μια καθομολογουμένη συγγραφική της εμμονή: τον έρωτα. Με όλες του τις μορφές και τις μεταμορφώσεις: Παθιασμένος. Απατημένος. Ματωμένος. Αλωμένος. Λυτρωτικός. Θεικός. Και πάντα εξουσιαστής, όπως θ’ αποδεχθεί. Και φυσικά… εκμεταλλευτής!

Και όσο για το αν την θέλγουν οι σκοτεινοί ήρωες και οι σκοτεινές ιστορικές περίοδοι, ούτε λόγος. Το σκοτάδι λειτουργεί για την Λεία σαγηνευτικά. Εκεί ανακαλύπτει τις βαθύτερες αλήθειες: τα κίνητρα που δεν έχουν ομολογηθεί. Τις επιθυμίες που δεν τόλμησαν ποτέ να εκφραστούν… Τα αθέατα και ανομολόγητα που καθορίζουν τις πράξεις μας, τελικά.
Για να το επιτύχει, δεν χρειάζεται παρά ήρωες και ηρωίδες με πάθος.
Πάθος! Πάθος! Και πάλι πάθος!”
Κι είναι σα να μου αντηχεί η φωνή της μέσα στ’ αυτί: “Πάθος κι ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Απεχθάνομαι τα στάσιμα ύδατα. Τους ανοργασμικούς ήρωες. Λατρεύω τους χαρακτήρες που βουτάνε μέσα σ’ όλα ακόμη κι όταν φοβούνται, Ή όταν αποτυγχάνουν. Ιδιαίτερα τότε”.
Διότι στους ηττημένους η ζωή είναι τόσο πολύ γενναιόδωρη, τόσο χαριστική. Στο δικό τους αυτί επιχειρεί να ψιθυρίσει τις πιο μεγάλες αλήθειες. Αλλά κάπου εδώ ηττημένη απ’ το μέγιστον του ζητήματος θα βάλω τελεία κι εγώ.
Ευχαριστώ. Και πρώτα απ’ όλους τη Λεία, για την… υπέροχη παγίδα. Που μας απόδειξε με τρόπο σαγηνευτικό πως είμαστε τελικά σήμερα άξιοι θεριστές της νοθείας μας.
Το αποδεικνύει, εξάλλου, περίτρανα έτσι δεν είναι; αυτό που ζούμε. Η εποχή.

Από την παρουσίαση του βιβλίου στο
Πνευματικό κέντρο, Βίλα Κώστα” (Λουκή Ακρίτα 4, Νέα Ερυθραία) στις 17/12/2012

11/12/12

η Ιστορία στις ιστορίες

Δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό “Η Ιστορία Σήμερα” (Σάββατο 8 Δεκεμβρίου, μαζί με το έθνος, το περιοδικό κυκλοφορεί κάθε δεύτερο Σάββατο του μήνα μαζί με την εφημερίδα)

Και ένα μάρκο να ήταν...” του Μανώλη Γλέζου, Εκδ. “Α.Α.Λιβάνη”, σελ. 286, 9.90 ευρώ.

Με τον υπότιτλο “οι οφειλές της Γερμανίας στην Ελλάδα” ο Μανώλης Γλέζος, υπογράφει ένα επίκαιρο και καταγγελτικό βιβλίο. Στις σελίδες του, όπως ο ίδιος επισημαίνει: “η περιφρονητική, υποτιμητική και απαξιωτική, όλο λοιδωρίες, ως και απάνθρωπη συμπεριφορά της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα που, φαίνεται, από πρώτη όψη, δυσεξήγητη και εύλογα δημιουργεί πολλά ερωτήματα. Τι συμβαίνει; Γιατί αυτή η στυγνή διαγωγή; Η στάση αυτή υποχρεώνει, πρώτα και κύρια, να υπενθυμίσουμε τι υπέστη ο ελληνικός λαός από τα γερμανικά στρατεύματα στη διάρκεια της Κατοχής στο Β' παγκόσμιο Πόλεμο – ολόκληρο το σχέδιο διάλυσης της Ελλάδας με το διαμελισμό της και αφανισμού του Ελληνικού Λαού με τη γενοκτονία-, να παρουσιάζουμε τις ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις, να τονίσουμε τις σημερινές οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα και, πάνω απ' όλα, να υπογραμμίσουμε την ουσιαστική και ηθική πλευρά του προβλήματος”.
Με μότο, ένα απόσπασμα από το “Κατηγορώ του Ζολά”, “Αν θάψετε την αλήθεια κάτω από τη γη, διογκώνεται εκεί μέσα και συλλέγει τέτοια εκρηκτική δύναμη, ώστε την ημέρα που ξεσπά παρασύρει τα πάντα μπροστά της”, με πρόλογο του Ευάγγελου Μαχαίρα (καπετάνιος Λόχου Πολυβόλων του ΕΛΑΣ, και πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 1081-84, Γραμματέας του ΕΣΔΟΓΕ) και προλεγόμενα με υπογραμμισμένη σημείωση του ίδιου του συγγραφέα “δε μας διακατέχει μίσος κατά του γερμανικού λαού. Θέλουμε διακαώς, επιδιώκουμε με κάθε τρόπο και ευελπιστούμε στη φιλία των λαών Ελλάδας – Γερμανίας/ Προυπόθεση απαραίτητη όμως της φιλίας αποτελεί η αποκατάσταση του δικαίου”, ο Μανώλης Γλέζος υπογράφει και εν θερμώ ένα βιβλίο προς αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας.
Στις σελίδες του: η ηθική του ζητήματος και η ισχυρισμοί της Γερμανίας. Οι παλαιότερες οφειλές της Γερμανίας, η Γερμανική εισβολή και η τριπλή Κατοχή. Η καταστροφή της Οικονομίας, το αναγκαστικό δάνειο και οι νεκροί από τις εκτελέσεις και την πείνα. Οι ανεξόφλητες υποχρεώσεις της Γερμανίας όσον αφορά τους αρχαιολογικούς θησαυρούς και τα έργα τέχνης, το αναγκαστικό δάνειο, τις αποζημιώσεις των θυμάτων και τις συνεχείς αναβολές για την καταβολή των οφειλών. Καθώς και τα τί έχει δώσει ως τώρα η Γερμανία και τι ακριβώς συμβαίνει με τις διεκδικήσεις από κυβερνητικής πλευράς, από την πλευρά του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και από τους συγγραφείς των θυμάτων
Η επιδίωξή του: η ολόπλευρη ενηµέρωση και κατανόηση του προβλήµατος απ' όλους. “Αποσκοπούμε να ξεθάψουµε το θέµα των οφειλών της Γερµανίας προς την Ελλάδα, το οποίο έχουν θάψει στα τάρταρα της λησµοσύνης από τη μια η Γερµανική εκδικητικότητα και από την άλλη το μένος κατά της Εθνικής Αντίστασης. Δε µάς διακατέχει µίσος κατά του Γερµανικού λαού”.
Η επισήμανση: “Και ένα μάρκο να ήταν η οφειλή, η Γερμανία έχει τη νομική, την ιστορική, αλλά προπαντός την ηθική υποχρέωση να εκπληρώσει τα χρέη της απέναντι στην Ελλάδα”.


Η περιπέτεια του Κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα” του Γιώργου Ρωμαίου, Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 543, 30 ευρώ

Το έργο στο σύνολό του, αφηγείται τη δυσχερή και ασταθή πορεία του κοινοβουλευτικής ζωής στην Ελλάδα. Πολιτικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, γνήσιες και νόθες εκλογές, παρασκήνια και ξένες επιδράσεις, οι πρωταγωνιστές και οι πράξεις τους, αποτελούν, εν τέλει, “το μωσαικό της περιπέτειας του κοινοβουλευτισμού”.
Ο τρίτος τόμος της "Περιπέτειας του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα" που κυκλοφόρησε πρόσφατα, αφηγείται τις πολιτικές εξελίξεις από τη ναζιστική Κατοχή έως και τη χούντα των συνταγματαρχών. “Μια εποχή δραματική, γεμάτη πόλωση, η οποία στις αρχές της καθορίστηκε από έναν νέο μεγάλο εθνικό διχασμό, τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, και προς το τέλος της σφραγίστηκε από τη σύγκρουση κορυφής ανάμεσα στον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β”, επισημαίνει ο συγγραφέας. Στις σελίδες του βιβλίου, από τις πολιτικές δυνάμεις, τα κέντρα εξουσίας και τ' Ανάκτορα, την Κατοχή και την Αντίσταση μέχρι την δραματική τριετία του εμφυλίου, τον Παπάγο στην εξουσία, τα Ιουλιανά και τη δικτατορία.
“Η έναρξη της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα σήμανε την είσοδο της χώρας στο διεθνές ψυχροπολεμικό σκηνικό. Ταυτόχρονα σήμανε την "εξάρτηση" του ελληνικού κοινοβουλευτισμού από τρεις πόλους εξουσίας που εξήλθαν ενισχυμένοι από την ελληνική εμφύλια σύγκρουση: τον αμερικανικό παράγοντα, το Στέμμα και το στρατό. Η αδυναμία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού να υπερκεράσει την αυξανόμενη επιρροή των τριών αυτών πόλων οδήγησε στη μοιραία διετία 1965-1967, ένα συνεχές πολιτικό αδιέξοδο με αποτέλεσμα μια ακόμα κατάλυση της ελληνικής δημοκρατίας. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών θα ρίξει τους τίτλους τέλους σε μια καθοριστική και δραματική περίοδο για τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό. Η ελληνική δημοκρατία θα παραμείνει υπό τη βαριά σκιά της δικτατορίας για επτά χρόνια, έως και το 1974”, επισημαίνει ο συγγραφέας.


Όπλων κρίσις” του Μίμη Ανδρουλάκη, Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 283, 14 ευρώ.

Με τον υπότιτλο “Νεκρικοί διάλογοι με την αριστερά” ο Μίμης Ανδρουλάκης αποφασίζει να τα ξαναθέσει όλα επί χάρτου ή μάλλον να τους επαναφέρει όλους στο προσκήνιο, από τους κομμουνιστές Λένιν, Τρότσκι, Λούξεμπουργκ, Γκράμσι, μέχρι τους σοσιαλιστές Ζορές, Μπερντσάιν, Κάουτσκι, Χίλφερνιντγκ, Μπάουερ, Μπλουμ. Από τους Τολιάττι, Τορέζ, Μπερλινγκουέρ, Μαρσαί, Καρίγιο, Φλωράκη, Κύρκο, μέχρι τους Άττλι, Μολλέ, Κάλλαχαν, Μπραντ, Σμιτ, Κράισκι, Μιττεράν, Πάλμε και Ανδρέα Παπανδρέου. Ένα έργο “πολιτικής φαντασίας” όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει το οποίο κλείνοντας το μάτι στους “Νεκρικούς διαλόγους” του Λουκινού και αποτελώντας “μια κάθοδο στον Κάτω Κόσμο”, επιχειρεί να αναζητήσει, τελικά, δρόμο και λύση.
Ο τίτλος- δάνειο από μια σκηνή στον Τρωικό πόλεμο. Η βασική ερώτηση, σε όλους κοινή “Τι να κάνουμε;”
Ο συγγραφέας, εννοείται, είναι εκείνος ο οποίος κατεβαίνει στον Άδη και ρωτά, το αποτέλεσμα, όπως υποστηρίζει: “γυρίζουμε το χρονοδιακόπτη και κοιτάζουμε μαζί τους την Αριστερά του 21ου αιώνα από τα δικά τους ορόσημα, από τις πιο αντιπροσωπευτικές κορυφογραμμές της ιστορίας, πίσω εκατό, ενενήντα, ογδόντα, εβδομήντα, εξήντα, πενήντα, σαράντα, τριάντα, είκοσι χρόνια”. Το αποτέλεσμα, ευφάνταστο και εντυπωσιακό: ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ μάς υπενθυμίζει ότι κάθε ανανεωτικό εγχείρημα περιλαμβάνει και μια “ανάσταση νεκρών”. Ο Φρανσουάζ Μιττεράν θυμάται την παρατήρηση του Μαρξ πως, όταν οι άνθρωποι ετοιμάζονται να κάνουν κάτι που δεν έχει προυπάρξει, επιστρέφουν με δέος στο παρελθόν και με μια δανεική σεβάσμια μεταμφίεση ετοιμάζονται να παραστήσουν τη νέα σκηνή της ιστορίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου εξομολογείται, πρώτη φορά, (πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, άλλωστε) τις εν ζωή εμπειρίες της καθόδου του στον Κάτω Κόσμο. Ξαναθυμόμαστε μαζί του ότι “ο Καρλ Μαρξ συλλαμβάνει εξαρχής το “Κεφάλαιο”, το αριστούργημα της σοσιαλιστικής σκέψης, σαν μια κάθοδο στον Άδη, ακολουθώντας τα βήματα του Οδυσσέα”.
Το βασικό ζητούμενο, το ότι “ο αναγνώστης θα δοκιμάσει την ίδια με μας έκπληξη, ίσως και τον ίδιο φόβο, όταν διαπιστώσει τις κρυφές αναλογίες, συσχετίσεις και διασταυρώσεις ανάμεσα στις αποπληθωριστικές πολιτικές του Μεσοπολέμου, που οδήγησαν στην εφιαλτική αύξηση της ανεργίας, με τις καθιερωμένες πολιτικές της Ευρωζώνης στις χώρες της περιφέρειάς της”. Η Ιστορία που επαναλαμβάνεται αλλά οι πρωταγωνιστές της, εκεί, αμετάβλητοι στον αιώνα τον άπαντα. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος στα βασικά.


Το χαστουκόδεντρο” του Άρη Μαραγκόπουλου. Εκδ. “Τόπος”, σελ. 444, 18 ευρώ.

Γράφοντας το Χαστουκόδεντρο προσπάθησα να καταλάβω πρώτα απ' όλα τι σημαίνει το ρήμα “αντέχω”. Τι σημαίνει δηλαδή να τρως απανωτά «χαστούκια», όπως συνέβη με χιλιάδες ανθρώπους στην Ελλάδα από τον πόλεμο ως το 1974, κι εσύ, ωστόσο, εκεί, ακλόνητος, εφ ω ετάχθης, να αντέχεις συνέχεια. Κι από την ανάποδη: τι σημαίνει για τη ζωή σου να αντέχεις τα «χαστούκια”, εξηγεί ο συγγραφέας κρατώντας όσον αφορά τον αναγνώστη έναν γρίφο σε σχέση με τον τίτλο, και σε ένα μυθιστόρημα- ντοκιμαντέρ όπως το χαρακτηρίζει, αναφέρεται στον τελευταίο μισό του αιώνα μια πολύπαθης χώρας.
Τις σελίδες του διατρέχει η ερωτική σχέση δύο ανθρώπων, δύο κομμουνιστών της εποχής, του Τόνι Αμπατιέλου και της Μπέτι Μπάρτλετ. Εκείνος, μπαίνει στη φυλακή στα 33 του, αποφυλακίζεται στα 50 και ζει έγκλειστος για τα φρονήματά του 17 χρόνια. Εκείνη, κάνει ό,τι περνά απ' το χέρι της για να τον ελευθερώσει. Επιλέγοντας την επαναστατικότητα του έρωτα για ν' αποδείξει την αλληλένδετη σχέση έρωτα και πολιτικής, ο συγγραφέας παραθέτει στοιχεία εποχής για ό,τι συνέβαινε παράλληλα μέσα και έξω απ' την χώρα. Εκείνοι οι δύο κι ο κόσμος, οι ήρωες που αγωνίζονται και οι παράπλευρες απώλειες, όταν η Ιστορία αλλάζει πλευρό. Προσπαθώντας να κατανοήσει για να εξηγήσει “πώς γίνεται να μη ζεις σαν κανονικός άνθρωπος για να αντέξεις, πώς γίνεται να μένεις τις δυο πιο σημαντικές δεκαετίες της ζωής σου φυλακή, να μην υπογράφεις, να ζεις τη ζωή κλεισμένος μέσα, να αγωνίζεσαι για «ένα καλύτερο αύριο» και η ζωή απέξω να προχωράει με τον όποιο βηματισμό, να βγαίνεις μια μέρα στην πραγματικότητα που έχει αλλάξει χωρίς εσένα. Και μαζί μ' αυτό πώς γίνεται να έχεις ζήσει αυτή την υπεράνθρωπη «αντοχή» και μια μέρα να μαθαίνεις ότι μερικά απ' όσα πίστευες, τα περισσότερα, δεν ήταν ακριβώς έτσι”.
Η συγγραφική άποψη “Κι εμείς είμαστε πάντα ένας λαός πειραματόζωο με διεφθαρμένους πολιτικούς, ζούμε μια ζωή ως guinea pigs: μια χώρα που δεν αγαπάει τον εαυτό της, μια χώρα που σκοτώνει τον καλύτερο εαυτό της, μια χώρα σταθερά σε εμφύλια διαμάχη, το πιο συχνά για ένα τίποτε, για ένα άδειο πουκάμισο”. Το αναγνωστικό αποτέλεσμα, ένα μυθιστόρημα που είναι Ιστορία αλλά και ζωντανός οργανισμός, έχει δλδ πολλαπλές αναγνώσεις.



Ελέησόν με” του Ζαν- Κριστόφ Γκρανζέ. Μετάφραση: Ρίτα Κολαίτη. Εκδ. “Καλέντη”, σελ. 685, 22.50 ευρώ



Όλα αρχίζουν με τη σύγκρουση στο ύψιστο σημείο της: ένας Χιλιανός διευθυντής χορωδίας δολοφονείται με τρόπο αλλόκοτο σε μια αρμένικη εκκλησία του Παρισιού και υπό τον ήχο αγγελικής μουσικής. Κατόπιν, γίνονται τέρατα: παιδιά εξαφανίζονται, δολοφονίες με το ίδιο μακάβριο τελετουργικό –στους τοίχους στίχοι από το «Ελέησόν με»– συνεχίζονται, τα σύνορα καταλύονται και όλα αρχίζουν ή μοιάζουν να έρχονται από πολύ μακριά. Από τη Χιλιανή Χούντα στην Πόλη του Φωτός κι απ' εκεί στη Γερμανία της Καθαρής Αρίας Φυλής, όπου εν μέσω Βάγκνερ και Σκάρλετ Ο'Χάρα η ανθρώπινη ύπαρξη και υπόληψη γίνονταν χίλια δυο κομματάκια.
Με κεντρικό άξονα εκκλησίες και παιδικές χορωδίες, ο Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Ζαν-Κριστόφ Γκρανζέ στήνει ένα σκοτεινό ιστορικό ατμοσφαιρικό θρίλερ αναζητώντας τις απαρχές του Κακού. Με εναπομείναντες ναζί –η Ιστορία αποδεικνύει ότι εντέλει είναι παγκόσμια ιστορία ο ναζισμός, βρίσκει πεδίο γόνιμο στην ανθρώπινη ψυχή– που οργανώνουν στρατόπεδα «σωφρονισμού» στη Λατινική Αμερική και κοινωνίες στο απυρόβλητο στην καρδιά της Γαλλίας και υπό τους ήχους θεϊκής μουσικής, χρησιμοποιώντας ως όπλα αγγελικές φωνές, εκτελούν ένα απίστευτο τελετουργικό εκδικητικό γαϊτανάκι.
Το ερώτημα, ασύλληπτο όσον αφορά την απάντηση: Τελικά μπορεί να σκοτώσει η μουσική; Και η μουσική, ναι, όπως ο τάχα μου υπερπατριωτισμός, μπορεί να σκοτώσει!
Με το παρελθόν να καθορίζει το στοιχειωμένο απ' αυτό παρόν, ο συγγραφέας με τρόπο αριστοτεχνικό το κρατά σαν καμβά στην ιστορία αλλά και στη ζωή των δυο περιθωριακών μπάτσων που κατά κάποιον τρόπο πρωταγωνιστούν. Ο Λιονέλ Κασντάν –Αρμένης συνταξιούχος βετεράνος που κουβαλά μια πατρίδα– και ο Βολό –Ρώσος, τοξικομανής και ωραίος σαν ροκ σταρ– ξεφλουδίζουν την Ιστορία μαζί με το δικό τους προσωπικό παρελθόν και αντιμετωπίζουν το γρίφο βαδίζοντας επάνω στον δικό τους προσωπικό γρίφο.
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που αναλόγως τον αναγνώστη του έχει τη δύναμη και την αφηγηματική δεινότητα να γίνεται πολλά: ατμοσφαιρικό θρίλερ και πολιτικό μυθιστόρημα, δοκίμιο για τη Μουσική και το Κακό (οποία αντίφαση!), ψυχαναλυτική ιστορία και αφήγημα ιστορικό – κατορθώνει πολλές φορές να ξαφνιάσει.



Ιστορίες ντροπής” του Γιώργου Παμπούκη, Εκδ. “Πατάκη”Ιστορίες Ντροπής” του Γιώργου Παμπούκη. Εκδ. “Πατάκης”, σελ. 421,

Στο εξώφυλλο του δοκιμίου, μια γκραβούρα του 190υ αιώνα. Από κεφάλι γυναίκας ξεπηδούν από τις μάγισσες του Μεσαίωνα μέχρι την Ιωάννα της Λωραίνης και την Αφροδίτη της Μήλου. Στα περιεχόμενα, η ιστορία των γυναικών μέσα από την Ιστορία, την Πολιτική, τη Θρησκεία, την καθημερινότητα και τη νοοτροπία. “Όλοι οι απίστευτα απάνθρωποι καταναγκασμοί που έχουν επιβληθεί “θεσμικά” στις γυναίκες” και έχουν από τους άντρες σχεδιαστεί και επιβληθεί: οι αρχικοί λόγοι και οι γυναίκες στις μη μονοθειστικές θρησκείες, η μητέρα Θεά, οι Κέλτισσες, οι Αμαζόνες και οι γυναίκες στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, οι Ρωμαίες, οι γυναίκες στις ανατολικές θρησκείες , ο Ιουδαισμός, οι γυναίκες στο Ισλάμ και στο σύγχρονο κόσμο. Θεσμικές ρυθμίσεις και ορισμοί, ανατροπές στον τομέα της απασχόλησης, ο φεμινισμός, ο μεταφεμινισμός και ο ανεξερεύνητος ανθρώπινος ψυχισμός. Το “γιατί άραγε” σε εγκλήματα που αφορούν το μισό πληθυσμό της γης, θα μείνει ανοιχτό, καθώς και η διερεύνηση στη συλλογική συνείδηση του δυτικού κόσμου, η σεξουαλική τρομοκρατία που εξακολουθεί να ασκείται στις μέρες μας σε βάρος των γυναικών. Η ιστορία των γυναικών που είναι και η ιστορία του κόσμου. Ή άλλως η ιστορία του κόσμου που καθορίζει την ιστορία των γυναικών.
Οι πιο γενναιόδωροι όσον αφορά το ζήτημα των γυναικών, ήταν η Μινωική Κρήτη κι οι Κέλτες. Σκληρότεροι όλων η Καθολική εκκλησία και οι Ιεροεξεταστές. Το μεγάλο αγκάθι, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο των ιεροεξεταστών. Οι μοναδικές γυναίκες που στην ιστορία των γυναικών μοιάζει να είχαν το πάνω χέρι, οι αμαζόνες “αλλά στην κοινωνία των αμαζόνων δεν υπήρχαν άντρες. Συνευρίσκονταν μια φορά το χρόνο σε κάποιο χωριό, γεννούσαν και μάλιστα υπάρχει και ένας ανατριχιαστικός θρύλος ότι τα αρσενικά τα θανάτωναν ή τα στέλνανε πίσω στον πατέρα, αν ήταν γνωστός ο πατέρας”.
Ο Γιώργος Παμπούκης, ο συγγραφέας, πολιτικός μηχανικός σπούδασε, αλλά ως δοκιμιογράφος καταγράφηκε στις συνειδήσεις μας. Με μελέτες χρόνων για τον “Μεγάλο κόσμο του μικρού ανθρώπου”, για τις μονοθειστικές θρησκείες “Στην τροχιά του ενός Θεού”, για τη Γυναίκα μέσα από την Ιστορία, την Θρησκεία και την Φιλοσοφία στις “Ιστορίες Ντροπής”, για το Τυχαίο, στο μέλλον.


Το πρόβλημα Σπινόζα” του Irvin D. Yalom. Μετάφραση: Ευαγγελία Ανδριτσάνου. Εκδ. “Άγρα”, σελ. 506, 19.80 ευρώ

Το γεγονός ότι ένα επιχείρημα διαθέτει τη δύναμη να σε γαληνεύει στηρίζει την ιδέα ότι κανένα πράγμα δεν είναι πραγματικά καλό ή κακό, ευχάριστο ή τρομακτκό αφ' εαυτού και εαυτό. Μόνο το μυαλό σου το καθιστά τέτοιο”.
Στο καινούργιο βιβλίο του ο ψυχοθεραπευτής Γιάλομ εξετάζει μέσα από τη ζωή και το έργο του Σπινόζα, δυο εποχές και δυο βίους αλλόκοτα παράλληλους. Αυτή του εβραίου φιλοσόφου που έζησε αποσυνάγωγος το 17ο αιώνα και του οποίου το έργο επηρέασε την παγκόσμια σκέψη και την άλλη του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ που υπήρξε ο ιδεολόγος των ναζί. Συνδετικός κρίκος ο... Γκαίτε και η αδυναμία του στον Σπινόζα. Κεντρικός άξονας αυτού του ιστορικού και φιλοσοφικού μυθιστορήματος μια αναγνωστική παρεξήγηση και μια διανοητική εμμονή.
Στις σελίδες του, οι εποχές και οι διαδρομές των δυο ανδρών εκτυλίσσονται παράλληλα. Η καταγωγή του ενός και του άλλου, το ιστορικό πλαίσιο, οι αναγνώσεις και το συγγραφικό έργο, οι εκ διαμέτρου διαφορετικές ζωές. Η ασκητική ζωή του ενός και η μεγαλομανής ζωή του άλλου. Η “Ηθική” του ενός και το καταστροφικό μένος του άλλου. Το σημείο εκκίνησης του ενός και η απώθηση και αυτής καθ' εαυτής της καταγωγής του άλλου. Η γαλήνια ζωή του ενός. Και η εγκληματική διαδρομή του άλλου.
Στα περιεχόμενα οι σύνθετες εποχές και των δυο. Οι εβραίοι της Ισπανίας στη Γερμανία όσον αφορά την εποχή του Σπινόζα. Η απρόσμενη άνοδος του ναζισμού, όσον αφορά την εποχή του Ρόζενμπεργκ.
Στην “Ηθική” του εξάλλου ως και αυτό το είχε προβλέψει ο Σπινόζα:
Διαφορετικοί άνθρωποι μπορούν να επηρεαστούν από ένα και το αυτό αντικείμενο με διαφορετικούς τρόπους. Ένας και ο αυτός άνθρωπος μπορεί να επηρεαστεί από ένα και το αυτό αντικείμενο με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικούς χρόνους”.
Κι ο Ίρβιν Γιάλομ ως ψυχοθεραπευτής με εβραικές ρίζες είναι κάτι που το γνωρίζει καλά, με αποτέλεσμα να ανατέμνει το απόστημα της κάθε εποχής, να εξηγεί την απαρχή του κακού και να φωτίζει αυτή την αλλόκοτη ιστορική παρεξήγηση.


10/12/12

“Χωρίς την ιστορική μνήμη ο άνθρωπος γίνεται φτερό στον άνεμο”



H Μάρω Δούκα στο περιοδικό “Η Ιστορία Σήμερα” (Δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 8ης Δεκεμβρίου 2012, μαζί με το έθνος)

Και με την ιστορική μνήμη ασχολείται και στα βιβλία της. Σε κάθε της ιστορία της Μάρως Δούκα η Ιστορία είναι πάντοτε εκεί. Το Βυζάντιο στο “Ένας σκούφος από πορφύρα”, η επταετία στην “Αρχαία σκουριά” (Κρατικό βραβείο), η ιστορία των Χανίων και ο εμφύλιος στα “Αθώοι και φταίχτες” (βραβείο Balkanika και "Καβάφη") και “Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ”. Τα τελευταία πενήντα χρόνια της χώρας μας στο τελευταίο βιβλίο της “γιατί εμένα η ψυχή μου” (εκδ. Πατάκη). Με όλο- εκείνο- που – ερχόταν κι εμείς δεν το βλέπαμε. Γιατί “ο κόσμος αναπόφευκτα αλλάζει και αλίμονό μας αν δεν αλλάζουμε μαζί του κι εμείς μαζί του”.

Κυρία Δούκα, η Ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την εποχή;
Θα μπορούσε, αν μη τι άλλο, να μας βοηθήσει να μην «πέφτουμε» παραζαλισμένοι κάθε λίγο και λιγάκι «από τα σύννεφα» για όσα μας συμβαίνουν. Έχοντας, για παράδειγμα, ιστορική γνώση και συνακόλουθα συνείδηση της διαδρομής μας τα τελευταία σαράντα χρόνια, θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε κάπως, χωρίς αγκυλώσεις και στερεότυπα, πώς και γιατί από τα δίχτυα των Διεθνών Αγορών και των σπεκουλαδόρων βρεθήκαμε στα γρανάζια του ΔΝΤ και του γερμανικού ηγεμονισμού. Διότι δεν αρκεί, εάν πραγματικά θέλουμε να μην καταποντιστούμε στον ωκεανό της παγκόσμιας κρίσης και της παραπαίουσας ευρωζώνης, να καταλογίζουμε μόνο ευθύνες στους πολιτικούς που διεκδικούσαν τόσα χρόνια την ψήφο μας, καταγγέλλοντας τις πασιφανείς στρεψοδικίες, τα αυταπόδεικτα λάθη, την ανικανότητα και τις εγκληματικές παραλείψεις τους. Απαιτείται ταυτόχρονα και η ειλικρινής συνομιλία με τον εαυτό μας για το τι ακριβώς θέλαμε, τι προσδοκούσαμε τόσα χρόνια από αυτούς όταν τους ψηφίζαμε. Σε τι ακριβώς προσβλέπαμε τότε και σε τι προσβλέπουμε σήμερα…

Μπορεί να μας βοηθήσει η Ιστορία να κατανοήσουμε κάπως αυτό- που- μας- περιμένει;
Η Ιστορία, όχι μόνο ως γνώση του παρελθόντος αλλά και ως τρόπος σκέψης, μπορεί να βαθύνει κριτικά τη ματιά μας και να μας οπλίσει μαχητικά απέναντι στο σήμερα. Μπορεί, για παράδειγμα, να μας βοηθήσει να συναισθανθούμε ότι από μας εξαρτάται να μην αφεθούμε στην απραξία και στην κατάθλιψη. Ως λαός δεν είναι η πρώτη φορά που κληθήκαμε να πληρώσουμε τα σπασμένα από την ανικανότητα των πολιτικών.

Η Τέχνη; Η λογοτεχνία;
Η λογοτεχνία μάς μαθαίνει πρωτίστως να συμπονούμε ο ένας τον άλλο. Πάντα πίστευα ότι η τέχνη οφείλει να παρηγορεί. Και παρηγορεί μόνο εάν είναι σε θέση να αναδεικνύει τα ιδεολογήματα, τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις μας, εάν φιλοδοξεί, ταυτόχρονα με την όποια απόλαυση που προσδοκούμε από αυτήν, να μας αποκαλύπτει τη δυνατότητά μας να σκεφτούμε και αλλιώς, να αναλογιστούμε τις χαμένες αξίες και να προβληματιστούμε για τις προτεραιότητες μας στη ζωή…

«Θα καταχρεωθούμε για το θεαθήναι» (“Δεν είναι απλό”, 2003), φαινόταν ότι “όλο αυτό” έρχεται;
Δεν χρειάζεται, πιστεύω, να είσαι ειδικός, για να γνωρίζεις ότι δεν δικαιούσαι να διοργανώνεις πέραν των δυνατοτήτων σου φιέστες, και μάλιστα με δανεικά… Αυτή η πολιτική του αλόγιστου δανεισμού, σε συνδυασμό με την πολιτική-κρατική διαφθορά και την ανεμελιά με την οποία είχαν διαποτιστεί τα μεσοαστικά-μικροαστικά στρώματα της κοινωνίας, ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Κι αυτό που τσούζει κυρίως σήμερα είναι ότι οι προορισμένοι να αποτελούν, όπως λένε οι ειδικοί, τη ραχοκοκαλιά μιας κοινωνίας, κινδυνεύουν να βουτηχτούν, εάν δεν έχουν ήδη βουτηχτεί, στην ανεργία και στην ανέχεια. Φτωχοί και άνεργοι όμως, και μάλιστα με αυξανόμενο ρυθμό, υπήρχαν και πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια… αφημένοι στη μοίρα τους, και με την πλασματική ευημερία να τους γνέφει περιπαιχτικά πως θα μπορούσαν και αυτοί να χώσουν το δάχτυλο στο μέλι, αν δεν ήταν «άτυχοι» ή «ανίκανοι» ή «βλάκες»…

«Δεν το θυμάσαι καθαρά κι αυτό σε πονάει” ( «Σας αρέσει ο Μπραμς;», 2000). Η μνήμη μάς σώζει;

Δεν ξέρω αν μας σώζει, σίγουρα πάντως μας βοηθάει να σταθούμε στα πόδια μας. Χωρίς τη μνήμη του ο άνθρωπος γίνεται φτερό στον άνεμο…

Το “περιττό” σήμερα

Διότι αυτό συμβαίνει με τους ανθρώπους. Οσάκις τους χτυπάει το κακό, γαντζώνονται από τα εφήμερα. Όταν συνέρχονται, όλα έχουν τελειώσει” (“Εις το βουνό ψηλά εκεί”, 1994), αυτό μας συνέβη;
Αυτό που κυρίως συνέβη, ανεξάρτητα από το οργουελικής χροιάς κείμενό μου, είναι ότι αφεθήκαμε και χάσαμε την αίσθηση του μέτρου. Ότι επιτρέψαμε άκριτα να μας επιβάλουν πως για να είμαστε νικητές και επιτυχημένοι άλλος δρόμος δεν υπάρχει εκτός από αυτόν που οδηγεί στην υπερκατανάλωση και στην κακοποίηση του περιβάλλοντος. Άλλο όμως να προσπαθείς για μια καλύτερη ζωή και άλλο να αναλώνεσαι για μια ζωή που εντέλει δεν σου ανήκει…

Η αναζήτηση του περιττού, άλλωστε, δεν ήταν αυτή που ωθούσε πάντοτε τον άνθρωπο; (“Σκάβοντας δίπλα στο παιδί”, 2002) Το “περιττό” σήμερα;
Περιττό σήμερα, ικανό να πυροδοτήσει τις ελεύθερες πτήσεις μας, θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο, μια θεατρική παράσταση, μια συναυλία, μια ταινία… Θέλω να πω ότι πάντα, σε δύσκολες εποχές, η τέχνη, αν και φαινομενικά περιττή στον αγώνα για την επιβίωση, θα μπορούσε να συνδράμει στο να βρούμε τον βηματισμό μας…

Ο κόσμος αλλάζει

Να κλάψει πάλι ή να μην κλάψει; Αλλά γιατί; Εφόσον οι αλλαγές γίνονται πάντοτε χωρίς να τις αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος. Με αναισθητικό” (“Τριάντα χρόνια πριν και τριάντα μετά”, 1999) Αυτό πάθαμε;
Ο κόσμος αναπόφευκτα αλλάζει και αλίμονό μας αν δεν αλλάζουμε κι εμείς μαζί του…Καλό όμως είναι να μην ξεχνάμε ότι το θετικό πρόσημο της όποιας αλλαγής εξαρτάται και από μας. Αν και κατά πόσο, δηλαδή, καθώς αλλάζουμε, συντηρούμε ζωντανά μέσα μας τα δυο τρία ουσιώδη και ανεκτίμητα που επιλέξαμε για να πορευτούμε στη ζωή. Διότι αυτά, τα δικά μας «τιμαλφή», θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να μην αλλοιωθούμε, να μη σαπίσουμε δηλαδή ηθικά και πνευματικά…

Γιατί εμένα η ψυχή μου ήταν ελεύθερη από την ελπίδα, τον Φόβο, τα Κόμματα” (Γάιος Σαλλούστιος Κρίσπος), πώς φτάνει κανείς σε αυτή την ελευθερία;

Αν φτάσεις… τέλειωσες! Σημασία έχει να τείνεις προς την ελευθερία εν κινήσει και όχι στατικά. Να ελπίζεις, αλλά να μην επαναπαύεσαι άβουλα στις ελπίδες σου. Να φοβάσαι, αλλά να μην επιτρέπεις ούτε στον εαυτό σου, ούτε στους άλλους να σε τρομοκρατούν. Να έχεις την ιδεολογία σου, αλλά να μην αφήνεσαι άκριτα σ’ αυτήν, να μην τυφλώνεσαι.